Language of document : ECLI:EU:T:2017:26

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 25ης Ιανουαρίου 2017 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων φύλλων αλουμινίου καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Κίνας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 – Σωρευτική εκτίμηση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ερευνών αντιντάμπινγκ – Άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 384/96 – Προσφορά προς ανάληψη υποχρεώσεων – Άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 384/96»

Στην υπόθεση T-512/09 RENV,

Rusal Armenal ZAO, με έδρα το Ερεβάν (Αρμενία), εκπροσωπούμενη από τους B. Evtimov, E. Borovikov, δικηγόρους, και D. O’Keeffe, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς από την S. Boelaert και τον J.-P. Hix, στη συνέχεια από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο από τον B. O’Connor, solicitor, και τον S. Gubel, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενου από

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους D. Warin και A. Auersperger Matić,

και από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Brakeland, M. França και A. Demeneix,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο προσφυγή στηριζόμενη στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ με την οποία ζητείται η ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 925/2009 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβάλλεται στις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2009, L 262, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka, J. Schwarcz, V. Tomljenović και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουνίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Rusal Armenal ZAO, είναι εταιρία που παράγει και εξάγει προϊόντα αλουμινίου, συσταθείσα το 2000 στην Αρμενία. Στις 5 Φεβρουαρίου 2003 η Δημοκρατία της Αρμενίας προσχώρησε στη Συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3).

2        Κατόπιν καταγγελίας την οποία υπέβαλε στις 28 Μαΐου 2008 η Eurométaux, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων φύλλων αλουμινίου καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (στο εξής: ΛΔΚ). Η σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Ιουλίου 2008 (ΕΕ 2008, C 177, σ. 13).

3        Με έγγραφα της 25ης Ιουλίου και της 1ης Σεπτεμβρίου 2008 η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ιδίως την κατάταξη της Αρμενίας μεταξύ των χωρών χωρίς οικονομία αγοράς δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός), ο οποίος ίσχυε τότε. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της αναλύσεως σχετικά με τη συμπίεση των πραγματικών τιμών ή των τιμών αναφοράς, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι τα προϊόντα της είχαν ελαττώματα, ζήτημα για το οποίο παρέσχε συμπληρωματικές πληροφορίες με έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2008.

4        Επιπλέον, η προσφεύγουσα ζήτησε να της αναγνωριστεί το καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς ή, επικουρικώς, να της χορηγηθεί ατομική μεταχείριση (στο εξής: αίτηση ΚΟΑ). Συναφώς, με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2008 η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα το σκεπτικό βάσει του οποίου κατέληξε ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια σχετικά με τα λογιστικά βιβλία και το κόστος παραγωγής που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Με έγγραφο της 5ης Ιανουαρίου 2009 η προσφεύγουσα επανέλαβε τις αιτιάσεις της κατά της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού για την Αρμενία και αμφισβήτησε τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τα κριτήρια τα οποία η Επιτροπή έκρινε ότι δεν πληρούνται. Με έγγραφο της 13ης Μαρτίου 2009 η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με την αίτησή της ΚΟΑ.

5        Στις 7 Απριλίου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 287/2009, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και [ΛΔΚ] (ΕΕ 2009, L 94, σ. 17, στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Με έγγραφο της 8ης Απριλίου 2009 η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 2, και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, τον προσωρινό κανονισμό καθώς και το σκεπτικό για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και της ζημίας όσον αφορά την προσφεύγουσα.

6        Η Τουρκία υποδείχθηκε ως ανάλογη χώρα για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας για τους παραγωγούς-εξαγωγείς στους οποίους δεν μπορούσε να αναγνωριστεί το καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Στο ερωτηματολόγιο που απέστειλε η Επιτροπή απάντησε ένας Τούρκος παραγωγός ομοειδούς προϊόντος (αιτιολογικές σκέψεις 10, 12 και 52 του προσωρινού κανονισμού).

7        Κατά την αιτιολογική σκέψη 13 του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο μεταξύ 1ης Ιουλίου 2007 και 30ής Ιουνίου 2008 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Η εξέταση των χρήσιμων για την εκτίμηση της ζημίας τάσεων κάλυψε το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2005 έως τις 30 Ιουνίου 2008 (στο εξής: εξεταζόμενη περίοδος).

8        Κατά την αιτιολογική σκέψη 19 του προσωρινού κανονισμού, το υπό εξέταση προϊόν είναι φύλλο αλουμινίου πάχους όχι μικρότερου από 0,008 mm και όχι μεγαλύτερου από 0,018 mm, χωρίς υπόθεμα, που έχει υποστεί απλή έλαση, σε ρολούς με πλάτος που δεν υπερβαίνει τα 650 mm και βάρους άνω των 10 kg, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και ΛΔΚ, υπαγόμενο στον κωδικό ΣΟ ex 7607 11 19. Όσον αφορά το ομοειδές προϊόν, η αιτιολογική σκέψη 20 του προσωρινού κανονισμού ορίζει ότι το φύλλο αλουμινίου που παράγεται και πωλείται εντός της Ένωσης από τη βιομηχανία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το φύλλο αλουμινίου που παράγεται και πωλείται στις εγχώριες αγορές της Αρμενίας, της Βραζιλίας και της ΛΔΚ και το φύλλο αλουμινίου που εισάγεται στην Ένωση από τις χώρες αυτές, καθώς επίσης και εκείνο που παράγεται και πωλείται στην Τουρκία, έχουν ουσιαστικά τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και τις ίδιες βασικές τελικές χρήσεις.

9        Όσον αφορά την αναγνώριση του καθεστώτος επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η Αρμενία δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως χώρα με οικονομία αγοράς, καθόσον γινόταν μνεία αυτής στην υποσημείωση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, η Επιτροπή εξέθεσε ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε τα κριτήρια σχετικά με τα λογιστικά βιβλία και το κόστος παραγωγής που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε, πρώτον, ότι σχετικά με τους λογαριασμούς της προσφεύγουσας για τη χρήση 2006 υπήρχε αρνητική γνώμη του ελεγκτή, ενώ η προσφεύγουσα δεν είχε γνωστοποιήσει τους δεόντως ελεγμένους λογαριασμούς της για το 2007 και, δεύτερον, ότι το αντίτιμο που καταβλήθηκε στο Αρμενικό Δημόσιο για την αγορά των μετοχών της επιχειρήσεως που εκμεταλλευόταν την παλαιά μονάδα παραγωγής αντιστοιχούσε κατά προσέγγιση στο ένα τρίτο της ονομαστικής αξίας τους και, εξάλλου, παραχωρήθηκε στην προσφεύγουσα δωρεάν η χρήση ακινήτων (αιτιολογικές σκέψεις 24, 25 και 27 έως 31 του προσωρινού κανονισμού).

10      Όσον αφορά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, η Επιτροπή εξέθεσε, σε παράρτημα του από 8 Απριλίου 2009 εγγράφου της (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω), ότι η προσφεύγουσα πληρούσε τις προϋποθέσεις για να της χορηγηθεί ατομική μεταχείριση. Περαιτέρω, από τη σύγκριση των μέσων σταθμισμένων κανονικών αξιών όλων των ειδών του υπό εξέταση προϊόντος που εξάγεται στην Ένωση και προέρχεται από τον Τούρκο παραγωγό ο οποίος απάντησε στο σχετικό ερωτηματολόγιο με τις αντίστοιχες μέσες σταθμισμένες τιμές εξαγωγής της προσφεύγουσας προέκυψε ένα περιθώριο ντάμπινγκ 37 %. Τα στοιχεία αυτά επαναλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 42, 74 και 77 του προσωρινού κανονισμού.

11      Η Επιτροπή έκρινε, επιπλέον, ότι ήταν δυνατή η σωρευτική εκτίμηση των αποτελεσμάτων των σχετικών εισαγωγών, δεδομένου ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για μια τέτοια εκτίμηση τις οποίες προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 94 του προσωρινού κανονισμού).

12      Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, από την ανάλυση σχετικά με την κατανάλωση της Ένωσης, τον όγκο και τις τιμές των εισαγωγών από τις ως άνω χώρες και την κατάσταση της βιομηχανίας της Ένωσης προέκυψε ότι η Ένωση είχε υποστεί σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 90 και 95 έως 118 του προσωρινού κανονισμού). Ακόμη, από την ανάλυση των αποτελεσμάτων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και των αποτελεσμάτων άλλων παραγόντων, η Επιτροπή συνήγαγε ότι η ζημία έπρεπε να θεωρηθεί ότι οφείλεται στην αύξηση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις τρίτες χώρες τις οποίες αφορούσε η έρευνα (αιτιολογικές σκέψεις 119 έως 138 του προσωρινού κανονισμού).

13      Αφού η Επιτροπή δεν διέγνωσε κάποιους επιτακτικούς λόγους για τη μη λήψη προσωρινών μέτρων, το θεσμικό αυτό όργανο επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ το επίπεδο του οποίου ήταν κατάλληλο για την εξάλειψη της ζημίας, λαμβάνοντας υπόψη μια μη ζημιογόνο τιμή που έπρεπε να επιτύχει η βιομηχανία της Ένωσης. Έτσι, ο προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ καθορίστηκε σε 20 % για τα προϊόντα που κατασκευάζει η προσφεύγουσα (αιτιολογικές σκέψεις 164 έως 170 του προσωρινού κανονισμού).

14      Με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 2009 η Επιτροπή διαβίβασε στην προσφεύγουσα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφοι 2 έως 4, του βασικού κανονισμού, τελικό ενημερωτικό έγγραφο σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων πρότεινε την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ. Η Επιτροπή ζήτησε από την προσφεύγουσα να της υποβάλει τα σχόλιά της επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου έως τις 30 Ιουλίου 2009.

15      Με έγγραφο της 22ας Ιουλίου 2009 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου και πρότεινε ανάληψη υποχρεώσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ζητώντας επίσης να πραγματοποιηθεί συνάντηση προς επεξήγηση της εν λόγω αναλήψεως υποχρεώσεως Με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 27ης Ιουλίου 2009 η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα έντυπο αναλήψεως υποχρεώσεων και πρότεινε τη διοργάνωση συναντήσεως στις 29 Ιουλίου 2009, υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι η προθεσμία για την ανάληψη υποχρεώσεως έληγε στις 30 Ιουλίου. Με έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2009 η προσφεύγουσα διαβίβασε την εκ μέρους της ανάληψη υποχρεώσεως στην Επιτροπή.

16      Με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 2009 η Επιτροπή εξέθεσε στην προσφεύγουσα τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι η ανάληψη υποχρεώσεως που πρότεινε η τελευταία δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Η Επιτροπή κάλεσε την προσφεύγουσα να της υποβάλει τις σχετικές παρατηρήσεις της μέχρι τις 12 Αυγούστου 2009, πράγμα το οποίο έπραξε η προσφεύγουσα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 10ης Αυγούστου 2009.

17      Στις 24 Σεπτεμβρίου 2009 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 925/2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβάλλεται στις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2009, L 262, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Επιπλέον, με την απόφασή της 2009/736/ΕΚ, της 5ης Οκτωβρίου 2009, για την αποδοχή ανάληψης υποχρέωσης που προτάθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου καταγωγής, μεταξύ άλλων, Βραζιλίας (ΕΕ 2009, L 262, σ. 50), η Επιτροπή δέχθηκε τις αναλήψεις υποχρεώσεων που πρότεινε η Companhia Brasileira de Aluminio (CBA), ένας Βραζιλιανός παραγωγός-εξαγωγέας.

18      Όσον αφορά την αίτηση ΚΟΑ της προσφεύγουσας, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 26 και 32 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τις εκτιμήσεις που περιέχονταν στον προσωρινό κανονισμό όσον αφορά το αναγνωριζόμενο στην Αρμενία καθεστώς, τα κριτήρια τα οποία, κατά τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, δεν πληροί η προσφεύγουσα καθώς και τη χορήγηση ατομικής μεταχειρίσεως (βλ. σκέψεις 9 και 10 ανωτέρω). Υπό τις συνθήκες αυτές, το περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας καθορίσθηκε σε 33,4 % (σημείο 4.4 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε εξάλλου, με τις αιτιολογικές σκέψεις 55 και 56 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονταν στον προσωρινό κανονισμό σχετικά με τη σωρευτική εκτίμηση των επιπτώσεων των σχετικών εισαγωγών (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω). Τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 44 έως 48 και 59 έως 109 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο επιβεβαίωσε επίσης τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονταν στον προσωρινό κανονισμό και συνοψίζονται στις σκέψεις 12 και 13 ανωτέρω και καθόρισε σε 13,4 %. το κατάλληλο επίπεδο δασμού για την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε από τις εισαγωγές των προϊόντων της προσφεύγουσας.

19      Όσον αφορά την εκ μέρους της προσφεύγουσας προσφορά προς ανάληψη υποχρεώσεως, το Συμβούλιο εξέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 114 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η ως άνω προσφορά δεν μπορούσε να γίνει δεκτή για λόγους αφορώντες, κυρίως, τον κίνδυνο διασταυρούμενης αντισταθμίσεως, λόγω της δομής του ομίλου στον οποίο ανήκε η προσφεύγουσα, και την εξ αυτής απορρέουσα φύση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ της ιδίας και των πελατών της εντός της Ένωσης. Κατά την αιτιολογική σκέψη 115 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η εν λόγω ανάληψη υποχρεώσεως επίσης απορρίφθηκε βάσει των διαπιστώσεων σχετικά με τα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας οι οποίες εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 21 και 22 του ίδιου κανονισμού.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο επέβαλε, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ 13,4 % στις εισαγωγές των προϊόντων της προσφεύγουσας.

 Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2009, η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

22      Κατόπιν σχετικής αιτήσεως, επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου.

23      Η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό καθόσον την αφορά·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

24      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

25      Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προέβαλε πέντε λόγους, στηριζόμενους, ο πρώτος, σε έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, το οποίο κατ’ αυτήν είναι ιδίως αντίθετο προς το άρθρο 2.7. της Συμφωνίας για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (GATT) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ), που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I A της συμφωνίας περί ιδρύσεως του ΠΟΕ, ο δεύτερος, σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, ο τρίτος, σε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και σε έλλειψη αιτιολογίας, ο τέταρτος, σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και, ο πέμπτος, σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

26      Με την απόφασή του της 5ης Νοεμβρίου 2013, Rusal Armenal κατά Συμβουλίου (T-512/09, EU:T:2013:571), το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον πρώτο λόγο της προσφυγής και ακύρωσε, κατά συνέπεια, τον προσβαλλόμενο κανονισμό καθόσον αφορούσε την προσφεύγουσα.

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Ιανουαρίου 2014 η Επιτροπή άσκησε αναίρεση, με την οποία ζήτησε από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2013, Rusal Armenal κατά Συμβουλίου (T-512/09, EU:T:2013:571).

28      Κατόπιν σχετικής αιτήσεως, επετράπη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

29      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως η Επιτροπή προέβαλε τρεις λόγους, στηριζόμενους, ο πρώτος, στο ότι το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ultra petita, ο δεύτερος, στο ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού απέβλεπε στην εκπλήρωση των ειδικών υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο του ΠΟΕ και, ο τρίτος, σε παραβίαση της γενικής αρχής της θεσμικής ισορροπίας.

30      Με την απόφασή του της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Rusal Armenal (C‑21/14 P, στο εξής: απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, EU:C:2015:494), το Δικαστήριο δέχθηκε τον δεύτερο λόγο και αναίρεσε την απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2013, Rusal Armenal κατά Συμβουλίου (T-512/09, EU:T:2013:571).

31      Εισαγωγικώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι μπορεί να γίνει επίκληση διατάξεων διεθνούς συμφωνίας στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως πράξεως του παραγώγου δικαίου της Ένωσης ή ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας μιας τέτοιας πράξεως μόνον υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, ότι τούτο δεν αποκλείεται από τη φύση και την οικονομία της οικείας συμφωνίας και, αφετέρου, ότι οι διατάξεις αυτές, από απόψεως περιεχομένου, δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι αρκούντως σαφείς και ότι μόνο όταν οι δύο αυτές προϋποθέσεις πληρούνται σωρευτικώς είναι δυνατή η επίκληση τέτοιων διατάξεων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προκειμένου να αποτελέσουν κριτήριο για την εκτίμηση του κύρους πράξεως της Ένωσης. Το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι, λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, οι συμφωνίες ΠΟΕ δεν περιλαμβάνονται, καταρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σκέψεις 37 και 38).

32      Παρά ταύτα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι δέχθηκε σε δύο εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες απορρέουν από τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να περιορίσει ο ίδιος τη διακριτική ευχέρειά του κατά την εφαρμογή των κανόνων του ΠΟΕ, ότι απόκειται στον δικαστή της Ένωσης, εφόσον απαιτείται, να ελέγξει τη νομιμότητα πράξεως της Ένωσης και των πράξεων που εκδίδονται για την εφαρμογή της υπό το πρίσμα των συμφωνιών ΠΟΕ, ήτοι, αφενός, σε περίπτωση που υπήρξε βούληση της Ένωσης προς εκπλήρωση μιας ειδικής υποχρεώσεως αναληφθείσας στο πλαίσιο των συμφωνιών αυτών και, δεύτερον, σε περίπτωση που η σχετική πράξη του δικαίου της Ένωσης ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών αυτών (απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σκέψεις 40 και 41).

33      Το Δικαστήριο δέχθηκε στη συνέχεια ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού έχει θεσπίσει ειδικό καθεστώς με λεπτομερείς κανόνες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας σε σχέση με εισαγωγές προελεύσεως χωρών του ΠΟΕ που δεν διαθέτουν οικονομία αγοράς, μεταξύ των οποίων και η Αρμενία, και ότι το άρθρο αυτό αποτελούσε την έκφραση της βουλήσεως του νομοθέτη της Ένωσης για υιοθέτηση, στον τομέα αυτόν, προσεγγίσεως η οποία προσιδιάζει στην έννομη τάξη της Ένωσης (απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σκέψεις 47 και 48). Καθόσον η συμφωνία αντιντάμπινγκ δεν περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες σχετικούς με τις εισαγωγές προελεύσεως χωρών του ΠΟΕ χωρίς οικονομία αγοράς, δεν διαπιστώνεται αντιστοιχία μεταξύ, αφενός, των κανόνων του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού για τις εισαγωγές από χώρες μέλη του ΠΟΕ που δεν διαθέτουν οικονομία αγοράς και, αφετέρου, των κανόνων του άρθρου 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Το Δικαστήριο συμπέρανε εξ αυτού ότι η εν λόγω διάταξη του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο προοριζόμενο να διασφαλίσει την εκπλήρωση στην έννομη τάξη της Ένωσης ειδικής υποχρεώσεως αναληφθείσας στο πλαίσιο του ΠΟΕ (απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σκέψεις 49 έως 53).

34      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2013, Rusal Armenal κατά Συμβουλίου (T-512/09, EU:T:2013:571), και αποφάνθηκε οριστικώς επί του πρώτου λόγου της προσφυγής της προσφεύγουσας, απορρίπτοντάς τον (απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σκέψεις 57 έως 60). Το Δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί σχετικά με τον δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγο ακυρώσεως.

35      Κατόπιν της αναπομπής της, η υπόθεση ανατέθηκε στο τέταρτο πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

36      Οι διάδικοι δεν έκαναν χρήση της δυνατότητας υποβολής γραπτών παρατηρήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

37      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

38      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 1ης Ιουνίου 2016. Στο πλαίσιο αυτό, οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των ενδεχόμενων συνεπειών της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως σχετικά με τον δεύτερο, τρίτο, τέταρτο πέμπτο λόγο ακυρώσεως, πράγμα το οποίο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

 Σκεπτικό

39      Κατόπιν της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως, απομένουν να εξεταστούν τέσσερις λόγοι ακυρώσεως, στηριζόμενοι, αντιστοίχως, σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού (δεύτερος λόγος), σε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και σε έλλειψη αιτιολογίας (τρίτος λόγος), σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως (τέταρτος λόγος) και σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως (πέμπτος λόγος).

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού

40      Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκτίμηση της αιτήσεώς της ΚΟΑ από τα αρμόδια θεσμικά όργανα πάσχει πρόδηλα σφάλματα. Ο ως άνω λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος η προσφεύγουσα αμφισβητεί το βάσιμο της διαπιστώσεως σχετικά με τη μη τήρηση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Με το δεύτερο σκέλος η προσφεύγουσα αμφισβητεί το βάσιμο της διαπιστώσεως σχετικά με τη μη τήρηση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

41      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί την απόρριψη του ως άνω λόγου ακυρώσεως.

42      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, «[έ]νας ισχυρισμός κατά το στοιχείο βʹ [του εν λόγω άρθρου] […] πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ήτοι: […] οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς [δεύτερη περίπτωση], […] το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων δεν πρέπει να υπόκειται σε μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, ιδίως ως προς την απαξίωση του ενεργητικού, άλλες αποσβέσεις, δοσοληψίες αντιπραγματισμού και πληρωμές με συμψηφισμό [τρίτη περίπτωση]».

43      Καθόσον, αφενός, οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού είναι σωρευτικές (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T-299/05, EU:T:2009:72, σκέψη 76) και, αφετέρου, με τα δύο σκέλη του λόγου της, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το βάσιμο των διαπιστώσεων σχετικά με τη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση του εν λόγω άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρέπει να σημειωθεί ότι η απόρριψη ενός από τα εν λόγω δύο σκέλη αρκεί για να απορριφθεί ο λόγος στο σύνολό του.

44      Υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, το πρώτο σκέλος του λόγου.

45      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 21 και 22 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο έκρινε ότι τα στοιχεία που είχε προβάλει η προσφεύγουσα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού και επιβεβαίωσε την ανάλυση που περιλαμβάνεται στον προσωρινό κανονισμό

46      Η αιτιολογική σκέψη 22 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως ακολούθως: «[η] εταιρία υποχρεούται να διαθέτει σαφή σειρά λογαριασμών σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Οι ελλείψεις που επισήμαναν οι ελεγκτές για τα οικονομικά έτη 2006 και 2007 ήταν τέτοιας φύσης που καταδείχθηκε σαφώς ότι οι λογαριασμοί δεν ήταν καταρτισμένοι σύμφωνα με τα [διεθνή λογιστικά πρότυπα] και, επομένως, η εταιρεία δεν μπορούσε να αποδείξει ότι ικανοποιεί το δεύτερο κριτήριο ΚΟΑ. Τα κριτήρια ΚΟΑ παραπέμπουν ουσιαστικά στα διεθνή λογιστικά πρότυπα, κάτι το οποίο δεν μεταβάλλεται από την προσχώρηση στον ΠΟΕ. Περαιτέρω, η προσχώρηση στον ΠΟΕ καθεαυτή δεν συνιστά εγγύηση για την υπεροχή των όρων αγοράς στην οικονομική δραστηριότητα μιας εταιρίας».

47      Στην αιτιολογική σκέψη 27 του προσωρινού κανονισμού η Επιτροπή σημείωσε ότι όσον αφορά τους λογαριασμούς της προσφεύγουσας για το έτος 2006 είχε συνταχθεί αρνητική γνώμη από τον ελεγκτή και ότι η προσφεύγουσα δεν είχε γνωστοποιήσει τους δεόντως ελεγμένους λογαριασμούς για το 2007.

48      Στις αιτιολογικές σκέψεις 28 και 29 του ίδιου κανονισμού η Επιτροπή είχε απορρίψει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που στηριζόταν, πρώτον, στη συμμόρφωση προς τη διαδικασία λογιστικού ελέγχου όσον αφορά το έτος 2006, δεύτερον, στην προσφορά προς ανάληψη υποχρεώσεως διαβιβάσεως των λογαριασμών για το 2007, ελεγμένων σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, και, τρίτον, στο ότι δεν ασκεί επιρροή η αρνητική γνώμη του ελεγκτή εφόσον ο έλεγχος έχει διεξαχθεί σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Αφενός, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι λογαριασμοί για το 2007 δεν της είχαν γνωστοποιηθεί παρά τα σχετικά αιτήματά της. Αφετέρου, επισήμανε ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, που προβλέπει τη χορήγηση καθεστώτος επιχειρήσεως που λειτουργεί στο πλαίσιο οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ), συνιστά παρέκκλιση η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά και συνήγαγε εξ αυτού ότι οι λογαριασμοί δεν έπρεπε απλώς να ελέγχονται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, αλλά έπρεπε επίσης να καταρτίζονται με βάση τα πρότυπα αυτά.

49      Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κατά της ως άνω αναλύσεως υποδιαιρείται σε δύο αιτιάσεις. Η πρώτη στηρίζεται σε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού σχετικά με την εφαρμογή εσφαλμένου νομικού κριτηρίου. Με τη δεύτερη, προβαλλόμενη επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υφίσταται πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως του Συμβουλίου κατά την εφαρμογή του επιλεγέντος από αυτό κριτηρίου.

 Επί της αιτιάσεως που στηρίζεται σε εφαρμογή εσφαλμένου νομικού κριτηρίου

50      Κατά την προσφεύγουσα, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί έτσι ώστε να λαμβάνει υπόψη τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Αρμενίας στον ΠΟΕ και ώστε να μη συνεπάγεται παράλογο βάρος αποδείξεως. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το Συμβούλιο εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο, ακολουθώντας διασταλτική ερμηνεία της απαιτήσεως «ανεξάρτητο[υ ελέγχου], βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να απαιτείται από την προσφεύγουσα η κατάρτιση των λογαριασμών της με αυστηρή τήρηση του συνόλου των διεθνών λογιστικών προτύπων, οι λογαριασμοί αυτοί να είναι άψογοι και χωρίς επιφυλάξεις και να επικυρώνονται από ανεπιφύλακτη έκθεση οικονομικού ελέγχου. Μια τέτοια απαίτηση βαίνει πέραν των όσων ορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, το οποίο απαιτεί απλώς τα λογιστικά έγγραφα να είναι σαφή, να αποτελούν αντικείμενο ανεξάρτητου ελέγχου σύμφωνου προς τα διεθνή λογιστικά πρότυπα και να ακολουθούνται συνεπώς.

51      Έτσι, εσφαλμένως το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η ερμηνεία της αναφοράς σε «ανεξάρτητο έλεγχο βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων» υπό την έννοια ότι αφορά μόνον τη διενέργεια ελέγχου σύμφωνου προς τα διεθνή λογιστικά πρότυπα είναι αντίθετη προς τη λογική του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού.

