Language of document : ECLI:EU:F:2009:39

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 28ης Απριλίου 2009

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F-5/05 και F-7/05

Antonello Violetti κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Εσωτερική έρευνα της OLAF – Απόφαση της OLAF να διαβιβάσει πληροφορίες στις εθνικές δικαστικές αρχές – Βλαπτική πράξη – Παραδεκτό – Δικαιώματα άμυνας»

Αντικείμενο: Προσφυγές-αγωγές ασκηθείσες δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με τις οποίες ο Α. Violetti και δώδεκα άλλοι υπάλληλοι της Επιτροπής, καθώς και η Ν. Schmit, ζητούν κατ’ ουσίαν, πρώτον, την ακύρωση της απόφασης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) να διενεργήσει εσωτερική έρευνα, των ερευνητικών ενεργειών στο πλαίσιο της εσωτερικής αυτής έρευνας, της απόφασης της OLAF να διαβιβάσει στις ιταλικές δικαστικές αρχές πληροφορίες που τους αφορούσαν και της έκθεσης που καταρτίστηκε κατά το πέρας της έρευνας και, δεύτερον, την καταδίκη της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην καταβολή αποζημιώσεως.

Απόφαση: Η απόφαση της 5ης Αυγούστου 2003 με την οποία η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης διαβίβασε στις ιταλικές δικαστικές αρχές πληροφορίες αφορώσες τους προσφεύγοντες-ενάγοντες ακυρώνεται. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καταδικάζεται να καταβάλει σε κάθε έναν από τους προσφεύγοντες-ενάγοντες το ποσό των 3 000 ευρώ. Οι δύο προσφυγές-αγωγές απορρίπτονται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καταδικάζεται να φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα των προσφευγόντων-εναγόντων. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο παρενέβη υπέρ της Επιτροπής, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) να διαβιβάσει πληροφορίες στις εθνικές δικαστικές αρχές – Εμπίπτει στην έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρα 43 και 90α· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 1· κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 2· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου· απόφαση 1999/396 της Επιτροπής, άρθρο 4)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Προπαρασκευαστική πράξη – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) να διαβιβάσει πληροφορίες στις εθνικές δικαστικές αρχές – Δεν εμπίπτει στην έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρα 90, 90α και 91· κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 2)

3.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα

(Άρθρα 230 ΕΚ και 236 ΕΚ)

4.      Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) –Κανονισμός 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF – Λεπτομερείς κανόνες των εσωτερικών ερευνών τους οποίους θεσπίζουν τα κοινοτικά όργανα – Σύστημα που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή

(Κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 2· απόφαση 1999/396 της Επιτροπής, άρθρο 4)

5.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προσφυγή κατά της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) – Παραδεκτό αγωγής αποζημίωσης που ασκήθηκε ως παρεπομένη προσφυγής ακυρώσεως, χωρίς να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη από τον ΚΥΚ προδικασία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 1 και 90α)

6.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη των κοινοτικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια – Παράνομη απόφαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) να διαβιβάσει στις εθνικές δικαστικές αρχές πληροφορίες που οδηγούν στην κίνηση διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης – Απουσία αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της απόφασης διαβίβασης και της βλάβης που προκλήθηκε από την κίνηση της εν λόγω διαδικασίας

(Απόφαση 1999/396 της Επιτροπής, άρθρο 4)

1.      Λαμβανομένων υπόψη των ενδεχομένων συνεπειών τους, οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) να διαβιβάσουν πληροφορίες στις εθνικές δικαστικές αρχές, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), συνιστούν βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 90α του ΚΥΚ, το οποίο αναγνωρίζει σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο υπόκειται στον ΚΥΚ το δικαίωμα να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά βλαπτικής πράξης της OLAF.

Ειδικότερα, οι διατάξεις του άρθρου 90α του ΚΥΚ, που θεσπίστηκαν το 2004 με σκοπό τη διασφάλιση της δικαστικής προστασίας των προσώπων που υπόκεινται στον ΚΥΚ, αποτελούν συνακόλουθο των νέων αρμοδιοτήτων που απένειμε ο νομοθέτης στην OLAF εκδίδοντας τον κανονισμό 723/2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, είτε στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης είτε στον πειθαρχικό τομέα. Το άρθρο 90α αντικατοπτρίζει, συνεπώς, τη μέριμνα του νομοθέτη να συνοδεύσει την ενίσχυση του ρόλου της OLAF με τις προσήκουσες εγγυήσεις δικαστικής προστασίας. Λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης στον ΚΥΚ τόσο ρητής και πρόσφατης εξουσιοδότησης, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, στον ειδικό τομέα αρμοδιότητάς του, πρέπει να ανταποκριθεί στις ευθύνες που του αναγνωρίζει κατά τον τρόπο αυτόν ο νομοθέτης.

