Language of document : ECLI:EU:T:2015:690

Υποθέσεις T‑124/13 καιT‑191/13

Ιταλική Δημοκρατία

και

Βασίλειο της Ισπανίας

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Γλωσσικό καθεστώς — Προκηρύξεις γενικών διαγωνισμών για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων και βοηθών διοικήσεως — Επιλογή της δεύτερης γλώσσας μεταξύ τριών γλωσσών — Γλώσσα επικοινωνίας με τους υποψηφίους των διαγωνισμών — Κανονισμός 1/58 — Άρθρο 1δ, παράγραφος 1, άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, και άρθρο 28, στοιχείο στ΄, του ΚΥΚ — Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων — Αναλογικότητα»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 24ης Σεπτεμβρίου 2015

1.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων ή ισχυρισμών – Αόριστη διατύπωση – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο – Απαγόρευση να αποφαίνεται ultra petita – Απαίτηση να τηρεί τα όρια της ένδικης διαφοράς όπως έχουν καθοριστεί από τους διαδίκους – Υποχρέωση να αποφαίνεται με βάση και μόνο τα επιχειρήματα που έχουν προβάλει οι διάδικοι – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

3.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Γλωσσικό καθεστώς – Κανονισμός 1 – Πεδίο εφαρμογής – Σχέσεις μεταξύ θεσμικών οργάνων και προσωπικού – Εμπίπτουν, ελλείψει ειδικών κανονιστικών διατάξεων

(Κανονισμός 1 του Συμβουλίου)

4.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Διεξαγωγή γενικού διαγωνισμού – Γλώσσες επικοινωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (EPSO) και των υποψηφίων – Περιορισμός – Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III, άρθρο 1 § 2· κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

5.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Διοργάνωση – Προϋποθέσεις και λεπτομέρειες συμμετοχής – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής – Όρια – Τήρηση του γλωσσικού καθεστώτος που καθιερώνει ο κανονισμός 1

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 2· κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

6.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας – Διάκριση από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

(Άρθρα 263, εδ. 2, ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

7.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Διεξαγωγή γενικού διαγωνισμού – Γλώσσες των δοκιμασιών – Περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας – Διάκριση λόγω γλώσσας – Δικαιολογητικός λόγος στηριζόμενος στην ανάγκη επιλογής περιορισμένου αριθμού γλωσσών εσωτερικής επικοινωνίας – Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 1δ και 28, στοιχείο στ΄, και παράρτημα III, άρθρο 1 § 1, στοιχείο στ΄· κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 1)

8.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Διεξαγωγή γενικού διαγωνισμού – Γλώσσες των δοκιμασιών – Ίση μεταχείριση – Δικαστικός έλεγχος – Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1δ και 28, στοιχείο στ΄, και παράρτημα III, άρθρο 1 § 1, στοιχείο στ΄· κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 1)

9.      Υπαλληλικές προσφυγές – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Ακύρωση προκηρύξεως γενικού διαγωνισμού – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιλεγέντων υποψηφίων – Μη αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων των διαγωνισμών