52      Καταρχάς, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η διενέργεια ελέγχου απαιτεί όχι μόνον την τήρηση των διεθνών προτύπων λογιστικού ελέγχου, αλλά και εξέταση των λογιστικών εγγράφων σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς (International Financial Reporting Standards). Εξ αυτού συνάγει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν υποχρεούται να συντάσσει τα λογιστικά της έγγραφα σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς, διότι αρκεί η διενέργεια οικονομικού ελέγχου. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει, συναφώς, ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου που καταρτίστηκε για το έτος 2007 (στο εξής: έκθεση οικονομικού ελέγχου για το 2007) αναφέρεται σε μια παρουσίαση της οικονομικής της καταστάσεως και της ταμειακής της ροής σε συνάρτηση με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς. Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν οι ελεγκτές διαπιστώνουν σημαντικές στρεβλώσεις, δεν μπορούν να χορηγήσουν βεβαίωση. Τέλος, φρονεί ότι είναι παράλογο η ίδια να υφίσταται μεταχείριση ανάλογη με αυτήν που θα επιφυλασσόταν σε επιχείρηση η οποία δεν έχει διενεργήσει έλεγχο των λογαριασμών της ή έχει διενεργήσει τέτοιον έλεγχο αλλά μόνο βάσει μη αναγνωριζόμενων τοπικών προδιαγραφών.

53      Η προσφεύγουσα προσθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι, αν της είχε αναγνωριστεί καθεστώς ΚΟΑ, τα θεσμικά όργανα θα μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να προσαρμόσουν το κόστος της, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

54      Το Συμβούλιο ζητεί την απόρριψη της αιτιάσεως αυτής.

55      Ερίζεται η ερμηνεία της απαιτήσεως δυνάμει της οποίας οι επιχειρήσεις πρέπει «να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς», απαίτηση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού.

56      Όσον αφορά, πρώτον, τους κανόνες που πρέπει να διέπουν την εξέταση της αιτιάσεως αυτής, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με την οικεία νομοθεσία (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005, VEMW κ.λπ., C-17/03, EU:C:2005:362, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Επιπλέον, καθόσον ερίζεται η ερμηνεία μιας των προϋποθέσεων χορηγήσεως του καθεστώτος ΚΟΑ που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η μέθοδος προσδιορισμού της κανονικής αξίας προϊόντος την οποία αφορά η διάταξη αυτή αποτελεί εξαίρεση της συγκεκριμένης μεθόδου που προβλέπεται συναφώς στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του ως άνω κανονισμού, η οποία είναι καταρχήν εφαρμοστέα στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία αγοράς. Κατά πάγια όμως νομολογία, κάθε παρέκκλιση ή εξαίρεση από γενικό κανόνα πρέπει να ερμηνεύεται στενά [βλ. απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2012, Gem-Year και Jinn-Well Auto-Parts (Zhejiang) κατά Συμβουλίου, T‑172/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:532, σκέψη 118 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού καθορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να έχει εφαρμογή η ως άνω εξαίρεση, οι εν λόγω προϋποθέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά.

58      Πρέπει εξαρχής να σημειωθεί ότι, βάλλοντας κατά της ως άνω αρχής της αυστηρής ερμηνείας, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι για την ερμηνεία των προϋποθέσεων χορηγήσεως του καθεστώτος ΚΟΑ έπρεπε αντιθέτως να ληφθεί υπόψη η συμμετοχή της Δημοκρατίας της Αρμενίας στον ΠΟΕ.

59      Ασφαλώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα νομοθετήματα του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως του διεθνούς δικαίου, ειδικότερα όταν τα νομοθετήματα αυτά αποβλέπουν ακριβώς στο να θέσουν σε εφαρμογή διεθνή συμφωνία συναφθείσα από την Ένωση (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, SCF Consorzio Fonografici, C‑135/10, EU:C:2012:140, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι μία από τις ουσιώδεις παραδοχές της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως στηρίζεται στον ειδικό χαρακτήρα του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, καθόσον το άρθρο αυτό αποτελεί συνέπεια της επιλογής του νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει ειδικούς κανόνες σχετικούς με τις εισαγωγές από χώρες μέλη του ΠΟΕ χωρίς οικονομία αγοράς, ενώ η συμφωνία αντιντάμπινγκ δεν περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες σχετικούς με τις εισαγωγές από τέτοιες χώρες (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω).

61      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ως άνω υπογράμμιση από το Δικαστήριο τόσο του ειδικού χαρακτήρα της προσεγγίσεως της Ένωσης όσο και της ελλείψεως αντίστοιχης διατάξεως στη συμφωνία αντιντάμπινγκ καθιστά άνευ σημασίας το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Αρμενίας είναι μέλος του ΠΟΕ όσον αφορά την ερμηνεία των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού.

62      Όσον αφορά, δεύτερον, την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού παρέχει, κατ’ εξαίρεση, σε επιχείρηση χώρας χωρίς οικονομία αγοράς τη δυνατότητα προσδιορισμού της κανονικής αξίας του προϊόντος της σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για τις επιχειρήσεις χωρών με οικονομία αγοράς.

63      Σκοπός των προϋποθέσεων που παρατίθενται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού είναι η επιβολή στους αιτούντες ΚΟΑ ορισμένων υποχρεώσεων έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να εξακριβώνουν ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις λειτουργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Υπό το πρίσμα αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προκύπτει, από τα λογιστικά έγγραφα που χρησιμοποιεί μια επιχείρηση, το υποστατό των εξόδων με τα οποία αυτή επιβαρύνεται στο πλαίσιο της παραγωγικής της δραστηριότητας, διότι βάσει αυτών των εξόδων θα προσδιοριστεί η κανονική αξία του προϊόντος της.

64      Με γνώμονα τον εν λόγω σκοπό, η αναφορά, η οποία περιλαμβάνεται στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, σε «σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς» δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνον ως αφορώσα την παροχή στα θεσμικά όργανα της δυνατότητας να βεβαιώνονται για την ακρίβεια των λογιστικών εγγράφων της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως.

65      Κατά συνέπεια, εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι μια τέτοια προϋπόθεση μπορεί να πληρούται απλώς και μόνο με τη διενέργεια ελέγχου σύμφωνου προς τα διεθνή λογιστικά πρότυπα ελέγχου, ανεξάρτητα από τα συμπεράσματα στα οποία ο έλεγχος αυτός καταλήγει όσον αφορά τη συμφωνία των λογαριασμών της οικείας επιχειρήσεως με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Αφενός, μια τέτοια προσέγγιση είναι αντίθετη προς τον σκοπό του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, καθόσον μπορεί να οδηγήσει στη χορήγηση ΚΟΑ σε επιχείρηση της οποίας τα λογιστικά έγγραφα στερούνται επαρκούς αξιοπιστίας. Αφετέρου, μια τέτοια προσέγγιση είναι επίσης αντίθετη προς την αρχή της στενής ερμηνείας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού, που υπομνήσθηκε στη σκέψη 57 ανωτέρω.

66      Εξ αυτού συνάγεται ότι το νομικό κριτήριο το οποίο έπρεπε να ακολουθήσει το Συμβούλιο συνίστατο στην εξακρίβωση του αν τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού βεβαίωναν την ακρίβεια των λογιστικών της εγγράφων. Επομένως, το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να λάβει υπόψη τα συμπεράσματα των διενεργηθέντων ελέγχων όσον αφορά τη συμφωνία των λογιστικών εγγράφων με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα.

67      Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο, δεχόμενο, στην αιτιολογική σκέψη 22 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι «[ο]ι ελλείψεις που επισήμαναν οι ελεγκτές για τα οικονομικά έτη 2006 και 2007 ήταν τέτοιας φύσης που καταδείχθηκε σαφώς ότι οι λογαριασμοί δεν ήταν καταρτισμένοι σύμφωνα με τα [διεθνή λογιστικά πρότυπα] και, επομένως, η εταιρεία δεν μπορούσε να αποδείξει ότι ικανοποιεί το δεύτερο κριτήριο ΚΟΑ», δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα.

68      Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από την εκ μέρους της προσφεύγουσας αναφορά στο άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Το άρθρο αυτό παρέχει τη δυνατότητα στα θεσμικά όργανα, όσον αφορά επιχείρηση που λειτουργεί σε χώρες με οικονομία της αγοράς η οποία έχει έξοδα συνδεόμενα με την παραγωγή και την πώληση προϊόντος αποτελούντος αντικείμενο έρευνας τα οποία δεν απεικονίζονται ευλόγως στα βιβλία της, να προσαρμόσουν τα έξοδα αυτά ή να τα προσδιορίσουν βάσει των εξόδων άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων της ίδιας χώρας ή, όταν οι σχετικές πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, με βάση οποιοδήποτε άλλο εύλογο στοιχείο, περιλαμβανομένων των πληροφοριών που προέρχονται από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

69      Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα μάλλον υποστηρίζει ότι ενδεχόμενα σφάλματα στα λογιστικά της έγγραφα δεν αποτελούν εμπόδιο για την αναγνώριση του καθεστώτος ΚΟΑ, καθόσον η ίδια βρίσκεται σε κατάσταση ισοδύναμη με την κατάσταση επιχειρήσεως χώρας με οικονομία της αγοράς ως προς την οποία εφαρμόζεται το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

70      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

71      Αφενός, αντιβαίνει ευθέως προς την αρχή της στενής ερμηνείας των προϋποθέσεων χορηγήσεως του καθεστώτος ΚΟΑ που διευκρινίζεται στη νομολογία η οποία παρατίθεται στη σκέψη 57 ανωτέρω.

72      Αφετέρου, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην αρχή της προσαρμογής ή του προσδιορισμού των εξόδων της οικείας επιχειρήσεως βάσει συγκρίσεώς τους με εκείνα άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων της ίδιας χώρας. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σύγκριση εντός της ίδιας χώρας είναι δυνατή μόνον σε σχέση με επιχείρηση που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και είναι αδύνατη σε σχέση με αιτούντα ΚΟΑ, ο οποίος προέρχεται, εξ ορισμού, από χώρα που δεν έχει οικονομία της αγοράς. Έτσι, σε περίπτωση αμφιβολίας περί του υποστατού των εξόδων ενός αιτούντος ΚΟΑ, το σχετικό αίτημα πρέπει να απορρίπτεται, η δε κανονική αξία του προϊόντος πρέπει να προσδιορίζεται βάσει συγκρίσεως με τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού.

73      Ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της αιτιάσεως περί πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως

74      Επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογική σκέψη 22 του προσβαλλόμενου κανονισμού πάσχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, επειδή το Συμβούλιο υπερτίμησε τις συνέπειες της επιφυλάξεως που διατυπώθηκε σε σχέση με την έκθεση ελέγχου που αφορούσε τις οικονομικές καταστάσεις για το έτος 2007, η οποία παρέμενε θετική.

75      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αναφορά σε «συμφωνία» με τα διεθνή πρότυπα δεν εμποδίζει την ύπαρξη κάποιων επιφυλάξεων που δεν επηρεάζουν την ακρίβεια του κύριου μέρους των ελεγχθέντων λογαριασμών.

76      Δεύτερον, υπενθυμίζει ότι υπέβαλε οικονομικές καταστάσεις για τη χρήση 2007 στις 12 και στις 13 Μαρτίου 2009, ήτοι την επομένη της γνωστοποιήσεώς τους από τους ανεξάρτητους ελεγκτές και τρεις εβδομάδες πριν από την έκδοση του προσωρινού κανονισμού. Εκτός από μιαν επιφύλαξη σχετικά με την αξία των αποθεμάτων στις 31 Δεκεμβρίου 2006, οι ελεγκτές διατύπωσαν θετική γνώμη, πράγμα το οποίο βεβαιώνει τη συμφωνία με τα διεθνή πρότυπα, περιλαμβανομένων των λογιστικών.

77      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, στην έκθεση οικονομικού ελέγχου για το 2007, δεν ήταν δυνατό οι ελεγκτές να διατυπώσουν γνώμη χωρίς επιφύλαξη, καθόσον οι οικονομικές καταστάσεις για τη χρήση 2007 καταρτίστηκαν σε σχέση με το κλείσιμο της χρήσεως 2006, για την οποία είχε διατυπωθεί αρνητική γνώμη. Διατείνεται ότι μια γνώμη με επιφύλαξη κατόπιν μιας αρνητικής γνώμης συνιστά αναγνώριση σοβαρής προόδου στην υποβολή των λογαριασμών και σημαίνει ότι αυτοί, στο μεγαλύτερο μέρος τους, δεν επηρεάζονται από την επιφύλαξη και είναι σύμφωνοι προς τα διεθνή πρότυπα. Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει, συναφώς, ότι γνώμη με επιφύλαξη διατυπώνεται μόνον αν η επιφύλαξη δεν είναι τόσο σημαντική ώστε να θίγει την κατ’ αρχήν θετική γνώμη και δεν αφορά σημαντικό αριθμό στοιχείων περιλαμβανόμενων στις οικονομικές καταστάσεις. Επομένως, είναι προδήλως εσφαλμένη η εκτίμηση του Συμβουλίου ότι η επιφύλαξη που αφορά την αποτίμηση της αξίας των αποθεμάτων είχε αντίκτυπο στο επιχειρηματικό κόστος κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, αντίκτυπος ο οποίος, επιπλέον, ήταν αρκούντως σημαντικός ώστε οι λογαριασμοί να θεωρηθούν ως μη σύμφωνοι προς τα διεθνή πρότυπα.

78      Τέταρτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στα θεσμικά όργανα ότι παρέλειψαν να λάβουν υπόψη το γεγονός ότι το εργοστάσιό της ήταν κλειστό τρία περίπου έτη μεταξύ 2004 και 2006 προς αντικατάσταση ή προς εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού του, πράγμα το οποίο επηρέασε τους λογαριασμούς της για τη χρήση 2006. Υποστηρίζει ότι έκτοτε κατέβαλε, επιτυχώς, προσπάθειες να προσδιορίσει αριθμητικά και να διορθώσει τις ελλείψεις που είχαν εντοπιστεί όσον αφορά τη χρήση αυτή, πράγμα το οποίο εξηγεί την καθυστέρηση στην υποβολή της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου για το 2007. Ισχυρίζεται ότι θα ήταν παράλογο να της ζητηθεί να διορθώσει το σύνολο των σφαλμάτων που αφορούσαν τη χρήση 2006. Με το υπόμνημα απαντήσεως υποστήριξε ότι οι στρεβλώσεις σχετικά με την εκτίμηση των αποθεμάτων και την έκθεση απογραφών είχαν ήδη διορθωθεί στην έκθεση οικονομικού ελέγχου για το 2007 και ότι οι επιφυλάξεις δεν αναμενόταν να επαναληφθούν στην έκθεση οικονομικού ελέγχου για το 2008.

