Language of document : ECLI:EU:T:2013:482

Υπόθεση T‑111/11

ClientEarth

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Μελέτες που παρέλαβε η Επιτροπή και οι οποίες αφορούν τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο οδηγιών στον τομέα του περιβάλλοντος – Μερική άρνηση προσβάσεως – Εξαίρεση που αφορά την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση – Συμβατό προς τη Σύμβαση του Ώρχους – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον – Συνέπειες υπερβάσεως της προθεσμίας για την έκδοση ρητής αποφάσεως – Περιεχόμενο της υποχρεώσεως ενεργού διαδόσεως των περιβαλλοντικών πληροφοριών»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 13ης Σεπτεμβρίου 2013

1.      Ένδικη διαδικασία – Απόφαση ή κανονισμός που αντικαθιστά την προσβαλλομένη πράξη κατά την εκκρεμοδικία – Νέο στοιχείο – Προσαρμογή των αρχικών αιτημάτων και λόγων ακυρώσεως

2.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από την αρχή της προσβάσεως στα έγγραφα – Άρνηση στηριζόμενη σε πλείονες εξαιρέσεις – Επιτρέπεται

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)

3.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Αντικείμενο – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Συσταλτική ερμηνεία και αυστηρή εφαρμογή

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογικές σκέψεις 4 και 11, άρθρα 1 και 4)

4.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Περιεχόμενο – Έγγραφα που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο έρευνας σχετικής με διαδικασία λόγω παραβάσεως – Εμπίπτουν

(Άρθρο 258 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, 3η περίπτωση)

5.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων – Περιεχόμενο – Εξαίρεση από την υποχρέωση – Έγγραφα που αποτελούν τμήμα φακέλου της επιτροπής σχετικά με έρευνα που αφορά τη μεταφορά οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη – Επιτρέπεται

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 1 έως 3)

6.      Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνίες της Ένωσης — Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (Σύμβαση του Ώρχους) – Αποτελέσματα – Κατισχύει των πράξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης — Εκτίμηση, υπό το πρίσμα της Συμβάσεως αυτής, του κύρους πράξεως της Ένωσης — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 216 § 2 ΣΛΕΕ· Σύμβαση του Ώρχους)

7.      Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνίες της Ένωσης – Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (Σύμβαση του Ώρχους) – Διατάξεις της Συμβάσεως αυτής σχετικά με τους λόγους απορρίψεως αιτήσεως προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες – Άμεσο αποτέλεσμα – Δεν υφίσταται – Απόφαση να μην επιτραπεί η πρόσβαση σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων που αφορούν το περιβάλλον και σχετίζονται με διαδικασία λόγω παραβάσεως – Συμβατό με τη Σύμβαση

(Σύμβαση του Ώρχους, άρθρα 3 και 4 §§ 1 και 4· κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4 § 2, 3η περίπτωση, και 1367/2006)

8.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των εγγράφων – Διάκριση από την αρχή της διαφάνειας

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 2 και 3, εδ. 1)

9.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Προθεσμία που προβλέπεται για την απάντηση σε αίτηση προσβάσεως – Παράταση – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 1 και 2)

10.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Μη τήρηση εκ μέρους της Επιτροπής των προβλεπόμενων προθεσμιών για την απάντηση σε αίτηση προσβάσεως – Σιωπηρή απορριπτική απόφαση –Διατήρηση της αρμοδιότητας της Επιτροπής να απαντήσει στην αίτηση προσβάσεως μετά την παρέλευση της προθεσμίας

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

11.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Ενεργός διάδοση περιβαλλοντικών πληροφοριών – Όρια – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα

(Σύμβαση του Ώρχους, άρθρο 5 §§ 3 και 5· κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4, και 1367/2006, άρθρο 4 § 2)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 36)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 42)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 47, 48)

4.      Η Επιτροπή μπορεί εγκύρως να εφαρμόσει την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, προκειμένου να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με έρευνες που αφορούν ενδεχόμενη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης που μπορούν να οδηγήσουν σε κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως ή που έχουν όντως καταλήξει στην κίνηση της εν λόγω διαδικασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η άρνηση προσβάσεως κρίθηκε δικαιολογημένη εκ του γεγονότος ότι τα κράτη μέλη νομιμοποιούνται να αναμένουν ότι η Επιτροπή τηρεί την εμπιστευτικότητα σχετικά με τις έρευνες, ακόμη και μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου από την περάτωσή τους.