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

1.      Δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων ή ισχυρισμών. Πέραν οποιουδήποτε ζητήματος ορολογίας, η έκθεση αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχό του. Για την εδραίωση ασφάλειας δικαίου και για τη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης είναι αναγκαίο, για να μπορεί μια προσφυγή να κριθεί παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου. Ειδικότερα, μολονότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διατύπωση των λόγων ή ισχυρισμών της προσφυγής δεν απαιτείται να ακολουθεί την ορολογία και την απαρίθμηση που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό Διαδικασίας και μολονότι η προβολή των λόγων ή ισχυρισμών αυτών μέσω αναφοράς στο ουσιαστικό περιεχόμενό τους και όχι στον νομικό χαρακτηρισμό τους κρίνεται επαρκής, εντούτοις, σε κάθε περίπτωση οι λόγοι αυτοί πρέπει να συνάγονται από το δικόγραφο κατά τρόπο αρκούντως σαφή. Η αόριστη και μόνο έκθεση λόγων στο δικόγραφο δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του Κανονισμού Διαδικασίας και η φράση «συνοπτική έκθεση των» λόγων ακυρώσεως, που χρησιμοποιείται στα κείμενα αυτά, σημαίνει ότι το δικόγραφο πρέπει να εξειδικεύει σε τι συνίσταται ο λόγος επί του οποίου στηρίζεται η προσφυγή.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, με την εξαίρεση των λόγων ακυρώσεως δημοσίας τάξεως τους οποίους τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να ερευνούν αυτεπαγγέλτως, στον προσφεύγοντα εναπόκειται να εκθέσει, στο πλαίσιο του δικογράφου, τους λόγους τους οποίους επικαλείται προς στήριξη της προσφυγής του. Στο πλαίσιο αυτό, η αόριστη παράθεση του τίτλου ενός λόγου ακυρώσεως δεν είναι επαρκής. Πρέπει επιπλέον να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται ο προβαλλόμενος λόγος, και συγκεκριμένα να εξειδικεύεται η σχέση του με τα αιτήματα της προσφυγής και να εξηγείται κατά ποιο τρόπο ο λόγος αυτός, αν κριθεί βάσιμος, πρέπει να οδηγήσει το δικαιοδοτικό όργανο στην αποδοχή των εν λόγω αιτημάτων.

(βλ. σκέψεις 33, 34)

2.      Τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, μολονότι οφείλουν, εντός των ορίων της ένδικης διαφοράς που έχουν καθορισθεί από τους διαδίκους, να αποφαίνονται μόνον επί των αιτημάτων που αυτοί έχουν διατυπώσει, εντούτοις, δεν μπορούν να περιορίζονται στην εξέταση μόνο των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι διάδικοι προς στήριξη των αιτημάτων τους, ειδάλλως, αναλόγως της περιπτώσεως, θα υπήρχε ενδεχόμενο να στηρίξουν τις αποφάσεις τους σε εσφαλμένες νομικές εκτιμήσεις. Συγκεκριμένα, όταν πρόκειται για ένδικη διαφορά στο πλαίσιο της οποίας οι διάδικοι ερίζουν ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να εφαρμόζουν όλους τους ουσιώδεις για την επίλυση της διαφοράς κανόνες δικαίου επί των πραγματικών περιστατικών που θέτουν υπόψη τους οι διάδικοι. Πράγματι, δυνάμει της αρχής iura novit curia, ο προσδιορισμός του νοήματος του νόμου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης από τους διαδίκους.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το παραδεκτό λόγου ακυρώσεως δεν εξαρτάται από τη χρήση συγκεκριμένης ορολογίας. Αρκεί η ουσία του λόγου να συνάγεται, κατά τρόπο αρκούντως σαφή, από το κείμενο του δικογράφου. Επιπλέον, το παραδεκτό λόγου ακυρώσεως δεν εξαρτάται από την επίκληση συγκεκριμένων κανόνων ή αρχών δικαίου. Πράγματι, στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης εναπόκειται να προσδιορίζουν τις σχετικές διατάξεις και να τις εφαρμόζουν επί των πραγματικών περιστατικών που θέτουν υπόψη τους οι διάδικοι, έστω και αν αυτοί δεν έχουν κάνει μνεία των σχετικών διατάξεων ή έχουν επικαλεσθεί διαφορετικές διατάξεις. Από τις ως άνω διαπιστώσεις προκύπτει επίσης ότι, όταν ο προσφεύγων έχει παραδεκτώς προβάλει ορισμένο λόγο ακυρώσεως, τα δικαιοδοτικά όργανα, κατά την εξέταση του λόγου αυτού, δεν μπορούν να περιορίζονται μόνο στα προβαλλόμενα από τον εν λόγω διάδικο επιχειρήματα, αλλά πρέπει να προβαίνουν σε πλήρη εξέταση της προσφυγής, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους εφαρμοστέους κανόνες και αρχές δικαίου, προκειμένου ακριβώς να μην στηρίξουν την απόφασή τους σε εσφαλμένες νομικές εκτιμήσεις.