79      Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η παρούσα αιτίαση αφορά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και ότι για τον σχετικό έλεγχο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα όσον αφορά τα μέτρα εμπορικής άμυνας, λόγω της περιπλοκότητας των προς εξέταση οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων (βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T-299/05, EU:T:2009:72, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Επομένως, ο δικαστής της Ένωσης, όταν ελέγχει τις εκτιμήσεις των θεσμικών οργάνων, πρέπει μόνον να εξακριβώνει ότι τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, ότι συνέβησαν πράγματι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και ότι δεν συνέτρεξε πρόδηλο σφάλμα κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ούτε κατάχρηση εξουσίας (βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T-299/05, EU:T:2009:72, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

81      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι η Επιτροπή διαθέτει, όταν απαιτούνται πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, ευρεία διακριτική ευχέρεια σε οικονομικά ζητήματα, τούτο δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους των θεσμικών οργάνων ερμηνεία των οικονομικής φύσεως δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης δεν οφείλει μόνο να εξακριβώσει την ακρίβεια των προβληθέντων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγξει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας περίπλοκης καταστάσεως και αν μπορούν να στηρίξουν τα εντεύθεν συναχθέντα συμπεράσματα (απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου, T-528/09, EU:T:2014:35, σκέψη 53).

82      Τέλος, σημειωτέον ότι το βάρος αποδείξεως φέρει ο παραγωγός-εξαγωγέας που επιθυμεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ. Πράγματι, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η αίτηση «πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις». Επομένως, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν οφείλουν να αποδείξουν ότι ο παραγωγός-εξαγωγέας δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο εν λόγω καθεστώς. Αντιθέτως, στα θεσμικά όργανα της Ένωσης εναπόκειται να εκτιμήσουν αν τα προσκομιζόμενα από τον παραγωγό-εξαγωγέα στοιχεία επαρκούν προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, ενώ στα δικαστήρια της Ένωσης εναπόκειται να εξετάσουν αν τα εν λόγω όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση αυτή (βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T-299/05, EU:T:2009:72, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)

83      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η εν λόγω αιτίαση απαιτεί να εξακριβωθεί αν το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα δεχόμενο, κατ’ ουσίαν, ότι λόγω των ελλείψεων που εντοπίστηκαν από τους ελεγκτές δεν ήταν δυνατό να βεβαιωθεί για την ακρίβεια των λογαριασμών της προσφεύγουσας.

84      Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η περίοδος έρευνας εκτεινόταν από 1ης Ιουλίου 2007 μέχρι 30 Ιουνίου 2008 και ότι η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να καταθέσει έκθεση οικονομικού ελέγχου μόνο για ένα τμήμα της εν λόγω περιόδου, ήτοι για το έτος 2007.

85      Δεύτερον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου για το 2007 περιείχε μιαν επιφύλαξη δικαιολογούμενη από την ακόλουθη παρατήρηση: «[η] εταιρία διαπίστωσε ορισμένες διαφορές μεταξύ των λογαριασμών που αφορούσαν την επιτόπια απογραφή και των λογιστικών βιβλίων στις 31 Δεκεμβρίου 2006, δεν ήταν όμως σε θέση να εξηγήσει κατά τρόπο ικανοποιητικό τις εν λόγω διαφορές μέχρι σήμερα. Δεν μπορέσαμε να βεβαιωθούμε για τις ποσότητες τις οποίες αφορούσε η απογραφή με άλλους τρόπους επαληθεύσεως. Κατά συνέπεια, δεν μπορέσαμε να προσδιορίσουμε αν ήταν αναγκαίες ορισμένες προσαρμογές στις απογραφές στις 31 Δεκεμβρίου 2006, καθώς και στο κόστος των πωλήσεων και στις καθαρές ζημίες για τις χρήσεις που έκλεισαν στις 31 Δεκεμβρίου 2006 και 2007». Τούτο οδήγησε στη διατύπωση της ακόλουθης επιφυλάξεως στη θετική γνώμη των ελεγκτών: «[κ]ατά την άποψή μας, με την επιφύλαξη των αποτελεσμάτων τέτοιων προσαρμογών στα τρέχοντα και στα αντίστοιχα αριθμητικά στοιχεία, προσαρμογές οι οποίες, ενδεχομένως, θα μπορούσαν να κριθούν αναγκαίες αν ήταν δυνατό να έχουμε επαρκείς και κατάλληλες πληροφορίες όπως αυτές περιγράφονται στα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η περιλαμβάνουσα επιφύλαξη γνώμη, οι οικονομικές καταστάσεις απεικονίζουν πιστά, σε όλες τις σημαντικές πτυχές τους, την οικονομική κατάσταση της εταιρίας στις 31 Δεκεμβρίου 2007, καθώς και τα οικονομικά της αποτελέσματα και την ταμειακή ροή της για το τη χρήση που έκλεισε την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς».

86      Ως εκ τούτου, η επιφύλαξη αφορούσε τρία στοιχεία: την απογραφή των αποθεμάτων στις 31 Δεκεμβρίου 2006, το κόστος των πωλήσεων και τις καθαρές ζημίες για τα έτη 2006 και 2007.

87      Τρίτον, ασφαλώς η προσφεύγουσα ορθώς παρατηρεί ότι από το τμήμα (m) της εν λόγω εκθέσεως οικονομικού ελέγχου προκύπτει ότι είχαν καταβληθεί προσπάθειες κατά τη διάρκεια της χρήσεως 2007 ώστε να διορθωθούν τα σφάλματα που είχαν εντοπιστεί στην έκθεση οικονομικού ελέγχου για το 2006. Ωστόσο, το τμήμα (m) της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τρόπο ανεξάρτητο προς την επιφύλαξη την οποία διατύπωσαν οι ελεγκτές. Εξ αυτού προκύπτει ότι, καίτοι η προσφεύγουσα προέβη σε επανεκτίμηση ορισμένων εσφαλμένων δεδομένων το 2006 (μεταξύ των οποίων η αξία του εξοπλισμού και των αποθεμάτων), η αξιοπιστία των διορθώσεων αυτών εξακολουθεί να είναι αβέβαιη.

88      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ίδια η προσφεύγουσα παραδέχεται με τα υπομνήματά της τον ελλιπή χαρακτήρα της επανεκτιμήσεως στην οποία προέβη, καθόσον υποστηρίζει με το υπόμνημα απαντήσεως ότι «[η] διόρθωση, κατά τη διάρκεια της έρευνας αντιντάμπινγκ, όλων ανεξαιρέτως των γραφικών σφαλμάτων τα οποία υπάρχουν στους λογαριασμούς της χρήσεως που έκλεισε στις 31 Δεκεμβρίου 2006 και τα οποία επισημάνθηκαν από τους ελεγκτές θα είχε ως αποτέλεσμα μια παράλογη επιβάρυνση για τη διεύθυνσή [της]».

89      Τέταρτον, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 82 ανωτέρω, δεν παρείχαν τη δυνατότητα στα θεσμικά όργανα να βεβαιωθούν για την αλήθεια των λογαριασμών της προσφεύγουσας όσον αφορά τρία στοιχεία: την απογραφή των αποθεμάτων στις 31 Δεκεμβρίου 2006, το κόστος των πωλήσεων και τις καθαρές ζημίες για τα έτη 2006 και 2007.

90      Αφενός, δεν μπορεί ευλόγως να αμφισβητηθεί ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν δαπάνες της προσφεύγουσας ικανές να έχουν αντίκτυπο επί του προσδιορισμού της κανονικής αξίας του προϊόντος της.

91      Αφετέρου, εξ αυτού προκύπτει κατ’ ανάγκη ότι, με βάση τα λογιστικά έγγραφα της προσφεύγουσας, τα θεσμικά όργανα δεν είχαν τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την ως άνω κανονική αξία κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού.

92      Επομένως, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, κρίνοντας ότι αυτή δεν είχε αποδείξει ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

93      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση και, κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του. Για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 43 ανωτέρω, το συμπέρασμα αυτό αρκεί για να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το δεύτερο σκέλος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και σε έλλειψη αιτιολογίας

94      Με τον λόγο αυτόν, η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, υπολογίζοντας σωρευτικά τις εισαγωγές από την Αρμενία μαζί με εκείνες από τη Βραζιλία και τη ΛΔΚ.

95      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού.

96      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, «[ό]ταν διεξάγονται ταυτοχρόνως έρευνες αντιντάμπινγκ σε σχέση με τις εισαγωγές δεδομένου προϊόντος από περισσότερες της μίας χώρες, οι επιπτώσεις των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικώς μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι α) το περιθώριο ντάμπινγκ που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα ξεχωριστά υπερβαίνει το ελάχιστο όριο που ορίζεται από το άρθρο 9, παράγραφος 3, και ότι ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα ξεχωριστά δεν είναι αμελητέος, καθώς και ότι β) η σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των επίμαχων εισαγωγών είναι η ενδεδειγμένη, ενόψει των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, όπως επίσης των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος».

97      Στις αιτιολογικές σκέψεις 55 έως 57 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο απέρριψε την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας περί του ότι οι εισαγωγές από την Αρμενία δεν θα έπρεπε να συνυπολογιστούν με εκείνες από τη Βραζιλία και τη ΛΔΚ με την ακόλουθη διατύπωση:

«(55)            Σε συνέχεια της κοινοποίησης των προσωρινών συμπερασμάτων, ο παραγωγός-εξαγωγέας από την Αρμενία υποστήριξε ότι δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθούν οι εισαγωγές από την Αρμενία στην ανάλυση των ζημιών δεδομένου του χαμηλού όγκου εισαγωγών, του μικρού μεριδίου αγοράς και της σταθερής τάσης των εισαγωγών, καθώς και των ισχυριζόμενων σημαντικών ποιοτικών διαφορών ανάμεσα στο προϊόν που εξάγεται από την Αρμενία και αυτά που εξάγονται από τη Βραζιλία και τη ΛΔΚ.

(56)            Ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός διότι διαπιστώθηκε ότι πληρούνταν όλοι οι όροι σώρευσης του άρθρου 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού:

–        Όπως καθορίζεται προσωρινά και επιβεβαιώνεται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 39, το περιθώριο ντάμπινγκ που προσδιορίσθηκε για την Αρμενία ήταν πάνω από το ελάχιστο κατώφλι, όπως αναφέρεται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

–        Ο όγκος των εισαγωγών από την Αρμενία δεν ήταν αμελητέος κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, δηλαδή τα μερίδιά τους στην αγορά έφθαναν το 5,26 %, όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 96 (πίνακας 4) του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού[· δ]ιαπιστώθηκε επίσης ότι οι εισαγωγές από την Αρμενία αυξήθηκαν σημαντικά από το 2006 έως το τέλος της [περιόδου έρευνας] παρά την επανείσοδο των εισαγωγών από την ΛΔΚ και τις σημαντικές εισαγωγές από τη Βραζιλία κατά την εξεταζόμενη περίοδο,

–        Όσον αφορά τους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων από τις ενδιαφερόμενες χώρες και ιδίως τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν σε σχέση με τις σημαντικές ποιοτικές διαφορές μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, όπως αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 52, διαπιστώθηκε ότι τα προϊόντα από την Αρμενία διαθέτουν παρόμοια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και χρησιμοποιήθηκαν στις ίδιες βασικές εφαρμογές ανεξαρτήτως της ποιότητάς τους. Σημειώνεται επίσης ότι ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας ανήγγειλε την πρόθεσή του να στρέψει την παραγωγή του προς φύλλα μεταποίησης ακόμη υψηλότερης ποιότητας, γεγονός που υποδεικνύει ότι το επιχείρημα αναφορικά με την ισχυριζόμενη κακή ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων ενδέχεται να είναι υπερβολικό.

(57)            Επομένως, οι σχετικοί ισχυρισμοί που προέβαλαν ο παραγωγός-εξαγωγέας από την Αρμενία απορρίφθηκαν.»

98      Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 52 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η οποία αφορά την αντίκρουση των επιχειρημάτων που προέβαλε ένας Βραζιλιανός παραγωγός-εξαγωγέας, στην οποία όμως παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 56, τρίτη περίπτωση, έχει ως ακολούθως: «[ό]σον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό, δηλαδή τη διαφορά των προτύπων ποιότητας, η έρευνα αποκάλυψε ότι παρά τις ποιοτικές διαφορές, η αγορά των φύλλων αλουμινίου καθοδηγού[ν]ταν κατά κύριο λόγο από την τιμή και ότι οι ποιοτικές διαφορές διαδραματίζουν ήσσονος σημασίας ρόλο κατά την επιλογή προμηθευτή. Τα εν λόγω συμπεράσματα επιβεβαιώθηκαν από τους συνεργαζόμενους εισαγωγείς και τους ενδιαφερόμενους χρήστες. Επομένως, ο αβάσιμος ισχυρισμός του παραγωγού-εξαγωγέα από τη Βραζιλία, ότι δηλαδή η αγορά των φύλλων αλουμινίου ήταν διηρημένη σε διάφορα τμήματα ανάλογα με τις ποιοτικές διαφορές του προϊόντος, δεν επιβεβαιώθηκε κατά την παρούσα έρευνα και, συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός απορρίφθηκε».

