Language of document : ECLI:EU:T:2024:137

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως – Θεσμικό δίκαιο – Κανονισμός (ΕE) 2017/1939 – Διορισμός των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας – Μη διορισμός ενός από τους υποψηφίους που πρότεινε η [εμπιστευτικό] 1 Μη δημοσιοποιούμενα εμπιστευτικά στοιχεία. – Προθεσμία άσκησης προσφυγής – Επιβεβαιωτική πράξη – Πράξη που δεν αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα – Απαράδεκτο – Αιτιώδης σύνδεσμος»

Στην υπόθεση T‑442/22,

PU, εκπροσωπούμενος από τους Π. Γιαταγαντζίδη και Δ. Τσαραπατσάνη, δικηγόρους,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, εκπροσωπούμενης από τον L. De Matteis, τον F.‑R. Radu και τη Χ. Χαραλάμπους,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Porchia (εισηγήτρια), πρόεδρο, M. Jaeger και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: Α. Μαργέλης, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή-αγωγή του, ο προσφεύγων-ενάγων PU ζητεί, αφενός, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως 90/2021 της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, της 8ης [εμπιστευτικό], με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του καθώς και εκείνη ενός άλλου υποψηφίου προσώπου, ονόματι Α, για τη θέση των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων στην [εμπιστευτικό] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό]), της αποφάσεως 15/2022 της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, της 23ης [εμπιστευτικό], με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση που άσκησαν ο προσφεύγων-ενάγων και το πρόσωπο ονόματι Α κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως της 8ης [εμπιστευτικό] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση της 23ης [εμπιστευτικό]) και της αποφάσεως 21/2022 της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, της 30ής [εμπιστευτικό], με την οποία διορίστηκαν δύο Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς στην [εμπιστευτικό] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση της 30ής [εμπιστευτικό]) (καλούμενων στο εξής από κοινού: οι τρεις προσβαλλόμενες αποφάσεις), κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές τον αφορούν και, αφετέρου, βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 12 Οκτωβρίου 2017 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ 2017, L 283, σ. 1).

3        Όσον αφορά τον διορισμό των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939 προβλέπει ότι το συλλογικό όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διορίζει τους Ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς που προτείνουν τα κράτη μέλη και μπορεί να απορρίψει ένα πρόσωπο που προτάθηκε εάν δεν πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 2. Η παράγραφος 2 ορίζει ότι οι Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς, από τη στιγμή του διορισμού τους σε θέση Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα έως την παύση τους, πρέπει να είναι ενεργά μέλη της εισαγγελικής αρχής ή του δικαστικού σώματος των αντίστοιχων κρατών μελών που τους πρότειναν, να παρέχουν εχέγγυα ανεξαρτησίας και να διαθέτουν τα αναγκαία προσόντα και την ανάλογη πρακτική πείρα στο εθνικό νομικό τους σύστημα.

4        Από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 13/2020 του συλλογικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, της 16ης Νοεμβρίου 2020, για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τη διαδικασία διορισμού των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, προκύπτει ότι ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας αξιολογεί, με βάση τα παρεχόμενα από το αντίστοιχο κράτος μέλος έγγραφα, κατά πόσον ο Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας που προτείνεται από την αρμόδια εθνική αρχή πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1939. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της ως άνω αποφάσεως, αν τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν επαρκούν για τη διενέργεια της αξιολόγησης, ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας ζητεί από το κράτος μέλος πρόσθετες πληροφορίες.

5        Το άρθρο 3 της αποφάσεως 13/2020 προβλέπει ότι, εάν οι πληροφορίες που παρέχονται δυνάμει του άρθρου 1 της αποφάσεως αυτής δεν επαρκούν για να συναχθεί συμπέρασμα ως προς την επιλεξιμότητα του προτεινόμενου προσώπου, ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας ζητεί από ομάδα εργασίας συγκροτούμενη από Ευρωπαίους Εισαγγελείς που ορίζονται από το συλλογικό όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να συγκεντρώσει πρόσθετες πληροφορίες, προκειμένου να αξιολογηθεί κατά πόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας. Βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 3, η ομάδα εργασίας ζητεί από τον υποψήφιο να παράσχει τυχόν πρόσθετες πληροφορίες και/ή μπορεί να τον καλέσει σε συνέντευξη, πριν υποβάλει την αιτιολογημένη γνώμη της στον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα. Κατά την ίδια διάταξη, η ομάδα εργασίας διαβουλεύεται με τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα του κράτους μέλους που πρότεινε τον Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα.