(βλ. σκέψεις 35-37)

3.      Ελλείψει ειδικών κανονιστικών διατάξεων που να ισχύουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, και ελλείψει συναφών διατάξεων στους εσωτερικούς κανονισμούς των οικείων θεσμικών οργάνων, από καμία διάταξη δεν προκύπτει ότι οι σχέσεις μεταξύ των εν λόγω θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού τους εξαιρούνται εντελώς από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1/58 περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υποψηφίων σε γενικό διαγωνισμό οι οποίοι καταρχήν δεν είναι υπάλληλοι ούτε ανήκουν στο λοιπό προσωπικό.

(βλ. σκέψη 56)

4.      Προκήρυξη γενικού διαγωνισμού η οποία προβλέπει ότι οι υποψήφιοι υποχρεούνται να επικοινωνούν με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) σε γλώσσα που επιλέγουν οι ίδιοι μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής γλώσσας συνεπάγεται παράβαση του άρθρου 2 του κανονισμού 1/58 περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και, ως εκ τούτου, πρέπει να ακυρωθεί. Ειδικότερα, η αίτηση υποψηφιότητας αποτελεί αναμφίβολα κείμενο απευθυνόμενο στα θεσμικά όργανα που έχουν ιδρύσει την EPSO από πρόσωπο υποκείμενο στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, δηλαδή από τον υποψήφιο. Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 του κανονισμού 1/58, το πρόσωπο αυτό (ο υποψήφιος) έχει το δικαίωμα να επιλέξει μία από τις απαριθμούμενες στο άρθρο 1 του ίδιου κανονισμού επίσημες γλώσσες ως γλώσσα συντάξεως του εν λόγω κειμένου. Προκήρυξη η οποία περιορίζει την επιλογή αυτή στην αγγλική, στη γαλλική ή στη γερμανική γλώσσα παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις. Το ίδιο ισχύει και για τη λοιπού περιεχομένου επικοινωνία που τυχόν χρειαστεί να έχει ο υποψήφιος με την EPSO σε σχέση με τον διαγωνισμό τον οποίο αφορά η σχετική προκήρυξη.

Εξάλλου, οι ατομικές ανακοινώσεις τις οποίες απευθύνει η EPSO σε κάθε υποψήφιο που έχει υποβάλει αίτηση υποψηφιότητας συνιστούν απαντήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1/58, στην αίτηση υποψηφιότητας και στα λοιπά κείμενα που έχει ενδεχομένως υποβάλει στην υπηρεσία αυτή ο εν λόγω υποψήφιος. Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν της τελευταίας αυτής διατάξεως, οι εν λόγω απαντήσεις πρέπει να συντάσσονται στη γλώσσα που έχει επιλέξει ο υποψήφιος, μεταξύ όλων των επίσημων γλωσσών, για τη σύνταξη των κειμένων του. Η τήρηση, εκ μέρους της EPSO, της ως άνω υποχρεώσεως έχει ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις στις οποίες η προκήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει επιλογή βάσει τίτλων, πραγματοποιούμενη με βάση τα στοιχεία που έχουν δηλώσει οι υποψήφιοι στην αίτηση υποψηφιότητας. Ειδικότερα, οι δηλώσεις αυτές θα πρέπει να μπορούν να γίνονται στη γλώσσα επιλογής κάθε υποψηφίου, ενδεχομένως στη μητρική του γλώσσα, και όχι σε γλώσσα η οποία, για ορισμένους εκ των υποψηφίων, δεν είναι η γλώσσα στην οποία μπορεί αυτός να εκφράζεται καλύτερα, έστω και αν έχει ικανοποιητική γνώση της γλώσσας αυτής.

