Language of document : ECLI:EU:T:2024:362

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 5ης Ιουνίου 2024 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με την Banca Carige – Άρθρα 4 και 16 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Σύγκρουση συμφερόντων – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»

Στην υπόθεση T‑134/21,

Malacalza Investimenti Srl, με έδρα τη Γένοβα (Ιταλία),

Vittorio Malacalza, κάτοικος Γένοβας,

εκπροσωπούμενοι από τους L. Boggio, S. Carbone και A. D’Angelo, δικηγόρους,

ενάγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT), εκπροσωπούμενης από τον R. Bax και την A. Pizzolla,

εναγομένης,

υποστηριζόμενης από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου. τον P. Messina και την A. Steiblytė,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από την O. Porchia, πρόεδρο, και τους M. Jaeger, L. Madise, P. Nihoul (εισηγητή) και S. Verschuur, δικαστές,

γραμματέας: P. Nuñez Ruiz, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αγωγή τους βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, οι ενάγοντες Malacalza Investimenti Srl και Vittorio Malacalza ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω της παράνομης συμπεριφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατά την άσκηση των καθηκόντων της που αφορούν την προληπτική εποπτεία της Banca Carige (στο εξής: τράπεζα) μεταξύ 2014 και 2019.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η τράπεζα είναι σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ιταλία, εισηγμένο στο χρηματιστήριο και υποκείμενο στην άμεση προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ από το 2014 δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63).

3        Οι ενάγοντες είναι μέτοχοι της τράπεζας. Κατά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, η Malacalza Investimenti κατείχε 15 288 774 κοινές μετοχές, οι οποίες αντιπροσώπευαν περίπου το 2,016 % του κεφαλαίου της τράπεζας, και ο V. Malacalza κατείχε 121 017 κοινές μετοχές, οι οποίες αντιπροσώπευαν περίπου το 0,011 % του κεφαλαίου της τράπεζας.

4        Ο V. Malacalza είχε διατελέσει επίσης μέλος και αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας από τις 31 Μαρτίου 2016 έως τις 3 Αυγούστου 2018.

5        Στις 23 Απριλίου 2015, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κεφαλαιακό έλλειμμα που διαπιστώθηκε κατόπιν της συνολικής αξιολόγησης που είχε πραγματοποιήσει η ΕΚΤ το 2014, η έκτακτη συνέλευση των μετόχων της τράπεζας ενέκρινε αύξηση κεφαλαίου κατά 850 εκατομμύρια ευρώ.

6        Με απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2016, η ΕΚΤ έλαβε μέτρο έγκαιρης παρέμβασης με το οποίο ζητήθηκε από την τράπεζα να υποβάλει, πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 2017, στρατηγικό σχέδιο και επιχειρησιακό σχέδιο για τη μείωση των εκδόσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων, με σαφή αναφορά των εφαρμοστέων μέτρων και του τηρητέου χρονοδιαγράμματος για την επίτευξη του στόχου αυτού (στο εξής: μέτρο έγκαιρης παρέμβασης).

7        Για την επίτευξη των στόχων που είχαν τεθεί με το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης, τον Σεπτέμβριο του 2017 το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας ενέκρινε σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης το οποίο περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, αύξηση κεφαλαίου κατά 560 εκατομμύρια ευρώ, που επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή πριν από το τέλος του 2017.

8        Μετά την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου από την Commissione Nazionale per le Società e la Borsa (εθνική επιτροπή για τις εταιρίες και το Χρηματιστήριο, Ιταλία), η αύξηση κεφαλαίου ολοκληρώθηκε τελικά στις 21 Δεκεμβρίου 2017, και ανήλθε στα 544 εκατομμύρια ευρώ.

9        Στις 28 Δεκεμβρίου 2017 η ΕΚΤ κοινοποίησε στην τράπεζα την απόφασή της περί καθορισμού των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας για το 2018.

10      Στη συνέχεια, η τράπεζα επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά της προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις ισχύουσες απαιτήσεις. Συγκεκριμένα, μια απόπειρα έκδοσης κεφαλαιακών μέσων απέτυχε τρεις φορές το 2018 (τον Μάρτιο, τον Μάιο και τον Ιούνιο), λόγω του χαμηλού ενδιαφέροντος των επενδυτών.

11      Οι αποτυχίες αυτές όξυναν διάφορες εντάσεις στο εσωτερικό του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της μη συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και εφαρμογής του σχεδίου ανακεφαλαιοποίησης του 2017 που μνημονεύθηκε στη σκέψη 7 ανωτέρω. Οι διαφωνίες αυτές οδήγησαν σε ορισμένες παραιτήσεις, μεταξύ των οποίων και σε αυτή του V. Malacalza, οι οποίες κατέστησαν αναγκαίο τον διορισμό νέου διοικητικού συμβουλίου. Ειδικότερα, κατά την έκτακτη γενική συνέλευση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, οι μέτοχοι της τράπεζας διόρισαν νέους διαχειριστές και διόρισαν τον P. Modiano στη θέση του προέδρου και τον F. Innocenzi στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου.

12      Δεδομένων των αποτυχιών της τράπεζας στην προσπάθειά της να τοποθετήσει τα κεφαλαιακά της μέσα στην αγορά, η ΕΚΤ, με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2018 (στο εξής: απόφαση για τα ίδια κεφάλαια), αρνήθηκε να εγκρίνει το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου που είχε καταρτίσει η τράπεζα και ζήτησε από την τελευταία να υποβάλει και να εγκρίνει μέσω του διοικητικού της συμβουλίου, το αργότερο έως τις 30 Νοεμβρίου 2018, νέο σχέδιο, με σκοπό να αποκατασταθεί και να διασφαλιστεί υπό βιώσιμους όρους η τήρηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018 το αργότερο.

13      Για να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό, το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας ενέκρινε, στις 12 Νοεμβρίου 2018, ένα σχέδιο για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων αποτελούμενο από δύο στάδια, ήτοι, κατ’ αρχάς, την έκδοση ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης κατηγορίας 2 και, στη συνέχεια, μια αύξηση κεφαλαίου υποκείμενη στην έγκριση των μετόχων.

14      Το πρώτο στάδιο πραγματοποιήθηκε με την ανάληψη ομολογιών ύψους 318,2 εκατομμυρίων ευρώ από το Fondo interbancario di tutela dei depositi (ταμείο εθελοντικής παρέμβασης του διατραπεζικού ταμείου προστασίας των καταθέσεων, Ιταλία, στο εξής: FITD) και 1,8 εκατομμυρίων ευρώ από την Banco di Desio e della Brianza.

15      Κατά το δεύτερο στάδιο, συγκλήθηκε έκτακτη γενική συνέλευση στις 22 Δεκεμβρίου 2018, προκειμένου να εγκριθεί αύξηση κεφαλαίου μέσω ανταλλαγής ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης έναντι νεοεκδιδόμενων μετοχών, με σκοπό την ενίσχυση του κεφαλαίου της κατηγορίας 1.

16      Εντούτοις, η τελευταία αυτή πρόταση δεν έγινε δεκτή, κατόπιν των αντιρρήσεων που εξέφρασαν, κατά την εν λόγω συνέλευση, μέτοχοι που κατείχαν το 70 % του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, πριν αποφασίσουν, οι εν λόγω μέτοχοι εξέφρασαν την επιθυμία να τους γνωστοποιηθούν, αφενός, το επιχειρηματικό σχέδιο και, αφετέρου, ο ισολογισμός σχετικά με τις δραστηριότητες που άσκησε η τράπεζα το έτος 2018.

17      Κατόπιν των γεγονότων αυτών:

–        στις 23 Δεκεμβρίου 2018 η τράπεζα δήλωσε με ανακοινωθέν Τύπου ότι, κατόπιν της απόρριψης της πρότασης του διοικητικού της συμβουλίου, η αντιπρόεδρος και ένα άλλο μέλος του συμβουλίου υπέβαλαν την παραίτησή τους με άμεση ισχύ·

–        στις 2 Ιανουαρίου 2019, με άλλο ανακοινωθέν Τύπου της τράπεζας, ανακοινώθηκε η παραίτηση, με ισχύ από την ημερομηνία εκείνη, πέντε ακόμη μελών του ως άνω διοικητικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Ρ. Modiano, και του διευθύνοντος συμβούλου F. Innocenzi·

–        οι παραιτήσεις αυτές είχαν ως συνέπεια την έκπτωση του διοικητικού συμβουλίου κατ’ εφαρμογήν, αφενός, του άρθρου 18, παράγραφος 12, του καταστατικού της τράπεζας και, αφετέρου, του άρθρου 2386 του ιταλικού αστικού κώδικα.

18      Σύμφωνα με το καταστατικό της τράπεζας, τα τέσσερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που δεν υπέβαλαν την παραίτησή τους εξακολούθησαν να ασκούν τα καθήκοντά τους, προκειμένου να διασφαλιστεί η τρέχουσα διοίκηση.

19      Την 1η Ιανουαρίου 2019 η ΕΚΤ αποφάσισε να υπαγάγει την τράπεζα σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης (στο εξής: απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης), κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του decreto legislativo n. 385 – Testo unico delle leggi in materia bancaria e creditizia (νομοθετικού διατάγματος 385 – κωδικοποιημένο κείμενο των νόμων σχετικά με τις τραπεζικές και πιστωτικές δραστηριότητες), της 1ης Σεπτεμβρίου 1993 (GURI αριθ. 230, της 30ής Σεπτεμβρίου 1993, και τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 92, στο εξής: κώδικας τραπεζικής νομοθεσίας), με το οποίο μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 29 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), η απόφαση δε αυτή είχε τα ακόλουθα αποτελέσματα:

–        διάλυση του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας και αντικατάσταση των πρώην μελών από τρεις προσωρινούς διαχειριστές, μεταξύ των οποίων ο P. Modiano και o F. Innocenzi·

–        διάλυση της επιτροπής εποπτείας της τράπεζας και αντικατάσταση των πρώην μελών από τρία άλλα πρόσωπα·

–        ανάθεση στα νέα όργανα της αποστολής να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της εκ νέου συμμόρφωσης της τράπεζας προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις υπό βιώσιμους όρους.

20      Στις 2 Ιανουαρίου 2019 ανακοινώθηκε η έκδοση της απόφασης περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης με ανακοινωθέν Τύπου, η δε διαπραγμάτευση των τίτλων που είχε εκδώσει ή εγγυηθεί η τράπεζα ανεστάλη από την ιταλική εθνική επιτροπή για τις εταιρίες και το Χρηματιστήριο καθ’ όλη τη διάρκεια εφαρμογής της εν λόγω απόφασης ή μέχρι να αποκατασταθεί, ιδίως κατόπιν των νέων πρωτοβουλιών των αρμόδιων για την προληπτική εποπτεία αρχών, ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο ενημέρωσης σχετικά με τους τίτλους που είχε εκδώσει ή εγγυηθεί η τράπεζα.

21      Κατόπιν επαναξιολόγησης των συνθηκών βάσει των οποίων είχε ληφθεί η απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, το μέτρο αυτό παρατάθηκε τρεις φορές, στις 29 Μαρτίου, στις 30 Σεπτεμβρίου και στις 20 Δεκεμβρίου 2019, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η κατάσταση της τράπεζας και να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της ενίσχυσης των ιδίων κεφαλαίων.

22      Στις 9 Αυγούστου 2019 η τράπεζα, η Cassa Centrale Banca – Credito Cooperativo Italiano, το FITD και το ταμείο εθελοντικής παρέμβασης του FITD υπέγραψαν συμφωνία-πλαίσιο περί καθορισμού των χαρακτηριστικών επιχειρηματικού σχεδίου, που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, αύξηση κεφαλαίου κατά 700 εκατομμύρια ευρώ και έκδοση νέων ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης κατηγορίας 2.

23      Με έγγραφο της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, η ΕΚΤ έκρινε, βάσει του άρθρου 56 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, ότι η σχεδιαζόμενη αύξηση κεφαλαίου δεν ήταν αντίθετη προς την υγιή και συνετή διαχείριση της τράπεζας.

24      Κατόπιν τούτου, στις 20 Σεπτεμβρίου 2019 συγκλήθηκε έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της τράπεζας, προκειμένου να εγκριθεί η αύξηση κεφαλαίου των 700 εκατομμυρίων ευρώ. Η πρόταση αύξησης κεφαλαίου εγκρίθηκε από τη συνέλευση των μετόχων. Η Malacalza Investimenti δεν συμμετείχε στη συνέλευση.

25      Στις 31 Ιανουαρίου 2020, μετά την υλοποίηση της αύξησης κεφαλαίου, η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της τράπεζας εξέλεξε νέο διοικητικό συμβούλιο και νέο εποπτικό συμβούλιο. Κατόπιν των εκλογών αυτών, οι προσωρινοί διαχειριστές και το εποπτικό συμβούλιο μεταβίβασαν, κατά την ίδια ημερομηνία, τη διοίκηση της τράπεζας στα νεοεκλεγέντα όργανα, θέτοντας έτσι τέρμα στην προσωρινή διαχείριση του πιστωτικού αυτού ιδρύματος, η οποία διήρκεσε συνολικά περίπου δεκατρείς μήνες.

