Language of document : ECLI:EU:T:2011:621

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά χλωρικού νατρίου – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Προσφυγή ακυρώσεως – Κατανομή της αγοράς – Καθορισμός τιμών – Δέσμη ενδείξεων – Χρονική περίοδος των αποδείξεων – Δηλώσεις των ανταγωνιστών – Ομολογία – Διάρκεια της παραβάσεως – Πρόστιμα – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση T‑348/08,

Aragonesas Industrias y Energía, SAU, με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους I. S. Forrester, QC, Struckmann, P. Lindfelt και J. Garcia-Nieto Esteva, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Biolan, J. Bourke και R. Sauer,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2008) 2626, τελικό, της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2008, σχετικά με μια διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38.695 – Χλωρικό νάτριο), καθόσον η απόφαση αυτή αφορά την εταιρία Aragonesas Industrias y Energía, και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως ή ουσιώδους μειώσεως του προστίμου που επιβλήθηκε στην τελευταία με την εν λόγω απόφαση,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Aragonesas Industrias y Energía, SAU, είναι μονοπρόσωπη εταιρία ισπανικού δικαίου. Συσταθείσα το 1992, ανήκε τότε στη διεύθυνση χημικών προϊόντων του ομίλου Uralita, στην οποία υπάγονταν οι δραστηριότητες παραγωγής χλωρικού νατρίου και η οποία τελούσε υπό τον άμεσο έλεγχο της εταιρίας Uralita, SA (στο εξής: Uralita). Μέχρι το 1994 η Uralita κατείχε το 100 % των μεριδίων της προσφεύγουσας. Τον Δεκέμβριο του 1994 η Uralita συνέστησε μιαν εταιρία holding, ονομαζόμενη Energia e Industrias Aragonesas EIA, SA (στο εξής: EIA), στην οποία μεταβιβάστηκαν όλες οι δραστηριότητες παραγωγής χημικών προϊόντων. Έτσι, η προσφεύγουσα κατέστη θυγατρική κατά 100 % της EIA. Αρχικά, η Uralita κατείχε το 98,84 % των μεριδίων της EIA, στη συνέχεια, από την 1η Ιανουαρίου 1995 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000, η συμμετοχή αυτή της Uralita στο κεφάλαιο της EIA κυμαινόταν μεταξύ 49,44 % και 50,71 %.

2        Το χλωρικό νάτριο είναι ισχυρό οξειδωτικό το οποίο παράγεται με την ηλεκτρόλυση υδατικού διαλύματος χλωριούχου νατρίου σε κυψελίδα χωρίς διάφραγμα. Μπορεί να παραχθεί σε κρυσταλλική μορφή ή σε μορφή διαλύματος. Βρίσκει κυρίως εφαρμογή στην παρασκευή διοξειδίου του χλωρίου, το οποίο χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χαρτοπολτού και χάρτου, για τη λεύκανση του χημικού πολτού. Οι άλλες εφαρμογές του είναι, σε πολύ μικρότερο βαθμό, ο καθαρισμός του πόσιμου νερού, η λεύκανση υφασμάτων, τα ζιζανιοκτόνα και ο εξευγενισμός του ουρανίου [αιτιολογική σκέψη 2 της αποφάσεως C(2008) 2626, τελικό, της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2008, σχετικά με μια διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38.695 – Χλωρικό νάτριο) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση)].

3        Στις 28 Μαρτίου 2003 εκπρόσωποι της EKA Chemicals AB (στο εξής: EKA), εταιρίας εγκατεστημένης στη Σουηδία, υπέβαλαν αίτημα περί μη επιβολής ή, άλλως, περί μειώσεως των προστίμων, δυνάμει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας) όσον αφορά την ύπαρξη συμπράξεως στη βιομηχανία χλωρικού νατρίου. Το αίτημα της EKA υποστηριζόταν με έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ίδια και με προφορικές δηλώσεις των εκπρόσωπων της, στις 31 Μαρτίου 2003 (στο εξής: δηλώσεις της EKA του 2003).

4        Στις 30 Σεπτεμβρίου 2003, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε απόφαση παρέχουσα στην EKA απαλλαγή από το πρόστιμο υπό όρους, σύμφωνα με το σημείο 15 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

5        Στις 10 Σεπτεμβρίου 2004 η Επιτροπή απηύθυνε αιτήματα παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού (EK) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), στη Finnish Chemicals Oy (στο εξής: FC), εταιρία εγκατεστημένη στη Φινλανδία, στην Arkema France SA, εταιρία εγκατεστημένη στη Γαλλία και αναφερόμενη, στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την εταιρική επωνυμία «Atochem» (στο εξής: Arkema France) και, τέλος, στην προσφεύγουσα.

6        Στις 24 Σεπτεμβρίου 2004 διενεργήθηκε ακρόαση του L., υπαλλήλου της Arkema France [στο εξής: L. (της Arkema France)], στα γραφεία της Επιτροπής (στο εξής: δηλώσεις της Arkema France).

7        Στις 18 Οκτωβρίου 2004 η Arkema France, απαντώντας σε αίτημα της Επιτροπής περί παροχής πληροφοριών, υπέβαλε αίτημα περί μη επιβολής προστίμου ή μειώσεώς του, δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

8        Στις 29 Οκτωβρίου 2004 η FC υπέβαλε στην Επιτροπή, στο πλαίσιο συσκέψεως στα γραφεία της τελευταίας, αίτημα περί μειώσεως του προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και παρέσχε προφορικά στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με την έρευνα που αφορούσε το χλωρικό νάτριο. Με έγγραφο της 2ας Νοεμβρίου 2004 η FC επιβεβαίωσε το αίτημά της περί μειώσεως του προστίμου και παρέσχε ταυτοχρόνως έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συμμετοχή της στην παράβαση την οποία της προσήπτε η Επιτροπή.

9        Στις 4 Νοεμβρίου 2004 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ Επιτροπής και εκπροσώπων της EKA. Στις 11 Νοεμβρίου 2004, η EKA παρέσχε στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικές με την πρόσφατη εξέλιξη της αγοράς χλωρικού νατρίου.

10      Στις 3 και τις 9 Δεκεμβρίου 2004 η προσφεύγουσα απάντησε στα αιτήματα της Επιτροπής περί παροχής πληροφοριών της 10ης Σεπτεμβρίου 2004.

11      Στις 6 Ιουλίου 2006 η EKA προέβη σε νέα προφορική δήλωση στην Επιτροπή, δήλωση μετά την οποία ακολούθησαν συνομιλίες με δύο από τους υπαλλήλους της, στις 19 και τις 20 Ιουλίου 2006. Στις 29 Αυγούστου 2006 η EKA προέβη σε νέες προφορικές δηλώσεις στο πλαίσιο συσκέψεως στα γραφεία της Επιτροπής (στο εξής: δηλώσεις της EKA του 2006).

12      Μεταξύ 13 Νοεμβρίου 2006 και 11 Απριλίου 2008 η Επιτροπή απηύθυνε αιτήματα παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, σε διάφορες εταιρίες, μεταξύ άλλων και στην προσφεύγουσα, στις 13 Νοεμβρίου 2006, στις 8 Φεβρουαρίου και στις 12 Μαρτίου 2007 και στις 11 Απριλίου 2008.

13      Στις 27 Ιουλίου 2007 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων με αποδέκτες, μεταξύ άλλων, την EKA, την FC, την Arkema France, την προσφεύγουσα και την Uralita.

14      Εντός της ταχθείσας προθεσμίας η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Στην προσφεύγουσα παρασχέθηκε πρόσβαση, αφενός, στον φάκελο της Επιτροπής με τη μορφή ψηφιακού δίσκου DVD που απέστειλε η τελευταία, περιέχοντος δημόσια έγγραφα, και, αφετέρου, στα πρακτικά των προφορικών δηλώσεων των αιτούντων, με σκοπό την υπαγωγή τους στις διατάξεις της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, τα οποία συνέταξε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας.

15      Στις 20 Νοεμβρίου 2007 ορισμένες από τις ενδιαφερόμενες εταιρίες, μεταξύ των οποίων η Uralita, όχι όμως η προσφεύγουσα, άσκησαν το δικαίωμά τους να αναπτύξουν προφορικώς τις απόψεις τους ενώπιον της Επιτροπής.

16      Στις 11 Ιουνίου 2008 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και την κοινοποίησε στην προσφεύγουσα στις 16 Ιουνίου 2008.

17      Στην αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή σημειώνει, κατ’ ουσίαν, ότι η EKA, η FC, η Arkema France και η προσφεύγουσα μετείχαν σε συσκέψεις και είχαν επαφές με σκοπό να κατανείμουν μεταξύ τους τις αγορές, με διαμοιρασμό των όγκων πωλήσεων, και να καθορίσουν τις τιμές του χλωρικού νατρίου στην αγορά του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (στο εξής: ΕΟΧ). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή συνέταξε κατάλογο 72 επαφών με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, που είχαν τη μορφή είτε συσκέψεων, είτε τηλεφωνικών κλήσεων (στο εξής: 72 επαφές με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού). Ο κατάλογος αυτός επισυνάπτεται ως παράρτημα I στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, ως παράρτημα II της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισυνάπτεται κατάλογος των ατόμων που κατονομάζονται στην εν λόγω απόφαση. Μεταξύ των παρατιθεμένων ονομάτων, περιλαμβάνονται εκείνα των S. και W., υπαλλήλων της EKA [στο εξής: S. (της EKA) και W. (της EKA)], των A. και S. [στο εξής: S. (της FC)], υπαλλήλων της FC, του L. (της Arkema France) και του A., υπαλλήλου της προσφεύγουσας [στο εξής: A. (της Aragonesas)]. Πάντοτε στην αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκθέτει ότι οι σχετικές πρακτικές με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού έλαβαν χώρα από τις 21 Σεπτεμβρίου 1994, όσον αφορά την EKA και την FC, από τις 17 Μαΐου 1995, όσον αφορά την Arkema France, και από τις 16 Δεκεμβρίου 1996, όσον αφορά την προσφεύγουσα. Διήρκεσαν μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2000, τουλάχιστον, όσον αφορά την EKA, την FC, την Arkema France και την προσφεύγουσα.

18      Στις αιτιολογικές σκέψεις 70 και 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η τήρηση των αποφάσεων που λαμβάνονταν στο πλαίσιο της συμπράξεως ελεγχόταν κυρίως στις διμερείς συσκέψεις και στις τηλεφωνικές συνομιλίες, κατά τη διάρκεια των οποίων οι μετέχοντες αντάλλασσαν εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες περί των διαπραγματεύσεων με τους πελάτες τους, και μάλιστα, ειδικότερα, περί των όγκων πωλήσεων και των τιμών. Προσέθεσε ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη ακολουθούσαν μια στρατηγική σταθεροποιήσεως της αγοράς χλωρικού νατρίου, απώτερος σκοπός της οποίας ήταν η κατανομή μεταξύ τους των όγκων πωλήσεων του προϊόντος, ο συντονισμός της πολιτικής καθορισμού των τιμών έναντι των πελατών και, με τον τρόπο αυτόν, η μεγιστοποίηση των περιθωρίων κέρδους.

19      Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 73 έως 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή περιέγραψε τις γενικές γραμμές των θεμελιωδών αρχών και της λειτουργίας της συμπράξεως. Στο πλαίσιο αυτό, έκανε λόγο για πολλές επαφές μεταξύ των κυριότερων παραγωγών χλωρικού νατρίου με κύριο σκοπό τη διαπραγμάτευση μεταξύ τους της αμοιβαίας κατανομής των όγκων πωλήσεων στις σχετικές γεωγραφικές αγορές και τον προσδιορισμό των προς επίτευξη τιμών στις συναπτόμενες με τους πελάτες συμβάσεις. Κατά την Επιτροπή, η ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικά πληροφοριών ήταν μια σημαντική πτυχή της συμπράξεως, καθόσον οι μετέχοντες ήταν στη συνέχεια σε θέση να προβλέπουν τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους στην αγορά. Όσον αφορά τη λειτουργία της συμπράξεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι παραγωγοί χλωρικού νατρίου είχαν συχνές επαφές με τη μορφή διμερών ή πολυμερών συσκέψεων και τηλεφωνικών συνομιλιών, χωρίς εντούτοις να ακολουθούν ένα προκαθορισμένο πρόγραμμα. Πάντως, εκθέτει περαιτέρω ότι, σε επίπεδο ανώτερων στελεχών, οι συζητήσεις διεξάγονταν κατά τις πολυμερείς συσκέψεις, συχνά στο περιθώριο των συσκέψεων της ομάδας εργασίας για το χλωρικό νάτριο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χημικών Βιομηχανιών (στο εξής: CEFIC). Τέλος, κατά την Επιτροπή, όσον αφορά το πρόγραμμα διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων, οι επαφές μεταξύ των ανταγωνιστών καθίσταντο εντονότερες γενικά στο τέλος κάθε έτους (μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου), περίοδος η οποία αντιστοιχούσε στην ετήσια διαπραγμάτευση των συμβάσεων μεταξύ των παραγωγών χλωρικού νατρίου και των πελατών τους για το ακόλουθο έτος. Εντούτοις, η Επιτροπή εκθέτει ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας, οι εν λόγω διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν συχνά και μετά τις αρχές του ακόλουθου έτους, τούτο δε ιδίως μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου.

20      Όσον αφορά την παραβατική συμπεριφορά της προσφεύγουσας, από τις αιτιολογικές σκέψεις 350 και 356 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, για να εκτιμήσει τη συμμετοχή της στις αθέμιτες συμφωνίες, η Επιτροπή στηρίχθηκε, καταρχάς, στα αιτήματα περί μη επιβολής προστίμου ή μειώσεώς του, στη συνέχεια, στα συνταχθέντα κατά τη σχετική περίοδο έγγραφα από τα οποία συνάγεται, κατά την Επιτροπή, ότι η προσφεύγουσα είχε συνομιλίες με άλλα μέλη της συμπράξεως και, τέλος, στην ομολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά τη συμμετοχή της σε παράνομη σύσκεψη, στο περιθώριο μιας επίσημης συσκέψεως του CEFIC, στις 28 Ιανουαρίου 1998, στις Βρυξέλλες (στο εξής: παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998).

21      Όσον αφορά ειδικότερα τα αποδεικτικά στοιχεία που απορρέουν από τα συνταχθέντα κατά την περίοδο της διαπράξεως της παραβάσεως έγγραφα, η Επιτροπή εξέθεσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 349 και 350 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα ακόλουθα:

«349 Τα σημειώματα του [S. (της FC)] αναφέρονται τρεις φορές σε μια τηλεφωνική επικοινωνία με την [προσφεύγουσα]. Καταρχάς, στις 16 Δεκεμβρίου 1996, ο [S. (της FC)] επιβεβαίωσε, σε μια συνομιλία με τον [S. (της EKA)], ότι η [FC] συμμορφωνόταν προς τα συμφωνηθέντα επίπεδα τιμών για την Ισπανία και την Πορτογαλία, κάνοντας λόγο με την ευκαιρία αυτή για συζητήσεις με [την προσφεύγουσα]: “[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]” (1) (η υπογράμμιση έχει προστεθεί, βλ. αιτιολογική σκέψη 130). Η φράση “[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]” δείχνει ότι ο [S. (της FC)] είχε προηγουμένως προσωπική συνομιλία με [την προσφεύγουσα] σχετικά με τις τιμές, που αποτελούσε μέρος του μηχανισμού συμφωνιών μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη. Στη συνέχεια, τα σημειώματα του [S. (της FC)] κάνουν λόγο για μια τηλεφωνική επικοινωνία με τον [S. (της EKA)]: “[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]” (η υπογράμμιση έχει προστεθεί, βλ. αιτιολογική σκέψη 219). Η ως άνω φράση βεβαιώνει ότι η Arkema France συζήτησε απευθείας περί των τιμών με [την προσφεύγουσα], πράγμα το οποίο, και πάλι, υπάγεται στον γενικό συντονισμό των τιμών. Τέλος, τα σημειώματα του [S. (της FC)] εκθέτουν ειδικότερα, σχετικά με μια τηλεφωνική συνομιλία της 9ης Δεκεμβρίου 1999: “[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]” (η υπογράμμιση έχει προστεθεί, βλ. αιτιολογική σκέψη 258). Από τη φράση αυτή προκύπτει ότι ο [S. (της FC)] σημείωσε αυτό που του είχε αναφέρει ο [L. (της Arkema France)] τηλεφωνικώς ή ότι ο ίδιος εξέθεσε στον τελευταίο τη συνομιλία του με [την προσφεύγουσα]. [Το αν η προσφεύγουσα] είχε συνομιλία με τον ένα ή με τον άλλο δεν έχει σημασία, καθόσον από το περιεχόμενο των σημειωμάτων διαφαίνεται ότι η εν λόγω συζήτηση είχε αθέμιτο χαρακτήρα.

350       Τα ως άνω στοιχεία αποτελούν σαφή ένδειξη περί αμέσων τηλεφωνικών επαφών με [την προσφεύγουσα] και αποδεικνύουν προδήλως ότι η τελευταία είχε άμεση συμμετοχή στις γενικές συμφωνίες περί των τιμών. Περαιτέρω, [η προσφεύγουσα] επιβεβαίωσε ότι μετέσχε στην [παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998], κατά τη διάρκεια της οποίας οι ανταγωνιστές είχαν αθέμιτες συζητήσεις (βλ. τις αιτιολογικές σκέψεις 182 και 184). Η Επιτροπή καταλήγει, επομένως, στηριζόμενη στις προφορικές δηλώσεις που της έγιναν στην υπό κρίση υπόθεση και στα αποδεικτικά στοιχεία που ανάγονται στην περίοδο των πραγματικών περιστατικών και που αποτελούν σαφή ένδειξη περί συμπεριφοράς με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού, [ότι η προσφεύγουσα] μετείχε στην παράβαση στο σύνολό της. Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στην [προσφεύγουσα] να προσκομίσει αποδείξεις που να εξηγούν πώς η συμπεριφορά της είναι σύμφωνη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.»

22      Στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή τόνισε τα ακόλουθα:

«Στις άλλες περιπτώσεις όπου η [προσβαλλόμενη] απόφαση αναφέρεται στην [προσφεύγουσα], η Επιτροπή δέχεται το επιχείρημα της εταιρίας ότι οι πληροφορίες μπορούν να προέρχονται από τρίτους και όχι από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο. Ο φάκελος της Επιτροπής δεν περιλαμβάνει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί με βεβαιότητα ότι οι εν λόγω πληροφορίες προέρχονταν απευθείας από την προσφεύγουσα. Αυτό θα ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διάρκειας της παραβάσεως για την οποία [η προσφεύγουσα] φέρει ευθύνη.»

23      Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, ιδίως τις ημερομηνίες ενάρξεως και λήξεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση, η Επιτροπή εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 487 έως 489 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα ακόλουθα, καταλήγοντας σε ένα τελικό συμπέρασμα:

«487 Η EKA και η [FC] μετείχαν στις συμφωνίες με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού ήδη από τις […] και [η προσφεύγουσα] ήδη από τις 16 Δεκεμβρίου 1996 τουλάχιστον (βλ. αιτιολογική σκέψη 130). […]

488       Όσον αφορά τη λήξη της παραβάσεως, από όσα γνωρίζει η Επιτροπή, η τελευταία σύσκεψη με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού –στην οποία μετείχαν η EKA, η Atochem και [η προσφεύγουσα]– πραγματοποιήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2000. Κατά τη σύσκεψη αυτή, η EKA έλαβε ανοιχτά αποστάσεις από τη σύμπραξη, ανακοινώνοντας την άρνησή της να μετάσχει σε κάθε άλλη συζήτηση με τους ανταγωνιστές. Ένας από τους μετέχοντες δήλωσε σαφώς ότι δεν επιθυμούσε πλέον την εμπλοκή του στη σύμπραξη, πρόκειται δε, από όσα γνωρίζει η Επιτροπή, για την τελευταία επαφή μεταξύ παραγωγών χλωρικού νατρίου η οποία ελήφθη υπόψη συναφώς (βλ. επίσης την αιτιολογική σκέψη 283). Ενώ η EKA, η Atochem και [η προσφεύγουσα] μετείχαν απευθείας στη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000, από κανένα στοιχείο στο φάκελο της Επιτροπής δεν προκύπτει ότι η [FC] έλαβε ανοιχτά αποστάσεις έναντι της συμπράξεως πριν από την ημερομηνία αυτή (όπως και κανένας άλλος από τους μετέχοντες). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προσδιορίζει την 9η Φεβρουαρίου 2000 ως την ημερομηνία λήξεως της συμπράξεως για όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, εν προκειμένω την EKA, την [FC], την Atochem και [την προσφεύγουσα].

489      Επομένως, η συνολική διάρκεια της παραβάσεως όπως περιγράφεται στην […] [προσβαλλόμενη] απόφαση ανέρχεται σε […] 3 έτη και 1 μήνα για την [προσφεύγουσα] και την Uralita.»

24      Στις αιτιολογικές σκέψεις 444 και 455 έως 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή εκτιμά, αφενός, ότι η Uralita άσκησε αποφασιστικής σημασίας επιρροή επί των στρατηγικών επιλογών και επί της γενικής εμπορικής πολιτικής της προσφεύγουσας και, αφετέρου, ότι, κατόπιν απορροφήσεως της EIA από την Uralita, η ευθύνη για την παράβαση που υπείχε η EIA, ως μόνη μέτοχος της προσφεύγουσας, μεταφέρθηκε στην Uralita. Επομένως, στις αιτιολογικές σκέψεις 469 και 487 έως 489 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή θεωρεί την [προσφεύγουσα] και την Uralita ως αλληλεγγύως υπεύθυνες για την παράβαση που διέπραξε η πρώτη στο διάστημα μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1996 και 9 Φεβρουαρίου 2000 (στο εξής: επίμαχη παράβαση), ήτοι με συνολική διάρκεια τρία έτη και ένα μήνα.

25      Όσον αφορά τον προσδιορισμό του ύψους των επιβλητέων προστίμων, από την αιτιολογική σκέψη 498 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006). Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση, από την αιτιολογική σκέψη 509 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, προς εκτίμηση της αξίας των πωλήσεων, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις πωλήσεις χλωρικού νατρίου που πραγματοποίησε κάθε επιχείρηση εντός του ΕΟΧ κατά τη διάρκεια της εταιρικής χρήσεως που αντιστοιχεί στο τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως και που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 1999.

26      Όσον αφορά τον προσδιορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 509 έως 524 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, πρώτον, όσον αφορά τη σοβαρότητα της επίμαχης παραβάσεως, αφενός, ότι η παράβαση αυτή, καθόσον στηριζόταν σε συμφωνίες περί κατανομής των αγορών και καθορισμού των τιμών, ήταν ιδιαίτερα σοβαρή (αιτιολογική σκέψη 512 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αφετέρου, ότι το συνολικό μερίδιο της αγοράς των επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση αυτή ανερχόταν το 1999 σε 90 % στο πλαίσιο του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 513 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ότι, εξάλλου, η εν λόγω παράβαση παρήγαγε τα αποτελέσματά της σε ουσιώδες μέρος του εδάφους του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 514 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, τέλος, ότι οι συμφωνίες, έστω και αν δεν είχαν όλα τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γενικά εφαρμόζονταν (αιτιολογική σκέψη 515 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καθόρισε την αναλογία της αξίας των πωλήσεων κάθε εμπλεκομένης επιχειρήσεως, την οποία χρησιμοποίησε για να ορίσει το βασικό ποσό, σε 19 %.

27      Δεύτερον, η Επιτροπή προσδιόρισε στο 3,5 τον συντελεστή που συνδέεται με τη διάρκεια της παραβάσεως, βάσει των διατάξεων του σημείου 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

28      Τρίτον, στην αιτιολογική σκέψη 523 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή, δυνάμει των διατάξεων του σημείου 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 και προκειμένου να αποθαρρύνει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις από τη συμμετοχή σε οριζόντιες συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών όπως οι συμφωνίες που αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποφάσισε να αυξήσει το βασικό ποσό του προστίμου κατά ένα επιπρόσθετο ποσό προσδιορισθέν, λαμβανομένων υπόψη των συντελεστών που εξετάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 512 έως 515 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε 19 %.

29      Η Επιτροπή καταλήγει, στο άρθρο 1, στοιχεία ζ΄ και η΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα και η Uralita παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, μετέχοντας, από τις 16 Δεκεμβρίου 1996 μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2000, σε ένα σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών με σκοπό την κατανομή μεταξύ τους των όγκων πωλήσεως, τον καθορισμό των τιμών, την ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών περί τιμών και όγκων πωλήσεως και την επίβλεψη της εκτελέσεως των συμφωνιών με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού σχετικά με το χλωρικό νάτριο στην αγορά του ΕΟΧ.

30      Με το άρθρο 2, στοιχείο στ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή επέβαλε αλληλεγγύως πρόστιμο 9 900 000 ευρώ στην προσφεύγουσα και στην Uralita.

31      Στο άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή διατάσσει τις επιχειρήσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, να σταματήσουν, αν δεν το είχαν ήδη πράξει, την διαπιστωθείσα παράβαση και, αφετέρου, να απόσχουν στο μέλλον από κάθε πράξη ή συμπεριφορά όπως οι εκτιθέμενες στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και από κάθε πράξη ή συμπεριφορά με παρόμοιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

32      Το άρθρο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως απαριθμεί τους αποδέκτες της αποφάσεως αυτής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η προσφεύγουσα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

33      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 26 Αυγούστου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή.

34      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Το Γενικό Δικαστήριο έθεσε επίσης ορισμένες ερωτήσεις στους διαδίκους και ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι απάντησαν εμπροθέσμως στις εν λόγω ερωτήσεις και στα εν λόγω αιτήματα.

35      Με έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2010 η Επιτροπή κατέθεσε παρατηρήσεις επί της εκθέσεως ακροατηρίου στην υπόθεση T-348/08.

36      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Γενικό Δικαστήριο παρέδωσε στους διαδίκους αντίγραφο των σελίδων 1159 και 1160 του φακέλου της Επιτροπής. Οι διάδικοι επιβεβαίωσαν ότι, πλην της χειρόγραφης προσθήκης από το Γενικό Δικαστήριο της αριθμήσεως των περιπτώσεων που περιλαμβάνονταν στις δύο αυτές σελίδες, το εν λόγω αντίγραφο ήταν απολύτως όμοιο προς το πρωτότυπο που περιλαμβάνεται στις ως άνω σελίδες του φακέλου της Επιτροπής.

37      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2010.

38      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αφορά την ίδια·

–        επικουρικώς, να τροποποιήσει τα άρθρα 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως ακυρώνοντας ή μειώνοντας ουσιωδώς το πρόστιμο που της επιβλήθηκε·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

39      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Α       Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

40      Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από πλάνες περί το δίκαιο και πλάνες εκτιμήσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην επίμαχη παράβαση. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από πλάνες περί το δίκαιο και πλάνες εκτιμήσεως της Επιτροπής στο στάδιο του υπολογισμού του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα.

1.     Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από πλάνες περί το δίκαιο και πλάνες εκτιμήσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην παράβαση μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1996 και 9 Φεβρουαρίου 2000

41      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποδεικνύουν με επαρκή βεβαιότητα ότι η ίδια μετέσχε στην επίμαχη παράβαση. Ο ως άνω πρώτος λόγος υποδιαιρείται σε δύο σκέλη. Η Επιτροπή δεν απέδειξε, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα μετέσχε ευθέως στην επίμαχη παράβαση, μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1996 και 9 Φεβρουαρίου 2000, και, δεύτερον, ότι μετέσχε σε μια ενιαία και διαρκή παράβαση καλύπτουσα το σύνολο του ΕΟΧ.

 α)     Επιχειρήματα των διαδίκων

42      Κατά την προσφεύγουσα, η δέσμη ενδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή για να της καταλογίσει την επίμαχη παράβαση στηρίζεται στα ακόλουθα τρία είδη αποδείξεων. Το πρώτο έγκειται στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα παραδέχθηκε ότι μετέσχε στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 μαζί με τις EKA, FC και Arkema France. Το δεύτερο στηρίζεται στα χειρόγραφα σημειώματα του S. (της FC) [στο εξής: σημειώματα του S. (της FC)]. Το τρίτο στοιχείο στηρίζεται στις δηλώσεις EKA του 2003 και του 2006. Όμως, κανένα από τα τρία αυτά αποδεικτικά στοιχεία, εξεταζόμενο ατομικά ή από κοινού με τα άλλα, δεν αποδεικνύει, αποκλειομένης κάθε εύλογης αμφιβολίας, ότι η ίδια έλαβε μέρος σε αθέμιτη σύμπραξη.

