Language of document : ECLI:EU:T:2000:91

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

της 30ής Μαρτίου 2000 (1)

«Ανταγωνισμός — Εκτελωνιστές — Έννοια της επιχειρήσεως και της ενώσεωςεπιχειρήσεων — Απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων — Καθορισμός των αμοιβών —Κρατική ρύθμιση — Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, τηςΣυνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 81 ΕΚ)»

Στην υπόθεση T-513/93,

Consiglio Nazionale degli Spedizionieri Doganali, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία),εκπροσωπούμενο από τους A. Pappalardo, δικηγόρο Trapani, A. Marzano,δικηγόρο Ρώμης, και A. Tizzano, δικηγόρο Νεάπολης, με αντίκλητο στοΛουξεμβούργο τον δικηγόρο A. Lorang, 51, rue Albert 1er,

προσφεύγον,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης αρχικώς από τουςM. Mensi και E. Traversa, κατόπιν δε από τους G. Marenco και E. Traversa, μέλητης Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de laCruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζομένης από την

Associazione Italiana dei Corrieri Aerei Internazionali, με έδρα το Μιλάνο(Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους L. Magrone Furlotti και C. Osti, δικηγόρουςΡώμης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο M. Loesch, 11, rue Goethe,

παρεμβαίνουσα,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 93/438/ΕΟΚ τηςΕπιτροπής, της 30ής Ιουνίου 1993, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής τουάρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (VI/33.407 — CNSD) (ΕΕ L 203, σ. 27),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(πέμπτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους J. D. Cooke, Πρόεδρο, R. García-Valdecasas, P. Lindh,J. Pirrung και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 17ης Ιουνίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Νομικό πλαίσιο

1.
    Στην Ιταλία, η δραστηριότητα των εκτελωνιστών, που είναι ελεύθεροιεπαγγελματίες, διέπεται από τον νόμο 1612, της 22ας Δεκεμβρίου 1960, σχετικάμε τη νομική κατοχύρωση του επαγγέλματος του εκτελωνιστή και τη σύστασημητρώου και ταμείου αρωγής των εκτελωνιστών [GURI (Επίσημη Εφημερίδα τηςΙταλικής Δημοκρατίας) αριθ. 4, της 5ης Ιανουαρίου 1961, στο εξής: νόμος1612/1960], και από εκτελεστικές διατάξεις, ιδίως από την απόφαση του ΥπουργούΟικονομικών της 10ης Μαρτίου 1964, περί κανόνων εφαρμογής του νόμου1612/1960 (GURI, supplemento ordinario, αριθ. 102, της 26ης Απριλίου 1964, στοεξής: υπουργική απόφαση της 10ης Μαρτίου 1964).

2.
    Η δραστηριότητα αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την τήρηση των διατυπώσεωνπου συνδέονται με τις πράξεις εκτελωνισμού (άρθρο 1 του νόμου 1612/1960).Προς άσκηση της δραστηριότητας αυτής απαιτείται άδεια και εγγραφή στο εθνικόμητρώο εκτελωνιστών. Το εθνικό μητρώο εκτελωνιστών αποτελείται από τοσύνολο των περιφερειακών μητρώων που τηρούνται από τα Consiglicompartimentali (περιφερειακά συμβούλια εκτελωνιστών), τα οποία ιδρύονται σεκάθε τελωνειακή περιφέρεια (άρθρα 2 και 4 έως 12 του νόμου 1612/1960).

3.
    Η εποπτεία της δραστηριότητας των εκτελωνιστών ασκείται από τα περιφερειακάτους συμβούλια. Τα μέλη των συμβουλίων εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία απότους εκτελωνιστές που είναι εγγεγραμμένοι στα περιφερειακά μητρώα, επί θητείαδύο ετών, δυναμένη να ανανεωθεί· την προεδρία αναλαμβάνει ο γενικόςεπιθεωρητής, προϊστάμενος της τελωνειακής περιφέρειας (άρθρο 10 τουνόμου 1612/1960).

4.
    Τα περιφερειακά συμβούλια των εκτελωνιστών εποπτεύονται από το ConsiglioNazionale degli Spedizionieri Doganali (εθνικό συμβούλιο εκτελωνιστών, στο εξής:CNSD), οργανισμό δημοσίου δικαίου, συγκείμενο από εννέα μέλη που ορίζονταιμε μυστική ψηφοφορία από τα μέλη των περιφερειακών συμβουλίων επί θητείατριών ετών, δυναμένη να ανανεωθεί (άρθρο 13, παράγραφος 2, του νόμου1612/1960). Του CNSD προήδρευε, μέχρι το 1992, ο γενικός διευθυντής τελωνείωνκαι εμμέσων φόρων ο οποίος ήταν εκ του νόμου μέλος του CNSD.

5.
    Δυνάμει του άρθρου 32 του νομοθετικού διατάγματος 331, της 30ής Αυγούστου1992, οι πρόεδροι των περιφερειακών συμβουλίων και ο πρόεδρος του CNSDεκλέγονται μεταξύ των μελών των εν λόγω οργανισμών από τα μέλη αυτά.

6.
    Μέλη των περιφερειακών συμβουλίων ή του CNSD μπορούν να εκλεγούν μόνονοι εκτελωνιστές οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα (άρθρα 8, δεύτεροεδάφιο, και 22, δεύτερο εδάφιο, της υπουργικής αποφάσεως της 10ηςΜαρτίου 1964).

7.
    Σύμφωνα με το άρθρο 11 του νόμου 1612/1960:

«Κάθε [περιφερειακό] συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με το ύψος τωνοφειλομένων για τις επαγγελματικές υπηρεσίες των εκτελωνιστών αμοιβών, τοοποίο προτείνεται στο [CNSD] προκειμένου να καταρτισθεί ο πίνακας αμοιβών.

Δεν επιτρέπεται να απαιτούνται, για τις υπηρεσίες των εκτελωνιστών, αμοιβές πουείναι οσοδήποτε κατώτερες ή ανώτερες των εγκεκριμένων από το [CNSD]αμοιβών.

Οι ενδεχόμενες διαφορές που αφορούν την εφαρμογή του πίνακα αμοιβών τωνεπαγγελματικών υπηρεσιών πρέπει να υποβάλλεται στην κρίση του[περιφερειακού] συμβουλίου.»

8.
    Το άρθρο 14 του νόμου 1612/1960 ορίζει τα εξής:

«Το [CNSD]:

(...)

d) καταρτίζει τον πίνακα αμοιβών για τις παρεχόμενες από τους εκτελωνιστέςεπαγγελματικές υπηρεσίες βάσει των προτάσεων των [περιφερειακών]συμβουλίων.»

9.
    Σύμφωνα με τα άρθρα 38 έως 40 της υπουργικής αποφάσεως της 10ης Μαρτίου1964, στους εκτελωνιστές που δεν τηρούν τους πίνακες αμοιβών που καθορίζει τοCNSD επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές που κυμαίνονται από την επίπληξη έωςτην προσωρινή αναστολή της εγγραφής στο μητρώο σε περίπτωση υποτροπής ήκαι την οριστική διαγραφή από το μητρώο σε περίπτωση αναστολής επιβληθείσαςαπό το περιφερειακό συμβούλιο δύο φορές εντός πέντε ετών.

10.
    Κατά τη συνεδρίαση της 21ης Μαρτίου 1988, το CNSD κατάρτισε τον πίνακααμοιβών για τις παρεχόμενες από τους εκτελωνιστές επαγγελματικές υπηρεσίες(στο εξής: επίδικος πίνακας αμοιβών), στον οποίο αναφέρονταν τα εξής:

«Αρθρο 1

Ο παρών πίνακας αμοιβών προβλέπει τις κατώτατες και ανώτατες αμοιβές πουπρέπει να ισχύουν, σε όλες τις περιπτώσεις, για την εκτέλεση των πράξεωνεκτελωνισμού και για την παροχή υπηρεσιών στον νομισματικό, εμπορικό καιφορολογικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών διαφορών.

Ο συγκεκριμένος καθορισμός των αμοιβών, μεταξύ του κατωτάτου και τουανωτάτου ορίου, λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά, τη φύση και τη σημασία τουσχετικού έργου.

Αρθρο 2

Οι αμοιβές που καθορίζονται με τον παρόντα πίνακα πρέπει, σε όλες τιςπεριπτώσεις, να καταλογίζονται ή να αναπαράγονται κατά τρόπο ώστε ναδιακρίνονται από κάθε άλλο κονδύλι ή δαπάνη που πραγματοποιείται για τηνεκτέλεση της σχετικής εντολής.

