ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE
της 22ας Φεβρουαρίου 2018 (1)
Υπόθεση C‑44/17
The Scotch Whisky Association, The Registered Office
κατά
Michael Klotz
[αίτηση του Landgericht Hamburg (πρωτοδικείου Αμβούργου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών – Κανονισμός (ΕΚ) 110/2008 – Άρθρο16, στοιχεία αʹ, βʹ και γʹ – Παράρτημα III – Καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη “Scotch Whisky” – Ουίσκι που παράγεται στη Γερμανία και διατίθεται στην αγορά με την ονομασία “Glen Buchenbach” – Έννοια της “έμμεσης χρήσεως” καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως – Έννοια του “[υπαινιγμού]” τέτοιας ενδείξεως – Έννοια της “ψευδούς ή παραπλανητικής ενδείξεως” – Απαιτείται ταυτότητα με την ένδειξη, φωνητική ή/και οπτική ομοιότητα ή δημιουργία κάποιου συνειρμού στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή – Ενδεχόμενη συνεκτίμηση του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη ονομασία»
I. Εισαγωγή
1. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Landgericht Hamburg (πρωτοδικείου Αμβούργου, Γερμανία) αφορά την ερμηνεία του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΚ) 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 του Συμβουλίου (2). Το εν λόγω άρθρο 16 προστατεύει το σύνολο των καταχωρισμένων στο παράρτημα III του κανονισμού 110/2008 γεωγραφικών ενδείξεων (3) κατά πρακτικών ικανών να παραπλανήσουν τους καταναλωτές όσον αφορά την καταγωγή τέτοιων προϊόντων.
2. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εντάσσεται στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ οργανώσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, με σκοπό την προώθηση των συμφερόντων της βιομηχανίας σκωτσέζικου ουίσκι, και Γερμανού πωλητή, αφορώσας αγωγή με αίτημα την παύση της διαθέσεως στο εμπόριο από αυτόν ουίσκι παραγόμενου στη Γερμανία και φέροντος την ονομασία «Glen Buchenbach». Η ενάγουσα της κύριας δίκης διατείνεται ότι η χρήση του όρου «Glen» θίγει την καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη «Scotch Whisky», καθόσον συνιστά ταυτόχρονα έμμεση εμπορική χρήση και υπαινιγμό της ενδείξεως αυτής, καθώς και ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη, που απαγορεύονται αντίστοιχα από το άρθρο 16, σημεία αʹ, βʹ και γʹ, του κανονισμού 110/2008.
3. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, καταρχάς, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η έννοια της «έμμεσης […] χρήσεως», κατά το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, προϋποθέτει ότι η προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη πρέπει να χρησιμοποιείται σε πανομοιότυπη μορφή ή σε φωνητικώς ή/και οπτικώς παρόμοια μορφή ή αν αρκεί ο επίμαχος όρος να δημιουργεί στους ενδιαφερόμενους καταναλωτές οποιονδήποτε συνειρμό σχετικό με την εν λόγω ένδειξη. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση που αρκεί ένας απλός συνειρμός, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο χρησιμοποιούμενος για την περιγραφή του οικείου προϊόντος όρος και ιδίως το γεγονός ότι η πραγματική καταγωγή του εν λόγω προϊόντος μνημονεύεται επίσης στην ετικέτα του.
4. Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η έννοια του «[υπαινιγμού]» που μνημονεύεται στο άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού προϋποθέτει την ύπαρξη φωνητικής ή/και οπτικής ομοιότητας μεταξύ της προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως και του επίμαχου όρου ή αν αρκεί να δημιουργεί ο όρος αυτός στο ενδιαφερόμενο κοινό οποιονδήποτε συνειρμό σχετικό με την εν λόγω ένδειξη. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση που αρκεί τέτοιος συνειρμός, πρέπει, για τον σκοπό της εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιείται ο όρος αυτός.
5. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, για να εξεταστεί κατά πόσον υφίσταται «άλλη ψευδής ή παραπλανητική ένδειξη», κατά την έννοια του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού, απαιτείται να ληφθεί επίσης υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο επίμαχος όρος.
6. Η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από εκείνες στις οποίες το Δικαστήριο έχει ήδη ερμηνεύσει τις διατάξεις του άρθρου 16 του κανονισμού 110/2008 (4), καθόσον παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι έχει ως αντικείμενο μια άνευ προηγουμένου κατάσταση στην οποία –όπως καθίσταται πρόδηλο από τα υποβληθέντα εν προκειμένω ερωτήματα– η επίμαχη ονομασία δεν εμφανίζει καμία ομοιότητα, ούτε φωνητική ούτε οπτική, με την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη, αλλά υποστηρίζεται ότι είναι ικανή να οδηγήσει τους καταναλωτές να τη συνδέσουν εσφαλμένα με την εν λόγω ένδειξη. Επιπλέον, το Δικαστήριο καλείται εμμέσως να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 16, στοιχεία αʹ έως γʹ, κανόνες, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών περιπτώσεων που μνημονεύονται στις διατάξεις αυτές.
II. Το νομικό πλαίσιο
7. Ο κανονισμός 110/2008 προβλέπει στο άρθρο 16 αυτού, το οποίο επιγράφεται «Προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων», ότι «οι γεωγραφικές ενδείξεις που έχουν καταχωρισθεί στο παράρτημα III προστατεύονται από:
α) κάθε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση για προϊόντα που δεν καλύπτονται από την καταχώριση, στον βαθμό που τα προϊόντα αυτά είναι συγκρίσιμα με το αλκοολούχο ποτό που έχει καταχωριστεί με τη συγκεκριμένη γεωγραφική ένδειξη ή η χρήση αυτή εκμεταλλεύεται τη φήμη της καταχωρισμένης γεωγραφικής ένδειξης·
β) κάθε κατάχρηση, απομίμηση ή [υπαινιγμό], έστω και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος ή αν η γεωγραφική ένδειξη χρησιμοποιείται μεταφρασμένη ή συνοδεύεται από εκφράσεις όπως “είδους”, “τύπου”, “στυλ”, “παραγωγής”, “με άρωμα/γεύση” ή άλλο ανάλογο όρο·
γ) κάθε άλλη ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη όσον αφορά την προέλευση, την καταγωγή, τη φύση ή βασικές ιδιότητες του προϊόντος στην περιγραφή, την παρουσίαση ή την επισήμανσή του, ικανή να δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις όσον αφορά την καταγωγή του·
δ) κάθε άλλη πρακτική, ικανή να παραπλανήσει τους καταναλωτές όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του προϊόντος.»
8. Στο παράρτημα III του κανονισμού 110/2008, με τίτλο «Γεωγραφικές ενδείξεις», αναφέρεται ότι το «Scotch Whisky» καταχωρίστηκε ως γεωγραφική ένδειξη εμπίπτουσα στην κατηγορία προϊόντων υπ’ αριθ. 2, ήτοι στην κατηγορία «Whisky/Whiskey», με χώρα καταγωγής το «Ηνωμένο Βασίλειο (Σκωτία)».
III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
9. Η Scotch Whisky Association, The Registered Office (στο εξής: TSWA) είναι οργάνωση συσταθείσα βάσει του δικαίου της Σκωτίας με σκοπό, μεταξύ άλλων, την προστασία της εμπορίας του σκωτσέζικου ουίσκι τόσο στη Σκωτία όσο και στην αλλοδαπή.
10. Ο Michael Klotz εμπορεύεται, μέσω διαδικτυακού τόπου, ουίσκι με την ονομασία «Glen Buchenbach», το οποίο παράγεται από το αποστακτήριο Waldhorn, που βρίσκεται στο Berglen, στην κοιλάδα του Buchenbach, στη Σουηβία (Βάδη-Βυρτεμβέργη, Γερμανία).