 Αιτήματα των διαδίκων

26      Οι ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει την ΕΚΤ να καταβάλει ως αποζημίωση:

–        στη Malacalza Investimenti το ποσό των 870 525 670 ευρώ, ή κάθε άλλο ανώτερο ή κατώτερο ποσό που κρίνεται κατάλληλο, καθοριζόμενο –εφόσον παρίσταται ανάγκη– κατά δίκαιη κρίση·

–        στον V. Malacalza το ποσό των 9 546 022 ευρώ, ή κάθε άλλο ανώτερο ή κατώτερο ποσό που κρίνεται κατάλληλο, καθοριζόμενο –εφόσον παρίσταται ανάγκη– κατά δίκαιη κρίση·

–        σε αμφότερους τους ανωτέρω, τα έξοδα και τις αμοιβές που κατέβαλαν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας·

–        εφόσον παρίσταται ανάγκη, να κηρύξει άκυρα τα μέτρα των οποίων προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας·

–        να διατάξει την ΕΚΤ, στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων:

–        να προσκομίσει πολλές εκθέσεις επιθεώρησης, σχέδια αποφάσεων και αποφάσεις·

–        να προσκομίσει, μεταξύ των εγγράφων προληπτικής εποπτείας, διάφορα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας·

–        να διατάξει, ως αποδεικτικό μέσο:

–        τη διενέργεια εμπειρογνωμοσύνης:

–        όσον αφορά τη διαπίστωση, για τα οικονομικά έτη 2015 έως 2019, των στοιχείων σχετικά με την κατάσταση άλλων ιταλικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικότερα ως προς τα κρίσιμα στοιχεία των λογαριασμών αποτελεσμάτων και των θέσεων ενεργητικού, τα επίπεδα έκθεσης και πρόβλεψης των απομειωμένων απαιτήσεων, τις καταστάσεις ρευστότητας, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process, ΔΕΕΑ) που επέβαλαν σε καθεμιά από τις τράπεζες αυτές η ΕΚΤ και οι αρμόδιες εθνικές κεντρικές τράπεζες, και ως προς κάθε ενδεχόμενη απαίτηση αποδέσμευσης των απομειωμένων απαιτήσεων, καθώς και όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ των στοιχείων αυτών και των αντίστοιχων στοιχείων της τράπεζας, για τα ίδια οικονομικά έτη 2015 έως 2019·

–        όσον αφορά την αξιολόγηση της ίσης ή μη μεταχείρισης της τράπεζας και των διαφόρων τραπεζών εκ μέρους των εποπτικών αρχών σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο·

–        όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους των ζημιών που υπέστησαν οι ενάγοντες.

27      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        να απορρίψει τα αιτήματα σχετικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων·

–        να καταδικάσει τους ενάγοντες στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

 Επί της αγωγής αποζημίωσης

28      Με την αγωγή τους, οι ενάγοντες ζητούν να διαπιστωθεί η ύπαρξη εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης προβάλλοντας οκτώ περιπτώσεις παρανομίας:

–        πρώτον, προβάλλεται ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα την ιταλική νομοθεσία διότι παρέλειψε να παρέμβει ώστε να διορθώσει παραπλανητικές δηλώσεις στις οποίες προέβησαν οι διαχειριστές της τράπεζας σχετικά με την ευρωστία της·

–        δεύτερον, προβάλλεται ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα την κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης στις σχέσεις της με το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας·

–        τρίτον, προβάλλεται ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα την ιταλική νομοθεσία όσον αφορά την έγκριση, στις 18 Σεπτεμβρίου 2019, αύξησης κεφαλαίου αντίθετης προς το δικαίωμα προτίμησης που προβλέπει το καταστατικό της τράπεζας·

–        τέταρτον, προβάλλεται ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα την ιταλική νομοθεσία σε σχέση με τον διορισμό προσωρινών διαχειριστών ως προς τους οποίους συνέτρεχε σύγκρουση συμφερόντων·

–        πέμπτον, προβάλλεται ότι η ΕΚΤ, κατά τη λήψη του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης, παραβίασε κατάφωρα διάφορους κανόνες και διάφορες αρχές·

–        έκτον, προβάλλεται ότι η ΕΚΤ, με την απόφαση για τα ίδια κεφάλαια, παραβίασε κατάφωρα την αρχή της αναλογικότητας καθόσον επέβαλε στην τράπεζα υπερβολικά σύντομη προθεσμία για την τήρηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που της είχαν επιβληθεί·

–        έβδομον, προβάλλεται ότι η ΕΚΤ παραβίασε κατάφωρα την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθόσον παρέσχε διαβεβαιώσεις στους μετόχους σχετικά με την κατάσταση της τράπεζας·

–        όγδοον, προβάλλεται ότι η ΕΚΤ προσέβαλε κατάφωρα το δικαίωμα ιδιοκτησίας που αναγνωρίζεται στους μετόχους λόγω της σημαντικής μείωσης της αξίας των συμμετοχών τους στην τράπεζα.

29      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Ένωση συνιστά ένωση δικαίου, στην οποία τα θεσμικά όργανά της υπόκεινται σε έλεγχο της συμφωνίας των πράξεων τους, μεταξύ άλλων, με τη Συνθήκη και τις γενικές αρχές του δικαίου (απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, 294/83, EU:C:1986:166, σκέψη 23· βλ. επίσης απόφαση της 26ης Ιουνίου 2012, Πολωνία κατά Επιτροπής, C‑336/09 P, EU:C:2012:386, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Επομένως, οι ιδιώτες που θεωρούν ότι θίγονται από πράξεις που εκδίδει η ΕΚΤ στο πλαίσιο των καθηκόντων της περί προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων μπορούν να αμφισβητήσουν το κύρος των πράξεων αυτών βάσει των άρθρων 263, 267 ή 277 ΣΛΕΕ, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.

31      Επιπλέον, ιδιώτες οι οποίοι εκτιμούν ότι η ΕΚΤ παρέλειψε να τους απευθύνει πράξη εκτός συστάσεως ή γνώμης μπορούν να βάλουν κατά της παράλειψης του θεσμικού αυτού οργάνου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 265 ΣΛΕΕ.

32      Εξάλλου, οι ιδιώτες μπορούν να ζητήσουν να διαπιστωθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης και να αξιώσουν αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 340, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όταν εκτιμούν ότι έχουν υποστεί ζημία λόγω συμπεριφοράς της ΕΚΤ στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων της περί προληπτικής εποπτείας.

 Επί των προϋποθέσεων στοιχειοθέτησης της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων από την ΕΚΤ

33      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 76 και το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ένδικη διαφορά κατ’ αρχήν προσδιορίζεται και οριοθετείται από τους διαδίκους, τα δε δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν δύναται να αποφαίνονται πέραν των αιτηθέντων (ultra petita) (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2020, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑623/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:734, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Για να στοιχειοθετήσουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, οι ιδιώτες πρέπει να αποδείξουν ότι πληρούνται σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις: ο παράνομος χαρακτήρας της καταλογιστέας στο θεσμικό όργανο ή στους υπαλλήλους του συμπεριφοράς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 64· βλ. επίσης απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει αν πληρούται η πρώτη από τις ως άνω προϋποθέσεις. Τούτο συμβαίνει, κατά τη νομολογία, όταν η αμφισβητούμενη συμπεριφορά αφορά κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και όταν η παράβαση που προσάπτεται στο θεσμικό όργανο είναι κατάφωρη (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 42, της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 67, και της 24ης Ιανουαρίου 2017, Nausicaa Anadyomène και Banque d’escompte κατά ΕΚΤ, T‑749/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:21, σκέψη 69).

–       Επί της πρώτης απαίτησης, η οποία αφορά τη φύση των κανόνων που μπορούν να στοιχειοθετήσουν εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης

36      Επί της πρώτης απαίτησης, η νομολογία διευκρινίζει ότι ένας κανόνας δικαίου αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες όταν δημιουργεί υπέρ αυτών πλεονέκτημα δυνάμενο να χαρακτηρισθεί ως κεκτημένο δικαίωμα, αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων τους ή απονέμει στους ιδιώτες δικαιώματα των οποίων το περιεχόμενο μπορεί να προσδιοριστεί επαρκώς (βλ. αποφάσεις της 23ης Μαΐου 2019, Steinhoff κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑107/17, EU:T:2019:353, σκέψη 140 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 9ης Φεβρουαρίου 2022, QI κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, T‑868/16, EU:T:2022:58, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Ένωσης, πρέπει η προστασία που παρέχει ο κανόνας του οποίου γίνεται επίκληση να είναι αποτελεσματική έναντι του ιδιώτη που τον επικαλείται. Ένας κανόνας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη αν δεν παρέχει κανένα δικαίωμα στον ιδιώτη που τον επικαλείται, έστω και αν παρέχει δικαίωμα σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (απόφαση της 23ης Μαΐου 2019, Steinhoff κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑107/17, EU:T:2019:353, σκέψη 77· βλ. επίσης απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2022, QI κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, T‑868/16, EU:T:2022:58, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

–       Επί της δεύτερης απαίτησης, η οποία αφορά το είδος της παράβασης που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης

38      Επί της δεύτερης απαίτησης, το κριτήριο που κρίνεται αποφασιστικό προκειμένου να καθοριστεί αν μια παράβαση είναι κατάφωρη είναι η εκ μέρους του θεσμικού οργάνου σοβαρή και πρόδηλη υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 43, της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 67, και της 24ης Ιανουαρίου 2017, Nausicaa Anadyomène και Banque d’escompte κατά ΕΚΤ, T‑749/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:21, σκέψη 69).

39      Επομένως, καθοριστικό στοιχείο για να διαπιστωθεί αν συντρέχει κατάφωρη παράβαση είναι το εύρος του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει το θεσμικό όργανο (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά CEVA και Pfizer, C‑198/03 P, EU:C:2005:445, σκέψεις 65 και 66).

40      Προς τούτο, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να λαμβάνει υπόψη την πολυπλοκότητα της προς ρύθμιση κατάστασης, τις δυσχέρειες εφαρμογής ή ερμηνείας των νομοθετικών κειμένων, τον βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα δικαίου και τον εσκεμμένο ή ασύγγνωστο χαρακτήρα του διαπραχθέντος σφάλματος (απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010, Artegodan κατά Επιτροπής, T‑429/05, EU:T:2010:60, σκέψη 62).

41      Υπό τις συνθήκες αυτές, απλά σφάλματα εκτιμήσεως δεν αρκούν, αυτά καθεαυτά, για τον χαρακτηρισμό μιας παραβάσεως ως πρόδηλης και σοβαρής (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, MyTravel κατά Επιτροπής, T‑212/03, EU:T:2008:315, σκέψη 85).

42      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η επικρινόμενη συμπεριφορά υιοθετήθηκε από την ΕΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων προληπτικής εποπτείας που της έχουν ανατεθεί προκειμένου να είναι σε θέση να εγγυάται την ασφάλεια και την ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

43      Για την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών, το άρθρο 4 του κανονισμού 1024/2013 αναθέτει στην ΕΚΤ την εξουσία να διενεργεί πράξεις όπως η έγκριση και η ανάκληση τραπεζικών αδειών, ο έλεγχος της εφαρμογής των υφιστάμενων κανονιστικών απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας και των εσωτερικών συστημάτων αξιολόγησης των κινδύνων, η δυνατότητα επιβολής πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, καθώς και η δυνατότητα επιβολής κατάλληλων κανόνων διακυβέρνησης.

44      Κατά τη διενέργεια των ως άνω πράξεων, η ΕΚΤ, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 1024/13, πρέπει να αξιολογεί το προφίλ κινδύνου των οικείων τραπεζών και να προσδιορίζει, για καθεμιά από αυτές, τα γεγονότα που ενδέχεται να την επηρεάσουν, λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των ιδρυμάτων, το μέγεθός τους και τα επιχειρησιακά μοντέλα τους.

45      Τέτοιες αναλύσεις συνεπάγονται τη διενέργεια αξιολογήσεων οι οποίες, λόγω του περίπλοκου χαρακτήρα τους, δικαιολογούν, κατά τη νομολογία, την αναγνώριση ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως υπέρ της ΕΚΤ (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 86, της 4ης Μαΐου 2023, ΕΚΤ κατά Crédit lyonnais, C‑389/21 P, EU:C:2023:368, σκέψη 55, και της 13ης Δεκεμβρίου 2017, Crédit mutuel Arkéa κατά ΕΚΤ, T‑712/15, EU:T:2017:900, σκέψη 181).