(...)

Αρθρο 3

Οι αμοιβές που καθορίζονται με τον παρόντα πίνακα πρέπει να θεωρούνται ωςυπολογιζόμενες σε σχέση με κάθε επιμέρους πράξη εκτελωνισμού ή παροχήεπαγγελματικής υπηρεσίας.

Ως πράξεις εκτελωνισμού νοούνται εκείνες που μπορούν να προσδώσουντελωνειακό προορισμό στα αλλοδαπά ή ημεδαπά εμπορεύματα, ανεξάρτητα απότο έγγραφο που τα συνοδεύει.

(...)

Αρθρο 5

Σε σχέση με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 1 ανωτέρω, δεν επιτρέπεται καμίαπαρέκκλιση από τον παρόντα πίνακα αμοιβών έναντι του εντολέα, ο δε πίνακαςαυτός καθιστά άκυρη οποιαδήποτε αντίθετη συμφωνία, ακόμη και όταν γιαπρακτικούς λόγους εμπλέκονται δύο ή περισσότερα πρόσωπα, σύμφωνα με ταάρθρα 1708 και 1709 του [ιταλικού] Αστικού Κώδικα.

(...)

Αρθρο 6

Το [CNSD] μπορεί να προβλέπει ειδικές ή/και προσωρινές παρεκκλίσεις από ταπροβλεπόμενα στον παρόντα πίνακα αμοιβών κατώτατα όρια.

Αρθρο 7

Το [CNSD] προβαίνει στην αναπροσαρμογή του παρόντος πίνακα αμοιβών, μεβάση τους δείκτες [που παρέχει το] Istat [Κεντρικό Ινστιτούτο Στατιστικών] —τομέας βιομηχανίας, από την ημερομηνία εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως.»

11.
    Εν συνεχεία, στα άρθρα του 8 έως 12, ο επίδικος πίνακας αμοιβών καθορίζει τηνκλίμακα τιμών που πρέπει να εφαρμόζεται ανάλογα με την αξία ή το βάρος τουπρος εκτελωνισμό εμπορεύματος και, για κάθε κλιμάκιο, προβλέπει είτε μιασταθερή τιμή είτε, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ένα πεδίο οριζόμενο απόμια ανώτατη και μια κατώτατη τιμή που πρέπει να καταβάλλεται για την εκμέρους του εκτελωνιστή τήρηση των τελωνειακών διατυπώσεων. Ο επίδικοςπίνακας αμοιβών προβαίνει σε σημαντική αύξηση των κατωτάτων τιμών πουκαθόριζε ο προηγούμενος πίνακας, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις,υπερβαίνει το 400 %.

12.
    Ο επίδικος πίνακας αμοιβών εγκρίθηκε από τον Ιταλό Υπουργό Οικονομικών μεαπόφαση της 6ης Ιουλίου 1988 (GURI αριθ. 168, της 19ης Ιουλίου 1988, σ. 19),στην οποία και προσαρτήθηκε υπό τον τίτλο «Εθνικό συμβούλιο εκτελωνιστών.Αμοιβές για την εκτέλεση των πράξεων εκτελωνισμού και για την παροχήεπαγγελματικών υπηρεσιών στον νομισματικό, εμπορικό και φορολογικό τομέα,συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών διαφορών».

13.
    Κατ' εφαρμογήν του προπαρατεθέντος άρθρου 6, το CNSD επέτρεψε ορισμένεςπαρεκκλίσεις από τον επίδικο πίνακα αμοιβών, μεταξύ άλλων, με απόφαση της12ης Ιουνίου 1990, υπέρ της Associazione Italiana dei Corrieri Aerei Internazionali(στο εξής: AICAI), ένωση ιταλικού δικαίου συσταθείσα από διεθνείςταχυμεταφορείς και έχουσα ως σκοπό την εκπροσώπηση και την παροχήσυμβουλών στα μέλη της σχετικά με το σύνολο των προβλημάτων που συνδέονταιμε την παροχή διεθνών υπηρεσιών ταχυμεταφοράς.

Το ιστορικό της διαφοράς

14.
    Στις 21 Ιουλίου 1989, η AICAI υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, αφορώσα τηναπόφαση του CNSD της 21ης Μαρτίου 1988, περί καθορισμού του επίδικουπίνακα αμοιβών. Η AICAI υποστήριξε ότι ο πίνακας αυτός, πρώτον, καταργούσε,για τις μικρότερες αξίες εμπορευμάτων, την προϋφιστάμενη προοδευτικότητα τηςκλίμακας τιμών και αύξανε τις τιμές κατά ασυνήθη ποσοστά, δεύτερον, είχε ωςαποτέλεσμα την επιβολή χωριστής τιμολόγησης για κάθε πράξη εκτελωνισμούπροκειμένου να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της πραγματικής εφαρμογής του,πράγμα το οποίο είναι ασύμβατο προς το σύστημα που εφαρμόζεται σε παγκόσμιακλίμακα και, τρίτον, απαγόρευε κάθε παρέκκλιση.

15.
    Την 1η Φεβρουαρίου και στις 28 Μαρτίου 1990, η Επιτροπή ζήτησε από το CNSDστοιχεία σχετικά με τη διάρθρωση και τη λειτουργία αυτού και τωνπεριφερειακών συμβουλίων, βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 τουΣυμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής τωνάρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).

16.
    Στις 30 Ιουνίου 1993, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 93/438/ΕΟΚ, σχετικά μετη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/33.407 — CNSD)(ΕΕ L 203, σ. 27, στο εξής: Απόφαση), η οποία αποτελεί το αντικείμενο τηςπαρούσας προσφυγής. Η Απόφαση κατέληξε «στον χαρακτηρισμό τωνεκτελωνιστών ως επιχειρήσεων με οικονομική δραστηριότητα» (αιτιολογικήσκέψη 40)· ότι το CNSD είναι «ένωση επιχειρήσεων»· ότι «οι αποφάσεις του[CNSD] (...) είναι αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων, σκοπός της οποίας είναι ηρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας των μελών» (αιτιολογική σκέψη 41).Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 45, οι περιορισμοί του ανταγωνισμού πουαπορρέουν από τον επίδικο πίνακα αμοιβών είναι οι ακόλουθοι: «ο καθορισμός,για κάθε εργασία που πραγματοποιούν οι εκτελωνιστές, σταθερών κατωτάτων καιανωτάτων τιμών, από τις οποίες δεν είναι δυνατή ατομική παρέκκλιση» και «ηεπιβολή του τρόπου εκδόσεως των τιμολογίων σχετικά με τις τιμές αυτές, όπωςείναι η ατομική τιμολόγηση». Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 49, «ο πίνακαςτιμών που ορίστηκε από το [CNSD] μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύκρατών μελών στο μέτρο που ο πίνακας αυτός ορίζει ακριβώς την τιμή για όλεςτις τελωνειακές εργασίες που αφορούν τις εισαγωγές στην Ιταλία και τιςεξαγωγές από αυτή». Με το άρθρο 1 της Αποφάσεώς της, η Επιτροπή κατέληξεότι «ο πίνακας τιμών για την παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών εκ μέρους τωνεκτελωνιστών, ο οποίος θεσπίστηκε από το [CNSD] κατά τη συνεδρίασή του της21ης Μαρτίου 1988 και άρχισε να ισχύει στις 20 Ιουλίου 1988, συνιστά παράβασητου άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ». Με το άρθρο 2, η Επιτροπήκαλεί το CNSD να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να θέσει άμεσατέρμα στην εν λόγω παράβαση.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16Σεπτεμβρίου 1993, το προσφεύγον άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

18.
    Στις 7 Φεβρουαρίου 1994, η AICAI υπέβαλε αίτηση παρεμβάσεως προς στήριξητων αιτημάτων της καθής. Με διάταξη της 17ης Οκτωβρίου 1994, ο πρόεδρος τουτετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε στην AICAI να παρέμβει.

19.
    Στις 28 Νοεμβρίου 1994, η AICAI κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως. Στις 16Ιανουαρίου 1995, το προσφεύγον κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί τουυπομνήματος παρεμβάσεως της AICAI.