11. Η ετικέτα της φιάλης του επίμαχου ουίσκι περιλαμβάνει, εκτός από την πλήρη διεύθυνση του Γερμανού παραγωγού και το στυλιζαρισμένο σχέδιο κυνηγετικού κέρατος (καλούμενου, στη γερμανική γλώσσα, Waldhorn), τις ακόλουθες πληροφορίες: «Waldhornbrennerei [στην ελληνική γλώσσα, αποστακτήριο Waldhorn], Glen Buchenbach, Swabian Single Malt Whisky [ουίσκι single malt Σουηβίας], 500 ml, 40 % vol, Deutsches Erzeugnis [γερμανικό προϊόν], Hergestellt in den Berglen [παρασκευάζεται στο Berglen]».
12. Η TSWA άσκησε αγωγή ενώπιον του Landgericht Hamburg (πρωτοδικείου Αμβούργου) με αίτημα την παύση της χρήσεως από τον M. Klotz της ονομασίας «Glen Buchenbach» για το επίμαχο ουίσκι, υποστηρίζοντας ότι η χρήση αυτή αντιβαίνει, ιδίως, στο άρθρο 16, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού 110/2008 (5), το οποίο προστατεύει τις καταχωρισμένες στο παράρτημα ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού γεωγραφικές ενδείξεις, στις οποίες συγκαταλέγεται η ένδειξη «Scotch Whisky». Ειδικότερα, η TSWA υποστήριξε, αφενός, ότι οι ως άνω διατάξεις καλύπτουν όχι μόνο τη χρήση μιας τέτοιας ενδείξεως ως έχει αλλά και κάθε μνεία που υποδηλώνει την προστατευόμενη γεωγραφική καταγωγή και, αφετέρου, ότι η ονομασία «Glen» δημιουργεί στο ενδιαφερόμενο κοινό συνειρμό σχετικό με τη Σκωτία και το Scotch Whisky, παρά την προσθήκη άλλων αναφορών σχετικών με τη γερμανική καταγωγή του προϊόντος. Ο M. Klotz ζήτησε να απορριφθεί η εν λόγω αγωγή.
13. Στο πλαίσιο αυτό, με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Ιανουαρίου 2017, το Landgericht Hamburg (πρωτοδικείο Αμβούργου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Απαιτείται, προκειμένου να συντρέχει “[…] έμμεση εμπορική χρήση […] της καταχωρισμένης γεωγραφικής ένδειξης [για αλκοολούχο ποτό]”, κατά το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 110/2008, η καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη να χρησιμοποιείται σε πανομοιότυπη μορφή ή σε φωνητικώς και/ή οπτικώς [(6)] παρόμοια μορφή ή αρκεί το επίμαχο στοιχείο του σημείου να δημιουργεί στο ενδιαφερόμενο κοινό οποιουδήποτε είδους συνειρμό σχετικό με την καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη ή τη γεωγραφική περιοχή;
Εάν ισχύει το δεύτερο: Έχει επίσης σημασία, για τη διαπίστωση του κατά πόσον συντρέχει “έμμεση εμπορική χρήση”, και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο στοιχείο του σημείου ή το πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να αποκλείσει τη συνδρομή έμμεσης εμπορικής χρήσεως της καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως ακόμα και αν το επίμαχο στοιχείο του σημείου συνοδεύεται από ένδειξη για την πραγματική καταγωγή του προϊόντος;
2) Απαιτείται, για τον “[υπαινιγμό]” καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως, κατά το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008, να υφίσταται φωνητική και/ή οπτική ομοιότητα μεταξύ της καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως και του επίμαχου στοιχείου του σημείου ή αρκεί το επίμαχο στοιχείο του σημείου να δημιουργεί στο ενδιαφερόμενο κοινό οποιουδήποτε είδους συνειρμό σχετικό με την καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη ή τη γεωγραφική περιοχή;
Εάν ισχύει το δεύτερο: Έχει επίσης σημασία, για τη διαπίστωση του κατά πόσον συντρέχει “[υπαινιγμός]”, και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο στοιχείο του σημείου ή το πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να αποκλείσει τον παράνομο υπαινιγμό μέσω του επίμαχου στοιχείου του σημείου, ακόμα και αν το επίμαχο στοιχείο του σημείου συνοδεύεται από ένδειξη για την πραγματική καταγωγή του προϊόντος;
3) Έχει σημασία, όταν εξετάζεται κατά πόσον υφίσταται “άλλη ψευδής ή παραπλανητική ένδειξη”, κατά το άρθρο 16, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 110/2008, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο στοιχείο του σημείου ή το πλαίσιο αυτό δεν δύναται να αποκλείσει την παραπλανητική ένδειξη, ακόμα και αν το επίμαχο στοιχείο του σημείου συνοδεύεται από ένδειξη σχετικά με την πραγματική καταγωγή του προϊόντος;»
14. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η TSWA, ο M. Klotz, η Ελληνική, η Γαλλική, η Ιταλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
IV. Ανάλυση
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
15. Καταρχάς, επισημαίνεται ότι αμφότεροι οι διάδικοι της κύριας δίκης διατυπώνουν αιτιάσεις όσον αφορά τη διατύπωση της αποφάσεως περί παραπομπής.
16. Αφενός, ο M. Klotz υποστηρίζει ότι το αιτούν δικαστήριο παρουσίασε τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης κατά τρόπο συνοπτικό και μη πλήρη και παρέχει διευκρινίσεις για τη συμπλήρωση αυτής της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών (7).
17. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο ούτε να ελέγχει ούτε να εκτιμά τις πραγματικές περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης και ότι απόκειται αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία ανέκυψε η διαφορά, καθώς και να αντλεί τις οικείες συνέπειες για την απόφαση που καλείται να εκδώσει (8). Εντούτοις, το Δικαστήριο δύναται, σε πνεύμα συνεργασίας, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο κάθε ένδειξη την οποία εκτιμά αναγκαία, προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο (9).
18. Αφετέρου, η TSWA προσάπτει στο αιτούν δικαστήριο ότι δεν διατύπωσε ορθώς τα προδικαστικά ερωτήματα (10). Στις παρατηρήσεις της προς το Δικαστήριο, η TSWA εκθέτει τα ερωτήματα όπως τα αναδιατύπωσε η ίδια και δίνει επίσης απαντήσεις σε αυτά (11).
19. Εντούτοις, μόνο στα εθνικά δικαστήρια, στην κρίση των οποίων υποβάλλεται η διαφορά και τα οποία πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη της εκδοθησομένης αποφάσεως, εναπόκειται να εκτιμούν τόσο το αν είναι αναγκαία η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθούν, όσο και τη λυσιτέλεια των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο ερωτημάτων. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα διαδίκου της κύριας δίκης για αναδιατύπωση του υποβληθέντος ερωτήματος κατά την έννοια που αυτός προτείνει (12). Το Δικαστήριο οφείλει, όμως, να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της κύριας δίκης και, επομένως, έχει τη δυνατότητα να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβάλλονται (13).
20. Εν συνεχεία, όσον αφορά τη σύνδεση μεταξύ των επιμέρους στοιχείων του άρθρου 16 του κανονισμού 110/2008, επισημαίνω εξαρχής ότι, όπως και η Γαλλική Κυβέρνηση, φρονώ ότι οι διατάξεις αυτές προστατεύουν τις καταχωρισμένες στο παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού γεωγραφικές ενδείξεις μνημονεύοντας σειρά περιπτώσεων που αναφέρονται ολοένα και πιο έμμεσα στις εν λόγω ενδείξεις.
21. Συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι το στοιχείο αʹ καλύπτει τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται αναφορά στην ίδια την καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη· το στοιχείο βʹ απαγορεύει κάθε κατάχρηση, απομίμηση ή υπαινιγμό της εν λόγω ενδείξεως, έστω και αν η επίμαχη ονομασία δεν κάνει ρητή αναφορά σε αυτήν· το στοιχείο γʹ απαγορεύει κάθε άλλη παραπλανητική μνεία όσον αφορά την καταγωγή του προϊόντος, ενώ το στοιχείο δʹ αφορά κάθε άλλη εμπορική πρακτική ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή όσον αφορά την εν λόγω καταγωγή. Θα επανέλθω στις ιδιαιτερότητες που διαφοροποιούν τα ως άνω στοιχεία αʹ έως γʹ, τα οποία αφορά η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, και στην εξ αυτών συναγόμενη, κατά την άποψή μου, ερμηνεία στην πορεία της αναλύσεως που ακολουθεί (14).
2. Επί της έννοιας της «έμμεσης […] χρήσεως» καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως κατά το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 110/2008 (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)
1. Επί της απαιτούμενης μορφής της «έμμεσης […] χρήσεως» καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως κατά το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 110/2008 (πρώτο μέρος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος)
22. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί όσον αφορά την έννοια που πρέπει να αποδοθεί στην «έμμεση εμπορική χρήση […] καταχωρισμένης γεωγραφικής ένδειξης» για αλκοολούχο ποτό, κατά το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 110/2008.
23. Το πρώτο μέρος του ερωτήματος αυτού αφορά κατ’ ουσίαν το αν, για να μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιας χρήσεως, απαγορευμένης δυνάμει του εν λόγω στοιχείου αʹ, η επίμαχη μνεία πρέπει να έχει μορφή είτε πανομοιότυπη με την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη, είτε φωνητικώς ή/και οπτικώς παρόμοια, ή αν αρκεί να δημιουργεί η μνεία αυτή στους ενδιαφερόμενους καταναλωτές οποιονδήποτε συνειρμό σχετικό με την ένδειξη ή με την οικεία γεωγραφική περιοχή.
24. Κατά το αιτούν δικαστήριο, υπάρχουν δύο πιθανές ερμηνείες του άρθρου 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 110/2008. Κατά την πρώτη προσέγγιση, την οποία υποστηρίζει μέρος της γερμανικής θεωρίας (15), η «έμμεση […] χρήση», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, σημαίνει ότι η καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη χρησιμοποιείται με μορφή πανομοιότυπη ή, τουλάχιστον, παρόμοια από φωνητική ή/και οπτική άποψη, αναγραφόμενη όχι επί του προϊόντος ή της συσκευασίας του, όπως στην περίπτωση «άμεσης […] χρήσεως», αλλά σε κάθε άλλο πλαίσιο όπως, για παράδειγμα, σε διαφήμιση ή σε συνοδευτικά έγγραφα. Κατά το αιτούν δικαστήριο, μια τέτοια ερμηνεία θα το οδηγούσε να αποφανθεί ότι το εν λόγω στοιχείο αʹ δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι ονομασίες «Glen» και «Scotch Whisky» δεν είναι ούτε πανομοιότυπες ούτε παρόμοιες. Αντιθέτως, κατά τη δεύτερη προσέγγιση, αρκεί το επίμαχο στοιχείο του σημείου να δημιουργεί στο ενδιαφερόμενο κοινό οποιουδήποτε είδους συνειρμό σχετικό με την επίμαχη γεωγραφική ένδειξη ή γεωγραφική περιοχή (16).
25. Η TSWA καθώς και η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση τάσσονται υπέρ της δεύτερης αυτής ερμηνείας. Αντιθέτως, ο M. Klotz, η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή εκτιμούν, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μπορεί να υφίσταται «έμμεση […] χρήση», κατά το εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο αʹ, όταν χρησιμοποιείται ονομασία με μορφή τελείως διαφορετική από εκείνη της επίμαχης καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως (17). Συντάσσομαι με την τελευταία αυτή άποψη για τους λόγους που θα εκθέσω κατωτέρω.
26. Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (18).
27. Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 110/2008, η TSWA υποστηρίζει, εσφαλμένα, κατά την άποψή μου, ότι η διάταξη αυτή θα πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως, υπό την έννοια ότι «έμμεση» εμπορική χρήση καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως προϋποθέτει όχι τη χρήση της ίδιας της εν λόγω ενδείξεως, εν όλω ή εν μέρει, αλλά έμμεση παραπομπή σε αυτήν, εφόσον η χρήση αυτή αφορά «συγκρίσιμα […] προϊόντα» ή «εκμεταλλεύεται τη φήμη της [επίμαχης] καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως» (19).
28. Συναφώς, κατά την άποψή μου, η χρήση, στο εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο αʹ, της εκφράσεως «άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση […] καταχωρισμένης γεωγραφικής ένδειξης» (20) επιβάλλει χρήση της οικείας ενδείξεως υπό τη μορφή με την οποία καταχωρίστηκε ή, τουλάχιστον, υπό μορφή που εμφανίζει τόσο στενή σχέση με αυτήν ώστε το επίμαχο σημείο προδήλως να μην μπορεί να διαχωριστεί από αυτήν (21). Εκτιμώ, συγκεκριμένα, ότι ο όρος «χρήση» επιβάλλει, εξ ορισμού, να γίνεται χρήση της ίδιας της προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως, η οποία πρέπει επομένως να είναι παρούσα με πανομοιότυπη μορφή ή τουλάχιστον με παρόμοιο τρόπο (22), φωνητικώς ή/και οπτικώς, στο επίμαχο σημείο (23).
29. Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη παράσχει στοιχεία ορισμού όσον αφορά την έννοια της «άμεσης» χρήσεως κατά το εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο αʹ, δεχόμενο ότι μπορεί να πρόκειται για τη χρήση σήματος που περιέχει γεωγραφική ένδειξη ή όρο που αντιστοιχεί στην εν λόγω ένδειξη και μετάφρασή της για αλκοολούχα ποτά που δεν πληρούν τις αντίστοιχες προδιαγραφές, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των επίμαχων στη διαφορά της κύριας δίκης εικονιστικών σημάτων. Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ακόμη σχετικά με την έννοια της «έμμεσης» χρήσεως κατά την ίδια διάταξη.
30. Κατά την άποψή μου, ο έμμεσος αυτός χαρακτήρας αφορά όχι τις περιπτώσεις στις οποίες η οικεία ονομασία δεν κάνει ρητή αναφορά σε γεωγραφική ένδειξη καταχωρισμένη στο παράρτημα III του κανονισμού 110/2008, όπως υποστηρίζει η TSWA, αλλά τις περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιείται ένα τρόπον τινά συγκεκαλυμμένο μέσο για τη χρήση μιας τέτοιας ενδείξεως. Συγκεκριμένα, όπως και ο M. Klotz, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, εκτιμώ ότι, εν αντιθέσει προς την «άμεση» χρήση, η οποία προϋποθέτει ότι η προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη τίθεται απευθείας στο οικείο προϊόν ή στην ίδια τη συσκευασία του, η «έμμεση» χρήση προϋποθέτει ότι η εν λόγω ένδειξη περιλαμβάνεται σε συμπληρωματικά μέσα μάρκετινγκ ή ενημερώσεως, όπως διαφήμιση του συγκεκριμένου προϊόντος (24) ή έγγραφα σχετικά με αυτό (25).
31. Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη διάταξη, υπογραμμίζεται ότι το εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο αʹ, έχει κατ’ ανάγκη πεδίο εφαρμογής διακριτό από εκείνο των κανόνων που έπονται αυτού στο ίδιο άρθρο. Ειδικότερα, η πρώτη αυτή διάταξη πρέπει να διαφοροποιηθεί δεόντως από εκείνη του στοιχείου βʹ, η οποία αφορά τις περιπτώσεις «καταχρήσεως, απομιμήσεως ή [υπαινιγμού]», ήτοι τις περιπτώσεις στις οποίες η γεωγραφική ένδειξη δεν χρησιμοποιείται ως έχει, αλλά υποδηλώνεται στους ενδιαφερόμενους καταναλωτές μέσω αναφοράς πιο διακριτικής από την καλυπτόμενη από το στοιχείο αʹ.
