Language of document : ECLI:EU:T:2013:277

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 29ης Μαΐου 2013 (*)

«Ταμείο συνοχής – Κανονισμός (EΚ) 1164/94 – Σχέδια σχετικά με την υδροδότηση πληθυσμών της υδρολογικής λεκάνης του ποταμού Guadiana στην περιφέρεια Andévalo, με αποχετευτικά έργα και με τον καθαρισμό στην υδρολογική λεκάνη του ποταμού Γουαδαλκιβίρ και με την υδροδότηση στα διαδημοτικά συστήματα των επαρχιών της Γρανάδας και της Μάλαγας – Μερική κατάργηση της χρηματοδοτικής συνδρομής – Δημόσιες συμβάσεις έργων και υπηρεσιών – Έννοια του έργου – Κατάτμηση συμβάσεων – Καθορισμός των δημοσιονομικών διορθώσεων – Άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑384/10,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον J. M. Rodríguez Cárcamo, στη συνέχεια, από τον A. Rubio González, abogados del Estado,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την A. Steiblytė, τον D. Kukovec και την B. Conte, επικουρούμενους αρχικώς από τους J. Rivas Andrés, X. García García, δικηγόρους, και την M. Vilarasau Slade, solicitor, στη συνέχεια, από τους J. Rivas Andrés και X. García García,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως C(2010) 4147 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, περί μειώσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής στις ακόλουθες ομάδες σχεδίων: «Υδροδότηση πληθυσμών της υδρολογικής λεκάνης του ποταμού Guadiana: περιφέρεια Andévalo» (2000.ES.16.C.PE.133), «Αποχετευτικά έργα και καθαρισμός στην υδρολογική λεκάνη του ποταμού Γουαδαλκιβίρ: Guadaira, Aljarafe και EE NN PP επί του Γουαδαλκιβίρ» (2000.ES.16.C.PE.066) και «Υδροδότηση στα διαδημοτικά συστήματα των επαρχιών της Γρανάδας και της Μάλαγας» (2002.ES.16.C.PE.061),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, S. Frimodt Nielsen και M. Kancheva (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Νοεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 Διατάξεις σχετικά με το Ταμείο Συνοχής

1        Το άρθρο 158 EΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 174 ΣΛΕΕ) ορίζει τα εξής:

«Η Κοινότητα, προκειμένου να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της, αναπτύσσει και εξακολουθεί τη δράση της με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής της συνοχής.

Η Κοινότητα αποσκοπεί, ιδιαίτερα, στη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και στη μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών ή νήσων, συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών περιοχών.»

2        Το άρθρο 161, δεύτερο εδάφιο, EΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 177, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ) ορίζει τα εξής:

«Ένα Ταμείο Συνοχής, ιδρυθέν από το Συμβούλιο […], συμμετέχει χρηματοδοτικώς σε σχέδια περιβάλλοντος και διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα της υποδομής των μεταφορών.»

3        Το Ταμείο Συνοχής ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1164/94 του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 1994, για την ίδρυση του ταμείου συνοχής (ΕΕ L 130, σ. 1).

4        Το άρθρο 4 του κανονισμού 1164/94, όπως τροποποιήθηκε, καθορίζει τα ποσά από χρηματοδοτικούς πόρους που μπορούν να διατεθούν για σχέδια τα οποία πληρούν τους όρους για τη χρηματοδότηση εκ μέρους του Ταμείου Συνοχής για το διάστημα 2000-2006.

5        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1164/1994, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει ότι το ποσοστό της κοινοτικής ενισχύσεως που χορηγείται από το Ταμείο Συνοχής είναι 80 έως 85 % των δημοσίων ή εξομοιουμένων δαπανών.

6        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1164/94, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει τα εξής:

«Τα έργα που χρηματοδοτούνται από το ταμείο πρέπει να συμβιβάζονται με τις διατάξεις των Συνθηκών, με τις πράξεις που εγκρίθηκαν βάσει αυτών και με τις κοινοτικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, τις μεταφορές, τα διευρωπαϊκά δίκτυα, τον ανταγωνισμό και τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων.»

7        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1164/94, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει τα εξής:

«1. Με την επιφύλαξη της ευθύνης της Επιτροπής για την εφαρμογή του κοινοτικού προϋπολογισμού, τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν κατά πρώτο λόγο την ευθύνη για το δημοσιονομικό έλεγχο των έργων. Προς τούτο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα μέτρα:

[…]

γ)      διασφαλίζουν ότι η διαχείριση των έργων γίνεται σύμφωνα με όλους τους εφαρμοστέους κοινοτικούς κανόνες και ότι οι πόροι που τίθενται στη διάθεσή τους χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης·

[…]».

8        Οι κανόνες διαχειρίσεως του Ταμείου Συνοχής ορίζονται αναλυτικά στο παράρτημα II του κανονισμού 1164/94, όπως τροποποιήθηκε.

9        Το άρθρο H του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει τα εξής:

«Δημοσιονομικές διορθώσεις

1. Αν, μετά από την ολοκλήρωση των απαιτουμένων εξακριβώσεων, η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα:

α)      ότι η υλοποίηση ενός έργου δεν δικαιολογεί ούτε μέρος ούτε το σύνολο της συνδρομής που χορηγήθηκε σε αυτό, συμπεριλαμβανομένης της παράλειψης συμμόρφωσης με κάποιον από τους όρους που περιέχονται στην απόφαση χορήγησης της συνδρομής, και ιδίως εάν σημειώθηκε κάποια σημαντική μεταβολή ως προς τη φύση ή τους όρους εκτέλεσης του έργου για την οποία δεν ζητήθηκε η έγκριση της Επιτροπής, ή

β)      ότι σημειώθηκαν παρατυπίες όσον αφορά τη συνδρομή από το Ταμείο και ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έχει λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα,

η Επιτροπή αναστέλλει τη συνδρομή σχετικά με το εν λόγω έργο και, αιτιολογώντας την απόφασή της, ζητά από το κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός καθορισμένης προθεσμίας.

Εάν το κράτος μέλος έχει αντιρρήσεις για τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή καλεί αυτό το κράτος μέλος σε ακρόαση κατά την οποία και τα δύο μέρη καταβάλλουν προσπάθειες να επιτύχουν συμφωνία σχετικά με τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτές.

2. Κατά το τέλος της περιόδου που ορίζει η Επιτροπή, η Επιτροπή, υπό τον όρον ότι τηρείται η δέουσα διαδικασία, οφείλει, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία εντός τριών μηνών και λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν παρατηρήσεις του κράτους μέλους, να αποφασίσει:

α)      να μειώσει τις πληρωμές έναντι που αναφέρονται στο άρθρο Δ, παράγραφος 2, ή

β)      να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις. Αυτό σημαίνει ακύρωση εν όλω ή εν μέρει της συνδρομής που χορηγείται στο συγκεκριμένο έργο.

Στις αποφάσεις αυτές, τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Η Επιτροπή, όταν αποφασίζει το ποσό μιας διόρθωσης, λαμβάνει υπόψη της το είδος της παρατυπίας ή μεταβολής και την έκταση των ενδεχόμενων δημοσιονομικών επιπτώσεων από τις τυχόν ελλείψεις στα συστήματα διαχείρισης ή ελέγχου. Κάθε μείωση ή ακύρωση της συνδρομής, συνεπάγεται ανάκτηση των καταβληθέντων ποσών.

3.      Οιοδήποτε ποσό έχει εισπραχθεί αχρεωστήτως και πρέπει να ανακτηθεί, επιστρέφεται στην Επιτροπή. Τα ποσά που καταβάλλονται καθυστερημένα, προσαυξάνονται με τόκους υπερημερίας, σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζονται από την Επιτροπή.

4. Η Επιτροπή θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 3 και ενημερώνει σχετικά τα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.»

10      Τα άρθρα 17 έως 21 του κανονισμού (ΕΚ) 1386/2002 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2002, για θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1164/94 όσον αφορά τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου και τη διαδικασία πραγματοποίησης των δημοσιονομικών διορθώσεων σε σχέση με τις ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του Ταμείου Συνοχής (ΕΕ L 201, σ. 5), διευκρινίζουν το αντικείμενο και το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και περιλαμβάνουν τις εφαρμοστέες λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τη διαδικασία για την εφαρμογή των δημοσιονομικών διορθώσεων σε σχέση με τις ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί από το Ταμείο Συνοχής από 1ης Ιανουαρίου 2000.

11      Το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1386/2002 ορίζει τα εξής:

«1. Το ποσό των δημοσιονομικών διορθώσεων που πραγματοποιούνται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94 σε σχέση με τις επιμέρους ή συστηματικές παρατυπίες, θα αξιολογηθεί, όπου αυτό είναι δυνατό και εφαρμόσιμο, βάσει μεμονωμένων φακέλων και θα ισούται με το ποσό της δαπάνης που χρεώθηκε αδικαιολόγητα στο ταμείο, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

2. Όταν δεν είναι δυνατό ή εφικτό να υπολογιστεί επακριβώς το ποσό της παράτυπης δαπάνης ή όταν η εξ ολοκλήρου ακύρωση της εν λόγω παράτυπης δαπάνης θα ήταν δυσανάλογη και συνεπώς η Επιτροπή επιβάλλει δημοσιονομικές διορθώσεις κατά παρεκβολή ή κατ’ αποκοπή, ενεργεί ως εξής:

α)      σε περίπτωση παρεκβολής χρησιμοποιεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα δοσοληψιών με παρόμοια χαρακτηριστικά·

β)      σε περίπτωση αποκοπής, εκτιμά τη σημασία παράβασης των κανονισμών όπως επίσης την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις κάθε αδυναμίας του συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που οδήγησε στη διαπιστωθείσα παρατυπία.

[…]»

12      Στις κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τις αρχές, τα κριτήρια και τις ενδεικτικές κλίμακες που πρέπει να εφαρμόζουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής για τον καθορισμό δημοσιονομικών διορθώσεων κατά το άρθρο Η, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94 για την ίδρυση του Ταμείου Συνοχής [C(2002) 2871] (στο εξής: κατευθυντήριες οδηγίες του 2002) εκτίθενται τα κριτήρια και οι γενικές αρχές που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πράξη για τον καθορισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων. Εξάλλου, οι κατευθυντήριες οδηγίες για τον καθορισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων που πρέπει να εφαρμόζονται στις δαπάνες οι οποίες συγχρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία και από το Ταμείο Συνοχής σε περίπτωση μη τηρήσεως των κανόνων περί δημοσίων συμβάσεων (στο εξής: κατευθυντήριες οδηγίες του 2007) προβλέπουν τα ποσά και τις κλίμακες που εφαρμόζονται ειδικώς στις παρατυπίες οι οποίες διαπιστώνονται όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις διαδικασίες συνάψεως συγχρηματοδοτούμενων από το Ταμείο Συνοχής δημοσίων συμβάσεων.

 Διατάξεις περί δημοσίων συμβάσεων

13      Το σχετικό με τις δημόσιες συμβάσεις ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1164/94 (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), αποτελείται, μεταξύ άλλων, από την οδηγία 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199, σ. 54), και από την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1).

 Η οδηγία 93/37

14      Κατά το προοίμιο και τη δεύτερη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία 93/37 αποβλέπει στην κατάργηση των περιορισμών της ελεύθερης εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων για την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας διευκρινίζεται ότι η ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού απαιτεί τη «δημοσιότητα των σχετικών προκηρύξεων, οι οποίες γίνονται από τις αναθέτουσες αρχές των κρατών μελών».

15      Κατά το άρθρο 1, στοιχεία γ΄, ε΄, στ΄ και ζ΄, της οδηγίας 93/37:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

[…]

γ)      ως έργο νοείται το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών ή εργασιών πολιτικού μηχανικού που προορίζεται να πληροί αυτό καθαυτό μια οικονομική ή τεχνική λειτουργία·

[…]

ε)      οι ανοικτές διαδικασίες είναι οι εθνικές διαδικασίες στα πλαίσια των οποίων όλοι οι ενδιαφερόμενοι εργολήπτες μπορούν να υποβάλλουν προσφορά·

στ)      οι κλειστές διαδικασίες είναι οι εθνικές διαδικασίες στα πλαίσια των οποίων μόνον οι εργολήπτες που έχουν προσκληθεί από την αναθέτουσα αρχή μπορούν να υποβάλλουν προσφορά·

ζ)      οι διαδικασίες με διαπραγμάτευση είναι οι εθνικές διαδικασίες στα πλαίσια των οποίων η αναθέτουσα αρχή προσφεύγει στους εργολήπτες της επιλογής της και διαπραγματεύεται τους όρους της σύμβασης με έναν ή περισσότερους από αυτούς·

[…]».

16      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι αναθέτουσες αρχές να τηρούν ή να επιβάλλουν την τήρηση των διατάξεων της παρούσας οδηγίας όταν επιδοτούν άμεσα κατά ποσοστό ανώτερο του 50 % μια σύμβαση έργων που έχει συναφθεί από άλλη αρχή.»

17      Το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 4 και 6, της οδηγίας 93/37 ορίζει τα εξής:

«1. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται:

α)       στις συμβάσεις δημοσίων έργων, η προϋπολογιζόμενη αξία των οποίων εκτός ΦΠΑ είναι ίση ή μεγαλύτερη από το ισόποσο σε Ecu των 5 000 000 ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων·

β)       στις συμβάσεις δημοσίων έργων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, εφόσον η προϋπολογιζόμενη αξία εκτός ΦΠΑ είναι ίση ή μεγαλύτερη των 5 000 000 [ευρώ].

[…]

4.      Κανένα έργο και καμία σύμβαση δεν δύναται να κατατμηθεί προς αποφυγή της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

[…]

6. Οι αναθέτουσες αρχές μεριμνούν ώστε να μην δημιουργούνται διακρίσεις μεταξύ των διαφόρων εργοληπτών.»