20.
    Στις 19 Δεκεμβρίου 1995, το Πρωτοδικείο κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουνσε ορισμένες ερωτήσεις. Στην πρόσκληση αυτή ανταποκρίθηκαν η AICAI και τοπροσφεύγον στις 15 Ιανουαρίου 1996 και η Επιτροπή στις 17 Ιανουαρίου 1996.

21.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9Φεβρουαρίου 1996, η Επιτροπή άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της ΣυνθήκηςΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), προσφυγή με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί ότιη Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ νόμο ο οποίοςεπιβάλλει στο CNSD, παρέχοντάς του την αντίστοιχη εξουσία, τη λήψηαποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων αντίθετης προς το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ(νυν άρθρο 81 ΕΚ), καθόσον ορίζει υποχρεωτικό πίνακα αμοιβών για όλους τουςεκτελωνιστές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5 της ΣυνθήκηςΕΚ (νυν άρθρο 10 ΕΚ) και 85 της ίδιας αυτής Συνθήκης (υπόθεση C-35/96).

22.
    Στις 8 Μαρτίου 1996, το προσφεύγον ζήτησε την αναστολή της διαδικασίας μέχριτην έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-35/96. Στις 29Μαρτίου 1996, η Επιτροπή συμφώνησε με την αναστολή αυτή.

23.
    Με διάταξη της 6ης Μαΐου 1996 του πέμπτου πενταμελούς τμήματος τουΠρωτοδικείου, η παρούσα διαδικασία ανεστάλη μέχρι την έκδοση της αποφάσεωςτου Δικαστηρίου στην υπόθεση C-35/96.

24.
    Στις 18 Ιουνίου 1998, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του C-35/96, Επιτροπήκατά Ιταλίας (Συλλογή 1998, σ. I-3851, στο εξής: απόφαση του Δικαστηρίου της18ης Ιουνίου 1998), με την οποία έκρινε ότι «η Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζονταςκαι διατηρώντας σε ισχύ νόμο ο οποίος επιβάλλει στο [CNSD], παρέχοντάς τουτην αντίστοιχη εξουσία, τη λήψη αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων αντίθετηςπρος το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ, συνισταμένης στον καθορισμό υποχρεωτικούπίνακα αμοιβών για τους εκτελωνιστές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει απότα άρθρα 5 και 85 της ίδιας Συνθήκης».

25.
    Στις 2 Ιουλίου 1998, το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως τηςδιαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τουςδιαδίκους να του γνωστοποιήσουν τη θέση τους σχετικά με τις συνέπειες πουπρέπει να αντληθούν από την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1998όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση.

26.
    Στην πρόσκληση αυτή ανταποκρίθηκε η AICAI στις 21 Ιουλίου και το προσφεύγονκαι η Επιτροπή στις 22 Ιουλίου 1998.

27.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε ναπροχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

28.
    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τησυνεδρίαση της 17ης Ιουνίου 1999.

29.
    Το προσφεύγον ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να κρίνει άκυρη την Απόφαση,

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

—    να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

31.
    Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

—    να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

Επί της ουσίας

32.
    Το προσφεύγον προβάλλει ένα μόνο λόγο ακυρώσεως, αφορώντα την εκ μέρουςτης Επιτροπής παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης, καθόσον με την απόφασηδεν τήρησε τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Ο λόγος αυτόςμπορεί να διαιρεθεί σε τρία τμήματα. Με το πρώτο τμήμα, το προσφεύγονυποστηρίζει, αφενός, ότι οι εκτελωνιστές δεν αποτελούν επιχειρήσεις υπό τηνέννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης και, αφετέρου, ότι ο επαγγελματικόςσύλλογος των εκτελωνιστών, ήτοι το CNSD, δεν συνιστά ένωση επιχειρήσεων υπότην έννοια του ίδιου άρθρου. Με το δεύτερο τμήμα, το CNSD ισχυρίζεται ότι οιαποφάσεις του κακώς χαρακτηρίστηκαν ως αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων καιότι ο επίδικος πίνακας αμοιβών δεν περιέχει κανένα περιοριστικό τουανταγωνισμού στοιχείο υπό την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης. Τέλος, με τοτρίτο τμήμα, το CNSD υποστηρίζει ότι ο επίδικος πίνακας αμοιβών δεν μπορεί ναεπηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

Πρώτο τμήμα: επί του χαρακτηρισμού των εκτελωνιστών ως επιχειρήσεων και τουCNSD ως ενώσεως επιχειρήσεων υπό την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης

Επιχειρήματα των διαδίκων

33.
    Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι οι ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα και,ειδικότερα, οι εκτελωνιστές δεν αποτελούν επιχειρήσεις υπό την έννοια τουάρθρου 85 της Συνθήκης, καθόσον, αφενός, λόγω του ότι η δραστηριότητά τουςέχει διανοητικό χαρακτήρα, δεν ενεργούν μέσω οργανωμένης παραγωγικήςδιαρθρώσεως και, αφετέρου, δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα ιδίω κινδύνω.Περαιτέρω, η άσκηση της δραστηριότητας του εκτελωνιστή υπόκειται σε ρύθμισηεπιβάλλουσα προϋποθέσεις προσβάσεως στο επάγγελμα.

34.
    Το CNSD καταλήγει ότι, δεδομένου ότι οι εκτελωνιστές δεν είναι επιχειρήσεις,οι επαγγελματικοί σύλλογοι στους οποίους ανήκουν δεν αποτελούν ενώσειςεπιχειρήσεων. Περαιτέρω, δεδομένου ότι οι επαγγελματικοί αυτοί σύλλογοιαποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με κανονιστικές εξουσίες όσοναφορά την οργάνωση και τον έλεγχο, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ενώσειςεπιχειρήσεων υπό την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης.

35.
    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η οικονομική φύση τηςασκουμένης δραστηριότητας αποτελεί το μόνο κριτήριο που επιτρέπει τον ορισμόμιας επιχειρήσεως.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

36.
    Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίοςασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τονδιέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του (αποφάσεις της 23ης Απριλίου1991, C-41/90, Höfner και Elser, Συλλογή 1991, σ. Ι-1979, σκέψη 21, της 16ηςΝοεμβρίου 1995, C-244/94, Fédération française des sociétés d'assurances κ.λπ.,Συλλογή 1995, σ. Ι-4013, σκέψη 14, και της 11ης Δεκεμβρίου 1997, C-55/96, JobCentre, Συλλογή 1997, σ. Ι-7119, σκέψη 21), και η οικονομική δραστηριότητασυνίσταται σε κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένηαγορά (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1998, σκέψη 36).

37.
    Όπως όμως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998(σκέψη 37), η δραστηριότητα των εκτελωνιστών έχει οικονομικό χαρακτήρα.Συγκεκριμένα, αυτοί προσφέρουν, έναντι αμοιβής, υπηρεσίες συνιστάμενες στηντήρηση τελωνειακών διατυπώσεων, που αφορούν κυρίως την εισαγωγή, τηνεξαγωγή και τη διαμετακόμιση εμπορευμάτων, καθώς και άλλες συμπληρωματικέςυπηρεσίες, όπως υπηρεσίες εμπίπτουσες στον νομισματικό, εμπορικό καιφορολογικό τομέα. Επιπροσθέτως, αναλαμβάνουν τους οικονομικούς κινδύνουςπου είναι συναφείς με την άσκηση της δραστηριότητας αυτής (απόφαση της 16ηςΔεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507,σκέψη 541). Σε περίπτωση ανισορροπίας μεταξύ εξόδων και εσόδων, ο ίδιος οεκτελωνιστής καλείται να αναλάβει τα διαχειριστικά ελλείμματα.

38.
    Το Δικαστήριο έκρινε επίσης με την απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998 (σκέψη 38)ότι, «υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το γεγονός ότι η δραστηριότητα τουεκτελωνιστή είναι πνευματικού χαρακτήρα, απαιτεί άδεια και μπορεί να ασκείταιχωρίς την ενιαία οργάνωση υλικών, άυλων και ανθρωπίνων στοιχείων δεν είναιικανό να την αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 τηςΣυνθήκης ΕΚ.»