6        Το άρθρο 4 της αποφάσεως 13/2020 ορίζει ότι το συλλογικό όργανο αποφασίζει σχετικά με την πρόταση του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα, με βάση όλα τα έγγραφα που παρέχονται από το κράτος μέλος και/ή τον προτεινόμενο από το κράτος μέλος Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα, καθώς και με βάση τη γνώμη της ομάδας εργασίας, κατά περίπτωση. Η απόφαση του συλλογικού οργάνου κοινοποιείται στο κράτος μέλος και στον προτεινόμενο από το κράτος μέλος Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα. Όταν η υποψηφιότητα απορρίπτεται, η απόφαση αιτιολογείται, με αναφορά των κριτηρίων επιλεξιμότητας που δεν πληρούνται.

7        Εν προκειμένω, με πρόσκληση υποβολής αιτήσεων που δημοσιεύθηκε στις 31 Μαρτίου 2021, ο [εμπιστευτικό] κίνησε διαδικασία επιλογής με σκοπό τον διορισμό επτά Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων στην [εμπιστευτικό]. Από τις επτά αυτές θέσεις, τέσσερις έπρεπε να καλυφθούν από εισαγγελείς του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, δύο από εισαγγελείς του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και μία θέση από εισαγγελέα του [εμπιστευτικό].

8        Ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα στην [εμπιστευτικό].

9        Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του [εμπιστευτικό] (στο εξής: Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο) κάλεσε τους υποψηφίους που διέθεταν τα απαιτούμενα προσόντα, μεταξύ των οποίων και τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, σε συνέντευξη που διεξήχθη στις 6 Μαΐου 2021.

10      Με την απόφαση 34/2021, της 6ης Μαΐου 2021, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο επέλεξε επτά εισαγγελείς ως υποψηφίους για τις θέσεις Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην [εμπιστευτικό], μεταξύ των οποίων και τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, ο οποίος ήταν εισαγγελέας του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας.

11      Στις 10 Μαΐου 2021 οι επτά εισαγγελείς που είχαν επιλεγεί ως υποψήφιοι με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου απέστειλαν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, μέσω του [εμπιστευτικό] Υπουργείου Δικαιοσύνης, περιλήψεις των βιογραφικών τους σημειωμάτων και επιστολή ενδιαφέροντος.

12      Στις 17 Μαΐου 2021 το συλλογικό όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εξέδωσε την απόφαση 47/2021, περί διορισμού πέντε Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην [εμπιστευτικό], μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβανόταν ο προσφεύγων-ενάγων. Με την απόφαση αυτή, το συλλογικό όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διόρισε πέντε από τους επτά εισαγγελείς που είχαν επιλεγεί ως υποψήφιοι με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

13      Με επιστολή της 19ης Μαΐου 2021, η ομάδα εργασίας η οποία ήταν επιφορτισμένη να διακριβώσει την κατάσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της αποφάσεως 13/2020 όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 5 ανωτέρω (στο εξής: ομάδα εργασίας), ζήτησε από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα πρόσθετες πληροφορίες, με το αιτιολογικό ότι «οι πληροφορίες που περιέχοντα[ν] στο βιογραφικό σημείωμα και στην επιστολή ενδιαφέροντος δεν επαρκού[σα]ν για να επιτρέψουν στο Συλλογικό Όργανο […] να εξαγάγει συμπέρασμα ως προς το αν πληρούντα[ν] τα κριτήρια επιλογής του άρθρου 17 παρ. 2 του κανονισμού [2017/1939]». Ο προσφεύγων-ενάγων συμμορφώθηκε προς το σχετικό αίτημα.

14      Με επιστολή της 4ης Ιουνίου 2021, η ομάδα εργασίας πρότεινε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα να οργανωθεί προφορική συνέντευξη ώστε να γίνει καλύτερα κατανοητή η πρακτική του πείρα. Ο προσφεύγων-ενάγων αποδέχθηκε την πρόταση αυτή και η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιουνίου 2021 μέσω τηλεδιάσκεψης.

15      Με αιτιολογημένη γνώμη της 3ης Αυγούστου 2021, η ομάδα εργασίας διατύπωσε τη γνώμη ότι ο προσφεύγων-ενάγων δεν πληρούσε τα κριτήρια επιλογής του άρθρου 17 του κανονισμού 2017/1939.