18      Το άρθρο 7 της οδηγίας 93/37 προβλέπει ότι, κατά τη σύναψη των συμβάσεων δημοσίων έργων, οι αναθέτουσες αρχές εφαρμόζουν την ανοικτή ή την κλειστή διαδικασία, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3, κατά τις οποίες είναι δυνατή η διεξαγωγή διαδικασίας με διαπραγμάτευση. Ειδικότερα, το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις έργων προσφεύγοντας στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

δ)      για τις συμπληρωματικές εργασίες που δεν περιλαμβάνονται στο αρχικά ανατεθέν έργο ούτε στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση και οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, για την εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, υπό την προϋπόθεση ότι η ανάθεση γίνεται στον εργολήπτη που εκτελεί το αρχικό έργο:

–        όταν αυτές οι εργασίες δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωρισθούν από την κύρια σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για τις αναθέτουσες αρχές,

ή

–        όταν αυτές οι εργασίες, μολονότι μπορούν να διαχωρισθούν από την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της.

Ωστόσο, το συνολικό ποσό των συναπτομένων συμβάσεων συμπληρωματικών εργασιών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50 % του ποσού της κύριας σύμβασης·»

19      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37 ορίζει τα εξής:

«1. Οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν, με ενδεικτική προκήρυξη, τα κύρια χαρακτηριστικά των συμβάσεων έργων που προτίθενται να συνάψουν, των οποίων τα ποσά είναι ίσα ή μεγαλύτερα του κατωτάτου ορίου που ορίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1.»

20      Το άρθρο 30 της οδηγίας 93/37 ορίζει τα κριτήρια για την ανάθεση των έργων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Ειδικότερα, κατά τις παραγράφους 1, 2 και 4 της εν λόγω διατάξεως:

«1. Τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τα δημόσια έργα είναι τα ακόλουθα:

α)      είτε αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή·

β)       είτε, αν η ανάθεση γίνεται στον υποβάλλοντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, διάφορα κριτήρια, ανάλογα με το αντικείμενο της οικείας συμβάσεως: π.χ. η τιμή, η προθεσμία εκτελέσεως, τα έξοδα λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η τεχνική αξία.

2.      Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο β΄, οι αναθέτουσες αρχές μνημονεύουν, στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη, όλα τα κριτήρια για την ανάθεση του έργου τα οποία προτίθενται να χρησιμοποιήσουν και, εν δυνατόν, κατά φθίνουσα τάξη σπουδαιότητας.

[…]

4.      Εάν, για μια δεδομένη σύμβαση, οι προσφορές φαίνονται ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με τις προβλεπόμενες εργασίες, η αναθέτουσα αρχή, πριν να απορρίψει τις προσφορές αυτές, ζητά εγγράφως τις διευκρινίσεις που κρίνει σκόπιμες για τα στοιχεία της προσφοράς και επαληθεύει τα στοιχεία της προσφοράς, λαμβάνοντας υπόψη την παρεχόμενη αιτιολόγηση.»

 Η οδηγία 92/50

21      Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 92/50 προβλέπει τα εξής:

«2. Οι αναθέτουσες αρχές φροντίζουν ώστε να μην υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ των διαφόρων παρεχόντων υπηρεσίες.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι αναθέτουσες αρχές να τηρούν ή να επιβάλλουν την τήρηση των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, όταν επιδοτούν άμεσα και σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % μια σύμβαση υπηρεσιών που συνάπτεται από τρίτο, εκτός των ιδίων, φορέα, και σε σχέση με συμβάσεις έργων κατά την έννοια του άρθρου 1α, παράγραφος 2, της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ.»

22      Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 92/50 ορίζει τα εξής:

«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

–        στις αναφερόμενες στο άρθρο 3, παράγραφος 3, δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που αφορούν τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα I Β, τις υπηρεσίες της κατηγορίας 8 του παραρτήματος I Α και τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών αναφοράς ΚΤΠ 7524, 7525 και 7526, οι οποίες συνάπτονται από τις αναφερόμενες στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, αναθέτουσες αρχές, όταν η προϋπολογιζόμενη αξία τους, εκτός φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ), είναι ίση ή ανώτερη των 200 000 [ευρώ],

[…]      

3.      Η επιλογή της μεθόδου αποτίμησης μιας σύμβασης δεν μπορεί να γίνει με την πρόθεση να παρακαμφθεί, όσον αφορά την εν λόγω σύμβαση, η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και κανένα σχέδιο αγοράς συγκεκριμένης ποσότητας υπηρεσιών δεν μπορεί να κατατμηθεί με σκοπό να αποφευχθεί η επ’ αυτού εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»

23      Το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50 ορίζει τα εξής:

«Οι αναθέτουσες αρχές που επιθυμούν να συνάψουν μια δημόσια σύμβαση υπηρεσιών με διαδικασία ανοικτή, κλειστή ή, υπό τους όρους που θέτει το άρθρο 11, με διαπραγμάτευση, γνωστοποιούν την πρόθεσή τους αυτή μέσω προκήρυξης.»

24      Το άρθρο 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/50 ορίζει τα εξής:

«Οι προκηρύξεις του άρθρου 15, παράγραφοι 2 και 3, δημοσιεύονται αναλυτικά στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στην τράπεζα δεδομένων TED στην πρωτότυπη γλώσσα. Σύνοψη των σημαντικότερων στοιχείων κάθε προκήρυξης δημοσιεύεται και στις λοιπές επίσημες γλώσσες, ενώ μόνο το κείμενο της πρωτότυπης γλώσσας θεωρείται αυθεντικό.»

25      Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50 προβλέπει τα εξής:

«Στις ανοικτές διαδικασίες η προθεσμία παραλαβής των προσφορών που καθορίζεται από τις αναθέτουσες αρχές δεν πρέπει να είναι μικρότερη των 52 ημερών από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης.»

26      Το κεφάλαιο 3 της οδηγίας 92/50 ορίζει τα κριτήρια αναθέσεως των υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Κατά το άρθρο 36 της εν λόγω οδηγίας:

«1. Με την επιφύλαξη των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν την αμοιβή ορισμένων υπηρεσιών, τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις συμβάσεις μπορεί να είναι:

α)      όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, διάφορα μεταβλητά κριτήρια που συνδέονται με τη συγκεκριμένη σύμβαση: π.χ., η ποιότητα, τα τεχνικά πλεονεκτήματα, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, η τεχνική υποστήριξη και εξυπηρέτηση, μετά την πώληση, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης, η τιμή ή

β)      απλώς η χαμηλότερη τιμή.

2. Όταν η σύμβαση πρόκειται να ανατεθεί στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, η αναθέτουσα αρχή δηλώνει στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού τα κριτήρια βάσει των οποίων πρόκειται να αναθέσει τη σύμβαση και των οποίων προβλέπει την εφαρμογή, ει δυνατόν, σε φθίνουσα τάξη ανάλογα με τη σημασία που τους προσδίδεται.»

27      Κατά το άρθρο 37 της οδηγίας 92/50:

«Εάν, για μια δεδομένη σύμβαση, οι προσφορές φαίνονται ανωμάλως χαμηλές σε σχέση με το αντικείμενό της, η αναθέτουσα αρχή, πριν απορρίψει τις προσφορές αυτές, ζητά εγγράφως διευκρινίσεις για τη σύνθεση της προσφοράς, τις οποίες κρίνει σκόπιμες και εξακριβώνει αυτή τη σύνθεση λαμβάνοντας υπόψη τις δοθείσες διευκρινίσεις.

Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να λάβει υπόψη επεξηγήσεις που αφορούν την οικονομία της μεθόδου παροχής υπηρεσίας ή τις επιλεγείσες τεχνικές λύσεις ή τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες υπό τις οποίες ο προσφέρων θα παράσχει την υπηρεσία ή την πρωτοτυπία του σχεδίου που προτείνει ο προσφέρων.

Εάν τα έγγραφα του συνδέονται με τη σύμβαση προβλέπουν τη σύναψή της στον υποβάλλοντα τη χαμηλότερη προσφορά, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή την απόρριψη των προσφορών τις οποίες θεωρεί υπερβολικά χαμηλές.»

 Ιστορικό της διαφοράς

 Το επίμαχο σχέδιο και οι επίμαχες ομάδες σχεδίων

 Σχέδιο Andévalo

28      Με την απόφαση C(2001) 4113 της 18ης Δεκεμβρίου 2001, η οποία τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με την απόφαση C(2006) 3835 της 21ης Αυγούστου 2006, η Επιτροπή χορήγησε ενίσχυση από το Ταμείο Συνοχής για το σχέδιο με αριθμό αναφοράς 2000.ES.16.C.PE.133 και με τίτλο «Σχέδια σχετικά με την υδροδότηση πληθυσμών της υδρολογικής λεκάνης του ποταμού Guadiana στην περιφέρεια Andévalo» (στο εξής: σχέδιο Andévalo). Το σχέδιο απέβλεπε στη βελτίωση των όρων ανεφοδιασμού και υδροδοτήσεως των κατά μήκος του εν λόγω ποταμού δήμων. Το συνολικό ή αντίστοιχο ποσό των επιλέξιμων δημόσιων δαπανών για το εν λόγω σχέδιο καθορίσθηκε σε 11 419 216 ευρώ και η χρηματοδοτική συνδρομή του Ταμείου Συνοχής σε 9 135 373 ευρώ.

29      Το σχέδιο Andévalo υλοποιήθηκε από τις ισπανικές αρχές μέσω των ακόλουθων συμβάσεων έργων:

–        της συμβάσεως αριθ. 1, ήτοι της συμβάσεως έργου C6 όσον αφορά το δυτικό Andévalo, ως προς την οποία δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία συνήφθη στις 5 Δεκεμβρίου 2000 έναντι 6 729 606,04 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Η προϋπολογιζόμενη αξία εκτός ΦΠΑ της εν λόγω συμβάσεως ήταν 6 393 693,58 ευρώ∙

–        της συμβάσεως αριθ. 2, ήτοι της συμβάσεως έργου C7 όσον αφορά το ανατολικό Andévalo, τμήματα I, IV και VI, ως προς την οποία δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη στις 2 Φεβρουαρίου 2000 έναντι 2 286 142,95 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ∙

–        της συμβάσεως αριθ. 3, ήτοι της συμβάσεως έργου C8 όσον αφορά το ανατολικό Andévalo, τμήματα II, III, V και VII, ως προς την οποία δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και συνήφθη την 1η Δεκεμβρίου 2000 έναντι 2 491 978,77 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Η προϋπολογιζόμενη αξία εκτός ΦΠΑ της εν λόγω συμβάσεως ήταν 2 491 978,77 ευρώ. Στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως συνήφθη τροποποιητική σύμβαση απευθείας με τον ανάδοχο έναντι 172 867,02 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ.

30      Ο υπεύθυνος φορέας για την εκτέλεση του σχεδίου Andévalo ήταν η Dirección General de Obras Hidráulicas de la Junta de Andalucía (Γενική Διεύθυνση Υδραυλικών Έργων της Τοπικής Κυβερνήσεως της Ανδαλουσίας). Ο ως άνω φορέας ανέθεσε την άσκηση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας στην εταιρία GIASA.

 Ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ

31      Με την απόφαση C(2000) 4316 της 29ης Δεκεμβρίου 2000, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με την απόφαση C(2006) 3417 της 1ης Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή χορήγησε ενίσχυση από το Ταμείο Συνοχής στην ομάδα σχεδίων με αριθμό αναφοράς 2000.16.C.PE.066 και με τίτλο «Αποχετευτικά έργα και καθαρισμός στην υδρολογική λεκάνη του ποταμού Γουαδαλκιβίρ: Guadaira, Aljarafe και EE NN PP επί του Γουαδαλκιβίρ» (στο εξής: ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ). Η συγκεκριμένη ομάδα σχεδίων απέβλεπε στη βελτίωση της επεξεργασίας των υδάτων κατά μήκος του ποταμού Γουαδαλκιβίρ σύμφωνα με την οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135, σ. 40). Το συνολικό ή αντίστοιχο ποσό των επιλέξιμων δημόσιων δαπανών για την εν λόγω ομάδα σχεδίων καθορίσθηκε σε 40 430 000 ευρώ και η χρηματοδοτική συνδρομή του Ταμείου Συνοχής σε 32 079 293 ευρώ.

32      Η ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ περιλάμβανε έξι σχέδια, μεταξύ των οποίων το σχέδιο αριθ. 1 το οποίο αφορούσε την κατασκευή, αφενός, εργοστασίων επεξεργασίας λυμάτων και, αφετέρου, αποχετεύσεων στους Δήμους Morón de la Frontera (Ισπανία), Arahal (Ισπανία) και Mairena-El Viso del Alcor (Ισπανία) και το σχέδιο αριθ. 2 το οποίο αφορούσε την κατασκευή δεξαμενής συλλογής υδάτων κατά μήκος του Γουαδαλκιβίρ στη ζώνη El Aljarafe.

33      Το σχέδιο αριθ. 1 υλοποιήθηκε από τις ισπανικές αρχές μέσω των ακόλουθων συμβάσεων έργου:

–        της συμβάσεως αριθ. 1, ήτοι της συμβάσεως έργου C9 σχετικά με τη μονάδα καθαρισμού λυμάτων στο Arahal, ως προς την οποία δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη στις 30 Ιανουαρίου 2001 έναντι 2 695 754,97 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ·

–        της συμβάσεως αριθ. 2, ήτοι της συμβάσεως έργου C10 σχετικά με τις εργασίες κατασκευής δεξαμενών συλλογής υδάτων στη μονάδα καθαρισμού λυμάτων στο Arahal, ως προς την οποία δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη στις 5 Ιουλίου 2002 έναντι 1 489 645,75 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ·

–        η σύμβαση αριθ. 3, ήτοι η σύμβαση έργου C11 σχετικά με τα σχέδια και τις εργασίες του σταθμού καθαρισμού λυμάτων στο Morón de la Frontera ως προς την οποία δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη στις 15 Δεκεμβρίου 2000 έναντι 4 223 345,28 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ·

–        της συμβάσεως αριθ. 4, ήτοι της συμβάσεως έργου C12 σχετικά με τις εργασίες εγκαταστάσεως δεξαμενών συλλογής υδάτων στο Morón de la Frontera, ως προς την οποία δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη στις 15 Δεκεμβρίου 2000 έναντι 1 731 763,63 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ·

–        της συμβάσεως αριθ. 5, ήτοι της συμβάσεως έργου C13 σχετικά με τις δεξαμενές συλλογής υδάτων Mairena και El Viso del Alcor, ως προς την οποία δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και συνήφθη στις 18 Δεκεμβρίου 2000 έναντι 1 839 563,07 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ.