39.
    Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του προσφεύγοντος ως ενώσεως επιχειρήσεωνυπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεδομένου ότι ηδραστηριότητα των εκτελωνιστών είναι οικονομική δραστηριότητα και συνεπώςοι εκτελωνιστές θεωρούνται επιχειρήσεις υπό την έννοια του προμνησθέντοςάρθρου 85, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το CNSD αποτελεί ένωσηεπιχειρήσεων υπό την έννοια του άρθρου αυτού. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε,με την απόφασή του της 18ης Ιουνίου 1998 (σκέψη 40), ότι το γεγονός ότι έναςεθνικός οργανισμός είναι δημοσίου δικαίου, όπως το CNSD, δεν εμποδίζει τηνεφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης. Σύμφωνα με το γράμμα της, η διάταξηαυτή εφαρμόζεται σε συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και σε αποφάσεις ενώσεωνεπιχειρήσεων. Επομένως, το νομικό πλαίσιο στο οποίο συνάπτονται αυτές οισυμφωνίες και λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις, καθώς και ο νομικόςχαρακτηρισμός που δίνεται στο πλαίσιο αυτό από τις διάφορες εθνικές έννομεςτάξεις, δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των κοινοτικών κανόνωνανταγωνισμού και, ιδίως, του άρθρου 85 της Συνθήκης (απόφαση της 30ήςΙανουαρίου 1985, 123/83, BNIC, Συλλογή 1985, σ. 391, σκέψη 17).

40.
    Επομένως, το πρώτο τμήμα του μοναδικού λόγου ακυρώσεως πρέπει νααπορριφθεί.

Δεύτερο τμήμα: επί του χαρακτηρισμού των αποφάσεων του CNSD ως αποφάσεωνενώσεως επιχειρήσεων και επί του χαρακτήρα του επίδικου πίνακα αμοιβών ωςπεριοριστικού του ανταγωνισμού, υπό την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης

Επιχειρήματα των διαδίκων

41.
    Πρώτον, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι το CNSD έχει τον χαρακτήρα δημοσίουοργανισμού με κανονιστικές εξουσίες. Επομένως, οι αποφάσεις του CNSD, όπωςαυτή με την οποία θεσπίστηκε ο επίδικος πίνακας αμοιβών, συνιστούν κρατικέςαποφάσεις μέσω των οποίων ο οργανισμός αυτός ασκεί δημόσιες λειτουργίες.Προς στήριξη της απόψεως αυτής, το προσφεύγον παρατηρεί ότι οι αποφάσεις τουCNSD έχουν τη φύση κανονιστικών πράξεων σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο καιότι η ιδιότητα του μέλους του CNSD είναι υποχρεωτική. Τέλος, το προσφεύγοντονίζει ότι ο καθορισμός του επίδικου πίνακα αμοιβών συνιστά καθεαυτόνκρατική πράξη, ανεξάρτητα από την υπουργική απόφαση περί εγκρίσεως του ενλόγω πίνακα, και ότι ο καθορισμός του πίνακα αυτού δεν μπορεί να αποκοπείαπό τις λοιπές δημόσιες λειτουργίες του.

42.
    Δεύτερον, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, οικοινοτικοί κανόνες περί ανταγωνισμού δεν εφαρμόζονται στις συμπεριφορές τωνεπιχειρήσεων όταν οι συμπεριφορές αυτές καταλογίζονται στις εθνικές αρχές ήεπιβάλλονται από αυτές (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1991,C-18/88, GB-Inno-BM, Συλλογή 1991, σ. I-5941, σκέψη 20, και της 19ης Μαΐου1993, C-320/91, Corbeau, Συλλογή 1993, σ. I-2533, σκέψη 10). Το προσφεύγονπροσθέτει ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου1997, C-359/95 P και C-379/95 P, Επιτροπή και Γαλλία κατά Ladbroke Racing(Συλλογή 1997, σ. I-6265, σκέψη 33), «αν η θίγουσα τον ανταγωνισμόσυμπεριφορά επιβάλλεται στις επιχειρήσεις από την εθνική νομοθεσία ή αν ητελευταία διαμορφώνει ένα νομικό πλαίσιο το οποίο, από μόνο του, αποκλείεικάθε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, τα άρθρα 85και 86 δεν έχουν εφαρμογή. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός τουανταγωνισμού δεν οφείλεται, όπως [προϋποθέτουν] οι διατάξεις αυτές, σεαυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων».

43.
    Συναφώς, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι, εν προκειμένω, η αντίθετη προς τονανταγωνισμό συμπεριφορά που του προσάπτεται του επιβλήθηκε από την εθνικήνομοθεσία του. Το ίδιο το Δικαστήριο το έχει αναγνωρίσει αυτό με την απόφασήτου της 18ης Ιουνίου 1998, σύμφωνα με την οποία ένας νόμος του ιταλικούκράτους «[επέβαλλε] στο CNSD, παρέχοντάς του την αντίστοιχη εξουσία, τη λήψηαποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων αντίθετης προς το άρθρο 85 της Συνθήκης,συνισταμένης στον καθορισμό υποχρεωτικού πίνακα αμοιβών για τουςεκτελωνιστές» χωρίς να του αφήνει την παραμικρή αυτονομία λήψεωςαποφάσεων. Το προσφεύγον συνάγει από αυτό ότι, με την απόφαση αυτή, τοΔικαστήριο απέκλεισε κάθε ευθύνη του CNSD και ορθώς δέχθηκε ότι ευθυνόταντο ιταλικό κράτος.

44.
    Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι και η ίδια η Επιτροπή φαίνεται να συμμερίζεταιτην άποψή του όσον αφορά αυτό το σημαντικό ζήτημα, στον βαθμό πουαναγνώρισε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι το CNSD δεν διέθετε κανέναπεριθώριο χειρισμών όσον αφορά την εφαρμογή του νόμου 1612/1960 και ότι τησυμπεριφορά του του την είχε επιβάλει το ιταλικό κράτος.

45.
    Τέλος, το προσφεύγον εκθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, ο εκ μέρουςεπαγγελματικού συλλόγου καθορισμός κατωτάτων αμοιβών δεν μπορεί ναθεωρηθεί περιορισμός του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 85 τηςΣυνθήκης. Έτσι, η απαίτηση της Επιτροπής να απαλλάξει τους εκτελωνιστές απότην εφαρμογή αυτού του πίνακα αμοιβών είναι ασύμβατη προς τους σκοπούς πουεπιδιώκει η ρύθμιση ενός ελευθέρου επαγγέλματος. Υπάρχει διαφορά μεταξύ τηςέννοιας του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων και της έννοιας τουανταγωνισμού μεταξύ μελών ενός ελευθέρου επαγγέλματος, στον βαθμό που ηδεύτερη στηρίζεται στα διανοητικά και επαγγελματικά προσόντα εκείνων πουπαρέχουν τη σχετική υπηρεσία. Αν ο καθορισμός πίνακα κατωτάτων αμοιβών τωνεκτελωνιστών έπρεπε να θεωρηθεί περιορισμός του ανταγωνισμού υπό την έννοιατου άρθρου 85 της Συνθήκης, το συμπέρασμα αυτό θα εφαρμοζόταν σε όλες τιςπεριπτώσεις στις οποίες οι επαγγελματικοί σύλλογοι καθορίζουν κατώτατες καιανώτατες τιμές.

46.
    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η φύση του CNSD και των λειτουργιών του δενεπηρεάζει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης. Υποστηρίζειότι η απόφαση περί καθορισμού του επίδικου πίνακα αμοιβών περιέχει ταουσιώδη στοιχεία μιας συμπράξεως μεταξύ επιχειρήσεων, καθόσον έχει την ειδικήμορφή αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων στην οποία προστίθεται εν συνεχείαμια πράξη του κράτους μέλους.

47.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ίδιο το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 18ηςΙουνίου 1998 (σκέψη 51), κρίνοντας ότι «το CNSD παρέβη το άρθρο 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης», έλυσε το ζήτημα της εφαρμογής της διατάξεωςαυτής επί της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος. Η κρίση αυτή είναι, κατά τηνΕπιτροπή, ασύμβατη προς τη μη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85 τηςΣυνθήκης και, συνεπώς, εμποδίζει, στην υπό κρίση περίπτωση, την εφαρμογή τηςνομολογίας που καθιερώθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή καιΓαλλία κατά Ladbroke Racing (σκέψη 33).

48.
    Η Επιτροπή φρονεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η σύμπραξη συνιστά αυτόνομησυμπεριφορά των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή, υπενθυμίζοντας ότιη έγκριση με υπουργική απόφαση δεν είναι υποχρεωτική, υποστηρίζει ότι οκαθορισμός του επίδικου πίνακα αμοιβών δεν αποτελεί πράξη δημόσιας εξουσίας,αλλ' απόφαση λαμβανόμενη από το CNSD στο πλαίσιο της αυτόνομης εξουσίαςτου, τούτο δε επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η παρέκκλιση που χορηγήθηκεστην AICAI δεν αποτέλεσε αντικείμενο καμιάς δημόσιας πράξεως ελέγχου.