Επιπλέον, ένας υπάλληλος δεν θα μπορούσε να επωφεληθεί της εξασφάλισης αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αν, προτού η περίπτωσή του υποβληθεί στην κρίση του εθνικού ποινικού δικαστηρίου με την απόφαση που ελήφθη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, ο κοινοτικός δικαστής δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει αν έχει ακουσθεί προηγουμένως ο ενδιαφερόμενος ή αν η OLAF τήρησε όντως τις διατάξεις του άρθρου 4 της απόφασης 1999/396, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, που προβλέπει ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναβληθεί. Ο έλεγχος αυτός εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή είναι ιδιαίτερα σημαντικός σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας, ιδίως καθόσον η OLAF έχει τη δυνατότητα, αν ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής τής το επιτρέψει, να αναβάλει την υποχρέωσή της να ακούσει τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων, ενδεχομένως, επί μακρό χρονικό διάστημα. Εξάλλου, αν η OLAF δεν έχει ζητήσει ούτε λάβει καμία άδεια, κατά παράβαση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου 4, και ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να διαπιστώσει αυτή την παρατυπία, ο υπάλληλος θα αποτελεί εν αγνοία του για πολλούς μήνες το αντικείμενο διαδικασιών που τον αφορούν άμεσα.

Εξάλλου, απόφαση λαμβανόμενη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας των ενδιαφερομένων προσώπων. Πράγματι, όταν η OLAF εκτιμά ότι οι πράξεις που διαπράχθηκαν από υπάλληλο μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ποινικής διώξεως και, για τον λόγο αυτόν, διαβιβάζει πληροφορίες στις εθνικές αρχές, το γεγονός αυτό είναι ικανό να επηρεάσει την αξιολόγηση του υπαλλήλου αυτού εκ μέρους της διοίκησης στο πλαίσιο της διαδικασίας βαθμολόγησης που προβλέπεται από το άρθρο 43 του ΚΥΚ, ιδίως όσον αφορά τη συμπεριφορά του υπαλλήλου στην υπηρεσία.

Η αναγνώριση του δικαιώματος άσκησης προσφυγής επιτρέπει επίσης στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, αν έχει λάβει γνώση των συμπερασμάτων της έρευνας, να επιτύχει, ενδεχομένως, αν πληροί τις προς τούτο απαιτούμενες προϋποθέσεις της ύπαρξης επείγοντος και της ύπαρξης ζημίας, την αναστολή της εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης περί διαβίβασης.

Τέλος, ο έλεγχος της ουσιαστικής νομιμότητας μιας πράξης όπως η απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 είναι ικανός να συμβάλει στην, εκ μέρους της OLAF, πλήρη τήρηση της νομιμότητας των ερευνών και στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων τα οποία αφορούν οι έρευνες αυτές, σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη. Αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν ασκούσε αυτόν τον έλεγχο όσον αφορά τη νομιμότητα της απόφασης, ενώ είναι το μόνο που έχει τη δυνατότητα να το πράξει εγκαίρως προκειμένου για απόφαση αφορώσα πρόσωπο που υπόκειται στον ΚΥΚ, δεν θα διαπιστωνόταν η τυχόν παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 1073/1999 που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας. Πράγματι, το εθνικό δικαστήριο θα εξακολουθούσε να έχει στη διάθεσή του τις πληροφορίες που του διαβίβασε η OLAF, ενώ η διαπίστωση αυτής της έλλειψης νομιμότητας εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας συνεπάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε τέτοιες πληροφορίες.

(βλ. σκέψεις 71, 72, 74, 75, 77 έως 79, 81, 82 και 88)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 8 Απριλίου 2003, C‑471/02 P(R), Gómez-Reino κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑3207, σκέψη 64