32. Ωστόσο, το εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο βʹ, θα χάσει την πρακτική αποτελεσματικότητά του εάν το στοιχείο αʹ του άρθρου αυτού ερμηνευτεί διασταλτικά, όπως προβλέπεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό την έννοια ότι το στοιχείο αυτό θα εφαρμόζεται όταν το επίμαχο σημείο δημιουργεί απλώς έναν οποιονδήποτε συνειρμό σχετικό με την καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη ή με την οικεία γεωγραφική περιοχή. Επομένως, από την εν γένει οικονομία του άρθρου αυτού προκύπτει, όπως υπογραμμίζουν η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι η έννοια της «άμεσης ή έμμεσης εμπορικής χρήσεως […] καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως», κατά το στοιχείο αʹ, δεν μπορεί να καλύπτει τέτοιες περιπτώσεις.
33. Εκτιμώ ότι το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (26), κατά την οποία απαιτείται επαρκής σχέση συνάφειας με την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη ακόμη και όσον αφορά την έννοια του απλού «[υπαινιγμού]», κατά το άρθρο 16, στοιχείο βʹ (27), απαίτηση η οποία φρονώ ότι ισχύει κατά μείζονα λόγο για την έννοια της «χρήσεως» κατά το στοιχείο αʹ του άρθρου αυτού.
34. Τρίτον, όσον αφορά τους σκοπούς του κανονισμού 110/2008, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι στην αιτιολογική σκέψη 4 αυτού τονίζεται ότι ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιδίωξε να «διασφαλισθεί μια πιο συστηματική προσέγγιση στη νομοθεσία που διέπει τα αλκοολούχα ποτά», θεσπίζοντας «σαφώς καθορισμένα κριτήρια», μεταξύ άλλων, «για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων» (28).
35. Αμφιβάλλω κατά πόσον συνάδει με το σαφές αυτό μέλημα ασφάλειας δικαίου να θεωρηθεί ότι ασκεί επιρροή ένα κριτήριο όπως αυτό που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, ήτοι το γεγονός ότι το επίμαχο στοιχείο «δημιουργεί στο ενδιαφερόμενο κοινό οποιουδήποτε είδους συνειρμό σχετικό με την καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη ή τη γεωγραφική περιοχή» (29), δεδομένου ότι πρόκειται για κριτήριο το οποίο ουδόλως προβλέφθηκε από τον νομοθέτη και του οποίου ο προσδιορισμός μου φαίνεται υπερβολικά ασαφής. Βεβαίως, το Δικαστήριο επισήμανε ήδη, σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 16 του εν λόγω κανονισμού, τον κίνδυνο να «δημιουργ[ηθούν στο κοινό] συνειρμ[οί] όσον αφορά την καταγωγή του προϊόντος» (30), εκτιμώ, εντούτοις, ότι δεν σκοπούσε στην ανάδειξη της γενικής αυτής παρατηρήσεως σε αποφασιστικό παράγοντα εκτιμήσεως για την εφαρμογή της μίας ή της άλλης εκ των εν λόγω διατάξεων.
36. Περαιτέρω, σε ουσιαστικότερο επίπεδο, επισημαίνεται ότι στην αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 110/2008 αναφέρεται ότι τα προβλεπόμενα στον κανονισμό μέτρα «θα πρέπει να συμβάλλουν στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, στην αποτροπή δολίων πρακτικών καθώς και στη διασφάλιση της διαφάνειας στην αγορά και του θεμιτού ανταγωνισμού». Στην αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού προστίθεται ότι τα μέτρα αυτά «θα πρέπει επίσης να αποτρέπουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση […] των επωνυμιών των αλκοολούχων ποτών για προϊόντα που δεν ανταποκρίνονται στους ορισμούς που καθορίζονται με τον [εν λόγω] κανονισμό». Στην αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού γίνεται μνεία στην ειδική προστασία που απολαύουν οι καταχωρισμένες στο παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού γεωγραφικές ενδείξεις «στις περιπτώσεις όπου μια δεδομένη ποιότητα, φήμη ή άλλο χαρακτηριστικό του αλκοολούχου ποτού μπορεί να αποδοθεί κατά κύριο λόγο [σε συγκεκριμένη] γεωγραφική καταγωγή».
37. Ειδικότερα, όσον αφορά τους επιδιωκόμενους από το άρθρο 16 του κανονισμού 110/2008 σκοπούς, προκύπτει ιδίως από τον τίτλο αυτού ότι σκοπός του εν λόγω άρθρου είναι να διασφαλίζει την «[π]ροστασία των γεωγραφικών ενδείξεων» μέσω της καταχωρίσεως αυτών με στόχο, αφενός, να παρέχεται η δυνατότητα να προσδιορίζεται ότι τα αλκοολούχα ποτά κατάγονται από συγκεκριμένη περιοχή στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην αιτιολογική σκέψη 14 και, αφετέρου, να υποβοηθηθεί η επίτευξη των γενικότερων σκοπών που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 2 (31).
38. Επομένως, εκτιμώ ότι σκοπός των διατάξεων του κανονισμού 110/2008, και ιδίως αυτών του άρθρου 16 αυτού, είναι να παρεμποδιστεί η καταχρηστική χρήση των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων, όχι μόνο για το συμφέρον των αγοραστών, αλλά και για το συμφέρον των παραγωγών οι οποίοι κατέβαλαν προσπάθειες για να εγγυηθούν τις προσδοκώμενες ιδιότητες των προϊόντων που φέρουν νομίμως τέτοιες ενδείξεις, όπως έχει τονίσει το Δικαστήριο σε σχέση με διάταξη του δικαίου της Ένωσης (32), της οποίας το γράμμα είναι ανάλογο (33) εκείνου του άρθρου 16 του εν λόγω κανονισμού (34). Υπό το πρίσμα αυτό, το εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο αʹ, απαγορεύει, ειδικότερα, ρητώς τη χρήση, για εμπορικούς σκοπούς από άλλους επιχειρηματίες, καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως για προϊόντα που δεν πληρούν όλες τις απαιτούμενες προδιαγραφές (35), ιδίως με σκοπό αυτοί να επωφεληθούν ανεπίτρεπτα από τη φήμη της εν λόγω γεωγραφικής ενδείξεως (36).
39. Κατά την άποψή μου, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προστασία των καταναλωτών σε υψηλό επίπεδο είναι, αναμφίβολα, ένας εκ των σκοπών των διατάξεων που πρέπει να ερμηνευθούν, αλλά όμως από αυτό δεν μπορεί να συναχθεί, όπως εισηγούνται η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση, ότι αρκεί, για να εφαρμόζεται η προβλεπόμενη στο στοιχείο αʹ απαγόρευση, να είναι η επίμαχη ονομασία ικανή να παραπλανήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον καταναλωτή όσον αφορά την προέλευση, και να παράγει επομένως το ίδιο αποτέλεσμα που θα προέκυπτε εάν είχε χρησιμοποιηθεί η γεωγραφική ένδειξη ως καταχωρίστηκε ή υπό παρόμοια μορφή. Ειδικότερα, πρέπει να υπομνησθεί ότι σκοπός των διατάξεων αυτών είναι επίσης η διασφάλιση των ιδιοτήτων που αναγνωρίζονται στα προϊόντα που φέρουν νομίμως μια τέτοια ένδειξη και, επομένως, η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των επιχειρηματιών που πραγματοποίησαν επενδύσεις για να εγγυηθούν τις ιδιότητες αυτές καθώς και, γενικότερα, η προαγωγή της διαφάνειας των αγορών και του θεμιτού ανταγωνισμού.