49.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, ναι μεν τοCNSD ήταν υποχρεωμένο από την εθνική νομοθεσία να θεσπίσει τον επίδικοπίνακα αμοιβών, πλην όμως το άρθρο 85 της Συνθήκης έχει εφαρμογή και οπίνακας αυτός συνιστά παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Συναφώς, η Επιτροπήισχυρίζεται ότι το να υποστηρίζεται ότι η ύπαρξη του εθνικού νόμου εμποδίζει τηνεφαρμογή του άρθρου 85 ισοδυναμεί με αντιστροφή της σχέσης μεταξύ τηςκοινοτικής και της εθνικής έννομης τάξεως και με επίκληση της υπεροχής τουεθνικού δικαίου επί του κοινοτικού δικαίου. Η εκ μέρους των επιχειρήσεωνπαραβάσεις του άρθρου 85 της Συνθήκης, έστω και αν υφίσταται νομοθετικήυποχρέωση, απορρέουν από την υπεροχή του κοινοτικού επί του εθνικού δικαίου.Αλλο είναι το ζήτημα αν η ύπαρξη του εθνικού νόμου μπορεί να μετριάσει τηνευθύνη του CNSD.

50.
    Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι τα προδήλως περιοριστικά του ανταγωνισμούαποτελέσματα του επίδικου πίνακα αμοιβών απορρέουν από τον καθορισμό με τονπίνακα αυτό, αφενός, ενός κατωτάτου ορίου τιμών και, αφετέρου, υποχρεωτικώντρόπων τιμολογήσεως. Όσον αφορά τους τρόπους αυτούς, η Επιτροπή διευκρινίζειότι η επιβαλλόμενη με το άρθρο 3 του επίδικου πίνακα αμοιβών υποχρέωση,σύμφωνα με την οποία τα ποσά που καταβάλλονται στους εκτελωνιστές πρέπει ναυπολογίζονται για κάθε τελωνειακή πράξη και κάθε επιμέρους επαγγελματικήπαροχή, είναι αντίθετη προς το άρθρο 85 της Συνθήκης, καθόσον απαγορεύει τηνεφαρμογή κατ' αποκοπήν αμοιβής.

51.
    Η AICAI υποστηρίζει ότι η ευθύνη που η απόφαση του Δικαστηρίου της 18ηςΙουνίου 1998 καταλόγισε στην Ιταλική Δημοκρατία δεν αποκλείει την ειςολόκληρον ευθύνη του προσφεύγοντος. Συναφώς, η AICAI ισχυρίζεται ότι,σύμφωνα με τη νομολογία, το γεγονός ότι μεσολαβεί πράξη της δημόσιας αρχής,σκοπός της οποίας είναι να προσδώσει υποχρεωτική ενέργεια σε μια συμφωνίαέναντι του συνόλου των εμπλεκομένων επιχειρηματιών, δεν μπορεί να έχει ωςαποτέλεσμα την εξαίρεση της συμφωνίας αυτής από την εφαρμογή του άρθρου 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης (προπαρατεθείσα απόφαση BNIC, σκέψη 23).

52.
    Η AICAI προσθέτει ότι, μετά την έκδοση της Αποφάσεως, το CNSD συνέχισε ναεφαρμόζει τον επίδικο πίνακα αμοιβών. Συγκεκριμένα, με σημείωμα της 15ηςΣεπτεμβρίου 1997 που απέστειλε σε όλα τα περιφερειακά συμβούλια τωνεκτελωνιστών, το CNSD επιβεβαίωσε ότι ο εν λόγω πίνακας ήταν απολύτως σεισχύ. Το CNSD, θεωρώντας ότι οι λόγοι που είχαν οδηγήσει στην έκδοση τηςΑποφάσεως είχαν αλλάξει, ζήτησε από την Επιτροπή εξαίρεση από την εφαρμογήτου άρθρου 85 της Συνθήκης. Δεδομένου ότι δεν έλαβε απάντηση, το CNSDκατέληξε ότι ο επίδικος πίνακας αμοιβών παρέμενε σε ισχύ. Η AICAI κατέθεσεσυνεπώς νέα καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής την 1η Αυγούστου 1997.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

53.
    Το επιχείρημα που προβάλλει το προσφεύγον και αφορούν τον φερόμενο ωςδημόσιο χαρακτήρα του CNSD και των αποφάσεών του δεν μπορούν να γίνουνδεκτά. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε ήδη κατά την εξέταση του πρώτουτμήματος του λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω), το Δικαστήριο έκρινε,με την απόφασή του της 18ης Ιουνίου 1998 (σκέψη 40), ότι το γεγονός ότι έναςεθνικός οργανισμός είναι δημοσίου δικαίου, όπως το CNSD, δεν εμποδίζει τηνεφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

54.
    Πρέπει να προστεθεί, επί του ζητήματος αυτού, ότι, όπως διαπίστωσε τοΔικαστήριο με την απόφασή του της 18ης Ιουνίου 1998 (σκέψεις 41 έως 43), ταμέλη του CNSD είναι εκπρόσωποι των επαγγελματιών εκτελωνιστών τους οποίουςτίποτε στην οικεία εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν εμποδίζει να ενεργούν προςτο αποκλειστικό συμφέρον του επαγγέλματος. Αφενός, τα μέλη του CNSD είναιαποκλειστικά εκτελωνιστές εγγεγραμμένοι στα μητρώα (άρθρο 13 του νόμου1612/1960, 8, δεύτερο εδάφιο, και 22, δεύτερο εδάφιο, της υπουργικής αποφάσεωςτης 10ης Μαρτίου 1964). Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι, από της τροποποιήσεωςπου επέφερε το νομοθετικό διάταγμα 331, της 30ής Αυγούστου 1992, ο γενικόςδιευθυντής των τελωνείων δεν μετέχει πλέον στο CNSD ως πρόεδρος. Επιπλέον,ο Ιταλός Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την εποπτείατης οικείας επαγγελματικής οργανώσεως, δεν μπορεί να παρέμβει κατά τηνανάδειξη των μελών των περιφερειακών συμβουλίων και του CNSD. Αφετέρου,το CNSD είναι επιφορτισμένο με την κατάρτιση του πίνακα αμοιβών για τιςεπαγγελματικές υπηρεσίες των εκτελωνιστών με βάση τις προτάσεις τωνπεριφερειακών συμβουλίων (άρθρο 14, στοιχείο d, του νόμου 1612/1960) καικανένας κανόνας της οικείας εθνικής νομοθεσίας δεν υποχρεώνει ούτε κανπαροτρύνει τα μέλη τόσο του CNSD όσο και των περιφερειακών συμβουλίων ναλάβουν υπόψη κριτήρια δημοσίου συμφέροντος.

55.
    Επομένως, τα μέλη του CNSD δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ανεξάρτητοιεμπειρογνώμονες (βλ., κατά την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου1993, C-185/91, Reiff, Συλλογή 1993, σ. Ι-5801, σκέψεις 17 και 19, της 9ης Ιουνίου1994, C-153/93, Delta Schiffahrts- und Speditionsgesellschaft, Συλλογή 1994,σ. Ι-2517, σκέψεις 16 και 18, και της 17ης Οκτωβρίου 1995, C-140/94 έως C-142/94,DIP κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-3257, σκέψεις 18 και 19) και δεν υποχρεούνται εκτου νόμου να καθορίζουν τους πίνακες αμοιβών λαμβάνοντας υπόψη, πέραν τωνσυμφερόντων των επιχειρήσεων ή των ενώσεων επιχειρήσεων του τομέα που τουςέχουν ορίσει, και το γενικό συμφέρον, καθώς και τα συμφέροντα τωνεπιχειρήσεων των άλλων τομέων ή των χρηστών των εν λόγω υπηρεσιών(προπαρατεθείσες αποφάσεις Reiff, σκέψεις 18 και 24, Delta Schiffahrts- undSpeditionsgesellschaft, σκέψη 17, και DIP κ.λπ., σκέψη 18, και απόφαση τουΔικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1998, σκέψη 44).