2.      Όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις που λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας περιλαμβάνουσας πλείονα στάδια, ιδίως όταν αποτελούν κατάληξη μιας εσωτερικής διαδικασίας, πράξεις δεκτικές προσφυγής συνιστούν καταρχήν μόνον τα μέτρα που καθορίζουν οριστικά τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, αποκλειομένων των ενδιάμεσων μέτρων που έχουν ως σκοπό την προετοιμασία της τελικής απόφασης. Οι προπαρασκευαστικές της απόφασης πράξεις δεν συνιστούν βλαπτικές πράξεις, μόνον δε επ’ ευκαιρία προσφυγής κατά της απόφασης που λήφθηκε κατά το πέρας της διαδικασίας μπορεί ο προσφεύγων να προβάλει τον παράτυπο χαρακτήρα των πράξεων που προηγήθηκαν της απόφασης και συνδέονται στενά με αυτή.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην περίπτωση απόφασης που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), η οποία όντως συνιστά την πράξη με την οποία ο διευθυντής της OLAF, ο οποίος είναι ειδικώς και αποκλειστικώς επιφορτισμένος προς τούτο στο πλαίσιο των Κοινοτήτων, αποφαίνεται επί της ύπαρξης πράξεων δυναμένων να θεωρηθούν ποινικά αδικήματα και αποφασίζει να απευθυνθεί στις εθνικές δικαστικές αρχές, ώστε οι πράξεις αυτές να αποτελέσουν το αντικείμενο της προσήκουσας ποινικής διαδικασίας.

Πράγματι, όταν λαμβάνει απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, ο διευθυντής της OLAF λαμβάνει θέση, βάσει των προσωρινών ή οριστικών αποτελεσμάτων της έρευνας που διενήργησαν οι υπηρεσίες του, επί του υποστατού πράξεων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ποινικής δίωξης και εκτιμά ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που αφορά η έρευνα θα μπορούσαν να διωχθούν ποινικώς. Την απόφαση αυτή λαμβάνει ανεξάρτητο κοινοτικό όργανο, με αποκλειστική ευθύνη του, στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας διακρινόμενης της εθνικής ένδικης διαδικασίας. Η εν λόγω απόφαση δεν προηγείται καμίας άλλης βλαπτικής πράξης εμπίπτουσας στην αρμοδιότητα του διευθυντή της OLAF και καθορίζει, συνεπώς, τη θέση της αρχής που την εξέδωσε.

(βλ. σκέψεις 86, 87 και 90)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 11 Φεβρουαρίου 2003, T‑83/02, Pflugradt κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑47 και II‑281, σκέψη 34

3.      Στην περίπτωση τρίτου σε σχέση προς τις Κοινότητες, του οποίου η σταδιοδρομία και η πραγματική κατάσταση δεν εξαρτώνται άμεσα από τα μέτρα που λαμβάνουν οι κοινοτικές αρχές, ο κοινοτικός δικαστής δεν διαθέτει ειδική αρμοδιότητα που να του επιτρέπει να εγγυηθεί, υποκαθιστώντας το εθνικό δικαστήριο, τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και την τήρηση των επιταγών της δίκαιης δίκης.

(βλ. σκέψη 94)

4.      Από τις διατάξεις του άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της απόφασης 1999/396, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, προκύπτει ότι, όταν ο διευθυντής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) προτίθεται να λάβει απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF, υποχρεούται, στην περίπτωση που οι πληροφορίες περιέχουν συμπεράσματα που αφορούν ονομαστικώς έναν Επίτροπο, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής, να του παράσχει, πριν προβεί στη διαβίβαση των πληροφοριών στις εθνικές δικαστικές αρχές, τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του επί όλων των πραγματικών περιστατικών που τον αφορούν.

Ασφαλώς, το άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, της απόφασης 1999/396 προβλέπει εξαίρεση στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της έρευνας η αυστηρή τήρηση του απορρήτου και απαιτείται η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής. Στις περιπτώσεις αυτές, η υποχρέωση παροχής στον υπάλληλο της δυνατότητας να εκφραστεί μπορεί να αναβληθεί σε συμφωνία με τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής. Η υποχρέωση να ζητηθεί και να ληφθεί η συναίνεση του Γενικού Γραμματέα της Επιτροπής δεν είναι απλή τυπική προϋπόθεση η οποία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να πληρωθεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Πράγματι, η υποχρέωση λήψης της συναίνεσης αυτής δεν θα είχε πλέον λόγο ύπαρξης, δηλαδή δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερομένων υπαλλήλων, την αναβολή της ενημέρωσής τους μόνο σε πραγματικά εξαιρετικές περιπτώσεις και την εκτίμηση του εν λόγω εξαιρετικού χαρακτήρα όχι μόνον από την OLAF, αλλά απαραιτήτως και από τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής.

Εξάλλου, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της απόφασης 1999/396 δεν έχει εφαρμογή σε απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, όταν η διαβίβαση πληροφοριών σε εθνικές δικαστικές αρχές γίνεται στο πλαίσιο έρευνας, η OLAF έχει παρά ταύτα υποχρέωση, καταρχήν, δυνάμει της θεμελιώδους αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, να καλέσει τους υπαλλήλους, πριν τη διαβίβαση των πληροφοριών, να διατυπώσουν κάθε χρήσιμη παρατήρηση σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που τους αφορούν.