43      Πρώτον, όσον αφορά την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη συμμετοχή της σε αυτήν. Επρόκειτο, κατά την προσφεύγουσα, για μια καθαρά ανεπίσημη συνάντηση, στον διάδρομο ενός ξενοδοχείου. Υπενθυμίζει ωστόσο ότι, όπως προκύπτει από τα σημειώματα του S. (της FC), όπως αυτά περιλαμβάνονται στη σελίδα 1159 του φακέλου της Επιτροπής, οι πρωτοστάτες της συμπράξεως ζήτησαν από τον υπάλληλο της προσφεύγουσας να αποχωρήσει λίγο χρόνο αργότερα αφού είχε σχηματιστεί η ομάδα. Επομένως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι μετέσχε μερικώς σε μία μόνη σύσκεψη επί συνόλου 72 επαφών με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, τις οποίες διαπίστωσε η Επιτροπή μεταξύ των μελών της συμπράξεως δεν δικαιολογεί το να της καταλογίζεται συμμετοχή στις πολύ πιο περίπλοκες συσκέψεις μεταξύ των λοιπών αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες διεξάγονταν πολύ συχνά.

44      Δεύτερον, όσον αφορά τις αποδείξεις που ανάγονται στην επίμαχη περίοδο της παραβάσεως οι οποίες στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC), αποτελούνται αποκλειστικά από τρεις έμμεσες αναφορές στην προσφεύγουσα παρατιθέμενες στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, αφενός, τόσο από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη όσο και από την αιτιολογική σκέψη 352 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι οι ως άνω τρεις αναφορές που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC) συνιστούν τις μόνες αποδείξεις που ανάγονται στην επίμαχη περίοδο των πραγματικών περιστατικών οι οποίες ενοχοποιούν την προσφεύγουσα. Αφετέρου, από το περιεχόμενο της αιτιολογικής σκέψεως 352 της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι η ίδια η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί με βεβαιότητα ότι οι άλλες πληροφορίες που στηρίζονταν στα σημειώματα του S. (της FC) όσον αφορά την προσφεύγουσα προέρχονταν απευθείας από την τελευταία.

45      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι οι άλλες δηλώσεις που περιλαμβάνονται στα αιτήματα υπαγωγής στην ανακοίνωση περί συνεργασίας, στις οποίες η Επιτροπή επιχειρεί με τα υπομνήματά της να προσδώσει υπεροχή έναντι των τριών αναφορών περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μπορούν να ερμηνευθούν διαφορετικά έναντι αυτού που προτείνει η Επιτροπή και δεν παρέχουν τη δυνατότητα να συναχθεί ότι η προσφεύγουσα μετέσχε σε μια ενιαία και διαρκή παράβαση. Τέλος, η Επιτροπή στηρίζεται επίσης σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία περί των οποίων, αφενός, δεν γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση και, αφετέρου, τα οποία δεν αποδεικνύουν καμία υπαιτιότητα της προσφεύγουσας, πράγμα το οποίο εξηγεί το ότι αυτά δεν περιελήφθησαν στην εν λόγω απόφαση. Πιο συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή διατείνεται, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η απόφαση βασίζεται όχι μόνο στις τρεις αναφορές που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά και σε άλλες αναφορές στην ίδια την προσφεύγουσα, περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC). Η προσφεύγουσα φρονεί ότι τούτο ισοδυναμεί με το να λογίζεται ότι κάθε αναφορά του ονόματός της πρέπει να ερμηνεύεται ως άμεσο στοιχείο σε βάρος της. Όμως, μολονότι η Επιτροπή επικαλείται το «σαφές περιεχόμενο της [προσβαλλομένης] αποφάσεως», όσον αφορά τις άλλες αυτές αναφορές που αντλούνται από τα σημειώματα του S. (της FC), για να ενοχοποιήσει την προσφεύγουσα, η τελευταία φρονεί, αντιθέτως, ότι είτε αποτελούν απαλλακτικά υπέρ αυτής αποδεικτικά στοιχεία είτε ότι δεν αποδεικνύουν ότι μετέσχε στην επίμαχη παράβαση.

46      Τέλος, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, αντιθέτως προς όσα προκύπτουν από την αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αυτή αναφέρει ότι, στο βαθμό που οι άλλες πληροφορίες που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC) μπορούν να προέρχονται από τρίτους και όχι από την προσφεύγουσα, «θα ληφθ[ούν] υπόψη στο πλαίσιο της διάρκειας της παραβάσεως για την οποία [η προσφεύγουσα] φέρει ευθύνη», η Επιτροπή δεν τροποποίησε τον εκ μέρους της υπολογισμό της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση σε σχέση με εκείνον που περιλαμβανόταν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Εξ αυτού συνάγει ότι η διάρκεια την οποία δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ανταποκρίνεται ορθώς στην έκταση της προβαλλόμενης συμμετοχής της στην επίμαχη παράβαση και ότι δεν αποτέλεσε το αντικείμενο προσαρμογών ή παραχωρήσεων εκ μέρους της Επιτροπής, προκειμένου να προσαρμοστεί προς τα αποδεικτικά στοιχεία.

47      Η πρώτη αναφορά στην προσφεύγουσα, στην οποία στηρίζεται η αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφορά μια τηλεφωνική επικοινωνία, στις 16 Δεκεμβρίου 1996, μεταξύ S. (της FC) και S. (της EKA), κατά την οποία ο πρώτος έκανε λόγο για μια συνομιλία του με την προσφεύγουσα περί των τιμών στην Ισπανία. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι αυτή η πρώτη αναφορά δεν αποδεικνύει, αποκλειομένης κάθε εύλογης αμφιβολίας επί του σημείου αυτού, ότι η ίδια μετέσχε σε σύμπραξη. Πράγματι, αφενός, ο εμπλεκόμενος υπάλληλος αρνήθηκε ότι είχε επαφή με τον S. (της FC) εκτός των επισήμων γενικών συνελεύσεων του CEFIC. Αφετέρου, αντικείμενο της αναφοράς αυτής είναι μόνον η ύπαρξη συνομιλίας με την EKA σχετικά με την προσφεύγουσα. Τέλος, από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προσφεύγουσα έλαβε μέρος σε συμφωνία περί των τιμών κατά τη διάρκεια της περιόδου διαπραγματεύσεων που προηγήθηκε της υπογραφής των συμβάσεων για το χλωρικό νάτριο για το πρώτο τρίμηνο του 1997. Αν η προσφεύγουσα είχε μετάσχει σε σύμπραξη την περίοδο εκείνη, τα σημειώματα του S. (της FC) θα έκαναν λόγο περί τούτου πιο συχνά, και μάλιστα όχι μόνο με έμμεσο τρόπο.

48      Η δεύτερη αναφορά στην προσφεύγουσα περιλαμβάνεται σε τηλεφωνική επικοινωνία, της 4ης Δεκεμβρίου 1998, μεταξύ S. (της FC) και S. (της EKA), κατά τη διάρκεια της οποίας ο τελευταίος έκανε λόγο για μια συνομιλία που είχε με την Arkema France περί των τιμών στην Πορτογαλία. Από την τελευταία αυτή συνομιλία προκύπτει ότι η Arkema France υπέδειξε στον S. (της EKA) να απευθυνθεί σε έναν υπάλληλο της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το εν λόγω απόσπασμα δεν αποτελεί ένδειξη ότι η ίδια μετέσχε στη σύμπραξη και ότι, αντιθέτως, αφήνει ενδεχομένως να εννοηθεί ότι ζητήθηκε από την προσφεύγουσα να μην μειώσει τις τιμές της. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι το αίτημα υπαγωγής στην ανακοίνωση περί συνεργασίας της Arkema France [που υποβλήθηκε κατά την ακρόαση του L. (της Arkema France) στις 24 Σεπτεμβρίου 2004] δεν περιλαμβάνει καμία μνεία της προσφεύγουσας στο πλαίσιο των συζητήσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ μέσων Μαΐου 1998 και Μαΐου 2000. Εξάλλου, το απόσπασμα αυτό περιλαμβάνει δήλωση της Arkema France, που ήταν άμεση ανταγωνίστρια της FC. Επομένως, η προσφεύγουσα υποθέτει ότι, όταν η Arkema France συνομίλησε με τον S. (της EKA), η πρώτη μπορούσε να έχει συμφέρον, ως επιθετική ανταγωνίστρια της FC, να την κάνει να πιστέψει ότι οι τιμές δεν θα μειώνονταν και ότι η FC όφειλε να διατηρήσει το επίπεδο του προηγουμένου έτους. Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά τη διάρκεια του έτους 1998, μείωσε τις τιμές της πωλήσεως χλωρικού νατρίου στην Πορτογαλία. Επομένως, όχι μόνον η δεύτερη αναφορά δεν αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα μετέσχε σε συζητήσεις κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, αλλά, επιπλέον, αποτελεί απαλλακτικό στοιχείο υπέρ αυτής, καθόσον από αυτό μπορεί να συναχθεί ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εναρμονίσει τη συμπεριφορά της προς εκείνη των μελών της συμπράξεως.

49      Η τρίτη αναφορά στην προσφεύγουσα περιέχεται σε τηλεφωνική επικοινωνία της 9ης Δεκεμβρίου 1999, μεταξύ S. (της FC) και L. (της Arkema France), κατά τη διάρκεια της οποίας ένας από τους δύο αυτούς συνομιλητές δήλωσε ότι είχε συνομιλία με την προσφεύγουσα. Όμως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι κάποιος είχε συνομιλία μαζί της δεν σημαίνει καθαυτό ότι η ίδια είχε επιδείξει αθέμιτη συμπεριφορά. Πράγματι, επειδή έδιδε την εικόνα επιχειρήσεως που αρνείτο να συνεργαστεί, ενδέχεται τα άλλα μέλη της συμπράξεως να είχαν ανάγκη να έχουν συνομιλία μαζί της για «να την προσελκύσουν να συμπράξει μαζί τους». Εξάλλου, η προσφεύγουσα παρατηρεί εκ νέου ότι η τρίτη αυτή αναφορά διαψεύδεται από τις δηλώσεις στις οποίες προέβη κατά την ακρόασή του ο L. (της Arkema France), με τις οποίες δεν αναφέρει πλέον την προσφεύγουσα ως επιχείρηση που μετέσχε στη σύμπραξη μεταξύ μέσων Μαΐου 1998 και Μαΐου 2000.

50      Τρίτον, όσον αφορά τις δηλώσεις της EKA του 2003 και του 2006, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, κατά την Επιτροπή, εξηγούν «την ανάμιξη της προσφεύγουσας όσον αφορά τους πελάτες από την Ισπανία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία». Ωστόσο, η FC και η Arkema France δεν διατυπώνουν καμία τέτοια κατηγορία.

51      Πρώτον, όσον αφορά τις δηλώσεις της EKA του 2003, από αυτές προκύπτει ότι οι κύριοι μετέχοντες στη σύμπραξη ήταν η EKA, η FC και η Arkema France. Η προσφεύγουσα φέρεται ότι μετέσχε στις συμφωνίες σε μικρότερο βαθμό. Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 358 της προσβαλλομένης αποφάσεως και στη σχετική με αυτήν υποσημείωση 391, η Επιτροπή αναφέρεται ειδικά στις δηλώσεις της EKA του 2003. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα παραθέτει και σχολιάζει τρία αποσπάσματα των δηλώσεων που αφορούν αντιστοίχως την Ισπανία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία. Τα ως άνω τρία αποσπάσματα είναι ουσιώδη χωρία της δηλώσεως της EKA που επεξηγούν τον ισχυρισμό της τελευταίας ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στη σύμπραξη σε συνάρτηση με τη θέση της και με τα συμφέροντά της στην αγορά των πελατών από την Ισπανία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία.

52      Όσον αφορά το πρώτο απόσπασμα, που αφορά την Ισπανία, από αυτό προκύπτει ότι η EKA δήλωσε ειδικότερα ότι «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]». Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, αν έχανε μερίδια αγοράς στην Ισπανία, θα ήταν φυσικό να επιχειρήσει να βρει πελάτες στις γειτονικές αγορές, όπως αυτές της Γαλλίας ή της Πορτογαλίας. Πρόκειται για μια κανονική συμπεριφορά σε μια αγορά όπου λειτουργεί ο ανταγωνισμός. Κατά συνέπεια, είναι δυνατή μια ερμηνεία διαφορετική από αυτήν που ακολούθησε η Επιτροπή, σύμφωνη προς μια κανονική συμπεριφορά στην αγορά.

53      Όσον αφορά το δεύτερο απόσπασμα, που αφορά τη Γαλλία, από αυτό προκύπτει ότι η EKA είχε δηλώσει ειδικότερα ότι «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]». Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στηρίζεται στη δήλωση αυτή για να συναγάγει την ύπαρξη διμερών συμφωνιών στη Γαλλία επί των όγκων πωλήσεων μεταξύ Arkema France και άλλων παραγωγών πλην της EKA. Επομένως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η δήλωση αυτή της EKA στηρίζεται αποκλειστικά σε φήμες, καθόσον διατείνεται ότι η προσφεύγουσα μετείχε σε συμφωνίες στις οποίες δεν είχε λάβει μέρος η EKA. Κατά συνέπεια, οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη δήλωση αυτή μπορούν να προέρχονται μόνον από τρίτους όπως η Arkema France. Όμως, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η Arkema France, όταν υπέβαλε αίτημα για την υπαγωγή στην ανακοίνωση περί συνεργασίας, δεν ανέφερε καμία χωριστή συμφωνία με την προσφεύγουσα. Η δήλωση τρίτου που κάνει λόγο για την ύπαρξη μιας συμφωνίας η οποία «κατά πάσα πιθανότητα» είχε συναφθεί με άλλους παραγωγούς δεν μπορεί να στηρίξει πεποίθηση όσον αφορά την ύπαρξη μιας τέτοιας συμφωνίας. Επομένως, το απόσπασμα αυτό της δηλώσεως της EKA δεν είναι αρκούντως σαφές για να στηρίξει την εμπλοκή της προσφεύγουσας στη διάπραξη της επίμαχης παραβάσεως.

54      Όσον αφορά το τρίτο απόσπασμα, που αφορά την Πορτογαλία, από αυτό προκύπτει ότι η EKA είχε δηλώσει ειδικότερα ότι «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]». Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν αντιλαμβάνεται πώς η δήλωση αυτή μπορεί να συνιστά απόδειξη σε βάρος της, ενώ περιέχει στοιχεία σε βάρος μόνον της EKA, της Arkema France και της FC όσον αφορά τη συμφωνία επί των όγκων πωλήσεων.

55      Δεύτερον, όσον αφορά τις δηλώσεις της EKA του 2006, αυτές αποτελούν απάντηση σε αίτημα της Επιτροπής. Όμως, η προσφεύγουσα διατείνεται και εμμένει επί των ισχυρισμών της, παρά τα επιχειρήματα που προβάλλει προς αντίκρουσή της η Επιτροπή, ότι οι δηλώσεις αυτές του 2006 διορθώνουν ορισμένα σφάλματα, ή και διαψεύδουν ορισμένους ισχυρισμούς, περιλαμβανόμενους στις προηγούμενες δηλώσεις της EKA και, ειδικότερα, εκείνους του 2003. Έτσι, με τις δηλώσεις της του 2006, η EKA ανέφερε ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει σε μια μόνη σύσκεψη και όχι σε πέντε. Ακόμη, η EKA δεν ανέφερε ότι η προσφεύγουσα και η Arkema France είχαν κατανείμει τα μερίδιά τους στην αγορά της Γαλλίας στο πλαίσιο χωριστής συμφωνίας. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, όσον αφορά την ισπανική αγορά, η νέα δήλωση της EKA επιρρωννύει την άποψή της κατά την οποία ο τρόπος συμπεριφοράς που περιγράφει η Επιτροπή ήταν απολύτως φυσικός. Ομοίως, οι δηλώσεις της EKA του 2006 δεν περιέχουν καμία συγκεκριμένη αναφορά στην προσφεύγουσα σχετικά με τις αγορές της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Γαλλίας. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μολονότι η EKA δήλωσε ότι η προσφεύγουσα μετείχε στις συμφωνίες, δεν προσκόμισε επ’ αυτού κανένα συγκεκριμένο στοιχείο. Παρατηρεί ότι, ενώ οι δηλώσεις της EKA αδίκως εμπλέκουν την προσφεύγουσα λόγω της συμμετοχής της σε πέντε συσκέψεις, η Επιτροπή παρέλειψε να τις λάβει υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση. Το ότι απλώς έγινε μνεία του ονόματός της αποτελεί απαλλακτικό στοιχείο υπέρ της προσφεύγουσας, καθόσον τούτο συνεπάγεται ότι η EKA και η FC είχαν αποφασίσει να μην αυξήσουν τις τιμές τους σε περίπτωση που η προσφεύγουσα, η Arkema France και η [EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ] δεν θα τις ακολουθούσαν.

56      Η προσφεύγουσα συνάγει εξ αυτού ότι οι ανακολουθίες μεταξύ των δηλώσεων της EKA του 2003 και του 2006 δημιουργούν ακόμη περισσότερες αμφιβολίες για την ακρίβειά τους και για την αποδεικτική αξία τους. Επομένως, δεν μπορούν να στηρίξουν την ακλόνητη πεποίθηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τη διάπραξη παραβάσεως από την προσφεύγουσα. Επιπλέον, οι δηλώσεις αυτές ουδόλως κάνουν λόγο περί συσκέψεων ή τηλεφωνικών συνομιλιών με την προσφεύγουσα. Επομένως, είναι ανεπαρκείς για να καταλογιστεί στην προσφεύγουσα ευθύνη για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

57      Εξάλλου, τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή δέχθηκε, ως ημερομηνία λήξεως της προβαλλόμενης συμμετοχής της στη σύμπραξη, την 9η Φεβρουαρίου 2000. Πράγματι, από τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει μόνον ότι η προσφεύγουσα παρέστη στη επίσημη σύσκεψη του CEFIC της 9ης Φεβρουαρίου 2000, πράγμα το οποίο η ίδια δεν αμφισβητεί. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα μετέσχε σε παράνομη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο περιθώριο της συσκέψεως του CEFIC της 9ης Φεβρουαρίου 2000 (στο εξής: παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000). Έτσι, πρώτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η δήλωση του S. (της EKA) κατά τη διάρκεια της παράνομη συσκέψεως της 9ης Φεβρουαρίου 2000, όσον αφορά την άρνηση της EKA να μετάσχει σε κάθε νέα συζήτηση με τους ανταγωνιστές, δεν αποδεικνύει επαρκώς τη δική της συμμετοχή στην εν λόγω σύσκεψη. Δεύτερον, ισχυρίζεται, αφενός, ότι ούτε η Arkema France ούτε η FC έκαναν λόγο για μια τέτοια δήλωση και, αφετέρου, ότι ο υπάλληλός της επιβεβαίωσε ότι δεν άκουσε τη δήλωση αυτή. Τρίτον, οι συζητήσεις της 20ής, 21ης και 24ης Ιανουαρίου 2000, στις οποίες παραπέμπει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 283 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορούν να λογίζονται ως αποδείξεις σε βάρος της προσφεύγουσας ή ως ικανές να βεβαιώσουν τη συμμετοχή της στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000. Τέταρτον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι από το παράρτημα I της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η ίδια δεν κατονομάζεται ως μετέχουσα στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000 και το γεγονός αυτό ότι δεν αναφέρεται το όνομά της δεν μπορεί να προκύπτει απλώς από τυπογραφικό σφάλμα.

58      Συμπερασματικά, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση σε βάρος της δεν είναι αρκούντως συγκεκριμένα και επαληθευμένα για να στηρίξουν την ακλόνητη πεποίθηση της Επιτροπής ότι αυτή μετείχε στην επίμαχη παράβαση.

59      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρώτον, λαμβανομένης υπόψη της αρχής κατά την οποία η αμφιβολία λαμβάνεται υπόψη υπέρ του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι υφίστανται εν προκειμένω αμφιβολίες όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, η Επιτροπή όφειλε να μην της καταλογίσει τη συμμετοχή στην επίμαχη παράβαση.

60      Δεύτερον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι σήμερα έχει διευρυνθεί η αρμοδιότητα που έχει η Επιτροπή προκειμένου να διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ. Έτσι, ο κανονισμός 1/2003 της παρέχει νέες και ευρύτερες εξουσίες. Επιπλέον, τα νέα προγράμματα επιεικείας τής παρέχουν πλέον τη δυνατότητα να συλλέγει ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία. Ακόμη, η τεχνολογική πρόοδος στον τομέα της πληροφορικής παρέχει επίσης τη δυνατότητα στην Επιτροπή να προβαίνει σε περίπλοκες ηλεκτρονικές έρευνες. Τέλος, η προσφεύγουσα σημειώνει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν έκρινε αναγκαίο να εμβαθύνει την έρευνά της και, στο πλαίσιο αυτό, να προβεί σε επιτόπιο έλεγχο στα γραφεία της ή σε εκείνα άλλων εταιριών αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως.

61      Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω διευρυμένων αρμοδιοτήτων, η Επιτροπή όφειλε να στηριχθεί σε αρκούντως βέβαια αποδεικτικά στοιχεία. Εν προκειμένω, επειδή δεν συνέβη κάτι τέτοιο, η Επιτροπή έπρεπε να απαλλάξει την προσφεύγουσα λόγω των υφισταμένων αμφιβολιών, όπως έπραξε εξάλλου σχετικά με άλλους μικρούς παραγωγούς των οποίων η κατάσταση ήταν παρόμοια προς αυτή της προσφεύγουσας. Επομένως, η Επιτροπή δεν έπρεπε να της καταλογίσει συμμετοχή στην επίμαχη παράβαση ούτε να της επιβάλει πρόστιμο. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, ενώ το επίπεδο πληροφοριών που αντάλλασσαν οι τρεις κύριοι παραγωγοί σχετικά με [EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ] ήταν παρόμοιο με αυτό των πληροφοριών που αντάλλασσαν σχετικά με την προσφεύγουσα, η Επιτροπή αποφάσισε να επιβάλει πρόστιμο αποκλειστικά στην ίδια. Η προσφεύγουσα συνάγει εξ αυτού ότι η Επιτροπή παρέβη την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

62      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων που προβάλλει η προσφεύγουσα.

63      Υποστηρίζει ότι από τις αποδείξεις που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην επίμαχη παράβαση. Υπενθυμίζει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι τριών ειδών, ήτοι, αφενός, δηλώσεις μελών της συμπράξεως που ενοχοποιούν την προσφεύγουσα, αφετέρου, άφθονα σημειώματα που ανάγονται στην επίμαχη περίοδο συνταχθέντα από τον S. (της FC) και, τέλος, η ομολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά τη συμμετοχή της στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, ομολογία που επιβεβαιώνεται από άλλες αποδείξεις αφορώσες τη σύσκεψη αυτή.

64      Πρώτον, όσον αφορά τις δηλώσεις των μελών της συμπράξεως, η Επιτροπή παρατηρεί ότι έγιναν λίγο μετά τη λήξη της συμπράξεως και ότι έχουν ως χαρακτηριστικό ότι συμφωνούν σε πολύ μεγάλο βαθμό μεταξύ τους, καθώς και με τα συνταχθέντα κατά την επίμαχη περίοδο σημειώματα του S. (της FC). Προσθέτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι εταιρίες που ζήτησαν να υπαχθούν στην ανακοίνωση περί συνεργασίας δεν έχουν οπωσδήποτε λόγους να καταθέτουν αλλοιωμένα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τους άλλους μετέχοντες στη σύμπραξη.

65      Δεύτερον, όσον αφορά τα συνταχθέντα κατά την επίμαχη περίοδο σημειώματα του S. (της FC), η Επιτροπή αμφισβητεί τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι, σε σχέση με την αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μόνον τρία αποσπάσματα των σημειωμάτων του S. (της FC) ελήφθησαν υπόψη για να ενοχοποιηθεί η προσφεύγουσα, οπότε κάθε άλλη αναφορά μπορούσε να αγνοηθεί. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, Επιπλέον των τριών αποσπασμάτων στα οποία επικεντρώνει την προσοχή της η προσφεύγουσα, στηρίχθηκε επανειλημμένα σε άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) και, στο πλαίσιο αυτό, παραθέτει ως παράδειγμα τις αιτιολογικές σκέψεις 150, 220, 229, 256, 305, 319 και 347 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή σημειώνει ότι, στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, η προσφεύγουσα απλώς περιόρισε τις επικρίσεις της, όσον αφορά τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία επί της ουσίας, στο απόσπασμα των σημειωμάτων του S. (της FC) που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 150, και μάλιστα παραθέτοντάς το αλλοιωμένο και αποσπώντας το από τα συμφραζόμενά του. Όσον αφορά τις έξι άλλες αιτιολογικές σκέψεις, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει μεν ότι αυτές περιλαμβάνουν παρατηρήσεις που την ενοχοποιούν απευθείας, διατείνεται εντούτοις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν την αναφέρει στο μέρος που περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις των πραγματικών περιστατικών που αφορούν το έτος 1997. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός είναι εσφαλμένος και η Επιτροπή θεμιτώς συνήγαγε, στο στάδιο του υπομνήματος αντικρούσεως, ότι το 1997 υπήρχαν τακτικές τηλεφωνικές επαφές μεταξύ της προσφεύγουσας και των μελών της συμπράξεως.

66      Η αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως καταρρίπτει τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα για να βεβαιώσει τη μη συμμετοχή της στη σύμπραξη και δεν πρέπει να συγχέεται με άλλες αιτιολογικές σκέψεις, όπως οι αιτιολογικές σκέψεις 305 και 319, όπου η Επιτροπή ανέπτυξε πλήρως τα επιβαρυντικά για την προσφεύγουσα επιχειρήματα. Ακόμη, η Επιτροπή έδωσε ιδιαίτερο βάρος στις τρεις αυτές αναφορές περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349, διότι, αφενός, πρόκειται για ιδιαιτέρως πειστικά και, επομένως, ουσιώδη στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην επίμαχη παράβαση, ήτοι σε μια ενιαία και διαρκή παράβαση ευρωπαϊκών διαστάσεων, αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τις ως άνω δηλώσεις, ενώ οι αποδείξεις αυτές που ανάγονται στην επίμαχη περίοδο των πραγματικών περιστατικών την ενοχοποιούν κατά τρόπο ιδιαίτερα έντονο, χωρίς ωστόσο να είναι τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλεξε η Επιτροπή.

67      Τρίτον, όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή διατείνεται ότι με αυτήν προέβη σε σαφή διάκριση μεταξύ των διαφόρων αποσπασμάτων των σημειωμάτων του S. (της FC), σε συνάρτηση με την αποδεικτική τους αξία, προκειμένου ιδίως να προσδιορίσει τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση. Όμως, με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη 352 εξέθεσε ότι, αν είχε περιοριστεί στις άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα πλην εκείνων περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349, θα αντιμετώπιζε δυσχέρειες για να αποδείξει πειστικά τη συμμετοχή στη σύμπραξη. Επομένως, για τον λόγο αυτόν αποφάσισε να μην τις λάβει υπόψη για να διευρύνει τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη. Ωστόσο, ακόμα και αν οι άλλες αυτές αναφορές στην τελευταία δεν παρέχουν καθαυτές αποφασιστικά στοιχεία, αποτελούν τουλάχιστον μέρος ενός συνόλου συμπτώσεων και ενδείξεων στις οποίες η Επιτροπή δικαίως μπορούσε να στηρίξει την ανάλυσή της όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη.

68      Στο στάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως, πάντοτε όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα αγνοεί τις αιτιολογικές σκέψεις 305 και 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αναφέρουν ρητώς τα άλλα αποσπάσματα των σημειωμάτων του S. (της FC) ως αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος της. Επίσης, παραλείπει να λάβει υπόψη τις αιτιολογικές σκέψεις 357 και 358 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή στήριξε τις αιτιάσεις της κατά της προσφεύγουσας στα σημειώματα του S. (της FC), λαμβανόμενα υπόψη στο σύνολό τους, και δεν περιορίστηκε στις τρεις αναφορές περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της εν λόγω αποφάσεως. Κατά την Επιτροπή, από τη νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι κάποιες πληροφορίες παρέχονται εμμέσως ή ότι έχουν δευτερεύουσα αξία δεν έχει καμία επίπτωση όσον αφορά τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεώς τους ως αποδεικτικών στοιχείων. Οι αποδείξεις που ανάγονται στην επίμαχη περίοδο της παραβάσεως, οι οποίες αποτελούνται από τα σημειώματα του S. (της FC), επιβεβαιώνουν τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου που ενοχοποιούν την προσφεύγουσα και έγιναν ευρέως δεκτές από τους διαδίκους, περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας.