(βλ. σκέψεις 60-63)

5.      Ασφαλώς, δυνάμει της αρχής της λειτουργικής αυτονομίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ως προς την επιλογή των υπαλλήλων ή των μελών του λοιπού προσωπικού τους, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 2 του ΚΥΚ, τα όργανα αυτά διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και αυτονομία ως προς τη δημιουργία θέσεων υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, ως προς την επιλογή του υπαλλήλου ή του μέλους του λοιπού προσωπικού για την πλήρωση της δημιουργηθείσας θέσεως και ως προς τη φύση της σχέσεως εργασίας που τα συνδέει με μέλος του λοιπού προσωπικού. Εντούτοις, η αυτονομία αυτή δεν απαλλάσσει τα όργανα από την υποχρέωση τηρήσεως των εφαρμοστέων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του άρθρου 2 του κανονισμού 1/58, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

Επιπλέον, η ανάγκη συμμορφώσεως προς τις απορρέουσες από τον κανονισμό 1/58 υποχρεώσεις δεν έχει ως συνέπεια να εμποδίζει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να καθορίζουν τα ίδια, κατά την άσκηση της λειτουργικής τους αυτονομίας, τις ανάγκες τους από απόψεως γλωσσών. Το άρθρο 2 του κανονισμού 1/58 δεν αντιτίθεται σε όρο προκηρύξεως διαγωνισμού που απαιτεί ειδικές γλωσσικές γνώσεις από τους υποψηφίους σε διαγωνισμό. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει απλώς ότι, ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, η εκδούσα την προκήρυξη υπηρεσία πρέπει να επικοινωνεί με κάθε υποψήφιο στην επίσημη γλώσσα που αυτός έχει επιλέξει, και όχι σε γλώσσα που πρέπει να επιλεγεί από περιορισμένο αριθμό γλωσσών, ακόμη και αν η γνώση μίας τουλάχιστον από τις γλώσσες αυτές απαιτείται από κάθε υποψήφιο για τη συμμετοχή του στον διαγωνισμό. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 2 του κανονισμού 1/58 δεν προβλέπει εξαιρέσεις από την επιβαλλόμενη με αυτό υποχρέωση, οι οποίες να στηρίζονται σε λόγους αναγόμενους στο συμφέρον της υπηρεσίας ή σε άλλους λόγους.

(βλ. σκέψεις 67-69, 104)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 81, 82)

7.      Η παρεχόμενη σε υποψηφίους σε διαγωνισμό δυνατότητα να επιλέξουν τη δεύτερη γλώσσα από περιορισμένο μόνον αριθμό γλωσσών, κατ’ αποκλεισμό των άλλων επίσημων γλωσσών, συνιστά διάκριση με βάση τη γλώσσα. Είναι, πράγματι, προφανές ότι τέτοιος όρος ευνοεί ορισμένους δυνητικούς υποψηφίους (εκείνους που διαθέτουν ικανοποιητική γνώση μίας τουλάχιστον από τις προσδιοριζόμενες γλώσσες), δεδομένου ότι αυτοί μπορούν να μετάσχουν στον διαγωνισμό και, συνεπώς, να προσληφθούν ως υπάλληλοι ή μέλη του λοιπού προσωπικού της Ένωσης, ενώ αποκλείει τους υπόλοιπους, οι οποίοι δεν έχουν αντίστοιχη γνώση.

Συναφώς, το άρθρο 28, στοιχείο στ΄, του ΚΥΚ, καίτοι ορίζει ότι η επαρκής γνώση μιας άλλης γλώσσας απαιτείται στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει ο υποψήφιος, δεν διευκρινίζει πάντως ποια κριτήρια μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον περιορισμό της επιλογής της γλώσσας αυτής μεταξύ των επίσημων γλωσσών που απαριθμούνται στο άρθρο 1 του κανονισμού 1/58 περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Ομοίως, μολονότι κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, η προκήρυξη του διαγωνισμού μπορεί να καθορίζει ενδεχομένως τις γλωσσικές γνώσεις που απαιτούνται λόγω της ιδιαίτερης φύσεως των προς πλήρωση θέσεων, εντούτοις, από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει ότι επιτρέπεται γενικώς παρέκκλιση από τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του κανονισμού 1/58.