16      Το συλλογικό όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό], η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα στις [εμπιστευτικό].

17      Στις 3 Δεκεμβρίου 2021 ο προσφεύγων-ενάγων και το πρόσωπο ονόματι Α υπέβαλαν ενώπιον του συλλογικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως της 8ης [εμπιστευτικό].

18      Το συλλογικό όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση της 23ης [εμπιστευτικό], η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα στις [εμπιστευτικό].

19      Το συλλογικό όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση της 30ής [εμπιστευτικό].

 Αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιουλίου 2022, ο προσφεύγων-ενάγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

21      Ο προσφεύγων-ενάγων προέβαλε ακυρωτικά αιτήματα με βάση, κυρίως, το άρθρο 270 ΣΛΕΕ και, επικουρικώς, το άρθρο 263 ΣΛΕΕ καθώς και αποζημιωτικό αίτημα με βάση τα άρθρα 268 και 340 ΣΛΕΕ. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, παραιτήθηκε από το αίτημα το οποίο είχε προβληθεί βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ.

22      Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις τρεις προσβαλλόμενες πράξεις·

–        να ακυρώσει κάθε άλλη συναφή πράξη ή παράλειψη των οργάνων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

–        να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να του καταβάλει το ποσό των 100 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί·

–        να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στα δικαστικά έξοδα.

23      Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή ακυρώσεως απαράδεκτη ή αβάσιμη·

–        να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

24      Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως κατά των τριών προσβαλλομένων αποφάσεων.

25      Ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι η προσφυγή ακυρώσεως την οποία άσκησε βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά των τριών προσβαλλομένων αποφάσεων είναι παραδεκτή.

26      Ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό] δεν περιλαμβάνει καμία πληροφορία όσον αφορά τη διαδικασία και τις προθεσμίες εντός των οποίων θα μπορούσε να προσφύγει κατ’ αυτής. Προσθέτει ότι το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής είναι η ημερομηνία κοινοποίησης της προσβαλλομένης αποφάσεως της 23ης [εμπιστευτικό], ήτοι η 2α [εμπιστευτικό], και ότι έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει κατά των τριών προσβαλλομένων πράξεων, δεδομένου ότι μόνον η ακύρωσή τους «en bloc» θα έχει ως αποτέλεσμα την εκ νέου αξιολόγηση της υποψηφιότητάς του για θέση Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα στην [εμπιστευτικό]. Η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως της 23ης [εμπιστευτικό] επιφέρει, κατά την άποψή του, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως της 8ης [εμπιστευτικό] και της προσβαλλομένης αποφάσεως της 30ής [εμπιστευτικό].

27      Προσθέτει ακόμη ότι, εν αντιθέσει προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 13ης Ιουνίου 2022, Mendes de Almeida κατά Συμβουλίου (T‑334/21, EU:T:2022:375), ο ίδιος επικαλέστηκε ρητώς το άρθρο 263 ΣΛΕΕ καθώς και ότι κατ’ εφαρμογήν του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία θα πρέπει να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή του δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

28      Τέλος, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 30ής [εμπιστευτικό] τον αφορά άμεσα και ατομικά, διότι η εν λόγω απόφαση δεν θα μπορούσε να έχει εκδοθεί εάν δεν είχε εκδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της 23ης [εμπιστευτικό]. Οι τρεις προσβαλλόμενες αποφάσεις αποτελούν, κατ’ αυτόν, μια λογική και πραγματική ενότητα. Ισχυρίζεται ότι τον αφορούν και οι τρεις άμεσα και ατομικά.

29      Συναφώς, κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να ασκηθεί εντός δύο μηνών υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης πράξεως, από την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσίευσης ή κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως.

30      Επιπλέον, το άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι οι δικονομικές προθεσμίες παρεκτείνονται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

31      Κατά πάγια νομολογία, οι προθεσμίες άσκησης προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ είναι δημοσίας τάξεως και δεν εξαρτώνται από τη βούληση των διαδίκων και του δικαστή (βλ. διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2007, Estaser El Mareny κατά Επιτροπής, T‑274/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:323, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Υπό το πρίσμα αυτών των διατάξεων πρέπει να εξεταστεί, εν προκειμένω, το παραδεκτό της προσφυγής όσον αφορά, διαδοχικά, τις τρεις προσβαλλόμενες αποφάσεις.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό]

33      Εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό] κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα στις [εμπιστευτικό], αυτός έπρεπε να ασκήσει την προσφυγή ακυρώσεως εντός της προθεσμίας των δύο μηνών και δέκα ημερών από τη συγκεκριμένη ημερομηνία, όπως ορίζουν οι διατάξεις που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω.