69      Τέλος, η αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν περιλαμβάνει καμία υπόσχεση περί τροποποιήσεως της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, σε σχέση με εκείνη που έγινε δεκτή στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Εξάλλου, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνει υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τα ίδια με εκείνα που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

70      Τέταρτον, η Επιτροπή εκθέτει, αρχικά, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε γενικού χαρακτήρα αποδείξεις που παρέσχαν η EKA, η Arkema France και η FC, από τις οποίες προκύπτουν κατηγορηματικά η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη και τα χαρακτηριστικά στοιχεία της συμπράξεως αυτής.

71      Στη συνέχεια, η Επιτροπή απαριθμεί ορισμένες συγκεκριμένες αποδείξεις περί των επαφών μεταξύ της προσφεύγουσας και των άλλων μελών της συμπράξεως.

72      Πρώτον, από τα σημειώματα του S. (της FC), σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία του της 16ης Δεκεμβρίου 1996 με τον S. (της EKA), προκύπτει ότι ο πρώτος είχε, προηγουμένως, συνομιλία με την προσφεύγουσα. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε την απόδειξη αυτή με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Επιπλέον, αμφισβητεί τα επιχειρήματα που προβάλλει τώρα η προσφεύγουσα κατά της ως άνω αποδείξεως.

73      Δεύτερον, όσον αφορά τις αποδείξεις που αφορούν το ημερολογιακό έτος 1997, η Επιτροπή φρονεί ότι από τα συνταχθέντα κατά την επίμαχη περίοδο αποσπάσματα των σημειωμάτων του S. (της FC), με ημερομηνία 10 και 14 Ιανουαρίου 1997, προκύπτει πόσο ενοχλήθηκε η προσφεύγουσα από τις προσπάθειες της FC να αποσπάσει ευρύτερο μερίδιο της αγοράς στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Ομοίως, από ένα σημείωμα του S. (της FC) της 14ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με διμερή σύσκεψη της ίδιας ημέρας μεταξύ EKA και FC, που πραγματοποιήθηκε στο Turku (Φινλανδία) (στο εξής: σύσκεψη του Turku ή σύσκεψη του Turku της 14ης Οκτωβρίου 1997), προκύπτει ότι η FC και η EKA δυσκολεύονταν να εξηγήσουν, ειδικότερα στην προσφεύγουσα, ότι ήταν αναγκαία μια αύξηση των τιμών κατά 1,5 % προς αντιστάθμιση του πληθωρισμού. Πάντοτε σχετικά με τη σύσκεψη αυτή του Turku, από μια δήλωση της EKA προκύπτει ότι, λόγω της αυξήσεως των πωλήσεων της FC στην Ισπανία, υπήρχε κίνδυνος αντιμέτρων εκ μέρους των Ισπανών παραγωγών και ότι η EKA και η FC συμφώνησαν να μην αυξήσουν τις τιμές τους σε περίπτωση που, ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν θα τις ακολουθούσε.

74      Τρίτον, όσον αφορά την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η προσφεύγουσα παραδέχθηκε ότι παρέστη στη σύσκεψη αυτή. Από τα σημειώματα του S. (της FC) προκύπτει ότι τα μέρη συζήτησαν για την αγορά χλωρικού νατρίου εντός διαφόρων χωρών, καθώς και για τα μερίδια της αγοράς και τις τιμές. Αρχικά, η Επιτροπή, με τα υπομνήματά της, υποστήριξε ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν μπορεί να συναχθεί ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύσκεψη αυτή ήταν ένα νέο ή εξαιρετικό στοιχείο. Εντούτοις, στη συνέχεια, η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις της επί της εκθέσεως ακροατηρίου, αναγνώρισε ρητώς ότι η συμμετοχή αυτή της προσφεύγουσας ήταν ένα νέο στοιχείο. Όμως η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η ίδια μετέσχε στη σύσκεψη αυτή με διαφορετικό τρόπο έναντι εκείνου των άλλων μελών της συμπράξεως και ότι έλαβε δημοσίως αποστάσεις από αυτήν. Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας όσον αφορά τον ανεπίσημο χαρακτήρα της συσκέψεως διαψεύδεται, αφενός, από το γεγονός ότι είχε διοργανωθεί πολλές εβδομάδες νωρίτερα και, αφετέρου, από τα λεπτομερή σημειώματα του S. (της FC). Αντιθέτως προς όσα πεπλανημένα αντιλήφθηκε η προσφεύγουσα, από την αιτιολογική σκέψη 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα μέρη συζήτησαν διεξοδικά (και όχι αποκλειστικά) για το Βέλγιο, την Ισπανία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία. Από τα σημειώματα του S. (της FC) δεν προκύπτει ότι οι πρωτοστάτες της συμπράξεως ζήτησαν από την προσφεύγουσα να αποχωρήσει. Αντιθέτως, τα σημειώματα του S. (της FC) δείχνουν ότι η εξέταση των αγορών στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία διεκόπη από συζητήσεις σχετικές με άλλες αγορές κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της συσκέψεως, οπότε είναι πιθανό ότι η προσφεύγουσα ήταν παρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια της συσκέψεως. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το παράρτημα I της προσβαλλομένης αποφάσεως περιορίζεται κατ’ ανάγκη στις επαφές για τις οποίες η ίδια εγνώριζε με βεβαιότητα την ημερομηνία κατά την οποία αυτές έλαβαν χώρα, οπότε υφίσταντο και άλλες επαφές, που πιστοποιούνται από αποδεικτικά στοιχεία, αλλά χωρίς τη μνεία μιας συγκεκριμένης ημερομηνίας, που ενοχοποιούν την προσφεύγουσα.

75      Τέταρτον, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1998 οι L. (της Arkema France) και S. (της FC) συνομίλησαν επανειλημμένα τηλεφωνικώς σχετικά με το μερίδιο της αγοράς της προσφεύγουσας στην Πορτογαλία.

76      Πέμπτον, όσον αφορά την τηλεφωνική επαφή της 4ης Δεκεμβρίου 1998 μεταξύ S. (της FC) και S. (της EKA), η Επιτροπή φρονεί ότι η προσφεύγουσα δεν εξηγεί πώς τέτοιες επαφές θα μπορούσαν να υπάρξουν στο πλαίσιο των συνήθων ενεργειών των επιχειρήσεων και, κατά τα λοιπά, η τελευταία παραδέχεται ότι της ζητήθηκε να μην μειώσει τις τιμές της, πράγμα το οποίο αποτελεί αίτημα αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, το οποίο δέχθηκε η προσφεύγουσα. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από τη δήλωση του L. (της Arkema France) δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα αποχώρησε από τη σύμπραξη στο τέλος της πρώτης περιόδου μεταξύ Οκτωβρίου 1994 και μέσων του 1998, τούτο δε σε σχέση με μια προβαλλόμενη δεύτερη περίοδο μεταξύ μέσων του 1998 και Μαΐου 2000, καθόσον μάλιστα η ερμηνεία αυτή αποδυναμώνεται από πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων.

77      Έκτον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα περιορίστηκε να αναφέρει τις μειώσεις τιμών στην Πορτογαλία το 1999 και 2000, παραλείποντας να διευκρινίσει ότι οι τιμές της είχαν αυξηθεί από το 1993 μέχρι το 1997 και είχαν παραμείνει αμετάβλητες το 1998. Προσθέτει ότι η μείωση των τιμών το 1999 μπορεί να εξηγηθεί από τον πόλεμο τιμών που είχε αρχίσει στην Πορτογαλία κατόπιν συγκρούσεως σχετικά με έναν πελάτη. Εκ νέου, παρά την αποδυνάμωση της συμπράξεως το 1999, αυτή εξακολούθησε να λειτουργεί και, όπως τούτο συνάγεται από τα σημειώματα του S. (της FC) όσον αφορά τις τηλεφωνικές συνομιλίες της 16ης Ιουνίου και της 6ης, της 9ης και της 22ας Δεκεμβρίου 1999 με τον L. (της Arkema France), η προσφεύγουσα συνέχισε να μετέχει σε αυτήν. Τα ως άνω τρία σημειώματα κάνουν λόγο για την ύπαρξη άμεσης επαφής με την προσφεύγουσα και, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η τελευταία, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ίδια δεν συνεργαζόταν, έτσι ώστε τα άλλα μέλη να επιχειρήσουν να την προσελκύσουν στη σύμπραξη.

78      Έβδομον, η Επιτροπή προσθέτει ότι από τα σημειώματα του S. (της FC), όσον αφορά την τηλεφωνική του συνομιλία της 22ας Δεκεμβρίου 1999 με τον L. (της Arkema France), προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε ακόμη αθέμιτες επαφές με τους ανταγωνιστές της στο τέλος Δεκεμβρίου 1999. Ομοίως, τα σημειώματα αυτά σχετικά με τις τηλεφωνικές συνομιλίες που έλαβαν χώρα τον Ιανουάριο του 2000, όπως συνοψίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αποδεικνύουν ότι τα μέλη της συμπράξεως συνέχισαν να συντονίζουν τη στάση τους.

79      Τέλος, όγδοον, η Επιτροπή εκθέτει περαιτέρω ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν αναφέρεται ονομαστικά στο παράρτημα I της προσβαλλομένης αποφάσεως μεταξύ των μετεχόντων στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000 προκύπτει από τυπογραφικό λάθος, καθόσον, στις αιτιολογικές σκέψεις 283 και 488 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα μετείχε στη σύσκεψη αυτή. Δεν έχει σημασία το ότι η προσφεύγουσα δεν άκουσε τη δήλωση της EKA, στο περιθώριο της επίσημης συσκέψεως του CEFIC, όσον αφορά την άρνησή της να μετάσχει σε κάθε νέα συζήτηση με τους ανταγωνιστές, διότι η σύμπραξη είχε λήξει την ημερομηνία αυτή. Κατά τα λοιπά, το γεγονός ότι εκθέτει ότι δεν άκουσε τη δήλωση αυτή αποτελεί σοβαρή ένδειξη περί της συμμετοχής της στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000.

80      Τρίτον, η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας όσον αφορά τις προφορικές δηλώσεις της EKA.

81      Πρώτον, στην αιτιολογική σκέψη 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή αναφέρθηκε, συνολικά, στις δηλώσεις της EKA του 2003 και όχι στα τρία αποσπάσματα που έλαβε υπόψη η προσφεύγουσα στο δικόγραφο της προσφυγής της, σε συνάρτηση με τα συμφέροντά της.

82      Όσον αφορά το πρώτο απόσπασμα που έλαβε υπόψη της η προσφεύγουσα, το οποίο αφορά την ισπανική αγορά, η συμπεριφορά που όπως περιγράφεται θα μπορούσε να έχει η προσφεύγουσα στη γαλλική αγορά, σε περίπτωση απώλειας μεριδίων της αγοράς στην Ισπανία, δεν είναι μια συνήθης συμπεριφορά επιχειρηματία στην αγορά, αλλά αποτελεί απειλή στο πλαίσιο συμπράξεως, πράγμα το οποίο προϋποθέτει προδήλως γενική συμφωνία περί των μεριδίων της αγοράς. Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, αφενός, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν τηρεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, τα συμφωνηθέντα στο πλαίσιο της συμπράξεως δεν είναι ικανό να την απαλλάξει από την ευθύνη της όταν η επιχείρηση αυτή δεν έχει λάβει δημόσια αποστάσεις έναντι των σχετικών συμφωνιών και, αφετέρου, το γεγονός ότι παραπλάνησε συνειδητά τα άλλα μέλη της συμπράξεως δεν αίρει την ευθύνη της για τη διάπραξη της παραβάσεως.

83      Όσον αφορά το δεύτερο απόσπασμα που έλαβε υπόψη η προσφεύγουσα, το οποίο αφορά τη γαλλική αγορά, κακώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η δήλωση της EKA στηρίζεται σε φήμη που διέδωσε η ίδια η προσφεύγουσα. Πράγματι, το απόσπασμα αυτό, εξεταζόμενο στο σύνολό του, αποδεικνύει ότι η EKA είχε γνώση περί της υπάρξεως διμερούς συμφωνίας στη γαλλική αγορά.

84      Όσον αφορά το τρίτο απόσπασμα που έλαβε υπόψη η προσφεύγουσα, το οποίο αφορά την πορτογαλική αγορά, δεν μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και ούτε ενοχοποιεί ούτε απαλλάσσει την προσφεύγουσα.

85      Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι δηλώσεις της EKA του 2006 δεν διορθώνουν εκείνες του 2003. Σκοπός των πρώτων ήταν να επιβεβαιώσουν λεπτομερώς ορισμένες προγενέστερες δηλώσεις. Συμφωνούν όλες με εκείνες του 2003 που παρέχουν περισσότερες πληροφορίες. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι από τις δηλώσεις της EKA του 2006 προκύπτει ότι η EKA ανέφερε εκ νέου την προσφεύγουσα μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη, περιέγραψε λεπτομερώς πώς οι μετέχοντες αυτοί προσδιόριζαν τους στόχους τιμών και διαιρούσαν την αγορά, άφησε να εννοηθεί ότι η προσφεύγουσα μετείχε στη σύμπραξη σαφώς πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής της που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση και ότι επιβεβαίωσε ότι η προσφεύγουσα ελάμβανε αντίμετρα στη γαλλική αγορά, αντιδρώντας στις ενέργειες της FC. Οι δηλώσεις του 2006 δεν περιλαμβάνουν, επομένως, κανένα απαλλακτικό στοιχείο που να μπορεί να ληφθεί υπόψη υπέρ της προσφεύγουσας.

86      Τέταρτον, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι, επιβάλλοντας κύρωση στην προσφεύγουσα, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η προσφεύγουσα δεν βρίσκεται σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη άλλων μικρών παραγωγών χλωρικού νατρίου. Ειδικότερα, αφενός, παραδέχθηκε τη συμμετοχή της σε σύσκεψη της συμπράξεως και, αφετέρου, αντιθέτως προς τους άλλους μικρούς παραγωγούς, τα λοιπά μέλη της συμπράξεως την κατονόμασαν ως μέλος αυτής και, τέλος, τα σημειώματα του S. (της FC) που ανάγονται στην επίμαχη περίοδο της παραβάσεως παρέχουν τη δυνατότητα γνώσεως πραγματικών περιστατικών σε βάρος της, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει με τις άλλες μικρές επιχειρήσεις. Εν πάση περιπτώσει, από τη νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι ένας επιχειρηματίας βρίσκεται μεν σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη κάποιου προσφεύγοντος, αλλά η Επιτροπή δεν διαπιστώνει παράβασή του, δεν παρέχει στον προσφεύγοντα αυτόν τη δυνατότητα να απαλλαγεί από το βάρος της διαπιστώσεως της συμμετοχής του στην παράβαση που του προσάπτεται, όταν η διαπίστωση αυτή αποδεικνύεται συννόμως.

87      Η Επιτροπή εκτιμά ότι από την προβαλλόμενη δέσμη ενδείξεων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα μετείχε στην επίμαχη παράβαση και ότι, επομένως, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου.

 β)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

88      Από τα υπομνήματα των διαδίκων προκύπτει ότι αυτοί διαφωνούν, αφενός, επί του προσδιορισμού των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία η Επιτροπή στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση και, αφετέρου, επί της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών αυτών στοιχείων προς εκτίμηση της ως άνω συμμετοχής.

89      Πρώτον, επιβάλλεται να διατυπωθούν ορισμένες γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την απόδειξη, δεύτερον, να προσδιοριστούν τα αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, τρίτον, να εκτιμηθεί η αποδεικτική αξία τους και, τέταρτον, βάσει της τελευταίας αυτής εκτιμήσεως, να συναχθεί συμπέρασμα περί του αν η δέσμη ενδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση περιλαμβάνει συγκεκριμένα και διασταυρωμένα στοιχεία.

 Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την απόδειξη

90      Όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να υπομνησθεί ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδεικνύει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίζει τα στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψη 58, και της 8ης Ιουλίου 1999, C-49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I-4125, σκέψη 86).

91      Επιπλέον, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκουμένης δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, στον δικαστή της Ενώσεως εναπόκειται μόνο να ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T-67/00, T-68/00, T-71/00 και T-78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-2501, σκέψη 174).

92      Έτσι, ο ρόλος του δικαστή που επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού και επιβάλλονται πρόστιμα στους αποδέκτες της συνίσταται στην εκτίμηση του αν οι αποδείξεις και τα λοιπά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή με την απόφασή της επαρκούν προς απόδειξη της προσαπτομένης παραβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T-305/94 έως T-307/94, T-313/94 έως T-316/94, T-318/94, T-325/94, T-328/94, T-329/94 και T-335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, λεγόμενη «PVC II», Συλλογή 1999, σ. II-931, σκέψη 891).

93      Επιπλέον, τυχόν αμφιβολία του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1978, 27/76, United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 75, σκέψη 265). Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να κρίνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως όταν διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου (απόφαση του Πρωτοδικείου JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 177).

94      Πράγματι, στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη το τεκμήριο αθωότητας, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της υπογραφείσας στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, επιβεβαιωθείσα άλλωστε από το προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως και από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και από το άρθρο 47 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που υιοθετήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ C 364, σ. 1), προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ενώσεως. Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, το τεκμήριο αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (βλ., συναφώς ΕΔΔΑ, αποφάσεις Öztürk της 21ης Φεβρουαρίου 1984, σειρά A, αριθ. 73, και Lutz της 25ης Αυγούστου 1987, σειρά A, αριθ. 123-A· αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C-199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-4287, σκέψεις 149 και 150, και C-235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-4539, σκέψεις 175 και 176).

95      Έτσι, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε (βλ. επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1679, σκέψη 20, και της 31ης Μαρτίου 1993, C-89/85, C-104/85, C-114/85, C-116/85, C-117/85 και C-125/85 έως C-129/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-1307, σκέψη 127· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T-68/89, T-77/89 και T-78/89, SIV κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-1403, σκέψεις 193 σε 195, 198 έως 202, 205 έως 210, 220 έως 232, 249, 250 και 322 έως 328, και της 6ης Ιουλίου 2000, T-62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-2707, σκέψεις 43 και 72).

96      Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται αναγκαστικά στα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται προς την απαίτηση αυτή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση PVC II, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψεις 768 έως 778, ειδικότερα τη σκέψη 777, που επιβεβαιώθηκε επί του συγκεκριμένου αυτού ζητήματος από το Δικαστήριο, κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, με την απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-8375, σκέψεις 513 έως 523).

97      Επιπλέον, δεδομένου ότι είναι σε όλους γνωστή η απαγόρευση των συμφωνιών που θίγουν τον ανταγωνισμό, δεν μπορεί να επιβάλλεται στην Επιτροπή να προσκομίζει αποδείξεις που πιστοποιούν ρητά τις συνεννοήσεις μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρηματιών. Τα αποσπασματικά και διάσπαρτα στοιχεία που διαθέτει ενδεχομένως η Επιτροπή μπορούν σε κάθε περίπτωση να συμπληρωθούν με τη συναγωγή συμπερασμάτων που καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση των κρίσιμων περιστατικών. Η ύπαρξη πρακτικής ή συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μπορεί επομένως να συνάγεται από ορισμένες συμπτώσεις και ενδείξεις οι οποίες, εκτιμώμενες σφαιρικά, μπορούν να αποτελούν, ελλείψει άλλης λογικής εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψεις 55 έως 57 και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T-44/02 OP, T-54/02 OP, T-56/02 OP, T-60/02 OP και T-61/02 OP, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-3567, σκέψεις 64 και 65).

98      Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων μπορεί να γίνεται επίκληση προς απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, η αρχή που υπερισχύει σύμφωνα με το δίκαιο της Ενώσεως είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων (βλ. κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T-50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-2395, σκέψη 72).

99      Κατά συνέπεια, ενδεχόμενη έλλειψη εγγράφων αποδείξεων ασκεί επιρροή μόνο στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως της αποδεικτικής αξίας της δέσμης αποδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή. Αντιθέτως, αυτή μόνον η έλλειψη δεν έχει ως συνέπεια το ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση μπορεί βασίμως να θέσει υπό αμφισβήτηση τους ισχυρισμούς της Επιτροπής επικαλούμενη μια εναλλακτική εξήγηση των πραγματικών περιστατικών της οικείας υποθέσεως. Τούτο συμβαίνει μόνο σε περίπτωση που από τις αποδείξεις της Επιτροπής δεν παρέχεται η δυνατότητα να διαπιστωθεί η ύπαρξη της παραβάσεως χωρίς αμφιβολία και χωρίς να απαιτείται σχετική ερμηνεία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Coats Holdings και Coats κατά Επιτροπής, T-36/05, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 74).

100    Εξάλλου, καμία διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου της Ενώσεως δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται σε βάρος μιας επιχειρήσεως δηλώσεις άλλων κατηγορουμένων επιχειρήσεων. Αν δεν ίσχυε αυτό, το βάρος της αποδείξεως των ενεργειών που αντιβαίνουν προς το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, το οποίο έχει η Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασυμβίβαστο προς την αποστολή της επιβλέψεως της ορθής εφαρμογής των διατάξεων αυτών, η οποία της έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη ΕΚ (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 192).

101    Εντούτοις, δήλωση επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να λογίζεται ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν επιβεβαιώνεται και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ενώ ο απαιτούμενος βαθμός επιβεβαιώσεως των σχετικών στοιχείων μπορεί να μην είναι τόσο υψηλός, λόγω της αξιοπιστίας των σχετικών δηλώσεων (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψεις 219 και 220).

102    Όσον αφορά την αποδεικτική αξία των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, το μόνο εφαρμοστέο κριτήριο προς εκτίμηση των προσκομιζομένων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους (απόφαση Dalmine κατά Επιτροπής, σκέψη 98 ανωτέρω, σκέψη 72).

103    Κατά τους γενικούς κανόνες στον τομέα της αποδείξεως, η αξιοπιστία και, επομένως, η αποδεικτική αξία εγγράφου εξαρτάται από την προέλευσή του, από τις περιστάσεις υπό τις οποίες συντάχθηκε, από τον αποδέκτη του και από το αν το έγγραφο φαίνεται λογικό και αξιόπιστο σε σχέση με το περιεχόμενό του (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T-25/95, T-26/95, T-30/95 έως T-32/95, T-34/95 έως T-39/95, T-42/95 έως T-46/95, T-48/95, T-50/95 έως T-65/95, T-68/95 έως T-71/95, T-87/95, T-88/95, T-103/95 και T-104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-491, σκέψεις 1053 και 1838).

104    Εξάλλου, όσον αφορά τις δηλώσεις, μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχουν αυξημένη αποδεικτική αξία οι δηλώσεις εκείνες οι οποίες, πρώτον, είναι αξιόπιστες, δεύτερον, πραγματοποιούνται στο όνομα μιας επιχειρήσεως, τρίτον, προέρχονται από άτομο που έχει την επαγγελματική υποχρέωση να ενεργεί προς το συμφέρον της επιχειρήσεως αυτής, τέταρτον, θίγουν τα συμφέροντα του δηλούντος, πέμπτον, προέρχονται από άμεσο μάρτυρα των εκτιθέμενων περιστατικών και, έκτον, παρασχέθηκαν εγγράφως, ηθελημένα και κατόπιν ωρίμου σκέψεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψεις 205 έως 210).

105    Επιπλέον, μολονότι επιβάλλεται γενικά κάποια δυσπιστία έναντι εκουσίων δηλώσεων των σημαντικότερων μετεχόντων σε αθέμιτη σύμπραξη, δεδομένου ότι ενδέχεται, εν προκειμένω, αυτοί να τείνουν να ελαχιστοποιούν τη σημασία της δικής τους συμμετοχής στην παράβαση και να μεγαλοποιούν εκείνη των άλλων, παρά ταύτα, το γεγονός ότι ζητείται η εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας προς απαλλαγή από το πρόστιμο ή προς μείωσή του δεν παρακινεί οπωσδήποτε τον ενδιαφερόμενο να καταθέσει αλλοιωμένα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τη συμμετοχή άλλων μελών της οικείας συμπράξεως. Πράγματι, κάθε προσπάθεια παραπλανήσεως της Επιτροπής θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την ειλικρίνεια και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος και, επομένως, να διακυβεύσει τη δυνατότητά του να επωφεληθεί πλήρως από την ανακοίνωση περί συνεργασίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Νοεμβρίου 2006, T-120/04, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-4441, σκέψη 70).

106    Πρέπει ακόμη να σημειωθεί, συναφώς, ότι οι ενδεχόμενες συνέπειες της ανακοινώσεως στην Επιτροπή αλλοιωμένων στοιχείων θα είναι ακόμη σοβαρότερες καθόσον η αμφισβητούμενη δήλωση μιας επιχειρήσεως πρέπει να επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως προκύπτει από τη σκέψη 101 ανωτέρω. Πράγματι, η περίσταση αυτή αυξάνει τον κίνδυνο να αποκαλυφθούν οι ανακριβείς δηλώσεις, τόσο από την Επιτροπή όσο και από τις άλλες επιχειρήσεις που κατηγορούνται ότι μετέσχαν στην παράβαση.

107    Η προαναφερθείσα νομολογία εφαρμόζεται, κατ’ αναλογία, στο άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ.

 Αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

108    Με γνώμονα τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 92 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, καθόσον εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει αν οι αποδείξεις και τα λοιπά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση αρκούν για να διαπιστωθεί παράβαση της προσφεύγουσας, το Γενικό Δικαστήριο, κατόπιν λεπτομερούς εξετάσεως των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να προσδιορίσει τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

109    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διοικητική διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός 1/2003, η οποία διεξάγεται ενώπιον της Επιτροπής, υποδιαιρείται σε δύο διαφορετικά και διαδοχικά στάδια, εκ των οποίων το καθένα έχει τη δική του εσωτερική λογική, ήτοι, αφενός, στο στάδιο προκαταρκτικής εξετάσεως και, αφετέρου, στο στάδιο της εκατέρωθεν ακροάσεως. Το στάδιο προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά το οποίο η Επιτροπή κάνει χρήση της προβλεπόμενης από τον κανονισμό 1/2003 ανακριτικής εξουσίας και το οποίο εκτείνεται έως την ανακοίνωση των αιτιάσεων, σκοπό έχει να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να συλλέξει όλα τα ουσιώδη στοιχεία για την επιβεβαίωση ή μη της παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού και να λάβει μια πρώτη θέση για την κατεύθυνση και τη συνέχεια της διαδικασίας. Αντιθέτως, το στάδιο της εκατέρωθεν ακροάσεως που εκτείνεται από την ανακοίνωση των αιτιάσεων μέχρι την έκδοση της τελικής αποφάσεως παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να λάβει οριστική θέση επί της προσαπτομένης παραβάσεως (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 183, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C-105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-8725, σκέψη 38).

110    Από τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 109 ανωτέρω προκύπτει ότι η εξέταση, στην οποία προβαίνει το Γενικό Δικαστήριο για να προσδιορίσει τα προβαλλόμενα αποδεικτικά στοιχεία, δεν μπορεί να αφορά παρά μόνον το μέρος του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως στο οποίο η Επιτροπή περιγράφει το στάδιο της εκατέρωθεν ακροάσεως της διοικητικής διαδικασίας. Πράγματι, μόνον αφού ακούσει, στο πλαίσιο του τελευταίου αυτού σταδίου, τις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος επί της πρώτης θέσεως που είχε λάβει η Επιτροπή κατόπιν του προκαταρκτικού ανακριτικού σταδίου, όπως εκφράζεται με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να εμμείνει ή όχι στην εν λόγω πρώτη θέση της και με τον τρόπο αυτόν να αποφανθεί οριστικώς επί της προσαπτομένης παραβάσεως.

111    Στο πλαίσιο αυτό, εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το σημείο 5.4.1.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τίτλο «Εκτίμηση και συμπέρασμα της Επιτροπής» (αιτιολογικές σκέψεις 347 και 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως), περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 5, με τίτλο «Εφαρμογή άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 [της Συμφωνίας ΕΟΧ]», το επιμέρους σημείο 5.3.2 του οποίου, που αφορά τη φύση της παραβάσεως, ακολουθείται από ένα κεφάλαιο 5.4 που αφορά τα «[ε]πιχειρήματα των μερών σε απάντηση στα πραγματικά περιστατικά και στην εκτίμηση της Επιτροπής που εκτίθενται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων». Το κεφάλαιο 5.4 αρχίζει με το σημείο 5.4.1, που εκθέτει συνοπτικά τα «[ε]πιχειρήματα της [προσφεύγουσας]». Το τελευταίο αυτό χωρίο περιλαμβάνει ένα πρώτο και μοναδικό επιμέρους σημείο, ήτοι το σημείο 5.4.1.1, με τίτλο «Εκτίμηση και συμπέρασμα της Επιτροπής». Το εν λόγω επιμέρους σημείο δεν ακολουθείται από κάποιο άλλο επιμέρους σημείο 5.4.1.2, αλλά απευθείας από ένα σημείο 5.4.2, με τίτλο «Επιχειρήματα της Uralita».

