Language of document : ECLI:EU:T:2012:236

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 15ης Μαΐου 2012

Υπόθεση T‑184/11 P

Bart Nijs

κατά

Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Ανάκληση με διατήρηση του δικαιώματος συντάξεως λόγω αρχαιότητας — Άρθρα 22α και 22β του ΚΥΚ — Απαίτηση περί ακρίβειας της αιτήσεως αναιρέσεως — Νέος ισχυρισμός — Αποτελεσματική δικαστική προστασία — Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων — Δεν υφίσταται υποχρέωση εξετάσεως αυτεπαγγέλτως λόγου που αντλείται από μη τήρηση ευλόγου προθεσμίας»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 13ης Ιανουαρίου 2011, F‑77/09, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Bart Nijs φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υπεβλήθη το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος στρεφόμενος κατά σημείου του σκεπτικού το οποίο δεν είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση του διατακτικού της αποφάσεως — Αλυσιτελής λόγος

2.      Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

3.      Αναίρεση — Λόγοι — Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)

4.      Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος προβαλλόμενος για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 48 § 2, 139 § 2 και 144)

5.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Καθιέρωση από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου — Συνεκτίμηση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47 και 52 § 3)

6.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Έλεγχος πλήρους δικαιοδοσίας πειθαρχικής κυρώσεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

7.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Λόγος ακυρώσεως αντλούμενος από τη μη εύλογη διάρκεια πειθαρχικής διαδικασίας — Υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως του λόγου αυτού — Δεν υφίσταται

1.      Εφόσον κάποιο σημείο του σκεπτικού του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αρκεί για να δικαιολογήσει το διατακτικό της αποφάσεώς του, οι πλημμέλειες τις οποίες ενδεχομένως παρουσιάζει άλλο σημείο του σκεπτικού δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στο εν λόγω διατακτικό, οπότε ο λόγος αναιρέσεως στο πλαίσιο του οποίου προβάλλονται οι ως άνω πλημμέλειες είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί.

(βλ. σκέψη 24)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 29 Απριλίου 2004, C‑496/99 P, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, Συλλογή 2004, σ. I‑3801, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Δυνάμει του άρθρου 257 ΣΛΕΕ και του άρθρου 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου. Η παραμόρφωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

(βλ. σκέψη 29)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 8 Σεπτεμβρίου 2008, T‑222/07 P, Kerstens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑37 και II‑B‑1‑267, σκέψεις 60 έως 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της δικαστικής αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό.

(βλ. σκέψη 36)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Μαρτίου 2008, T‑107/07 Ρ, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. Ι‑B‑1‑5 και II‑B‑1‑31, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Κατά το άρθρο 139, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δίκης.

Πράγματι, αν επιτρεπόταν στον διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του αναιρετικού δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν είχε προβάλει ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του αναιρετικού δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όταν όμως έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσης που δόθηκε κατόπιν των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

(βλ. σκέψεις 58 και 66)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 1 Φεβρουαρίου 2007, C‑266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑1233, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία εκφράζεται σήμερα το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προστασία που παρέχει το άρθρο 6, παράγραφος l, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών τίθεται συνεπώς σε εφαρμογή, στο δίκαιο της Ένωσης, από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Τούτο δεν προδικάζει ωστόσο το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στον βαθμό που το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αντιστοιχεί σε δικαίωμα το οποίο διασφαλίζεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η έννοια και η εμβέλειά του είναι ίδιο με εκείνο που του αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση, όπως την ερμηνεύει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

(βλ. σκέψη 84)


Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 2010, C‑279/09, DEB, Συλλογή 2010, σ. I‑13849, σκέψεις 29 έως 31· 1 Μαρτίου 2011, C‑457/09, Chartry, Συλλογή 2011, σ. I‑819, σκέψη 25· 28 Ιουλίου 2011, C‑69/10, Samba Diouf, Συλλογή 2011, σ. I‑7151, σκέψη 49

6.      Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι η τήρηση του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν αποκλείει, στο πλαίσιο διοικητικής φύσεως διαδικασίας, την επιβολή «ποινής» καταρχάς από διοικητική αρχή. Η τήρηση της εν λόγω διάταξης προϋποθέτει πάντως να υπόκειται η απόφαση διοικητικής αρχής που δεν πληροί η ίδια τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού σε μεταγενέστερο έλεγχο εκ μέρους «δικαιοδοτικού οργάνου που διαθέτει πλήρους δικαιοδοσίας». Προκειμένου ένα δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να χαρακτηρισθεί «δικαιοδοτικό όργανο πλήρους δικαιοδοσίας» πρέπει να είναι μεταξύ άλλων αρμόδιο να επιλύσει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που είναι κρίσιμα για τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, πράγμα που σημαίνει ότι, σε περίπτωση πειθαρχικής κυρώσεως, πρέπει να είναι μεταξύ άλλων αρμόδιο να εξετάσει την αναλογικότητα μεταξύ παραπτώματος και κυρώσεως.

(βλ. σκέψη 85)

Παραπομπή:

ΕΔΔΑ: Albert και Le Compte κατά Βελγίου της 10ης Φεβρουαρίου 1983, σειρά A αριθ. 58 § 29· Schmautzer, Umlauft, Gradinger, Pramstaller, Palaoro και Pfarrmeier κατά Αυστρίας της 23ης Οκτωβρίου 1995, σειρά A αριθ. 328 A‑C και 329 A‑C, αντιστοίχως § 34, 37, 42, 39, 41 και 38· Mérigaud κατά Γαλλίας της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, αριθ. 32976/04 § 68

7.      Ο δικαστής της Ένωσης δεν οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγο αντλούμενο από την προβαλλόμενη ως μη εύλογη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας όταν ούτε υποστηρίζεται ούτε αποδεικνύεται ενώπιόν του ότι η παράβαση αυτή επηρέασε το περιεχόμενο της τελικής αποφάσεως που εξέδωσε το οικείο θεσμικό όργανο.

(βλ. σκέψη 100)


Παραπομπή:

ΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2000, C‑39/00 P, SGA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑11201, σκέψεις 41 έως 45· 20 Σεπτεμβρίου 2001, C‑1/01 P, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑6349, σκέψεις 33 έως 36