34      Επομένως, το δικόγραφό του εκπροθέσμως κατατέθηκε στις 12 Ιουλίου 2022.

35      Ως εκ τούτου, η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή είναι απαράδεκτη καθ’ ο μέρος βάλλει κατά της αποφάσεως της 8ης [εμπιστευτικό].

 Η προσβαλλόμενη απόφαση της 23ης [εμπιστευτικό]

36      Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα του άρθρου 263 ΣΛΕΕ όσο και από τον σκοπό του, ο οποίος συνίσταται στην κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου, η πράξη που δεν έχει προσβληθεί εντός της προθεσμίας άσκησης προσφυγής καθίσταται απρόσβλητη. Αυτή η αδυναμία προσβολής αφορά όχι μόνον την ίδια την πράξη, αλλά και κάθε τυχόν μεταγενέστερη πράξη αμιγώς επιβεβαιωτικού χαρακτήρα (αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2007, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑299/05, EU:C:2007:608, σκέψη 29, και της 2ας Οκτωβρίου 2009, Κύπρος κατά Επιτροπής, T‑300/05 και T‑316/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:380, σκέψη 258, καθώς και διάταξη της 28ης Ιουνίου 2018, TL κατά ΕΕΠΔ, T‑452/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:418, σκέψη 24).

37      Κατά πάγια νομολογία, μια πράξη είναι αμιγώς επιβεβαιωτική προγενέστερης πράξεως αν δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με την προγενέστερη πράξη (πρβλ. απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep, C‑224/12 P, EU:C:2014:213, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, Dragnea κατά Επιτροπής, C‑351/20 P, EU:C:2022:8, σκέψη 49) και αν δεν προηγήθηκε της έκδοσής της επανεξέταση της κατάστασης του αποδέκτη της προγενέστερης πράξεως (διάταξη της 28ης Ιουνίου 2018, TL κατά ΕΕΠΔ, T‑452/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:418, σκέψη 25· πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T‑186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 44).

38      Εξάλλου, ο χαρακτήρας της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εκτιμάται και σε σχέση με τη φύση της αιτήσεως στην οποία απαντά η πράξη αυτή (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T‑186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και διάταξη της 28ης Ιουνίου 2018, TL κατά ΕΕΠΔ, T‑452/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:418, σκέψη 26).

39      Δεν μπορεί πάντως να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για επανεξέταση κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 37 ανωτέρω, όταν ο εκδότης της πράξεως, πριν επιβεβαιώσει εκ νέου το περιεχόμενό της, επαληθεύει απλώς τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που δικαιολόγησαν την έκδοσή της (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑481/11, EU:T:2014:945, σκέψη 33, και διάταξη της 28ης Ιουνίου 2018, TL κατά ΕΕΠΔ, T‑452/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:418, σκέψη 27).

40      Από την ως άνω νομολογία προκύπτει ότι μια πράξη θεωρείται ότι εκδόθηκε κατόπιν επανεξέτασης της κατάστασης, με αποτέλεσμα να αποκλείεται ο επιβεβαιωτικός της χαρακτήρας, όταν έχει εκδοθεί, είτε κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου είτε αυτεπαγγέλτως από τον εκδότη της, βάσει νέων και ουσιωδών πραγματικών περιστατικών. Αντιθέτως, αν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία βασίζεται η νέα πράξη δεν είναι διαφορετικά από εκείνα που δικαιολόγησαν την έκδοση της προγενέστερης πράξεως, η νέα αυτή πράξη είναι αμιγώς επιβεβαιωτική της προγενέστερης (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑481/11, EU:T:2014:945, σκέψεις 36 και 37, και διάταξη της 28ης Ιουνίου 2018, TL κατά ΕΕΠΔ, T‑452/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:418, σκέψη 28).