Ειδικότερα, η γνωστοποίηση εγγράφων που αφορούν το στάδιο της έρευνας, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, θα μπορούσε να θίξει την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας λόγω παραβάσεως στο μέτρο που θα μπορούσε να διακυβευθεί ο σκοπός της, ο οποίος συνίσταται στο να παρασχεθεί η δυνατότητα στο κράτος μέλος να συμμορφωθεί αυτοβούλως προς τις επιταγές της Συνθήκης ή, ενδεχομένως, η δυνατότητα να δικαιολογήσει τη στάση του. Η απαίτηση εμπιστευτικότητας ισχύει και μετά την ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, με σκοπό την αυτόβουλη συμμόρφωσή του προς τις επιταγές της Συνθήκης, εξακολουθούν ενδεχομένως να διεξάγονται κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας και μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Η διαφύλαξη του σκοπού αυτού, ήτοι του φιλικού διακανονισμού της διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, δικαιολογεί επομένως την άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα αυτά.

(βλ. σκέψεις 58, 59)

5.      Στην περίπτωση που ζητείται από θεσμικό όργανο η γνωστοποίηση εγγράφου, το όργανο αυτό οφείλει να εκτιμήσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν το έγγραφο αυτό εμπίπτει στις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Η εξέταση που απαιτείται για την επεξεργασία αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει να έχει συγκεκριμένο και εξατομικευμένο χαρακτήρα και να αφορά το περιεχόμενο κάθε εγγράφου το οποίο αφορά η εν λόγω αίτηση. Η εξέταση αυτή πρέπει επίσης να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως του θεσμικού οργάνου, όσον αφορά όλες τις εξαιρέσεις που διαλαμβάνονται στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση αυτή.

Εντούτοις, ενδέχεται η εξέταση αυτή να μην είναι αναγκαία όταν, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, είναι πρόδηλο ότι η πρόσβαση πρέπει να αποκλειστεί ή, αντιθέτως, να επιτραπεί. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που ορισμένα έγγραφα είτε καλύπτονται προδήλως στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως είτε είναι προδήλως προσβάσιμα στο σύνολό τους είτε, τέλος, έχουν αποτελέσει ήδη αντικείμενο συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εκτιμήσεως από την Επιτροπή υπό παρόμοιες συνθήκες. Επιπλέον, επιτρέπεται κατ’ αρχήν στο οικείο θεσμικό όργανο να στηρίζεται, ακόμα και στο πλαίσιο της αιτιολογήσεως της αρνητικής αποφάσεως, σε γενικά τεκμήρια που εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι παρόμοιες γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις μπορούν να ισχύουν για αιτήσεις γνωστοποιήσεως εγγράφων που αφορούν έγγραφα της ιδίας φύσεως, υπό τον όρο ότι το όργανο αυτό ελέγχει σε κάθε περίπτωση αν οι γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις που ισχύουν συνήθως για ένα ορισμένο είδος εγγράφων ισχύουν στην πραγματικότητα για το συγκεκριμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η γνωστοποίηση.

Συνεπώς, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει, αφενός, ότι όλες οι μελέτες, την κατάρτιση των οποίων ανέθεσε στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου της διαδικασίας λόγω παραβάσεως και στις οποίες γίνεται εις βάθος εξέταση του συμβατού της νομοθεσίας των οικείων κρατών μελών προς το δίκαιο της Ένωσης, ανήκαν στην ίδια κατηγορία εγγράφων και, αφετέρου, ότι δεν έπρεπε να επιτραπεί η πρόσβαση σε αυτήν την κατηγορία εγγράφων επί τη βάσει της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού.