46      Εν κατακλείδι, από την ανωτέρω εξετασθείσα νομολογία προκύπτει ότι στην υπό κρίση υπόθεση οι ενάγοντες, εφόσον επιθυμούν να στοιχειοθετήσουν εξωσυμβατική ευθύνη της ΕΚΤ, οφείλουν να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον ότι η ΕΚΤ υπέπεσε σε σοβαρή και πρόδηλη παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες, υπερβαίνοντας τα όρια της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που της αναγνωρίζεται.

47      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν διαπράχθηκε τέτοια παράβαση, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να λάβει υπόψη, υπό το πρίσμα των στοιχείων που προβάλλουν οι ενάγοντες, την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στην ΕΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων της περί εποπτείας.

–       Επί του αιτήματος το οποίο υπέβαλε η ΕΚΤ με την υποστήριξη της Επιτροπής να ληφθούν υπόψη, για τον καθορισμό του καθεστώτος εξωσυμβατικής ευθύνης που εφαρμόζεται στην Ένωση στον τομέα της προληπτικής εποπτείας, οι γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών

48      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει, βάσει του εθνικού δικαίου που ισχύει στα κράτη μέλη, το καθεστώς εξωσυμβατικής ευθύνης στο οποίο θα πρέπει να υπόκειται η Ένωση στον τομέα της προληπτικής εποπτείας.

49      Κατά πρώτον, η ΕΚΤ πρότεινε την εφαρμογή, σε επίπεδο Ένωσης, της νομολογίας που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Paul κ.λπ. (C‑222/02, EU:C:2004:606), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης εθνική νομοθεσία η οποία αποκλείει την εξωσυμβατική ευθύνη των εθνικών αρχών προληπτικής εποπτείας όταν αυτές ενεργούν στο πλαίσιο κανόνων θεσπισθέντων για την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος.

50      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Paul κ.λπ. (C‑222/02, EU:C:2004:606), δεν μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα στην υπό κρίση διαφορά, δεδομένου ότι αφορά εθνικές αρχές, ενώ εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο έχει επιληφθεί υπόθεσης σχετικής με την εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικού οργάνου της Ένωσης, έστω και αν, κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 1024/2013, το θεσμικό αυτό όργανο μπορεί να κληθεί να ασκήσει, υπό τις εκεί οριζόμενες περιστάσεις, τα καθήκοντα που αναγνωρίζονται στις εθνικές αρχές στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

51      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Paul κ.λπ. (C‑222/02, EU:C:2004:606), συνέδεσε τον σκοπό που επιδιώκει ο φερόμενος ως παραβιασθείς κανόνας, αφενός, με τη δυνατότητα ή, αντιθέτως, την αδυναμία των ιδιωτών να θεμελιώσουν εξωσυμβατική ευθύνη των εποπτικών αρχών, αφετέρου. Πράγματι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον τα καθήκοντα της εθνικής εποπτικής αρχής ασκούνται προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται σε κανόνα εθνικού δικαίου, εν προκειμένω του γερμανικού, ο οποίος αποκλείει την ευθύνη της εποπτικής αρχής (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Paul κ.λπ., C‑222/02, EU:C:2004:606, σκέψη 32).

52      Κατ’ ανάλογο τρόπο, έχει διαπιστωθεί η εξωσυμβατική ευθύνη των θεσμικών οργάνων στο επίπεδο της Ένωσης σε περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται κανόνας ο οποίος γεννά δικαιώματα υπέρ των εναγόντων (βλ. σκέψεις 36 και 37 ανωτέρω) και έχει αποκλειστεί σε περιπτώσεις όπου δεν τίθεται ζήτημα γένεσης τέτοιων δικαιωμάτων, ιδίως σε καταστάσεις στις οποίες οι προβαλλόμενοι κανόνες επιδιώκουν σκοπό δημοσίου συμφέροντος ή έχουν θεσμικό χαρακτήρα, προβαίνοντας μεταξύ άλλων σε απονομή ή κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των θεσμικών οργάνων (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2012, Artegodan κατά Επιτροπής, C‑221/10 P, EU:C:2012:216, σκέψη 81· της 11ης Ιουλίου 2007, Fédération des industries condimentaires de France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑90/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:208, σκέψη 61, της 23ης Μαΐου 2019, Steinhoff κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑107/17, EU:T:2019:353, σκέψεις 136 έως 141, της 9ης Φεβρουαρίου 2022, QI κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, T‑868/16, EU:T:2022:58, σκέψεις 93 έως 99).

53      Κατά δεύτερον, η ΕΚΤ ισχυρίστηκε, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, ότι, σύμφωνα με τις αναλύσεις που πραγματοποίησε, η πλειονότητα των κρατών μελών περιορίζει στις περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας την ευθύνη των εποπτικών αρχών. Κατά την άποψή της, η προσέγγιση αυτή θα πρέπει να ακολουθείται σε επίπεδο Ένωσης κατ’ εφαρμογήν των γενικών αρχών που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 340, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Μια τέτοια προσέγγιση είναι αναγκαία προκειμένου να διαφυλαχθεί η δράση της ΕΚΤ, με το να της επιτρέπεται να ενεργεί προς το γενικό συμφέρον χωρίς να αδρανοποιείται από τον φόβο ότι θα της αποδοθεί ευθύνη ακόμη και σε περίπτωση ελαφρού πταίσματος ή απλής παρανομίας.

54      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame (C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79), το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά την ευθύνη των κρατών μελών λόγω παράβασης του δικαίου της Ένωσης, ότι η υποχρέωση αποκατάστασης των προξενούμενων σε ιδιώτες ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από προϋπόθεση συναρτώμενη προς την έννοια του πταίσματος, «βαίνουσα όμως πέραν της κατάφωρης παραβάσεως» του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, η επιβολή μιας τέτοιας πρόσθετης προϋπόθεσης θα έθετε υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο ευρίσκει έρεισμα στην έννομη τάξη της Ένωσης (απόφαση της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame, C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψη 79).

55      Στο ίδιο πνεύμα, με την απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Balgarska Narodna Banka (C‑501/18, EU:C:2021:249), το Δικαστήριο επισήμανε ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την πρόσθετη, βαίνουσα πέραν της κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, προϋπόθεση η οποία αντλείται από τον εκ προθέσεως χαρακτήρα της συμπεριφοράς αυτής, όπως αυτή που απορρέει από το άρθρο 79, παράγραφος 8, του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων (βλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Balgarska Narodna Banka, C‑501/18, EU:C:2021:249, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Η αρχή της ισοδυναμίας απαιτεί το σύνολο των διατάξεων που έχουν εφαρμογή επί των ενδίκων βοηθημάτων να εφαρμόζεται αδιακρίτως στα ένδικα βοηθήματα τα οποία στηρίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης και στα παρεμφερή αυτών ένδικα βοηθήματα τα οποία στηρίζονται σε παραβίαση του εσωτερικού δικαίου (βλ. απόφαση της της 4ης Οκτωβρίου 2018, Kantarev, C‑571/16, EU:C:2018:807, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει να εξαρτάται η εξωσυμβατική ευθύνη κράτους μέλους και, βάσει της αρχής της ισοδυναμίας, η ευθύνη θεσμικού οργάνου της Ένωσης από προϋποθέσεις οι οποίες, όπως οι σχετικές με την ύπαρξη δόλου ή βαριάς αμέλειας, βαίνουν πέραν της κατάφωρης παραβίασης του δικαίου της Ένωσης.

58      Υπό των πρίσμα αυτών ακριβώς των αρχών πρέπει να εξεταστούν οι οκτώ περιπτώσεις παρανομίας που προβάλλουν οι ενάγοντες.

 Επί της πρώτης παρανομίας, η οποία συνίσταται στο ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα την ιταλική νομοθεσία καθόσον δεν παρενέβη ώστε να διορθώσει παραπλανητικές δηλώσεις στις οποίες προέβησαν οι διαχειριστές της τράπεζας σχετικά με την ευρωστία της

59      Όσον αφορά την πρώτη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ, παραλείποντας να διορθώσει ορισμένες φερόμενες ως παραπλανητικές δηλώσεις στις οποίες προέβησαν οι διαχειριστές της τράπεζας σχετικά με την ευρωστία της, παρέβη κατάφωρα τρεις διατάξεις της ιταλικής τραπεζικής νομοθεσίας, ήτοι το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο d bis, το άρθρο 53 bis, παράγραφος 1, στοιχείο d, και το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο e, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας.

60      Η ΕΚΤ αντικρούει την επιχειρηματολογία των εναγόντων με την υποστήριξη της Επιτροπής.

61      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι καταλογιστέες στα θεσμικά όργανα παραλείψεις συνεπάγονται ευθύνη της Ένωσης μόνον εφόσον τα εν λόγω όργανα παρέβησαν νόμιμη υποχρέωσή τους να δράσουν σύμφωνα με διάταξη του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑146/91, EU:C:1994:329, σκέψη 58, και της 26ης Φεβρουαρίου 2016, Šumelj κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑546/13, T‑108/14 και T‑109/14, EU:T:2016:107, σκέψη 42).

62      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, για να μπορεί να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, η οικεία διάταξη πρέπει να έχει ως σκοπό την απονομή στους ενάγοντες δικαιώματος το οποίο αυτοί θεωρούν ότι προσβλήθηκε, η δε φερόμενη ως διαπραχθείσα παράβαση πρέπει να είναι κατάφωρη (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω).

63      Εν προκειμένω, οι διατάξεις που φέρονται να παραβιάστηκαν κατάφωρα εφαρμόζονται στην ΕΚΤ στην υπό κρίση διαφορά δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 1024/2013, κατά το οποίο το θεσμικό αυτό όργανο παρεμβαίνει ως αρμόδια αρχή αντί της εθνικής αρχής όταν, όπως εν προκειμένω, τα υπό εποπτεία ιδρύματα εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού 1024/2013.

64      Προκειμένου να κριθεί το συγκεκριμένο ζήτημα, οι διατάξεις αυτές πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκουν.

65      Κατά πρώτον, το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο d bis, και το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο e, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας προσδιορίζουν τις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται από την ΕΚΤ σχετικά με πιστωτικά ιδρύματα και, κατά περίπτωση, τη μητρική εταιρία των ιδρυμάτων αυτών, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια των αγορών και, ως εκ τούτου, η εύρυθμη λειτουργία και η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του.

66      Συγκεκριμένα, το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο d bis, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας αναθέτει στην εποπτική αρχή το καθήκον να δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με πιστωτικά ιδρύματα, ιδίως πληροφορίες σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, τον περιορισμό του κινδύνου, τις συμμετοχές που μπορούν να κατέχονται, τη διακυβέρνηση και τη διοικητική ή λογιστική οργάνωση.

67      Επιπλέον, το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο e, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας προβλέπει ότι, για την άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας, η εποπτική αρχή παρέχει στη μητρική εταιρία, μέσω γενικών μέτρων, πληροφορίες σχετικά με τον τραπεζικό όμιλο στο σύνολό του ή τα επιμέρους μέλη του, οι οποίες αφορούν την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, τον περιορισμό του κινδύνου υπό τις διάφορες μορφές του, τις συμμετοχές, την εταιρική διακυβέρνηση, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση, καθώς και τους εσωτερικούς ελέγχους και τα συστήματα αμοιβών και παροχής κινήτρων.

68      Από το γράμμα τους προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν στην ΕΚΤ μια γενική υποχρέωση δημοσίευσης ορισμένων κατηγοριών πληροφοριών με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, ήτοι τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας και της σταθερότητας των αγορών. Αντιθέτως, δεν επιβάλλουν αυτές καθεαυτές στην ΕΚΤ, άμεσα ή έμμεσα, καμία υποχρέωση να αντιδρά με συγκεκριμένο τρόπο όταν παράγοντες της αγοράς προβαίνουν σε δηλώσεις σχετικές με την ευρωστία ορισμένων ιδρυμάτων, οι οποίες ενδέχεται να ερμηνευθούν από άλλους παράγοντες ως παραπλανητικές. Επομένως, από τις διατάξεις αυτές δεν μπορεί να συναχθεί οποιασδήποτε φύσεως δικαίωμα των επενδυτών να ζητούν από την ΕΚΤ να παρεμβαίνει, σε κάθε κράτος μέλος, κάθε φορά που διατυπώνονται στο εν λόγω κράτος, όσον αφορά τα ιδρύματα που υπόκεινται στην εποπτεία της, σχόλια τα οποία θα μπορούσαν να κριθούν από τους επενδυτές ως στερούμενα, εν όλω ή εν μέρει, ερείσματος.

69      Είναι βεβαίως αληθές ότι οι εν λόγω δηλώσεις έγιναν εν προκειμένω από διαχειριστές της τράπεζας. Λόγω των καθηκόντων που ασκούν τα ως άνω πρόσωπα, στις εν λόγω δηλώσεις θα μπορούσε να έχει αποδοθεί κάποια αξιοπιστία από τις αγορές. Επομένως, η αξία των μετοχών που συνθέτουν το κεφάλαιο της τράπεζας θα μπορούσε να έχει επηρεαστεί από τις δηλώσεις αυτές, γεγονός που θα μπορούσε να έχει προκαλέσει ζημία στους ενάγοντες.