41      Ένα στοιχείο χαρακτηρίζεται νέο τόσο σε περίπτωση που δεν υπήρχε κατά τον χρόνο έκδοσης της προγενέστερης πράξεως όσο και σε περίπτωση που πρόκειται για στοιχείο το οποίο υπήρχε μεν όταν εκδόθηκε η προγενέστερη πράξη αλλά για οποιονδήποτε λόγο, περιλαμβανομένης της έλλειψης επιμέλειας του εκδότη της, δεν ελήφθη υπόψη κατά την έκδοσή της (αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑481/11, EU:T:2014:945, σκέψη 38, και της 17ης Νοεμβρίου 2016, Fedtke κατά ΕΟΚΕ, T‑157/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:666, σκέψεις 19 και 23, καθώς και διάταξη της 28ης Ιουνίου 2018, TL κατά ΕΕΠΔ, T‑452/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:418, σκέψη 29).

42      Για να έχει ουσιώδη χαρακτήρα κατά την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας, το στοιχείο πρέπει να είναι ικανό να μεταβάλει ουσιωδώς τις συνθήκες βάσει των οποίων εκδόθηκε η προγενέστερη πράξη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση στοιχείου που εγείρει αμφιβολίες ως προς τη βασιμότητα της λύσης που υιοθετήθηκε με την εν λόγω πράξη (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑481/11, EU:T:2014:945, σκέψη 39, και διάταξη της 28ης Ιουνίου 2018, TL κατά ΕΕΠΔ, T‑452/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:418, σκέψη 30).

43      Το γεγονός και μόνον ότι μια απόφαση δεν τροποποίησε το διατακτικό προγενέστερης αποφάσεως δεν αρκεί για να κριθεί η προσφυγή απαράδεκτη. Πράγματι, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι μόνον το διατακτικό μιας πράξεως παράγει υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα και, κατά συνέπεια, μπορεί να έχει βλαπτικές συνέπειες, εντούτοις το περιεχόμενο της αιτιολογίας μιας πράξεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του περιεχομένου του διατακτικού της (πρβλ. απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2002, Lagardère και Canal+ κατά Επιτροπής, T‑251/00, EU:T:2002:278, σκέψη 67).

44      Επομένως, μια απόφαση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως μόνο σε περίπτωση που, παρότι δεν επέφερε αλλαγές στο κείμενο του διατακτικού προγενέστερης αποφάσεως, η τροποποίηση την οποία επέφερε σε ορισμένα σημεία της αιτιολογίας της αποφάσεως εκείνης μετέβαλε την ουσία του περιεχομένου του διατακτικού της, επηρεάζοντας τα συμφέροντα του προσφεύγοντος (πρβλ. απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2002, Lagardère και Canal+ κατά Επιτροπής, T‑251/00, EU:T:2002:278, σκέψη 68).

45      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προθεσμία άσκησης προσφυγής, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις για τις οποίες έγινε λόγος στις σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω, τηρήθηκε όντως όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση της 23ης [εμπιστευτικό], δεδομένου ότι αυτή κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα στις 2 [εμπιστευτικό] και η προσφυγή-αγωγή ασκήθηκε στις 12 Ιουλίου 2022. Πρέπει να εξεταστεί αν, με την προσβαλλόμενη απόφαση της 23ης [εμπιστευτικό], η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έλαβε, όσον αφορά την επί της ουσίας απόρριψη της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος-ενάγοντος, μια νέα απόφαση η οποία δεν είναι επιβεβαιωτική της προσβαλλομένης αποφάσεως της 8ης [εμπιστευτικό].

46      Απαντώντας σε σχετική ερώτηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων-ενάγων διευκρίνισε, για να δικαιολογήσει τον μη επιβεβαιωτικό χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως της 23ης [εμπιστευτικό], ότι στη συγκεκριμένη απόφαση η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είχε παραθέσει νέα αιτιολογία και είχε προχωρήσει σε συστηματική ερμηνεία του άρθρου 17 του κανονισμού 2017/1939 και σε εφαρμογή του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο προσφεύγων-ενάγων επισημαίνει ακόμη ότι η διάταξη της 8ης Ιουλίου 2021, Mendes de Almeida κατά Συμβουλίου (T‑75/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:424), συνιστούσε νέο στοιχείο κατά την έννοια των κριθέντων με την απόφαση της 11ης Ιουνίου 2002, AICS κατά Κοινοβουλίου (T‑365/00, EU:T:2002:151).

47      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα ως άνω επιχειρήματα δεν είναι ικανά να άρουν τον επιβεβαιωτικό χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως της 23ης [εμπιστευτικό] σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό].