112    Κατά συνέπεια, οι εκτιμήσεις της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στο επιμέρους σημείο 5.4.1.1 αφορούν αποκλειστικά τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας σε απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Ακόμη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα συμπεράσματα που αντλούνται από το ως άνω επιμέρους σημείο 5.4.1.1 αποτελούν, κατόπιν της ολοκληρώσεως του σταδίου στο πλαίσιο της εκατέρωθεν ακροάσεως της διοικητικής διαδικασίας, τα τελικά συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

113    Από τις ανωτέρω σκέψεις καθώς και από τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 109 ανωτέρω προκύπτει ότι κάθε άμεση ή και έμμεση παραπομπή, στο πλαίσιο του επιμέρους σημείου 5.4.1.1, σε αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως οι οποίες προηγούνται εκείνων που περιλαμβάνονται στο εν λόγω σημείο, δηλαδή στις αιτιολογικές σκέψεις 347 έως 360, μπορεί να παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να χρησιμοποιεί, στο στάδιο της εκθέσεως των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ήτοι σε αυτό της εκατέρωθεν προβολής απόψεων, αποδεικτικά στοιχεία εκτεθέντα προηγουμένως με την εν λόγω απόφαση. Αντιθέτως, όταν δεν υφίσταται καμία άμεση ή έμμεση παραπομπή, στο πλαίσιο του επιμέρους σημείου 5.4.1.1, σε αποδεικτικά στοιχεία περιλαμβανόμενα σε άλλες αιτιολογικές σκέψεις πέραν εκείνων που περιλαμβάνει, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, κατόπιν της διαδικασίας της εκατέρωθεν ακροάσεως την οποία διεξήγαγε σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που μπορούσαν να καταλογιστούν στην προσφεύγουσα, αποφάσισε τελικά να μην τα λάβει υπόψη στο πλαίσιο της αποδείξεως της συμμετοχής στην ως άνω παράβαση. Τέλος, όταν η Επιτροπή, αφού άκουσε τις παρατηρήσεις μιας επιχειρήσεως επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, κατά την εκ μέρους της εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που διέθετε κατόπιν του προκαταρκτικού σταδίου έρευνας προκειμένου να αποφανθεί επί της συμμετοχής της εν λόγω επιχειρήσεως σε παράβαση, θέτει η ίδια εν αμφιβολία την αποδεικτική αξία των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη την εκτίμηση αυτή της Επιτροπής.

114    Με γνώμονα αυτές τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις πρέπει να προσδιοριστούν τα στοιχεία τα οποία, εν προκειμένω, η Επιτροπή αποφάσισε να λάβει υπόψη, κατόπιν της διαδικασίας της εκατέρωθεν ακροάσεως, προκειμένου να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην επίμαχη παράβαση και τα οποία, επομένως, περιλαμβάνονται στη δέσμη ενδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή.

115    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διάδικοι συμφωνούν επί του γεγονότος ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η δέσμη ενδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση στηρίζεται σε τρία είδη αποδείξεων, ήτοι:

–        στην ομολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά τη συμμετοχή της στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998·

–        στα σημειώματα του S. (της FC) και

–        στις δηλώσεις άλλων μελών της συμπράξεως.

116    Αντιθέτως, οι διάδικοι διαφωνούν, ιδίως σε σχέση με τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την αποδεικτική αξία των ως άνω αποδείξεων προς εκτίμηση του αν η προσφεύγουσα μετέσχε στην επίμαχη παράβαση.

–       Τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε αρχικά η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το προκαταρκτικό στάδιο της διοικητικής διαδικασίας

117    Από λεπτομερή εξέταση των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως που περιλαμβάνονται στο επιμέρους κεφάλαιο 4.3, όπου εκτίθεται το ιστορικό της συμπράξεως, καθόσον αφορά τη χρονική περίοδο της προβαλλόμενης συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, ήτοι από τις 16 Δεκεμβρίου 1996 μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2000, προκύπτει ότι το όνομα της προσφεύγουσας, ή εκείνο μέλους του προσωπικού της, αναφέρεται αμέσως ή εμμέσως σε σχέση με είκοσι ένα περιστατικά που περιγράφει η Επιτροπή (στο εξής: 21 περιστατικά).

118    Με γνώμονα τις παρατηρήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 110 ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί ποια από τα ως άνω 21 περιστατικά αποφάσισε να λάβει υπόψη η Επιτροπή, στο επιμέρους σημείο 5.4.1.1, κατά το τέλος του σταδίου της εκατέρωθεν ακροάσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, για να αποδείξει, επικαλούμενη μια δέσμη ενδείξεων, τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

119    Στο πλαίσιο αυτό, αφού προσδιοριστούν τα αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στο επιμέρους σημείο 5.4.1.1, πρέπει να ερμηνευθεί το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκειμένου να προσδιοριστεί αν η Επιτροπή σιωπηρώς έλαβε υπόψη και άλλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των συμπερασμάτων της όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

–       Τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία ρητώς στηρίχθηκε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατόπιν του σταδίου της εκατέρωθεν ακροάσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας

120    Από τις αιτιολογίες που εκτίθενται στο επιμέρους σημείο 5.4.1.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου η Επιτροπή εκθέτει τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματά της κατόπιν του σταδίου της εκατέρωθεν ακροάσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, ήτοι τις αιτιολογικές σκέψεις 347 έως 360 της εν λόγω αποφάσεως, προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε ρητώς υπόψη, αμέσως ή εμμέσως, πέντε περιστατικά, μεταξύ των 21 περιστατικών που είχε λάβει αρχικά υπόψη στο πλαίσιο της προκαταρκτικής διαδικασίας της διοικητικής διαδικασίας, ως αποδεικνύοντα τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, ήτοι:

–        ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραθέτοντας τα σημειώματα του S. (της FC), την τηλεφωνική επικοινωνία της 16ης Δεκεμβρίου 1996 μεταξύ S. (της FC) και S. (της EKA), περί της οποίας γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 130 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        στις αιτιολογικές σκέψεις 350 και 356 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραπέμποντας στις προφορικές δηλώσεις προς την ίδια, τη σύσκεψη του Turku της 14ης Οκτωβρίου 1997, περί της οποίας γίνεται λόγος αρχικά στις αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        στις αιτιολογικές σκέψεις 350 και 356 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέροντας, αφενός, την ομολογία της προσφεύγουσας και, αφετέρου, με παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 182 και 184 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα σημειώματα του S. (της FC), την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, περί της οποίας γίνεται λόγος αρχικά στις αιτιολογικές σκέψεις 182 έως 186 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 349, παραθέτοντας τα σημειώματα του S. (της FC), την τηλεφωνική επικοινωνία της 4ης Δεκεμβρίου 1998, περί της οποίας γίνεται λόγος αρχικά στην αιτιολογική σκέψη 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        και, τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 347 και 349, παραθέτοντας τα σημειώματα του S. (της FC), την τηλεφωνική επικοινωνία της 9ης Δεκεμβρίου 1999, περί της οποίας γίνεται λόγος αρχικά στην αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

121    Πρέπει να προσδιοριστεί αν η Επιτροπή έλαβε σιωπηρώς υπόψη, στο επιμέρους σημείο 5.4.1.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, άλλα περιστατικά ικανά να αποδείξουν τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση και, προς τον σκοπό αυτόν, πρέπει να ερμηνευθεί η αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

–       Ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως

122    Όπως προκύπτει από τα υπομνήματα των διαδίκων, η ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αποφασιστικής σημασίας για τον προσδιορισμό άλλων αποδεικτικών στοιχείων πέραν εκείνων τα οποία ρητώς έλαβε υπόψη η Επιτροπή στο επιμέρους σημείο 5.4.1.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

123    Πράγματι, κατά την προσφεύγουσα, στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή απέκλεισε κάθε δυνατότητα αναφοράς στα σημειώματα του S. (της FC), πέραν των τριών αναφορών που έλαβε υπόψη στην αιτιολογική σκέψη 349 της εν λόγω αποφάσεως. Η Επιτροπή αμφισβητεί την ερμηνεία αυτή.

124    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με την επιβαλλόμενη ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή εξέθεσε ιδίως τα ακόλουθα.

125    Πρώτον, στην ως άνω αιτιολογική σκέψη, προέβη σε διάκριση μεταξύ, αφενός, των τριών αναφορών στα σημειώματα του S. (της FC) περί των οποίων γίνεται ρητώς λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, των άλλων αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη σε βάρος της προσφεύγουσας.

126    Όσον αφορά τις τρεις αναφορές στα σημειώματα του S. (της FC) περί των οποίων γίνεται ρητώς λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που παραπέμπουν στα τρία περιστατικά τα οποία περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 130, 219 και 258 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή τόνισε το γεγονός ότι αποτελούσαν ιδιαίτερης αξίας αποδεικτικά στοιχεία, καθόσον αυτά παρέχουν τη δυνατότητα διαπιστώσεως αμέσων επαφών μεταξύ των μελών της συμπράξεως και της προσφεύγουσας.

127    Όσον αφορά τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη σε βάρος της προσφεύγουσας, ασφαλώς δεν προέρχονται απευθείας από αυτήν. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας, δεν περιελήφθησαν στη δέσμη ενδείξεων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην επίμαχη παράβαση.

128    Δεύτερον, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η έκφραση “[σ]τις λοιπές περιπτώσεις όπου γίνεται αναφορά στην [προσφεύγουσα] στην […] [προσβαλλόμενη] απόφαση», στην αρχή της αιτιολογικής σκέψεως 352 της αποφάσεως αυτής, πρέπει να ερμηνευθεί ως παραπέμπουσα στις αναφορές στην προσφεύγουσα οι οποίες περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 220, 256, 305 και 319, καθώς και στις άλλες αιτιολογικές σκέψεις περί των οποίων γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 305 και 319.

129    Τρίτον, όσον αφορά το περιεχόμενο της δεύτερης και της τρίτης περιόδου της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον οι περίοδοι αυτές κάνουν λόγο περί ανεπαρκείας του φακέλου της Επιτροπής και λαμβάνουν υπόψη την ανεπάρκεια αυτή σε σχέση με τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή σημείωσε ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα, διέθετε επαρκείς αποδείξεις για να αποδείξει τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, ήτοι για το διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 1996 και Φεβρουαρίου 2000. Επ’ αυτού, διευκρίνισε ότι, μολονότι διέθετε άλλα αποδεικτικά στοιχεία ικανά να θεμελιώσουν μια τέτοια συμμετοχή το 1994, το 1995 και στις αρχές του 1996, αποφάσισε να λάβει υπόψη μόνον τις καλύτερες αποδείξεις που διέθετε, δηλαδή τις «τρεις αναφορές» ή ακόμη τα «τρία αποσπάσματα», με πρώτη την «τηλεφωνική κλήση της 16ης Δεκεμβρίου 1996».

130    Σε σχέση με τα επιχειρήματα των διαδίκων που αναπτύχθηκαν με τα υπομνήματά τους καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει καταρχάς να διαπιστωθεί ότι, μεταξύ των 21 περιστατικών περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 117 ανωτέρω, 19 περιστατικά στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC).

131    Στη συνέχεια, επί των ως άνω 19 περιστατικών που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC), τρία μνημονεύονται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως τονίστηκε στη σκέψη 120 ανωτέρω και όπως δήλωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Έναντι αυτών, οι διάδικοι συμφωνούν επί του ότι οι τρεις αυτές αναφορές δεν περιλαμβάνονται στις «άλλες περιπτώσεις όπου γίνεται αναφορά στην [προσφεύγουσα] στην [προσβαλλόμενη απόφαση]», υπό την έννοια της αιτιολογικής σκέψεως 352 της εν λόγω αποφάσεως.

132    Τέλος, όπως προκύπτει από τη σκέψη 120 ανωτέρω, τα σημειώματα του S. (της FC), καθόσον αφορούν την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, ρητώς μνημονεύονται, στο επιμέρους σημείο 5.4.1.1, στις αιτιολογικές σκέψεις 350 και 356 της προσβαλλομένης αποφάσεως μέσω παραπομπής στις αιτιολογικές σκέψεις 182 και 184 της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως, ούτε η τέταρτη αυτή αναφορά που στηρίζεται στα σημειώματα του S. (της FC) μπορεί να περιλαμβάνεται στις «άλλες περιπτώσεις όπου γίνεται αναφορά στην [προσφεύγουσα] στην […] [προσβαλλόμενη] απόφαση», υπό την έννοια της αιτιολογικής σκέψεως 352 της αποφάσεως αυτής.

133    Αντιθέτως, διαπιστώνεται ότι τα δεκαπέντε άλλα περιστατικά που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC) [στο εξής: περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα] δεν μνημονεύονται ρητώς στο επιμέρους σημείο 5.4.1.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

134    Πράγματι, πρώτον, όσον αφορά την εξήγηση που παρέσχε η Επιτροπή, κατά την οποία η έκφραση «[σ]τις άλλες περιπτώσεις όπου η [προσβαλλόμενη] απόφαση αναφέρεται στην [προσφεύγουσα]», στην αρχή της αιτιολογικής σκέψεως 352 της εν λόγω αποφάσεως, παραπέμπει στις αιτιολογικές σκέψεις 220, 256, 305 και 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις άλλες αιτιολογικές σκέψεις περί των οποίων γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 305 και 319 (ήτοι τις αιτιολογικές σκέψεις 130, 150, 184, 219, 229, 256 και 258), πρέπει μεν να γίνει δεκτό ότι η ερμηνεία αυτή είναι υποστηρίξιμη, καθόσον οι αιτιολογικές σκέψεις 305 και 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορούν ιδίως τέσσερις άλλες αιτιολογικές σκέψεις της εν λόγω αποφάσεως όπου εκτίθεται το περιεχόμενο των σημειωμάτων του S. (της FC) σχετικά με τέσσερα περιστατικά, ήτοι εκείνα περί των οποίων γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 150, 220, 229 και 256 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά, για την ερμηνεία της εκφράσεως «[σ]τις άλλες περιπτώσεις όπου γίνεται αναφορά στην [προσφεύγουσα] στην […] [προσβαλλόμενη] απόφαση», η εξήγηση αυτή είναι είτε ελλιπής, καθόσον αφορά μόνον τέσσερις από τις 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC), είτε άνευ σημασίας, διότι οι ως άνω αιτιολογικές σκέψεις 305 και 319 επίσης παραπέμπουν στις αιτιολογικές σκέψεις 130, 184, 219 και 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αποτελούν, όσον αφορά τρεις από αυτές, τις τρεις ρητές αναφορές στην προσφεύγουσα που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC), περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 ή που, όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 184 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκθέτουν το περιεχόμενο των σημειωμάτων του S. (της FC) όσον αφορά την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, στην οποία η προσφεύγουσα ρητώς παραδέχθηκε ότι μετέσχε, τουλάχιστον εν μέρει. Επομένως, η εξήγηση της Επιτροπής, από την οποία απορρέει ότι η προαναφερθείσα έκφραση παραπέμπει μόνο στις αιτιολογικές σκέψεις 130, 150, 184, 219, 220, 229, 256, 258, 305 και 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι εν μέρει ελλιπής και εν μέρει άνευ σημασίας, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να τη δεχθεί.

135    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μόνη δυνατή ερμηνεία της εκφράσεως «[σ]τις άλλες περιπτώσεις όπου γίνεται αναφορά στην [προσφεύγουσα] στην […] [προσβαλλόμενη] απόφαση», στην αρχή της αιτιολογικής σκέψεως 352 της τελευταίας αυτής αποφάσεως, είναι ότι η εν λόγω έκφραση παραπέμπει στις περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα.

136    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι από το γράμμα του δεύτερου μέρους της εν λόγω πρώτης περιόδου της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή συμφωνεί επίσης με την προσφεύγουσα επί της πιθανώς έμμεσης προελεύσεως, σε σχέση με την τελευταία αυτή εταιρία, των πληροφοριών που περιέχονται στις περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα. Πράγματι, κατά το γράμμα του ως άνω δεύτερου μέρους, «η Επιτροπή δέχεται το επιχείρημα της εταιρίας κατά το οποίο οι πληροφορίες μπορούν να προέρχονται από τρίτους και όχι από την ίδια την ενδιαφερομένη». Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δέχεται ρητώς το επιχείρημα της προσφεύγουσας, όπως αυτό εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 345 της προσβαλλομένης αποφάσεως (στο σημείο 5.4.1 με τίτλο «Επιχειρήματα που προβάλλει η [προσφεύγουσα]») και όπως αυτό είχε αρχικά εκτεθεί στο σημείο 44 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

137    Επί του τελευταίου αυτού σημείου, Η σαφής διατύπωση του δεύτερου αυτού μέρους της πρώτης περιόδου της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει αποφασιστική σημασία στην υπό κρίση υπόθεση, διότι διατυπώθηκε στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας που παρείχε δυνατότητα εκατέρωθεν προβολής απόψεων, στάδιο το οποίο, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 109 ανωτέρω, παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να αποφαίνεται οριστικά επί της προσαπτομένης παραβάσεως και το οποίο περατώνει τη διαδικασία αυτή, εν προκειμένω αποδεχόμενη επιχείρημα της προσφεύγουσας που προβάλλεται με την απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

138    Τρίτον, διαπιστώνεται ότι η δεύτερη περίοδος της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβεβαιώνει την τελευταία αυτή εκτίμηση όσον αφορά το περιεχόμενο της πρώτης περιόδου. Πράγματι, η Επιτροπή εκθέτει εκεί επίσης σαφώς ότι ο φάκελός της δεν περιείχε «επαρκή αποδεικτικά στοιχεία παρέχοντα τη δυνατότητα διαπιστώσεως με βεβαιότητα ότι οι πληροφορίες αυτές», δηλαδή οι περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα, «προέρχονταν απευθείας από την προσφεύγουσα». Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τη διαπίστωση αυτή, η Επιτροπή εκθέτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στον φάκελο δεν της παρείχαν τη δυνατότητα να επαληθεύσει με επαρκή βεβαιότητα τις περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα.

139    Κατά τα λοιπά, η ως άνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται εν μέρει από την περιλαμβανόμενη στη σκέψη 129 ανωτέρω περιγραφή εκ μέρους της Επιτροπής των αποδεικτικών στοιχείων που διέθετε. Πράγματι, η Επιτροπή εκθέτει ρητώς ότι αποφάσισε τελικά να περιορίσει το διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως της προσφεύγουσας σε συνάρτηση με τα στοιχεία αυτά, λαμβάνοντας υπόψη τις καλύτερες αποδείξεις που διέθετε, ήτοι τις τρεις αναφορές, εκ των οποίων η πρώτη αφορά την τηλεφωνική επικοινωνία της 16ης Δεκεμβρίου 1996, δηλαδή, ειδικότερα και προδήλως, τις τρεις αναφορές περί των οποίων γίνεται ρητώς λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

140    Έτσι, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι έπραξε όσον αφορά τις τρεις αυτές τελευταίες αναφορές και τα σημειώματα του S. (της FC) σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τις ως άνω περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

141    Επομένως, διαπιστώνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως η ίδια η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες όσον αφορά την αξιοπιστία των περιλαμβανόμενων στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλων αναφορών στην προσφεύγουσα, προκειμένου να καταλογίσει στην προσφεύγουσα συμμετοχή στην επίμαχη παράβαση.

142    Τέταρτον, διαπιστώνεται ότι η τελευταία αυτή διαπίστωση επιβεβαιώνεται σε σχέση με το γράμμα της τρίτης περιόδου της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου η Επιτροπή συνάγει η ίδια, με απόλυτη σαφήνεια, τις συνέπειες των δικών της διαπιστώσεων όσον αφορά την έλλειψη αξιοπιστίας των περιλαμβανόμενων στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλων αναφορών στην προσφεύγουσα, για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση. Έτσι, η Επιτροπή δηλώνει ότι «[θ]α λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως που προσάπτεται στην [προσφεύγουσα]». Από το συμπέρασμα αυτό προκύπτει προδήλως ότι η Επιτροπή έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονταν στον φάκελο, οι περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα δεν αποτελούσαν επαρκώς αξιόπιστα στοιχεία για να αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην επίμαχη παράβαση.

143    Η ως άνω εκτίμηση δεν επηρεάζεται από τις εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, όσον αφορά την κατά τη γνώμη της σημασία της τρίτης περιόδου της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με την ευκαιρία αυτή, η Επιτροπή πρότεινε να γίνει δεκτό ότι η τελευταία περίοδος της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή «Αυτό θα ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διάρκειας της παραβάσεως για την οποία [η προσφεύγουσα] φέρει ευθύνη», όντως είχε συγκεκριμένα αποτελέσματα, καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις αποδείξεις που διέθετε όσον αφορά το προ της 16ης Δεκεμβρίου 1996 διάστημα προκειμένου να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση μεταξύ 1994 και αρχών του έτους 1996.

144    Η ερμηνεία αυτή, που συνεπάγεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που δεν ελήφθησαν υπόψη στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορούσαν χρονικό διάστημα προ της 16ης Δεκεμβρίου 1996, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, τούτο δε για τους δύο ακόλουθους λόγους.

145    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι καμία από τις αιτιολογικές σκέψεις περί των οποίων γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 305 και 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως και στις οποίες παραπέμπει η Επιτροπή προκειμένου να ερμηνεύσει την έκφραση «[σ]τις άλλες περιπτώσεις όπου γίνεται αναφορά στην [προσφεύγουσα] στην […] [προσβαλλόμενη] απόφαση», δεν αφορά περιστατικό αναγόμενο σε χρόνο πριν από την κατά την Επιτροπή ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, ήτοι προ της 16ης Δεκεμβρίου 1996. Όμως, από το σύνολο των παρατηρήσεων που εκθέτει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι αδυναμίες του φακέλου της Επιτροπής όσον αφορά τις «άλλες περιπτώσεις όπου γίνεται αναφορά στην [προσφεύγουσα] στο πλαίσιο της [εν λόγω αποφάσεως]» ήταν ο λόγος που την οδήγησε να εκθέσει ότι οι ως άνω αδυναμίες θα λαμβάνονταν «υπόψη στο πλαίσιο της διάρκειας της παραβάσεως για την οποία [η προσφεύγουσα] φέρει ευθύνη.»

146    Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή αντιφάσκει προς την άποψη που περιέγραψε πρόσφατα η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και που υπενθυμίζεται, ιδίως, στη σκέψη 139 ανωτέρω.

147    Έτσι, από όσα σαφώς εκθέτει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, στο στάδιο εκείνο των αιτιολογιών που αφορούσαν, όπως δηλώνει ο ίδιος ο τίτλος του επιμέρους σημείου 5.4.1.1, την εκτίμηση και τα συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, αιτιολογιών με τις οποίες περατώθηκε το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας που παρείχε δυνατότητα εκατέρωθεν προβολής απόψεων, η ίδια αποφάσισε να μη λάβει υπόψη τις ως άνω περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο των αποδεικτικών στοιχείων που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη σε βάρος της προσφεύγουσας.

148    Πέμπτον, πρέπει να προστεθεί ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Επιτροπή, σε κανένα σημείο, ούτε στην ως άνω αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ούτε καν στις άλλες αιτιολογικές σκέψεις του επιμέρους σημείου 5.4.1.1, η Επιτροπή δεν εξέθεσε ότι έκρινε, παρά την έλλειψη αξιοπιστίας των περιλαμβανόμενων στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλων αναφορών στην προσφεύγουσα, ότι αυτές αποτελούσαν μέρος της δέσμης ενδείξεων που επικαλέστηκε για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

149    Αντιθέτως, από την αλληλουχία των αιτιολογιών του επιμέρους σημείου 5.4.1.1. προκύπτει ότι, αρχικά, στις αιτιολογικές σκέψεις 349 έως 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως εκτίθεται στη σκέψη 131 ανωτέρω, η Επιτροπή έκανε διάκριση, αφενός, μεταξύ των τριών αναφορών περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως και εκείνων που αφορούσαν την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 και, αφετέρου, των περιλαμβανόμενων στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλων αναφορών στην προσφεύγουσα. Ομοίως, στην αιτιολογική σκέψη 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή σχολίασε τις αντιδράσεις της προσφεύγουσας όσον αφορά τις τρεις αναφορές περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της εν λόγω αποφάσεως.

150    Στη συνέχεια, στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή παραπέμπει με σαφήνεια στις «άλλες περιπτώσεις όπου γίνεται αναφορά στην [προσφεύγουσα] […]», δηλαδή στις περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα, οπότε από τις λέξεις αυτές, με τις οποίες αρχίζει η πρώτη περίοδος της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως, προκύπτει η ρητή βούληση της Επιτροπής να προσδιορίσει μιαν άλλη κατηγορία αναφορών στην προσφεύγουσα οι οποίες περιλαμβάνονται στα σημειώματα του S. (της FC). Κατά τα λοιπά, πρέπει να σημειωθεί ότι, με τα υπομνήματά της, η Επιτροπή τόνισε ότι δεν αμφισβητούσε ότι κατέταξε σε κατηγορίες τις αναφορές που στηρίζονταν στα σημειώματα του S. (της FC) «σε συνάρτηση με την αποδεικτική τους αξία» (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω). Επιβεβαιώνει, με τα ίδια υπομνήματα, όπως εκτίθεται στη σκέψη 147 ανωτέρω, ότι οι περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα, σε σχέση με εκείνες περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν ελήφθησαν υπόψη, διότι ήταν ανεπαρκείς για να αποδειχθεί η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη.

151    Ωστόσο, η Επιτροπή φρονεί ότι, παρά την ως άνω έλλειψη αξιοπιστίας των περιλαμβανόμενων στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλων αναφορών στην προσφεύγουσα, θα μπορούσε να τις λάβει υπόψη στο πλαίσιο της δέσμης ενδείξεων που επικαλέστηκε.

152    Πρώτον, προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η Επιτροπή παρέπεμψε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 305 και 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου τα άλλα αποσπάσματα των σημειωμάτων του S. (της FC) αναφέρονται ρητώς ως αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος της προσφεύγουσας.

153    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, καθόσον οι ως άνω αιτιολογικές σκέψεις 305 και 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως προηγούνται των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων (σημείο 5.4.1) και καθόσον, στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, απαντώντας στις εν λόγω παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, η Επιτροπή, όπως επιβεβαιώνει με τα υπομνήματά της, αναγνωρίζει ότι δεν μπορούσε να λάβει υπόψη αυτές τις περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση. Έτσι, διαπιστώνεται ότι από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 352 της εν λόγω αποφάσεως δεν υφίσταται καμία αμφιβολία όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εξετίμησε, μετά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας με δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως, τις άλλες αυτές αναφορές.

154    Δεύτερον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 357 και 358 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στηρίζει γενικά τις αιτιάσεις της σε βάρος της προσφεύγουσας στα σημειώματα του S. (της FC) και δεν περιορίζεται στις τρεις αναφορές περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της εν λόγω αποφάσεως.

155    Συναφώς, όσον αφορά, καταρχήν, την αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει καταρχάς να διαπιστωθεί ότι η σκέψη αυτή πράγματι παραπέμπει ρητώς στα σημειώματα του S. (της FC). Εντούτοις, από την παραπομπή αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή αναφερόταν στο σύνολο των 19 αναφορών στην προσφεύγουσα που περιγράφονταν στα σημειώματα του S. (της FC). Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος που συνήγαγε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μια τέτοια γενική παραπομπή δεν πληροί τις επιβαλλόμενες προϋποθέσεις ακριβείας, δυνάμει της νομολογίας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 96 ανωτέρω, όσον αφορά τη δέσμη ενδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή. Τούτο ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω, καθόσον τα σημειώματα του S. (της FC) αποτελούν ένα πασίδηλο μέρος των επιβαρυνουσών την προσφεύγουσα αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή, καθόσον πρόκειται για 19 από τα 21 περιστατικά στο πλαίσιο των οποίων η προσφεύγουσα αναφέρθηκε ονομαστικά. Εν πάση περιπτώσει, η αποδοχή του επιχειρήματος αυτού της Επιτροπής όσον αφορά την παραπομπή στα σημειώματα του S. (της FC) στην οποία προέβη με την αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως θα συνεπαγόταν μιαν ανυπέρβλητη ανακολουθία μεταξύ των δύο αυτών αιτιολογικών σκέψεων και του σαφούς γράμματος της αιτιολογικής σκέψεως 352 της εν λόγω αποφάσεως.

156    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η περιλαμβανόμενη στην αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπομπή στα σημειώματα του S. (της FC) δεν αφορά παρά μόνον τις τρεις αναφορές περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της εν λόγω αποφάσεως και τα σημειώματα του S. (της FC) σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998.