34      Το σχέδιο αριθ. 2 υλοποιήθηκε από τις ισπανικές αρχές μέσω των ακόλουθων συμβάσεων έργων:

–        της συμβάσεως αριθ. 6, ήτοι της συμβάσεως έργου C14 σχετικά με τα αποχετευτικά έργα στο El Aljarafe και με τις δεξαμενές συλλογής υδάτων της δυτικής όχθης του Γουαδαλκιβίρ, τμήμα I, ως προς την οποία δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη στις 10 Δεκεμβρίου 2001 έναντι 9 406 625,91 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Η προϋπολογιζόμενη αξία της εν λόγω δημοσίας συμβάσεως ανερχόταν σε 8 118 902,97 ευρώ, εκτός ΦΠΑ·

–        της συμβάσεως αριθ. 7, ήτοι της συμβάσεως έργου C15 σχετικά με τα αποχετευτικά έργα στο El Aljarafe και με τις δεξαμενές συλλογής υδάτων της δυτικής όχθης του Γουαδαλκιβίρ, τμήμα III, ως προς την οποία δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη στις 25 Οκτωβρίου 2002 έναντι 8 759 174,44 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Η προϋπολογιζόμενη αξία της εν λόγω συμβάσεως ανερχόταν σε 7 360 382,98 ευρώ, εκτός ΦΠΑ·

–        της συμβάσεως αριθ. 8, ήτοι της συμβάσεως έργου C16 σχετικά με τα αποχετευτικά έργα στο El Aljarafe και με τις δεξαμενές συλλογής υδάτων της δυτικής όχθης του Γουαδαλκιβίρ, τμήμα IV, ως προς την οποία δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη στις 20 Νοεμβρίου 2002 έναντι 3 091 893,55 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Η προϋπολογιζόμενη αξία της εν λόγω συμβάσεως ανερχόταν σε 2 273 420,82 ευρώ, εκτός ΦΠΑ.

35      Ο υπεύθυνος φορέας για την εκτέλεση του σχεδίου Γουαδαλκιβίρ ήταν η Agencia Andaluza del Agua de la Consejería de Medio Ambiente de la Junta de Andalucía (Ανδαλουσιανή Αρχή Υδάτων της Διευθύνσεως Περιβάλλοντος της Κυβερνήσεως της Ανδαλουσίας). Ο εν λόγω φορέας ανέθεσε την άσκηση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας στην εταιρία GIASA.

 Ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα

36      Με την απόφαση C(2001) 4689 της 24ης Δεκεμβρίου 2002, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με την απόφαση C(2006) 3784 της 16ης Αυγούστου 2006, η Επιτροπή χορήγησε ενίσχυση από το Ταμείο Συνοχής για την ομάδα σχεδίων με αριθμό αναφοράς 2002.ES.16.C.PE.061 και με τίτλο «Υδροδότηση στα διαδημοτικά συστήματα των επαρχιών της Γρανάδας και της Μάλαγας» (στο εξής: ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα). Η συγκεκριμένη ομάδα σχεδίων απέβλεπε στη βελτίωση των συνθηκών ανεφοδιασμού και υδροδοτήσεως των Δήμων που βρίσκονταν εντός των εδαφικών ορίων των περιφερειών της Γρανάδας και της Μάλαγας. Το συνολικό ή αντίστοιχο ποσό των επιλέξιμων δημόσιων δαπανών για την εν λόγω ομάδα σχεδίων καθορίσθηκε σε 22 406 817 ευρώ και η χρηματοδοτική συνδρομή του Ταμείου Συνοχής σε 17 925 453 ευρώ.

37      Η ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα περιλάμβανε έξι σχέδια, εκ των οποίων τα σχέδια αριθ. 3 και 4, τα οποία αφορούσαν την κατασκευή περιφερειακής οδού και λεκάνης ρυθμίσεως της ροής για την υδροδότηση του Δήμου της Antequera (Ισπανία), και το σχέδιο αριθ. 5, αφορούσε την κατασκευή λεκάνης ρυθμίσεως και περιφράξεως με δικτυωτό πλέγμα για την υδροδότηση της περιφέρειας της Axarquía.

38      Τα σχέδια αριθ. 3 και 4 υλοποιήθηκαν από τις ισπανικές αρχές μέσω των ακόλουθων συμβάσεων έργων και υπηρεσιών:

–        της συμβάσεως αριθ. 1, ήτοι της συμβάσεως έργου C1 σχετικά με την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής της περιφερειακής οδού για την υδροδότηση της Antequera, ως προς την οποία δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη στις 26 Δεκεμβρίου 2002 έναντι 5 100 083,94 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Η προϋπολογιζόμενη αξία της εν λόγω συμβάσεως ανερχόταν σε 4 922 173,86 ευρώ, εκτός ΦΠΑ·

–        της συμβάσεως αριθ. 2, ήτοι της συμβάσεως υπηρεσιών C2 σχετικά με την κατάρτιση του σχεδίου και τη διεύθυνση των εργασιών για την κατασκευή περιφερειακής οδού και την κατασκευή λεκάνης ρυθμίσεως της ροής για την υδροδότηση της Antequera (Ισπανία), ως προς την οποία δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη την 1η Ιουλίου 2002 έναντι 349 708,28 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Η προϋπολογιζόμενη αξία της εν λόγω συμβάσεως ανερχόταν σε 347 136,30 ευρώ, εκτός ΦΠΑ·

–        της συμβάσεως αριθ. 3, ήτοι της συμβάσεως έργου C3 σχετικά με την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής της λεκάνης ρυθμίσεως της ροής για την υδροδότηση της Antequera, ως προς την οποία δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη στις 19 Μαΐου 2003 έναντι 349 708,28 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Η προϋπολογιζόμενη αξία της εν λόγω συμβάσεως ανερχόταν σε 3 632 124,71 ευρώ, εκτός ΦΠΑ.

39      Το σχέδιο αριθ. 5 υλοποιήθηκε από τις ισπανικές αρχές μέσω των ακόλουθων συμβάσεων έργων και υπηρεσιών:

–        της συμβάσεως αριθ. 4, ήτοι της συμβάσεως έργου C4 σχετικά με την εκτέλεση των εργασιών του σχεδίου που αφορά τη λεκάνη αριθ. 1 του συστήματος υδροδοτήσεως της Axarquía και την περίφραξη με δικτυωτό πλέγμα στο Velez-Μάλαγα (Ισπανία), ως προς την οποία δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη στις 20 Νοεμβρίου 2003 έναντι 10 959 270 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Η προϋπολογιζόμενη αξία της εν λόγω συμβάσεως εκτός ΦΠΑ ανερχόταν σε 9 605 655,66 ευρώ·

–        της συμβάσεως αριθ. 5, ήτοι της συμβάσεως υπηρεσιών C5 σχετικά με την κατάρτιση του σχεδίου και τη διεύθυνση των εργασιών κατασκευής της λεκάνης αριθ. 1 του συστήματος υδροδοτήσεως της Axarquía και περιφράξεως με δικτυωτό πλέγμα στο Velez-Μάλαγα, ως προς την οποία δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα και η οποία συνήφθη στις 18 Νοεμβρίου 2003 έναντι 341 043,97 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Η προϋπολογιζόμενη η αξία της εν λόγω συμβάσεως ανερχόταν σε 347 136,30 ευρώ, εκτός ΦΠΑ, ήτοι σε 180 821,74 ευρώ για την κατάρτιση του σχεδίου και 203 100,64 ευρώ για τη διεύθυνση των εργασιών.

40      Ο υπεύθυνος φορέας για την εκτέλεση της ομάδας σχεδίων ήταν η Dirección General de Obras Hidráulicas de la Junta de Andalucía. Ο ως άνω φορέας ανέθεσε την άσκηση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας στην εταιρία GIASA.

 Διοικητική διαδικασία

41      Μεταξύ της 13ης και της 17ης Σεπτεμβρίου 2004, της 13ης και της 17ης Δεκεμβρίου 2004 και της 25ης και της 29ης Απριλίου 2005, η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στην Ισπανία αντιστοίχως για το σχέδιο Andévalo, την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα.

42      Με τα έγγραφα της 13ης Μαΐου 2005, της 15ης Δεκεμβρίου 2005 και της 20ής Ιανουαρίου 2006, η Επιτροπή απέστειλε στις ισπανικές αρχές τρεις εκθέσεις με τις οποίες εντόπιζε ορισμένες παρατυπίες που είχαν διαπιστωθεί στο πλαίσιο του σχεδίου και των ομάδων σχεδίων που ελέγχθηκαν και αφορούσαν παραβίαση των κανόνων οι οποίοι διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων. Οι ισπανικές αρχές απάντησαν στις εν λόγω εκθέσεις με τα έγγραφα της 26ης Ιουλίου 2005, της 3ης Μαρτίου 2006 και της 19ης Απριλίου 2006.

43      Με το έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις ισπανικές αρχές ότι οι διαπιστωθείσες παρατυπίες θεωρούνταν ως αποδειχθείσες και εκδήλωσε την πρόθεσή της να κινήσει τη διαδικασία αναστολής των ενδιάμεσων πληρωμών και εφαρμογής των δημοσιονομικών διορθώσεων σύμφωνα με το άρθρο H του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94. Οι ισπανικές αρχές απάντησαν στην Επιτροπή με τα έγγραφα της 11ης και της 18ης Μαΐου καθώς και της 29ης Οκτωβρίου 2009.

44      Στις 10 Νοεμβρίου 2009 η Επιτροπή κάλεσε σε ακρόαση τις ισπανικές αρχές, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία ως προς τα επίμαχα ζητήματα. Κατά την ακρόαση αυτή, οι ισπανικές αρχές ζήτησαν συμπληρωματική προθεσμία 15 ημερών, προκειμένου να προσκομίσουν επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Στις 2 Δεκεμβρίου 2009 οι ισπανικές αρχές προσκόμισαν τα σχετικά έγγραφα.

45      Με το έγγραφο της 11ης Φεβρουαρίου 2010, η Επιτροπή απέστειλε στις ισπανικές αρχές την τελική εκδοχή των πρακτικών της ακροάσεως.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

46      Στις 30 Ιουνίου 2010 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2010) 4147 περί μειώσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής στις ακόλουθες ομάδες σχεδίων: «Υδροδότηση πληθυσμών της υδρολογικής λεκάνης του ποταμού Guadiana στην περιφέρεια Andévalo» (2000.ES.16.C.PE.133), «Αποχετευτικά έργα και καθαρισμός στην υδρολογική λεκάνη του ποταμού Γουαδαλκιβίρ: Guadaira, Aljarafe και EE NN PP επί του Γουαδαλκιβίρ» (2000.ES.16.C.PE.066) και «Υδροδότηση στα διαδημοτικά συστήματα των επαρχιών της Γρανάδας και της Μάλαγας» (2002.ES.16.C.PE.061) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε στο Βασίλειο της Ισπανίας την 1η Ιουλίου 2010.

47      Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι στο πλαίσιο των επιτόπιων ελέγχων που διεξήγαγε στην Ισπανία εντόπισε ορισμένες παρατυπίες συνιστάμενες στη μη τήρηση από τις ισπανικές αρχές των κανόνων που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις. Ειδικότερα, έκρινε ότι η ανάθεση ορισμένων συμβάσεων, των οποίων την προκήρυξη δημοσίευσε η εταιρία GIASA, όσον αφορά τόσο το σχέδιο Andévalo όσο και την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα, έγινε κατά παράβαση, ιδίως, των άρθρων 6, 7, 11 και 30 της οδηγίας 93/37, των άρθρων 7, 15, 18, 36 και 37 της οδηγίας 92/50 και κατά παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας.

48      Κατά πρώτο λόγο, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι ισπανικές αρχές είχαν προβεί σε τεχνητή κατάτμηση ορισμένων δημοσίων συμβάσεων οι οποίες αφορούσαν ένα μόνον έργο, προκειμένου να αποφύγουν την εφαρμογή της οδηγίας 93/37 και, κατά συνέπεια, να παρακάμψουν την υποχρέωση δημοσιεύσεως προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα. Κατά την Επιτροπή, η προαναφερθείσα παρατυπία αφορούσε συγκεκριμένα τις συμβάσεις αριθ. 1 και 3 σχετικά με το σχέδιο Andévalo, τις συμβάσεις αριθ. 6, 7 και 8 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και τις συμβάσεις αριθ. 1 και 3 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα. Διαπίστωσε επίσης ότι, λαμβανομένου υπόψη του ποσού έναντι του οποίου έγινε η ανάθεση των συμβάσεων αριθ. 2 και 5 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα, επιβαλλόταν η προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα για καθεμία από τις συμβάσεις αυτές.

49      Κατά δεύτερο λόγο, η Επιτροπή επισήμανε ότι η αναθέτουσα αρχή συμπεριέλαβε μεταξύ των κριτηρίων αναθέσεως όλων των επίμαχων συμβάσεων το κριτήριο της προηγούμενης εμπειρίας στην Ισπανία, την Ανδαλουσία και με την εταιρία GIASA. Έκρινε, αφενός, ότι η θέσπιση του συγκεκριμένου κριτηρίου δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον αφορούσε την ικανότητα των διαγωνιζομένων και όχι το αντικείμενο της συμβάσεως και, επομένως, ήταν ικανή να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Αφετέρου, έκρινε ότι η απαίτηση περί προηγούμενης εμπειρίας στην Ισπανία, στην Ανδαλουσία και με την εταιρία GIASA ήταν αντίθετη προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας. Εξάλλου, αμφισβήτησε την επονομαζόμενη μέθοδο της «μέσης τιμής», η οποία χρησιμοποιήθηκε για τη βαθμολόγηση στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των οικονομικών προσφορών κατά το στάδιο της αναθέσεως των περισσοτέρων από τις επίμαχες συμβάσεις. Η Επιτροπή έκρινε ότι η μέθοδος αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, στον βαθμό που η χρήση της θα μπορούσε να ευνοήσει, ακριβώς όπως και τα λοιπά κριτήρια, ακριβότερες προσφορές οι οποίες προσέγγιζαν περισσότερο τη «μέση τιμή» σε σχέση με άλλες προσφορές λιγότερο ακριβές.