40. Επομένως, στο πρώτο μέρος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 110/2008 έχει την έννοια ότι η «έμμεση […] χρήση» καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως, η οποία απαγορεύεται από τη διάταξη αυτή, απαιτεί να είναι η επίμαχη ονομασία πανομοιότυπη ή φωνητικώς ή/και οπτικώς παρόμοια με την οικεία ένδειξη. Επομένως, δεν αρκεί να είναι η ονομασία αυτή ικανή να δημιουργήσει στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή έναν οποιονδήποτε συνειρμό σχετικό με την ένδειξη ή με την οικεία γεωγραφική περιοχή.
2. Επί των συνεπειών τυχόν πληροφοριών που πλαισιώνουν το επίμαχο σημείο υπό το πρίσμα του άρθρου 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 110/2008 (δεύτερο μέρος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος)
41. Το δεύτερο μέρος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος υποβάλλεται στην κρίση του Δικαστηρίου μόνο για την περίπτωση που αυτό ήθελε κρίνει ότι απλός συνειρμός σχετικός με την καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη ή την επίμαχη γεωγραφική περιοχή μπορεί να αρκεί για να διαπιστωθεί η ύπαρξη «έμμεσης εμπορικής χρήσεως» της εν λόγω ενδείξεως, κατά την έννοια του άρθρου 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 110/2008.
42. Δεδομένου ότι προτείνω να υιοθετηθεί η αντίθετη ερμηνεία, ως απάντηση στο πρώτο μέρος του ερωτήματος αυτού, εκτιμώ ότι δεν θα χρειαστεί το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του δεύτερου μέρους. Θα διατυπώσω, εντούτοις, μερικές παρατηρήσεις σε σχέση με αυτό.
43. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιας χρήσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη μνεία, και ιδίως το γεγονός ότι αυτή συνοδεύεται από διευκρίνιση όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του προϊόντος, με αποτέλεσμα οι πληροφορίες που παρέχονται μέσω του πλαισίου αυτού να παρέχουν τη δυνατότητα αντικρούσεως του επιχειρήματος ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο αʹ, απαιτήσεις. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον το επίμαχο στοιχείο «Glen» πρέπει να εκτιμηθεί μεμονωμένα ή αν το δικαστήριο αυτό πρέπει να λάβει επίσης υπόψη τις διάφορες μνείες που αναγράφονται στην ετικέτα, οι οποίες αναφέρουν ότι το επίμαχο προϊόν κατάγεται από τη Γερμανία (37). Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι θα μπορούσε να διατάξει την απόλυτη απαγόρευση που ζητεί, στη διαφορά της κύριας δίκης, η TSWA μόνο αν το Δικαστήριο ερμήνευε το εν λόγω στοιχείο αʹ υπό την έννοια ότι απαγορεύει τη χρήση όρου ο οποίος δημιουργεί οποιονδήποτε συνειρμό σχετικό με την καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη, ανεξαρτήτως του πλαισίου της χρήσεως αυτής.
44. Η TSWA και η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι οι συμπληρωματικές ενδείξεις που παρέχουν η ετικέτα και η συσκευασία του προϊόντος (38) δεν είναι κρίσιμες για τον αποκλεισμό εφαρμογής του άρθρου 16, στοιχείο αʹ. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, ακόμη και αν το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο στοιχείο μπορεί να διαδραματίζει κάποιο ρόλο, η ύπαρξη έμμεσης χρήσεως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, δεν μπορεί να αποκλειστεί, ακόμη και όταν το εν λόγω στοιχείο συνοδεύεται από πληροφορίες σχετικές με την καταγωγή. Η Ολλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι δεν μπορεί να υφίσταται τέτοια χρήση όταν δεν γίνεται αναφορά στην προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη και όταν, επιπλέον, στην ετικέτα αναγράφεται σαφώς ο τόπος στον οποίο παρασκευάστηκε το ποτό (39).
45. Από την πλευρά μου, θα περιοριστώ να επισημάνω, επικουρικώς (40), ότι το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 110/2008 δεν περιέχει ρητή μνεία όπως αυτή που περιέχεται στο στοιχείο βʹ του ίδιου άρθρου, κατά το οποίο μπορεί να διαπιστωθεί «κατάχρηση, απομίμηση ή [υπαινιγμός]» καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως, «έστω και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος».
46. Κατά την άποψή μου, η διαφορετική αυτή διατύπωση οφείλεται στο γεγονός ότι, όταν τίθεται ζήτημα ενδεχόμενης «άμεσης ή έμμεσης εμπορικής χρήσεως» προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως, κατά την έννοια του στοιχείου αʹ του εν λόγω άρθρου 16, η περίπτωση αυτή προϋποθέτει ότι γίνεται χρήση της εν λόγω ενδείξεως αφ’ εαυτής ή υπό παρεμφερή μορφή, και όχι ενδείξεως εντελώς διαφορετικού είδους (41). Επομένως, είναι σαφές ότι η ανάλυση της επίμαχης καταστάσεως πρέπει να επικεντρωθεί στη διαπίστωση κατά πόσον έγινε ή όχι χρήση μίας εκ των γεωγραφικών ενδείξεων που είναι καταχωρισμένες στο παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού.
47. Αντιθέτως, στην προβλεπόμενη στο στοιχείο βʹ του εν λόγω άρθρου 16 περίπτωση, στην οποία τίθεται θέμα «καταχρήσεως, απομιμήσεως ή [υπαινιγμού]», είναι πρόδηλο ότι η αξιολόγηση της καταστάσεως πρέπει να υπερβαίνει μια τέτοια αντικειμενική διαπίστωση και απαιτεί μια συνδυαστική προσέγγιση, για την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να επισημάνει ρητώς ότι ορισμένοι δυνητικοί παράγοντες εκτιμήσεως, ιδίως το γεγονός ότι μνημονεύεται «η πραγματική καταγωγή του προϊόντος» (42), δεν μπορούν να αποκλείσουν οποιονδήποτε από τους τρεις αυτούς χαρακτηρισμούς (43). Κατά την άποψή μου, τούτο πρέπει να ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για την απλούστερη προβλεπόμενη στο άρθρο 16, στοιχείο αʹ, περίπτωση, εφόσον το Δικαστήριο ήθελε κρίνει αναγκαίο να εξεταστεί το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο σημείο για να εφαρμοστεί η εν λόγω διάταξη.
3. Επί της έννοιας του «[υπαινιγμού]» καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως κατά το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008 (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)
1. Επί της απαιτούμενης μορφής του «[υπαινιγμού]» καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως υπό το πρίσμα του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008 (πρώτο μέρος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος)
48. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα καλείται το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της έννοιας του «[υπαινιγμού]» καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως για αλκοολούχο ποτό, κατά το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008.
49. Με το πρώτο μέρος του ερωτήματος αυτού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιου υπαινιγμού και, επομένως, να απαγορευθεί αυτός βάσει του εν λόγω στοιχείου βʹ, η επίμαχη μνεία πρέπει να έχει μορφή πανομοιότυπη με αυτήν της προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως ή μορφή φωνητικώς ή/και οπτικώς παρόμοια, ή αν αρκεί να δημιουργεί η εν λόγω μνεία στους ενδιαφερόμενους καταναλωτές οποιονδήποτε συνειρμό σχετικό με την εν λόγω ένδειξη ή με την οικεία γεωγραφική περιοχή.