157    Στη συνέχεια, στο πλαίσιο της αιτιολογικής σκέψεως 358 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραπέμπει, αόριστα και γενικά, στο σύνολο των «εγγράφων αποδείξεων που ανάγονται στην επίμαχη περίοδο των πραγματικών περιστατικών (περί των οποίων γίνεται λόγος στο επιμέρους σημείο 4.3)». Όμως, από τα 21 περιστατικά περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 117 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου διαπράξεως της παραβάσεως που έλαβε υπόψη η Επιτροπή σε βάρος της προσφεύγουσας, μόνον τα σημειώματα του S. (της FC) συνιστούσαν τέτοιες αποδείξεις σύγχρονες με την παράβαση, αφορώσες ρητώς, αμέσως ή εμμέσως, την προσφεύγουσα. Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι τα αποσπάσματα των σημειωμάτων του W. (της EKA) στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τη σύσκεψη του Turku της 14ης Οκτωβρίου 1997 ουδόλως αφορούν την προσφεύγουσα. Επομένως, όπως και σχετικά με την περιλαμβανόμενη στην αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπομπή στα σημειώματα του S. (της FC), πρέπει να γίνει δεκτό ότι από μια τέτοια παραπομπή στα σημειώματα του S. (της FC), λόγω του αόριστου και γενικού χαρακτήρα της, δεν μπορεί να συναχθεί, όπως διατείνεται η Επιτροπή, ότι με τον τρόπο αυτόν η ίδια έλαβε υπόψη το σύνολο των αναφορών που στηρίζονται στα ως άνω σημειώματα, περιλαμβανομένων των 15 άλλων αναφορών στην προσφεύγουσα στα σημειώματα του S. (της FC), τον συνυπολογισμό των οποίων ωστόσο απέκλεισε με την αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση. Εν πάση περιπτώσει, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται σχετικά με την αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αν το επιχείρημα αυτό της Επιτροπής γίνει δεκτό, θα προκύψει μια ανυπέρβλητη ανακολουθία μεταξύ των συμπερασμάτων που συνήγαγε στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως και των άλλων αιτιολογιών που εκθέτει στο επιμέρους σημείο 5.4.1.1 της εν λόγω αποφάσεως.

158    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η περιλαμβανόμενη στην αιτιολογική σκέψη 358 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπομπή στο σύνολο των «εγγράφων αποδείξεων που ανάγονται στην επίμαχη περίοδο των πραγματικών περιστατικών (περί των οποίων γίνεται λόγος στο επιμέρους σημείο 4.3)» αφορά μόνον τις τρεις αναφορές περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της ίδιας αποφάσεως και τα σημειώματα του S. (της FC) σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998.

159    Τέλος, τρίτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι μια πληροφορία αντλείται εμμέσως ή ότι είναι δευτερεύουσας φύσεως δεν έχει καμία επίπτωση όσον αφορά τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεώς της ως αποδεικτικού στοιχείου. Εντούτοις, εν προκειμένω, όπως προκύπτει τόσο από την αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσο και από τα υπομνήματα της ίδιας της Επιτροπής, η τελευταία είχε αποφασίσει, στο στάδιο εκατέρωθεν ακροάσεως της διοικητικής διαδικασίας, χωρίς καμία επιφύλαξη, να μη λάβει υπόψη τις ως άνω 15 αναφορές στην προσφεύγουσα που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC).

160    Επομένως, καθόσον, στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή όχι μόνον αναγνώρισε, στις δύο πρώτες περιόδους της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως, την περιορισμένη αποδεικτική αξία των 15 άλλων αναφορών στην προσφεύγουσα που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC), αλλά ιδίως συνήγαγε, στην τρίτη περίοδο της ίδιας αιτιολογικής σκέψεως, ότι δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τις ως άνω αναφορές στα σημειώματα του S. (της FC) για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι έπρεπε να εκθέσει ρητώς, αν αυτή ήταν η πρόθεσή της στη συνέχεια, ότι εκτιμούσε εντούτοις ότι οι ίδιες αναφορές μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της δέσμης ενδείξεων.

161    Όμως, πουθενά, στις αιτιολογικές σκέψεις 353 έως 356 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή δεν συνεκτιμά, στο πλαίσιο της δέσμης ενδείξεων, τις 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα στα σημειώματα του S. (της FC), για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

162    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ορθώς υποστηρίχθηκε ότι, στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή αποφάσισε να μη λάβει υπόψη τις 15 άλλες αναφορές στην προσφεύγουσα που περιλαμβάνονταν στα σημειώματα του S. (της FC) ως επιβαρυντικά στοιχεία σε βάρος της, τούτο δε και όσον αφορά τη δέσμη ενδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή.

–       Συμπέρασμα όσον αφορά τον προσδιορισμό των αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη σε βάρος της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο της προβαλλόμενης συμμετοχής της στην επίμαχη παράβαση

163    Κατά πρώτο λόγο, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι, πουθενά στο επιμέρους σημείο 5.4.1.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή δεν αναφέρει την ημερομηνία της 9ης Φεβρουαρίου 2000 ως ημερομηνία λήξεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση. Ακόμη, δεν παρέχει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά τον προσδιορισμό της ημερομηνίας λήξεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

164    Δεύτερον, απαντώντας στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας επ’ αυτού (βλ. σκέψη 57 ανωτέρω), η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ελάχιστη σημασία έχει το αν η προσφεύγουσα δεν άκουσε τη δήλωση της EKA, στο περιθώριο της επίσημης συσκέψεως του CEFIC της 9ης Φεβρουαρίου 2000, διότι η σύμπραξη είχε λήξει την ημερομηνία εκείνη. Εν πάση περιπτώσει, κατ’ αυτήν, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εκθέτει ότι δεν άκουσε την ως άνω δήλωση αποτελεί σοβαρή ένδειξη περί της συμμετοχής της στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000.

165    Εντούτοις, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία της Επιτροπής, που αποσκοπεί στο να μειώσει τη σημασία του προσδιορισμού της ημερομηνίας λήξεως της προβαλλόμενης συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διάρκεια μιας παραβάσεως, πράγμα που συνεπάγεται ότι είναι γνωστή η ημερομηνία λήξεως αυτής, αποτελεί ένα από τα ουσιώδη στοιχεία της παραβάσεως, το βάρος αποδείξεως του οποίου φέρει η Επιτροπή (απόφαση Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 105 ανωτέρω, σκέψη 52). Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, εναπόκειτο στην Επιτροπή να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000.

166    Εξάλλου, ο εκ μέρους της Επιτροπής προσδιορισμός της ημερομηνίας λήξεως της προβαλλόμενης συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση ήταν εν προκειμένω αναγκαίος για τον επιπρόσθετο λόγο ότι από τα σημεία 48 και 49 των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, καθώς και από τα υπομνήματά της στην υπό κρίση υπόθεση, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε ρητώς αμφισβητήσει ότι μετέσχε στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εκθέσει, στο επιμέρους σημείο 5.4.1.1, όπου προέβη σε εκτίμηση των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και, τελικά, συνήγαγε τα συμπεράσματά της σχετικά με την εν λόγω διοικητική διαδικασία, τους λόγους για τους οποίους έκρινε τελικά, παρά τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, ότι η τελευταία είχε μετάσχει στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000.

167    Τρίτον και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως παραδέχεται η ίδια η Επιτροπή, μόλις στην αιτιολογική σκέψη 488 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο μέρος 7.1, με τίτλο «Ημερομηνίες ενάρξεως και λήξεως», υπό τον τίτλο «7. Διάρκεια της παραβάσεως», η ίδια διατείνεται ότι προσδιόρισε, παραπέμποντας ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 283 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο μέρος 4.3 περί του ιστορικού της συμπράξεως, την ημερομηνία λήξεως της συμμετοχής των μελών της συμπράξεως στην παράβαση και συνήγαγε τα συμπεράσματά της επ’ αυτού.

168    Τόσο στην αιτιολογική σκέψη 488 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσο και στην αιτιολογική σκέψη 283, στην οποία η σκέψη αυτή παραπέμπει, η Επιτροπή αναφέρει την ημερομηνία της 9ης Φεβρουαρίου 2000 ως ημερομηνία μιας παράνομης συσκέψεως των μελών της συμπράξεως στο περιθώριο της επίσημης συσκέψεως του CEFIC της ίδιας ημέρας στις Βρυξέλλες. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι παρατιθέμενες με τον τρόπο αυτόν αιτιολογίες της Επιτροπής προκειμένου να λάβει υπόψη την ημερομηνία της 9ης Φεβρουαρίου 2000 ως ημερομηνία λήξεως της παραβάσεως όσον αφορά την προσφεύγουσα είναι ασαφείς και αντιφατικές.

169    Έτσι, στην αιτιολογική σκέψη 283 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει ότι στις 9 Φεβρουαρίου 2000 πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες μια επίσημη σύσκεψη του CEFIC, στην οποία μετείχε η προσφεύγουσα. Από την ίδια αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι μόλις στο περιθώριο της συσκέψεως αυτής ο S. (της EKA) ενημέρωσε «τους ομολόγους του ότι αρνείτο να μετάσχει σε κάθε νέα συζήτηση με τους ανταγωνιστές». Έτσι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, καίτοι η Επιτροπή εκθέτει σαφώς, στην αιτιολογική σκέψη 283 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η συμμετοχή της EKA, της Arkema France και της προσφεύγουσας στην επίσημη σύσκεψη του CEFIC προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της, αντιθέτως, δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000, κατά τη διάρκεια της οποίας ο S. (της EKA) προέβη στη δήλωσή του στο όνομα της EKA. Κατά τα λοιπά, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη 283 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή ούτε καν προσδιορίζει κάποια παράνομη σύσκεψη στο περιθώριο της επίσημης συσκέψεως του CEFIC της 9ης Φεβρουαρίου 2000. Πράγματι, η ίδια απλώς κάνει λόγο περί μιας δηλώσεως στο όνομα της EKA «στο περιθώριο της επίσημης συσκέψεως» του CEFIC της ίδιας ημέρας.

170    Κατά συνέπεια, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, στην αιτιολογική σκέψη 283 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιορίστηκε να συναγάγει ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000 προέκυπτε από τη συμμετοχή της στην επίσημη σύσκεψη του CEFIC της 9ης Φεβρουαρίου 2000. Το συμπέρασμα αυτό είναι ανεπαρκές, ενώ η προσφεύγουσα είχε ρητώς αμφισβητήσει, με τις παρατηρήσεις της επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ότι μετέσχε στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000. Κατά τα λοιπά, πρέπει να σημειωθεί ότι, σε κανένα σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι οι μετέχοντες στις επίσημες συσκέψεις του CEFIC μετείχαν οπωσδήποτε και στις συσκέψεις της συμπράξεως που πραγματοποιούνταν στο περιθώριο των πρώτων αυτών συσκέψεων. Η Επιτροπή εκθέτει, το πολύ, στην αιτιολογική σκέψη 76 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σε επίπεδο ανώτερων στελεχών, οι συζητήσεις διεξάγονταν στο πλαίσιο των πολυμερών συσκέψεων, συχνά στο περιθώριο των συσκέψεων της ομάδας εργασίας για το χλωρικό νάτριο του CEFIC.

171    Το γεγονός αυτό ότι η Επιτροπή ταυτίζει την επίσημη σύσκεψη του CEFIC της 9ης Φεβρουαρίου 2000 και την παράνομη σύσκεψη της ίδιας ημέρας αντικατοπτρίζεται στην αιτιολογική σκέψη 488 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου διατείνεται, χωρίς να παρέχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη της θέσεώς της και παραπέμποντας αποκλειστικά στην αιτιολογική σκέψη 283 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η τελευταία αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σύσκεψη –στην οποία μετέσχαν η EKA, η Arkema France και [η προσφεύγουσα]– πραγματοποιήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2000» και ότι «[η προσφεύγουσα] είχε άμεση συμμετοχή στη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000». Ωστόσο, εκ νέου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, καθόσον η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε ποτέ ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξε ότι η συμμετοχή στις επίσημες συσκέψεις του CEFIC συνεπαγόταν και παρουσία στις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συσκέψεις που πραγματοποιούνταν στο περιθώριο των πρώτων αυτών συσκέψεων, ορθώς η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί της συμμετοχής της στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000, που αποτελούσε τη μόνη σύσκεψη της συμπράξεως την ημερομηνία αυτή.

172    Τέλος, από το παράρτημα I της προσβαλλομένης αποφάσεως σαφώς προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν κατονομάζεται ως ένας από τους μετέχοντες στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000. Με τα υπομνήματά της, η Επιτροπή επικαλείται συναφώς κάποια παραδρομή. Εντούτοις, από την αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από την υποσημείωση 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το παράρτημα I της εν λόγω αποφάσεως περιλαμβάνει κατάλογο των 72 επαφών με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού στις οποίες εμπλέκονταν τα μέλη της ως άνω συμπράξεως. Κατά συνέπεια, η τελευταία γραμμή του πίνακα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά οπωσδήποτε την παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000, τη διεξαγωγή της οποίας εξακρίβωσε η Επιτροπή, και όχι την επίσημη σύσκεψη του CEFIC της ίδιας ημέρας. Όμως, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως και των στοιχείων της δικογραφίας, κανένα στοιχείο δεν παρέχει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι η προσφεύγουσα μετέσχε, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, στη σύσκεψη αυτή της συμπράξεως και, επομένως, να συναχθεί ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν κατονομάζεται, στο παράρτημα I της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως ένας από τους μετέχοντες στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000, οφείλεται σε παραδρομή.

173    Από το σύνολο των ανωτέρω παρατηρήσεων προκύπτει ότι, επειδή η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο επ’ αυτού, κακώς αυτή υποστηρίζει ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση έπαυσε στις 9 Φεβρουαρίου 2000. Επομένως, πρέπει να κριθεί βάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας, κατά το οποίο η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η επιχείρηση αυτή μετέσχε στην παράνομη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2000. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να λάβει υπόψη την τελευταία αυτή ημερομηνία ως ημερομηνία λήξεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

174    Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά, πρώτον, τις χειρόγραφες αποδείξεις που ανάγονται στην επίμαχη περίοδο των πραγματικών περιστατικών, από το σύνολο των ανωτέρω παρατηρήσεων προκύπτει ότι, αφενός, πρόκειται απλώς για αναφορές που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC). Αφετέρου, μεταξύ των 19 αναφορών που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC), οι οποίες είχαν ληφθεί υπόψη αρχικά κατόπιν του προκαταρκτικού σταδίου της διοικητικής διαδικασίας, όσον αφορά την εν λόγω περίοδο παραβάσεως, κατόπιν του σταδίου της διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο εκατέρωθεν ακροάσεως η Επιτροπή έλαβε ρητώς υπόψη μόνον τις τρεις αναφορές που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC), περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως και εκείνη που αφορά την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, στο πλαίσιο της δέσμης ενδείξεων με σκοπό την απόδειξη της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση. Όσον αφορά τις περιλαμβανόμενες στα σημειώματα του S. (της FC) 15 άλλες αναφορές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν περιελήφθησαν τελικά στην εν λόγω δέσμη ενδείξεων, στην αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως στερούμενες αποδεικτικού χαρακτήρα.

175    Δεύτερον, όσον αφορά τις δηλώσεις των ανταγωνιστών της προσφεύγουσας που περιέλαβε στη δέσμη ενδείξεων η Επιτροπή, καθόσον παρέχουν τη δυνατότητα αποδείξεως της συμμετοχής της στην επίμαχη παράβαση, από τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή, περί των οποίων γίνεται λόγος στις σκέψεις 117 και 120 ανωτέρω, προκύπτει ότι πρόκειται, κατά τη διάρκεια της περιόδου της παραβάσεως που έλαβε υπόψη η Επιτροπή σε βάρος της προσφεύγουσας, για δηλώσεις της EKA και της FC, αποκλειομένης κάθε άλλης εταιρίας. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, ούτε κατά τη διάρκεια του προκαταρκτικού σταδίου ούτε κατόπιν του σταδίου της διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο εκατέρωθεν ακροάσεως, τις δηλώσεις της Arkema France, περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 6 ανωτέρω και οι οποίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα A.3 του δικογράφου της προσφυγής, για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

176    Τρίτον, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την ομολογία της προσφεύγουσας σχετικά με τη συμμετοχή της στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998. Προκειμένου να προσδιορίσει την έκταση της εν λόγω συμμετοχής, η Επιτροπή στηρίζεται στα σημειώματα του S. (της FC) όσον αφορά τη σύσκεψη αυτή και στις δηλώσεις της FC και της EKA.

177    Η αποδεικτική αξία των στοιχείων τα οποία έλαβε υπόψη η Επιτροπή πρέπει καταρχάς να εξεταστεί σε σχέση με τα συμπεράσματα που εκτίθενται στις σκέψεις 163 έως 176 ανωτέρω, ενώ στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν επαρκείς αποδείξεις της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

 Επί της αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη σε βάρος της προσφεύγουσας

–       Όσον αφορά τις αναγόμενες στην επίμαχη περίοδο των πραγματικών περιστατικών αποδείξεις περί της άμεσης συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση

178    Εισαγωγικώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη όσον αφορά την εξέταση της αποδεικτικής αξίας των σημειωμάτων του S. (της FC) σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 η ανωτέρω εξέταση που αφορά την ομολογία της προσφεύγουσας περί της συμμετοχής της στην εν λόγω σύσκεψη (βλ. σκέψεις 216 έως 218 κατωτέρω).

179    Καταρχάς, όσον αφορά τις τρεις αναφορές στην προσφεύγουσα που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC), περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται να διαπιστωθεί, κατά πρώτο λόγο, ότι, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι διάδικοι με τα υπομνήματά τους, καθώς και από τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο είτε εγγράφως είτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα σημειώματα του S. (της FC), όπως αυτά περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής, δηλαδή οι σχετικές δακτυλογραφημένες σημειώσεις, προκύπτουν από τη δακτυλογράφηση και από τη μετάφραση από τα φινλανδικά στα αγγλικά, εκ μέρους του S. (της FC), των χειρόγραφων σημειώσεων στα φινλανδικά που είχε κρατήσει ο ίδιος στο πλαίσιο καθενός των περιστατικών με τα οποία αυτές συνδέονται και τα οποία περιγράφουν. Συναφώς, παρά κάποιες τυπικές ή και ορολογικές προσαρμογές, όσον αφορά ορισμένα αποσπάσματα, επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο επέστησε την προσοχή της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, καθόσον τα σημειώματα που περιλαμβάνονται στη δικογραφία αναπαράγουν πιστά τις χειρόγραφες σημειώσεις που είχε κρατήσει αρχικά ο S. (της FC), επειδή οι εν λόγω σημειώσεις είχαν συνταχθεί κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών από τον S. (της FC), το κείμενό τους στην αγγλική γλώσσα πρέπει να ληφθεί υπόψη ως έγγραφη απόδειξη της παραβάσεως αναγόμενη στην επίμαχη περίοδο. Επομένως, οι τρεις αναφορές στα σημειώματα του S. (της FC), περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποτελούν τέτοιες αποδείξεις.

180    Ειδικότερα, όσον αφορά, πρώτον, τις σημειώσεις που κράτησε ο S. (της FC) σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία του της 16ης Δεκεμβρίου 1996 με τον S. (της EKA), ο πρώτος εξέθεσε ότι είχε συζητήσεις με την προσφεύγουσα. Στο σχετικό απόσπασμα, που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, του δακτυλογραφημένου κειμένου των σημειώσεων του S. (της FC), περί της εν λόγω συνομιλίας της 16ης Δεκεμβρίου 1996, αναφέρεται: «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]». Στο τμήμα αυτό της αιτιολογικής σκέψεως 349 σχετικά με την ως άνω συνομιλία περιλαμβάνεται επίσης μια αναφορά στην αιτιολογική σκέψη 130 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στην τελευταία αυτή αιτιολογική σκέψη η Επιτροπή εκθέτει ότι εκτιμά ότι το στοιχείο αυτό αποδεικνύει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη, καθόσον αυτή είχε παράνομη επαφή με ανταγωνιστή της.

181    Όσον αφορά, δεύτερον, τις σημειώσεις που είχε κρατήσει ο S. (της FC) σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία του της 4ης Δεκεμβρίου 1998 με τον S. (της EKA), ο τελευταίος ανέφερε ότι η Arkema France είχε μια συνομιλία με την προσφεύγουσα. Το απόσπασμα αυτό, το οποίο έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, του δακτυλογραφημένου κειμένου των σημειώσεων του S. (της FC), περί της ως άνω συνομιλίας της 4ης Δεκεμβρίου 1998, έχει ως ακολούθως: «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]». Στο τμήμα αυτό της αιτιολογικής σκέψεως 349, σχετικά με την ως άνω συνομιλία, περιλαμβάνεται επίσης μια αναφορά στην αιτιολογική σκέψη 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αιτιολογική σκέψη όπου επαναλαμβάνεται το ίδιο κείμενο.

182    Όσον αφορά, τρίτον, τις σημειώσεις που είχε κρατήσει ο S. (της FC) σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία του της 9ης Δεκεμβρίου 1999 με τον L. (της Arkema France), ένας από τους δύο συνομιλητές ανέφερε ότι είχε μια συζήτηση με την προσφεύγουσα. Όσον αφορά την τελευταία αυτή τηλεφωνική επικοινωνία, η Επιτροπή εκθέτει, στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ποιος από τους δύο είχε συζήτηση με την προσφεύγουσα. Όμως, αντιθέτως προς όσα αφήνει να εννοηθούν η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η σχετική αμφιβολία δεν είναι αμελητέας σημασίας. Πράγματι, το γεγονός ότι μέχρις ότου οι σχετικές πληροφορίες περιέλθουν σε γνώση της Επιτροπής παρεμβλήθησαν διάφορα πρόσωπα που τις ανέφεραν διαδοχικά το ένα στο άλλο έχει ως συνέπεια τη μείωση της αξιοπιστίας του αποδεικτικού στοιχείου που αφορά τις εν λόγω επαφές. Κατά συνέπεια, ο βαθμός αξιοπιστίας των δακτυλογραφημένων σημειώσεων θα είναι μεγαλύτερος αν ο S. (της FC) πράγματι είχε την ως άνω συνομιλία με την προσφεύγουσα παρά αν ο L. (της Arkema France) ήταν εκείνος που συνομίλησε με αυτήν.

183    Επιπλέον, πάντοτε όσον αφορά την ως άνω τηλεφωνική επικοινωνία της 9ης Δεκεμβρίου 1999, πρέπει να σημειωθεί ότι το απόσπασμα των σημειωμάτων του S. (της FC) επ’ αυτού, όπως παρατίθεται από την Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έχει ως εξής: «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]». Στο τμήμα αυτό της αιτιολογικής σκέψεως 349, σχετικά με την ως άνω συνομιλία, περιλαμβάνεται επίσης μια αναφορά στην αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στην τελευταία αυτή αιτιολογική σκέψη η Επιτροπή εκθέτει ότι, με την ευκαιρία αυτή, οι δύο συνομιλητές συζήτησαν για την ανάγκη νέας γενικής συμφωνίας μεταξύ ανταγωνιστών. Επιπλέον του προαναφερθέντος αποσπάσματος, όπως το παραθέτει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι τα σημειώματα του S. (της FC) που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως ανέφεραν ειδικότερα τα ακόλουθα:

«[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]»

184    Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 350 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι τρεις αναφορές στην προσφεύγουσα, που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC), περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι σαφή στοιχεία, κατά την Επιτροπή, για την ύπαρξη άμεσων τηλεφωνικών επαφών με την προσφεύγουσα και αποτελούν προδήλως ένδειξη του ότι η τελευταία είχε άμεση συμμετοχή στις γενικές συμφωνίες περί των τιμών. Επιπλέον, από τα υπομνήματα της Επιτροπής και από τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει, αφενός, ότι τα τρία αυτά αποδεικτικά στοιχεία είναι ιδιαίτερα πειστικά και αποτελούν, επομένως, τα κύρια στοιχεία σε βάρος της προσφεύγουσας προς απόδειξη του ότι αυτή μετέσχε σε ενιαία, διαρκή και ευρωπαϊκών διαστάσεων παράβαση την οποία επιδίωξε να καταστείλει η Επιτροπή, και, αφετέρου, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τις δηλώσεις αυτές, καθώς και, τέλος, ότι οι ως άνω αποδείξεις που ανάγονται στην επίμαχη περίοδο των πραγματικών περιστατικών ενοχοποιούν έντονα την προσφεύγουσα, χωρίς όμως να είναι τα μοναδικά στοιχεία που συνέλεξε η Επιτροπή. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, όσον αφορά την προβαλλόμενη συμμετοχή της στην επίμαχη παράβαση, την αποδεικτική αξία των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων που ανάγονται στην περίοδο των πραγματικών περιστατικών.

185    Στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων (βλ. ειδικότερα το σημείο 76 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων) την αποδεικτική αξία των σημειωμάτων του S. (της FC) και, ειδικότερα, εκείνη του αφορώντος την τηλεφωνική επικοινωνία της 16ης Δεκεμβρίου 1996.

186    Δεύτερον, γενικά, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, οι ως άνω τρεις αναφορές στην προσφεύγουσα, περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποτελούν έμμεσες αποδείξεις της προβαλλόμενης συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

187    Πράγματι, οι εν λόγω τρεις αναφορές παρέχουν ενδείξεις, στο πλαίσιο τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ S. (της FC) και S. (της EKA) (συνομιλίες της 16ης Δεκεμβρίου 1996 και της 4ης Δεκεμβρίου 1998) ή μεταξύ S. (της FC) και L. (της Arkema France) (συνομιλία της 9ης Δεκεμβρίου 1999), είτε περί συζητήσεως μεταξύ S. (της FC) και προσφεύγουσας [βλ. τα σημειώματα του S. (της FC) περί των συνομιλιών του της 16ης Δεκεμβρίου 1996 και της 9ης Δεκεμβρίου 1999, καθόσον γίνει δεκτό, λαμβανομένων υπόψη των δισταγμών της Επιτροπής επ’ αυτού, ότι η τελευταία αυτή τηλεφωνική επικοινωνία έλαβε χώρα μεταξύ S. (της FC) και προσφεύγουσας], είτε περί συζητήσεως μεταξύ Arkema France και προσφεύγουσας [βλ. τα σημειώματα του S. (της FC) περί της συνομιλίας του της 4ης Δεκεμβρίου 1998].

188    Κατά συνέπεια, όπως ισχυρίστηκε η προσφεύγουσα, οι τρεις αυτές αναφορές περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως και οι οποίες στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC) απλώς κάνουν λόγο, και δη εμμέσως, περί μιας προβαλλόμενης συζητήσεως, προγενέστερης σε σχέση με το περιστατικό με το οποίο συνδέεται απευθείας καθεμία από τις αναφορές αυτές, μεταξύ ενός των ανταγωνιστών της προσφεύγουσας και της τελευταίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αποδεικτική αξία των ως άνω στοιχείων μειώνεται, καθόσον δεν αποδεικνύεται ευθέως από τα στοιχεία αυτά καθαυτά η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση. Για να αποτελούν τέτοια σημειώματα άμεση απόδειξη της εν λόγω συμμετοχής, θα έπρεπε η ίδια η Επιτροπή να είχε συλλέξει τα σχετικά στοιχεία από την προσφεύγουσα (για παράδειγμα, επ’ ευκαιρία έρευνας στα γραφεία της, έρευνα η οποία, εν προκειμένω, δεν διεξήχθη) ή, εν ανάγκη, θα έπρεπε να πρόκειται για χειρόγραφο σημείωμα αναγόμενο στην περίοδο των πραγματικών περιστατικών [όπως εκείνα του S. (της FC)] που παραθέτουν το περιεχόμενο μιας συζητήσεως μεταξύ του συντάκτη του σημειώματος αυτού και της προσφεύγουσας. Όμως, εν προκειμένω, καμία από τις τρεις αναφορές που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC) και τις οποίες έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αποτελεί μια τέτοια άμεση απόδειξη της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

189    Επομένως, μολονότι οι τρεις αναφορές στην προσφεύγουσα, που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC), περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι αποδείξεις που ανάγονται στην επίμαχη περίοδο της παραβάσεως, αφορώσες περιστατικά ικανά να προσδιορίσουν την τελευταία, πρέπει να διαπιστωθεί ότι δεν ανάγονται στην περίοδο των περιστατικών στα οποία φέρεται άμεσα εμπλεκόμενη η προσφεύγουσα. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρά το γεγονός ότι οι τρεις αυτές αναφορές αφορούν στοιχεία αναγόμενα στην περίοδο της παραβάσεως, προκειμένου να έχουν αποδεικτική αξία πρέπει να εξακριβωθεί αν επιβεβαιώνονται επαρκώς από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

190    Τρίτον, όσον αφορά τις προβαλλόμενες συζητήσεις μεταξύ S. (της FC) και προσφεύγουσας, όπως περιγράφονται στα σημειώματα του S. (της FC) σχετικά με τις τηλεφωνικές συνομιλίες της 16ης Δεκεμβρίου 1996, ή και της 9ης Δεκεμβρίου 1999, και εφόσον, και πάλι, λαμβανομένων υπόψη των δισταγμών της Επιτροπής επ’ αυτού, γίνει δεκτό ότι η τελευταία αυτή τηλεφωνική επικοινωνία έλαβε χώρα μεταξύ S. (της FC) και προσφεύγουσας, προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι ο προαναφερθείς δεν αναφέρει στις σημειώσεις του ποιο ήταν το περιεχόμενό τους.

