Language of document :

Προσφυγή της 26ης Μαΐου 2011 - Zinātnes, inovāciju un testēšānas centrs κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-259/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Zinātnes, inovāciju un testēšānas centrs (εκπρόσωπος: E. Darapoļskis, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη σύμβαση 2003/004-979-06-03/1/0027 "Būvmateriālu inivāciju un testēšānas centra izveide" που συνήφθη στο πλαίσιο του εθνικού προγράμματος PHARE 2003 της Λετονίας, διαπιστώνοντας ότι είναι αβάσιμη η ανάκτηση επιδότησης του προγράμματος PHARE ύψους 1.576.010,80 ευρώ.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στο εξής: Επιτροπή) σχετικά με τη σύμβαση 2003/004-979-06-03/1/0027 "Būvmateriālu inivāciju un testēšānas centra izveide" που συνήφθη στο πλαίσιο του εθνικού προγράμματος PHARE 2003 της Λετονίας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), αποφασίστηκε η ανάκτηση οικονομικής ενίσχυσης ύψους 1.474.200 ευρώ χορηγηθείσας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, αθέτησε το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο που υπέγραψαν στις 19 Σεπτεμβρίου 2003 η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και η Λετονία, σχετικά με τη χρηματοδότηση του εθνικού προγράμματος PHARE 2003 της Λετονίας (στο εξής: χρηματοδοτικό πρωτόκολλο), δυνάμει του οποίου συνήφθη στις 23 Αυγούστου 2005 σύμβαση με την προσφεύγουσα για τη χορήγηση της χρηματοδότησης και καταβλήθηκε ενίσχυση ύψους 1.576.010,80 ευρώ από το πρόγραμμα PHARE. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1 (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), και τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 2 (στο εξής: κανονισμός εφαρμογής).

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους λόγους.

Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς να έχει προβεί σε επιμελή εξέταση των περιστάσεων της υποθέσεως και σε αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, στηριζόμενη αποκλειστικά σε εκθέσεις υπαλλήλων της Δημοκρατίας της Λετονίας, οι οποίες, με τη σειρά τους, δεν βασίζονταν σε γνωμοδοτήσεις ή αποφάσεις των αρμόδιων αρχών. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή, πριν κινήσει τη διαδικασία ανακτήσεως της επιδοτήσεως, όφειλε να αποδείξει την ύπαρξη των παραβάσεων που καταγγέλλονται με τις εκθέσεις των εν λόγω υπαλλήλων της Δημοκρατίας της Λετονίας και να συλλέξει όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία, πράγμα το οποίο το καθού όργανο παρέλειψε να πράξει, αρκούμενο στην επίσημη εξέταση των προαναφερθέντων εγγράφων. Κατά την προσφεύγουσα, τούτο είχε ως αποτέλεσμα να αγνοηθούν στην υπό κρίση υπόθεση σημαντικά πραγματικά περιστατικά και να ζητηθεί αδικαιολόγητα η ανάκτηση της καταβληθείσας επιδοτήσεως.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε τις εξουσίες που της χορηγούν το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο, ο δημοσιονομικός κανονισμός και ο κανονισμός εφαρμογής. Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή, επισημαίνοντας την ύπαρξη παραβάσεων, έπρεπε καταρχάς να έχει υπολογίσει τη δημοσιονομική επίπτωση στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Εν συνεχεία, αν είχε διαπιστώσει ότι οι παραβάσεις μπορούσαν να έχουν σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις, όφειλε να έχει καλέσει τη Λετονία να παύσει τις παραβάσεις εντός ορισμένης προθεσμίας. Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε τις εξουσίες αυτές, με αποτέλεσμα η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης να συνιστά παράβαση του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου, του άρθρου 71 του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 80 του κανονισμού εφαρμογής.

Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας και εκδόθηκε κατά παράβαση της διαδικασίας εκδόσεως των αποφάσεων που προβλέπει όχι μόνον το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο, αλλά και ο δημοσιονομικός κανονισμός και ο κανονισμός εφαρμογής. Επίσης, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δημοσιεύθηκε, ότι δεν αναγράφεται σε αυτήν η ημερομηνία εκδόσεώς της καθώς και ότι περιήλθε σε γνώση της προσφεύγουσας μόνο μετά τις 9 Μαρτίου 2011, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας κινηθείσας στη Λετονία.

Τέταρτον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε σοβαρές επιπτώσεις σε αυτήν προκαλώντας της ζημίες, δεδομένου ότι βάσει της εν λόγω αποφάσεως κινήθηκε κατά της προσφεύγουσας ένδικη διαδικασία που καθιστά εφεξής αδύνατη την πρόσβασή της στη χρηματοδότηση του προγράμματος PHARE.

Πέμπτον και τελευταίο, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έβλαψε σοβαρά τη φήμη της, καθόσον οι παράνομες ενέργειες της Επιτροπής είχαν ως συνέπεια να απειληθεί η συμμετοχή νέων εταίρων στο οικείο έργο και να πληγεί σε μεγάλο βαθμό η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην αξιοπιστία της προσφεύγουσας ως ασφαλούς και σταθερού οικονομικού εταίρου.

____________

1 - ΕΕ L 248, της 16.9.2002, σ. 1.

2 - ΕΕ L 357, της 31.12.2002, σ. 1.