99      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, αναλόγως του αν αμφισβητείται η εκτίμηση των προϋποθέσεων που περιλαμβάνονται, αφενός, στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, σχετικά με τον μη αμελητέο χαρακτήρα των εισαγωγών που υπολογίζονται σωρευτικά, και, αφετέρου, στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, σχετικά με την εξέταση των όρων ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο του ως άνω δεύτερου σκέλους θα εξεταστεί, ιδίως, η προβαλλόμενη εκ μέρους της προσφεύγουσας ανεπάρκεια της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου κανονισμού όσον αφορά την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ.

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά την προϋπόθεση περί του μη αμελητέου χαρακτήρα των εισαγωγών που υπολογίζονται σωρευτικά

100    Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, πέντε αιτιάσεις σχετικά με την εκτίμηση από το Συμβούλιο του μη αμελητέου χαρακτήρα των εισαγωγών που υπολογίζονται σωρευτικά.

101    Η πρώτη αιτίαση αφορά την ερμηνεία της προϋποθέσεως κατά την οποία ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, πρέπει να μην είναι αμελητέος. Η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι εσφαλμένως έλαβε υπόψη το κριτήριο του μεριδίου αγοράς ύψους 1 % περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 5, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, για να εκτιμήσει τον αμελητέο χαρακτήρα των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού. Αφενός, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού δεν παραπέμπει στο άρθρο 5, παράγραφος 7, του ίδιου κανονισμού. Αφετέρου, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η μικρή ποσότητα εισαγωγών δεν έχει το ίδιο αποτέλεσμα στις δύο αυτές διατάξεις. Ενώ οδηγεί στη λήξη της διαδικασίας στην περίπτωση του άρθρου 5, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, τούτο δεν συμβαίνει οπωσδήποτε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ. Η προσφεύγουσα παρατηρεί, επιπλέον, ότι, όσον αφορά την ερμηνεία του βασικού κανονισμού, το Συμβούλιο δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας.

102    Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο, στην αιτιολογική σκέψη 56, δεύτερη περίπτωση, του προσβαλλόμενου κανονισμού, προκειμένου να χαρακτηρίσει τις εισαγωγές της προσφεύγουσας ως «μη αμελητέες», δεν προέβη σε εκτίμηση της εκτάσεως των εν λόγω εισαγωγών καθεαυτές, αλλά στηρίχθηκε στην ερμηνεία, αφενός, του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού και, αφετέρου, του άρθρου 5, παράγραφος 7, του ίδιου κανονισμού.

103    Από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού έχει ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει τη σωρευτική συνεκτίμηση εισαγωγών από συγκεκριμένη χώρα μόνον εφόσον αυτές προέρχονται από παραγωγό-εξαγωγέα που αποδεδειγμένα εφαρμόζει πρακτικές ντάμπινγκ (απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2004, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, T‑35/01, EU:T:2004:317, σκέψη 161). Εξ αυτού συνάγεται ότι σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να αποφεύγεται να γίνεται σωρευτική εκτίμηση των αποτελεσμάτων των εισαγωγών η οποία αφορά επίσης χώρα στην οποία εισάγονται προϊόντα του οικείου παραγωγού-εξαγωγέα τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, είτε διότι το περιθώριο ντάμπινγκ είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο είτε διότι οι όγκοι εισαγωγής είναι αμελητέοι.

104    Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, καθόσον ορίζει ειδικότερα ότι «[δ]εν κινείται διαδικασία κατά χωρών των οποίων οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν μερίδιο αγοράς κατώτερο του 1 %, εκτός αν αυτές οι χώρες αντιπροσωπεύουν αθροιστικά 3 % ή και περισσότερο της κοινοτικής κατανάλωσης», αποσκοπεί ακριβώς στη διευκρίνιση των περιστάσεων υπό τις οποίες το μερίδιο των εισαγωγών στην κατανάλωση της Ένωσης είναι υπερβολικά μικρό για να μπορούν να θεωρηθούν οι εισαγωγές αυτές ως αποτελούσες αντικείμενο ντάμπινγκ.

105    Επομένως, υπάρχει μια σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων, οπότε το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, όταν έλαβε υπόψη το όριο του 1 % που μνημονεύεται στο άρθρο 5, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να ερμηνεύσει την προϋπόθεση περί του μη αμελητέου χαρακτήρα των εισαγωγών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού.

106    Επομένως, η πρώτη αιτίαση είναι απορριπτέα.

107    Η δεύτερη αιτίαση στηρίζεται σε σύγκριση με τον χαρακτηρισμό από το Συμβούλιο των εισαγωγών από τη Ρωσία. Προσάπτεται στο Συμβούλιο ότι έκρινε ότι οι εισαγωγές από την Αρμενία είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά, ενώ εκείνες από τη Ρωσία, παρά το ότι ήταν περισσότερες, θεωρήθηκαν ως περιορισμένες και ως μη έχουσες αρνητικά αποτελέσματα επί της καταστάσεως της βιομηχανίας της Ένωσης.

108    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν χαρακτηρίζει νομικά την αιτίαση αυτή.

109    Σε περίπτωση που η παρούσα αιτίαση προβάλλεται προς απόδειξη του ότι εσφαλμένως τα θεσμικά όργανα έκριναν ότι οι εισαγωγές της προσφεύγουσας δεν ήταν αμελητέες, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, η αιτίαση αυτή πρέπει εξαρχής να απορριφθεί, καθόσον στις σκέψεις 103 έως 105 ανωτέρω έχει συναχθεί ότι η ερμηνεία της εκφράσεως «μη αμελητέος» υπό το πρίσμα του άρθρου 5, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού δεν ήταν εσφαλμένη.

110    Σε περίπτωση που η παρούσα αιτίαση πρέπει να νοηθεί ως αφορώσα, κατ’ ουσίαν, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε βάρος της προσφεύγουσας, η αιτίαση αυτή επίσης δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί αν οι εισαγωγές από τη Ρωσία και από την Αρμενία είναι συγκρίσιμες, αρκεί να υπομνησθεί ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία διαπραχθείσα προς όφελος τρίτου (βλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2011, Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής, T-461/07, EU:T:2011:181, σκέψη 219 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο εσφαλμένως χαρακτήρισε τις εισαγωγές από τη Ρωσία ως περιορισμένες, ένα τέτοιο σφάλμα δεν θα ασκούσε επιρροή επί του βασίμου του χαρακτηρισμού των εισαγωγών από την Αρμενία ως «μη αμελητέων».

111    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση είναι επίσης απορριπτέα.

112    Η τρίτη, η τέταρτη και η πέμπτη αιτίαση αφορούν την επιλογή της περιόδου που ελήφθη υπόψη προς εκτίμηση του αμελητέου ή μη αμελητέου χαρακτήρα των εισαγωγών της προσφεύγουσας.

113    Με την τρίτη αιτίαση προσάπτεται στο Συμβούλιο ότι προσδιόρισε τον όγκο των εισαγωγών της προσφεύγουσας βάσει μόνον της περιόδου έρευνας (από τον Ιούλιο του 2007 μέχρι τον Ιούνιο του 2008), αντί της εξεταζόμενης περιόδου (από τον Ιανουάριο του 2005 μέχρι τον Ιούνιο του 2008). Υποστηρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι μόνη η περίοδος έρευνας δεν είναι αντιπροσωπευτική ως προς την προσφεύγουσα, καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της πλήρους διακοπής των δραστηριοτήτων της μεταξύ 2004 και 2006. Ειδικότερα, δεν περιλαμβάνει την έλλειψη εισαγωγών από την Αρμενία μέχρι το τέλος του έτους 2006 και, κατ’ ουσίαν, καταλήγει σε αλλοιωμένη εικόνα των εισαγωγών. Η συνεκτίμηση του όγκου των εξαγωγών κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου θα αρκούσε για να αποδειχθεί ο αμελητέος χαρακτήρας των εισαγωγών της. Προσθέτει ότι μόνον η λήψη υπόψη των εισαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας δεν είναι επαρκής για τον προσδιορισμό της ζημίας κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι η ανάλυση του Συμβουλίου είναι αντιφατική, καθόσον, ενώ παρέλειψε να λάβει υπόψη, για τον υπολογισμό του μέσου όρου των εισαγωγών, τα αποτελέσματα που είχε το κλείσιμο του εργοστασίου της προσφεύγουσας, συγχρόνως αναφέρθηκε σε αύξηση των εισαγωγών, προκληθείσα από την ως άνω περίοδο κατά την οποία το εργοστάσιο ήταν κλειστό.

114    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός προβαίνει σε διάκριση, στην αιτιολογική σκέψη 3, μεταξύ, αφενός, της περιόδου έρευνας σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία (από 1ης Ιουλίου 2007 μέχρι 30 Ιουνίου 2008) και, αφετέρου, της εξεταζόμενης περιόδου, που αφορά την εξέταση των τάσεων για την εκτίμηση της ζημίας (από 1ης Ιανουαρίου 2005 μέχρι 30 Ιουνίου 2008).

115    Στην αιτιολογική σκέψη 56, δεύτερη περίπτωση, του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τον όγκο των εισαγωγών από την Αρμενία κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας (ήτοι 5,26 %) και εκτίμησε ότι αυτός δεν ήταν αμελητέος. Το Συμβούλιο διαπίστωσε επίσης ότι οι εισαγωγές από την Αρμενία αυξήθηκαν σημαντικά από το 2006 έως το τέλος της περιόδου έρευνας, παρά την εκ νέου έναρξη των εισαγωγών από την ΛΔΚ και τις σημαντικές εισαγωγές από τη Βραζιλία κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

116    Έτσι, για να στηρίξει το συμπέρασμά του όσον αφορά τον μη αμελητέο χαρακτήρα των εισαγωγών, το Συμβούλιο στηρίχθηκε, αφενός, στον όγκο των εισαγωγών της προσφεύγουσας κατά την περίοδο έρευνας και, αφετέρου, στην εξέλιξη των εισαγωγών σε ευρύτερη χρονική βάση, ήτοι εκείνη της εξεταζόμενης περιόδου.

117    Καθόσον από τις σκέψεις 104 έως 105 ανωτέρω προκύπτει ότι η διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 56, δεύτερη περίπτωση, του προσβαλλόμενου κανονισμού, της υπάρξεως μεριδίου αγοράς 5,26 % αρκεί καθαυτή για να αποδειχθεί ο μη αμελητέος χαρακτήρας των εισαγωγών της προσφεύγουσας, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι αρκεί να εξακριβωθεί αν το Συμβούλιο διέπραξε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όταν καθόρισε το ως άνω μερίδιο αγοράς στηριζόμενο αποκλειστικά στα στοιχεία που αφορούν την περίοδο έρευνας, η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ 1ης Ιουλίου 2007 και 30ής Ιουνίου 2008.

118    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, «[μ]ετά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή, ενεργώντας σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, αρχίζει έρευνα σε επίπεδο Κοινότητας. Η έρευνα αυτή αφορά τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, και διεξάγεται και για τα δύο ταυτοχρόνως. Προκειμένου να εξαχθούν αντιπροσωπευτικά συμπεράσματα, επιλέγεται μια περίοδος έρευνας η οποία, στην περίπτωση του ντάμπινγκ, συνήθως καλύπτει διάστημα όχι βραχύτερο των έξι μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της διαδικασίας».

119    Από τη νομολογία προκύπτει ότι η έρευνα πρέπει να διεξάγεται βάσει όσο το δυνατό πιο επίκαιρων πληροφοριών ώστε να είναι δυνατός ο προσδιορισμός των δασμών αντιντάμπινγκ που είναι ικανοί να προστατεύσουν τη βιομηχανία της Ένωσης κατά των πρακτικών ντάμπινγκ (αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, C-458/98 P, EU:C:2000:531, σκέψη 92, και της 28ης Ιανουαρίου 2016, CM Eurologistik και GLS, C-283/14 και C-284/14, EU:C:2016:57, σκέψη 66).

120    Επίσης από τη νομολογία απορρέει ότι το Συμβούλιο μπορεί να προσδιορίσει τη ζημία που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης με βάση περίοδο μεγαλύτερη εκείνης την οποία αφορά η έρευνα περί της υπάρξεως πρακτικών ντάμπινγκ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, Nakajima κατά Συμβουλίου, C-69/89, EU:C:1991:186, σκέψη 87), χάρη στην εξέταση των τάσεων από τις οποίες μπορούν να αντληθούν στοιχεία χρήσιμα για την εκτίμηση της ζημίας στο πλαίσιο της εξεταζόμενης περιόδου.

121    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι ο αμελητέος χαρακτήρας των εισαγωγών της έπρεπε να εκτιμηθεί στο πλαίσιο ακριβώς αυτής της μεγαλύτερης περιόδου.

122    Συναφώς, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι ορθώς το Συμβούλιο αντιτείνει ότι τούτο θα είχε ως συνέπεια να δώσει μιαν αλλοιωμένη εικόνα του πραγματικού όγκου των εξαγωγών προς την Ένωση, καθόσον τότε θα λαμβανόταν υπόψη μια περίοδος κατά την οποία ήταν κλειστό το εργοστάσιο της προσφεύγουσας, περίοδος η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δίδει ακριβή εικόνα της παραγωγικής και εξαγωγικής δραστηριότητάς της.

123    Επομένως, προσδιορίζοντας τον μη αμελητέο χαρακτήρα των εισαγωγών της προσφεύγουσας βάσει των στοιχείων που αφορούν μόνον την περίοδο της έρευνας αντί για την εξεταζόμενη περίοδο το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα.