Ειδικότερα, οι μελέτες αυτές αποτελούν στοιχεία τα οποία μπορούν να έχουν επίπτωση στις δυνατότητες της Επιτροπής να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τα κράτη μέλη αυτά, χωρίς εξωτερικές πιέσεις, προκειμένου αυτά να συμμορφωθούν αυτοβούλως με το δίκαιο της Ένωσης. Οι επίδικες μελέτες είναι έγγραφα συγκεκριμένης στοχεύσεως με σκοπό την ανάλυση της μεταφοράς από ορισμένο κράτος μέλος στο εσωτερικό του δίκαιο ορισμένης οδηγίας, τα οποία προορίζονται να αποτελέσουν τμήμα φακέλου της Επιτροπής σχετικά με τη μεταφορά αυτή. Στην περίπτωση που έχει ήδη κινηθεί η διαδικασία λόγω παραβάσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι μελέτες αυτές δεν αποτελούν τμήμα του φακέλου της οικείας διαδικασίας, καθόσον η Επιτροπή έχει αποφασίσει να κινήσει την εν λόγω διαδικασία μεταξύ άλλων και επί τη βάσει των μελετών αυτών. Όσον αφορά τις μελέτες για τις οποίες η Επιτροπή δεν έχει κινήσει ακόμη τη διαδικασία λόγω παραβάσεως, είναι επίσης αναγκαία η διαφύλαξη της εμπιστευτικότητάς τους, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η απόσυρση κατά τον χρόνο κινήσεως της διαδικασίας πληροφοριών που έχουν δημοσιοποιηθεί.

(βλ. σκέψεις 64, 65, 68-70, 79)

6.      Δυνάμει του άρθρου 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν η Ένωση συνάπτει διεθνείς συμφωνίες, τα θεσμικά της όργανα δεσμεύονται από τις συμφωνίες αυτές, οι οποίες, κατά συνέπεια, κατισχύουν των πράξεων της. Η Σύμβαση του Ώρχους υπογράφηκε από την Κοινότητα και, εν συνεχεία, εγκρίθηκε με την απόφαση 2005/370, για σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της σύμβασης για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της Συμβάσεως αυτής αποτελούν πλέον αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξεως της Ένωσης.

Το κύρος πράξεως της Ένωσης επηρεάζεται ενδεχομένως από το ασύμβατο της πράξεως αυτής προς διεθνή συμφωνία. Ο δικαστής της Ένωσης, όταν προβάλλεται ενώπιόν του το ασύμβατο πράξεως της Ένωσης με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, μπορεί να το εξετάσει υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως δύο προϋποθέσεων. Πρώτον, η Ένωση πρέπει να δεσμεύεται από τους κανόνες αυτούς. Δεύτερον, ο δικαστής της Ένωσης δύναται να εξετάσει το κύρος πράξεως του δικαίου της Ένωσης υπό το πρίσμα διατάξεως διεθνούς συνθήκης μόνον εφόσον τούτο δεν προσκρούει στη φύση και στην οικονομία της εν λόγω συνθήκης και, επιπλέον, η εν λόγω διάταξη, από απόψεως του περιεχομένου της, δεν περιέχει αιρέσεις και είναι αρκούντως ακριβής.

(βλ. σκέψεις 84, 85, 91)

7.      Η Ένωση δεσμεύεται από τη Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (Σύμβαση του Ώρχους). Όσον αφορά, όμως, τους λόγους απορρίψεως αιτήσεως προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, δεν προκύπτει ότι η Σύμβαση αυτή είναι, από απόψεως του περιεχομένου της, απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής.

Πράγματι, η Σύμβαση αυτή, και ειδικότερα το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, προδήλως απευθύνονται κυρίως στις αρχές των συμβαλλομένων κρατών και χρησιμοποιούν έννοιες που τους προσιδιάζουν, όπως προκύπτει από την παραπομπή στις εθνικές νομοθεσίες που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1. Αντιθέτως, δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιομορφίες που χαρακτηρίζουν τους περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής ολοκληρώσεως, οι οποίοι δύνανται εντούτοις να προσχωρήσουν στη Σύμβαση. Ειδικότερα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη στο άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, ή σε άλλες διατάξεις της Συμβάσεως του Ώρχους η οποία να καθιστά δυνατή την ερμηνεία των εννοιών που χρησιμοποιούνται στην εν λόγω διάταξη και τη διαπίστωση αν έρευνα αφορώσα διαδικασία λόγω παραβάσεως εμπίπτει σε αυτήν. Ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής διευκρινίσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Σύμβαση του Ώρχους εμποδίζει τον νομοθέτη της Ένωσης να προβλέψει εξαίρεση από την αρχή της προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων που αφορούν το περιβάλλον στην περίπτωση που αυτά σχετίζονται με διαδικασία λόγω παραβάσεως, η οποία εμπίπτει στους θεσμικούς μηχανισμούς του δικαίου της Ένωσης, όπως τους προβλέπουν οι Συνθήκες. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, προσκρούει στο άρθρο 4, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Ώρχους καθόσον η διάταξη αυτή δεν προβλέπει καμία εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα προς προστασία του σκοπού ερευνών πλην εκείνων που έχουν ποινικό ή πειθαρχικό χαρακτήρα.