70      Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι η ύπαρξη προβαλλόμενης οικονομικής ζημίας δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Για να μπορέσει να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη αυτή, οι ενάγοντες πρέπει να αποδείξουν την ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς. Προς τούτο, οι τελευταίοι πρέπει να αποδείξουν, κατά τη νομολογία, ότι παραβιάστηκε κατάφωρα κανόνας που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες. Οι ενάγοντες όμως δεν απέδειξαν την ύπαρξη τέτοιου κανόνα, πολλώ δε μάλλον την ύπαρξη τέτοιας παράβασης.

71      Εν προκειμένω, προκύπτει ότι εναπέκειτο στους ίδιους τους ενάγοντες, αν θεωρούσαν ότι υπέστησαν ζημία λόγω των δηλώσεων αυτών, να αντιδράσουν διορθώνοντας τις δηλώσεις και ενάγοντας, ενδεχομένως, τους δηλούντες ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων.

72      Κατά δεύτερον, το άρθρο 53 bis, παράγραφος 1, στοιχείο d, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας προβλέπει ότι, όταν το απαιτεί η κατάσταση, η εποπτική αρχή μπορεί να λάβει ειδικά μέτρα για μία ή περισσότερες τράπεζες ή για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος.

73      Κατά την ως άνω διάταξη, τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν τον περιορισμό των δραστηριοτήτων ή της εδαφικής διάρθρωσης της τράπεζας· την απαγόρευση στην τράπεζα να διενεργεί ορισμένες πράξεις, ακόμη και εταιρικής φύσεως, και να διανέμει κέρδη ή άλλα στοιχεία του κεφαλαίου, καθώς και, όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που μπορούν να περιληφθούν στο κεφάλαιο για εποπτικούς σκοπούς, την απαγόρευση καταβολής τόκων· τον καθορισμό ορίων στο συνολικό ποσό του μεταβλητού μέρους των αποδοχών στην τράπεζα, όταν αυτό είναι αναγκαίο για τη διατήρηση μιας υγιούς κεφαλαιακής βάσης και, για τις τράπεζες που επωφελούνται από έκτακτες παρεμβάσεις δημόσιας στήριξης, τον καθορισμό ορίων στις συνολικές αποδοχές των διαχειριστών εταιριών.

74      Λαμβανομένου υπόψη του γράμματός του, προκύπτει ότι, αυτό καθεαυτό, το άρθρο 53 bis, παράγραφος 1, στοιχείο d, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το ζήτημα αν επιβαλλόταν στην ΕΚΤ αναγκαστική υποχρέωση να διορθώσει δηλώσεις αποδιδόμενες σε ορισμένους παράγοντες της αγοράς, και θεωρούμενες ως εσφαλμένες από άλλους, σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της τράπεζας. Το ως άνω άρθρο δεν επιβάλλει συναφώς καμία υποχρέωση τέτοιας φύσης στην ΕΚΤ κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπον ώστε να επιβάλλεται στην ΕΚΤ πρόσθετη υποχρέωση μη περιληφθείσα στο νομοθετικό κείμενο και, ως εκ τούτου, μη θεσπισθείσα από τον νομοθέτη της Ένωσης, διότι άλλως θα διευρυνόταν αδικαιολόγητα το πεδίο εφαρμογής της.

75      Επομένως, η επιχειρηματολογία των εναγόντων σχετικά με την πρώτη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης παρανομίας, η οποία συνίσταται στο ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα την κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης στις σχέσεις της με το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας

76      Όσον αφορά τη δεύτερη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα τα άρθρα 4 και 16 του κανονισμού 1024/2013:

–        καθόσον συνεννοήθηκε με τους P. Modiano και F. Innocenzi προκειμένου αυτοί να παραιτηθούν, στις 2 Ιανουαρίου 2019, με αποτέλεσμα να εκπέσει το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας και να ανοίξει ο δρόμος για τη θέση του εν λόγω ιδρύματος υπό καθεστώς προσωρινής διαχείρισης·

–        καθόσον επιδίωξε να περιοριστούν οι εξουσίες του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας σε μια απλή επικύρωση των αποφάσεων που έλαβε ο διευθύνων σύμβουλος, κατά τη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 2018 και κατά τη διάρκεια διαδοχικών επαφών μεταξύ του V. Malacalza, της D. Nouy (προέδρου του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ) και του R. Quintana (μέλους της Γενικής Διεύθυνσης Μικροπροληπτικής Εποπτείας της ΕΚΤ)·

–        καθόσον απέκρυψε από το διοικητικό συμβούλιο επί πολλούς μήνες την έκταση των δυσχερειών που αντιμετώπιζε η τράπεζα όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια, ενημερώνοντάς το μόνον, στις 21 Ιουνίου 2018, για το περιεχόμενο επιστολής την οποία η ΕΚΤ είχε εντούτοις απευθύνει στις 4 Ιουνίου 2018 στον διευθύνοντα σύμβουλο.

77      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει την ως άνω επιχειρηματολογία.

78      Προκειμένου να κριθεί το συγκεκριμένο ζήτημα, πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά οι δύο διατάξεις που επικαλούνται οι ενάγοντες.

79      Κατά πρώτον, το άρθρο 4 του κανονισμού 1024/2013 προβλέπει ότι η ΕΚΤ διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να εκτελεί, για σκοπούς προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα στα κράτη μέλη, τα καθήκοντα που συνίστανται, μεταξύ άλλων, στη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα, στην αξιολόγηση των γνωστοποιήσεων για την απόκτηση και τη διάθεση ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα και στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις πράξεις διά των οποίων επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στους τομείς των ιδίων κεφαλαίων, των ορίων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, της ρευστότητας και της διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που αφορούν το ήθος, τις ικανότητες και την πείρα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων.

80      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι προσαπτόμενες στην ΕΚΤ συμπεριφορές δεν έχουν σχέση με το άρθρο 4 του κανονισμού 1024/2013. Πράγματι, η ως άνω διάταξη απονέμει στην ΕΚΤ αρμοδιότητες προληπτικής εποπτείας και προβλέπει, ειδικότερα, ότι η ΕΚΤ διαθέτει «αποκλειστική αρμοδιότητα» να ασκεί ορισμένες εξ αυτών, κατανέμοντας έτσι μεταξύ του θεσμικού αυτού οργάνου και των εθνικών αρχών τα καθήκοντα που είναι δυνατόν να ανατεθούν σε τομέα αυτού του είδους.

81      Επομένως, η διάταξη αυτή, καθόσον αναθέτει αρμοδιότητες σε θεσμικά όργανα και τις κατανέμει μεταξύ τους, αποσκοπεί στην επίτευξη του γενικού σκοπού ο οποίος έγκειται στην προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος οργάνωση ενός κανονιστικού συστήματος που αφορά συγκεκριμένο τομέα δραστηριότητας, χωρίς να παρέχει, αυτή καθεαυτήν, στους ιδιώτες δικαιώματα ικανά να στηρίξουν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

82      Κατά δεύτερον, το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1024/2013 εξουσιοδοτεί την ΕΚΤ, προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της ανατίθενται, να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν εγκαίρως διάφορα μέτρα σε περίπτωση που τα ιδρύματα αυτά δεν συμμορφώνονται ή είναι πιθανό να μην συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ή ακόμη όταν άλλες αδυναμίες δεν επιτρέπουν να διασφαλιστεί η υγιής διαχείριση ή η ικανοποιητική κάλυψη των κινδύνων εντός των πιστωτικών ιδρυμάτων.

83      Τα μέτρα για τα οποία γίνεται λόγος στη διάταξη αυτή μπορούν να συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην απαίτηση ενίσχυσης των ιδίων κεφαλαίων, στη θέση περιορισμών ή ορίων στη δραστηριότητα του πιστωτικού ιδρύματος, στην απαίτηση παύσης των δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την ευρωστία του ιδρύματος ή στην απομάκρυνση των μελών του διοικητικού οργάνου των ιδρυμάτων που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται.

84      Και σε αυτή την περίπτωση, μια τέτοια διάταξη, στο μέτρο που αρκείται στην παροχή εξουσιοδότησης, δεν περιλαμβάνει, αυτή καθεαυτήν, κανόνες που αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, αλλά οργανώνει τη λειτουργία του συστήματος τραπεζικής εποπτείας προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, δεδομένου ότι δεν αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το άρθρο 4 και το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1024/2013 δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για να διαπιστωθεί έλλειψη νομιμότητας της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας που άσκησε επί της τράπεζας, ώστε να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Ένωσης συνεπεία της εν λόγω συμπεριφοράς.

86      Επομένως, η επιχειρηματολογία των εναγόντων σχετικά με τη δεύτερη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της τρίτης παρανομίας, η οποία συνίσταται στο ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα την ιταλική νομοθεσία καθόσον ενέκρινε, στις 18 Σεπτεμβρίου 2019, αύξηση κεφαλαίου αντίθετη προς το δικαίωμα προτίμησης που προβλέπει το καταστατικό της τράπεζας

87      Όσον αφορά την τρίτη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα το άρθρο 56 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας καθόσον ενέκρινε, στις 18 Σεπτεμβρίου 2019, αύξηση κεφαλαίου αντίθετη προς το δικαίωμα προτίμησης που αναγνωρίζεται στους μετόχους από το καταστατικό της τράπεζας.

88      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει την ως άνω επιχειρηματολογία.

89      Το άρθρο 56 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας ορίζει τα εξής:

«1. Η Τράπεζα της Ιταλίας διασφαλίζει ότι οι τροποποιήσεις του καταστατικού των τραπεζών δεν έρχονται σε σύγκρουση με την υγιή και συνετή διαχείριση.

2. Η διαδικασία εγγραφής στο μητρώο εταιριών μπορεί να κινηθεί μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι έχει πραγματοποιηθεί ο έλεγχος που προβλέπεται στην παράγραφο 1.»

90      Εν προκειμένω, το άρθρο 56 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας εφαρμόζεται στην ΕΚΤ δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 1024/2013, κατά το οποίο το θεσμικό αυτό όργανο παρεμβαίνει ως αρμόδια αρχή αντί της εθνικής αρχής όταν, όπως εν προκειμένω, τα υπό εποπτεία ιδρύματα εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού.

91      Από το άρθρο 56 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας προκύπτει ότι, κατά την άσκηση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί, η εποπτική αρχή οφείλει να ελέγχει, πριν από την εγγραφή ενδεχόμενων τροποποιήσεων του καταστατικού των πιστωτικών ιδρυμάτων στο μητρώο εταιριών, ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις είναι συμβατές με τους περιορισμούς που απορρέουν από την υγιή και συνετή διαχείριση.

92      Ο ως άνω έλεγχος δεν πρέπει πάντως να αφορά τη συμβατότητα της σχεδιαζόμενης τροποποίησης του καταστατικού με τα δικαιώματα προτίμησης των μετόχων, αλλά τη συμβατότητα της τροποποίησης αυτής με την επιταγή της υγιούς και συνετής διαχείρισης του άρθρου 56 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας.

93      Επομένως, η απαίτηση υγιούς και συνετής διαχείρισης καταδεικνύει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι ενάγοντες, ο σκοπός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της αξιολόγησης που πραγματοποιεί η εποπτική αρχή βάσει του άρθρου 56 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας είναι η σταθερότητα του πιστωτικού ιδρύματος και, ευρύτερα, του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του.

94      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 56 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας δεν απονέμει, αυτό καθεαυτό, δικαιώματα στους ιδιώτες κατά την έννοια των σκέψεων 36 και 37 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία των εναγόντων σχετικά με την τρίτη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της τέταρτης παρανομίας, η οποία συνίσταται στο ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα την ιταλική νομοθεσία καθόσον διόρισε προσωρινούς διαχειριστές ως προς τους οποίους συνέτρεχε σύγκρουση συμφερόντων,

95      Όσον αφορά την τέταρτη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα το άρθρο 71, παράγραφος 6, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας καθόσον διόρισε ως προσωρινούς διαχειριστές τον πρώην πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου P. Modiano και τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της τράπεζας F. Innocenzi. Από τη στιγμή που οι ανωτέρω έγιναν προσωρινοί διαχειριστές, ήταν πλέον δυσχερές για αυτούς να ασκήσουν την εταιρική αγωγή κατά των –διαλυθέντων εντωμεταξύ– διοικητικών και ελεγκτικών οργάνων (ή ορισμένων από τα μέλη τους). Επομένως, τα δύο αυτά πρόσωπα προφυλάχθηκαν, λόγω του διορισμού τους ως προσωρινών διαχειριστών, από το ενδεχόμενο να ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτών για τις αποφάσεις που ελήφθησαν ενόσω κατείχαν τις θέσεις, αντιστοίχως, του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου της τράπεζας.

96      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει την ως άνω επιχειρηματολογία.