124    Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, που περιλαμβάνεται στο υπόμνημα απαντήσεως, η οποία στηρίζεται στην υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να προβαίνουν σε αντικειμενική εξέταση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το παραδεκτό του επιχειρήματος αυτού, που αμφισβητείται από το Συμβούλιο, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπόψη μια περίοδος που δεν αντιστοιχεί στη συνήθη δραστηριότητα της προσφεύγουσας εντάσσεται στο πλαίσιο της συλλογής όσο το δυνατό πιο πρόσφατων στοιχείων και, επομένως, είναι σύμφωνο προς τη λογική της αντικειμενικής εξετάσεως στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

125    Επομένως, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

126    Στο πλαίσιο της τέταρτης αιτιάσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι εισαγωγές της εξετάστηκαν με βάση περίοδο 18 μηνών ενώ εκείνες άλλων εξαγωγικών χωρών εξετάστηκαν με βάση περίοδο 42 μηνών, πράγμα το οποίο συνιστά δυσμενή μεταχείριση εις βάρος της ιδίας.

127    Εντούτοις, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η ως άνω αιτίαση είναι ανακριβής. Από την αιτιολογική σκέψη 93, δεύτερη περίπτωση, του προσωρινού κανονισμού, στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 58 του προσβαλλόμενου κανονισμού, προκύπτει ότι ο όγκος των εισαγωγών τόσο από την Αρμενία όσο και από τη Βραζιλία και τη ΛΔΚ καθορίστηκε σε συνάρτηση με την ίδια χρονική βάση, ήτοι την περίοδο έρευνας.

128    Με την πέμπτη αιτίαση η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν έλαβε υπόψη τους μεταγενέστερους της περιόδου έρευνας όγκους εισαγωγής. Υπενθυμίζει ότι οι πωλήσεις που πραγματοποίησε το 2008 εντός της Ένωσης άρχισαν να σημειώνουν σημαντική πτωτική τάση, η οποία διατηρήθηκε μετά το τέλος της περιόδου έρευνας. Υποστηρίζει ότι η συνεκτίμηση των μεταγενεστέρων της περιόδου έρευνας όγκων εισαγωγών ανταποκρίνεται στην ανάγκη να ληφθούν υπόψη στοιχεία όσο το δυνατόν πιο πρόσφατα και ότι, καθόσον η μείωσή τους άρχισε δύο μήνες πριν από την κίνηση της διοικητικής διαδικασίας, δεν μπορεί να προκλήθηκε από αυτήν.

129    Όπως το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να υπογραμμίσει, η περίοδος έρευνας και η απαγόρευση λήψεως υπόψη στοιχείων μεταγενέστερων από αυτήν αποσκοπούν στην εξασφάλιση του ότι τα αποτελέσματα της έρευνας θα είναι αντιπροσωπευτικά και αξιόπιστα, έτσι ώστε τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο προσδιορισμός του ντάμπινγκ και της ζημίας να μην επηρεάζονται από τη συμπεριφορά που έπεται της κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ των ενδιαφερόμενων παραγωγών και, επομένως, ώστε ο οριστικός δασμός που επιβάλλεται κατόπιν της διαδικασίας να είναι πράγματι ικανός να εξαλείψει τη ζημία που προκύπτει από το ντάμπινγκ (βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2008, HEG και Graphite India κατά Συμβουλίου, T-462/04, EU:T:2008:586, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

130    Επιπλέον, χρησιμοποιώντας τον όρο «κατά κανόνα», το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού επιτρέπει εξαιρέσεις από την απαγόρευση λήψεως υπόψη πληροφοριών σχετικών με περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου έρευνας. Όσον αφορά τις περιστάσεις που είναι ευνοϊκές για τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η έρευνα, κρίθηκε ότι δεν είναι δυνατό να οφείλουν τα όργανα της Ένωσης να λαμβάνουν υπόψη στοιχεία που ανάγονται σε περίοδο μεταγενέστερη της έρευνας, εκτός αν τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν νέες εξελίξεις οι οποίες καθιστούν προδήλως απρόσφορη τη μελετώμενη επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ. Αν, αντιθέτως, στοιχεία σχετικά με περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου έρευνας καθιστούν δικαιολογημένη την επιβολή ή την αύξηση του δασμού αντιντάμπινγκ, λόγω του ότι αντικατοπτρίζουν την πραγματική συμπεριφορά των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, επιβάλλεται, βάσει των προεκτεθέντων, η διαπίστωση ότι τα όργανα της Ένωσης έχουν το δικαίωμα, ακόμα και την υποχρέωση, να λάβουν υπόψη τα στοιχεία αυτά (βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2008, HEG και Graphite India κατά Συμβουλίου, T-462/04, EU:T:2008:586, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

131    Με τα σχόλιά της επί της δημοσιοποιήσεως των προσωρινών συμπερασμάτων η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ένα στατιστικό γράφημα εισαγωγών προερχόμενο από τη Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat), από το οποίο συνάγεται πτώση των εισαγωγών της μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου 2008, στη συνέχεια δε σταθεροποίηση των εισαγωγών της μέχρι το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, ήτοι τον Ιανουάριο του 2009.

132    Από το έγγραφο αυτό προκύπτει, ασφαλώς, ότι η πτώση των εισαγωγών σημειώθηκε κυρίως μεταξύ Απριλίου και Μαΐου 2008, όχι μόνον πριν από την κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ από την Επιτροπή (στις 12 Ιουλίου 2008) αλλά και πριν από την καταγγελία που υπέβαλε η βιομηχανία της Ένωσης (στις 28 Μαΐου 2008), πράγμα το οποίο μπορεί να σημαίνει ότι η εν λόγω μείωση δεν οφείλεται στην κίνηση της έρευνας αντιντάμπινγκ.

133    Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι η νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 130 ανωτέρω δεν προβλέπει, όσον αφορά περιστάσεις που είναι ευνοϊκές για τις εμπλεκόμενες στην έρευνα επιχειρήσεις, τη συνεκτίμηση στοιχείων συνδεόμενων με περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου έρευνας παρά μόνο σε περίπτωση που αυτά καθιστούν προδήλως απρόσφορη την επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ.

134    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι η πτώση των εισαγωγών ήταν προγενέστερη της κινήσεως της διαδικασίας είναι πολύ σχετικό, δεδομένου ότι η εν λόγω πτώση είναι, στην πραγματικότητα, σχεδόν ταυτόχρονη με την καταγγελία εκ μέρους της βιομηχανίας της Ένωσης, και, επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των δύο αυτών συμβάντων. Επιπλέον, η ύπαρξη της διαδικασίας αυτής μπορούσε να επηρεάσει τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, παρακινώντας την να διατηρήσει ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο εισαγωγών, μέχρι την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Επομένως, η αιτιολογία που στηρίζεται σε ενδεχόμενη συμπεριφορά της προσφεύγουσας λόγω της κινήσεως έρευνας αντιντάμπινγκ δεν είναι προδήλως άνευ σημασίας.

135    Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο δεν διέπραξε πρόδηλο σφάλμα όταν σιωπηρώς αρνήθηκε να λάβει υπόψη όγκους εισαγωγής μεταγενέστερους της περιόδου έρευνας.

136    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η πέμπτη αιτίαση και το πρώτο σκέλος του λόγου στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά την εκτίμηση των όρων του ανταγωνισμού

137    Η επιχειρηματολογία που περιλαμβάνεται στο σκέλος αυτό του λόγου ακυρώσεως μπορεί να υποδιαιρεθεί σε τρεις αιτιάσεις, αναλόγως του αν η προσφεύγουσα βάλλει, πρώτον, κατά της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου κανονισμού όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, δεύτερον, κατά της εφαρμογής αλυσιτελών κριτηρίων και, τρίτον, κατά προδήλου σφάλματος στο πλαίσιο της εφαρμογής της διατάξεως αυτής στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

138    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου κανονισμού σχετικά με την αντίκρουση των αποδεικτικών στοιχείων που η ίδια προέβαλε για να αποδείξει ότι η κακή ποιότητα του προϊόντος της συνεπαγόταν ότι η ίδια δρούσε στο πλαίσιο διαφορετικών όρων ανταγωνισμού σε σχέση, αφενός, με τους εισαγωγείς από τη Βραζιλία και τη ΛΔΚ και, αφετέρου, με τους παραγωγούς της Ένωσης. Παρατηρεί, συναφώς, ότι το Συμβούλιο περιορίστηκε στο να τονίσει την πρόθεσή της να στρέψει την παραγωγή της σε φύλλα αλουμινίου ακόμη υψηλότερης ποιότητας, προοριζόμενα προς μεταποίηση.

139    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι από την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου της Ένωσης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο, προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Hangzhou Duralamp Electronics κατά Συμβουλίου, T-459/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:369, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

140    Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον η αιτιολογία πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της πράξεως, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν τον οικείο τομέα. Αρκεί το Συμβούλιο να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία του κανονισμού (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Hangzhou Duralamp Electronics κατά Συμβουλίου, T-459/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:369, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

141    Ειδικότερα, τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν ενώπιόν τους οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτουν τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2015, VTZ κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T-108/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:980, σκέψη 157 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

142    Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι από τον συνδυασμό της αιτιολογικής σκέψεως 52 με την αιτιολογική σκέψη 56, τρίτη περίπτωση, του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του Συμβουλίου όσον αφορά την τήρηση της προϋποθέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού. Από αυτήν προκύπτουν, ουσιαστικά, τρία στοιχεία: καταρχάς, η σημασία που έχει ο σχετικός με την τιμή παράγων για τον ανταγωνισμό εντός της αγοράς φύλλων αλουμινίου και η περιορισμένη σημασία που έχουν οι ποιοτικές διαφορές (αιτιολογική σκέψη 52)· στη συνέχεια, η διαπίστωση ότι τα προϊόντα της προσφεύγουσας είχαν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και ότι χρησιμοποιούνταν στις ίδιες βασικές εφαρμογές, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης ποιότητάς τους (αιτιολογική σκέψη 56, τρίτη περίπτωση), και, τέλος, η πρόθεση την οποία εξέφρασε η προσφεύγουσα να στρέψει την παραγωγή της σε ακόμη υψηλότερης ποιότητας φύλλα αλουμινίου που προορίζονται προς μεταποίηση, πράγμα το οποίο δείχνει ότι το σχετικό με την προβαλλόμενη χαμηλή ποιότητα των προϊόντων επιχείρημα ενδέχεται να είναι υπερβολικό (αιτιολογική σκέψη 56, τρίτη περίπτωση). Η εν λόγω πτυχή της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι, επομένως, σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που εκτίθενται ειδικότερα στη σκέψη 139 ανωτέρω.

143    Δεύτερον και συνεπώς, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 140 και 141 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ως άνω λόγοι, που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 52 και στην αιτιολογική σκέψη 56, τρίτη περίπτωση, του προσβαλλόμενου κανονισμού και αφορούν την τήρηση της προϋποθέσεως η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, αρκούν προς πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 296 ΣΛΕΕ όσον αφορά την εν λόγω πτυχή της συλλογιστικής του κανονισμού αυτού, το δε Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να λάβει ρητώς θέση επί των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

144    Επομένως, η πρώτη αιτίαση είναι απορριπτέα.

145    Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πάσχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, καθόσον η επιχειρηματολογία της σχετικά με τους όρους του ανταγωνισμού απορρίφθηκε με αλυσιτελή αιτιολογία. Η διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 56, τρίτη περίπτωση, του προσβαλλόμενου κανονισμού –η οποία στηρίζεται στο ότι τα προερχόμενα από την Αρμενία προϊόντα είχαν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και ότι χρησιμοποιούνταν στις ίδιες βασικές εφαρμογές, ανεξαρτήτως της ειδικής τους ποιότητας– είναι κρίσιμη μόνον όσον αφορά τον προσδιορισμό των ομοειδών και των υπό εξέταση προϊόντων, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, και όχι προς εκτίμηση των όρων ανταγωνισμού, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού.

146    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 56 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο δέχθηκε «ότι τα προϊόντα από την Αρμενία διαθέτουν παρόμοια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και χρησιμοποιήθηκαν στις ίδιες βασικές εφαρμογές ανεξαρτήτως της ποιότητάς τους». Η προσφεύγουσα φρονεί ότι τα σχετικά κριτήρια είναι κρίσιμα στο πλαίσιο του άρθρου 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού που αφορά τον προσδιορισμό του ομοειδούς προϊόντος, όχι όμως στο πλαίσιο του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού.

147    Έτσι, με την υπό κρίση αιτίαση, η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι εφάρμοσε αλυσιτελή κριτήρια για την εκτίμηση των όρων ανταγωνισμού στο πλαίσιο του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού. Επομένως, ενδέχεται να υπήρξε νομικό σφάλμα του Συμβουλίου, και όχι, όπως φαίνεται ότι διατείνεται η προσφεύγουσα, πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

148    Στη σκέψη 103 ανωτέρω υπενθυμίστηκε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού ερμηνεύθηκε από το Γενικό Δικαστήριο υπό την έννοια ότι η σωρευτική εκτίμηση των αποτελεσμάτων των εισαγωγών δεν επιτρέπεται να αφορά επίσης χώρα στην οποία εισάγονται προϊόντα του οικείου παραγωγού-εξαγωγέα τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, είτε διότι το περιθώριο ντάμπινγκ είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο επίπεδο είτε διότι οι όγκοι εισαγωγής είναι αμελητέοι.