48      Πράγματι, κατ’ αρχάς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, για να λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση της 23ης [εμπιστευτικό], δεν βασίστηκε σε άλλα στοιχεία πέραν εκείνων που γνώριζε όταν έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό]. Η αιτιολογία που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση της 23ης [εμπιστευτικό] απαντά μόνον στα επιχειρήματα τα οποία ανέπτυξε ο προσφεύγων-ενάγων στη διοικητική ένστασή του και τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν ως νέα και ουσιώδη στοιχεία. Με τη δε διοικητική ένστασή του, ο προσφεύγων-ενάγων δεν γνωστοποίησε καινούργια στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν νέα και ουσιώδη κατά την έννοια της νομολογίας που υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 41 και 42 ανωτέρω. Επιπλέον, στο σημείο 5.15 της προσβαλλομένης αποφάσεως της 23ης [εμπιστευτικό] γίνεται μεν αναφορά σε δικαστική απόφαση εκδοθείσα σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης της προσβαλλομένης αποφάσεως της 8ης [εμπιστευτικό], πλην όμως η δικαστική αυτή απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά νέο πραγματικό περιστατικό και, εξάλλου, δεν καθιερώνει λύση διαφορετική απ’ ό,τι η προγενέστερη της προσβαλλομένης αποφάσεως της 8ης [εμπιστευτικό] νομολογία (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2014, Deltafina κατά Επιτροπής, C‑578/11 P, EU:C:2014:1742, σκέψεις 74 έως 76, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑114/17 P, EU:C:2018:753, σκέψη 39).

49      Εν συνεχεία, ως προς τα σημεία 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως της 23ης [εμπιστευτικό] τα οποία αφορούν το ζήτημα της εφαρμογής των άρθρων 90 έως 92 του ΚΥΚ και, γενικότερα, το παραδεκτό της διοικητικής ενστάσεως, διαπιστώνεται ότι τα συγκεκριμένα σημεία δεν σχετίζονται με την εκτίμηση του επιβεβαιωτικού χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως της 23ης [εμπιστευτικό]. Τα σημεία 4 έως 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως της 23ης [εμπιστευτικό], με τα οποία το συλλογικό όργανο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν συνέτρεχε λόγος να ανακληθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό], είναι τα μόνα που πρέπει να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω για να διαπιστωθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση της 23ης [εμπιστευτικό] είναι επιβεβαιωτική της προσβαλλομένης αποφάσεως της 8ης [εμπιστευτικό] όσον αφορά την επί της ουσίας απόρριψη της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

50      Τέλος, σε σχέση με το επιχείρημα που αντλείται από τη διάταξη της 8ης Ιουλίου 2021, Mendes de Almeida κατά Συμβουλίου (T‑75/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:424), η οποία συνιστά, κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, νέο στοιχείο, επισημαίνεται ότι πρόκειται για διάταξη που εκδόθηκε πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό]. Επιπροσθέτως, η διάταξη αυτή αφορά εμμέσως, όπερ ισχύει, αλλά με πιο άμεσο τρόπο, και για τη διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2022, WO κατά Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (T‑603/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:683), η οποία αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ζήτημα αν οι υποθέσεις με αντικείμενο τον διορισμό των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων εμπίπτουν στις διαφορές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπαλλήλων της, κατά την έννοια του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, ζήτημα που, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 49 ανωτέρω, είναι ξένο προς την υπό κρίση υπόθεση, η οποία αφορά την επί της ουσίας απόρριψη της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος-ενάγοντος για θέση Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα.

51      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 23ης [εμπιστευτικό] είναι, όσον αφορά την επί της ουσίας απόρριψη της εν λόγω υποψηφιότητας, επιβεβαιωτική της προσβαλλομένης αποφάσεως της 8ης [εμπιστευτικό] και ότι, συνακόλουθα, η προσφυγή είναι επίσης απαράδεκτη καθ’ ο μέρος βάλλει κατά της αποφάσεως της 23ης [εμπιστευτικό].

 Η προσβαλλόμενη απόφαση της 30ής [εμπιστευτικό]

52      Μολονότι δεν αμφισβητείται ότι η προθεσμία άσκησης προσφυγής, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις για τις οποίες έγινε λόγος στις σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω, τηρήθηκε όντως όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση της 30ής [εμπιστευτικό], πρέπει εντούτοις, προκειμένου να είναι παραδεκτή η προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, να ελεγχθεί αν πρόκειται για απόφαση που αφορά άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, ο οποίος δεν είναι αποδέκτης της.