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το άρθρο 1δ του ΚΥΚ δεν απαγορεύει μόνο τη διάκριση λόγω ιθαγένειας, αλλά επίσης διάφορες άλλες μορφές διακρίσεως, συμπεριλαμβανομένης της διακρίσεως με βάση τη γλώσσα, μόνο ο σκοπός της προσλήψεως υποψηφίων δυνάμενων να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα είναι ικανός να δικαιολογήσει, ενδεχομένως, διάκριση με βάση τη γλώσσα. Αντιθέτως, τέτοιου είδους διάκριση δεν είναι ικανή να διευκολύνει την πρόσληψη υπαλλήλων που κατέχουν τα υψηλότερα προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας, δεδομένου ότι τα προσόντα αυτά είναι προφανώς ανεξάρτητα από τις γλωσσικές γνώσεις του υποψηφίου.

Υπό τις συνθήκες αυτές, για τη δικαιολόγηση περιορισμού ως προς την επιλογή της δεύτερης γλώσσας από υποψήφιους σε διαγωνισμό δεν αρκεί η υπόμνηση του μεγάλου αριθμού γλωσσών τις οποίες το άρθρο 1 του κανονισμού 1 αναγνωρίζει ως επίσημες γλώσσες και ως γλώσσες εργασίας της Ένωσης ούτε η αναφορά στην οφειλόμενη στον αριθμό αυτόν ανάγκη επιλογής πιο περιορισμένου αριθμού γλωσσών, ή ακόμη και μίας μόνο γλώσσας, ως γλωσσών εσωτερικής επικοινωνίας ή κοινών γλωσσών συνεννοήσεως. Θα πρέπει επιπλέον να παρατίθεται αντικειμενικός δικαιολογητικός λόγος για την επιλογή μίας ή περισσότερων συγκεκριμένων γλωσσών, κατ’ αποκλεισμό όλων των υπολοίπων. Συγκεκριμένα, ο περιορισμός της δυνατότητας επιλογής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενικώς δικαιολογημένος και ως μη δυσανάλογος, εφόσον στις γλώσσες αυτές περιλαμβάνονται, πέραν μιας γλώσσας της οποίας η γνώση είναι επιθυμητή ή ακόμη και αναγκαία, άλλες γλώσσες οι οποίες δεν παρέχουν κανένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα. Εφόσον αντί της μόνης γλώσσας της οποίας η γνώση αποτελεί πλεονέκτημα για τον νεοπροσληφθέντα υπάλληλο γίνουν δεκτές, ως εναλλακτική λύση, άλλες γλώσσες των οποίων η γνώση δεν αποτελεί προτέρημα, δεν υφίσταται κανένας βάσιμος λόγος για να μην γίνουν επίσης δεκτές όλες οι λοιπές επίσημες γλώσσες.

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα μέλη ορισμένου θεσμικού οργάνου χρησιμοποιούν αποκλειστικώς μία ή συγκεκριμένες γλώσσες κατά τις συσκέψεις τους, δεν μπορεί να γίνεται κατά τεκμήριο και άνευ περαιτέρω εξηγήσεων δεκτό ότι ένας νεοπροσληφθείς υπάλληλος, ο οποίος δεν γνωρίζει καμία από τις γλώσσες αυτές, δεν είναι ικανός να παράσχει αμέσως εργασία που να είναι χρήσιμη για το εν λόγω θεσμικό όργανο.

(βλ. σκέψεις 87, 88, 93, 94, 103, 117, 135, 146)

8.      Ασφαλώς αληθεύει ότι, στους τομείς στους οποίους επιτρέπεται η άσκηση διακριτικής ευχέρειας, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων παραβιάζεται όταν το οικείο θεσμικό όργανο προβαίνει σε αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από την οικεία ρύθμιση σκοπό. Εντούτοις, τα ανωτέρω δεν αποκλείουν εντελώς τον έλεγχο, από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, των ειδικών γλωσσικών γνώσεων που μπορούν τυχόν να απαιτηθούν από υποψηφίους σε διαγωνισμό για την πρόσληψη υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού της Ένωσης. Αντιθέτως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης είναι αρμόδια να ελέγχουν αν οι απαιτήσεις αυτές είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένες και μη δυσανάλογες προς τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας, ήτοι ότι δεν είναι αυθαίρετες ή προδήλως απρόσφορες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

(βλ. σκέψεις 105, 106)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 151)