149    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρέπει να προτιμηθεί παρόμοια προσέγγιση στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού. Ειδικότερα, η αναφορά στον πρόσφορο χαρακτήρα της σωρευτικής εκτιμήσεως «των επιπτώσεων των επίμαχων εισαγωγών […] ενόψει των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων» πρέπει να εκληφθεί ως αποσκοπούσα στην αποφυγή του ενδεχομένου να εκτιμώνται σωρευτικά τα αποτελέσματα των εισαγωγών προϊόντων μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει επαρκής βαθμός ανταγωνισμού ώστε να έχουν προκαλέσει την ίδια ζημία στη βιομηχανία της Ένωσης. Ομοίως, η μνεία του πρόσφορου χαρακτήρα μιας σωρευτικής εκτιμήσεως «των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, όπως επίσης των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος» πρέπει να εκληφθεί ως αποσκοπούσα στην αποφυγή της δυνατότητας να εκτιμώνται σωρευτικώς μαζί με άλλες εισαγωγές και οι εισαγωγές εκείνες οι οποίες έχουν ανεπαρκώς ανταγωνιστικό χαρακτήρα έναντι του προϊόντος που προέρχεται από τη βιομηχανία της Ένωσης και οι οποίες, επομένως, δεν μπορούν να έχουν προκαλέσει ζημία.

150    Επομένως, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα όταν εφάρμοσε κριτήρια ισοδύναμα προς εκείνα που είναι κρίσιμα για τον προσδιορισμό του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο του άρθρου 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι αυτά αποσκοπούν, κατ’ ουσίαν, στην εξακρίβωση της υπάρξεως επαρκούς βαθμού ανταγωνισμού μεταξύ του υπό εξέταση και του ομοειδούς προϊόντος.

151    Πράγματι, το άρθρο 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, ορίζει ότι ως ομοειδές προϊόν νοείται «ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν ή, ελλείψει τούτου, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος». Κατά πάγια νομολογία, ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ αποσκοπεί στο να διευκολυνθεί η κατάρτιση του καταλόγου των προϊόντων στα οποία πιθανώς θα επιβληθούν δασμοί αντιντάμπινγκ. Για τον ορισμό αυτό, τα θεσμικά όργανα μπορούν να λάβουν υπόψη πολλές παραμέτρους, όπως είναι τα φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, η χρήση τους, η εναλλαξιμότητά τους, η αντίληψη που σχηματίζει γι’ αυτά ο καταναλωτής, οι δίαυλοι διανομής, η διαδικασία κατασκευής, το κόστος παραγωγής και η ποιότητα [απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2012, Gem-Year και Jinn-Well Auto-Parts (Zhejiang) κατά Συμβουλίου, T-172/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:532, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

152    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη «ότι τα προϊόντα από την Αρμενία διαθέτουν παρόμοια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και χρησιμοποιήθηκαν στις ίδιες βασικές εφαρμογές ανεξαρτήτως της ποιότητάς τους», δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα.

153    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση είναι απορριπτέα.

154    Στο πλαίσιο της τρίτης αιτιάσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την κακή ποιότητα των προϊόντων της κατά την εκτίμηση των όρων του ανταγωνισμού, καθώς και τα στοιχεία που προσκόμισε για να αποδείξει την εν λόγω κακή ποιότητα.

155    Στο πλαίσιο της εξετάσεως της παρούσας αιτιάσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 79 ανωτέρω, η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα όσον αφορά τα μέτρα εμπορικής άμυνας, λόγω της πολυπλοκότητας των προς εξέταση οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων.

156    Επομένως, εναπέκειτο στην προσφεύγουσα να αποδείξει ότι η κακή ποιότητα των εισαγωγών της τις περιήγε σε τόσο διαφορετική ανταγωνιστική θέση σε σχέση με εκείνη των άλλων εισαγωγών και του υπό εξέταση προϊόντος, ώστε η επιλογή του Συμβουλίου να εφαρμόσει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού να είναι προδήλως εσφαλμένη.

157    Όπως σημειώθηκε ήδη στη σκέψη 142 ανωτέρω, το Συμβούλιο δέχθηκε κατ’ ουσίαν τρία στοιχεία, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πληρούνταν η προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού: η υπεροχή του σχετικού με την τιμή παράγοντα στον ανταγωνισμό εντός της αγοράς φύλλων αλουμινίου και η περιορισμένη σημασία των ποιοτικών διαφορών· η διαπίστωση ότι τα προϊόντα της προσφεύγουσας είχαν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και ότι χρησιμοποιούνταν στις ίδιες βασικές εφαρμογές, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης ποιότητάς τους, και η πρόθεση την οποία εξέφρασε η προσφεύγουσα να στρέψει την παραγωγή της προς τα ακόμη υψηλότερης ποιότητας φύλλα αλουμινίου που προορίζονται προς μεταποίηση.

158    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα δεν κλονίζουν την αξιοπιστία του συνόλου των στοιχείων που έλαβε υπόψη το Συμβούλιο. Ειδικότερα, δεν διαψεύδουν την ύπαρξη προθέσεως της προσφεύγουσας να βελτιώσει την ποιότητα των προϊόντων της, την οποία, επιπλέον, δεν αμφισβητεί με τα υπομνήματά της.

159    Συναφώς, σημειώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο του προσδιορισμού του ομοειδούς προϊόντος, όχι μόνον την εναλλαξιμότητα σε επίπεδο ζητήσεως αλλά και την εναλλαξιμότητα σε επίπεδο προσφοράς, σε συνάρτηση με τη δυνατότητα του επιχειρηματία να μετατρέψει την παραγωγή του προϊόντων ορισμένης ποιότητας σε παραγωγή προϊόντων άλλης ποιότητας [βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2012, Gem-Year και Jinn-Well Auto-Parts (Zhejiang) κατά Συμβουλίου, T-172/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:532, σκέψη 75]. Για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 149 έως 151 ανωτέρω, η συλλογιστική που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της αναλύσεως του υπό εξέταση προϊόντος βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού ισχύει και όσον αφορά τον προσδιορισμό των όρων του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού.

160    Εξ αυτού προκύπτει κατ’ ανάγκη ότι η μη αμφισβητούμενη από την προσφεύγουσα δυνατότητα μετατροπής της παραγωγής της σε παραγωγή με υψηλότερη ποιότητα κλονίζει σημαντικά την επιχειρηματολογία της που στηρίζεται στις συνέπειες για τους όρους ανταγωνισμού της προβαλλόμενης ως κακής ποιότητας των προϊόντων της.

161    Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ορθώς το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα έχουν περιορισμένη αποδεικτική αξία.

162    Κατά πάγια νομολογία, η κρατούσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων και το μοναδικό κριτήριο βάσει του οποίου εκτιμώνται οι προσκομιζόμενες αποδείξεις είναι η αξιοπιστία τους. Ειδικότερα, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός αποδεικτικού στοιχείου, πρέπει πρωτίστως να ελέγχεται το ευλογοφανές της περιεχόμενης σε αυτό πληροφορίας. Πρέπει, επομένως, να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του και να εξετάζεται αν το έγγραφο είναι, ως εκ του περιεχομένου του, λογικό και αξιόπιστο (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2012, GDF Suez κατά Επιτροπής, T-370/09, EU:T:2012:333, σκέψη 161 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

163    Πρώτον, όσον αφορά τα έγγραφα των εταιριών Timos, DLR, RONCORNI, SPHERE France, FRIO COMSET και Cogepack, επιβάλλεται η διαπίστωση, καταρχάς, ότι τα έγγραφα αυτά συντάχθηκαν αιτήσει της προσφεύγουσας μετά την κίνηση της διαδικασίας, στη συνέχεια, ότι η διατύπωσή τους είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό όμοια, αν όχι πανομοιότυπη, και, τέλος, ότι ζητείται με όλα η λήξη της διαδικασίας αντιντάμπινγκ κατά της προσφεύγουσας. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω έγγραφα περιέχουν αντικειμενική εκτίμηση της ποιότητας των προϊόντων της προσφεύγουσας. Κατά συνέπεια, η παράγραφος των ως άνω εγγράφων που αφορά την προβαλλόμενη κακή ποιότητα των προϊόντων της προσφεύγουσας πρέπει να θεωρηθεί ως έχουσα περιορισμένη αποδεικτική ισχύ.

164    Δεύτερον, όσον αφορά την επιστολή της εταιρίας Achenbach, όπως προκύπτει, και αυτή συντάχθηκε αιτήσει της προσφεύγουσας μετά την κίνηση της διαδικασίας. Υπογραμμίζει κατ’ ουσίαν ότι ανέκυψαν ορισμένες δυσκολίες σχετικά με τη θέση σε λειτουργία νέων μηχανών που παρέδωσε η εν λόγω εταιρία στην προσφεύγουσα, οι οποίες είχαν συνέπειες για το κόστος παραγωγής των φύλλων αλουμινίου. Επομένως, η επιστολή αυτή δεν έχει ουσιαστική αποδεικτική ισχύ όσον αφορά την απόδειξη της προβαλλόμενης κακής ποιότητας της παραγωγής της προσφεύγουσας.

165    Έτσι, τρίτον, το μόνο στοιχείο που βεβαιώνει πραγματικά την κακή ποιότητα μιας παρτίδας προϊόντων της προσφεύγουσας είναι ένα έγγραφο παραπόνων της εταιρίας LENZING, με το οποίο η εταιρία αυτή δηλώνει ότι παύει να προμηθεύεται προϊόντα από την προσφεύγουσα. Ωστόσο, το έγγραφο αυτό αφορά αμφισβήτηση για ένα σχετικά περιορισμένο ποσό (3 176 ευρώ), που δεν μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτικό του συνόλου ή ενός ευρέος δείγματος της παραγωγής της προσφεύγουσας.

166    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, πρέπει να συναχθεί ότι η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να αποδείξει τον προδήλως εσφαλμένο χαρακτήρα της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού στις εισαγωγές της.

167    Κατά συνέπεια, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, όπως και ο τρίτος λόγος στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται στο ότι η άρνηση αποδοχής της προσφοράς της προσφεύγουσας προς ανάληψη υποχρεώσεων πάσχει λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως

168    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η απόρριψη της προσφοράς της προς ανάληψη υποχρεώσεων συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και στηρίχθηκε σε εσφαλμένη συλλογιστική.

169    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού ακυρώσεως.

170    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα: «[υ]πό την προϋπόθεση ότι έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εξ αυτού πρόκληση ζημίας, η Επιτροπή μπορεί να αποδεχθεί ικανοποιητική οικειοθελή ανάληψη υποχρεώσεων που προσφέρει εξαγωγέας για να αναθεωρήσει τις τιμές του ή να παύσει τις εξαγωγές του σε τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, αν, κατόπιν συγκεκριμένων διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, διαπιστωθεί ότι αυτή η ανάληψη υποχρεώσεων εξουδετερώνει τις ζημιογόνες επιπτώσεις του ντάμπινγκ».

171    Το άρθρο 8, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, ορίζει ότι «οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων είναι δυνατό να μη γίνονται δεκτές σε περίπτωση που κρίνεται ότι η αποδοχή τους παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, επί παραδείγματι αν ο αριθμός των πραγματικών ή δυνητικών εξαγωγέων είναι υπερβολικά μεγάλος ή για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων λόγων που ανάγονται στην ακολουθούμενη γενική πολιτική· [ο] ενδιαφερόμενος εξαγωγέας δύναται να πληροφορείται τους λόγους για τους οποίους σχεδιάζεται η υποβολή πρότασης για την απόρριψη της προσφοράς δεδομένης ανάληψης υποχρέωσης· επίσης ενδέχεται να του παραχωρείται η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις σχετικά. Οι λόγοι της απόρριψης πρέπει να μνημονεύονται στην οριστική απόφαση».

172    Οι αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 115 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχουν ως ακολούθως:

«(113) Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο μόνος συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας στην Αρμενία και ο μόνος συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας στη Βραζιλία προσέφεραν αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

(114)       Εξετάστηκαν αμφότερες [οι] προσφορές. Η προσφορά του Βραζιλιάνου εξαγωγέα εξαλείφει τις ζημιογόνες επιπτώσεις του ντάμπινγκ και περιορίζει σε ικανοποιητικό βαθμό τον κίνδυνο καταστρατήγησης. Όσον αφορά την προσφορά του Αρμένιου εξαγωγέα, λόγω της πολύπλοκης δομής του ομίλου της εταιρίας και των πολύπλοκων δικτύων πώλησης, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος διασταυρούμενης αντιστάθμισης με πωλήσεις του ίδιου προϊόντος στους ίδιους πελάτες αλλά διαφορετικής καταγωγής καθώς και πωλήσεις διαφορετικών προϊόντων στους ίδιους πελάτες από διαφορετικές εταιρίες πώλησης του ίδιου ομίλου. Ο Αρμένιος εξαγωγέας υπέβαλε ουσιωδώς αναθεωρημένη προσφορά ανάληψης υποχρέωσης μετά τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Σημειωτέον ότι εκτός από το γεγονός ότι η αναθεωρημένη προσφορά υποβλήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για τον εξής λόγο. Μολονότι η εταιρία προσφέρθηκε να πωλήσει μόνον απευθείας στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην ΕΕ, δηλαδή χωρίς να συμπεριλάβει τις δύο συνδεδεμένες εταιρίες του στο δίκτυο πωλήσεων, η έρευνα έδειξε ότι η εταιρία πώλησε άλλα προϊόντα στους ίδιους πελάτες στην ΕΕ. Επιπλέον, η εταιρία ανακοίνωσε ότι σχεδίαζε να παράγει και να πωλήσει ένα νέο τύπο προϊόντος, δηλαδή αλουμινόχαρτου προς μεταποίηση –ACF–, στην ΕΕ. Επειδή ενδεχομένως ο νέος αυτός τύπος προϊόντος θα μπορούσε να πωληθεί στους ίδιους πελάτες στην ΕΕ, ακόμη και η αναθεωρημένη προσφορά δεν μπορεί να περιορίσει σε αποδεκτό βαθμό τον κίνδυνο διασταυρούμενης αντιστάθμισης.