97      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης ακυρώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2022, Corneli κατά ΕΚΤ (T‑502/19, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2022:627), το γεγονός όμως αυτό δεν πρέπει να εμποδίσει την εξέταση, στην παρούσα διαδικασία, της απόφασης περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης.

98      Αφενός, αντιθέτως προς όσα ζητούν οι ενάγοντες στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, η ακύρωση δεν επήλθε λόγω παράβασης κανόνα περί σύγκρουσης συμφερόντων, αλλά λόγω σφάλματος διαπραχθέντος κατά τον προσδιορισμό της νομικής βάσης που χρησιμοποίησε η ΕΚΤ για την έκδοση της εν λόγω απόφασης (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2022, Corneli κατά ΕΚΤ, T‑502/19, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2022:627, σκέψεις 113 και 114).

99      Αφετέρου, η αγωγή αποζημίωσης, ως εκ φύσεως, συνιστά αυτοτελές ένδικο βοήθημα, το οποίο επιτελεί ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων παροχής έννομης προστασίας που προβλέπουν οι Συνθήκες, η δε άσκησή της εξαρτάται από προϋποθέσεις οι οποίες έχουν τεθεί με γνώμονα το ειδικό αντικείμενό της (απόφαση της 28ης Απριλίου 1971, Lütticke κατά Επιτροπής, 4/69, EU:C:1971:40, σκέψη 6, και διάταξη της 21ης Ιουνίου 1993, Van Parijs κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑257/93, EU:C:1993:249, σκέψη 14).

100    Επομένως, γίνεται δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτοτελώς, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, τη νομιμότητα πράξης που αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Εντούτοις, ενώ σκοπός της προσφυγής ακυρώσεως είναι να επιβληθεί κύρωση λόγω του παράνομου χαρακτήρα μιας νομικώς δεσμευτικής πράξης, η αγωγή αποζημίωσης έχει ως αντικείμενο την αίτηση αποκατάστασης ζημίας απορρέουσας από παράνομη πράξη ή συμπεριφορά δυνάμενη να καταλογισθεί σε όργανο ή οργανισμό της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψεις 61 και 62).

101    Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, από το άρθρο 71, παράγραφος 6, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας προκύπτει ότι, για να μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους, οι προσωρινοί διαχειριστές πρέπει να συγκεντρώνουν διάφορα χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπό τους. Η απαίτηση αυτή συνεπάγεται, εκ μέρους της ΕΚΤ, ότι, όταν προβαίνει στον διορισμό προσωρινών διαχειριστών, οφείλει να εξακριβώνει την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο των ενδιαφερομένων. Ελλείψει τέτοιας εξακρίβωσης, τα οικεία πρόσωπα δεν μπορούν στην πραγματικότητα να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, έστω και αν έχουν διοριστεί, όταν δεν πληρούν την εν λόγω απαίτηση.

102    Η απαίτηση περί απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων εμπίπτει, γενικώς, στην αρχή της αμεροληψίας, η οποία αποσκοπεί, σύμφωνα με τη νομολογία, στην προστασία αφενός του γενικού συμφέροντος και αφετέρου των συμφερόντων των προσώπων που θα μπορούσαν να θιγούν λόγω της ύπαρξης της σύγκρουσης συμφερόντων (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2006, Camós Grau κατά Επιτροπής, T‑309/03, EU:T:2006:110, σκέψη 102, και της 6ης Ιουνίου 2019, Dalli κατά Επιτροπής, T‑399/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:384, σκέψη 100).

103    Επομένως, κατά τη νομολογία, η αρχή της αμεροληψίας δημιουργεί, υπέρ των ιδιωτών που θα μπορούσαν να θιγούν, δικαίωμα του οποίου η κατάφωρη προσβολή μπορεί να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης για τη ζημία που ενδεχομένως προκλήθηκε από θεσμικό όργανο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί.

104    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 71, παράγραφος 6, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες κατά την έννοια των σκέψεων 36 και 37 ανωτέρω.

105    Όσον αφορά την εξακρίβωση του αν η ΕΚΤ διέπραξε κατάφωρη παράβαση του άρθρου 71, παράγραφος 6, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, επισημαίνεται ότι, προκειμένου να αιτιολογήσει την έκδοση της απόφασης περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης, το θεσμικό αυτό όργανο δεν ανέφερε ότι η απόφαση αυτή δικαιολογούνταν από την ύπαρξη «σοβαρών παρατυπιών» διαπραχθεισών «στο πλαίσιο της διοίκησης» της τράπεζας, κατά την έννοια του άρθρου 69 octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο b, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 70 του εν λόγω κειμένου.

106    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 69 octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο b, και το άρθρο 70 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, η εποπτική αρχή δύναται να θέσει ένα ίδρυμα υπό καθεστώς προσωρινής διαχείρισης σε περίπτωση σοβαρών παραβάσεων των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, σοβαρών παρατυπιών στη διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, όταν η επιδείνωση της κατάστασης της τράπεζας ή του τραπεζικού ομίλου είναι ιδιαιτέρως σημαντική, όταν μπορούν να προβλεφθούν σοβαρές ζημίες ενεργητικού, ή όταν ζητείται η προσωρινή διαχείριση με αιτιολογημένο αίτημα των διοικητικών οργάνων ή από την έκτακτη γενική συνέλευση του πιστωτικού ιδρύματος.

107    Εν προκειμένω, αν είχαν διαπραχθεί παρατυπίες στη διαχείριση της τράπεζας, θα έπρεπε να έχει διασφαλιστεί, για την προστασία των μετόχων, η δυνατότητα κίνησης διαδικασίας κατά των υπευθύνων. Συγκεκριμένα, μόνον η άσκηση αγωγής αποζημίωσης κατά των πρώην μελών των διοικητικών οργάνων θα είχε μπορέσει να καταστήσει δυνατή την εκ μέρους των εν λόγω υπευθύνων αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι μέτοχοι. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμο να διοριστούν ως προσωρινοί διαχειριστές πρόσωπα τα οποία είχαν στο παρελθόν ασκήσει καθήκοντα διοίκησης στην τράπεζα. Πράγματι, ο διορισμός αυτός, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες, θα είχε καταστήσει ελάχιστα ρεαλιστική την προοπτική άσκησης τέτοιας αγωγής, δεδομένου ότι οι προσωρινοί διαχειριστές δεν θα είχαν κανένα συμφέρον να θέσουν ζήτημα δικής τους ευθύνης.

108    Εντούτοις, η κατάσταση ήταν διαφορετική εν προκειμένω, δεδομένου ότι η απόφαση περί υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης δεν στηρίχθηκε, όπως προκύπτει από την εκεί χρησιμοποιούμενη διατύπωση, σε «σοβαρές παρατυπίες» φερόμενες ως διαπραχθείσες από τα προηγούμενα διοικητικά όργανα της τράπεζας, αλλά σε «σημαντική επιδείνωση της κατάστασης της τράπεζας», κατά την έννοια των άρθρων 69 octiesdecies και 70 του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας.

109    Εξάλλου, οι οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η τράπεζα προηγήθηκαν του διορισμού των P. Modiano και F. Innocenzi ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας και διευθύνοντος συμβούλου αντιστοίχως, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά (σκέψεις 5 έως 10 ανωτέρω).

110    Κατά τα λοιπά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την άσκηση του καθήκοντός της περί προληπτικής εποπτείας, η ΕΚΤ διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, χωρίς ο δικαστής να μπορεί να αντικαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση του εν λόγω θεσμικού οργάνου (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω).

111    Πάντως, η ΕΚΤ θεώρησε, κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής και χωρίς να υπερβεί τα όριά της, ότι ήταν σκόπιμο να ανατεθεί η άσκηση της προσωρινής διαχείρισης σε πρόσωπα εξοικειωμένα με το πιστωτικό ίδρυμα το οποίο αφορούσε το επίμαχο μέτρο, δεδομένου ότι η εξοικείωση αυτή θα τους παρείχε τη δυνατότητα να αντιδράσουν ταχύτερα σε ένα πλαίσιο κρίσης, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις διαδοχικές δυσχέρειες που ανέκυπταν.

112    Επ’ αυτής της βάσης, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ΕΚΤ έκανε εύλογη χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που διέθετε διορίζοντας ως προσωρινούς διαχειριστές τους P. Modiano και F. Innocenzi, οι οποίοι ήταν επαρκώς εξοικειωμένοι με τις υποθέσεις της τράπεζας, ώστε να είναι σε θέση να δράσουν ταχέως προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κρίση στην οποία βρισκόταν η τράπεζα.

113    Είναι αληθές, όπως επισημαίνουν οι ενάγοντες, ότι η εταιρική αγωγή για την αναγνώριση της ευθύνης των μελών των διαλυθέντων διοικητικών και ελεγκτικών οργάνων ασκείται, κατά τη διάρκεια της προσωρινής διαχείρισης, από τους προσωρινούς επιτρόπους, σύμφωνα με το άρθρο 72, παράγραφος 5, του ιταλικού κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας.

114    Εντούτοις, η γενική συνέλευση των μετόχων καθώς και οι μέτοχοι που κατέχουν ατομικά ή από κοινού το ένα πέμπτο του εταιρικού κεφαλαίου ή το διαφορετικό ποσό που προβλέπεται στο καταστατικό πιστωτικού ιδρύματος μπορούν, μετά την ανάληψη της τακτικής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος, να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης κατά των μελών των διοικητικών και ελεγκτικών οργάνων εντός περιόδου πέντε ετών μετά την παύση των καθηκόντων των τελευταίων, σύμφωνα με τα άρθρα 2393 και 2393 bis του ιταλικού Αστικού Κώδικα.

115    Επομένως, από τη στιγμή της ανάληψης της τακτικής διαχείρισης της τράπεζας, η συνέλευση των μετόχων και οι μέτοχοι που κατείχαν ατομικά ή από κοινού το ένα πέμπτο του εταιρικού κεφαλαίου ή το διαφορετικό ποσό που προβλέπεται στο καταστατικό της τράπεζας είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης κατά των P. Modiano και F. Innocenzi, υπό την ιδιότητά τους ως πρώην μελών του διοικητικού συμβουλίου, εντός περιόδου πέντε ετών από την ημερομηνία παύσης των καθηκόντων τους.

116    Κατά μείζονα λόγο, υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ΕΚΤ, διορίζοντας τον P. Modiano και τον F. Innocenzi ως προσωρινούς διαχειριστές, κινήθηκε εντός εύλογων ορίων κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διέθετε.

117    Επομένως, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε καμία παράβαση, η επιχειρηματολογία σχετικά με την τέταρτη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της πέμπτης παρανομίας, η οποία συνίσταται στο ότι, κατά τη λήψη μέτρου έγκαιρης παρέμβασης, η ΕΚΤ παραβίασε κατάφωρα διάφορους κανόνες και διάφορες αρχές

118    Όσον αφορά την πέμπτη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ, οι ενάγοντες προβάλλουν έξι αιτιάσεις κατά της λήψης του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης, τις οποίες αντικρούει η ΕΚΤ, με την υποστήριξη της Επιτροπής.

–       Επί της πρώτης αιτίασης, η οποία αφορά το γεγονός ότι η λήψη του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης στηρίχθηκε σε απλό κίνδυνο παράβασης του κανονιστικού πλαισίου

119    Με την πρώτη αιτίαση, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα το άρθρο 69 octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, καθόσον έλαβε το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης στηριζόμενη στην ύπαρξη απλού κινδύνου παράβασης του εφαρμοστέου κανονιστικού πλαισίου, ενώ, κατά την άποψή τους, έπρεπε να προσκομιστεί απόδειξη για προβλέψιμη παράβαση, κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής.

120    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 69 octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, η Banca d’Italia (Τράπεζα της Ιταλίας) μπορεί να λαμβάνει τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό όταν, κατόπιν ταχείας επιδείνωσης της κατάστασης της οικείας τράπεζας ή του ομίλου της, διαπιστώνει ή προβλέπει, μεταξύ άλλων, παράβαση του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 337), και του τίτλου II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ 2014, L 173, σ. 349).

121    Εν προκειμένω, το άρθρο 69 octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας εφαρμόζεται στην ΕΚΤ δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 1024/2013, κατά το οποίο το θεσμικό αυτό όργανο παρεμβαίνει ως αρμόδια αρχή αντί της εθνικής αρχής όταν, όπως εν προκειμένω, τα υπό εποπτεία ιδρύματα εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού 1024/2013.

122    Επομένως, στο μέτρο που το άρθρο 69 octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας απλώς παρέχει στην εποπτική αρχή την εξουσία να λαμβάνει μέτρο έγκαιρης παρέμβασης όταν κρίνει, κατόπιν της εκτιμήσεως στην οποία οφείλει να προβεί, ότι πληρούνται οι εκεί προβλεπόμενες προϋποθέσεις, το εν λόγω άρθρο δεν απονέμει, αυτό καθεαυτό, στους ιδιώτες δικαιώματα των οποίων την τήρηση θα μπορούσαν να αξιώσουν από τον δικαστή της Ένωσης.