50      Τρίτον, η Επιτροπή προσήψε στις ισπανικές αρχές ότι επέλεξαν την προβλεπόμενη από την οδηγία 93/37 διαδικασία με διαπραγμάτευση προκειμένου να αναθέσουν συμπληρωματικά έργα που αφορούσαν ήδη συναφθείσα δημόσια σύμβαση χωρίς, έτσι, να δημοσιεύσουν προηγούμενη προκήρυξη. Κατά την Επιτροπή, οι ισπανικές αρχές δεν απέδειξαν ούτε την ύπαρξη απρόβλεπτων περιστάσεων που θα τους επέτρεπαν να εφαρμόσουν αυτή τη διαδικασία, σύμφωνα με τις εξαιρέσεις που προβλέπει συναφώς το δίκαιο της Ένωσης, επομένως όφειλαν να έχουν διεξαγάγει ανοικτή διαδικασία. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η συγκεκριμένη παρατυπία αφορά μόνον την τροποποιητική σύμβαση την οποία υπέγραψαν οι ισπανικές αρχές σε σχέση με τη σύμβαση αριθ. 3 αναφορικά με το σχέδιο Andévalo μετά την ανάθεση της τελευταίας.

51      Τέταρτον, η Επιτροπή προσήψε στις ισπανικές αρχές ότι προέβλεψαν στη συγγραφή υποχρεώσεων των συμβάσεων που ανατέθηκαν στο πλαίσιο της ομάδας σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα διαδικασία «προαναθέσεως», συνιστάμενη στη δυνατότητα διαπραγματεύσεως με τον ανάδοχο των όρων της εν λόγω συμβάσεως ακόμη και μετά τη σύναψή της. Κατά την Επιτροπή, η προαναφερθείσα διαδικασία ήταν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης και μπορούσε να καταστήσει άνευ αποτελεσματικότητας την ανοικτή διαδικασία κατόπιν της οποίας έγινε η ανάθεση των εν λόγω συμβάσεων.

52      Πέμπτον, η Επιτροπή έκρινε ότι, όσον αφορά τις συμβάσεις αριθ. 2 και 5 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα, οι ισπανικές αρχές είχαν προβλέψει ανεπαρκή προθεσμία υποβολής των προσφορών, αντιθέτως προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 92/50.

53      Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστωθεισών παρατυπιών, η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν ενδεδειγμένη εν προκειμένω η επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως. Εντούτοις, έκρινε ότι στην υπό κρίση περίπτωση τυχόν επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως συνιστάμενης στην ακύρωση του συνόλου των δαπανών των επίμαχων σχεδίων θα αποτελούσε δυσανάλογη κύρωση σε σχέση με τη βαρύτητα των διαπιστωθεισών παρατυπιών. Εξάλλου, επισήμανε ότι, δεδομένου ότι δεν ήταν δυνατό ή εφικτό να υπολογιστεί επακριβώς το ποσό των παράτυπων δαπανών, ενδεικνυόταν η επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων κατ’ αποκοπή.

54      Ειδικότερα, όσον αφορά το σχέδιο Andévalo, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η συνολική χρηματοδοτική συνδρομή θα μειωνόταν κατά 1 642 572,60 ευρώ σύμφωνα με τα ακόλουθα ποσοστά δημοσιονομικής διορθώσεως:

–        25 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής επί του ποσού των πιστοποιημένων δαπανών για τη σύμβαση αριθ. 3, λόγω της αδικαιολόγητης κατατμήσεως της εν λόγω συμβάσεως και λόγω της μη δημοσιεύσεως προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα,

–        25 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής επί του ποσού των πιστοποιημένων δαπανών για τις συμβάσεις αριθ. 1 και 3, λόγω της εφαρμογής παράνομων και εισαγόντων διακρίσεις κριτηρίων αναθέσεως∙ εντούτοις, για τη σύμβαση αριθ. 3, η εν λόγω δημοσιονομική διόρθωση συμπεριλήφθηκε στη δημοσιονομική διόρθωση που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη περίπτωση,

–        10 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής επί του ποσού των πιστοποιημένων δαπανών για τη σύμβαση αριθ. 2, το ύψος των οποίων υπολείπεται του κατώτατου ορίου εφαρμογής της οδηγίας 93/37, λόγω της εφαρμογής παράνομων και εισαγόντων διακρίσεις κριτηρίων αναθέσεως,

–        25 % της πιστοποιημένης αξίας της τροποποιητικής συμφωνίας της συμβάσεως αριθ. 3, λόγω της παράνομης απευθείας αναθέσεώς της.

55      Όσον αφορά την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η χρηματοδοτική συνδρομή θα μειωνόταν κατά 3 837 074,52 ευρώ σύμφωνα με τα ακόλουθα ποσοστά δημοσιονομικής διορθώσεως:

–        25 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής επί του ποσού των πιστοποιημένων δαπανών για τη σύμβαση αριθ. 8, λόγω της αδικαιολόγητης κατατμήσεως της εν λόγω συμβάσεως και λόγω της μη δημοσιεύσεως προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα,

–        25 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής επί του ποσού των πιστοποιημένων δαπανών για τις συμβάσεις αριθ. 6, 7 και 8, λόγω της εφαρμογής παράνομων και εισαγόντων διακρίσεις κριτηρίων αναθέσεως∙ εντούτοις, για τη σύμβαση αριθ. 8, η εν λόγω δημοσιονομική διόρθωση συμπεριλήφθηκε στη δημοσιονομική διόρθωση που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη περίπτωση,

–        10 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής στο ποσό των πιστοποιημένων δαπανών για τις συμβάσεις αριθ. 1, 2, 4 και 5, το ύψος των οποίων υπολείπεται του κατώτατου ορίου εφαρμογής της οδηγίας 93/37, λόγω της εφαρμογής παράνομων και εισαγόντων διακρίσεις κριτηρίων αναθέσεως.

56      Όσον αφορά τις ομάδες σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η χρηματοδοτική συνδρομή θα μειωνόταν κατά 2 295 581,47 ευρώ σύμφωνα με τα ακόλουθα ποσοστά δημοσιονομικής διορθώσεως:

–        25 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής στο ποσό των πιστοποιημένων δαπανών για τις συμβάσεις αριθ. 1 και 3, λόγω της αδικαιολόγητης κατατμήσεως των εν λόγω συμβάσεων και λόγω της μη δημοσιεύσεως προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα,

–        10 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής επί του ποσού των πιστοποιημένων δαπανών για τις συμβάσεις αριθ. 1, 3 και 4, λόγω της εφαρμογής παράνομων και εισαγόντων διακρίσεις κριτηρίων αναθέσεως, δεδομένου ότι, μολονότι για τις εν λόγω συμβάσεις εφαρμόσθηκε το παράνομο κριτήριο της «μέσης τιμής», δεν εφαρμόσθηκε το παράνομο και εισάγον διακρίσεις κριτήριο της προηγούμενης εμπειρίας∙ εντούτοις, για τη σύμβαση αριθ. 8, η εν λόγω δημοσιονομική διόρθωση συμπεριλήφθηκε στη δημοσιονομική διόρθωση που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη περίπτωση,

–        10 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής επί του ποσού των πιστοποιημένων δαπανών για τις συμβάσεις αριθ. 1, 3 και 4, λόγω της προβλέψεως στις αντίστοιχες συγγραφές υποχρεώσεων της παράνομης διαδικασία της «προ-αναθέσεως»∙ εντούτοις, η εν λόγω δημοσιονομική διόρθωση συμπεριλήφθηκε στις δημοσιονομικές διορθώσεις που μνημονεύθηκαν στις προηγούμενες περιπτώσεις,

–        25 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής επί του ποσού των πιστοποιημένων δαπανών για τις συμβάσεις αριθ. 2 και 5, λόγω της εφαρμογής παράνομων και εισαγόντων διακρίσεις κριτηρίων αναθέσεως,

–        25 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής επί του ποσού των πιστοποιημένων δαπανών για τις συμβάσεις υπηρεσιών αριθ. 2 και 5, λόγω της μη δημοσιεύσεως προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα των εν λόγω συμβάσεων και λόγω της προβλέψεως στις αντίστοιχες συγγραφές υποχρεώσεων της παράνομης διαδικασίας της «προ-αναθέσεως»∙ εντούτοις, η εν λόγω δημοσιονομική διόρθωση συμπεριλήφθηκε στη δημοσιονομική διόρθωση που μνημονεύθηκε στις προηγούμενες περιπτώσεις,

–        10 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου Συνοχής επί του ποσού των πιστοποιημένων δαπανών για τις συμβάσεις υπηρεσιών αριθ. 2 και 5, λόγω της ανεπαρκούς προθεσμίας υποβολής προσφορών για τις εν λόγω συμβάσεις· εντούτοις, η εν λόγω δημοσιονομική διόρθωση συμπεριλήφθηκε στις δημοσιονομικές διορθώσεις που μνημονεύθηκαν στις προηγούμενες περιπτώσεις.

57      Το ανώτατο ποσό της χρηματοδοτικής συνδρομής που χορηγήθηκε από το Ταμείο Συνδρομής για το σχέδιο Andévalo, για την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και για την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα καθορίσθηκε, αντιστοίχως, σε 7 260 394,79 ευρώ, σε 28 242 218,48 ευρώ και σε 15 629 871,53 ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

58      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Σεπτεμβρίου 2010, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

59      Με το από 21 Σεπτεμβρίου 2012 έγγραφο, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από το Βασίλειο της Ισπανίας να προσκομίσει, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κατάλογο περιέχοντα, για καθεμιά από τις επίμαχες δημόσιες συμβάσεις, την προϋπολογιζόμενη αξία εκτός ΦΠΑ και το ποσό, με και χωρίς ΦΠΑ, έναντι του οποίου έγινε η ανάθεση. Το Βασίλειο της Ισπανίας ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

60      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

61      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Συνοπτική παρουσίαση των λόγων ακυρώσεως

62      Προς στήριξη της προσφυγής του, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο τρίτος προβάλλεται επικουρικώς.

63      Με την υπό κρίση προσφυγή, το Βασίλειο της Ισπανίας διατείνεται κατ’ ουσίαν ότι εσφαλμένως η Επιτροπή επέβαλε με την προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικές διορθώσεις λόγω παραβάσεων της οδηγίας 93/37, δεδομένου ότι καμία από τις επίμαχες συμβάσεις δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί ότι ορισμένες συμβάσεις σχετικές με σχέδια χρηματοδοτούμενα από το Ταμείο Συνοχής κατατμήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, προκειμένου να αποφευχθεί η εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας. Με τον τρίτο λόγο, το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στην Επιτροπή έλλειψη διαφάνειας κατά τον καθορισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

64      Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι εσφαλμένως η Επιτροπή συνήγαγε ότι ορισμένες από τις συμβάσεις για την υλοποίηση των σχεδίων που αφορούσε η προσβαλλόμενη απόφαση είχαν ανατεθεί κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις της οδηγίας 93/37. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, οι εν λόγω συμβάσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας λόγω της προϋπολογιζόμενης αξίας τους. Η Επιτροπή ανταπάντησε ότι οι ισπανικές αρχές προέβησαν σε τεχνητή κατάτμηση των συμβάσεων, προκειμένου να παρακάμψουν τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης. Στον βαθμό που η απάντηση στο τελευταίο ζήτημα αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας και, ως εκ τούτου, αποτελεί πρόκριμα για την εκτίμηση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να εξετασθεί, καταρχάς, ο δεύτερος, εν συνεχεία ο πρώτος και, τέλος, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως.

 Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορά τη μη κατάτμηση των δημοσίων συμβάσεων

65      Το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι συμβάσεις αριθ. 1 και 3 σχετικά με το σχέδιο Andévalo, οι συμβάσεις αριθ. 6, 7 και 8 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και οι συμβάσεις αριθ. 1 και 3 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα κατατμήθηκαν τεχνητώς από τις ισπανικές αρχές κατά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, προκειμένου να διαπιστώσει παράβαση της εν λόγω διατάξεως, έπρεπε να αποδείξει την πρόθεση των ισπανικών αρχών να αποφύγουν, μέσω της εν λόγω κατατμήσεως, την εφαρμογή της προαναφερθείσας οδηγίας στις επίμαχες δημόσιες συμβάσεις.

66      Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, κανένα έργο και καμία σύμβαση δεν επιτρέπεται να κατατμηθεί με σκοπό την αποφυγή της εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Εξάλλου, το άρθρο 1, στοιχείο γ΄, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ως «έργο» το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών ή εργασιών πολιτικού μηχανικού που προορίζεται να πληροί αυτό καθαυτό μία οικονομική ή τεχνική λειτουργία. Επομένως, προκειμένου να κριθεί αν το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να εξακριβωθεί αν το αντικείμενο των επίμαχων δημοσίων συμβάσεων αποτελούσε ένα μόνο έργο κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, της ίδιας οδηγίας.

67      Κατά τη νομολογία, η ύπαρξη έργου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37, πρέπει να εκτιμάται με κριτήριο την οικονομική ή τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των εργασιών που αφορούν οι επίμαχες δημόσιες συμβάσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2000, C‑16/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2000, σ. I‑8315, σκέψεις 36, 38 και 47∙ απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, C‑187/04 και C‑188/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 27∙ απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, C‑220/05, Auroux κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑385, σκέψη 41, και απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, C‑574/10, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 37).