50. Προς στήριξη της αιτήσεώς του, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε παγίως την έννοια του «[υπαινιγμού]» που προβλέπεται στο άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008, όπως και σε ανάλογες ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης προγενέστερων αυτού, υπό την έννοια ότι «καλύπτει την περίπτωση στην οποία ο όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή προϊόντος περιλαμβάνει μέρος μιας προστατευόμενης ονομασίας, κατά τρόπον ώστε ο καταναλωτής, έχοντας προ οφθαλμών την ονομασία αυτή του προϊόντος, να ανακαλεί στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το εμπόρευμα το οποίο νομίμως φέρει την ονομασία αυτή» (44). Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, εξ όσων γνωρίζει, το Δικαστήριο δεν έχει, εντούτοις, αποφανθεί ακόμη σχετικά με το κατά πόσον μια φωνητική ή/και οπτική ομοιότητα των επίμαχων σημείων (45) αποτελεί αναγκαστική προϋπόθεση για τη δυνατότητα διαπιστώσεως απαγορευμένου υπαινιγμού. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καθοριστική στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι τέτοια ομοιότητα δεν υφίσταται εν προκειμένω (46).
51. Η TSWA καθώς και η Ελληνική, η Γαλλική και η Ιταλική Κυβέρνηση προτείνουν να δοθεί η απάντηση ότι ο «[υπαινιγμός]» καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 16, στοιχείο βʹ, δεν απαιτεί να παρουσιάζει ο επίμαχος όρος φωνητική ή/και οπτική ομοιότητα με την οικεία ένδειξη και ότι αρκεί να δημιουργεί ο εν λόγω όρος, στο ενδιαφερόμενο κοινό, έναν οποιονδήποτε συνειρμό σχετικό με την ένδειξη ή με τη γεωγραφική περιοχή. Ο M. Klotz και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη.
52. Η Επιτροπή υιοθετεί τρόπον τινά ενδιάμεση θέση, κατά την οποία η εν λόγω έννοια του «[υπαινιγμού]» απαιτεί όχι κατ’ ανάγκη φωνητική ή/και οπτική ομοιότητα ή απλώς συνειρμό, αλλά μάλλον, εν προκειμένω, «την ύπαρξη, μεταξύ της καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως και της βαλλόμενης ονομασίας, εννοιολογικής συνάφειας στο πλαίσιο της οποίας καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση, είναι σε θέση να συνδέσει άμεσα και μονοσήμαντα τη βαλλόμενη ονομασία με [την εν λόγω] ένδειξη» (47). Κλίνω υπέρ ερμηνείας που προσεγγίζει την τελευταία αυτή άποψη, για τους λόγους που θα εκθέσω κατωτέρω.
53. Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το γράμμα του εν λόγω στοιχείου βʹ δεν περιέχει στοιχεία τα οποία να καθιστούν εφικτό τον ακριβή ορισμό της έννοιας του «[υπαινιγμού]» προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως. Στην καλύτερη περίπτωση, από τη σύγκριση με τις δύο άλλες περιπτώσεις που μνημονεύονται προηγουμένως στη διάταξη αυτή, ήτοι την «κατάχρηση» και την «απομίμηση», μπορεί να θεωρηθεί ότι η έννοια του «[υπαινιγμού]» προϋποθέτει κάποιον βαθμό ομοιότητας με την οικεία γεωγραφική ένδειξη, έστω και αν φαίνεται ότι απαιτεί τον μικρότερο βαθμό τέτοιας ομοιότητας μεταξύ των τριών αυτών εννοιών.
54. Εξάλλου, πρέπει, κατά την άποψή μου, να αντληθούν ορισμένα διδάγματα από τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008 ή άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης με διατύπωση ανάλογη αυτής του εν λόγω άρθρου.
55. Όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι υφίσταται όντως «[υπαινιγμός]», κατά την έννοια, συγκεκριμένα, του εν λόγω στοιχείου βʹ, όταν η επίμαχη ονομασία «περιλαμβάνει μέρος μιας προστατευόμενης ονομασίας» (48). Εντούτοις, φρονώ ότι μια τέτοια μερική ενσωμάτωση (49), η οποία υφίστατο στις διαφορές των κύριων δικών επί των οποίων εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις του Δικαστηρίου (50), δεν συνιστά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.
56. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση, από την έκφραση «κατά τρόπον ώστε», που ακολουθεί την προμνησθείσα διατύπωση, συνάγεται ότι το κύριο και αποφασιστικό κριτήριο για να εκτιμηθεί η ύπαρξη τέτοιου «[υπαινιγμού]» είναι αυτό που συνίσταται στον έλεγχο του αν «ο καταναλωτής, έχοντας προ οφθαλμών την ονομασία αυτή του προϊόντος, […] ανακαλεί στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το εμπόρευμα το οποίο νομίμως φέρει την [προστατευόμενη] ονομασία» (51). Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «το εθνικό δικαστήριο πρέπει να στηριχθεί ουσιαστικά στην αναμενόμενη αντίδραση του καταναλωτή έναντι του όρου που χρησιμοποιείται προς προσδιορισμό του επίμαχου προϊόντος, ενώ ουσιώδες στοιχείο συναφώς είναι το αν ο καταναλωτής αυτός θα συσχετίσει τον εν λόγω όρο με την προστατευόμενη ονομασία» (52). Διευκρίνισε, επιπλέον, ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει «να λάβει ως βάση αναφοράς την αντίληψη του μέσου Ευρωπαίου καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος» (53). Συγκεκριμένα, έστω και αν η εν λόγω προστατευόμενη ονομασία αποτελεί συστατικό του επίμαχου σήματος, ο μέσος καταναλωτής, βλέποντας προϊόν που φέρει το εν λόγω σήμα, ενδέχεται να μην το συσχετίσει κατ’ ανάγκη με το προϊόν που δικαιούται να φέρει την εν λόγω επωνυμία (54).
57. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης επανειλημμένως «ότι ευλόγως μπορούσε να γίνει δεκτό ότι υφίσταται υπαινιγμός προστατευόμενης ονομασίας όταν, όσον αφορά προϊόντα με οπτική αναλογία μεταξύ τους, οι εμπορικές ονομασίες τους είναι παραπλήσιες από φωνητικής και οπτικής απόψεως», ομοιότητα η οποία «δεν είναι τυχαία», διευκρινίζοντας ότι «οι οικείες ονομασίες είναι προδήλως παραπλήσιες όταν στην κατάληξη του όρου που χρησιμοποιείται προς προσδιορισμό του προϊόντος περιλαμβάνονται οι δύο ίδιες συλλαβές της προστατευόμενης ονομασίας, ο δε όρος έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών με αυτήν» (55).
58. Εντούτοις, εκτιμώ, όπως και οι περισσότεροι μετέχοντες στη διαδικασία οι οποίοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στην υπό κρίση υπόθεση (56), ότι ο προσδιορισμός φωνητικής και οπτικής ομοιότητας συνιστά όχι αναγκαία προϋπόθεση για να εξακριβωθεί η ύπαρξη «[υπαινιγμού]», αλλά μάλλον ένα από τα κριτήρια που υπέδειξε το Δικαστήριο για τη διενέργεια της εξακριβώσεως αυτής. Φρονώ ότι η μνεία «παραπλήσιου» από φωνητικής και οπτικής απόψεως χαρακτήρα ή φωνητικής και οπτικής «ομοιότητας» από το Δικαστήριο συνδεόταν με τις ιδιαίτερες πραγματικές περιστάσεις των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις στις οποίες γίνεται αυτή η μνεία (57) και ότι, επομένως, δεν αποκλείεται να μπορεί να διαπιστωθεί «[υπαινιγμός]» ακόμη και χωρίς να υφίσταται τέτοια ομοιότητα.
59. Εκτός από το προμνησθέν κριτήριο της μερικής ενσωματώσεως προστατευόμενης ονομασίας (58), ένας άλλος παράγοντας εκτιμήσεως ο οποίος κρίνεται λυσιτελής είναι η «“εννοιολογική συνάφεια” μεταξύ όρων προερχόμενων από διαφορετικές γλώσσες». Διευκρινίζεται ότι το Δικαστήριο διαχώρισε το κριτήριο αυτό από εκείνο της «φωνητικής και οπτικής ομοιότητας» και ότι αυτό, όπως και τα άλλα κριτήρια, συνδέθηκε με την αναζήτηση της αντιλήψεως του καταναλωτή, η οποία φαίνεται επομένως ότι αποτελεί όντως την κύρια και αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη «[υπαινιγμού]» (59).
60. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι, για τη διαπίστωση «[υπαινιγμού]» κατά το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008, το μόνο καθοριστικό κριτήριο είναι κατά πόσον «ο καταναλωτής, έχοντας προ οφθαλμών την ονομασία αυτή του προϊόντος, ανακαλεί στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το εμπόρευμα το οποίο νομίμως φέρει την προστατευόμενη ονομασία» (60), πράγμα που πρέπει να εκτιμήσει το εθνικό δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, ενδεχομένως, είτε τη μερική ενσωμάτωση προστατευόμενης ονομασίας στη βαλλόμενη περιγραφή, είτε τη φωνητική και οπτική ομοιότητα, είτε την εννοιολογική συνάφεια.
61. Αντιθέτως, δεν θα συνάδει, κατά την άποψή μου, με τους προμνησθέντες σκοπούς των ερμηνευόμενων, εν προκειμένω, διατάξεων (61) να γίνει δεκτό ένα κριτήριο τόσο αόριστο και ευρύ όσο το προβλεπόμενο στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, ήτοι «το επίμαχο στοιχείο του σημείου να δημιουργεί στο ενδιαφερόμενο κοινό οποιουδήποτε είδους συνειρμό σχετικό με την καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη ή τη γεωγραφική περιοχή» (62).
62. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της οικονομίας του εν λόγω άρθρου 16, πρέπει, όπως επισήμανα όσον αφορά το στοιχείο αʹ του άρθρου αυτού (63), να αποφευχθεί ερμηνεία του στοιχείου βʹ αυτού η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την κάλυψη, από την τελευταία αυτή διάταξη, του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων που έπονται αυτής στο ίδιο άρθρο, ήτοι των στοιχείων γʹ και δʹ, τα οποία αφορούν περιπτώσεις στις οποίες η παραπομπή στην προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη είναι ακόμη πιο αδύναμη από τον «[υπαινιγμό]» αυτής.
63. Τέλος, όσον αφορά το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο κανονισμός 110/2008, και ιδίως το άρθρο 16 αυτού, ο M. Klotz τονίζει, ορθώς, ότι εάν το Δικαστήριο έκρινε ότι, για τη διαπίστωση «[υπαινιγμού]», αρκεί να δημιουργείται συνειρμός οποιασδήποτε φύσεως, αυτό θα κατέληγε σε απρόβλεπτη επέκταση του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και θα ενείχε σημαντικούς κινδύνους για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, δεδομένου ότι η προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, την οποία παρέχει ο εν λόγω κανονισμός (64), συνιστά έναν από τους πιθανούς λόγους που δικαιολογούν περιορισμούς στην εν λόγω ελευθερία (65).
64. Ειδικότερα, εάν η παρεχόμενη από το εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο βʹ, προστασία της γεωγραφικής ενδείξεως, εν προκειμένω «Scotch Whisky», επεκταθεί στη χρήση όρου που δεν παρουσιάζει καμία αναλογία με αυτήν, τα προϊόντα ή τα σήματα τα οποία ουδόλως παραπέμπουν στη διατύπωση της ενδείξεως αυτής θα εμπίπτουν επίσης στην προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη απαγόρευση. Όπως επισημαίνει η Ολλανδική Κυβέρνηση, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να περιοριστούν αισθητά οι δυνατότητες των παραγωγών ουίσκι προελεύσεως από χώρες εκτός του «Ηνωμένου Βασιλείου (Σκωτίας)» (66) να διακριθούν μέσω των δικών τους προϊόντων ή σημάτων (67).
65. Ως εκ τούτου, προτείνω να δοθεί στο πρώτο μέρος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος η απάντηση ότι το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008 έχει την έννοια ότι ο «[υπαινιγμός]» καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως, ο οποίος απαγορεύεται από την εν λόγω διάταξη, δεν απαιτεί να εμφανίζει κατ’ ανάγκη η επίμαχη ονομασία φωνητική και οπτική ομοιότητα με την οικεία ένδειξη, αλλά ότι δεν αρκεί, εντούτοις, να είναι η εν λόγω ονομασία ικανή να δημιουργήσει, στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή, οποιουδήποτε είδους συνειρμό σχετικό με την προστατευόμενη ένδειξη ή με την οικεία γεωγραφική περιοχή. Ελλείψει τέτοιας ομοιότητας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εννοιολογική συνάφεια η οποία υφίσταται, ενδεχομένως, μεταξύ της οικείας ενδείξεως και της βαλλόμενης ονομασίας, εφόσον η εν λόγω συνάφεια είναι ικανή να οδηγήσει τον καταναλωτή να ανακαλέσει στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το προϊόν που φέρει νομίμως την εν λόγω ένδειξη.
66. Όσον αφορά την εφαρμογή του συμπεράσματος αυτού στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, υπενθυμίζεται ότι η εκτίμηση της υπάρξεως, εν προκειμένω, «[υπαινιγμού]», κατά το εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο βʹ (68), απόκειται αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο και όχι στο Δικαστήριο, καίτοι αυτό μπορεί ενδεχομένως να παράσχει διευκρινίσεις που θα καθοδηγήσουν το εθνικό δικαστήριο κατά την εκτίμησή του (69).
67. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αφού υπενθύμισε τα επιχειρήματα των διαδίκων της κύριας δίκης (70), το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι ο όρος «glen» είναι λέξη γαελικής προελεύσεως η οποία σημαίνει «στενή κοιλάδα» και ότι 31 εκ των 116 αποστακτηρίων που παράγουν «Scotch Whisky», και επομένως ουίσκι σκωτσέζικης καταγωγής, φέρουν το όνομα του glen στο οποίο ευρίσκονται. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει, όμως, ότι υπάρχουν επίσης ουίσκι τα οποία παράγονται εκτός Σκωτίας και περιέχουν τον όρο «glen» στην ονομασία τους, όπως τα ουίσκι «Glen Breton» από τον Καναδά (71), «Glendalough» από την Ιρλανδία και «Glen Els» από τη Γερμανία (72). Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει έρευνα, την οποία προσκόμισε η TSWA και αμφισβήτησε ο M. Klotz, από την οποία φαίνεται να προκύπτει, ειδικότερα, ότι 4,5 % των ερωτηθέντων Γερμανών καταναλωτών ουίσκι απάντησαν ότι συνδέουν τον όρο «glen» με το σκωτσέζικο ουίσκι ή με κάτι σκωτσέζικο.
68. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής, κατά την οποία δεν είναι βέβαιο ότι, σε περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, υφίσταται επαρκής εννοιολογική συνάφεια μεταξύ της προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως και της βαλλόμενης ονομασίας ώστε η τελευταία να μπορεί να θεωρηθεί «[υπαινιγμός]» της πρώτης κατά την έννοια του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008 (73). Συναφώς, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, και μόνο σε αυτό, να εξακριβώσει εάν ο μέσος Ευρωπαίος καταναλωτής (74) ανακτά άμεσα στη μνήμη του το «Scotch Whisky» όταν βλέπει συγκρίσιμο προϊόν το οποίο φέρει την ονομασία «Glen», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η επιλογή της ονομασίας αυτής για ένα ουίσκι αναμφίβολα δεν είναι τελείως τυχαία (75). Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι καταναλωτές συνδέουν συστηματικά τον όρο «Glen» με το ουίσκι, ενδέχεται εντούτοις να απουσιάζει η αναγκαία στενή σχέση με το σκωτσέζικο ουίσκι και, επομένως, η αναγκαία συνάφεια με την ένδειξη «Scotch Whisky».