53      Διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος-ενάγοντος απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό], η οποία επιβεβαιώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση της 23ης [εμπιστευτικό], και ότι αμφότερες αυτές οι αποφάσεις προηγούνται του διορισμού των δύο Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων με την προσβαλλόμενη απόφαση της 30ής [εμπιστευτικό].

54      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται συνάφεια μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως της 30ής [εμπιστευτικό] και των δύο προγενέστερών της προσβαλλομένων αποφάσεων καθώς και ότι χωρεί παρέκκλιση από τα κεκτημένα δικαιώματα των δύο εισαγγελέων που διορίστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση της 30ής [εμπιστευτικό], το παραδεκτό της προσφυγής κατά της συγκεκριμένης αποφάσεως προϋποθέτει την ακύρωση της αποφάσεως της 8ης [εμπιστευτικό], αν όχι την ακύρωση της αποφάσεως της 23ης [εμπιστευτικό] (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, Flying Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑91/12 και T‑280/12, EU:T:2014:832, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Μόνον αν μία από τις δύο αυτές αποφάσεις ακυρωνόταν θα μπορούσε η προσβαλλόμενη απόφαση της 30ής [εμπιστευτικό] να επηρεάσει άμεσα τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος του οποίου η υποψηφιότητα απορρίφθηκε πριν από το στάδιο που προηγήθηκε της αποφάσεως διορισμού των δύο Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων. Δεδομένου ότι το αίτημα ακυρώσεως των δύο αυτών αποφάσεων απορρίφθηκε ως απαράδεκτο (βλ. σκέψεις 35 και 51 ανωτέρω), η προσβαλλόμενη απόφαση της 30ής [εμπιστευτικό] δεν είναι δυνατόν, εν προκειμένω, να έχει έννομες συνέπειες για τον προσφεύγοντα-ενάγοντα. Η προσβαλλόμενη απόφαση της 30ής [εμπιστευτικό] δεν μπορεί να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα-ενάγοντα διότι σε αυτό στέκονται εμπόδιο η προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό] και η προσβαλλόμενη απόφαση της 23ης [εμπιστευτικό] (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, Flying Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑91/12 και T‑280/12, EU:T:2014:832, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Κατά συνέπεια, το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως της 30ής [εμπιστευτικό] πρέπει επίσης να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

57      Με το δεύτερο αίτημά του, ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί να ακυρωθεί «κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη των οργάνων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας». Υπενθυμίζεται όμως ότι, κατά το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, όπως και κατά το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Η μνεία αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο, ενδεχομένως, χωρίς να χρειαστεί πρόσθετες πληροφορίες. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι απαραίτητο, για να κριθεί το ένδικο βοήθημα παραδεκτό, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία αυτό στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το κείμενο του ίδιου του εισαγωγικού δικογράφου (βλ. απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Cosepuri κατά EFSA, T‑339/10 και T‑532/10, EU:T:2013:38, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 9ης Ιουνίου 2016, IREPA κατά Επιτροπής και Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑825/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:345, σκέψη 31). Εν προκειμένω, ο προσφεύγων-ενάγων δεν διευκρινίζει ποιες πράξεις αφορά το δεύτερο αίτημά του και δεν αναπτύσσει καμία επιχειρηματολογία προς στήριξη αυτού του αιτήματός του. Συνεπώς, το δεύτερο αίτημα είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο.

 Επί του αποζημιωτικού αιτήματος

58      Ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι συντρέχουν οι τρεις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

59      Κατά την άποψή του, την κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες καταδεικνύουν η παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και της χρηστής διοίκησης, η μη τήρηση ουσιώδους τύπου από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και η δυσμενής διάκριση την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη.

60      Όσον αφορά τη ζημία, επικαλείται προσβολή της αξιοπρέπειάς του, σημαντικές επιπτώσεις στην επαγγελματική του φήμη και στις προοπτικές της σταδιοδρομίας του, καθώς και τη δημοσιοποίηση, μέσω διαρροών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, της προσβαλλομένης αποφάσεως της 8ης [εμπιστευτικό] και του πλήρους σκεπτικού της.

61      Ως προς τον αιτιώδη σύνδεσμο, θεωρεί ότι υφίσταται άμεση αιτιώδης σχέση μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της βλάβης την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη.