191    Πράγματι, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ειδικότερα από το απόσπασμα των σημειωμάτων του S. (της FC), ο τελευταίος είχε προδήλως ως συνήθεια να καταγράφει στα σημειώματά του τις επαφές του (τηλεφωνικές ή στο πλαίσιο συσκέψεων) με τους ανταγωνιστές της FC. Κατά τα άλλα, αυτό αφήνει να εννοηθεί η Επιτροπή στην τελευταία περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όταν υποστηρίζει ότι «[τ]α σημειώματα του [S. (της FC)] αποτελούν τα πρακτικά των συσκέψεων και των τηλεφωνικών συνομιλιών στις οποίες ο ίδιος μετέσχε». Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα σημειώματα αυτά δεν περιλαμβάνουν πρακτικά ή καταγραφή μιας οποιασδήποτε άμεσης τηλεφωνικής επαφής μεταξύ S. (της FC) και προσφεύγουσας.

192    Τέταρτον, διαπιστώνεται ότι από το κείμενο των πρακτικών της ακροάσεως του S. (της FC) από την Επιτροπή προκύπτει ότι, με την ευκαιρία αυτή, αυτός δεν έκανε λόγο περί των ως άνω δύο συνομιλιών με την προσφεύγουσα, όπως διαλαμβάνονται στα σημειώματά του όσον αφορά τις συνομιλίες του της 16ης Δεκεμβρίου 1996 και της 9ης Δεκεμβρίου 1999, οπότε δεν τις επιβεβαίωσε. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι, κατά τη διάρκεια της ίδιας ακροάσεως, η Επιτροπή δεν έκρινε καν αναγκαίο να ζητήσει από τον S. (της FC) να τη διαφωτίσει ούτε όσον αφορά την ανυπαρξία πρακτικών στα σημειώματά του περί των προβαλλόμενων τηλεφωνικών συνομιλιών με την προσφεύγουσα ούτε όσον αφορά το περιεχόμενο των εν λόγω συζητήσεων ούτε ακόμα όσον αφορά τη σημασία που έπρεπε να προσδοθεί στις τρεις αυτές αναφορές στην προσφεύγουσα, που στηρίζονται στα σημειώματά του και περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

193    Κατά τρίτο λόγο, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 184 σε 192 ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί η αποδεικτική αξία την οποία μπορεί να έχει καθεμία από τις τρεις αναφορές περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

194    Πρώτον, όσον αφορά τα σημειώματα του S. (της FC) σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία της 16ης Δεκεμβρίου 1996, ασφαλώς μπορεί να γίνει δεκτό ότι η περιλαμβανόμενη στο εν λόγω σημείωμα ένδειξη, την οποία τονίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι η φράση «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]», μπορεί να συνιστά ένδειξη περί της υπάρξεως αμέσων επαφών μεταξύ κάποιου μέλους της συμπράξεως και της προσφεύγουσας.

195    Εντούτοις, όπως σημειώθηκε στο πλαίσιο των γενικών παρατηρήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 186 σε 192 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν σημειώματα του S. (της FC) αφορώντα απευθείας την προβαλλόμενη συζήτησή του με την προσφεύγουσα περί της οποίας γίνεται νύξη στα σημειώματά του σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία της 16ης Δεκεμβρίου 1996. Ακόμη, ούτε στο κείμενο των πρακτικών της ακροάσεώς του περιλαμβάνεται οποιαδήποτε πληροφορία σχετική είτε με την τηλεφωνική επικοινωνία της 16ης Δεκεμβρίου 1996 είτε με την εν λόγω προγενέστερη προβαλλόμενη συζήτηση με την προσφεύγουσα. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 130 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορά την ως άνω τηλεφωνική επικοινωνία, η Επιτροπή δεν εκθέτει κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο ικανό να προσδώσει επ’ αυτού επαρκή αποδεικτική αξία στα σημειώματα του S. (της FC). Κατά τα λοιπά, διαπιστώνεται ότι δεν προκύπτει από τις δηλώσεις της EKA κάποιο στοιχείο ικανό να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας της 16ης Δεκεμβρίου 1996, όπως αυτή εκτίθεται στο σημείωμα αυτό του S. (της FC).

196    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αφού δεν υφίσταται κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει τα σημειώματα του S. (της FC) όσον αφορά την τηλεφωνική επικοινωνία της 16ης Δεκεμβρίου 1996, επ’ ευκαιρία της οποίας έγινε μνεία του ονόματος της προσφεύγουσας, αλλά η οποία δεν την εμπλέκει άμεσα, η εν λόγω αναφορά στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο των σημειωμάτων αυτών δεν αποτελεί αρκούντως αξιόπιστο στοιχείο προς απόδειξη της συμμετοχής της στην επίμαχη παράβαση.

197    Δεύτερον, όσον αφορά τα σημειώματα του S. (της FC) σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία της 4ης Δεκεμβρίου 1998 μεταξύ S. (της FC) και S. (της EKA), παρά την ασαφή διατύπωση της Επιτροπής σχετικά με την προβαλλόμενη συζήτηση μεταξύ Arkema France και προσφεύγουσας, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η περιλαμβανόμενη στο εν λόγω σημείωμα ένδειξη, όπως την τονίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι η φράση «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]», μπορεί επίσης να αποτελεί κάποιο στοιχείο όσον αφορά την ύπαρξη αμέσων επαφών μεταξύ μέλους της συμπράξεως και προσφεύγουσας.

198    Εντούτοις, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι το σημείωμα αυτό δεν εκθέτει κάποια συζήτηση μεταξύ ενός των εμπλεκομένων στην ως άνω τηλεφωνική επικοινωνία της 4ης Δεκεμβρίου 1998 και της προσφεύγουσας, αλλά κάνει λόγο για μια συζήτηση μεταξύ ενός τρίτου, της Arkema France, και της προσφεύγουσας. Στη συνέχεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν προκύπτει από το κείμενο των πρακτικών της ακροάσεως του S. (της FC) από την Επιτροπή κάποια πληροφορία που να επεξηγεί περισσότερο το περιεχόμενο της συνομιλίας αυτής της 4ης Δεκεμβρίου 1998, όπως εκτίθεται στα σημειώματά του. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορά την εν λόγω τηλεφωνική επικοινωνία, η Επιτροπή δεν παρέθεσε κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο ικανό να προσδώσει επαρκή αποδεικτική αξία στα σημειώματα του S. (της FC). Ομοίως, πρέπει να διαπιστωθεί εκ νέου ότι δεν προκύπτει από τις δηλώσεις της EKA κανένα στοιχείο ικανό να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας της 4ης Δεκεμβρίου 1998, όπως εκτίθεται στο σημείωμα αυτό του S. (της FC). Τέλος, πρέπει σημειωθεί ότι δεν προκύπτει από τις δηλώσεις της Arkema France [του L. (της Arkema France)] κατά τη διάρκεια της ακροάσεώς του από την Επιτροπή, στις 24 Σεπτεμβρίου 2004, οποιοδήποτε στοιχείο ικανό να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας της 4ης Δεκεμβρίου 1998, όπως εκτίθεται στα σημειώματα του S. (της FC), ήτοι ότι η Arkema France είχε συζητήσεις με την προσφεύγουσα. Κατά τα λοιπά, η τελευταία αυτή διαπίστωση δεν προξενεί έκπληξη, καθόσον, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, από το κείμενο των πρακτικών της ίδιας ακροάσεως της Arkema France προκύπτει ότι αυτή προσδιόριζε την προσφεύγουσα ως μέλος της συμπράξεως αποκλειστικά στο πλαίσιο μιας πρώτης περιόδου από τον Οκτώβριο του 1994 μέχρι τα μέσα του 1998, και όχι κατά τη δεύτερη περίοδο, από τα μέσα του 1998 μέχρι τον Μάιο του 2000.

199    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αφού δεν υφίσταται κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει τα σημειώματα του S. (της FC) όσον αφορά την τηλεφωνική επικοινωνία της 8ης Δεκεμβρίου 1998, η σχετική αναφορά στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο των ως άνω σημειωμάτων δεν αποτελεί αρκούντως αξιόπιστο στοιχείο προς απόδειξη της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

200    Τρίτον, όσον αφορά τα σημειώματα του S. (της FC) σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία της 9ης Δεκεμβρίου 1999 μεταξύ S. (της FC) και L. (της Arkema France), και πάλι μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ένδειξη που περιλαμβάνεται στο εν λόγω σημείωμα, όπως τονίζεται από την Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή η φράση «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]», μπορεί να αποτελεί στοιχείο περί της υπάρξεως αμέσων επαφών μεταξύ μέλους της συμπράξεως και προσφεύγουσας.

201    Εντούτοις, αφενός, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο S. (της FC) ήταν εκείνος που συζήτησε με την προσφεύγουσα, όπως εξετέθη στις γενικές παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 186 έως 192 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει σημείωμα του S. (της FC) που να αφορά άμεσα την προβαλλόμενη συζήτησή του με την προσφεύγουσα, περί της οποίας κάνει νύξη στα σημειώματά του. Ακόμα, δεν περιλαμβάνεται ούτε στο κείμενο των πρακτικών της ακροάσεώς του οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με την ως άνω προβαλλόμενη συζήτηση με την προσφεύγουσα. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορά την εν λόγω τηλεφωνική επικοινωνία, η Επιτροπή δεν παραθέτει κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο ικανό να προσδώσει στα σημειώματα του S. (της FC) επαρκή αποδεικτική αξία σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία της 9ης Δεκεμβρίου 1999. Τέλος, όπως και όσον αφορά την τηλεφωνική επικοινωνία της 8ης Δεκεμβρίου 1998, από τις δηλώσεις της Arkema France [του L. (της Arkema France)], κατά την ακρόασή του από την Επιτροπή, στις 24 Σεπτεμβρίου 2004, δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο ικανό να διαφωτίσει το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με τις σημειώσεις που είχε κρατήσει ο S. (της FC) κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής επικοινωνίας του της 9ης Δεκεμβρίου 1999.

202    Αφετέρου, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο L. (της Arkema France) ήταν εκείνος που συνομίλησε με την προσφεύγουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι υφίσταται μια ανακολουθία μεταξύ του περιεχομένου της συζητήσεως αυτής, όπως καταγράφηκε από τον S. (της FC) στα σημειώματά του, και των δηλώσεων του L. (της Arkema France), κατά την ακρόασή του της 24ης Σεπτεμβρίου 2004. Πράγματι, όχι μόνο δεν προκύπτει από τις δηλώσεις της Arkema France, κατά τη διάρκεια της εν λόγω ακροάσεως, κάποια επαφή μεταξύ αυτής και της προσφεύγουσας, αλλά ιδίως, και εκ νέου, όπως ισχυρίστηκε η προσφεύγουσα, συνάγεται ότι, ενώ η Arkema France προσδιόριζε την προσφεύγουσα ως μέλος της συμπράξεως στο πλαίσιο μιας πρώτης περιόδου από τον Οκτώβριο του 1994 μέχρι τα μέσα του 1998, δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο όσον αφορά την περίοδο από τα μέσα του 1998 μέχρι τον Μάιο του 2000.

203    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, δεδομένου ότι δεν υφίσταται κανένα αποδεικτικό στοιχείο ικανό να επιβεβαιώσει τα σημειώματα του S. (της FC) όσον αφορά την τηλεφωνική επικοινωνία της 9ης Δεκεμβρίου 1999, η σχετική αναφορά στην προσφεύγουσα που περιλαμβάνεται στα σημειώματα αυτά δεν είναι αρκούντως αξιόπιστο στοιχείο προς απόδειξη της συμμετοχής της στην επίμαχη παράβαση.

204    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των παρατηρήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 178 έως 203 ανωτέρω, δεδομένου ότι δεν υφίσταται κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει το περιεχόμενο των τριών αναφορών στην προσφεύγουσα, που στηρίζονται στα σημειώματα του S. (της FC) και περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα τρία αυτά αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή δεν είναι αρκούντως αξιόπιστα για να αποδείξουν, καθαυτά, την παραβατική συμπεριφορά της προσφεύγουσας.

–       Όσον αφορά τις δηλώσεις της FC και της EKA

205    Όσον αφορά τις δηλώσεις των ανταγωνιστών της προσφεύγουσας, όπως εξετέθη στη σκέψη 175 ανωτέρω, η εξέταση της αποδεικτικής αξίας τους αφορά μόνον τις δηλώσεις της EKA και της FC.

206    Κατά πρώτο λόγο, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των δηλώσεων των ανταγωνιστών με σκοπό την υπαγωγή στην ανακοίνωση περί συνεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που εκτίθεται στις σκέψεις 100 έως 106 ανωτέρω, καμία διάταξη και καμία γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται, σε βάρος επιχειρήσεως, δηλώσεις άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων, έστω και αν οι δηλώσεις αυτές απευθύνθηκαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο αιτήματος περί υπαγωγής στην ανακοίνωση περί συνεργασίας προς απαλλαγή ή μείωση του προστίμου. Εντούτοις, από τις ίδιες σκέψεις προκύπτει ότι η δήλωση επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εξυπακουομένου ότι ο απαιτούμενος βαθμός τεκμηριώσεως μπορεί να είναι μικρότερος, λόγω της αξιοπιστίας των οικείων δηλώσεων. Η προϋπόθεση αυτή τεκμηριώσεως της δηλώσεως μιας επιχειρήσεως πρέπει επίσης να τηρείται σε περίπτωση αμφισβητήσεως της δηλώσεως αυτής από άλλη κατηγορούμενη επιχείρηση. Όμως, δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ακρίβεια των δηλώσεων της EKA και της FC.

207    Κατά δεύτερο λόγο, επομένως, πρέπει να εξεταστεί η αξιοπιστία των δηλώσεων της EKA και της FC.

208    Πρώτον, όσον αφορά τις δηλώσεις της EKA, η Επιτροπή αναφέρει τις δηλώσεις αυτές στο μέρος 4.3, σχετικά με τη σύσκεψη του Turku της 14ης Οκτωβρίου 1997 και την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998.

209    Όσον αφορά τις δηλώσεις της EKA σχετικά με τη σύσκεψη του Turku, μεταξύ FC και EKA, αυτές παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 162 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέρος 4.3. Το απόσπασμα αυτό των δηλώσεων της EKA, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 162, αναφέρει ότι η FC αύξανε διαρκώς τις πωλήσεις της στην Ισπανία και στην Πορτογαλία και ότι υπήρχε κίνδυνος τούτο να έχει ως συνέπεια να στραφούν οι Ισπανοί παραγωγοί στη Γαλλία. H EKA δήλωσε στη συνέχεια: «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]».

210    Στη συνέχεια, στις αιτιολογικές σκέψεις 163 και 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή παραθέτει τα σημειώματα του S. (της FC) και εκείνα του W. (της EKA). Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, ναι μεν τα σημειώματα αυτά κάνουν λόγο περί των ανησυχιών της Arkema France και της EKA όσον αφορά τις προοπτικές στην ισπανική αγορά, σε κανένα σημείο δεν αναφέρεται αμέσως ή εμμέσως το όνομα της προσφεύγουσας.

211    Τέλος, στο πλαίσιο του συμπεράσματός της που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τη σύσκεψη του Turku, η Επιτροπή διαπίστωσε τα ακόλουθα:

«[Σ]υζητήθηκε το ζήτημα της μη τηρήσεως εκ μέρους της [FC] των μεριδίων της αγοράς στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και στη Γαλλία. H EKA και η [FC] συμφώνησαν επίσης μια αύξηση τιμών στις χώρες αυτές, με την επιφύλαξη ότι θα υπάρξει υποστήριξη από άλλους ανταγωνιστές.»

212    Η τελευταία αυτή ερμηνεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή όσον αφορά τις δηλώσεις της EKA που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 162 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, προκύπτει από τη δήλωση αυτή αποκλειστικά ότι η EKA και η FC είχαν συμφωνήσει να παρατηρούν τις αντιδράσεις των άλλων ανταγωνιστών σε περίπτωση που θα αύξαναν τις τιμές τους. Αντιθέτως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, και αντιθέτως προς όσα δέχθηκε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι έπρεπε να υπάρξει υποστήριξη των ανταγωνιστών όπως η προσφεύγουσα για να προβούν σε αύξηση τιμών. Επιπλέον, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, ναι μεν τα σημειώματα των S. (της FC) και W. (της EKA), που παρατίθενται αντιστοίχως στις αιτιολογικές σκέψεις 163 και 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κάνουν λόγο περί εντάσεων στις αγορές Ισπανίας και Πορτογαλίας, με κίνδυνο υπάρξεως αντικτύπου στη γαλλική αγορά, τα σημειώματα αυτά όμως δεν κάνουν λόγο για κάποια εμπλοκή της προσφεύγουσας ούτε επιβεβαιώνουν τη δήλωση της EKA όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνίας περί αυξήσεως των τιμών, εξαρτώμενη από την υποστήριξη των ανταγωνιστών όπως η προσφεύγουσα.

213    Τέλος, εν πάση περιπτώσει, όπως ισχυρίστηκε η προσφεύγουσα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι, στο πλαίσιο της συμπεριφοράς των δραστηριοποιουμένων σε μια αγορά όπου λειτουργεί ο ανταγωνισμός, αν ένας από αυτούς απολέσει μερίδια αγοράς εξαιτίας διεισδύσεως άλλου ανταγωνιστή στην οικεία αγορά, θα είναι φυσικό να επιχειρήσει να προσελκύσει πελάτες σε γειτονικές αγορές. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι η FC και η EKA έκαναν λόγο, κατά τη διάρκεια της συσκέψεως του Turku της 14ης Οκτωβρίου 1997, περί ενός κινδύνου υπάρξεως αντικτύπου στη γαλλική αγορά της αυξήσεως των πωλήσεων της FC στην ισπανική αγορά, ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απόδειξη της συμμετοχής ανταγωνιστή όπως η προσφεύγουσα σε παράβαση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Έτσι, ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων προς επιβεβαίωση της δηλώσεως της EKA, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορθώς η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αξιοπιστία της δηλώσεως αυτής.

214    Όσον αφορά τις δηλώσεις της EKA σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, οι δηλώσεις αυτές μνημονεύονται από την Επιτροπή στο μέρος 4.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει ότι, «με τις δηλώσεις τους, η EKA, η FC και η προσφεύγουσα τόνισαν ότι οι [S. (της EKA), L. (της Arkema France), A. (της Aragonesas) και S. (της FC)] είχαν μετάσχει στη σύσκεψη αυτή». Κατά συνέπεια, καθόσον, όπως εκτίθεται ανωτέρω, το τρίτο είδος αποδείξεως που διαθέτει η Επιτροπή έγκειται στην ομολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά τη συμμετοχή της στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, η εξέταση της αξιοπιστίας των δηλώσεων της EKA σχετικά με την εν λόγω σύσκεψη πρέπει να πραγματοποιηθεί αργότερα, ενώ επιβάλλεται να προβεί το Γενικό Δικαστήριο σε ανάλυσή της στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της αποδεικτικής αξίας της ομολογίας αυτής.

215    Δεύτερον, όσον αφορά τις δηλώσεις της FC, η Επιτροπή κάνει λόγο περί αυτών στο μέρος 4.3 μόνον όσον αφορά την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998. Ειδικότερα, επίσης στην αιτιολογική σκέψη 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή δηλώνει ότι, «με τις δηλώσεις τους, η EKA, η FC και [η προσφεύγουσα] τόνισαν ότι οι [S. (της EKA), L. (της Arkema France), A. (της Aragonesas) και S. (της FC)] είχαν μετάσχει στη σύσκεψη αυτή». Κατά συνέπεια, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στη σκέψη 214 ανωτέρω, όσον αφορά τις δηλώσεις της EKA σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, η εξέταση της αξιοπιστίας των δηλώσεων της FC σχετικά με την εν λόγω σύσκεψη πρέπει να πραγματοποιηθεί αργότερα, προκειμένου η εν λόγω εξέταση να λάβει χώρα στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της αποδεικτικής αξίας της ομολογίας αυτής.

–       Όσον αφορά την ομολογία της προσφεύγουσας σχετικά με τη συμμετοχή της στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998

216    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι μετέσχε στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998. Όμως, ισχυρίζεται ότι, όπως προκύπτει από τα σημειώματα του S. (της FC), η συμμετοχή αυτή ήταν μερική και ότι μια τέτοια συμμετοχή σε μία μόνον από τις 72 επαφές με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού που απαριθμούνται στο παράρτημα I της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής προς απόδειξη της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

217    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά την ομολογία της προσφεύγουσας για τη συμμετοχή της στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, από τη νομολογία προκύπτει ότι η εκ μέρους επιχειρήσεως ρητή ή σιωπηρή αναγνώριση πραγματικών ή νομικών στοιχείων κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία μπορεί να συνιστά συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο κατά την εκτίμηση του βασίμου ένδικης προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2010, C-407/08 P, Knauf Gips κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 90).

218    Επομένως, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ως άνω ομολογία ως αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, στο στάδιο της εκτιμήσεως του βασίμου της ένδικης προσφυγής πρέπει να ελεγχθεί αν το περιεχόμενο της ομολογίας αυτής συμπληρώνει άλλα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998.

219    Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, δεν αμφισβητείται καταρχάς ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, η προσφεύγουσα ρητώς παραδέχθηκε τη συμμετοχή της αυτή.

220    Στη συνέχεια, πρέπει να σημειωθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε αρχικώς η Επιτροπή με τα υπομνήματά της και όπως ρητώς δέχθηκε με τις παρατηρήσεις της της 3ης Σεπτεμβρίου 2010 επί της εκθέσεως ακροατηρίου, η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 είναι η πρώτη συμμετοχή της προσφεύγουσας σε σύσκεψη της ως άνω συμπράξεως. Κατά τα λοιπά, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαπίστωση αυτή προκύπτει σαφώς από τις δηλώσεις της FC, όπως αυτές περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής. Από τις δηλώσεις αυτές, όσον αφορά την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, συνάγεται ότι η σύσκεψη αυτή της συμπράξεως ήταν παρόμοια προς τις προηγούμενες «με τη διαφορά ότι μετείχε επίσης και [η προσφεύγουσα].»

221    Κατά δεύτερο λόγο, από τις αιτιολογικές σκέψεις 182 έως 186 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή ρητώς μνημόνευσε, επιπλέον της ρητής παραδοχής εκ μέρους της προσφεύγουσας όσον αφορά τη συμμετοχή της στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, άλλα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία μπορεί να διαπιστωθεί η εν λόγω συμμετοχή. Έτσι, παρέπεμψε, αφενός, στα σημειώματα του S. (της FC) σχετικά με την εν λόγω σύσκεψη, όπως παρατίθενται στις σελίδες 1159 και 1160 του φακέλου της Επιτροπής και, αφετέρου, στις δηλώσεις της EKA.

222    Όσον αφορά τις ως άνω σελίδες του φακέλου, που περιλαμβάνουν τα σημειώματα του S. (της FC), το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα, απαντώντας σε ερώτηση που της τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ανέφερε ότι δεν ήταν πλέον βέβαιη ότι τα σημειώματα που παρατίθενται στις εν λόγω σελίδες του φακέλου αναφέρονται όντως στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 και ότι, αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αυτά περιγράφουν μια σύσκεψη στην οποία δεν μετείχε ο A. (της Aragonesas).

223    Συναφώς, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί, καταρχάς, ότι από το σημείο 24 της απαντήσεως της προσφεύγουσας στην ανακοίνωση των αιτιάσεων προκύπτει σαφώς ότι η ανακοίνωση αυτή αναφέρει εντός εισαγωγικών τα αποσπάσματα των σημειωμάτων του S. (της FC) και, ειδικότερα, εκείνα που παρατίθενται στις περιπτώσεις 14 έως 22 και στις περιπτώσεις 24 έως 32 των ως άνω σημειωμάτων. Επιπλέον, πάντοτε στο σημείο 24 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η προσφεύγουσα αναφέρει ρητώς ότι το σημείο 163 της εν λόγω ανακοινώσεως παραθέτει το κείμενο των σημειωμάτων του S. (της FC) σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στο σημείο 25 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η προσφεύγουσα διατυπώνει παρατηρήσεις επί του περιεχομένου των σημειωμάτων που μνημονεύονται στο σημείο 163 της εν λόγω ανακοινώσεως, αλλά ουδόλως αμφισβητεί ότι τα σημειώματα αυτά αφορούν επαφές κατά τη διάρκεια της παράνομης συσκέψεως της 28ης Ιανουαρίου 1998, παρόντος του A. (της Aragonesas).

224    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από τη δεύτερη εισαγωγική παράγραφο των σημειωμάτων του S. (της FC) σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, όπως περιλαμβάνεται στο άνω μέρος της σελίδας 1159, προκύπτει ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύσκεψη αυτή είχε προγραμματιστεί από τους S. (της FC) και L. (της Arkema France).

225    Τρίτον, από τα σημειώματα του S. (της FC) συνταχθέντα κατά τη διάρκεια της παράνομης συσκέψεως της 28ης Ιανουαρίου 1998, όπως παρατίθενται στις σελίδες 1159 και 1160 του φακέλου της Επιτροπής, προκύπτει ότι, χωρίς να υπάρξει αμφισβήτηση εκ μέρους της προσφεύγουσας με τα υπομνήματά της ή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το όνομά της εμφανίζεται είτε με τη συντομογραφία «Arag.» ή «Ara» είτε εμμέσως μέσω του ονόματος του εκπροσώπου της, δηλαδή του A. (της Aragonesas), στο πλαίσιο των επαφών μεταξύ των μετεχόντων στη σύσκεψη αυτή.

226    Κατά συνέπεια, πρέπει καταρχάς να γίνει δεκτό ότι τα σημειώματα του S. (της FC) που περιλαμβάνονται στις σελίδες 1159 και 1160 του φακέλου της Επιτροπής αφορούν, αντιθέτως προς όσα διατείνεται τώρα η προσφεύγουσα, την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 στην οποία παραδέχθηκε ότι μετέσχε. Έτσι, τα ως άνω σημειώματα συντάχθηκαν σε περίοδο κατά την οποία έλαβε χώρα ένα περιστατικό στο οποίο η προσφεύγουσα είχε άμεση συμμετοχή.

227    Στη συνέχεια, δεδομένου ότι η ομολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά τη συμμετοχή της στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 συμπληρώνει, υπό την έννοια της νομολογίας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 217 ανωτέρω, τα σημειώματα του S. (της FC) και τις δηλώσεις της EKA και της FC όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην εν λόγω σύσκεψη (βλ. σκέψεις 214 και 215 ανωτέρω), η εν λόγω ομολογία, όπως και τα σημειώματα και οι δηλώσεις που προαναφέρθηκαν, είναι αρκούντως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία που να μπορούν να ληφθούν υπόψη σε βάρος της προσφεύγουσας.

 Επί του αν η δέσμη ενδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση περιλαμβάνει συγκεκριμένα και διασταυρωμένα στοιχεία

228    Με γνώμονα τη νομολογία που υπενθυμίζεται στις σκέψεις 95 και 96 ανωτέρω, καθώς και τα ανωτέρω συμπεράσματα όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλεξε η Επιτροπή και όσον αφορά την αποδεικτική τους αξία, πρέπει τώρα να εξεταστεί συνολικά αν η δέσμη ενδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή, προς απόδειξη της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, είναι σύμφωνη προς την υποχρέωση προσκομίσεως συγκεκριμένων και διασταυρωμένων στοιχείων που να στηρίζουν την ακλόνητη πεποίθησή της ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην επίμαχη παράβαση.