68      Εξάλλου, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, προκειμένου το αποτέλεσμα διαφόρων εργασιών να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έργο κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37, αρκεί οι εργασίες αυτές να εκπληρώνουν την ίδια οικονομική λειτουργία ή την ίδια τεχνική λειτουργία (απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 67 ανωτέρω, σκέψη 29). Επομένως, η διαπίστωση μίας και της αυτής οικονομικής λειτουργίας ή μίας και της αυτής τεχνικής λειτουργίας είναι διαζευκτική και όχι σωρευτική, όπως διατείνεται το Βασίλειο της Ισπανίας.

69      Τέλος, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των επιδίκων συμβάσεων, η ομοιότητα των προκηρύξεων των συμβάσεων, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου εντός του οποίου κινήθηκαν οι διαδικασίες των συμβάσεων αυτών και η ύπαρξη μίας μόνον αναθέτουσας αρχής συνιστούν σημαντικά στοιχεία τα οποία συνηγορούν υπέρ της εκτιμήσεως ότι οι χωριστές συμβάσεις έργων αφορούν στην πραγματικότητα ένα ενιαίο έργο (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 67 ανωτέρω, σκέψη 65).

70      Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι συμβάσεις σχετικά με το σχέδιο Andévalo και τις ομάδες σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και Γρανάδα και Μάλαγα πληρούσαν την ίδια τεχνική και οικονομική λειτουργία και, ως εκ τούτου, ότι συνιστούσαν ένα ενιαίο έργο, το οποίο δεν μπορούσε να κατατμηθεί σε διακριτές συμβάσεις (αιτιολογικές σκέψεις 66, 97 και 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, έκρινε ότι και στις τρεις περιπτώσεις η χρονική εγγύτητα των προκηρύξεων, η ομοιότητά τους και η ύπαρξη μιας και μόνον αναθέτουσας αρχής συνιστούν συμπληρωματικές ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ της εκτιμήσεως ότι τα αντικείμενα των επίμαχων συμβάσεων αφορούν ένα μόνον και το αυτό έργο (αιτιολογικές σκέψεις 67, 98, 123 και 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

71      Οι περί του αντιθέτου απόψεις του Βασιλείου της Ισπανίας δεν αναιρούν το συμπέρασμα της Επιτροπής.

72      Όσον αφορά, καταρχάς, το σχέδιο Andévalo, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το εν λόγω σχέδιο αποτελείται από ένα σύνολο διακριτών «τμημάτων», τα οποία δεν τελούν σε σχέση αλληλεξαρτήσεως, και αφορούν την υδροδότηση διαφορετικών γεωγραφικών ζωνών. Για τον λόγο αυτό, οι εργασίες τις οποίες προβλέπουν οι τρεις δημόσιες συμβάσεις με αντικείμενο την υλοποίηση του συγκεκριμένου σχεδίου δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μία τεχνική ή οικονομική ενότητα.

73      Το επιχείρημα αυτό του Βασιλείου της Ισπανίας δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

74      Ειδικότερα, πρώτον, επιβάλλεται η επισήμανση ότι ακόμη και αν το σχέδιο Andévalo αποτελούνταν από διαφορετικά «τμήματα», από την περιλαμβανόμενη στην απόφαση C(2001) 4113 περιγραφή του εν λόγω σχεδίου, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από το Βασίλειο της Ισπανίας, προκύπτει, αφενός, ότι το εν λόγω σχέδιο προέβλεπε την κατασκευή ενός μόνο δικτύου αγωγών και, αφετέρου, ότι οι αγωγοί αυτοί θα συνδέονταν με την ίδια κεντρική μονάδα αποκαλούμενη «Nudo Norte». Επομένως, τα διάφορα «τμήματα» του σχεδίου προορίζονταν να πληρούν, στο σύνολό τους, την ίδια οικονομική και τεχνική λειτουργία, ήτοι τη διανομή πόσιμου ύδατος στην ίδια κατοικημένη περιοχή από ένα και μόνο σημείο αντλήσεως. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται, εξάλλου, από το γεγονός ότι οι τρεις δημόσιες συμβάσεις για την υλοποίηση του σχεδίου Andévalo (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω) είχαν ως αντικείμενο την κατασκευή ενός και μόνο δικτύου αγωγών.

75      Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλεί το Βασίλειο της Ισπανίας από την απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 67 ανωτέρω. Ειδικότερα, στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στον γαλλικό Νομό Vendée, εξεταζόμενο στο σύνολό του, πληρούσε την ίδια οικονομική και τεχνική λειτουργία, ήτοι την παροχή και την πώληση ηλεκτρισμού στους καταναλωτές. Στη βάση αυτή, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εργασίες τις οποίες προέβλεπαν οι επίμαχες στην υπόθεση αυτή δημόσιες συμβάσεις αποτελούσαν τμήμα ενός ενιαίου έργου (απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 67 ανωτέρω, σκέψεις 64 και 66).

76      Επομένως, η συλλογιστική αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση δικτύου υδραγωγών όπως το εξεταζόμενο στην παρούσα υπόθεση. Ειδικότερα, η λειτουργία των εργασιών τις οποίες αφορούν οι επίμαχες δημόσιες συμβάσεις συνίσταται, όπως και στην απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 67 ανωτέρω, στην παροχή αγαθού κοινής ωφελείας σε συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη, ενώ το γεγονός ότι το εν λόγω δίκτυο διανομής προορίζεται για την υδροδότηση περισσότερων δήμων δεν αποκλείει τη διαπίστωση ότι το δίκτυο αυτό, στο σύνολό του, πληροί την ίδια οικονομική και τεχνική λειτουργία. Ανάλογη συλλογιστική ακολούθησε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρατιθέμενης στη σκέψη 67 ανωτέρω αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας, όσον αφορά την κατασκευή δύο συνδέσεων αυτοκινητοδρόμων. Κατά το Δικαστήριο, το σύνολο των έργων πολιτικού μηχανικού που σχετίζονταν με τη συγκεκριμένη κατασκευή έπρεπε να θεωρηθούν ως μέρος ενός ενιαίου έργου στον βαθμό που αφορούσαν στο σύνολό τους τη σύνδεση διαφόρων δήμων οι οποίοι αντιμετώπιζαν προβλήματα με το δημοτικό οδικό δίκτυο (απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 67 ανωτέρω, σκέψη 27).

77      Τρίτον, επιβάλλεται, καταρχάς, η επισήμανση ότι, όπως διαπιστώνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπάρχει πρόδηλη χρονική εγγύτητα μεταξύ της συνάψεως της συμβάσεως αριθ. 1 όσον αφορά το σχέδιο Andévalo και της συνάψεως της συμβάσεως αριθ. 3 σχετικά με το ίδιο σχέδιο, με μια διαφορά μόλις τεσσάρων ημερών. Εν συνεχεία, οι συμβάσεις αφορούσαν την ίδια περιφέρεια, ήτοι το Andévalo, με αποτέλεσμα η διαίρεσή της σε δύο τμήματα, ήτοι στο ανατολικό Andévalo και το δυτικό Andévalo, να μη μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής λόγος προκειμένου να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για δύο διακριτές γεωγραφικές ζώνες. Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ίδια αναθέτουσα αρχή, ήτοι η εταιρία GIASA, συνήψε αμφότερες τις συμβάσεις. Μολονότι τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν είναι αυτά καθαυτά καθοριστικής σημασίας όσον αφορά την ύπαρξη ενιαίου έργου, εντούτοις συνιστούν, κατά την παρατιθέμενη στη σκέψη 69 ανωτέρω νομολογία, συμπληρωματικές ενδείξεις οι οποίες δικαιολογούν εν προκειμένω την αναγνώριση της υπάρξεως ενός ενιαίου έργου.

78      Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εργασίες τις οποίες αφορούσαν οι συμβάσεις αριθ. 1 και 3 σχετικά με το σχέδιο Andévalo αποτελούσαν μέρος ενός ενιαίου έργου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37.

79      Όσον αφορά, κατά δεύτερο λόγο, την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι οι εργασίες τις οποίες αφορούσαν οι συμβάσεις αριθ. 6, 7 και 8 σχετικά με την εν λόγω ομάδα σχεδίων δεν συνιστούσαν έργο κατά την έννοια της νομοθεσίας της Ένωσης, καθόσον οι εργασίες αυτές βρίσκονταν υπό την ευθύνη διαφορετικών φορέων και αφορούσαν πληθυσμούς γεωγραφικώς απομακρυσμένους.

80      Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση, πρώτον, ότι, όπως έχει επισημανθεί αναφορικά με το σχέδιο Andévalo, από την περιγραφή του σχεδίου αριθ. 2 στην απόφαση C(2000) 4316 προκύπτει ότι το εν λόγω σχέδιο αφορούσε την κατασκευή διαφορετικών «τμημάτων» του ίδιου δικτύου λυμάτων, τα οποία συνδέονταν με την ίδια μονάδα καθαρισμού ή δεξαμενή συλλογής. Επομένως, οι συμβάσεις έργων που σχετίζονταν με το συγκεκριμένο σχέδιο αφορούσαν το ίδιο δίκτυο, τα «τμήματα» του οποίου δεν ήταν αυτοτελή. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα εν λόγω «τμήματα», εξεταζόμενα στο σύνολό τους, απέβλεπαν στην εκπλήρωση της ίδιας τεχνικής ή οικονομικής λειτουργίας, η οποία συνίστατο στην επεξεργασία και στον καθαρισμό των λυμάτων στην ίδια μονάδα καθαρισμού, προκειμένου να καταστεί δυνατή η μεταγενέστερη ρίψη τους στον ποταμό Γουαδαλκιβίρ.

81      Δεύτερον, μολονότι το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι οι επίμαχες δημόσιες συμβάσεις αφορούσαν διαφορετικούς πληθυσμούς, εντούτοις διαπιστώνεται ότι οι εργασίες τις οποίες αφορούσαν οι εν λόγω συμβάσεις έπρεπε να πραγματοποιηθούν σε μία μόνο γεωγραφική ζώνη, ήτοι στο El Aljarafe. Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι οι εν λόγω συμβάσεις ενδέχεται να προβλέπουν εργασίες εκτελούμενες σε διαφορετικούς τόπους, τούτο δεν αποκλείει τη δυνατότητα να θεωρηθούν ως αφορώσες το ίδιο έργο. Τούτο ισχύει όταν οι εργασίες εκτελούνται στην ίδια γεωγραφική ζώνη (βλ., επ’ αυτού, σημείο 72 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαραρατεθείσα στη σκέψη 67 ανωτέρω απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας).

82      Τρίτον, όπως κρίθηκε με τη σκέψη 77 ανωτέρω αναφορικά με το σχέδιο Andévalo, η χρονική εγγύτητα των συμβάσεων αριθ. 6, 7 και 8, σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ, και το γεγονός ότι η ίδια αναθέτουσα αρχή προκήρυξε όλες τις προαναφερθείσες δημόσιες συμβάσεις συνιστούν συμπληρωματικές ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ της εκτιμήσεως ότι οι συμβάσεις αφορούσαν ένα ενιαίο έργο.

83      Συνεπώς, συνάγεται ότι οι εργασίες τις οποίες αφορούσαν οι συμβάσεις αριθ. 6, 7 και 8 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ αποτελούσαν μέρος ενός ενιαίου έργου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37.

84      Κατά τρίτο λόγο, όσον αφορά την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι οι συμβάσεις αριθ. 1 και 3 αναφορικά με τη συγκεκριμένη ομάδα σχεδίων αντιστοιχούσαν σε διαφορετικά σχέδια σύμφωνα με την απόφαση περί εγκρίσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής από το Ταμείο Συνοχής.

85      Πρώτον, επισημαίνεται ότι οι δημόσιες συμβάσεις αριθ. 1 και 3 αναφορικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα αφορούν την κατασκευή, αφενός, ενός δακτυλίου παρακάμψεως για την υδροδότηση της Antequera και, αφετέρου, μιας δεξαμενής τροφοδοσίας του εν λόγω δακτυλίου. Επομένως, το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι οι εν λόγω εργασίες είναι αυτοτελείς δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Αντιθέτως, πληρούν μία μόνον οικονομική και τεχνική λειτουργία, ήτοι την παροχή πόσιμου ύδατος στην ίδια γεωγραφική ζώνη.

86      Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι συμβάσεις έργων αριθ. 1 και 3 αναφορικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα συμπληρώθηκαν με τη δημόσια σύμβαση αριθ. 2, που είχε ως αντικείμενο υπηρεσίες για την κατάρτιση του σχεδίου και τη διεύθυνση των εργασιών όσον αφορά τόσο την περιφερειακή οδό όσο και τη λεκάνη ρυθμίσεως της ροής για την υδροδότηση της Antequera (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω), γεγονός που καθιστά προφανές ότι οι δύο συμβάσεις αποτελούσαν μέρος του ίδιου συνόλου εργασιών.

87      Τρίτον, το σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως για τη σύναψη των συμβάσεων αριθ. 1 και 3, εκ των οποίων η πρώτη δημοσιεύθηκε στις 29 Ιουνίου 2002 και η δεύτερη στις 16 Ιουλίου 2002, καθώς και το γεγονός ότι η ίδια αναθέτουσα αρχή προκήρυξε όλες τις προαναφερθείσες δημόσιες συμβάσεις συνιστούν συμπληρωματικές ενδείξεις του γεγονότος ότι οι συμβάσεις αφορούσαν ένα ενιαίο έργο.

88      Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι οι εργασίες τις οποίες αφορούσαν οι δημόσιες συμβάσεις αριθ. 1 και 3 αναφορικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα αποτελούσαν μέρος ενός ενιαίου έργου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37.

89      Εξάλλου, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, πέραν των επιχειρημάτων που εξετάσθηκαν στις σκέψεις 72 έως 88 ανωτέρω, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι οι κρίσεις που περιέχονται στην τεχνική έκθεση η οποία επισυνάφθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής αποδεικνύουν ότι οι επίμαχες συμβάσεις δεν αφορούσαν εργασίες αποτελούσες τμήμα ενός και του αυτού έργου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37.