123    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα των εναγόντων ότι εθίγησαν τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους ως μετόχων, δεδομένου ότι στερήθηκαν τη δυνατότητα οποιασδήποτε εμπλοκής στη διαχείριση της τράπεζας κατόπιν της λήψης του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης από την ΕΚΤ.

124    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αποτέλεσμα που ενδεχομένως θα έχει η παρέμβαση της ΕΚΤ στα συμφέροντα των μετόχων ενός πιστωτικού ιδρύματος δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης του θεσμικού αυτού οργάνου, εάν ο κανόνας στον οποίο στηρίζεται η παρέμβαση αυτή δεν αποσκοπεί στη δημιουργία ή στην προστασία, κατά τρόπο συγκεκριμένο, ενός δικαιώματος το οποίο τους απονέμεται κατά τρόπο επαρκώς καθορισμένο.

125    Όπως, πάντως, επισημάνθηκε στη σκέψη 122 ανωτέρω, το άρθρο 69 octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας δεν αποσκοπεί στη δημιουργία δικαιωμάτων υπέρ των ιδιωτών, έστω και αν είναι μέτοχοι.

126    Πράγματι, ο σκοπός του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης που ελήφθη βάσει του άρθρου 69 octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας ήταν να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, επομένως, να υλοποιηθεί σκοπός δημοσίου συμφέροντος.

127    Στο ανωτέρω πλαίσιο, η ΕΚΤ αιτιολόγησε τη λήψη του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης επικαλούμενη τον κίνδυνο παράβασης των απαιτήσεων που θέτει το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο. Στο μέτρο αυτό, ο κίνδυνος που ελήφθη υπόψη τεκμηριώθηκε κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο υπό το πρίσμα των κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 69 octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, το οποίο αναφέρεται στην ύπαρξη ταχείας επιδείνωσης της κατάστασης της εποπτευόμενης οντότητας ως μία από τις ενδείξεις πιθανής παράβασης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων από την οντότητα αυτή.

128    Συναφώς, η ΕΚΤ επισήμανε στο μέτρο έγκαιρης παρέμβασης ότι:

–        τον Ιούνιο του 2016, ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET 1) και ο δείκτης κεφαλαιακών μέσων της κατηγορίας 2 (TCR) της τράπεζας ήταν 12,29 % και 14,37 % αντίστοιχα. Ωστόσο, η αναμενόμενη εξέλιξη των δύο αυτών δεικτών το 2017 θα κατέληγε σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες του προηγούμενου έτους, δηλαδή σε 10,35 % για τον δείκτη CET 1 και σε 12,19 % για τον δείκτη TCR, τούτο δε κατά παράβαση της συνολικής κεφαλαιακής απαίτησης του 12,50 % (βλέπε σημείο 1.1.1 του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης)·

–        οι κεφαλαιακοί δείκτες ήταν πιθανό να μειωθούν ακόμη περαιτέρω σε σχέση με τις προαναφερθείσες τιμές με αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερες περιουσιακές ζημίες, λαμβανομένων υπόψη των σταθερά ανεπαρκών επιδόσεων της τράπεζας όσον αφορά την κερδοφορία κατά τα τελευταία έτη, του υψηλού πιστωτικού κινδύνου που απέρρεε από το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ο οποίος υπονόμευε την ικανότητα της εποπτευόμενης οντότητας να παράγει κέρδη, καθώς και της αβεβαιότητας σχετικά με τα μέτρα εξοικονόμησης κόστους που προβλέπονταν στο στρατηγικό σχέδιο της τράπεζας (βλ. σημεία 1.1.2 και 1.1.3 του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης).

129    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 69 octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας δεν αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, δεδομένου ότι επιδιώκει σκοπό δημοσίου συμφέροντος, και ότι ακριβώς για την επίτευξη του σκοπού αυτού τέθηκε σε εφαρμογή εν προκειμένω με τη λήψη του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης, με συνέπεια η πρώτη αιτίαση να πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της δεύτερης αιτίασης, η οποία αφορά την προβλεπόμενη από το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης υποχρέωση μεταβίβασης υπό μη ευνοϊκούς όρους των φερόμενων ως μη εξυπηρετούμενων δανείων

130    Με τη δεύτερη αιτίαση, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα το άρθρο 69 noviesdecies του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας καθόσον επέβαλε στην τράπεζα, μέσω του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης, την υποχρέωση να μεταβιβάσει υπό μη ευνοϊκούς όρους δάνεια φερόμενα ως μη εξυπηρετούμενα. Κατά τους ενάγοντες, η ως άνω διάταξη δεν επιτρέπει την επιβολή υποχρέωσης αυτού του είδους, αλλά προβλέπει μόνον τη δυνατότητα εφαρμογής σχεδίου ανάκαμψης ή κατάρτισης σχεδίου για τη διαπραγμάτευση της αναδιάρθρωσης του χρέους με τους πιστωτές.

131    Κατά το άρθρο 69 noviesdecies του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, η Τράπεζα της Ιταλίας μπορεί να ζητήσει από πιστωτικό ίδρυμα ή τη μητρική εταιρία τραπεζικού ομίλου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 69 octiesdecies, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, να εφαρμόσουν ακόμη και εν μέρει το εγκριθέν σχέδιο ανάκαμψης, να καταρτίσουν σχέδιο για τη διαπραγμάτευση της αναδιάρθρωσης του χρέους με όλους ή ορισμένους από τους πιστωτές ή, ενδεχομένως, να τροποποιήσουν την εταιρική μορφή τους.

132    Κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής, η Τράπεζα της Ιταλίας μπορεί να απαιτήσει την επικαιροποίηση του σχεδίου ανάκαμψης όταν οι προϋποθέσεις που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης αποκλίνουν από τις υποθέσεις που εξετάζονται στο σχέδιο. Επιπλέον, μπορεί να ορίσει προθεσμία για την εφαρμογή του σχεδίου και την εξάλειψη των αιτίων που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης.

133    Εν προκειμένω, το άρθρο 69 noviesdecies του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας εφαρμόζεται στην ΕΚΤ δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 1024/2013, κατά το οποίο το θεσμικό αυτό όργανο παρεμβαίνει ως αρμόδια αρχή αντί της εθνικής αρχής όταν, όπως εν προκειμένω, τα υπό εποπτεία ιδρύματα εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού 1024/2013.

134    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο μέτρο που το άρθρο 69 noviesdecies του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας απλώς παρέχει στην εποπτική αρχή την εξουσία να ζητεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να καταρτίσουν ή να εφαρμόσουν σχέδιο για τη διαπραγμάτευση της αναδιάρθρωσης του χρέους όταν πληρούνται οι εκεί προβλεπόμενες προϋποθέσεις, το εν λόγω άρθρο δεν απονέμει, αυτό καθεαυτό, δικαιώματα στους ιδιώτες.

135    Συνακόλουθα, εν προκειμένω, η ΕΚΤ απέβλεπε στην επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος όταν ζήτησε από την τράπεζα, μέσω του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης, να υποβάλει, πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 2017, στρατηγικό σχέδιο και επιχειρησιακό σχέδιο τα οποία έπρεπε, τουλάχιστον:

–        να αναφέρουν τα μέτρα που είχε την πρόθεση να λάβει η τράπεζα προκειμένου να μειώσει το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων·

–        να συμπεριλαμβάνουν ποσοτικούς στόχους για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων·

–        να παραθέτουν χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των εν λόγω μέτρων·

–        να λαμβάνουν υπόψη τους ελάχιστους στόχους που έθεσε η ΕΚΤ κατά την επιλογή των μέτρων που έπρεπε να ληφθούν για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ήτοι ανώτατο όριο 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων στις 31 Δεκεμβρίου 2017, 4,6 δισεκατομμυρίων ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2018 και 3,7 δισεκατομμυρίων ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2019· και

–        να έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της τράπεζας.

136    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι ενάγοντες, το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης δεν απαιτούσε από την τράπεζα να μεταβιβάσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ακόμη δε λιγότερο να τα μεταβιβάσει σε καθορισμένες τιμές κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου. Σύμφωνα με το άρθρο 69 noviesdecies του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας, με το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης η ΕΚΤ αρκέστηκε να ζητήσει από την τράπεζα να υποβάλει στρατηγικό σχέδιο και επιχειρησιακό σχέδιο για τη μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον ισολογισμό της. Ωστόσο, τα σχέδια αυτά έπρεπε να καταρτιστούν και να εγκριθούν από την τράπεζα. Η τράπεζα όφειλε, μεταξύ άλλων, να προσδιορίσει και να εφαρμόσει τα κατάλληλα μέτρα, υποδεικνύοντας, για παράδειγμα, ποια μη εξυπηρετούμενα δάνεια πρέπει να μεταβιβαστούν, με ποιους όρους, σε ποιον και σε ποια τιμή.

137    Επιπλέον, το άρθρο 69 noviesdecies του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας δεν αντιτίθεται σε μέτρο έγκαιρης παρέμβασης το οποίο καθορίζει ελάχιστους στόχους και προθεσμίες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Πράγματι, η διάταξη αυτή παρέχει ρητώς στην ΕΚΤ την εξουσία να τάσσει προθεσμία για την εφαρμογή του σχεδίου και την εξάλειψη των αιτίων της έγκαιρης παρέμβασης.

138    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 69 noviesdecies του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας επιδιώκει σκοπό δημοσίου συμφέροντος χωρίς να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και ότι η ΕΚΤ απέβλεπε στην επίτευξη αυτού ακριβώς του σκοπού όταν εφάρμοσε εν προκειμένω το εν λόγω άρθρο στο πλαίσιο λήψης του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης το οποίο αφορά η δεύτερη αιτίαση.

139    Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της τρίτης αιτίασης, η οποία αφορά την τήρηση, εντός συγκεκριμένης περιόδου, των απαιτήσεων που επιβάλλονται στον τομέα των ιδίων κεφαλαίων

140    Με την τρίτη αιτίαση, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ παρέβη κατάφωρα το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, δεδομένου ότι, με το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης, έκρινε ότι η εκ μέρους της τράπεζας παράβαση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων θα μπορούσε να έχει υλοποιηθεί σε χρονικό ορίζοντα άνω των δώδεκα μηνών μετά τη λήψη του μέτρου αυτού.

141    Κατά τους ενάγοντες, το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 περιορίζει την εξουσία της ΕΚΤ να λαμβάνει μέτρο έναντι πιστωτικού ιδρύματος μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κίνδυνος παράβασης του εφαρμοστέου κανονιστικού πλαισίου εκ μέρους του ιδρύματος αυτού επέρχεται, το αργότερο, εντός δώδεκα μηνών από την παρέμβαση της ΕΚΤ.

142    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 82 ανωτέρω, το άρθρο 16 του κανονισμού 1024/2013 αναθέτει στην ΕΚΤ εξουσίες προληπτικής εποπτείας επιδιώκοντας σκοπό δημοσίου συμφέροντος χωρίς να απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες.

143    Επομένως, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της τέταρτης αιτίασης, η οποία αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

144    Με την τέταρτη αιτίαση, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ παραβίασε κατάφωρα την αρχή της ίσης μεταχείρισης καθόσον, στο πλαίσιο του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης, επέβαλε στην τράπεζα αυστηρότερα μέτρα από εκείνα που ελήφθησαν έναντι άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία, ωστόσο, βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση.

145    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, RPO, C‑390/15, EU:C:2017:174, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

146    Ως εκ τούτου, η αρχή της ίσης μεταχείρισης μπορεί, κατά τη νομολογία, να απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 87, και της 24ης Ιανουαρίου 2017, Nausicaa Anadyomène και Banque d’escompte κατά ΕΚΤ, T‑749/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:21, σκέψη 110).

147    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί αν η ΕΚΤ, λαμβάνοντας το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης, υπέπεσε σε σοβαρή και πρόδηλη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, υπερβαίνοντας τα όρια της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που της αναγνωρίζεται.

148    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της, η ΕΚΤ πρέπει να διενεργεί τεχνικές αξιολογήσεις, λαμβάνοντας υπόψη ευρύ φάσμα μεταβλητών, όπως τα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων και ρευστότητας, τα οικονομικά μοντέλα, τη διακυβέρνηση, τους κινδύνους, τον συστημικό αντίκτυπο και τα μακροοικονομικά σενάρια. Επομένως, η προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν περιορίζεται σε ποσοτική και μηχανική σύγκριση μεμονωμένων αριθμητικών στοιχείων υπολογιζόμενων με τη μέθοδο της στατιστικής προβολής, αλλά απαιτεί συνολική εποπτική κρίση επί της κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος συνοδευόμενη από ευρεία εξουσία εκτιμήσεως.