56.
    Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις του CNSD δεν συνιστούν κρατικές αποφάσεις μέσωτων οποίων ο οργανισμός αυτός ασκεί δημόσιες λειτουργίες και, συνεπώς, τοεπιχείρημα του προσφεύγοντος που αφορά τη μη εφαρμογή του άρθρου 85 τηςΣυνθήκης λόγω του δημόσιου χαρακτήρα του CNSD και των αποφάσεών του δενείναι βάσιμο.

57.
    Παραμένει ωστόσο το ζήτημα αν, όπως υποστηρίζει το προσφεύγον, το άρθρο 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης εφαρμόστηκε, εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένα μετην Απόφαση, καθόσον, ελλείψει αυτοτελούς συμπεριφοράς εκ μέρους του CNSDκαι των μελών του, η θέσπιση των επίδικου πίνακα αμοιβών δεν συνιστά απόφασηενώσεως επιχειρήσεων υπό την έννοια του προπαρατεθέντος άρθρου. Το ζήτημααυτό δεν αποτέλεσε αντικείμενο ειδικής αναλύσεως εκ μέρους του Δικαστηρίουμε την απόφασή του της 18ης Ιουνίου 1998.

58.
    Από τη νομολογία προκύπτει ότι τα άρθρα 85 της Συνθήκης και 86 της ΣυνθήκηςΕΚ (νυν άρθρο 82 ΕΚ) δεν αφορούν παρά αντίθετες προς τον ανταγωνισμόσυμπεριφορές που υιοθετούν οι επιχειρήσεις με δική τους πρωτοβουλία(αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 1985, 41/83, Ιταλία κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 873, σκέψεις 18 έως 20, της 19ης Μαρτίου 1991,C-202/88, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-1223, σκέψη 55, καιGB-Inno-BM, όπ.π., σκέψη 20, και Επιτροπή και Γαλλία κατά Ladbroke Racing,όπ.π., σκέψη 33). Αν η αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιβάλλεταιστις επιχειρήσεις από εθνική νομοθεσία ή αν η νομοθεσία αυτή διαμορφώνει ένανομικό πλαίσιο το οποίο, από μόνο του, αποκλείει κάθε δυνατότηταανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, τα άρθρα 85 και 86 δεν έχουνεφαρμογή. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός του ανταγωνισμού δεν οφείλεται,όπως προϋποθέτουν οι διατάξεις αυτές, σε αυτοτελείς συμπεριφορές τωνεπιχειρήσεων (απόφαση Επιτροπή και Γαλλία κατά Ladbroke Racing, όπ.π.,σκέψη 33, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Οκτωβρίου 1999, T-228/97,Irish Sugar κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή,σκέψη 130).

59.
    Αντιθέτως, τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης μπορούν να εφαρμοστούν αναποδεικνύεται ότι η εθνική νομοθεσία αφήνει να υπάρχει δυνατότηταανταγωνισμού δυναμένου να εμποδιστεί, περιοριστεί ή στρεβλωθεί από αυτοτελείςσυμπεριφορές των επιχειρήσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής,Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, και Επιτροπή και Γαλλία κατά Ladbroke Racing,όπ.π., σκέψη 34, και Irish Sugar κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 130).

60.
    Επιπλέον, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η δυνατότητα αποκλεισμού δεδομένηςαντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς από το πεδίο εφαρμογής τουάρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, λόγω του ότι η συμπεριφορά αυτήεπιβλήθηκε στις εν λόγω επιχειρήσεις από υφισταμένη εθνική νομοθεσία ή λόγωτου ότι η νομοθεσία αυτή εξάλειψε κάθε δυνατότητα ανταγωνιστικήςσυμπεριφοράς των επιχειρήσεων, εφαρμόστηκε περιοριστικά από τα κοινοτικάδικαστήρια (αποφάσεις Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψεις 130και 133, Ιταλία κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 19, απόφαση του Δικαστηρίου της10ης Δεκεμβρίου 1985, 240/82 έως 242/82, 261/82, 262/82, 268/82 και 269/82,Stichting Sigarettenindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3831, σκέψεις27 έως 29, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T-387/94,Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-961, σκέψεις 60και 65).

61.
    Επομένως, πρέπει να καθοριστεί αν τα περιοριστικά του ανταγωνισμούαποτελέσματα που προσάπτει η Επιτροπή και διαπίστωσε το Δικαστήριοοφείλονται αποκλειστικά στον εθνικό νόμο ή, τουλάχιστον εν μέρει, στησυμπεριφορά του προσφεύγοντος. Πρέπει συνεπώς να εξετασθεί αν τοεφαρμοστέο εν προκειμένω νομικό πλαίσιο εξαλείφει κάθε δυνατότηταανταγωνιστικής συμπεριφοράς του CNSD.

62.
    Δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 14 του νόμου 1612/1960 επέβαλε στο CNSD τηθέσπιση πίνακα αμοιβών, όπως αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο με τηναπόφασή του της 18ης Ιουνίου 1998 (σκέψη 60). Ωστόσο, ούτε ο νόμος ούτε οιεκτελεστικές διατάξεις προβλέπουν καθορισμένα επίπεδα ή όρια τιμών τα οποίατο CNSD θα έπρεπε αναγκαστικά να λάβει υπόψη κατά την κατάρτιση του πίνακααμοιβών. Η εθνική νομοθεσία δεν καθορίζει ούτε τα κριτήρια βάσει των οποίωντο CNSD πρέπει να καταρτίζει τον πίνακα αμοιβών.

63.
    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όταν το προσφεύγον θέσπισε τον επίδικοπίνακα αμοιβών, εισήγαγε σημαντική αύξηση των κατωτάτων τιμών σε σχέση μετις ισχύουσες τιμές, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, έφθανε το 400 %.Επομένως, το CNSD είχε ευρεία εξουσία λήψεως αποφάσεως όσον αφορά τονκαθορισμό των κατωτάτων τιμών. Επιπλέον, η συνέπεια της αυξήσεως αυτής ήταν,όπως το ίδιο το προσφεύγον αναγνωρίζει με την προσφυγή του (σ. 22), ότι οιεκτελωνιστές, από της ενάρξεως της ισχύος του επίδικου πίνακα αμοιβών, άρχισαννα εφαρμόζουν τις κατώτατες τιμές ενώ, μέχρι το 1988, τιμολογούσαν τιςυπηρεσίες που παρείχαν με τις ανώτατες τιμές. Από αυτό προκύπτει ότι το CNSDείχε καθορίσει τον προηγούμενο πίνακα αμοιβών κατά τρόπον ώστε να μπορεί ναυπάρχει η δυνατότητα ορισμένου ανταγωνισμού, δυναμένου να εμποδιστεί,περιοριστεί ή στρεβλωθεί από αυτοτελείς συμπεριφορές των εκτελωνιστών.Επομένως, ναι μεν με τον προηγούμενο πίνακα αμοιβών υπήρχε ορισμένοςβαθμός ανταγωνισμού, πλην όμως το CNSD, αυξάνοντας όπως προαναφέρθηκετις κατώτατες τιμές, περιόρισε περαιτέρω τον απομένοντα ανταγωνισμό κατάτρόπο αντίθετο προς το άρθρο 85 της Συνθήκης.

64.
    Ομοίως δεν αμφισβητείται ότι ούτε ο νόμος ούτε οι εκτελεστικές διατάξειςεπιδιώκουν να επιβάλουν στους εκτελωνιστές ιδιαίτερους τρόπους τιμολογήσεωςτων υπηρεσιών που παρέχουν στους πελάτες τους, ούτε επιφορτίζουν το CNSD ναεπιβάλει τέτοια υποχρέωση στους εκτελωνιστές. Ειδικότερα, ο νόμος δενπροβλέπει την υποχρεωτική χωριστή τιμολόγηση κάθε επιμέρους επαγγελματικήςπαροχής ή τελωνειακής πράξεως.