(βλ. σκέψεις 105, 108, 110 και 113)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 8 Ιουλίου 2008, T‑48/05, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1595, σκέψεις 133, 145 και 151

5.      Στο πλαίσιο του συστήματος προσφυγής που καθιερώνει το άρθρο 90α του ΚΥΚ, η αγωγή αποζημίωσης με αίτημα την αποκατάσταση ζημιών προξενηθεισών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) είναι παραδεκτή μόνον αν έχει προηγηθεί η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ΚΥΚ προδικασία. Η προδικασία αυτή διαφέρει αναλόγως του αν η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση είναι απόρροια βλαπτικής πράξης, κατά την έννοια του άρθρου 90α του ΚΥΚ, ή αν είναι απόρροια συμπεριφοράς της OLAF που δεν έχει τον χαρακτήρα απόφασης. Στην πρώτη περίπτωση, στον ενδιαφερόμενο εναπόκειται να υποβάλει, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, στον διευθυντή της OLAF διοικητική ένσταση βάλλουσα κατά της εν λόγω πράξης. Στη δεύτερη περίπτωση, αντιθέτως, η διοικητική διαδικασία τίθεται σε κίνηση με την υποβολή αίτησης κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, έχουσας ως αντικείμενο την αποζημίωση, και συνεχίζεται, ενδεχομένως, με διοικητική ένσταση κατά της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτηση. Πάντως, όταν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ προσφυγής ακυρώσεως και αγωγής αποζημιώσεως, η τελευταία είναι παραδεκτή ως παρεπόμενη της προσφυγής ακυρώσεως, χωρίς να πρέπει κατ’ ανάγκην να έχει προηγηθεί αίτηση καλούσα τη διοίκηση να αποκαταστήσει την προβαλλόμενη ζημία και διοικητική ένσταση αμφισβητούσα το βάσιμο της σιωπηρής ή ρητής απόρριψης της αίτησης.

(βλ. σκέψη 120)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 28 Ιουνίου 1996, T‑500/93, Y κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑335 και II‑977, σκέψεις 64 και 66

6.      Η ευθύνη της Κοινότητας προϋποθέτει τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων όσον αφορά το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας. Για να γίνει δεκτό ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, πρέπει καταρχήν να αποδειχθεί ότι υφίσταται άμεση και βέβαιη σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα μεταξύ του πταίσματος του οικείου κοινοτικού οργάνου και της προβαλλομένης ζημίας.

Στην περίπτωση ηθικής βλάβης που υπέστη υπάλληλος λόγω της απόφασης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) να διαβιβάσει πληροφορίες στις εθνικές δικαστικές αρχές, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 της απόφασης 1999/396, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, και λόγω της κίνησης διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης εναντίον του από τις εν λόγω αρχές, η προβαλλόμενη ηθική βλάβη αποτελεί άμεση απόρροια μόνον της συμπεριφοράς των αρχών αυτών, οι οποίες αποφάσισαν να κινήσουν ποινική διαδικασία και να διενεργήσουν στη συνέχεια έρευνα. Πράγματι, οι εθνικές δικαστικές αρχές είναι μεν υποχρεωμένες, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, να εξετάσουν προσεκτικά τις πληροφορίες που διαβίβασε η OLAF και να αντλήσουν τις προσήκουσες συνέπειες προς διασφάλιση της τήρησης του κοινοτικού δικαίου, παραμένουν, όμως, ελεύθερες, στο πλαίσιο των δικών τους εξουσιών, να εκτιμήσουν το περιεχόμενο και τη σημασία των εν λόγω πληροφοριών και, ως εκ τούτου, τη συνέχεια που πρέπει, ενδεχομένως, να δώσουν στις πληροφορίες αυτές.

(βλ. σκέψεις 124 έως 126)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 16 Δεκεμβρίου 1987, 111/86, Delauche κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 5345, σκέψη 30

ΠΕΚ: 17 Οκτωβρίου 2002, T‑330/00 και T‑114/01, Cocchi και Hainz κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑193 και II‑987, σκέψη 97· 5 Οκτωβρίου 2004, T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3315, σκέψη 149· 5 Οκτωβρίου 2004, T‑144/02, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3381, σκέψη 148· 4 Οκτωβρίου 2006, T‑193/04, Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3995, σκέψη 122· 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑250/04, Combescot κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 95