(115)       Με την απόφαση 2009/736[…], η Επιτροπή αποδέχθηκε την προσφορά ανάληψης υποχρέωσης από την [CBA]. Το Συμβούλιο αναγνωρίζει ότι η προσφορά ανάληψης υποχρέωσης εξαλείφει τις ζημιογόνες επιπτώσεις του ντάμπινγκ και περιορίζει σε ικανοποιητικό βαθμό τον κίνδυνο καταστρατήγησης. Η προσφορά της εταιρίας Rusal Armenal απορρίφθηκε για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 114 και επίσης οφείλεται στα προβλήματα που βρέθηκαν στους λογαριασμούς τους, όπως διευκρινίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 21 και 22.»

173    Στο πλαίσιο του λόγου αυτού η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη νομιμότητα αυτού το οποίο κατ’ αυτήν συνιστά τους τέσσερις λόγους απορρίψεως της προσφοράς της προς ανάληψη υποχρεώσεων, ήτοι αμφισβητεί το εκπρόθεσμο της υποβολής της προσφοράς της προς ανάληψη υποχρεώσεων, τον χαρακτηρισμό της εν λόγω προσφοράς ως «ουσιωδώς αναθεωρημένης», τον «μεγάλο κίνδυνο διασταυρούμενης αντιστάθμισης» που θα ενείχε η αποδοχή της και τις ελλείψεις που αφορούσαν τους λογαριασμούς της.

174    Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 114 και 115 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτουν δύο μόνο λόγοι απορρίψεως της εκ μέρους της προσφεύγουσας προσφοράς προς ανάληψη υποχρεώσεων, ήτοι, αφενός, η διαπίστωση ότι η αναθεωρημένη προσφορά δεν περιόριζε επαρκώς τον μεγάλο κίνδυνο «διασταυρούμενης αντιστάθμισης με πωλήσεις του ίδιου προϊόντος στους ίδιους πελάτες αλλά διαφορετικής καταγωγής καθώς και πωλήσεις διαφορετικών προϊόντων στους ίδιους πελάτες από διαφορετικές εταιρίες πώλησης του ίδιου ομίλου» (αιτιολογική σκέψη 114), και, αφετέρου, οι ελλείψεις που αφορούσαν τους λογαριασμούς της προσφεύγουσας (αιτιολογική σκέψη 115). Πράγματι, δεν προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 114 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι τα δύο άλλα στοιχεία που επισημαίνει η προσφεύγουσα συνιστούν λόγους στους οποίους το Συμβούλιο στηρίχθηκε για να απορρίψει την ως άνω προσφορά.

175    Όσον αφορά τη νομιμότητα του λόγου που στηρίζεται στις ελλείψεις των λογαριασμών της προσφεύγουσας, ο οποίος περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 115 του προσβαλλόμενου κανονισμού, πρέπει να σημειωθεί ότι ο λόγος αυτός επεξηγήθηκε λεπτομερώς στην προσφεύγουσα από την Επιτροπή σε ένα έγγραφο με ημερομηνία 7 Αυγούστου 2009, όπου υπογραμμίστηκε, κατ’ ουσίαν, ότι ο έλεγχος της τηρήσεως της προσφοράς προς ανάληψη υποχρεώσεως προϋπέθετε τη δυνατότητα επαληθεύσεως των λογαριασμών της ενδιαφερομένης και ότι οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν στην τήρηση των λογαριασμών της προσφεύγουσας επ’ ευκαιρία της εξετάσεως του αιτήσεώς της ΚΟΑ διακύβευαν τη δυνατότητα μιας τέτοιας επαληθεύσεως.

176    Όπως το Γενικό Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να υπογραμμίσει, από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν να λαμβάνουν υπόψη όλες τις πραγματικές περιστάσεις κατά την εκτίμηση προσφοράς προς ανάληψη υποχρεώσεων (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου, T‑249/06, EU:T:2009:62, σκέψη 224). Επιπλέον, καμία διάταξη του βασικού κανονισμού δεν υποχρεώνει τα όργανα της Ένωσης να δέχονται προτάσεις προς ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές εκ μέρους επιχειρηματιών τους οποίους αφορά έρευνα η οποία προηγείται της επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ. Αντιθέτως, από τον εν λόγω κανονισμό προκύπτει ότι τα όργανα της Ένωσης κρίνουν αν μπορούν να γίνονται αποδεκτές τέτοιες προτάσεις στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που έχουν (βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου, T-249/06, EU:T:2009:62, σκέψη 225 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

177    Εξ αυτού συνάγεται λογικά ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ασκεί περιορισμένο μόνον έλεγχο επί της ορθότητας της αρνήσεως αποδοχής προσφοράς προς ανάληψη υποχρεώσεων. Συναφώς, σημειώνεται ότι η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που έχουν τα θεσμικά όργανα δεν απορρέει μόνον από την περιπλοκότητα των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων τις οποίες αφορούν τα μέτρα εμπορικής άμυνας. Αποτελεί επίσης συνέπεια της επιλογής του νομοθέτη να παράσχει ελευθερία λήψεως αποφάσεων στα θεσμικά όργανα όσον αφορά το σκόπιμο της αποδοχής ή της απορρίψεως προσφοράς προς ανάληψη υποχρεώσεων.

178    Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι τα θεσμικά όργανα μπορούσαν ορθώς να λάβουν υπόψη την επιτακτική ανάγκη διασφαλίσεως ενός προσήκοντος ελέγχου των αναλήψεων υποχρεώσεων επ’ ευκαιρία της εξετάσεως της προσφοράς προς ανάληψη υποχρεώσεων της προσφεύγουσας.

179    Δεύτερον και κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός πάσχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, καθόσον δέχεται ότι οι ελλείψεις που εντοπίστηκαν στους λογαριασμούς της προσφεύγουσας ήταν ικανές να διακυβεύσουν την εποπτεία της τηρήσεως της αναλήψεως υποχρεώσεων της προσφεύγουσας.

180    Όπως ήδη υπογραμμίστηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, από την αιτιολογική σκέψη 22 του προσβαλλόμενου κανονισμού, στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 115 του ίδιου κανονισμού, προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα είχαν στη διάθεσή τους μόνον τις εκθέσεις οικονομικού ελέγχου για τα έτη 2006 και 2007, οι οποίες επισήμαιναν ελλείψεις όσον αφορά τρία στοιχεία: την απογραφή των αποθεμάτων στις 31 Δεκεμβρίου 2006, το κόστος των πωλήσεων και τις καθαρές ζημίες για τα έτη 2006 και 2007.

181    Ωστόσο, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοιες ελλείψεις, πέραν των συνεπειών τους επί του υπολογισμού της κανονικής αξίας των προϊόντων της προσφεύγουσας, είναι ικανές να δημιουργήσουν εύλογες υποψίες όσον αφορά την αξιοπιστία των λογαριασμών της προσφεύγουσας.

182    Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από την περίσταση, την οποία αναφέρει η προσφεύγουσα, ότι της χορηγήθηκε ατομική μεταχείριση, δεδομένου ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν περιλαμβάνει καμία προϋπόθεση σχετική με τους λογαριασμούς της οικείας επιχειρήσεως. Επομένως, η περίσταση αυτή είναι άνευ σημασίας.

183    Αφετέρου, ορθώς το Συμβούλιο υποστηρίζει με τα υπομνήματά του ότι ο κίνδυνος διασταυρούμενης αντισταθμίσεως τον οποίο η προσφορά προς ανάληψη υποχρεώσεως της προσφεύγουσας υποτίθεται ότι θα εξουδετέρωνε καθιστούσε ακόμη περισσότερο σημαντική την παρακολούθηση από την Επιτροπή των λογιστικών στοιχείων και των βιβλίων αγορών, παραγωγής και αποθεμάτων της προσφεύγουσας. Πράγματι, αν η πρόταση της προσφεύγουσας προς ανάληψη υποχρεώσεων είχε γίνει δεκτή, η Επιτροπή θα βαρυνόταν με την υποχρέωση να βεβαιωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν θα πωλεί, απευθείας ή μέσω εταιρίας του ομίλου στον οποίο υπάγεται, σε κάποιον από τους πελάτες της εντός της Ένωσης άλλο προϊόν μειώνοντας την τιμή του, πράγμα το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση ή τον περιορισμό του αποτελέσματος της αυξήσεως της τιμής του προϊόντος της προσφεύγουσας βάσει της εκ μέρους της αναλήψεως υποχρεώσεως. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δυνατότητα μιας τέτοιας παρακολουθήσεως εξαρτάται από την αξιοπιστία των βιβλίων της προσφεύγουσας.

184    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, όπως φαίνεται, η αιτιολογική σκέψη 115 του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν πάσχει κανένα πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. Καθόσον η ως άνω αιτιολογική σκέψη μπορεί να δικαιολογήσει επαρκώς κατά νόμον την άρνηση των θεσμικών οργάνων να δεχθούν την προσφορά προς ανάληψη υποχρεώσεων της προσφεύγουσας, παρέλκει η εξέταση των επικρίσεων κατά της αιτιολογικής σκέψεως 114 του ίδιου κανονισμού.

185    Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

186    Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου η προσφεύγουσα αναφέρεται σε ένα άρθρο των Sunday Times δημοσιευθέν στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 12 Οκτωβρίου 2008 που υπογραμμίζει την ύπαρξη, αφενός, κοινωνικών επαφών μεταξύ του ιδιοκτήτη της, D., και ενός πρώην μέλους της Επιτροπής υπεύθυνου για τη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Εμπορίου και, αφετέρου, μιαν έρευνα αντιντάμπινγκ κινηθείσα εις βάρος της ιδίας. Κατ’ ουσίαν, φρονεί ότι από το ως άνω άρθρο καθώς και από άλλα μεταγενέστερα άρθρα προκύπτουν καταγγελίες ευνοιοκρατίας, που περιελήφθησαν σε κοινοβουλευτική ερώτηση. Παρατηρεί επίσης ότι, σε έγγραφο με ημερομηνία 16 Οκτωβρίου 2008, το οποίο δημοσιοποιήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2008, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Εμπορίου γνωστοποίησε ότι, σε περίπτωση που αποδεικνυόταν ντάμπινγκ όσον αφορά την προσφεύγουσα, ήταν πιθανό να ζητηθεί η καταβολή δασμών και ότι η προσφεύγουσα, «όχι μόνο δεν έτυχε ευνοϊκής μεταχειρίσεως», αλλά ενδέχετο τελικά να υποχρεωθεί να καταβάλει δασμούς για τις εξαγωγές της.

187    Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε δημοσίως στην εκκρεμή εις βάρος της διαδικασία για να αποκρούσει τους ισχυρισμούς περί ευνοιοκρατίας που στρέφονταν κατά της ιδίας. Εκτιμά επίσης ότι είναι πιθανό το προσωπικό της Επιτροπής να εξέλαβε το έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2008 ως παρότρυνση να διεξαγάγει την έρευνα κατά τρόπον ώστε να καταλήξει σε δυσμενές για την προσφεύγουσα αποτέλεσμα, προκειμένου να αποδείξει την ανεξαρτησία του. Τούτο συνιστά παραβίαση της αρχής της «χρηστής διοικήσεως», ικανή να επιφέρει την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

188    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού.

189    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποχρεούνται να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης κατά τη διάρκεια κάθε διοικητικής διαδικασίας στον τομέα της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αρχή της χρηστής διοικήσεως, που καθιερώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου, T-643/11, EU:T:2014:1076, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Κατά τη σχετική με την αρχή της χρηστής διοικήσεως νομολογία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει, στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών, η έννομη τάξη της Ένωσης έχει θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14, και της 10ης Οκτωβρίου 2012, Ningbo Yonghong Fasteners κατά Συμβουλίου, T-150/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:529, σκέψη 77).

190    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή απλώς υπενθύμισε στοιχεία παγκοίνως γνωστά χωρίς να παραβεί το καθήκον αμεροληψίας το οποίο έχει.

191    Πρώτον, καθόσον η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή είναι η πηγή των στοιχείων τα οποία επισημάνθηκαν στο άρθρο των Sunday Times, αφενός πρέπει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη έρευνας κατά των εισαγωγών ορισμένων φύλλων αλουμινίου καταγωγής Αρμενίας ήταν παγκοίνως γνωστή, διότι το ως άνω άρθρο είναι μεταγενέστερο από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ανακοινώσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, στις 12 Ιουλίου 2008. Αφετέρου, όσον αφορά το ότι ο D. είναι ο ιδιοκτήτης της εταιρίας που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω έρευνας, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι η ως άνω πληροφορία μπορούσε κάλλιστα να συναχθεί από πασίγνωστα στοιχεία. Πράγματι, ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι τόσο το γεγονός ότι η προσφεύγουσα συνιστά τον μοναδικό παραγωγό αλουμινίου στην Αρμενία όσο και το γεγονός ότι ο D είναι ο ιδιοκτήτης της είναι στοιχεία παγκοίνως γνωστά.

192    Δεύτερον, όσον αφορά το περιεχόμενο του εγγράφου της 16ης Οκτωβρίου 2008, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτό απλώς υπενθυμίζει τη λογική του βασικού κανονισμού, ήτοι ότι στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και προκαλούν ζημία στη βιομηχανία της Ένωσης μπορούν να επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ.

193    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

194    Κατόπιν των ανωτέρω, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί καθώς και, ως εκ τούτου, και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

195    Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, με τις αποφάσεις που εκδίδει κατόπιν αναιρέσεως και αναπομπής, επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία. Καθόσον, με την απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, και επί των δικαστικών εξόδων που αφορούν με την αναιρετική διαδικασία.

196    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του.

197    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Rusal Armenal ZAO φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

3)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Prek

Labucka

Schwarcz

Tomljenović

 

      Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Ιανουαρίου 2017.

(υπογραφές)


** Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.