90      Οι περιεχόμενες στην ως άνω έκθεση εκτιμήσεις δεν αναιρούν τα συμπεράσματα που εκτέθηκαν στις σκέψεις 78, 83 και 88 ανωτέρω.

91      Πράγματι, επισημαίνεται, κατά πρώτο λόγο, ότι η έκθεση αναλύει αμιγώς τεχνικά ζητήματα, χωρίς να εξετάζει σε βάθος άλλες παραμέτρους οι οποίες είναι εξίσου σημαντικές προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη έργου. Ειδικότερα, όπως υποστήριξε και η Επιτροπή, η έκθεση αφορά αποκλειστικώς την τεχνική λειτουργία και δεν λαμβάνει υπόψη την οικονομική λειτουργία των επίμαχων δημοσίων συμβάσεων.

92      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η τεχνική έκθεση περιγράφει απλώς και μόνον τις τεχνικές διαφορές κάθε μέρους των έργων, κατά τρόπο εξατομικευμένο, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι καθένα από αυτά εκπληρώνει διαφορετική λειτουργία. Τούτο, όμως, δεν αναιρεί τις διαπιστώσεις που έγιναν στις σκέψεις 72 έως 88 ανωτέρω, ότι τα διάφορα τμήματα των επίμαχων συμβάσεων είναι αλληλοεξαρτώμενα και ότι, εξεταζόμενα στο σύνολό τους, εκπληρώνουν την ίδια τεχνική και οικονομική λειτουργία.

93      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η τεχνική έκθεση δεν αποδεικνύει ότι οι εργασίες τις οποίες προέβλεπαν οι επίμαχες συμβάσεις αφορούσαν διαφορετικά έργα.

94      Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, έπρεπε να αποδείξει τη συνδρομή ενός υποκειμενικού στοιχείου, ήτοι την πρόθεση των ισπανικών αρχών να προβούν σε κατάτμηση των επίμαχων συμβάσεων προκειμένου να αποφύγουν τις υποχρεώσεις της ίδιας οδηγίας. Το εν λόγω επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

95      Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι προκειμένου να διαπιστωθεί ότι μία σύμβαση έχει κατατμηθεί κατά τρόπο αντίθετο προς τη νομοθεσία της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί η ύπαρξη υποκειμενικής προθέσεως να παρακαμφθεί η εφαρμογή των διατάξεων της προαναφερθείσας νομοθεσίας (βλ. επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 67 ανωτέρω, σκέψη 49). Επομένως, εφόσον έχει γίνει τέτοια διαπίστωση, όπως εν προκειμένω, είναι άνευ σημασίας το αν η παράβαση που προσάπτεται στο κράτος μέλος οφείλεται στη βούλησή του, στην αμέλειά του ή ακόμη σε τεχνικές δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπισε (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 1998, C‑71/97, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1998, σ. I‑5991, σκέψη 15). Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, τόσο στην απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας όσο και στην παρατιθέμενη στη σκέψη 67 ανωτέρω απόφαση Auroux κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο, για τη διαπίστωση της παραβάσεως του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, η Επιτροπή να αποδείξει εκ των προτέρων την πρόθεση του επίμαχου κράτους μέλους να παρακάμψει, μέσω της κατατμήσεως της συμβάσεως, τις προβλεπόμενες στην εν λόγω οδηγία υποχρεώσεις.

96      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, κρίνοντας με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι εργασίες τις οποίες αφορούσαν οι συμβάσεις αριθ. 1 και 3 αναφορικά με το σχέδιο Andévalo, οι εργασίες τις οποίες αφορούσαν οι συμβάσεις αριθ. 6, 7 και 8 αναφορικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και οι εργασίες τις οποίες αφορούσαν οι συμβάσεις αριθ. 1 και 3 αναφορικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα συνιστούσαν αντιστοίχως ένα ενιαίο έργο, με αποτέλεσμα να συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 η χωριστή σύναψη των εν λόγω συμβάσεων.

97      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορά την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων για τις παραβάσεις της οδηγίας 93/37 σε συμβάσεις που δεν διέπονται από την εν λόγω οδηγία και την τήρηση των εφαρμοστέων αρχών και διατάξεων

98      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι εσφαλμένως η Επιτροπή θεώρησε ότι οι επίμαχες δημόσιες συμβάσεις συνήφθησαν κατά παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 93/37, δεδομένου ότι δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Πρόκειται, ειδικότερα, για τη δημόσια σύμβαση αριθ. 3 αναφορικά με το σχέδιο Andévalo, τις δημόσιες συμβάσεις αριθ. 1, 2, 4, 5 και 8 αναφορικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και τις συμβάσεις αριθ. 1 και 3 αναφορικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα. Εξάλλου, προσθέτει ότι, αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις που δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37 είχαν τηρηθεί οι εφαρμοστέες στη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων γενικές αρχές.

99      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/37 ορίζει ότι η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται σε δημόσιες συμβάσεις έργων των οποίων η εκτιμώμενη αξία εκτός ΦΠΑ ισούται ή υπερβαίνει το ισόποσο σε ευρώ των 5 000 000 ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων. Μόνον όσες δημόσιες συμβάσεις έργων έχουν εκτιμώμενη αξία εκτός ΦΠΑ ίση ή μεγαλύτερη από το εν λόγω ποσό εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

100    Εν προκειμένω, πρέπει καταρχάς να εξακριβωθεί αν η εκτιμώμενη αξία εκτός ΦΠΑ των επίμαχων δημοσίων συμβάσεων υπερέβαινε το κατώτατο όριο που προβλέπει η οδηγία 93/37.

101    Κατά πρώτο λόγο, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 96 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι οι ισπανικές αρχές είχαν διαχωρίσει τεχνητώς, πρώτον, τη διαδικασία αναθέσεως της συμβάσεως αριθ. 3 από τη διαδικασία αναθέσεως της συμβάσεως αριθ. 1 στο πλαίσιο του σχεδίου Andévalo, δεύτερον, τη διαδικασία αναθέσεως της συμβάσεως αριθ. 8 από τη διαδικασία αναθέσεως των συμβάσεων αριθ. 6 και 7 στο πλαίσιο της ομάδας σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και, τρίτον, τη διαδικασία αναθέσεως της συμβάσεως αριθ. 1 από τη διαδικασία αναθέσεως της συμβάσεως αριθ. 3 στο πλαίσιο της ομάδας σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω συμβάσεις συνιστούν αντιστοίχως ένα ενιαίο έργο, οπότε, προκειμένου να κριθεί αν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37, είναι αναγκαίο, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, και βάσει των στοιχείων που προσκόμισε το Βασίλειο της Ισπανίας στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας (βλ. σκέψη 59 ανωτέρω), να αθροισθεί η προϋπολογιζόμενη αξία εκτός ΦΠΑ καθεμίας από τις εν λόγω συμβάσεις και να εξακριβωθεί αν το τελικό ποσό ισούται ή υπερβαίνει τα 5 000 000 ευρώ.

102    Όσον αφορά, πρώτον, τη δημόσια σύμβαση έργων που κατατμήθηκε, στο πλαίσιο του σχεδίου Andévalo, σε δύο διακριτές συμβάσεις, ήτοι στις συμβάσεις αριθ. 1 και 3, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άθροισμα της προϋπολογιζόμενης αξίας εκτός ΦΠΑ των δύο συγκεκριμένων συμβάσεων, ήτοι αντιστοίχως 6 393 639,58 ευρώ και 2 491 978,77 ευρώ, είναι 8 885 618,35 ευρώ. Δεδομένου ότι η προϋπολογιζόμενη αξία εκτός ΦΠΑ της προς ανάθεση δημοσίας συμβάσεως έργων υπερέβαινε τα 5 000 000 ευρώ, η επίμαχη σύμβαση ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37.

103    Όσον αφορά, δεύτερον, τη δημόσια σύμβαση έργων που κατατμήθηκε, στο πλαίσιο της ομάδας σχεδίων Γουαδαλκιβίρ, σε τρεις διακριτές συμβάσεις, ήτοι στις συμβάσεις αριθ. 6, 7 και 8, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άθροισμα της προϋπολογιζόμενης αξίας εκτός ΦΠΑ των τριών συγκεκριμένων συμβάσεων, ήτοι αντιστοίχως 8 118 902,97 ευρώ, 7 360 382,98 ευρώ και 2 273 420,82 ευρώ, είναι 17 752 706,77 ευρώ. Δεδομένου ότι η προϋπολογιζόμενη αξία εκτός ΦΠΑ της προς ανάθεση δημοσίας συμβάσεως έργων υπερέβαινε τα 5 000 000 ευρώ, η επίμαχη σύμβαση ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37.

104    Όσον αφορά, τρίτον, τη δημόσια σύμβαση έργων που κατατμήθηκε, στο πλαίσιο της ομάδας σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα, σε δύο διακριτές συμβάσεις, ήτοι στις συμβάσεις αριθ. 1 και 3, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άθροισμα της προϋπολογιζόμενης αξίας εκτός ΦΠΑ των δύο συγκεκριμένων συμβάσεων, ήτοι αντιστοίχως 4 922 173,86 ευρώ και 3 514 731,79 ευρώ, είναι 8 436 905,65 ευρώ. Δεδομένου ότι η προϋπολογιζόμενη αξία εκτός ΦΠΑ της προς ανάθεση δημοσίας συμβάσεως έργου υπερέβαινε τα 5 000 000 ευρώ, η επίμαχη σύμβαση ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37.

105    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η επιχειρηματολογία του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η σύμβαση αριθ. 3 σχετικά με το σχέδιο Andévalo, η σύμβαση αριθ. 8 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και οι συμβάσεις αριθ. 1 και 3 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και τη Μάλαγα δεν υπερέβαιναν το κατώτατο όριο της οδηγίας 93/37 και ότι, επομένως, δεν διέπονταν από αυτήν.

106    Συνεπώς, επιβάλλεται να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που αφορά τη δημόσια σύμβαση αριθ. 3 σχετικά με το σχέδιο Andévalo, τη σύμβαση αριθ. 8 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και τις συμβάσεις αριθ. 1 και 3 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα.

107    Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37, ήτοι τη σύμβαση αριθ. 2 σχετικά με το σχέδιο Andévalo και τις συμβάσεις αριθ. 1, 2, 4 και 5 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ, και ιδίως το ζήτημα αν τηρήθηκαν οι εφαρμοστέες αρχές και διατάξεις, επιβάλλεται, προκαταρκτικώς, η υπόμνηση ότι κατά το άρθρο H, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει μέτρα δημοσιονομικής διορθώσεως οσάκις διαπιστώνει παρατυπία όσον αφορά τη χρηματοδοτική συνδρομή του Ταμείου Συνοχής και εφόσον το οικείο κράτος μέλος δεν έλαβε διορθωτικά μέτρα.

108    Εξάλλου, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1164/94 ορίζει, κατ’ ουσία, ότι τα χρηματοδοτούμενα από το Ταμείο Συνοχής σχέδια πρέπει να είναι σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών και των πράξεων που εγκρίθηκαν βάσει αυτών.

109    Κατά τη νομολογία, οι ειδικές και αυστηρές διαδικασίες τις οποίες προβλέπουν οι οδηγίες περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων εφαρμόζονται αποκλειστικά σε συμβάσεις των οποίων η αξία υπερβαίνει το όριο που ρητώς προβλέπεται σε καθεμία από τις εν λόγω οδηγίες (διάταξη του Δικαστηρίου της 3ης Δεκεμβρίου 2001, C‑59/00, Vestergaard, Συλλογή 2001, σ. I‑9505, σκέψη 19). Επομένως, οι κανόνες των οδηγιών αυτών δεν εφαρμόζονται σε συμβάσεις των οποίων η αξία υπολείπεται του κατώτατου ορίου που καθορίζεται από τις εν λόγω οδηγίες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου 21ης Φεβρουαρίου 2008, C‑412/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2008, σ. I‑619, σκέψη 65).

110    Τούτο δεν σημαίνει ότι οι συμβάσεις αυτές εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (διάταξη Vestergaard, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψη 19). Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων οι οποίες, λόγω της αξίας τους, δεν υπόκεινται στις προβλεπόμενες από τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης διαδικασίες, οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται παρά ταύτα να τηρούν τους θεμελιώδεις κανόνες και τις γενικές αρχές της Συνθήκης και, ειδικότερα, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 2000, C‑324/98, Telaustria και Telefonadress, Συλλογή 2000, σ. I‑10745, σκέψη 60, διάταξη Vestergaard, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψεις 20 και 21, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Οκτωβρίου 2005, C‑264/03, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2005, σ. I‑8831, σκέψη 32, και απόφαση της 14ης Ιουνίου 2007, C‑6/05, Medipac‑Kαζαντζίδης, Συλλογή 2007, σ. I‑4557, σκέψη 33).

111    Ωστόσο, κατά τη νομολογία, η εφαρμογή των γενικών αρχών των Συνθηκών στις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων αξίας χαμηλότερης του ορίου εφαρμογής των οδηγιών προϋποθέτει ότι οι επίμαχες συμβάσεις παρουσιάζουν αναμφισβήτητο διασυνοριακό ενδιαφέρον (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 2007, C‑507/03, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 2007, σ. I‑9777, σκέψη 29, και απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψεις 66 και 67).

112    Εν προκειμένω, επιβάλλεται να εξακριβωθεί, καταρχάς, αν τα επίμαχα σχέδια παρουσίαζαν αναμφισβήτητο διασυνοριακό ενδιαφέρον και, εν συνεχεία, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν, κατά την ανάθεση των συμβάσεων μέσω των οποίων υλοποιήθηκαν τα σχέδια αυτά, τηρήθηκαν οι γενικές αρχές της Συνθήκης.

113    Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, το ζήτημα αν τα επίμαχα σχέδια παρουσίαζαν διασυνοριακό ενδιαφέρον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προβάλλει συναφώς κανένα αντεπιχείρημα.