(βλ. σκέψεις 92, 96, 97, 99)

8.      Το δικαίωμα του κοινού να λαμβάνει πληροφορίες αποτελεί έκφραση της αρχής της διαφάνειας, η οποία υλοποιείται από το σύνολο των διατάξεων του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, κατά την οποία η διαφάνεια εξασφαλίζει μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων, παράλληλα δε εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι του πολίτη, ενώ συμβάλλει στην ενίσχυση της αρχής της δημοκρατίας. Εντούτοις, το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, in fine, και το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, in fine, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο δύναται να δικαιολογήσει τη γνωστοποίηση εγγράφου που θίγει ή θίγει σοβαρά τα έννομα συμφέροντα που προστατεύουν οι εξαιρέσεις τις οποίες προβλέπουν οι διατάξεις αυτές, πρέπει κατ’ αρχήν να διακρίνεται από τις ανωτέρω αρχές επί των οποίων θεμελιώνεται ο εν λόγω κανονισμός.

Πάντως, το γεγονός ότι ο αιτούμενος πρόσβαση δεν επικαλείται κανένα δημόσιο συμφέρον διακρινόμενο από τις ανωτέρω αρχές δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι δεν είναι αναγκαία η στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων. Πράγματι, η επίκληση των ιδίων αυτών αρχών μπορεί να χαρακτηρίζεται, υπό το φως των ειδικών περιστάσεων που ισχύουν συναφώς, από επιτακτικότητα βαίνουσα πέραν της ανάγκης προστασίας των επίδικων εγγράφων.

Εντούτοις, αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση που ο αιτούμενος πρόσβαση περιορίστηκε στην επίκληση γενικών εκτιμήσεων χωρίς καμία σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, δηλαδή ότι οι πολίτες έχουν δικαίωμα πληροφορήσεως ως προς τον βαθμό τηρήσεως του δικαίου περιβάλλοντος της Ένωσης από τα κράτη μέλη καθώς και συμμετοχής στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων. Όμως, με βάση τόσο γενικές εκτιμήσεις δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η αρχή της διαφάνειας ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση ιδιαιτέρως επιτακτική ώστε να μπορεί να κατισχύσει των λόγων που δικαιολογούν την άρνηση γνωστοποιήσεως των ζητηθέντων εγγράφων.

(βλ. σκέψεις 106-109)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 117)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 118, 119)

11.    Τόσο η Σύμβαση του Ώρχους όσο και ο κανονισμός 1367/06, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, προβλέπουν την πρόσβαση του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες είτε κατόπιν αιτήσεως είτε στο πλαίσιο ενεργού διαδόσεώς τους εκ μέρους των οικείων αρχών ή θεσμικών οργάνων. Καθόσον όμως οι αρχές και τα θεσμικά όργανα μπορούν να απορρίψουν αίτηση προσβάσεως σε πληροφορίες όταν αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ορισμένων εξαιρέσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν έχουν υποχρέωση ενεργού διαδόσεως των πληροφοριών αυτών. Πράγματι, σε αντίθετη περίπτωση, οι επίμαχες εξαιρέσεις θα καθίσταντο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, πράγμα που προδήλως δεν συνάδει με το πνεύμα και το γράμμα της Συμβάσεως του Ώρχους και του κανονισμού 1367/06.

(βλ. σκέψη 128)