229    Κατά πρώτο λόγο, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, όσον αφορά την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, σύσκεψη στην οποία η προσφεύγουσα παραδέχθηκε ότι μετέσχε, προκύπτει τόσο από τα σημειώματα του S. (της FC) όσο και από τις δηλώσεις της FC και της EKA, ότι οι μετέχοντες στην εν λόγω σύσκεψη, αφενός, αντάλλαξαν ευαίσθητες πληροφορίες, με την ευκαιρία αυτή, περί των δραστηριοτήτων τους στο σύνολο του ΕΟΧ και, αφετέρου, διαπραγματεύθηκαν μεταξύ τους τα μερίδια της αγοράς και τις τιμές πωλήσεως.

230    Συναφώς, πρώτον, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 183 έως 186 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι μετέχοντες εξέτασαν σε βάθος τις αγορές του χλωρικού νατρίου στην Ισπανία, στη Γαλλία και στην Πορτογαλία, κάνοντας παράλληλα νύξη περί της καταστάσεως στη βελγική αγορά.

231    Έτσι, καταρχάς, όσον αφορά τις εν λόγω αγορές, από τις περιπτώσεις 9 έως 32 των σημειωμάτων του S. (της FC) προκύπτει ότι οι μετέχοντες στη σύσκεψη αντάλλαξαν στοιχεία περί των όγκων παραγωγής τους, των τιμών πωλήσεως και των μεριδίων της αγοράς, τούτο δε, ιδίως, για τα έτη 1996 και 1997. Ασφαλώς, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα στοιχεία που την αφορούν, όπως περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις 14 και 19 των σημειωμάτων του S. (της FC) όσον αφορά την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998. Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα, αφενός, αναγνωρίζει ότι μετέσχε στην εν λόγω σύσκεψη, αφετέρου, δεν αμφισβητεί το αντικείμενο των συζητήσεων περί των οποίων γίνεται λόγος στις περιπτώσεις 9 έως 28 των ως άνω σημειωμάτων, ούτε αμφισβητεί ότι μετέσχε στις επαφές περί των οποίων γίνεται λόγος στις περιπτώσεις 14 και 19 των σημειωμάτων αυτών, αλλά αποκλειστικά τα περιλαμβανόμενα σε αυτά αριθμητικά στοιχεία που την αφορούν και, τέλος, δεν αμφισβητεί ούτε ότι, όπως αναφέρεται στην περίπτωση 21, «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]» και, στην περίπτωση 22, «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]».

232    Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από τα σημειώματα του S. (της FC) σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, από τις δηλώσεις του και από τις δηλώσεις της EKA του 2003, οι μετέχοντες στη σύσκεψη, ιδίως η προσφεύγουσα, άρχισαν επίσης διαπραγματεύσεις προκειμένου να διαμοιράσουν μεταξύ τους τα μερίδια της αγοράς, ή ακόμα για να καθορίσουν τις τιμές. Έτσι, στην περίπτωση 23 των σημειωμάτων του S. (της FC) σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 αναφέρεται ότι, όσον αφορά την ισπανική αγορά, [EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]. Ομοίως, από τις περιπτώσεις 29 και 30 των σημειωμάτων αυτών του S. προκύπτει ότι, όσον αφορά τη γαλλική αγορά, [EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ].

233    Κατά συνέπεια, από τα σημειώματα αυτά προκύπτει ότι, όπως επιβεβαιώθηκε με τις δηλώσεις της FC και της EKA, το αντικείμενο της παράνομης συσκέψεως της 28ης Ιανουαρίου 1998 ήταν αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και ότι οι διαπραγματεύσεις αφορούσαν διάφορες αγορές του ΕΟΧ. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της ουσιαστικής συμμετοχής της προσφεύγουσας στην εν λόγω σύσκεψη, και τούτο, ιδίως, όσον αφορά την έκφραση των επιθυμιών της όσον αφορά τους όγκους πωλήσεων στις αγορές της Ισπανίας και της Γαλλίας, αλλά και της επιβεβαιώσεως όσον αφορά τη διατήρηση των τιμών της στην τελευταία αυτή αγορά, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι αγνοούσε ή ότι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί το αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο της συσκέψεως αυτής. Τέλος, στο πλαίσιο της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, διαπιστώνεται, αφενός, ότι η προοπτική της ήταν προδήλως να μετάσχει σε αυτήν και ότι, αφετέρου, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι έλαβε δημόσια αποστάσεις από το αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο της εν λόγω συσκέψεως.

234    Δεύτερον, οι ανωτέρω διαπιστώσεις δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση με τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας όσον αφορά την προβαλλόμενη μερική συμμετοχή της στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998. Πράγματι, απαντώντας στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση όσον αφορά το αντικείμενο της συμμετοχής της και το αν μετείχε καθ’ ολοκληρία ή μερικώς, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ούτε ότι η συμμετοχή της είχε σκοπό διαφορετικό από εκείνο των άλλων μετεχόντων στην εν λόγω σύσκεψη ούτε ότι είχε λάβει δημόσια αποστάσεις από το περιεχόμενο της συσκέψεως αυτής, ενώ, τέλος, δεν παρέσχε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ικανό να πιστοποιήσει με επαρκή βεβαιότητα ότι, όπως η ίδια διατείνεται, μετέσχε στη σύσκεψη αυτή μόνον μερικώς.

235    Το πολύ, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί μερικής συμμετοχής της στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, η προσφεύγουσα, καταρχάς, επιμένει επί του εντελώς ανεπισήμου χαρακτήρα της συσκέψεως αυτής και επί της ελάχιστης διάρκειάς της, στη συνέχεια, επικαλείται τη δεύτερη εισαγωγική παράγραφο που περιλαμβάνεται στο άνω μέρος της σελίδας 1159 του φακέλου και, τέλος, υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο A. (της Aragonesas), που εκπροσωπούσε την προσφεύγουσα στην ως άνω σύσκεψη, αποχώρησε από αυτή για να μεταβεί στη Μαδρίτη.

236    Όσον αφορά τον ανεπίσημο χαρακτήρα της παράνομης συσκέψεως της 28ης Ιανουαρίου 1998, αρκεί να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 230 έως 233 ανωτέρω, ανεξαρτήτως της μορφής που είχε η εν λόγω σύσκεψη, το αντικείμενό της ήταν αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να αγνοεί ούτε το αντικείμενο αυτό ούτε τη γεωγραφική διάσταση της επίμαχης παραβάσεως.

237    Όσον αφορά το περιεχόμενο της δεύτερης εισαγωγικής παραγράφου, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εν λόγω παράγραφος δεν περιλαμβανόταν στα αρχικά χειρόγραφα σημειώματα του S. (της FC), αλλά προσετέθη από τον τελευταίο όταν αυτός προέβη σε μεταγραφή στα αγγλικά των σημειωμάτων αυτών. Στη συνέχεια, από την παράγραφο αυτή προκύπτει προδήλως ότι ο S. εξέθεσε, στην ως άνω δεύτερη εισαγωγική παράγραφο, το περιεχόμενο μιας τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ S. (της FC) και L. (της Arkema France) της 14ης Ιανουαρίου 1998.

238    Ασφαλώς, τόσο από την εν λόγω παράγραφο όσο και από τα σημειώματα του S. (της FC) που συντάχθηκαν κατά την ως άνω τηλεφωνική επικοινωνία της 14ης Ιανουαρίου 1998, τα οποία παρατίθενται στη σελίδα 1147 του φακέλου της Επιτροπής, προκύπτει ότι, με την ευκαιρία αυτή, οι S. (της FC) και L. (της Arkema France) είχαν κάνει λόγο περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 και είχαν προγραμματίσει ότι η εν λόγω συμμετοχή θα περιοριζόταν στις συζητήσεις όσον αφορά την ισπανική, τη γαλλική και την πορτογαλική αγορά. Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι ούτε από τα σημειώματα του S. (της FC) ούτε από τις δηλώσεις της EKA προκύπτει ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας όντως ήταν μερική.

239    Όσον αφορά τον προβληθέντα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ισχυρισμό της προσφεύγουσας, σε απάντηση στις ερωτήσεις που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, κατά τον οποίο ο A. (της Aragonesas) αποχώρησε πολύ σύντομα από την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, για να ταξιδέψει αεροπορικώς στη Μαδρίτη, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προς απόδειξη της μερικής συμμετοχής της στην εν λόγω σύσκεψη. Πράγματι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να υπάρξει αμφισβήτηση της προσφεύγουσας με την ευκαιρία αυτή, από τις έγγραφες απαντήσεις της προσφεύγουσας στις ερωτήσεις της Επιτροπής σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, απαντήσεις που περιλαμβάνονται ιδίως στις σελίδες 12856 και 12857 του φακέλου της Επιτροπής (βλ. παράρτημα E.1), συνάγεται ότι η προσφεύγουσα ρητώς δήλωσε ότι, αφενός, από απόσπασμα εξόδων της τραπεζικής κάρτας του A. (της Aragonesas) προκύπτει ότι ο τελευταίος παρέμεινε στο ξενοδοχείο Sheraton των Βρυξελλών το βράδυ της 28ης Ιανουαρίου 1998 και, αφετέρου, ότι από διάφορες σημειώσεις στο εν λόγω απόσπασμα προκύπτει, πρώτον, ότι σκοπός της μεταβάσεώς του στις Βρυξέλλες ήταν η συμμετοχή σε επίσημη σύσκεψη του CEFIC στο ίδιο ξενοδοχείο και, δεύτερον, ότι μετέσχε σε άλλη σύσκεψη στο περιθώριο της επίσημης συσκέψεως, η οποία θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί την ίδια ημέρα με εκείνη της επίσημης συσκέψεως. Επομένως, αβασίμως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο A. (της Aragonesas) αποχώρησε από την τελευταία αυτή σύσκεψη για να επιστρέψει αεροπορικώς το ίδιο βράδυ στη Μαδρίτη.

240    Τέλος, επίσης αβασίμως η προσφεύγουσα υποστήριξε, με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, ότι από την περίπτωση 40 των σημειωμάτων του S. (της FC) σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 συνάγεται ότι ο A. (της Aragonesas) ήταν απών στη σύσκεψη. Κατά την ως άνω περίπτωση: «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]». Πράγματι, ναι μεν οι σημειώσεις που περιλαμβάνονται στην εν λόγω περίπτωση αφορούν μια εκτίμηση εκ μέρους τρίτου της δυναμικότητας της προσφεύγουσας, επιβάλλεται εντούτοις να διαπιστωθεί ότι δεν δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι ο A. (της Aragonesas) είχε αποχωρήσει τότε από τη σύσκεψη, καθόσον μάλιστα το μόνο στοιχείο που προσκομίζει η προσφεύγουσα για να αποδείξει τη μερική συμμετοχή της είναι προδήλως αβάσιμο, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 239 ανωτέρω.

241    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η συμμετοχή της στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 ήταν μόνο μερική.

242    Τρίτον, αφού η προσφεύγουσα μετείχε στο σύνολο της παράνομης συσκέψεως της 28ης Ιανουαρίου 1998, πρέπει να γίνει δεκτό, καθόσον οι μετέχοντες στην εν λόγω σύσκεψη, με την ευκαιρία αυτή και σε συνάρτηση με την παρουσία τους στις σχετικές αγορές, αντάλλαξαν πληροφορίες όχι μόνον περί των δραστηριοτήτων τους εκτός του ΕΟΧ [βλ. τις περιπτώσεις 1 έως 7, 33 έως 38 των σημειωμάτων του S. (της FC) σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998)], αλλά επίσης περί διαφόρων αγορών εντός του ΕΟΧ, ήτοι σχετικά με το Βέλγιο, την Ισπανία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία [βλ. τις περιπτώσεις 9 έως 32 των σημειωμάτων του S. (της FC) σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998)], καθώς και σχετικά με τη Φινλανδία, τη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Νορβηγία [βλ. τις περιπτώσεις 26 και 42 έως 48 των σημειωμάτων του S. (της FC) σχετικά με την παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998)], η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να αγνοεί ότι, όπως εξέθεσε η Επιτροπή, ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 347 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η σύμπραξη στην οποία μετείχε κάλυπτε ένα ουσιώδες μέρος του ΕΟΧ.

243    Από τις παρατηρήσεις που εκτίθενται κατά πρώτο λόγο ανωτέρω προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των αποδεικτικών στοιχείων που συνέλεξε η Επιτροπή όσον αφορά το περιεχόμενο των συζητήσεων κατά τη διάρκεια της παράνομης συσκέψεως της 28ης Ιανουαρίου 1998 στις οποίες μετέσχε η προσφεύγουσα και, αφετέρου, της ομολογίας της τελευταίας όσον αφορά τη συμμετοχή της στην εν λόγω σύσκεψη, η Επιτροπή προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998. Δεύτερον, καθόσον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω), χωρίς να προβληθεί κάποια σχετική αμφισβήτηση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι επαφές με σκοπό τον καθορισμό της συμπεριφοράς των μελών της συμπράξεως στην αγορά εν αναμονή της ετήσιας διαπραγματεύσεως των συμβάσεων μεταξύ παραγωγών χλωρικού νατρίου και των πελατών τους ήταν όλο και εντονότερες γενικά στο τέλος του προηγουμένου έτους, ή και συνεχίζονταν στις αρχές του οικείου έτους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσκομισθείσα απόδειξη της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 αρκούσε για να μπορέσει να συναγάγει η Επιτροπή ότι η προσφεύγουσα μετείχε στη σύμπραξη κατά τη διάρκεια του 1998.

244    Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που αποτελούν τη δέσμη ενδείξεων, δηλαδή τις τρεις αναφορές στην προσφεύγουσα, περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και τις δηλώσεις της EKA, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επαφές μεταξύ των μελών της συμπράξεως, αφενός, πραγματοποιούνταν γενικά στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, ή και στις αρχές του έτους που αποτελούσε το αντικείμενο των συζητήσεων και, αφετέρου, είχαν ως αντικείμενο την κατανομή των σχετικών αγορών επί ετησίας βάσεως. Από την παρατήρηση αυτή, την οποία δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα, συνάγεται ότι τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που αποτελούν τη δέσμη ενδείξεων αφορούν μεμονωμένες επαφές με χρονική απόσταση μεταξύ τους (ήτοι, αφενός, τις τηλεφωνικές συνομιλίες της 16ης Δεκεμβρίου 1996, της 4ης Δεκεμβρίου 1998 και της 9ης Δεκεμβρίου 1999 και, αφετέρου, τη σύσκεψη της 14ης Οκτωβρίου 1997), που μπορούσαν να αφορούν διαφορετικά έτη της επίμαχης παραβάσεως (ήτοι, όσον αφορά τις εν λόγω τηλεφωνικές συνομιλίες, τα έτη 1997, 1999 και 2000, ή και, όσον αφορά τη σύσκεψη της 14ης Οκτωβρίου 1997, το 1998).

245    Επομένως, επιπλέον του γεγονότος ότι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 204, 212 και 213 ανωτέρω, τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι αξιόπιστα, και παρά τις παρατηρήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 243 ανωτέρω σχετικά με τις αποδείξεις που αφορούν το ημερολογιακό έτος 1998, τα εν λόγω στοιχεία είναι διάσπαρτα και αποσπασματικά.

246    Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπενθυμίζεται στις σκέψεις 96 και 97 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δέσμη ενδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή, εξεταζόμενη συνολικά, δεν είναι αρκούντως συγκεκριμένη και διασταυρωμένη και, ιδίως, δεν παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού κάποιων συμπτώσεων ή ενδείξεων προς δημιουργία ακλόνητης πεποιθήσεως, έστω και μέσω συναγωγής συμπερασμάτων, ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στο σύνολο της επίμαχης παραβάσεως, ήτοι από τις 16 Δεκεμβρίου 1996 μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2000. Αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή απέδειξε τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη μόνον κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους 1998.

247    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ως μερικώς βάσιμο, καθόσον η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καταλήγοντας με την προσβαλλόμενη απόφαση στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα μετείχε στην επίμαχη παράβαση, αφενός, μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1996 και 27 Ιανουαρίου 1998 και, αφετέρου, μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1999 και 9 Φεβρουαρίου 2000. Κατά τα λοιπά, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου.

248    Συμπερασματικά, και χωρίς να απαιτείται να εξετάσει το Γενικό Δικαστήριο το βάσιμο των ισχυρισμών που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου, που αντλείται από έλλειψη επαρκών αποδείξεων όσον αφορά την προβαλλόμενη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, που ήταν ενιαία και διαρκής παράβαση, καλύπτουσα το σύνολο του ΕΟΧ, επειδή το εν λόγω σκέλος κατέστη άνευ αντικειμένου, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτός ο πρώτος λόγος που προβάλλει η προσφεύγουσα, καθόσον η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα μετείχε στην παράβαση, αφενός, από τις 16 Δεκεμβρίου 1996 μέχρι τις 27 Ιανουαρίου 1998 και, αφετέρου, από 1ης Ιανουαρίου 1999 μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2000. Κατά τα λοιπά, και όσον αφορά, επομένως, το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με τη συμμετοχή στην παράβαση από τις 28 Ιανουαρίου 1998 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός ως αβάσιμος.

249    Κατά συνέπεια, πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει το άρθρο 1, στοιχείο ζ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο της περιόδου συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση, τις περιόδους που περιλαμβάνονται, αφενός, μεταξύ 16ης Δεκεμβρίου 1996 και 27ης Ιανουαρίου 1998 και, αφετέρου, μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1999 και 9ης Φεβρουαρίου 2000.

2.     Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από νομικά σφάλματα και από σφάλματα εκτιμήσεως της Επιτροπής στο στάδιο του υπολογισμού του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα

 α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

250    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη και σε σφάλματα εκτιμήσεως στο στάδιο του υπολογισμού του ύψους του προστίμου που της επιβλήθηκε. Ο εν λόγω δεύτερος λόγος υποδιαιρείται σε τρία σκέλη αντλούμενα, αντιστοίχως, αφενός, από το ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε είναι αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας και συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις, αφετέρου, από σφάλμα κατά τον υπολογισμό της διάρκειας της επίμαχης παραβάσεως και, τέλος, από τον μη συνυπολογισμό ελαφρυντικών περιστάσεων που αφορούν ειδικά την προσφεύγουσα.

251    Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το επιβληθέν πρόστιμο είναι αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας και συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή, πρώτον, υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως στο πλαίσιο του προσδιορισμού της σοβαρότητας της διαπραχθείσας παραβάσεως, λαμβάνοντας υπόψη σε βάρος της τον ίδιο βαθμό σοβαρότητας όπως και για τους πρωτοστάτες της παραβάσεως που περιλαμβάνονται μεταξύ των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η φύση της παραβάσεως που διέπραξε η προσφεύγουσα δεν είναι συγκρίσιμη προς εκείνη των άλλων μετεχόντων στην εν λόγω σύμπραξη. Έτσι, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση διήρκεσε, κατά τα συμπεράσματα της Επιτροπής, πλέον των τριών και ημίσεος ετών, ότι αφορούσε μόνον τρεις εθνικές γεωγραφικές αγορές του ΕΟΧ, ότι το μερίδιό της της αγοράς ήταν μόλις 5 %, ότι δεν μετέσχε σε μια ενιαία και διαρκή παράβαση και ότι από πολλές ενδείξεις προκύπτει ότι δεν είχε όντως εφαρμόσει τις προβαλλόμενες συμφωνίες.

252    Δεύτερον, βάσει των ιδίων παρατηρήσεων με εκείνες που εκτίθενται στη σκέψη 251 ανωτέρω, η Επιτροπή όφειλε να μην συμπεριλάβει στο βασικό ποσό του προστίμου της ένα επιπρόσθετο ποσό δυνάμει του σημείου 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 ή, τουλάχιστον, ένα επιπρόσθετο ποσό ίδιο με εκείνο που επιβλήθηκε σε όλους τους άλλους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

253    Επομένως, τρίτον, λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, το ίδιο επίπεδο σοβαρότητας της παραβάσεως που διέπραξε η προσφεύγουσα και, αφετέρου, το ίδιο επιπρόσθετο ποσό με εκείνο που έλαβε υπόψη για τους άλλους μετέχοντες στην εν λόγω σύμπραξη προκειμένου να προσδιορίσει το βασικό ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση σε σχέση με εκείνα των άλλων εμπλεκομένων. Επομένως, παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

254    Κατά δεύτερον λόγο, όσον αφορά ένα προβαλλόμενο σφάλμα της Επιτροπής κατά τον υπολογισμό της διάρκειας της επίμαχης παραβάσεως, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που προέβαλε επί του ιδίου ζητήματος στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της. Προσθέτει ότι, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη σύμπραξη, αφενός, η ημερομηνία ενάρξεως της εν λόγω συμμετοχής προσδιορίζεται σε σχέση με εκείνη της πρώτης και μοναδικής συμμετοχής της σε σύσκεψη με τους ανταγωνιστές, ήτοι στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 και, αφετέρου, ο χρόνος λήξεως της συμμετοχής αυτής είναι ο Δεκέμβριος του 1998.

255    Κατά τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 2 B των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, ελαφρυντικές περιστάσεις υπέρ αυτής που δικαιολογούσαν μείωση του βασικού ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε.

256    Ιδίως από διάφορα αποσπάσματα των εγγράφων που προσκόμισαν οι εταιρίες οι οποίες ζήτησαν την υπαγωγή τους στην ανακοίνωση περί συνεργασίας προκύπτει ότι δεν ακολούθησε στην πραγματικότητα τις προβαλλόμενες συμφωνίες που είχαν συνάψει οι πρωτοστάτες της συμπράξεως. Κατά τα λοιπά, παρατηρεί ότι ορισμένες πληροφορίες που παρέσχαν οι εταιρίες αυτές σχετικά με τα επίπεδα των τιμών και των όγκων πωλήσεως που είχαν οριστεί για την προσφεύγουσα δεν αντιστοιχούσαν προς τη συμπεριφορά της τελευταίας στην αγορά.

257    Η Επιτροπή αμφισβητεί το σύνολο των ισχυρισμών που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του δευτέρου λόγου.

 β)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

258    Λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων που εκτίθενται στη σκέψη 247 ανωτέρω, πρέπει να κριθεί βάσιμο εκ προοιμίου το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου, το οποίο στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά τον υπολογισμό της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση.

 Επί της παραβιάσεως των αρχών της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων στο στάδιο του υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου

259    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου η προσφεύγουσα επικαλείται παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, στο στάδιο του προσδιορισμού του βασικού ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε, σε σχέση με τα βασικά ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στους άλλους μετέχοντες στην εν λόγω σύμπραξη.

260    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τα σημεία 9 έως 11 των κατευθυντήριων γραμμών, η μεθοδολογία που ακολουθεί η Επιτροπή για να προσδιορίσει τα πρόστιμα περιλαμβάνει δύο στάδια. Αρχικά, η Επιτροπή καθορίζει ένα βασικό ποσό για κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων. Στη συνέχεια, μπορεί να προσαρμόσει αναλόγως το βασικό αυτό ποσό, αυξάνοντας ή μειώνοντάς το σε σχέση με τις επιβαρυντικές ή τις ελαφρυντικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τη συμμετοχή καθεμιάς από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

261    Όσον αφορά ειδικότερα το πρώτο στάδιο της μεθόδου καθορισμού των προστίμων, από τα σημεία 13 έως 25 ιδίως των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 προκύπτει ότι το βασικό ποσό του προστίμου συνδέεται με ένα ποσοστό της αξίας των πωληθέντων αγαθών ή των παρασχεθεισών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους έτους συμμετοχής της εμπλεκομένης επιχειρήσεως στην παράβαση, σε άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση, στον οικείο γεωγραφικό τομέα εντός του ΕΟΧ, προσδιοριζόμενο σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό των ετών παραβάσεως. Το ως άνω ποσοστό της αξίας των πωλήσεων, που αποτελεί συνάρτηση της σοβαρότητα της παραβάσεως, ανέρχεται, γενικά, σε επίπεδο που μπορεί να φτάσει το 30 % τούτο δε, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η φύση της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο της αγοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και η ουσιαστική ή μη διάπραξη της παραβάσεως στην πράξη. Όπως διευκρινίζεται στο σημείο 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, οι οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής, που είναι γενικά μυστικές, περιλαμβάνονται, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον σοβαρών σχετικών περιορισμών, οπότε το ποσοστό των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη για τέτοιες παραβάσεις γενικά προσεγγίζει το 30 %. Τέλος, δυνάμει των διατάξεων του σημείου 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στην παράβαση, η Επιτροπή περιλαμβάνει ή μπορεί να περιλάβει στο βασικό ποσό του προστίμου ένα επιπρόσθετο ποσό ή «entry right» (στο εξής: επιπρόσθετο ποσό), κυμαινόμενο μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων. Το εν λόγω ποσό προστίθεται σε περίπτωση οριζόντιων συμφωνιών καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής, τούτο δε προκειμένου να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις από τη συμμετοχή σε τέτοιες συμφωνίες. Ακόμη, η Επιτροπή μπορεί να το προσθέτει και σε άλλες περιπτώσεις παραβάσεων. Σύμφωνα με το ίδιο σημείο 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, το επιπρόσθετο ποσό, είτε πρόκειται για το επιβαλλόμενο σε περίπτωση οριζόντιων συμφωνιών καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής, είτε για εκείνο που μπορεί να επιβάλλεται σε άλλες περιπτώσεις, προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη ορισμένους παράγοντες, μεταξύ των οποίων οι παρατιθέμενοι στο σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών.

262    Οι διατάξεις του σημείου 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 ορίζουν τα ακόλουθα:

«Για να ληφθεί πλήρως υπόψη η διάρκεια της συμμετοχής κάθε επιχείρησης στην παράβαση, το ποσό που θα καθορίζεται σε συνάρτηση με την αξία των πωλήσεων (βλέπε παραπάνω τα σημεία 20 έως 23) θα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση. Περίοδοι μικρότερες του ενός εξαμήνου θα υπολογίζονται ως μισό έτος· περίοδοι που θα υπερβαίνουν το εξάμηνο αλλά θα είναι μικρότερες του έτους θα υπολογίζονται ως ένα πλήρες έτος.»

263    Κατά δεύτερο λόγο, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, στηριζόμενη σε διάφορα χαρακτηριστικά που την αφορούν, ότι προσδιόρισε το βασικό ποσό του προστίμου της χρησιμοποιώντας, αφενός, τον ίδιο συντελεστή εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, ήτοι 19 % (βλ. αιτιολογική σκέψη 521 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, το ίδιο επιπρόσθετο ποσό 19 % με εκείνο που ελήφθη υπόψη όσον αφορά το βασικό ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στους άλλους ανταγωνιστές (βλ. την αιτιολογική σκέψη 523 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

264    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 των οποίων οι αρχές εφαρμόζονται σε αυτή, αλλά και από τη νομολογία, προκύπτει ότι, ναι μεν η σοβαρότητα της παραβάσεως εκτιμάται, αρχικά, σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά στοιχεία της παραβάσεως, όπως η φύση της, το συνολικό μερίδιο της αγοράς όλων των εμπλεκομένων, η γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και η ουσιαστική εφαρμογή της στην πράξη, στη συνέχεια όμως η εκτίμηση αυτή διαμορφώνεται σε συνάρτηση με τις επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν καθεμία από τις μετέχουσες στην παράβαση επιχειρήσεις (βλ. επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T-202/98, T-204/98 και T-207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-2035, σκέψη 109· της 19ης Μαρτίου 2003, T-213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003,σ. II-913, σκέψη 401, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T-191/98, T-212/98 έως T-214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-3275, σκέψη 1530).

265    Έτσι, λαμβανομένων υπόψη των υπενθυμίσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 261 και 264 ανωτέρω, το πρώτο στάδιο της μεθόδου καθορισμού του προστίμου από την Επιτροπή έχει ως σκοπό να προσδιορίσει το βασικό ποσό του επιβλητέου σε κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση προστίμου, τούτο δε πολλαπλασιάζοντας την αξία των πωλήσεων των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών στην οικεία γεωγραφική αγορά, για καθεμία από αυτές, με έναν πρώτο συντελεστή που αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της παραβάσεως, ή και με έναν δεύτερο συντελεστή, με σκοπό να αποθαρρύνει την εκ νέου ανάμιξη σε τέτοιες παράνομες πράξεις. Όμως, όπως προκύπτει από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, καθένας από τους δύο αυτούς συντελεστές προσδιορίζεται λαμβανομένων υπόψη παραγόντων που αντιστοιχούν προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παραβάσεως, εκτιμώμενης συνολικά, ήτοι περιλαμβάνουσας το σύνολο των ενεργειών που είχαν ως σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

266    Επομένως, αντιθέτως προς όσα αφήνει να εννοηθούν η προσφεύγουσα, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των δύο αυτών συντελεστών δεν επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνδέονται με την παράβαση που διέπραξε καθεμία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις εκτιμώμενη ατομικά. Η ως άνω διαπίστωση επιρρωννύεται ακόμη από το ίδιο το αντικείμενο του δευτέρου σταδίου της μεθόδου καθορισμού των προστίμων, που έχει ως σκοπό ακριβώς να λαμβάνονται υπόψη οι επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν, ατομικά, την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά καθενός των μετεχόντων στην παράβαση. Έτσι, η υποστηριζόμενη από την προσφεύγουσα ερμηνεία των κριτηρίων προσδιορισμού των δύο συντελεστών, όπως αυτοί έγιναν δεκτοί στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου της μεθόδου καθορισμού των προστίμων, είναι προδήλως εσφαλμένη, καθόσον έχει ως αποτέλεσμα να λαμβάνονται υπόψη, στο πλαίσιο των δύο σταδίων της μεθόδου καθορισμού των προστίμων, τα ίδια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθενός των μετεχόντων στην παράβαση.