149    Στο μέτρο παρέμβασης, για να αποδείξει την επέλευση ταχείας επιδείνωσης της τράπεζας, η ΕΚΤ δεν περιορίστηκε στη διαπίστωση της παράβασης των κεφαλαιακών απαιτήσεων που συνδέονται με το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά αναφέρθηκε επίσης σε διάφορα στοιχεία που μαρτυρούσαν, κατά την άποψή της, την εύθραυστη κατάσταση της τράπεζας, όπως είναι: ο πιστωτικός κίνδυνος (σελίδα 2, σημείο 1.1.1), η χαμηλή αποδοτικότητα (σελίδα 2, σημείο 1.1.1), οι ζημίες που είχαν σημειωθεί κατά τα προηγούμενα έτη [σελίδα 3, σημείο 1.12 (i)], τα μέτρια αποτελέσματα στη δημιουργία εσόδων εκμετάλλευσης [σελίδα 3, σημείο 1.1.2 (i)], ο πολύ υψηλός δείκτης κόστους προς έσοδα [σελίδα 4, σημείο 1.1.2 (i)], η αβεβαιότητα όσον αφορά τα μέτρα εξοικονόμησης κόστους [σελίδα 4, σημείο 1.1.2 (iii)] και η αδυναμία που χαρακτηρίζει την κατάσταση ρευστότητας (σελίδα 7, σημείο 2.4).

150    Κατά τη νομολογία, εφόσον ο προσφεύγων-ενάγων επικαλείται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σε αυτόν εναπόκειται να προσδιορίσει επακριβώς τις συγκρίσιμες καταστάσεις που θεωρεί ότι αντιμετωπίστηκαν με διαφορετικό τρόπο ή τις διαφορετικές καταστάσεις που θεωρεί ότι αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο τρόπο (πρβλ. απόφαση της της 13ης Ιουλίου 2018, K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ., T‑680/13, EU:T:2018:486, σκέψη 442 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

151    Επομένως, οι ενάγοντες όφειλαν –εφόσον ήταν αυτή η πρόθεσή τους– να έχουν αποδείξει εν προκειμένω, υπό το πρίσμα των παραμέτρων που αναφέρθηκαν στη σκέψη 149 ανωτέρω, ότι άλλα ιταλικά πιστωτικά ιδρύματα ευρισκόμενα σε συγκρίσιμη κατάσταση είχαν τύχει διαφορετικής μεταχείρισης.

152    Είναι βεβαίως αληθές ότι οι ενάγοντες προσκόμισαν, με τα δικόγραφά τους, έκθεση η οποία συνέκρινε την ποσότητα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που κατείχε η τράπεζα με εκείνα που κατείχαν άλλα ιταλικά πιστωτικά ιδρύματα. Εντούτοις, ο τρόπος κατά τον οποίο συσχέτισαν την ιδιαίτερη αυτή κατάσταση με τις αποφάσεις που έλαβε η ΕΚΤ δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πραγματικής διαφορετικής μεταχείρισης μεταξύ της τράπεζας και άλλων ιταλικών πιστωτικών ιδρυμάτων.

153    Επομένως, η τέταρτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της πέμπτης αιτίασης, η οποία αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

154    Με την πέμπτη αιτίαση, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ παραβίασε κατάφωρα την αρχή της αναλογικότητας καθόσον, ενώ ήταν δυνατόν να ληφθούν λιγότερο δραστικά μέτρα, επέβαλε στην τράπεζα υποχρέωση η οποία προκάλεσε ευθύς εξαρχής άμεση απομείωση των δανείων της τράπεζας, με αποτέλεσμα σημαντικές ζημίες για την τελευταία.

155    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ως γενική αρχή του δικαίου, η αρχή της αναλογικότητας κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ και μπορεί, κατά τη νομολογία, να απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες (αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Emesa Sugar κατά Συμβουλίου, T‑43/98, EU:T:2001:279, σκέψη 64, και της 29ης Νοεμβρίου 2016, T laborL Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, T‑279/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:683, σκέψη 58).

156    Επομένως, οι ιδιώτες έχουν τη δυνατότητα να θεμελιώσουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης αποδεικνύοντας ότι η ΕΚΤ τους προξένησε ζημία καθόσον επέδειξε συμπεριφορά αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον αποδείξουν ότι το θεσμικό όργανο υπέπεσε σε σοβαρή και πρόδηλη παραβίαση της αρχής αυτής.

157    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να είναι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρόσφορες για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οικεία ρύθμιση θεμιτών σκοπών χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται από το μέτρο αυτό δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2020, VQ κατά ΕΚΤ, T‑203/18, EU:T:2020:313, σκέψη 61· βλ. επίσης απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψη 142 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

158    Όταν επιλαμβάνεται αιτήματος ελέγχου της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, ο δικαστής οφείλει να λαμβάνει υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης (απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 68).

159    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 45 ανωτέρω, η ΕΚΤ διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την άσκηση των καθηκόντων της προληπτικής εποπτείας.

160    Σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογηθεί η λήψη του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης, η ΕΚΤ ανέλυσε ως ακολούθως τον αναλογικό χαρακτήρα της υποχρέωσης που σκόπευε να επιβάλει σε σχέση με τα δάνεια που περιλαμβάνονταν στην περιουσία της τράπεζας αλλά δεν είχαν την απόδοση που θεωρούσε αναγκαία για τη συμμόρφωση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία της Ένωσης.

161    Στην αρχή της ανάλυσής της, η ΕΚΤ αξιολόγησε ως πιθανό τον κίνδυνο παραβίασης, εκ μέρους της Τράπεζας, των κεφαλαιακών απαιτήσεων που συνδέονται με την κατοχή μη εξυπηρετούμενων δανείων (σημείο 1.1.1 του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης).

162    Στη συνέχεια, σημείωσε την ακαταλληλότητα του στρατηγικού σχεδίου που είχε υποβάλει η τράπεζα, στις 14 Ιουνίου 2016, για την επίτευξη των στόχων που είχε θέσει η ΕΚΤ όσον αφορά τη μείωση του δείκτη κόστους προς έσοδα και τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (σημείο 1.1.5 του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης).

163    Εκτός αυτού, επισήμανε ότι η τράπεζα είχε υποστεί σοβαρή επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης με σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου κατά την περίοδο 2013-2016 και με σημαντική αδυναμία όσον αφορά τη διαθέσιμη ρευστότητα (σημεία 2.3 και 2.4 του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης).

164    Σε αυτή τη βάση, η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο με το οποίο ζητήθηκε από την τράπεζα να υποβάλει στρατηγικό σχέδιο και επιχειρησιακό σχέδιο για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν:

–        αναλογικό σε σχέση με την κατάσταση της τράπεζας·

–        κατάλληλο για τη βελτίωση της κατάστασης της εποπτευόμενης οντότητας από πλευράς προληπτικής εποπτείας, δεδομένου ότι το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες κινδύνου στους οποίους ήταν εκτεθειμένη η τράπεζα·

–        απολύτως απαραίτητο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή την ανάκαμψη της περιουσιακής κατάστασης της τράπεζας, καθόσον δεν θεωρήθηκε δυνατή η λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος (σημείο 1.1.5 του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης).

165    Βάσει της ανάλυσης αυτής, η ΕΚΤ μπορούσε να κρίνει, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου για την τράπεζα, ότι ήταν σκόπιμο και αναγκαίο να λάβει το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης, μη υφισταμένων εναλλακτικών λύσεων χάρη στις οποίες να μπορούν να τερματιστούν με ικανοποιητικό τρόπο οι δυσχέρειες που αντιμετώπιζε τότε η τράπεζα.

166    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν στοιχεία από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι, λαμβάνοντας το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης, η ΕΚΤ υπέπεσε σε σοβαρή και πρόδηλη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

167    Επομένως, η πέμπτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, όπως και η επιχειρηματολογία που αφορά την πέμπτη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ στο σύνολό της.

–       Επί της έκτης αιτίασης, η οποία αφορά την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλαν οι ενάγοντες σε σχέση με το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης

168    Οι ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει παρεμπιπτόντως, βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, το ανεφάρμοστο του μέτρου έγκαιρης παρέμβασης, διότι το μέτρο είναι παράνομο για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 119 έως 167 ανωτέρω.

169    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, κάθε διάδικος μπορεί, επ’ ευκαιρία διαφοράς που θέτει υπό αμφισβήτηση πράξη γενικής ισχύος που έχει εκδοθεί από θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, να επικαλείται το ανεφάρμοστο της πράξης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για έναν από τους λόγους του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τούτο δε παρά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

170    Κατά τη νομολογία, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας εφαρμόζεται, επί ποινή απαραδέκτου, μόνο στις πράξεις γενικής ισχύος (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1993, Reinarz κατά Επιτροπής, T‑6/92 και T‑52/92, EU:T:1993:89, σκέψη 56).

171    Μια πράξη έχει γενική ισχύ, κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, αν αφορά αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που καθορίζονται κατά τρόπο αφηρημένο (αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Paulini κατά ΕΚΤ, T‑764/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:101, σκέψη 32, και της 5ης Μαΐου 2021, Pharmaceutical Works Polpharma κατά EMA, T‑611/18, EU:T:2021:241, σκέψη 90).

172    Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η ΕΚΤ απηύθυνε το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης ειδικώς στην τράπεζα, επιβάλλοντάς της την υποχρέωση, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών δυσχερειών στις οποίες ήταν εκτεθειμένη, να υποβάλει στρατηγικό σχέδιο και επιχειρησιακό σχέδιο για τη μείωση των εκδόσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων.

173    Εξ αυτών έπεται ότι το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης δεν συνιστά πράξη γενικής ισχύος κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 171 ανωτέρω.

174    Επομένως, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί της έκτης παρανομίας, η οποία συνίσταται στο ότι, με την απόφαση για τα ίδια κεφάλαια, η προθεσμία την οποία επέβαλε η ΕΚΤ στην τράπεζα ήταν υπερβολικά σύντομη για να μπορέσει η τελευταία να τηρήσει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που της είχαν επιβληθεί

175    Όσον αφορά την έκτη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι, με την απόφαση για τα ίδια κεφάλαια, η προθεσμία την οποία επέβαλε η ΕΚΤ στην τράπεζα ήταν υπερβολικά σύντομη για να μπορέσει η τελευταία να τηρήσει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που της είχαν επιβληθεί. Ειδικότερα, κατά τους ενάγοντες, δεν ήταν εύλογο να ζητηθεί από την τράπεζα να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις αυτές έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, ήτοι 19 μόνον εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία που όρισε η ΕΚΤ για την υποβολή και την έγκριση, εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας, σχεδίου διατήρησης των ιδίων κεφαλαίων.

176    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει την ως άνω επιχειρηματολογία.

177    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αξιολόγηση από την ΕΚΤ των ληπτέων μέτρων προκειμένου να τερματιστεί μια προβληματική κατάσταση αποτελεί μέρος της εκτίμησης που πρέπει να πραγματοποιείται βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Η εν λόγω αρχή εξετάστηκε στο πλαίσιο της ανάλυσης όσον αφορά την πέμπτη παρανομία της συμπεριφοράς της ΕΚΤ, σε σχέση με το μέτρο έγκαιρης παρέμβασης (πέμπτη αιτίαση). Τώρα προβάλλεται όσον αφορά την έκτη παρανομία της συμπεριφοράς της ΕΚΤ, σε σχέση με την απόφαση για τα ίδια κεφάλαια, κατά της οποίας επίσης διατυπώνεται αιτίαση λόγω παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας.

178    Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 155 και 156 ανωτέρω, κατά τη νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας μπορεί να απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες. Πράγματι, η αρχή αυτή τους παρέχει δυνατότητα να θεμελιώσουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης αποδεικνύοντας ότι η ΕΚΤ τους προξένησε ζημία καθόσον επέδειξε συμπεριφορά αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον αποδείξουν ότι το θεσμικό όργανο υπέπεσε σε σοβαρή και πρόδηλη παραβίαση της αρχής αυτής.

179    Εν προκειμένω, πρέπει να εξακριβωθεί αν η ΕΚΤ, εκδίδοντας την απόφαση για τα ίδια κεφάλαια, τήρησε την αρχή της αναλογικότητας.

180    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ΕΚΤ αξιολόγησε επακριβώς, στο κείμενο της απόφασης για τα ίδια κεφάλαια, τον αναλογικό της χαρακτήρα.

181    Κατ’ αρχάς, επισήμανε ότι, το 2018, η απόπειρα της τράπεζας να εκδώσει ίδια κεφάλαια στην αγορά απέτυχε τρεις φορές (τον Μάρτιο, τον Μάιο και τον Ιούνιο) και ότι οι αποτυχίες αυτές οδήγησαν σε ορισμένες παραιτήσεις εντός του διοικητικού συμβουλίου, μεταξύ των οποίων και στην παραίτηση του V. Malacalza, γεγονός που κατέστησε αναγκαίο τον διορισμό νέου διοικητικού συμβουλίου. Επομένως, κατά την ΕΚΤ, η τράπεζα παρουσίαζε προφίλ χαρακτηριζόμενο από τον κίνδυνο και την αβεβαιότητα ως προς την οικονομική ευρωστία και τη διακυβέρνησή της (σημείο 1.1 της απόφασης για τα ίδια κεφάλαια).