114    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τόσο η σύμβαση αριθ. 2 αναφορικά με το σχέδιο Andévalo όσο και οι συμβάσεις αριθ. 1, 2, 4 και 5 αναφορικά με το σχέδιο Γουαδαλκιβίρ εμφάνιζαν αναμφισβήτητο διασυνοριακό ενδιαφέρον. Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία, αντικειμενικά κριτήρια όπως, μεταξύ άλλων, η σημαντική αξία της επίμαχης συμβάσεως σε συνδυασμό με τον τόπο εκτελέσεως των εργασιών, μπορεί να αποτελούν ένδειξη τέτοιου ενδιαφέροντος. Αντιθέτως, μπορεί να αποκλείεται η ύπαρξη τέτοιου ενδιαφέροντος στην περίπτωση, παραδείγματος χάρη, του πολύ περιορισμένου οικονομικού διακυβεύματος της επίμαχης συμβάσεως δημοσίων έργων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2005, C‑231/03, Coname, Συλλογή 2005, σ. I‑7287, σκέψη 20, και της 15ης Μαΐου 2008, C‑147/06 και C‑148/06, SECAP και Santorso, Συλλογή 2008, σ. I‑3565).

115    Εν προκειμένω, δεδομένης της προϋπολογιζόμενης αξίας εκτός ΦΠΑ τόσο της συμβάσεως αριθ. 2 αναφορικά με το σχέδιο Andévalo όσο και καθεμιάς εκ των συμβάσεων αριθ. 1, 2, 4 και 5 αναφορικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ (βλ. σκέψεις 29 και 33 ανωτέρω) καθώς και της εγγύτητας των εργασιών με τα πορτογαλικά σύνορα, όλες οι εν λόγω συμβάσεις, λαμβανομένου υπόψη του τόπου εκτελέσεως των εργασιών, μπορούσαν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον όχι μόνον των τοπικών φορέων αλλά και φορέων εγκατεστημένων σε ολόκληρη την Ένωση, ιδίως δε στην Πορτογαλία.

116    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κατά τη διαδικασία συνάψεως των συμβάσεων που αναφέρθηκαν στη σκέψη 115 ανωτέρω έπρεπε να είχαν τηρηθεί, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 110 ανωτέρω νομολογία, οι γενικές αρχές της Συνθήκης, προκειμένου να εξασφαλισθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για το σύνολο των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων.

117    Όσον αφορά, κατά δεύτερο λόγο, το ζήτημα αν οι ισπανικές αρχές τήρησαν τις υποχρεώσεις που υπείχαν ως προς τις συμβάσεις που αναφέρονται στη σκέψη 115 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι οι ισπανικές αρχές παραβίασαν, μεταξύ άλλων, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, λόγω της εφαρμογής, ως κριτηρίου αναθέσεως, του κριτηρίου της προηγούμενης εμπειρίας στην Ισπανία, στην Ανδαλουσία και με την εταιρία GIASA. Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη.

118    Επισημαίνεται εξαρχής ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 94 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα κριτήρια των οποίων η νομιμότητα αμφισβητείται εν προκειμένω είναι, όσον αφορά τη σύμβαση αριθ. 2 σχετικά με το σχέδιο Andévalo, το κριτήριο της «προηγούμενης εμπειρίας στην Ισπανία, στην Ανδαλουσία και με την εταιρία GIASA» και, για τις συμβάσεις αριθ. 1, 2, 4 και 5 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ, το κριτήριο «[της] ποιότητας και [της] προθεσμίας εκτελέσεως των έργων κατά τα πέντε τελευταία έτη στην Ισπανία, στην Ανδαλουσία και για την GIASA». Στον βαθμό που το περιεχόμενο των εν λόγω δύο κριτηρίων είναι πανομοιότυπο, μπορούν να εξετασθούν από κοινού.

119    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που απορρέει από τη Συνθήκη ΕΚ, και ιδίως από τις θεμελιώδεις ελευθερίες, επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως την οποία υφίσταται πάροχος υπηρεσιών λόγω της ιθαγένειάς του, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, ακόμη και αν εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους ημεδαπούς παρόχους υπηρεσιών όσο και σε αυτούς των άλλων κρατών μελών, εφόσον μπορεί να αποκλείσει ή να παρακωλύσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις δραστηριότητες του παρόχου ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 1991, C‑76/90, Säger, Συλλογή 1991, σ. I‑4221, σκέψη 12).

120    Εν προκειμένω, τα κριτήρια τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την ανάθεση της συμβάσεως αριθ. 2 σχετικά με το σχέδιο Andévalo και των συμβάσεων αριθ. 1, 2, 4 και 5 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και τα οποία αποσκοπούσαν στη συνεκτίμηση της προηγούμενης εμπειρίας των διαγωνιζομένων στην Ισπανία, την Ανδαλουσία ή με την εταιρία GIASA είναι ικανά να ευνοήσουν ορισμένους διαγωνιζομένους έναντι άλλων και, επομένως, παραβιάζουν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αν μια εταιρία δεν έχει εργασθεί στην Ισπανία ή την Ανδαλουσία ή δεν έχει συνεργασθεί με την υποδεικνυόμενη από τις ισπανικές αρχές εταιρία, δεν θα ληφθεί υπόψη, κατά την αξιολόγηση της προσφοράς της, η εμπειρία της στους τομείς που αφορούν οι επίμαχες δημόσιες συμβάσεις. Υπό αυτές τις περιστάσεις, τα εν λόγω κριτήρια αναθέσεως ευνοούν κατ’ αποτέλεσμα τις προσφορές των εντόπιων διαγωνιζομένων και επιφυλάσσουν δυσμενή μεταχείριση στις προσφορές οικονομικών φορέων που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, ως προς τους οποίους είναι προφανώς δυσχερέστερο να αποδειχθεί η ύπαρξη της απαιτούμενης εμπειρίας, έστω και αν δεν πρόκειται για άμεση διάκριση, όπως προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας.

121    Επομένως, συνάγεται ότι οι ισπανικές αρχές, εφαρμόζοντας το κριτήριο της προηγούμενης εμπειρίας στην Ισπανία, στην Ανδαλουσία και με την εταιρία GIASA για την ανάθεση της συμβάσεως αριθ. 2 σχετικά με το σχέδιο Andévalo και των συμβάσεων αριθ. 1, 2, 4 και 5 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ, παραβίασαν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, ως εκ τούτου, ορθώς η Επιτροπή συνήγαγε ότι οι ισπανικές αρχές δεν τήρησαν τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης οι οποίες ισχύουν για τη σύναψη των εν λόγω δημοσίων συμβάσεων.

122    Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορά την έλλειψη διαφάνειας κατά τον καθορισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

123    Το Βασίλειο της Ισπανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν προσδιόρισε κατά τρόπο διαφανή το ύψος καθεμιάς εκ των δημοσιονομικών διορθώσεων και ότι παραβίασε, κατά τον προσδιορισμό αυτό, την αρχή της αναλογικότητας που προβλέπει το άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94. Ειδικότερα, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τις κατευθυντήριες οδηγίες του 2002, δεδομένου ότι εφάρμοσε σωρευτικώς ορισμένες δημοσιονομικές διορθώσεις. Επιπλέον, θεωρεί ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι ισπανικές αρχές, αφ’ ης στιγμής έλαβαν γνώση του παράτυπου χαρακτήρα των επίμαχων κριτηρίων αναθέσεως, τα απάλειψαν από τις μεταγενέστερες διαδικασίες αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων.

124    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 96 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι οι ισπανικές αρχές προέβησαν σε τεχνητή κατάτμηση των συμβάσεων αριθ. 1 και 3 του σχεδίου Andévalo, των συμβάσεων αριθ. 6, 7 και 8 της ομάδας σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και των συμβάσεων αριθ. 1 και 3 της ομάδας σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα. Το επιχείρημα που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας στο πλαίσιο του εξεταζόμενου λόγου ότι είχε αποδείξει το αντίθετο πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, στον βαθμό που η σύμβαση αριθ. 3 σχετικά με το σχέδιο Andévalo, η σύμβαση αριθ. 8 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και οι συμβάσεις αριθ. 1 και 3 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37, έπρεπε να είχαν δημοσιευθεί προκηρύξεις στην Επίσημη Εφημερίδα.

125    Δεύτερον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 121 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς συνήγαγε ότι το κριτήριο της προηγούμενης εμπειρίας στην Ισπανία, στην Ανδαλουσία και με την εταιρία GIASA ως κριτήριο αναθέσεως για τη σύμβαση αριθ. 2 σχετικά με το σχέδιο Andévalo και για τις συμβάσεις αριθ. 1, 2, 4 και 5 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ ήταν παράνομο και εισήγε δυσμενείς διακρίσεις.

126    Τρίτον, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αμφισβητεί τα συμπεράσματα της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα κριτήρια της προηγούμενης εμπειρίας και της μέσης τιμής είναι παράνομα και εισάγουν διακρίσεις, επομένως καθιστούν παράνομη την ανάθεση των επίμαχων συμβάσεων. Η εν λόγω παρατυπία αφορά τη σύναψη των συμβάσεων αριθ. 1 και 3 σχετικά με το σχέδιο Andévalo, των συμβάσεων αριθ. 6, 7 και 8 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και τις συμβάσεις αριθ. 1, 3 και 4 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα.

127    Τέταρτον, επισημαίνεται ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αμφισβήτησε, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τις λοιπές παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης τις οποίες διαπίστωσε η Επιτροπή. Ειδικότερα, όσον αφορά τη σύναψη των συμβάσεων αριθ. 2 και 5 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αμφισβήτησε τις αιτιάσεις σχετικά με την αδικαιολόγητη κατάτμηση των συμβάσεων, τη μη δημοσίευση προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα καθώς και την ανεπάρκεια της προθεσμίας υποβολής προσφορών. Εξάλλου, όσον αφορά τη σύναψη των συμβάσεων αριθ. 1, 3 και 4 σχετικά με την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αμφισβήτησε την αιτίαση σχετικά με την πρόβλεψη της παράνομης διαδικασίας της «προαναθέσεως» κατά τη σύναψη των συμβάσεων.

128    Ως εκ τούτου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της διαφάνειας και της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι παρατυπίες που διαπιστώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 33, 34 και 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ειδικότερα, πρόκειται για τις ακόλουθες παραβάσεις.

129    Όσον αφορά το σχέδιο Andévalo, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη των εξής παραβάσεων:

–        παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 6, και του άρθρου 30 της οδηγίας 93/37 κατά τη σύναψη της συμβάσεως αριθ. 1 αναφορικά με το εν λόγω σχέδιο, καθόσον η εν λόγω σύμβαση προέβλεπε παράνομα και εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια,

–        παραβίαση των γενικών αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά τη σύναψη της συμβάσεως αριθ. 2 όσον αφορά το εν λόγω σχέδιο, καθόσον η συγκεκριμένη σύμβαση, η οποία δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37 λόγω ποσού, προέβλεπε παράνομα και εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια,

–        παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 4, του άρθρου 11, παράγραφος 1, του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, του άρθρου 6, παράγραφος 6, και του άρθρου 30 της οδηγίας 93/37 κατά τη σύναψη της συμβάσεως αριθ. 3 αναφορικά με το ίδιο σχέδιο, λόγω του ότι η εν λόγω σύμβαση διαχωρίσθηκε παρατύπως από τη σύμβαση αριθ. 1, δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξή της στην Επίσημη Εφημερίδα, τροποποιήθηκε κατόπιν διεξαγωγής διαδικασίας με διαπραγμάτευση και προέβλεπε παράνομα και εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια.

130    Όσον αφορά την ομάδα σχεδίων Γουαδαλκιβίρ, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη των εξής παραβάσεων:

–        παραβίαση των γενικών αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά τη σύναψη των συμβάσεων αριθ. 1, 2, 4 και 5 αναφορικά με την εν λόγω ομάδα σχεδίων, καθόσον οι συγκεκριμένες συμβάσεις, οι οποίες δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37 λόγω ποσού, προέβλεπαν παράνομα και εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια,

–        παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 6, και του άρθρου 30 της οδηγίας 93/37 κατά τη σύναψη των συμβάσεων αριθ. 6 και 7 αναφορικά με την εν λόγω ομάδα σχεδίων, καθόσον οι εν λόγω συμβάσεις προέβλεπαν παράνομα και εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια,

–        παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 4, του άρθρου 11, παράγραφος 1, του άρθρου 6, παράγραφος 6, και του άρθρου 30 της οδηγίας 93/37 κατά τη σύναψη της συμβάσεως αριθ. 8 αναφορικά με την ίδια ομάδα σχεδίων, λόγω του ότι η εν λόγω σύμβαση διαχωρίσθηκε παρατύπως από τις συμβάσεις 6 και 7, δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξή της στην Επίσημη Εφημερίδα και προέβλεπε παράνομα και εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια.

131    Όσον αφορά την ομάδα σχεδίων Γρανάδα και Μάλαγα, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη των εξής παραβάσεων:

–        παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 4, του άρθρου 11, παράγραφος 1, του άρθρου 7, παράγραφος 4, του άρθρου 6, παράγραφος 6, και του άρθρου 30 της οδηγίας 93/37 κατά τη σύναψη των συμβάσεων αριθ. 1 και 3 αναφορικά με την εν λόγω ομάδα σχεδίων, καθόσον οι συγκεκριμένες συμβάσεις συνιστούν τεχνητές διαιρέσεις συμβάσεως που κατατμήθηκε παρατύπως, δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξή τους στην Επίσημη Εφημερίδα και προέβλεπαν την παράνομη διαδικασία της «προαναθέσεως» καθώς και παράνομα και εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια,

–        παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 4, του άρθρο 6, παράγραφος 6, και του άρθρου 30 της οδηγίας 93/37 κατά τη σύναψη της συμβάσεως αριθ. 4 αναφορικά με την εν λόγω ομάδα σχεδίων, λόγω του ότι η εν λόγω σύμβαση προέβλεπε μια παράτυπη διαδικασία «προαναθέσεως» καθώς και παράνομα και εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια,

–        παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του άρθρου 15, παράγραφος 2, του άρθρου 18, παράγραφος 1, του άρθρου 36 και του άρθρου 37 της οδηγίας 92/50 κατά τη σύναψη των συμβάσεων αριθ. 2 και 5 αναφορικά με την ίδια ομάδα σχεδίων, καθόσον δεν δημοσιεύθηκε προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα για τις συγκεκριμένες συμβάσεις και αυτές προέβλεπαν παράνομα και εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια.