62      Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

63      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και η άσκηση του δικαιώματος αποκατάστασης της προξενηθείσας ζημίας εξαρτώνται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αφορούν τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλόμενης ζημίας (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, 26/81, EU:C:1982:318, σκέψη 16, της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 106, και της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑88/09, EU:T:2011:641, σκέψη 23).

64      Υπενθυμίζεται ότι, αναφορικά με την προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, για να γίνει δεκτό ότι πληρούται η συγκεκριμένη προϋπόθεση, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 42, της 3ης Μαρτίου 2010, Artegodan κατά Επιτροπής, T‑429/05, EU:T:2010:60, σκέψη 52, και της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑88/09, EU:T:2011:641, σκέψη 24). Όσον αφορά την απαίτηση να είναι η παράβαση κατάφωρη, το αποφασιστικό κριτήριο για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πληρούται η απαίτηση αυτή είναι η πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, από το επίμαχο θεσμικό ή άλλο ενωσιακό όργανο, των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. Όταν αυτό το όργανο, είτε θεσμικό είτε άλλο, δεν διαθέτει παρά αισθητά μειωμένο ή και ανύπαρκτο περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της ύπαρξης κατάφωρης παραβάσεως (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2023, Sánchez-Gavito León κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑100/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2023:109, σκέψη 95).

65      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει επανειλημμένως ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης θεμελιώνεται, αν δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποκατάστασης που προβλέπεται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 165 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να εξετάζει τις προϋποθέσεις αυτές με συγκεκριμένη σειρά (βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2022, Vialto Consulting κατά Επιτροπής, T‑617/17 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:851, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί, ως προς την προϋπόθεση της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση, ότι η ζημία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την προσαπτόμενη συμπεριφορά, υπό την έννοια ότι απαιτείται η συμπεριφορά να είναι η γενεσιουργός αιτία της ζημίας, ενώ δεν συντρέχει υποχρέωση αποκατάστασης κάθε βλαπτικής συνέπειας, έστω και απομακρυσμένης, μιας παράνομης κατάστασης. Ο ενάγων είναι εκείνος που οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (πρβλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2023, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑470/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2023:26, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2023, Folkertsma κατά Επιτροπής, T‑778/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2023:58, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Όσον αφορά τη συγκεκριμένη προϋπόθεση, διαπιστώνεται, αφενός, ότι εν προκειμένω, μολονότι ο προσφεύγων-ενάγων επικαλέστηκε, στο πλαίσιο της προβαλλόμενης ζημίας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό] και το πλήρες σκεπτικό της διέρρευσαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εντούτοις δεν προκύπτει, ούτε από τη δικογραφία ούτε από τις απαντήσεις των διαδίκων στις ερωτήσεις που τους τέθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι υπεύθυνη για τις διαρροές αυτές και ότι διαβίβασε και δημοσιοποίησε την προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό] κατά παράβαση των κανόνων γνωστοποίησης που διέπουν τον συγκεκριμένο τομέα. Εξάλλου, ο προσφεύγων-ενάγων ουδέποτε προσήψε στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οποιαδήποτε παρανομία αναφορικά με αυτή τη διαβίβαση και τη δημοσιοποίηση, ούτε ισχυρίστηκε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ήταν η πηγή των εν λόγω διαρροών. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο προσφεύγων-ενάγων δεν έχει αποδείξει ότι υφίσταται αρκούντως στενός σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας την οποία επικαλείται και της συμπεριφοράς που προσάπτει συναφώς στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

68      Αφετέρου, ως προς την προσωπική και επαγγελματική κατάσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν τεκμηριώνεται ότι η προσβολή και οι προβαλλόμενες σοβαρές επιπτώσεις στην κατάστασή του αυτή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έχουν αποδειχθεί, απορρέουν από την προσβαλλόμενη απόφαση της 8ης [εμπιστευτικό].

69      Επομένως, η προϋπόθεση της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου δεν πληρούται. Ως εκ τούτου, το αποζημιωτικό αίτημα είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι δύο άλλες προϋποθέσεις οι οποίες σχετίζονται με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και με το υποστατό της ζημίας.

70      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

71      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων-ενάγων ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Ο PU φέρει τα δικαστικά έξοδα, τόσο τα δικά του όσο και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

Porchia

Jaeger

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Φεβρουαρίου 2024.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

V. Di Bucci

 

M. van der Woude


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.