65.
    Το CNSD όμως αποφάσισε να καθορίσει υποχρεωτικούς τρόπους τιμολογήσεωςγια να διατηρήσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του επίδικου πίνακααμοιβών. Ειδικότερα, το άρθρο 3 του εν λόγω πίνακα προβλέπει ότι τακαταβαλλόμενα στους εκτελωνιστές ποσά πρέπει να υπολογίζονται για κάθεεπιμέρους τελωνειακή πράξη ή επαγγελματική παροχή, απαγορεύοντας έτσι τηνεφαρμογή κατ' αποκοπήν αμοιβής. Μια τέτοια υποχρέωση περιορίζει τηνελευθερία των εκτελωνιστών όσον αφορά την εσωτερική οργάνωσή τους, τουςεμποδίζει να μειώσουν το κόστος τιμολογήσεως και αποκλείει την ενδεχόμενηεφαρμογή μειωμένων τιμών στους πελάτες τους. Η διάταξη αυτή συνιστά συνεπώςπεριορισμό του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης

66.
    Τέλος, μολονότι η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότηταεισαγωγής παρεκκλίσεων από τον πίνακα αμοιβών, πρέπει να τονισθεί ότι, κατάτη θέσπιση του επίδικου πίνακα αμοιβών, το CNSD θεώρησε ότι έχει την ευχέρειανα χορηγεί παρεκκλίσεις από τις κατώτατες τιμές που προβλέπει ο πίνακας αυτός(άρθρο 6) και να δημιουργεί έτσι ανταγωνισμό όσον αφορά τις τιμές στουςοικείους τομείς. Η ευχέρεια αυτή χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένως στην πράξη.

67.
    Συγκεκριμένα, με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1988, πρώτον, το CNSD παρέσχεστους εκτελωνιστές τη δυνατότητα να ομαδοποιούν ημερησίως, κατά τηνεφαρμογή του πίνακα αμοιβών, για κάθε εισαγωγή και τελωνειακό τομέα, όλα ταδελτία καταβολής δασμών εισαγωγής με «οφειλή ad valorem», ανάλογα με τοναντίστοιχο τομέα, με επιπλέον ποσό 15 000 ιταλικών λιρών (ITL) για κάθεπρόσθετο δελτίο καταβολής. Δεύτερον, το CNSD παρέσχε στις επιχειρήσεις καιστους βιομηχανικούς ομίλους που πραγματοποιούν κατά τη διάρκεια του έτουςτουλάχιστον 8 000 πράξεις εκτελωνισμού σχετικά με ορισμένα εμπορεύματαέκπτωση από τις αντίστοιχες κατώτατες αμοιβές. Τρίτον, χορήγησε έκπτωση 50 %επί ορισμένων προσαυξήσεων που προβλέπονται για τις παρεχόμενες σε ορισμέναπλοία υπηρεσίες. Τέλος, το CNSD κατήργησε τις κατώτατες τιμές πουπροβλέπονταν για τις τελωνειακές πράξεις όσον αφορά τον ημερήσιο Τύπο.

68.
    Εν συνεχεία, με απόφαση της 18ης Απριλίου 1989, το CNSD αποφάσισε, αφενός,να παράσχει στους εκτελωνιστές τη δυνατότητα να εφαρμόζουν έκπτωση 15 % επίόλων των αμοιβών τους όταν ενεργούν για λογαριασμό ενός εντολέα ή ενόςμεσάζοντα. Το CNSD προέβλεψε, αφετέρου, ότι η έκπτωση αυτή ανέρχεται στο30 % οσάκις οι εκτελωνιστές παρέχουν ορισμένες υπηρεσίες στους ναυτικούςπράκτορες και στους ανταποκριτές.

69.
    Ακολούθως, με απόφαση της 11ης Ιουλίου 1989, το CNSD απέκλεισε από το πεδίοεφαρμογής του επίδικου πίνακα αμοιβών, χωρίς διαχρονικό περιορισμό, ορισμένεςκατηγορίες τελωνειακών υπηρεσιών, ήτοι τη συνδρομή στα στρατιωτικά πλοία, σταυδρόπτερα και στα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη· τις επιστολές, τηναλληλογραφία, τα προσωπικά είδη και τα έπιπλα, τα τραπεζογραμμάτια νόμιμηςκυκλοφορίας, τα γραμματόσημα και τα χαρτοσημασμένα χαρτιά· τον ημερήσια καιπεριοδικό Τύπο· τα δείγματα εμπορευμάτων των οποίων η τελωνειακή αξία δενυπερβαίνει τις 350 000 ITL, μη συμπεριλαμβανομένων των εξόδων μεταφοράς καιτων προσθέτων εξόδων.

70.
    Τέλος, με απόφαση της 12ης Ιουνίου 1990, το CNSD χορήγησε στην AICAI ειδικήπαρέκκλιση από τον επίδικο πίνακα αμοιβών και από τον περιεχόμενο στον ενλόγω πίνακα τρόπο τιμολογήσεως, επιτρέποντάς της να αποκλείει από το πεδίοεφαρμογής του εν λόγω πίνακα τα εμπορεύματα που μεταφέρονται από τουςταχυμεταφορείς και έχουν αξία μέχρι 350 000 ITL, μη συμπεριλαμβανομένων τωνεξόδων μεταφοράς και των προσθέτων εξόδων, και να παρέχει έκπτωση από τιςκατώτατες τιμές μέχρι 70 % για τις πράξεις που αφορούν εμπορεύματα αξίαςμέχρι 2 500 000 ITL. Περαιτέρω, η AICAI απηλλάγη από την υποχρέωση νατιμολογεί ατομικά, τόσο στον αποστολέα όσο και στον παραλήπτη, το οφειλόμενοποσό για την τελωνειακή διασάφηση.

71.
    Επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, με ορισμένες από τις παρεκκλίσεις αυτές, τοCNSD αναίρεσε την ίδια την ουσία του επίδικου πίνακα αμοιβών, καταργώνταςαυτές τις κατώτατες τιμές και χορηγώντας πραγματικές απαλλαγές ήελευθερώσεις των τιμών, με γενικό ή ειδικό χαρακτήρα, χωρίς κανένα διαχρονικόπεριορισμό. Από τις περιστάσεις αυτές αποδεικνύεται ότι το CNSD διέθετεπεριθώριο εκτιμήσεως κατά την εκτέλεση της εθνικής νομοθεσίας, οπότε η φύσηκαι το μέγεθος του ανταγωνισμού στον εν λόγω τομέα δραστηριότητας εξηρτάτοστην πράξη από τις δικές του αποφάσεις.

72.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, αφενός, ότι, μολονότι η ιταλική νομοθεσίαπεριελάμβανε σημαντικούς περιορισμούς του ανταγωνισμού και καθιστούσεδύσκολη την εκ μέρους των εκτελωνιστών άσκηση πραγματικού ανταγωνισμούόσον αφορά τις τιμές, δεν εμπόδιζε ωστόσο την ύπαρξη ορισμένου ανταγωνισμού,δυναμένου να εμποδισθεί, περιοριστεί ή στρεβλωθεί από αυτοτελείς συμπεριφορέςτων εκτελωνιστών και, αφετέρου, ότι το CNSD είχε περιθώριο χειρισμών για τηνεκπλήρωση των υποχρεώσεων που του επέβαλλε η προαναφερθείσα νομοθεσία,βάσει του οποίου θα μπορούσε και έπρεπε να ενεργήσει κατά τρόπο που να μηνπεριορίζει τον υφιστάμενο ανταγωνισμό. Συνεπώς, ορθώς η Επιτροπή θεώρησεμε την Απόφαση ότι ο επίδικος πίνακας αμοιβών αποτελούσε απόφαση ενώσεωςεπιχειρήσεων συνεπαγόμενη περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα καιληφθείσα από το CNSD με δική του πρωτοβουλία.

73.
    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το ότι το Δικαστήριο έκρινε με τηναπόφαση της 18ης Ιουνίου 1998 (σκέψη 60) ότι η Ιταλική Δημοκρατία επέβαλεστο CNSD τη λήψη αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων αντίθετη προς το άρθρο85 της Συνθήκης. Αρκεί συναφώς να διαπιστωθεί ότι το νόημα της κρίσεως αυτήςπεριορίζεται σαφώς από την έκφραση «παρέχοντάς του την αντίστοιχη εξουσία»,η οποία επιβεβαιώνει ότι το CNSD απολάμβανε αυτοτελούς εξουσίας λήψεωςαποφάσεως την οποία, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσειγια την εφαρμογή της ιταλικής νομοθεσίας διατηρώντας τον βαθμό τουανταγωνισμού που μπορούσε να απομείνει στο πλαίσιο της εφαρμογής τηςνομοθεσίας αυτής.