182    Στη συνέχεια, η ΕΚΤ υποστήριξε ότι το σχέδιο διατήρησης των ιδίων κεφαλαίων που υπέβαλε η τράπεζα στις 22 Ιουνίου 2018 δεν καθιστούσε δυνατή την εκπλήρωση της συνολικής κεφαλαιακής απαίτησης εντός εύλογης προθεσμίας, δεδομένου ότι η δυνατότητα υλοποίησης, το χρονοδιάγραμμα και η αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων μέτρων αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση των συνθηκών της αγοράς και του ενδιαφέροντος των επενδυτών, ήτοι παραγόντων οι οποίοι τότε δεν ήταν ευνοϊκοί για την τράπεζα (σημείο 2.1.1 της απόφασης για τα ίδια κεφάλαια).

183    Τέλος, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα μέτρα που προέβλεπε η τράπεζα στο σχέδιο διατήρησης των ιδίων κεφαλαίων της 22ας Ιουνίου 2018 είχαν τεθεί σε εφαρμογή, δεν θα είχαν αποτελέσει αξιόπιστη βάση για να διασφαλιστεί υπό βιώσιμους όρους η τήρηση των απαιτήσεων σχετικά με τα ίδια κεφάλαια (σημείο 2.1.2 της απόφασης για τα ίδια κεφάλαια).

184    Βάσει της ανάλυσης αυτής, η ΕΚΤ μπορούσε να κρίνει, λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού κινδύνου να μην κατορθώσει η τράπεζα να αποκαταστήσει τα ίδια κεφάλαιά της στο άμεσο μέλλον, ότι ήταν σκόπιμο και αναγκαίο να της ζητηθεί να υποβάλει και να εγκρίνει μέσω του διοικητικού της συμβουλίου, το αργότερο έως τις 30 Νοεμβρίου 2018, νέο σχέδιο για να αποκατασταθεί και να διασφαλιστεί υπό βιώσιμους όρους η τήρηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018 το αργότερο. Η απόφαση αυτή ήταν, κατά την ΕΚΤ, η μόνη που θα καθιστούσε δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι την ανάκαμψη της περιουσιακής κατάστασης της τράπεζας (σημείο 2.1.2 της απόφασης για τα ίδια κεφάλαια).

185    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν στοιχεία από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι η ΕΚΤ, εκδίδοντας την απόφαση για τα ίδια κεφάλαια, υπέπεσε σε σοβαρή και πρόδηλη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

186    Επομένως, η επιχειρηματολογία σχετικά με την έκτη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της έβδομης παρανομίας, η οποία συνίσταται στο ότι η ΕΚΤ παραβίασε κατάφωρα την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθόσον παρέσχε διαβεβαιώσεις στους μετόχους σχετικά με την κατάσταση της τράπεζας

187    Όσον αφορά την έβδομη παρανομία, οι ενάγοντες προβάλλουν τρεις αιτιάσεις που αφορούν τη φερόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης από την ΕΚΤ.

188    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει τις ανωτέρω αιτιάσεις.

189    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1992, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:1992:217, σκέψη 15, και της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Emesa Sugar κατά Συμβουλίου, T‑43/98, EU:T:2001:279, σκέψη 64).

190    Κατά τη νομολογία, η δυνατότητα επίκλησης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης υπόκειται σε τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις. Πρέπει να έχουν δοθεί από τη διοίκηση της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Οι δοθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους εφαρμοστέους κανόνες (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 75, και της 24ης Ιανουαρίου 2017, Nausicaa Anadyomène και Banque d’escompte κατά ΕΚΤ, T‑749/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:21, σκέψη 81).

191    Η νομολογία διευκρινίζει επίσης ότι η δυνατότητα επίκλησης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχεται σε όλους τους επιχειρηματίες στους οποίους ορισμένη αρχή δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Εντούτοις, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση ενός μέτρου ικανού να θίξει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την εν λόγω αρχή μετά τη λήψη του μέτρου αυτού. Εκτός αυτού, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να τρέφουν δικαιολογημένα προσδοκίες ως προς τη διατήρηση μιας υφισταμένης κατάστασης που μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της άσκησης εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν οι αρχές (βλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Admiral Gaming Network κ.λπ., C‑475/20 έως C‑482/20, EU:C:2022:714, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

192    Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο πρέπει να εκτιμηθούν οι τρεις αιτιάσεις που προβάλλουν οι ενάγοντες.

–       Επί της πρώτης αιτίασης, η οποία αφορά τη μη παρέμβαση της ΕΚΤ κατόπιν παραπλανητικών δηλώσεων των διαχειριστών της τράπεζας

193    Με την πρώτη αιτίαση, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ παραβίασε κατάφωρα την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον δεν παρενέβη ώστε να διορθώσει παραπλανητικές δηλώσεις στις οποίες προέβησαν οι διαχειριστές της τράπεζας σχετικά με την οικονομική ευρωστία της.

194    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ως άνω συμπεριφορά που αποδίδεται στην ΕΚΤ επικρίθηκε επίσης στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας σχετικά με την πρώτη παρανομία, με την οποία οι ενάγοντες υποστήριξαν, ανεπιτυχώς, ότι το θεσμικό αυτό όργανο όφειλε να έχει παρέμβει, δυνάμει του ιταλικού δικαίου, προκειμένου να διορθώσει τις παραπλανητικές δηλώσεις των οι διαχειριστών της τράπεζας (σκέψεις 59 επ. ανωτέρω).

195    Όσον αφορά την έβδομη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ, η ίδια συμπεριφορά επικρίνεται υπό το πρίσμα της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η παράλειψη της ΕΚΤ να παρέμβει διορθωτικά δημιούργησε δικαιολογημένη προσδοκία σε αυτούς όσον αφορά την οικονομική ευρωστία της τράπεζας.

196    Χωρίς να αμφισβητείται το ενδεχόμενο ότι οι ενάγοντες μπορεί να ήλπιζαν ότι η κατάσταση της τράπεζας θα βελτιωνόταν, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η έλλειψη παρέμβασης εκ μέρους της ΕΚΤ για τη διόρθωση των φερόμενων ως παραπλανητικών δηλώσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παροχή διαβεβαιώσεων από την ίδια ως προς τη συμπεριφορά που είχε την πρόθεση να υιοθετήσει έναντι της τράπεζας και, δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, ότι είναι πρόδηλο ότι η παράλειψη αυτή, όσον αφορά τη μορφή που έλαβε, δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση κατά την οποία οι διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες ώστε να μπορούν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 190 ανωτέρω.

197    Επομένως, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της δεύτερης αιτίασης, η οποία αφορά τις θετικές εκτιμήσεις της ΕΚΤ σχετικά με τις αυξήσεις κεφαλαίου στις οποίες προέβη η τράπεζα πριν από το 2019

198    Με τη δεύτερη αιτίαση, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ παραβίασε κατάφωρα την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθόσον διατύπωσε θετικές εκτιμήσεις σχετικά με τις αυξήσεις κεφαλαίου στις οποίες προέβη η τράπεζα πριν από το 2019.

199    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τα δικόγραφά τους, οι ενάγοντες παρέπεμψαν γενικώς στις αυξήσεις κεφαλαίου που πραγματοποίησε η τράπεζα το 2015, το 2016, το 2017 και το 2018, χωρίς να προσδιορίσουν επακριβώς τις αυξήσεις κεφαλαίου τις οποίες αφορά ειδικώς η αιτίαση.

200    Επιπλέον, οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η ΕΚΤ είχε διατυπώσει θετικές εκτιμήσεις σχετικά με τις αυξήσεις κεφαλαίου στις οποίες προέβη η τράπεζα πριν από το 2019 και ότι οι εκτιμήσεις αυτές πληρούσαν τις απαιτήσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 190 ανωτέρω ώστε να μπορούν νομίμως να τους δημιουργήσουν συγκεκριμένη προσδοκία ως προς τη συμπεριφορά που θα υιοθετούσε η ΕΚΤ.

201    Για το παραδεκτό μιας αιτίασης είναι αναγκαίο τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από τα δικόγραφα του διαδίκου που την προβάλλει. Τα στοιχεία αυτά είναι απαραίτητα ώστε να καθίσταται δυνατό στον μεν καθού ή εναγόμενο να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προβληθείσας επιχειρηματολογίας (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Corporación Empresarial de Materiales de Construcción κατά Επιτροπής, T‑250/12, EU:T:2015:749, σκέψη 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

202    Συνεπώς, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

–       Επί της τρίτης αιτίασης, η οποία αφορά τις διαβεβαιώσεις της ΕΚΤ σχετικά με την ευρωστία της τράπεζας

203    Με την τρίτη αιτίαση, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ παραβίασε κατάφωρα την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχοντας στους μετόχους της τράπεζας διαβεβαιώσεις ως προς την ευρωστία της τράπεζας, οι οποίες τους οδήγησαν να πραγματοποιήσουν σημαντικές επενδύσεις.

204    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν προς στήριξη της αξίωσής τους κανένα στοιχείο δυνάμενο να προσδιορίσει τις διαβεβαιώσεις που φέρεται ότι παρέσχε η ΕΚΤ όσον αφορά την οικονομική ευρωστία της τράπεζας ή τις περιστάσεις υπό τις οποίες ισχυρίζονται ότι παρασχέθηκαν οι διαβεβαιώσεις αυτές.

205    Σύμφωνα όμως με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 201 ανωτέρω, για το παραδεκτό μιας αιτίασης είναι αναγκαίο τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από τα δικόγραφα του διαδίκου που την προβάλλει.

206    Υπό τις συνθήκες αυτές, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

207     Δεδομένου ότι όλες οι αιτιάσεις απορρίφθηκαν, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η επιχειρηματολογία που αφορά την έβδομη παρανομία.

 Επί της όγδοης παρανομίας, η οποία συνίσταται στο ότι η ΕΚΤ προσέβαλε κατάφωρα το δικαίωμα ιδιοκτησίας που αναγνωρίζεται στους μετόχους, προκαλώντας, με τις πράξεις και τις παραλείψεις της, σημαντική μείωση της αξίας των συμμετοχών τους στην τράπεζα

208    Όσον αφορά την όγδοη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ προσέβαλε το δικαίωμα τους ιδιοκτησίας προκαλώντας, με τις πράξεις και τις παραλείψεις της, σημαντική μείωση της αξίας των συμμετοχών τους στην τράπεζα.

209    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει την ως άνω επιχειρηματολογία.

210    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από τον νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.

211    Κατά τη νομολογία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1, του Χάρτη, συνιστά κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 66, και της 23ης Μαΐου 2019, Steinhoff κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑107/17, EU:T:2019:353, σκέψη 96).

212    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η ΕΚΤ προσέβαλε το δικαίωμα ιδιοκτησίας των εναγόντων κατά τρόπο σοβαρό και πρόδηλο.

213    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 201 ανωτέρω, για το παραδεκτό μιας προσφυγής ή αγωγής είναι αναγκαίο τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από τα δικόγραφα που καταθέτουν οι προσφεύγοντες ή ενάγοντες.

214    Εν προκειμένω, πάντως, οι ενάγοντες επισήμαναν ότι η αξία των συμμετοχών τους μειώθηκε και απέδωσαν την εξέλιξη αυτή στις αποφάσεις που έλαβε η τράπεζα κατόπιν των μέτρων που υιοθέτησε η ΕΚΤ, χωρίς ωστόσο να αποδείξουν ότι τα μέτρα αυτά προκάλεσαν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα και χωρίς να έχουν προσκομίσει ανάλυση από την οποία να μπορεί να συναχθεί ότι το εν λόγω αποτέλεσμα δεν οφειλόταν, άμεσα ή έμμεσα, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, σε άλλα πραγματικά γεγονότα ή σε άλλες περιστάσεις.

215    Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιχειρηματολογία σχετικά με την όγδοη παρανομία της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΕΚΤ πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

216    Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι καμία από τις περιπτώσεις παρανομίας της προσαπτόμενης στην ΕΚΤ συμπεριφοράς τις οποίες προέβαλαν οι ενάγοντες δεν μπορεί να θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη της ΕΚΤ, κατά την έννοια του άρθρου 340, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

217    Για τον λόγο αυτό, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί χωρίς να είναι αναγκαίο ούτε να εκτιμηθεί αν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις των οποίων η τήρηση απαιτείται από τη νομολογία για να μπορέσει να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη θεσμικού οργάνου της Ένωσης, ήτοι το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας, ούτε να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των αιτημάτων των εναγόντων σχετικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

218    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

219    Δεδομένου ότι οι ενάγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της EKT και της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει τη Malacalza Investimenti Srl και τον Vittorio Malacalza στα δικαστικά έξοδα.

Porchia

Jaeger

Madise

Nihoul

 

      Verschuur

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Ιουνίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.