267    Κατά συνέπεια, οι παράγοντες που απαριθμούνται στο σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, προς προσδιορισμό τόσο του αφορώντος τη «σοβαρότητα της παραβάσεως» συντελεστή (σημείο 21 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006) και του αφορώντος το «επιπρόσθετο ποσό» συντελεστή (σημείο 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006), έχουν όλοι ως αντικείμενο την εκτίμηση, στο σύνολό της, της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ενώσεως.

268    Έτσι, εν προκειμένω, καταρχάς, η Επιτροπή, στο πλαίσιο του παράγοντος που συνδέεται με τη φύση της διαπραχθείσας από το σύνολο των ανταγωνιστών παραβάσεως, διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 512 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι αυτοί είχαν συνάψει συμφωνίες περί κατανομής των αγορών και καθορισμού των τιμών, συμφωνίες οι οποίες αποτελούν σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού. Στη συνέχεια, όσον αφορά τον παράγοντα που συνδέεται με το συνολικό μερίδιο της αγοράς όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 513 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το εν λόγω μερίδιο της αγοράς ανερχόταν σε 90 % εντός του ΕΟΧ. Εξάλλου, όσον αφορά τον παράγοντα που συνδέεται με τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε, με την αιτιολογική σκέψη 514 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αποτελέσματα της παραβάσεως αυτής ήταν αισθητά σε ουσιώδες τμήμα του εδάφους του ΕΟΧ. Τέλος, όσον αφορά τον παράγοντα που συνδέεται με την ουσιαστική εφαρμογή της παραβάσεως στην πράξη, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 515 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, μολονότι δεν επιτυγχάνονταν πάντοτε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, οι συμφωνίες γενικά εφαρμόστηκαν και ότι η εφαρμογή τους αυτή παρακολουθείτο στο πλαίσιο της συμπράξεως.

269    Κατά τα λοιπά, πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο ορισμένων παραμέτρων του υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου, που είχε λάβει υπόψη η Επιτροπή ήδη στο πρώτο στάδιο της μεθόδου καθορισμού των προστίμων, είχε συνεκτιμηθεί η ιδιαίτερη κατάσταση ατομικά καθεμιάς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Πρόκειται για δύο αντικειμενικές παραμέτρους αφορώσες, αφενός, την αξία των πωλήσεων, προϊόντων ή υπηρεσιών, της κάθε επιχειρήσεως, σε άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση, στον σχετικό γεωγραφικό τομέα εντός του ΕΟΧ και, αφετέρου, τη διάρκεια της συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως στο σύνολο της εν λόγω παραβάσεως. Επομένως, όπως προκύπτει από το σημείο 6 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, από τον συνδυασμό της αξίας των πωλήσεων, σε σχέση με την παράβαση, καθεμιάς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και από τη διάρκεια της συμμετοχής τους προκύπτει ήδη από το πρώτο στάδιο της μεθόδου καθορισμού του προστίμου τόσο η οικονομική σημασία της παραβάσεως, στο σύνολό της, και το σχετικό βάρος κάθε επιχειρήσεως που μετείχε στην παράβαση.

270    Κατά τρίτο λόγο, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων, πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο των αιτιάσεων της προσφεύγουσας όσον αφορά το ότι δεν ελήφθησαν υπόψη, κατά το πρώτο στάδιο της μεθόδου καθορισμού του επιβληθέντος προστίμου, πολλά ειδικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη συμμετοχή της στην επίμαχη παράβαση.

271    Πρώτον, όσον αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση και το οικονομικό της βάρος στη σχετική αγορά βάσει των μεριδίων της σε αυτήν και της παρουσίας της σε τρεις μόνον εθνικές αγορές του ΕΟΧ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πολλαπλασιάζοντας την αξία των πωλήσεων των προϊόντων της προσφεύγουσας το 1999 εντός του ΕΟΧ, και επομένως εντός των τριών εθνικών αγορών του ΕΟΧ στις οποίες πωλούσε χλωρικό νάτριο, με τη διάρκεια της συμμετοχής της στην επίμαχη παράβαση, όπως την έλαβε υπόψη η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, δηλαδή τρία και ήμισυ έτη, η Επιτροπή, ήδη από το πρώτο αυτό στάδιο της μεθόδου καθορισμού των προστίμων, έλαβε υπόψη του σχετικό βάρος της προσφεύγουσας, βάσει των μεριδίων της αγοράς, της παρουσίας της στο έδαφος του ΕΟΧ και της διάρκειας της συμμετοχής της στην παράβαση, στο πλαίσιο της παραβάσεως, εκτιμωμένης στο σύνολό της. Ακόμη και λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων που συνάγονται στη σκέψη 247 ανωτέρω, στο στάδιο της εξετάσεως του αιτήματος μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη το σφάλμα εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά τον προσδιορισμό της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

272    Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που προβάλλει η προσφεύγουσα, ισχυριζόμενη ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου της μεθόδου προσδιορισμού του προστίμου που της επιβλήθηκε, το σχετικό βάρος της προσφεύγουσας στην παράβαση εκτιμώμενη στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

273    Δεύτερον, όσον αφορά τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν συνεκτίμησε, στο πρώτο στάδιο της μεθόδου προσδιορισμού του προστίμου, το γεγονός ότι, αφενός, μετέσχε σε μία μόνον από τις 72 επαφές με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού και, αφετέρου, ότι δεν εφάρμοσε στην πράξη τις συναφθείσες μεταξύ των πρωτοστατών της συμπράξεως συμφωνίες, αρκεί η διαπίστωση, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που εκτίθενται στη σκέψη 264 ανωτέρω, ότι δεν προκύπτει από τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 ότι η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τέτοια ειδικά στοιχεία αφορώντα ατομικά κάποιον μετέχοντα σε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πρώτο στάδιο της μεθόδου καθορισμού των προστίμων. Πράγματι, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τέτοια στοιχεία μόνο στο δεύτερο στάδιο της εν λόγω μεθόδου, και μάλιστα ως επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις ειδικά για καθεμία από τις επιχειρήσεις που μετέσχαν στην παράβαση. Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν καθόσον δεν ασκούν επιρροή.

274    Τέλος, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί ότι, καθόσον η Επιτροπή, στο στάδιο του προσδιορισμού του βασικού ποσού για καθένα από τα πρόστιμα, χρησιμοποίησε τους ίδιους συντελεστές, στο πλαίσιο της σοβαρότητας της παραβάσεως και του επιπρόσθετου ποσού, για όλες τις επιχειρήσεις που ήταν αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας όσον αφορά προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως είναι αβάσιμος.

275    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθόσον αυτά κατά ένα μέρος δεν ασκούν επιρροή και, κατά τα λοιπά, στερούνται ερείσματος.

 Επί των ελαφρυντικών περιστάσεων

276    Πρέπει τώρα να εξεταστεί το βάσιμο του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου, που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ελαφρυντικές περιστάσεις υπέρ της προσφεύγουσας.

277    Στο πλαίσιο αυτό, όπως προκύπτει από τη νομολογία, όταν παράβαση διαπράττεται από πλείονες επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς από αυτές (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψη 623, και Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 90 ανωτέρω, σκέψη 150), για να καθοριστεί αν υφίστανται, ως προς αυτές, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, Cheil Jedang κατά Επιτροπής, T-220/00, Συλλογή σ. II-2473, σκέψη 165).

278    Το συμπέρασμα αυτό συνιστά τη λογική συνέπεια της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, δυνάμει της οποίας σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνο για τα γεγονότα που της προσάπτονται ατομικώς, αρχή η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού (απόφαση Cheil Jedang κατά Επιτροπής, σκέψη 277 ανωτέρω, σκέψη 185· βλ., όσον αφορά τον καταλογισμό σχετικά με πρόστιμο, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, T-45/98 και T-47/98, Συλλογή σ. II-3757, σκέψη 63).

279    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι στα σημεία 28 και 29 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπεται προσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου αναλόγως ορισμένων επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων, οι οποίες χαρακτηρίζουν κάθε εμπλεκομένη επιχείρηση.

280    Ειδικότερα, το σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 προβλέπει έναν μη εξαντλητικό κατάλογο ελαφρυντικών περιστάσεων που μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη μείωση του βασικού ποσού του προστίμου.

281    Ασφαλώς, ο κατάλογος αυτός δεν αναφέρει πλέον, στο πλαίσιο των ελαφρυντικών περιστάσεων που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, τον παθητικό ρόλο μιας επιχειρήσεως. Εντούτοις, καθόσον ο κατάλογος τον οποίον προβλέπει το σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 δεν είναι εξαντλητικός, μια τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να αποκλείεται να συνεκτιμάται, καταρχήν, στο πλαίσιο των περιστάσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση του βασικού ποσού του προστίμου.

282    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην παράβαση μεταξύ 28 Ιανουαρίου 1998 και 31 Δεκεμβρίου 1998.

283    Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα επικαλείται κατ’ ουσίαν, στο πλαίσιο των ελαφρυντικών περιστάσεων που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, αφενός, την ιδιότητά της ως μικρής σημασίας παραβάτη και, επομένως, τον παθητικό ρόλο της στην παράβαση και, αφετέρου, το γεγονός ότι δεν εφάρμοσε στην πραγματικότητα τις έχουσες ως σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού συμφωνίες που είχαν συνάψει οι πρωτοστάτες της συμπράξεως.

–       Επί του παθητικού ρόλου της προσφεύγουσας

284    Από τη νομολογία προκύπτει ότι ο παθητικός ρόλος συνεπάγεται ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση υιοθέτησε «συγκρατημένη συμπεριφορά», δηλαδή ότι δεν είχε ενεργό συμμετοχή στη δημιουργία της βλαπτικής για τον ανταγωνισμό συμφωνίας ή των βλαπτικών για τον ανταγωνισμό συμφωνιών (απόφαση Cheil Jedang κατά Επιτροπής, σκέψη 277 ανωτέρω, σκέψη 167).

285    Πάντοτε κατά τη νομολογία, μεταξύ των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι ο ρόλος μιας επιχειρήσεως στο πλαίσιο συμπράξεως ήταν παθητικός, μπορεί να ληφθεί υπόψη η αισθητά σποραδικότερη έναντι των άλλων επιχειρήσεων συμμετοχή της στις συσκέψεις της συμπράξεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T-311/94, BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1129, σκέψη 343), όπως και η καθυστερημένη είσοδός της στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σε αυτή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1985, 240/82 έως 242/82, 261/82, 262/82, 268/82 και 269/82, Stichting Sigarettenindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3831, σκέψη 100), ή ακόμα η ύπαρξη ρητών σχετικών δηλώσεων προερχομένων από εκπροσώπους τρίτων επιχειρήσεων που μετέσχαν στην παράβαση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T-317/94, Weig κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II 1235, σκέψη 264).

286    Ασφαλώς, εν προκειμένω, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι υπήρξαν επαφές στις οποίες δεν εμπλέκεται η προσφεύγουσα μεταξύ διαφόρων μελών της συμπράξεως, πριν και μετά την παράνομη σύσκεψη συσκέψεως της 28ης Ιανουαρίου 1998, προς συντονισμό των προσπαθειών τους σχετικά με τις διαπραγματεύσεις του έτους 1998, όσον αφορά τις αγορές της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Γαλλίας.

287    Έτσι, στην αιτιολογική σκέψη 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή συνήγαγε μεταξύ άλλων ότι «[…] στο τέλος του 1997, η EKA, η Finnish Chemicals και η Atochem επανεξέτασαν τους όγκους πωλήσεώς τους και τα μερίδιά τους της αγοράς στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και στη Γαλλία. […]». Ομοίως, στις αιτιολογικές σκέψεις 177 έως 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει, στηριζόμενη στα σημειώματα του S. (της FC), το περιεχόμενο τεσσάρων τηλεφωνικών συνομιλιών του Ιανουαρίου, του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου του 1998, μεταξύ S. (της EKA) και S. (της FC) ή μεταξύ L. (της Arkema France) και S. (της FC), συνομιλίες κατά τις οποίες, όπως συνήγαγε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 181 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]» και, αφετέρου, «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ].»

288    Εντούτοις, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τη διάρκεια της παράνομης συσκέψεως της 28ης Ιανουαρίου 1998, οι μετέχοντες, μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα, αντάλλαξαν ευαίσθητες πληροφορίες και, εν πάση περιπτώσει, προσπάθησαν να καθορίσουν τις τιμές των προϊόντων τους και να κατανείμουν μεταξύ τους τα μερίδια της αγοράς στις διάφορες αγορές του ΕΟΧ και ότι, επομένως, το αντικείμενο της εν λόγω συσκέψεως αποτελεί ιδιαίτερα σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού.

289    Πράγματι, τόσο από την προσβαλλόμενη απόφαση όσο και από τα στοιχεία του φακέλου της Επιτροπής προκύπτει ότι, όσον αφορά το έτος 1998, οι συζητήσεις κατά τη διάρκεια της παράνομης συσκέψεως της 28ης Ιανουαρίου 1998 είχαν αποφασιστική σημασία στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ των μελών της συμπράξεως που είχαν παρουσία στις αγορές της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Γαλλίας, μεταξύ των οποίων ιδίως η Aragonesas, όσον αφορά την κατανομή των όγκων πωλήσεως στις εν λόγω αγορές και όσον αφορά την πολιτική τιμών στις αγορές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.

290    Ακόμη, από τα σημειώματα του S. προκύπτει ότι, ναι μεν η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998, ήταν νέο γεγονός, ως η πρώτη συμμετοχή εκ μέρους της σε σύσκεψη της συμπράξεως, η συμμετοχή αυτή όμως ήταν ενεργός, υπό την έννοια ότι ο A. (της Aragonesas), όπως προκύπτει από όσα διαπιστώνονται στις σκέψεις 230 έως 233 ανωτέρω, σαφώς παρενέβη και συνέβαλε κατά τρόπο μη αμελητέο, και εν πάση περιπτώσει σε επίπεδο συγκρίσιμο προς αυτό των άλλων μετεχόντων στη σύσκεψη, στις διαπραγματεύσεις που είχαν ως σκοπό τη σύναψη συμφωνιών με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού όσον αφορά καθεμία από τις τρεις αγορές της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Γαλλίας. Επομένως, μολονότι η προσφεύγουσα δεν μετέσχε απευθείας σε άλλες επαφές με τα μέλη της συμπράξεως σχετικά με το έτος 1998, διαπιστώνεται ότι τα χαρακτηριστικά της εν λόγω συμμετοχής προδήλως δεν υποδηλώνουν κάποιο παθητικό ρόλο της προσφεύγουσας με την ευκαιρία αυτή.

291    Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν προκύπτει ούτε από τα έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής ούτε καν από την προσβαλλόμενη απόφαση η ύπαρξη κάποιας ρητής δηλώσεως εκπροσώπων τρίτων επιχειρήσεων που είχαν μετάσχει στην παράβαση ικανή να βεβαιώσει τον παθητικό ρόλο της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της συμπράξεως κατά τη διάρκεια του έτους 1998.

292    Επιπλέον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε να επικαλεστεί την ελαφρυντική περίσταση, που απορρέει από την καθυστερημένη είσοδο, υπό την έννοια της νομολογίας περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 285 ανωτέρω, μιας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά που εθίγη από την παράβαση, το επιχείρημα αυτό εν προκειμένω προδήλως δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, καίτοι, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση άρχισε μόλις στις 28 Ιανουαρίου 1998, ενώ η συμμετοχή άλλων αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως είχε αρχίσει, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, στις 21 Σεπτεμβρίου 1994, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι εισήλθε καθυστερημένα στην αγορά του χλωρικού νατρίου. Αντιθέτως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Aragonesas, κατά τη σύστασή της το 1992, ανήκε στη διεύθυνση χημικών προϊόντων του ομίλου Uralita, διεύθυνση στην οποία υπαγόταν το χλωρικό νάτριο.

293    Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ούτε η εκ μέρους της Aragonesas επίκληση της προγενέστερης πρακτικής λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής. Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του ύψους των προστίμων προκειμένου να εξασφαλίσει την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού από τις επιχειρήσεις (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, T-150/89, Martinelli κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1165, σκέψη 59· της 11ης Δεκεμβρίου 1996, T-49/95, Van Megen Sports κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-1799, σκέψη 53, και της 21ης Οκτωβρίου 1997, T-229/94, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1689, σκέψη 127). Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή επέβαλε, στο παρελθόν, πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένα είδη παραβάσεων δεν μπορεί να τη στερήσει από τη δυνατότητα να αυξήσει το ύψος αυτό εντός των ορίων που προβλέπει ο κανονισμός 1/2003, αν τούτο είναι αναγκαίο προς εξασφάλιση της εφαρμογής της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 109· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T-12/89, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-907, σκέψη 309, και της 14ης Μαΐου 1998, T-304/94, Europa Carton κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-869, σκέψη 89). Αντιθέτως, η αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού επιτάσσει να μπορεί η Επιτροπή να προσαρμόζει οποτεδήποτε το ύψος των προστίμων προς τις ανάγκες της πολιτικής αυτής (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 109, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T-23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1705, σκέψη 237).

294    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω και σε αντίθεση με άλλες επιχειρήσεις οι οποίες, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ενδεχομένως μετείχαν στη σύμπραξη, η ίδια ρητώς παραδέχθηκε ότι μετέσχε στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998 και δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ότι έλαβε αποστάσεις από το αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο της συσκέψεως αυτής.

295    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η ίδια, ως μικρής σημασίας παραβάτης, είχε παθητικό ρόλο στο πλαίσιο της συμπράξεως κατά τη διάρκεια του έτους 1998.

–       Επί της μη εφαρμογής των συμφωνιών

296    Πρέπει να εξακριβωθεί αν τα γεγονότα που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα μπορούν να αποδείξουν ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία αυτή προσχώρησε στις παράνομες συμφωνίες, ήτοι κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 28 Ιανουαρίου 1998 και 31 Δεκεμβρίου 1998, δεν τις εφάρμοσε στην πράξη, υιοθετώντας μια σύμφωνη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά στην αγορά (βλ., συναφώς, αποφάσεις Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψεις 4872 έως 4874, και Cheil Jedang κατά Επιτροπής, σκέψη 277 ανωτέρω, σκέψη 192).

297    Κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι μια επιχείρηση, που αποδεικνύεται ότι μετέχει με τους ανταγωνιστές της σε συνεννόηση ως προς τις τιμές, δεν συμπεριφέρθηκε στην αγορά όπως είχε συμφωνήσει με τους ανταγωνιστές της δεν συνιστά κατ’ ανάγκη στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, κατά τον καθορισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου. Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση η οποία, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί, κατά το μάλλον ή ήττον, ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T-308/94, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-925, σκέψη 230, και Cheil Jedang κατά Επιτροπής, σκέψη 277 ανωτέρω, σκέψη 190).

298    Εν προκειμένω, αρκεί να σημειωθεί ότι τα προσκομιζόμενα από την προσφεύγουσα στοιχεία δεν δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι η πραγματική συμπεριφορά της στην αγορά ήταν ικανή να αντιστρατευθεί τα αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελέσματα της διαπιστωθείσας παραβάσεως. Ειδικότερα, προς στήριξη της παρούσας αιτιάσεως, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι από διάφορα αποσπάσματα των δηλώσεων των εταιριών που ζήτησαν την υπαγωγή τους στην ανακοίνωση περί συνεργασίας προκύπτει ότι η ίδια δεν είχε όντως ακολουθήσει τις συμφωνίες που φέρεται ότι είχαν συναφθεί μεταξύ των πρωτοστατών στην αγορά.

299    Όμως, απλώς και μόνον το παρατιθέμενο από την προσφεύγουσα απόσπασμα των δηλώσεων αυτών, το οποίο μπορεί να περιγράφει το περιεχόμενο μιας επαφής που ενδεχομένως είχε κάποιο αποτέλεσμα όσον αφορά το έτος 1998, αντλείται από τις δηλώσεις της EKA του 2006 και αφορά τη σύσκεψη του Turku της 14ης Οκτωβρίου 1997, μεταξύ EKA και FC, κατά τη διάρκεια της οποίας συμφωνήθηκε μεταξύ των μετεχόντων «[EΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ]». Εντούτοις, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 209 έως 213 ανωτέρω, αφενός, από τη διατύπωση της δηλώσεως αυτής προκύπτει αποκλειστικά ότι η EKA και η FC συμφώνησαν να παρατηρούν τις αντιδράσεις των άλλων ανταγωνιστών σε περίπτωση αυξήσεως των τιμών των δύο πρώτων και, αφετέρου, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, στο πλαίσιο ενεργειών εκ μέρους επιχειρηματιών που δρουν σε μια αγορά όπου λειτουργεί ο ανταγωνισμός, σε περίπτωση που ένας από αυτούς απολέσει μερίδια της αγοράς, λόγω της διεισδύσεως κάποιου ανταγωνιστή στην οικεία αγορά, θα είναι φυσικό αυτός να επιχειρήσει να προσελκύσει πελάτες από τις γειτονικές αγορές.

300    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ρητώς εξέθεσε με τα υπομνήματά της, όπως εκτίθεται στη σκέψη 254 ανωτέρω, ότι αν το Γενικό Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ίδια μετέσχε στη σύμπραξη, η συμμετοχή της δεν μπορεί να άρχισε παρά στις 28 Ιανουαρίου 1998 και περατώθηκε τον Δεκέμβριο του 1998. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 28 Ιανουαρίου 1998 και 31 Δεκεμβρίου 1998, δεν ακολουθούσε στην πράξη τους κανόνες της συμπράξεως και ότι είχε σύμφωνη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά στην αγορά. Τα μόνα στοιχεία που προσκομίζει προς τούτο η προσφεύγουσα αφορούν αποκλειστικά τους όγκους πωλήσεως σε πελάτες στη Γαλλία, στην Πορτογαλία και στην Ισπανία το 1999 και 2000 και τις τιμές της έναντι των διαφόρων πελατών της στην Ισπανία και στην Πορτογαλία κατά τη διάρκεια των ιδίων ετών.

301    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλείται από τη μη εφαρμογή των συμφωνιών το διάστημα κατά το οποίο η προσφεύγουσα μετείχε στην παράβαση.

302    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι πρέπει να γίνει μερικώς δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, καθόσον η διάρκεια της παραβάσεως που διέπραξε η προσφεύγουσα, όπως την έλαβε υπόψη η Επιτροπή για τον υπολογισμό του προστίμου που της επέβαλε, είναι εσφαλμένη. Κατά τα λοιπά, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

303    Καταλήγοντας, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτό το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον, αφενός, η Επιτροπή με αυτήν συνάγει, στο άρθρο 1, συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1996 και 27 Ιανουαρίου 1998 και μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1999 και 9 Φεβρουαρίου 2000 και, αφετέρου, η Επιτροπή καθορίζει, στο άρθρο 2, το πρόστιμο σε 9 900 000 ευρώ.

 Β –     Επί του αιτήματος μεταρρυθμίσεως των άρθρων 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

304    Επικουρικώς, με το δεύτερο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, αν δεν δεχθεί το αίτημα ακυρώσεως στο σύνολό του, να μεταρρυθμίσει τα άρθρα 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να μειώσει ουσιωδώς το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε.

305    Η Επιτροπή εκφράζει την αντίθεσή της στα αιτήματα της προσφεύγουσας.

2.     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

306    Από τη νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι από την εξέταση των λόγων που προβάλλονται κατά της νομιμότητας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο λόγω παραβάσεως των περί ανταγωνισμού κανόνων της Ενώσεως προέκυψε έλλειψη νομιμότητας δεν απαλλάσσει το Γενικό Δικαστήριο από την υποχρέωσή του να εξετάσει αν πρέπει να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, σε συνάρτηση με τις συνέπειες της εν λόγω ελλείψεως νομιμότητας, κάνοντας χρήση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T-59/02, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-3627, σκέψη 443).

307    Λαμβανομένης υπόψη, αφενός, της ελλείψεως νομιμότητας που διαπιστώθηκε όσον αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην εν λόγω σύμπραξη και, επομένως, των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 303 ανωτέρω όσον αφορά τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμπεράσματα προς τα οποία η Επιτροπή πρέπει να συμμορφωθεί στο πλαίσιο της εκτελέσεως της παρούσας αποφάσεως, δεν συντρέχει λόγος, εν προκειμένω, να γίνει δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας περί μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

308    Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει λόγος να ασκήσει εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο την εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας τροποποιώντας το άρθρο 2, στοιχείο στ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

309    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων επί ενός ή περισσοτέρων αιτημάτων τους.

310    Εν προκειμένω, επειδή η προσφεύγουσα επέτυχε τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, που προσεγγίζει την ακύρωση την οποία ζήτησε με την προσφυγή του, πρέπει να συναχθεί ότι η προσφυγή αυτή έγινε δεκτή κατά ένα σημαντικό μέρος από το Γενικό Δικαστήριο.

311    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να αποφασιστεί ότι η Επιτροπή φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας και το ήμισυ των δικών της εξόδων. Η προσφεύγουσα φέρει το ένα τρίτο των δικών της εξόδων και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, στοιχείο ζ΄, της αποφάσεως C(2008) 2626, τελικό, της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2008, σχετικά με μια διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38.695 – Χλωρικό νάτριο), καθόσον η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε με αυτό παράβαση, εκ μέρους της Aragonesas Industrias y Energía, SAU, για τις περιόδους, αφενός, μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1996 και 27 Ιανουαρίου 1998 και, αφετέρου, μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1999 και 9 Φεβρουαρίου 2000.

2)      Ακυρώνει το άρθρο 2, στοιχείο στ΄, της αποφάσεως C(2008) 2626, τελικό, καθόσον καθορίζει το ύψος του προστίμου σε 9 900 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)      Καταδικάζει την Aragonesas Industrias y Energía στο ένα τρίτο των δικαστικών της εξόδων και στο ήμισυ των εξόδων της Επιτροπής.

5)      Καταδικάζει την Επιτροπή στο ήμισυ των δικαστικών της εξόδων και στα δύο τρίτα των εξόδων της Aragonesas Industrias y Energía.

Pelikánová

Jürimäe

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Οκτωβρίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α –   Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

1.  Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από πλάνες περί το δίκαιο και πλάνες εκτιμήσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην παράβαση μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1996 και 9 Φεβρουαρίου 2000

α)     Επιχειρήματα των διαδίκων

β)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την απόδειξη

Αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση

–  Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

–  Τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε αρχικά η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το προκαταρκτικό στάδιο της διοικητικής διαδικασίας

–  Τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία ρητώς στηρίχθηκε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατόπιν του σταδίου της εκατέρωθεν ακροάσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας

–  Ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως

–  Συμπέρασμα όσον αφορά τον προσδιορισμό των αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη σε βάρος της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο της προβαλλόμενης συμμετοχής της στην επίμαχη παράβαση

Επί της αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη σε βάρος της προσφεύγουσας

–  Όσον αφορά τις αναγόμενες στην επίμαχη περίοδο των πραγματικών περιστατικών αποδείξεις περί της άμεσης συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση

–  Όσον αφορά τις δηλώσεις της FC και της EKA

–  Όσον αφορά την ομολογία της προσφεύγουσας σχετικά με τη συμμετοχή της στην παράνομη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου 1998

Επί του αν η δέσμη ενδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή για να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση περιλαμβάνει συγκεκριμένα και διασταυρωμένα στοιχεία

2.  Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από νομικά σφάλματα και από σφάλματα εκτιμήσεως της Επιτροπής στο στάδιο του υπολογισμού του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα

α)     Επιχειρήματα των διαδίκων

β)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της παραβιάσεως των αρχών της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων στο στάδιο του υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου

Επί των ελαφρυντικών περιστάσεων

–  Επί του παθητικού ρόλου της προσφεύγουσας

–  Επί της μη εφαρμογής των συμφωνιών

Β –   Επί του αιτήματος μεταρρυθμίσεως των άρθρων 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 –      Μη δημοσιευόμενα εμπιστευτικά στοιχεία.