74.
    Τέλος, η εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης επί τηςσυμπεριφοράς του προσφεύγοντος δεν τίθεται εν αμφιβόλω από την άποψη πουεξέφρασε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με την οποίατο προσφεύγον δεν διέθετε κανένα περιθώριο χειρισμών όσον αφορά τηνεκτέλεση του νόμου 1612/1960 και η συμπεριφορά του ήταν επιβεβλημένη από τοκράτος. Αρκεί να διαπιστωθεί ότι, εν προκειμένω, εναπόκειται στο Πρωτοδικείονα ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως και ο έλεγχος αυτόςπρέπει να λαμβάνει υπόψη την αιτιολογία της πράξεως αυτής υπό την έννοια τουάρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 253 ΕΚ). Σύμφωνα όμως με τηνΑπόφαση (αιτιολογική σκέψη 42), η Επιτροπή θεώρησε ότι η συμπεριφορά τουπροσφεύγοντος δεν αποτελούσε κρατικό μέτρο, αλλά απόφαση ενώσεωςεπιχειρήσεων που μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης, λαμβάνοντας ακριβώς υπόψη το ότι το CNSDαποφασίζει αυτοτελώς για τον πίνακα αμοιβών, το επίπεδό του και τον τρόποεφαρμογής του. Περαιτέρω, εν πάση περιπτώσει, το αν το CNSD διέθετε ή όχιπεδίο χειρισμών κατά την εφαρμογή της ιταλικής νομοθεσίας πρέπει να θεωρηθεί,εν προκειμένω, πραγματικό ζήτημα του οποίου η εκτίμηση εναπόκειται στοΠρωτοδικείο και μόνον.

75.
    Επομένως, το δεύτερο τμήμα του μοναδικού λόγου ακυρώσεως πρέπει νααπορριφθεί.

Τρίτο τμήμα: επί του ζητήματος αν μπορεί να επηρεαστεί το εμπόριο μεταξύκρατών μελών

Επιχειρήματα των διαδίκων

76.
    Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η προσφυγή στους εκτελωνιστέςδεν είναι υποχρεωτική, η περιεχόμενη στην Απόφαση άποψη ότι «η ύπαρξη τουπίνακα [αμοιβών] παρακωλύει τις συναλλαγές μεταξύ της ιταλικής αγοράς και τωνάλλων κοινοτικών αγορών εξαιτίας του ότι καθιστά πιο δαπανηρές καιπολύπλοκες τις τελωνειακές εργασίες» είναι παντελώς αβάσιμη. Επιπλέον,ισχυρίζεται ότι, με την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, δεν υφίστανται πλέοντελωνειακές πράξεις στο πλαίσιο του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και, όπωςπροκύπτει από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3904/92 του Συμβουλίου, της 17ηςΔεκεμβρίου 1992, σχετικά με τα μέτρα προσαρμογής του επαγγέλματος τωντελωνειακών υπαλλήλων και εκτελωνιστών στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 394,σ. 1), οι εκτελωνιστές δεν εκτελούν πλέον καμία πράξη για την οποίακαταβάλλεται αμοιβή κατ' εφαρμογήν του επαγγελματικού πίνακα αμοιβών.Επομένως, ουδεμία ζημία έχει προκληθεί στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

77.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η παρακώλυση του εμπορίου δεν αίρεται από τον μηυποχρεωτικό χαρακτήρα της προσφυγής στους εκτελωνιστές, καθόσον το ότι έναςεπιχειρηματίας μπορεί να μη χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες τους δεν εξαλείφει τονπεριοριστικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς που μπορεί να παρακωλύσει τοεμπόριο.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

78.
    Τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος περί του ότι ο επίδικος πίνακας αμοιβών δενμπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών δεν μπορούν να γίνουνδεκτά.

79.
    Όσον αφορά την περίοδο πριν από την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, ήτοιπριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1992, αρκεί η διαπίστωση ότι ο επίδικος πίνακαςαμοιβών καθορίζει την τιμή των τελωνειακών πράξεων που αφορούν τιςεισαγωγές στην Ιταλία και τις εξαγωγές από την Ιταλία, πράγμα που αναγκαστικάεπηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

80.
    Όσον αφορά την περίοδο μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1992, το CNSD ισχυρίζεται ότιδεν υπάρχουν πλέον τελωνειακές πράξεις στο πλαίσιο του εμπορίου μεταξύκρατών μελών.

81.
    Συναφώς, όπως τόνισε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 18ης Ιουνίου 1998(σκέψεις 49 και 50), διάφορα είδη πράξεων εισαγωγής ή εξαγωγής εμπορευμάτωνεντός της Κοινότητας, καθώς και πράξεις συντελούμενες μεταξύ κοινοτικώνεπιχειρηματιών, επιβάλλουν την εκπλήρωση τελωνειακών διατυπώσεων καιμπορούν, κατά συνέπεια, να καθιστούν αναγκαία την παρέμβαση ανεξάρτητουεκτελωνιστή εγγεγραμμένου στο μητρώο. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση τωναποκαλουμένων πράξεων «εσωτερικής διαμετακομίσεως», οι οποίες καλύπτουντην αποστολή εμπορευμάτων από την Ιταλία προς άλλο κράτος μέλος, δηλαδή απόένα σημείο σε ένα άλλο σημείο του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, μέσωτρίτης χώρας (για παράδειγμα της Ελβετίας). Αυτό το είδος πράξεων έχει πολύμεγάλη σημασία για την Ιταλία, αφού μεγάλο μέρος των εμπορευμάτων πουαποστέλλονται από το βορειοδυτικό τμήμα της χώρας προς τη Γερμανία και τιςΚάτω Χώρες διέρχεται από την Ελβετία.

82.
    Ως προς το επιχείρημα του προσφεύγοντος που αφορά τον μη υποχρεωτικόχαρακτήρα της προσφυγής στους εκτελωνιστές, πρέπει να τονιστεί ότι ο κύριοςτου εμπορεύματος μπορεί να προβεί ο ίδιος στην τελωνειακή διασάφηση ή ναεκπροσωπηθεί είτε από ανεξάρτητο εκτελωνιστή είτε από μισθωτό εκτελωνιστή.Ωστόσο, για την τήρηση των διατυπώσεων που συνδέονται με τις πράξειςεκτελωνισμού και με τον τελωνειακό έλεγχο, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τιςοποίες ένας επιχειρηματίας που εισάγει στην Ιταλία ή εξάγει από την Ιταλίααποφασίζει να εκπροσωπηθεί από εκτελωνιστή και δεν διαθέτει μισθωτόεκτελωνιστή ή οσάκις ο μισθωτός εκτελωνιστής του δεν είναι εξουσιοδοτημένοςνα ασκεί το επάγγελμα εντός της περιφέρειας στην οποία πρέπει ναπραγματοποιηθεί ο εκτελωνισμός, πρέπει να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τωνεπαγγελματιών εκτελωνιστών, για τις οποίες ο επίδικος πίνακας αμοιβών είναιυποχρεωτικός. Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη12 της Αποφάσεως, η αγορά που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να αποδειχθεί ηύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 85 της Συνθήκης είναι η αγορά των υπηρεσιώνπου παρέχουν οι επαγγελματίες εκτελωνιστές και, στην αγορά αυτή, η ύπαρξηυποχρεωτικού πίνακα αμοιβών συνιστά περιορισμό δυνάμενο να παρακωλύσει τοεμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

83.
    Τέλος, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε, με την απόφασή τουτης 18ης Ιουνίου 1998 (σκέψη 45), ότι οι αποφάσεις με τις οποίες το CNSDκαθόρισε ενιαίο και υποχρεωτικό πίνακα αμοιβών για όλους τους εκτελωνιστέςμπορούν να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

84.
    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο τμήμα του μοναδικούλόγου ακυρώσεως.

85.
    Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

86.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείςδιάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα.Δεδομένου ότι το προσφεύγον ηττήθηκε και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη τουπροσφεύγοντος στα δικαστικά έξοδα, πρέπει αυτό να καταδικαστεί στα έξοδα σταοποία υποβλήθηκε η Επιτροπή. Δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα ζήτησε τηνκαταδίκη του προσφεύγοντος στα έξοδα που συνδέονται με την παρέμβασή της,πρέπει, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταδικαστεί το προσφεύγον ναφέρει και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η παρεμβαίνουσα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Απορρίπτει την προσφυγή.

2)    Το προσφεύγον θα φέρει τα έξοδά του, καθώς και τα έξοδα στα οποίαυποβλήθηκε η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα Associazione Italiana deiCorrieri Aerei Internazionali.

Cooke

García-Valdecasas
Lindh

Pirrung

Βηλαράς

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Μαρτίου 2000.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

J. D. Cooke


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Συλλογή