132    Κατά το άρθρο H, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 3, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94, οι αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες επιβάλλονται δημοσιονομικές διορθώσεις πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας. Η Επιτροπή, όταν καθορίζει το ποσό μιας διορθώσεως, λαμβάνει υπόψη το είδος της παρατυπίας ή μεταβολής και την έκταση των ενδεχόμενων δημοσιονομικών επιπτώσεων από τις τυχόν ελλείψεις στα συστήματα διαχειρίσεως ή ελέγχου.

133    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η αρχή της αναλογικότητας συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Τ‑308/05, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑5089, σκέψη 153 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

134    Ειδικότερα, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να υπομνησθεί ότι σε περίπτωση παραβάσεως υποχρεώσεως της οποίας η τήρηση έχει θεμελιώδη σημασία για την εύρυθμη λειτουργία ενός συστήματος της Ένωσης, η επιβαλλόμενη κύρωση μπορεί να είναι η απώλεια δικαιώματος προβλεπομένου από τη νομοθεσία της Ένωσης, όπως είναι το δικαίωμα χρηματοδοτικής συνδρομής (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, Τ‑199/99, Sgaravatti Mediterranea κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3731, σκέψεις 134 και 135, και της 19ης Νοεμβρίου 2008, T‑404/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

135    Όσον αφορά το Ταμείο Συνοχής, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1164/94, την ευθύνη για τον δημοσιονομικό έλεγχο των έργων αναλαμβάνουν κατά πρώτο λόγο τα κράτη μέλη και υποχρεούνται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν τη νομότυπη χρήση των ευρωπαϊκών πόρων, τη διαχείριση των έργων σύμφωνα με όλους τους εφαρμοστέους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, την πρόληψη και τον εντοπισμό των παρατυπιών και την ομαλή λειτουργία στα κράτη μέλη συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου ώστε τα ευρωπαϊκά κονδύλια να χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά και ορθά.

136    Επιπλέον, δυνάμει της αρχής της συμφωνίας των χρηματοδοτούμενων σχεδίων με τις διατάξεις των Συνθηκών, με τις πράξεις που εκδόθηκαν βάσει αυτών και με τις πολιτικές της Ένωσης, όπως η αρχή αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1164/94, μόνον οι δαπάνες οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης καταλογίζονται στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Συνεπώς, οσάκις η Επιτροπή διαπιστώνει ότι έχουν παραβιασθεί διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στις πληρωμές που διενεργεί κράτος μέλος, υποχρεούται να προβεί σε διόρθωση των λογαριασμών που υποβάλλει το κράτος μέλος αυτό (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2011, T‑81/09, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

137    Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1386/2002, το ποσό των δημοσιονομικών διορθώσεων που πραγματοποιούνται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 σε σχέση με τις επιμέρους ή τις συστηματικές παρατυπίες, θα αξιολογηθεί, όπου αυτό είναι δυνατό και εφαρμόσιμο, βάσει μεμονωμένων φακέλων και θα ισούται με το ποσό της δαπάνης που χρεώθηκε αδικαιολόγητα στο Ταμείο Συνοχής, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όταν δεν είναι δυνατό ή εφικτό να υπολογιστεί επακριβώς το ποσό της παράτυπης δαπάνης ή όταν η εξ ολοκλήρου ακύρωση της εν λόγω παράτυπης δαπάνης θα ήταν δυσανάλογη, η Επιτροπή επιβάλλει δημοσιονομικές διορθώσεις κατά παρεκβολή ή κατ’ αποκοπή.

138    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι όπως προκύπτει από το σημείο 1 των κατευθυντήριων οδηγιών του 2002 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω) ο σκοπός των δημοσιονομικών διορθώσεων είναι να εξασφαλισθεί ότι το σύνολο των δαπανών που δηλώνονται για συγχρηματοδότηση από το Ταμείο Συνοχής θα είναι σύμφωνες με το εφαρμοστέο στον οικείο τομέα δίκαιο της Ένωσης.

139    Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως διαπιστώθηκε ότι η Επιτροπή ορθώς εντόπισε ορισμένες παρατυπίες συνιστάμενες στη μη τήρηση εκ μέρους των ισπανικών αρχών των κανόνων που διέπουν τη σύναψη των επίδικων δημοσίων συμβάσεων όσον αφορά το σχέδιο Andévalo και τις ομάδες σχεδίων Γουαδαλκιβίρ και Γρανάδα και Μάλαγα (βλ. σκέψεις 98 και 121 ανωτέρω). Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εν λόγω παρατυπίες επηρέασαν κατά τρόπο αποφασιστικό τη διαδικασία αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων που σχετίζονταν με το προαναφερθέν σχέδιο και τις προαναφερθείσες ομάδες σχεδίων.

140    Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή, έχοντας διαπιστώσει την παράβαση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων, υποχρεούνταν να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες δημοσιονομικές διορθώσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι το σύνολο των δαπανών που δηλώθηκαν προς τον σκοπό της συγχρηματοδοτήσεως από το Ταμείο Συνοχής θα ήταν σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, και τούτο λαμβανομένης υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

141    Όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των δημοσιονομικών διορθώσεων, από την αιτιολογική σκέψη 137 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε, καταρχάς, ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, τυχόν επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως συνιστάμενης στην ακύρωση του συνόλου των δαπανών των επίμαχων σχεδίων θα αποτελούσε δυσανάλογη κύρωση σε σχέση με τη βαρύτητα των διαπιστωθεισών παρατυπιών. Εν συνεχεία, έκρινε ότι, δεδομένου ότι δεν ήταν δυνατό ή εφικτό να υπολογισθεί επακριβώς το ποσό των παρατυπιών, ενδεικνυόταν η εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων κατ’ αποκοπή.

142    Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι στις κατευθυντήριες οδηγίες του 2007 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω), για τις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, οι ειδικές κλίμακες που τυγχάνουν εφαρμογής αναλόγως του είδους της παρατυπίας είναι οι εξής:

–        δημοσιονομική διόρθωση ύψους 25 % επί του ποσού της επίμαχης συμβάσεως σε περίπτωση μη τηρήσεως των κανόνων δημοσιότητας,

–        δημοσιονομική διόρθωση ύψους 25 % επί του ποσού της επίμαχης συμβάσεως σε περίπτωση εφαρμογής παράνομων κριτηρίων αναθέσεως. Το ποσό αυτό μπορεί να μειωθεί σε 10 % ή 5 % αναλόγως της βαρύτητας της παρανομίας,

–        δημοσιονομική διόρθωση ύψους 25 % επί του ποσού της επίμαχης συμβάσεως αν η σύμβαση συνήφθη με ανοικτή ή κλειστή διαδικασία, αλλά η αναθέτουσα αρχή διαπραγματεύεται με τους προσφέροντες τις προσφορές τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναθέσεως. Το ποσό αυτό μπορεί να μειωθεί σε 10 % ή 5 % αναλόγως της βαρύτητας της παρανομίας.

143    Περαιτέρω, στις κατευθυντήριες οδηγίες του 2007, για τις συμβάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, οι κλίμακες που εφαρμόζονται αναλόγως του είδους της παρατυπίας είναι οι ακόλουθες:

–        δημοσιονομική διόρθωση ύψους 25 % επί του ποσού της επίμαχης συμβάσεως σε περίπτωση μη τηρήσεως του προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας,

–        δημοσιονομική διόρθωση ύψους 25 % επί του ποσού της επίμαχης συμβάσεως σε περίπτωση μη εξασφαλίσεως επαρκώς όρων ανταγωνισμού κατά την ανάθεση της εν λόγω συμβάσεως,

–        δημοσιονομική διόρθωση ύψους 10 % επί του ποσού της επίμαχης συμβάσεως σε περίπτωση εφαρμογής παράνομων κριτηρίων αναθέσεως. Το ποσό αυτό μπορεί να μειωθεί σε 5 % αναλόγως της βαρύτητας της παρανομίας,

–        δημοσιονομική διόρθωση ύψους 10 % επί του ποσού της επίμαχης συμβάσεως σε περίπτωση παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Το ποσό αυτό μπορεί να μειωθεί σε 5 % αναλόγως της βαρύτητας της παραβάσεως.

144    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι το οικείο θεσμικό όργανο, θεσπίζοντας κανόνες διοικητικής συμπεριφοράς που σκοπούν να παράγουν εξωτερικά έννομα αποτελέσματα και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις τις οποίες οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται στην άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, άλλως θα του επιβληθούν, ενδεχομένως, κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Δεν μπορεί συνεπώς να αποκλεισθεί ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και ανάλογα με το περιεχόμενό τους, αυτοί οι κανόνες συμπεριφοράς που είναι γενικής ισχύος μπορούν να παράγουν έννομα αποτελέσματα και, ιδίως, ότι η διοίκηση δεν μπορεί να αποκλίνει από αυτούς, σε συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους οι οποίοι θα είναι συμβατοί με τις γενικές αρχές του δικαίου, όπως η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπό την προϋπόθεση η προσέγγιση αυτή να μην αντιβαίνει σε άλλους υπέρτερους κανόνες του δικαίου της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P, C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψεις 209 έως 211, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 2007, T‑374/04, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2007, σ. II‑4431, σκέψη 111 και παρατιθέμενη νομολογία).

145    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα ποσά των δημοσιονομικών διορθώσεων που εφάρμοσε η Επιτροπή (βλ. σκέψεις 54 έως 56 ανωτέρω) αντιστοιχούσαν στα προβλεπόμενα στις κατευθυντήριες οδηγίες του 2007 ποσά και ότι, επομένως, αντιθέτως προς όσα προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή έλλειψη διαφάνειας, στον βαθμό που τήρησε τις κλίμακες τις οποίες είχε η ίδια θεσπίσει.

146    Εξάλλου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθόσον εφάρμοσε σωρευτικές δημοσιονομικές διορθώσεις αντιθέτως προς τα οριζόμενα στις κατευθυντήριες οδηγίες του 2002.

147    Συναφώς, υπενθυμίζεται καταρχάς, ότι, όπως επισήμανε ορθώς το Βασίλειο της Ισπανίας, το σημείο 2.5, τρίτο εδάφιο, των κατευθυντήριων οδηγιών του 2002 ορίζει ότι, οσάκις εφαρμόζονται πλείονες κατ’ αποκοπή δημοσιονομικές διορθώσεις, αυτές δεν πρέπει να επιβάλλονται αθροιστικώς. Το ως άνω σημείο προβλέπει, κατ’ ουσία, ότι η δημοσιονομική διόρθωση που συναρτάται προς την βαρύτερη παρατυπία και αφορά δεδομένη δημόσια σύμβαση είναι η μόνη που πρέπει να εφαρμοσθεί, στον βαθμό που η παρατυπία αυτή είναι ενδεικτική των κινδύνων της εν λόγω συμβάσεως στο σύνολό της.

148    Επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από το μοναδικό παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνθετικός πίνακας των δημοσιονομικών διορθώσεων/επιστροφή ποσών για ομάδες σχεδίων» (βλ. επίσης σκέψεις 54 έως 56 ανωτέρω), η Επιτροπή δεν εφάρμοσε σωρευτικώς δημοσιονομικές διορθώσεις που απέρρεαν από διαφορετικές παραβιάσεις και αφορούσαν την ίδια δημόσια σύμβαση. Αντιθέτως, έλαβε ως σημείο αναφοράς, για καθεμία από τις επίμαχες δημόσιες συμβάσεις, την υψηλότερη δημοσιονομική διόρθωση και συμπεριέλαβε σε αυτήν τις δημοσιονομικές διορθώσεις που αφορούσαν την αντίστοιχη σύμβαση. Τούτο οδήγησε στη μείωση του συνολικού ποσού των εφαρμοστέων στις επίμαχες δημόσιες συμβάσεις δημοσιονομικών διορθώσεων και απέβη, ως εκ τούτου, ευνοϊκό για τις ισπανικές αρχές. Υπό αυτές τις περιστάσεις, είναι αβάσιμο το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας κατά την εφαρμογή των σωρευτικών δημοσιονομικών διορθώσεων αντιθέτως προς τα οριζόμενα στις κατευθυντήριες οδηγίες του 2002.

149    Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας στον βαθμό που δεν έλαβε υπόψη, σύμφωνα με όσα ορίζει το σημείο 2.4 των κατευθυντήριων οδηγιών του 2002, το γεγονός ότι οι ισπανικές αρχές μετέβαλαν την πρακτική τους στις μεταγενέστερες συμβάσεις μετά την κοινοποίηση των διαπιστωθεισών παρατυπιών. Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του εν λόγω επιχειρήματος. Εν συνεχεία, έστω και αν υποτεθεί ότι αποδείχθηκε η προαναφερθείσα αλλαγή πρακτικής, τούτο δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι επίμαχες συμβάσεις είχαν ήδη ανατεθεί κατά παραβίαση των κανόνων που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων προκειμένου να διορθωθούν οι διαπιστωθείσες παρατυπίες. Συνεπώς, η εν λόγω μεταγενέστερη αλλαγή δεν μπόρεσε να ασκήσει επιρροή στις επίμαχες συμβάσεις οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο της αιτήσεως συγχρηματοδοτήσεως από το Ταμείο Συνοχής.

150    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, καθώς και το σύνολο της προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

151    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

152    Δεδομένου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

Azizi

Frimodt Nielsen

Kancheva

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Μαΐου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.