2. Επί των συνεπειών τυχόν πληροφοριών που πλαισιώνουν το επίμαχο σημείο υπό το πρίσμα του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008 (δεύτερο μέρος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος)
69. Το δεύτερο μέρος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος υποβάλλεται στο Δικαστήριο μόνο για την περίπτωση που αυτό ήθελε κρίνει ότι δεν απαιτείται η ύπαρξη φωνητικής και οπτικής ομοιότητας και ότι οποιοσδήποτε απλός συνειρμός σχετικός με την επίμαχη καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη ή γεωγραφική περιοχή μπορεί να αρκεί για να διαπιστωθεί η ύπαρξη «[υπαινιγμού]» της εν λόγω ενδείξεως, κατά την έννοια του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008.
70. Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που συνιστώ να δοθεί στο πρώτο μέρος του ερωτήματος αυτού (76), εκτιμώ αναγκαίο να διατυπώσω τη θέση μου επί του δεύτερου μέρους αυτού.
71. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, προκειμένου να καθοριστεί εάν υφίσταται συγκεκριμένα «[υπαινιγμός]» ο οποίος απαγορεύεται δυνάμει του εν λόγω άρθρου 16, στοιχείο βʹ, το επίμαχο στοιχείο του σημείου πρέπει να αναλυθεί μεμονωμένα ή λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιείται το εν λόγω στοιχείο, ιδίως όταν αυτό συνοδεύεται από ενδείξεις που διευκρινίζουν τον πραγματικό τόπο καταγωγής του οικείου προϊόντος (λεγόμενες «ενδείξεις που αποσυνδέουν το προϊόν από συγκεκριμένη περιοχή»)(77).
72. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008 προβλέπει ρητώς ότι απαγορεύεται «κάθε […] [υπαινιγμός], έστω και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος», διευκρίνιση η οποία μπορεί να αποκλείει τη συνεκτίμηση του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο στοιχείο. Κατά το αιτούν δικαστήριο, αυτό δεν αποκλείει εντούτοις κατ’ ανάγκη μια τέτοια συνεκτίμηση, «κατά την εξέταση που προηγείται και αποσκοπεί στην εξακρίβωση της ίδιας της υπάρξεως “[υπαινιγμού]”».
73. Η Ολλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η εξέταση του δεύτερου μέρους του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος παρέλκει, λόγω της απαντήσεως που προτείνει να δοθεί στο πρώτο μέρος του ερωτήματος αυτού. Ο M. Klotz υποστηρίζει ότι το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη μνεία θα πρέπει να διαδραματίζει κάποιο ρόλο κατά την εφαρμογή του άρθρου 16, στοιχείο βʹ (78). Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση αυτό μπορεί να ισχύει, χωρίς όμως να μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο παράνομου «[υπαινιγμού]» δυνάμει της διατάξεως αυτής, ακόμη και όταν η ακριβής προέλευση του επίμαχου προϊόντος αναγράφεται ρητώς επ’ αυτού. Η TSWA, η Ελληνική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, εκτιμούν κατ’ ουσίαν ότι, κατά την εκτίμηση της υπάρξεως «[υπαινιγμού]», οι συμπληρωματικές ενδείξεις που παρέχουν η επισήμανση και η συσκευασία (79) του οικείου προϊόντος δεν μπορούν να διαδραματίζουν κανέναν ρόλο, ακόμη και όταν το επίμαχο στοιχείο συνοδεύεται από ενδείξεις όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του προϊόντος. Συντάσσομαι με την τελευταία αυτή άποψη για τους λόγους που θα εκθέσω κατωτέρω.
74. Πρώτον, από το σαφές, κατά την άποψή μου, γράμμα του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008 προκύπτει ότι το γεγονός ότι η «πραγματική καταγωγή του προϊόντος» γνωστοποιείται στους ενδιαφερόμενους καταναλωτές δεν συνιστά στοιχείο το οποίο είναι ικανό να θεραπεύσει τον παραπλανητικό χαρακτήρα της βαλλόμενης ονομασίας και, επομένως, να αποκλείσει το ενδεχόμενο να εμπίπτει αυτή στον χαρακτηρισμό του «[υπαινιγμού]» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
75. Οι λοιπές διευκρινίσεις που αναφέρονται στο εν λόγω στοιχείο βʹ, οι οποίες αφορούν περιπτώσεις στις οποίες η προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη χρησιμοποιείται μεταφρασμένη ή συνοδευόμενη από έκφραση που τη μετριάζει (80), ενισχύουν, κατά την άποψή μου, την ερμηνεία ότι δεν ασκεί επιρροή, σε σχέση με τον εν λόγω χαρακτηρισμό, το γεγονός ότι συμπληρωματικές πληροφορίες περί της προελεύσεως του προϊόντος παρέχονται μέσω της περιγραφής, της παρουσιάσεως ή της επισημάνσεως ή ακόμη της συσκευασίας (81) του οικείου προϊόντος.
76. Δεύτερον, όπως και η TSWA, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, εκτιμώ ότι η νομολογία του Δικαστηρίου παρέχει διδάγματα τα οποία ενισχύουν την εν λόγω ερμηνεία.
77. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διευκρίνισε σαφώς ότι η ενδεχόμενη χρήση των ρητώς αναφερόμενων στο άρθρο 16, στοιχείο βʹ, μνειών που αφορούν, μεταξύ άλλων, την πραγματική καταγωγή του προϊόντος δεν «επηρεάζει [τον] χαρακτηρισμό» του «[υπαινιγμού]» κατά την έννοια του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008 (82).
78. Επιπλέον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η έλλειψη οποιουδήποτε κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των οικείων προϊόντων, για το ενδιαφερόμενο κοινό, δεν εμποδίζει τον εν λόγω χαρακτηρισμό του «[υπαινιγμού]» (83).
79. Ως εκ τούτου, η χρήση ονομασίας που χαρακτηρίζεται ως «[υπαινιγμός]», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, γεωγραφικής ενδείξεως καταχωρισμένης στο παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού δεν μπορεί, παρά ταύτα, να επιτραπεί λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων που συνοδεύουν το προϊόν που φέρει την παράνομη αυτή ονομασία ή ελλείψει κινδύνου συγχύσεως με προϊόν που φέρει νομίμως την εν λόγω γεωγραφική ένδειξη (84). Επομένως, το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο δεν διαθέτει για τον σκοπό αυτό ευχέρεια εκτιμήσεως του πλαισίου (85).
80. Ειδικότερα, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι δεν ασκεί επιρροή, όσον αφορά το εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο βʹ, το γεγονός ότι η επίμαχη ονομασία αντιστοιχεί στο όνομα της επιχειρήσεως ή/και του τόπου στον οποίο παρασκευάζεται το προϊόν, (86) όπως υποστηρίζει ο M. Klotz, κατά τον οποίο η ονομασία «Glen Buchenbach» συνιστά λογοπαίγνιο βασισμένο στο όνομα του τόπου καταγωγής του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης ποτού (Berglen)και στο όνομα τοπικού ποταμού (Buchenbach) (87).
81. Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι το γεγονός ότι η επίμαχη ονομασία αναφέρεται σε τόπο παρασκευής ο οποίος είναι γνωστός στους καταναλωτές του κράτους μέλους στο οποίο παρασκευάζεται το προϊόν δεν συνιστά παράγοντα που ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της έννοιας του «[υπαινιγμού]», κατά το εν λόγω στοιχείο βʹ, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή προστατεύει τις καταχωρισμένες γεωγραφικές ενδείξεις έναντι κάθε υπαινιγμού στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης και ότι, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης εξασφαλίσεως αποτελεσματικής και ομοιόμορφης προστασίας των εν λόγω ενδείξεων στο έδαφος αυτό, αφορά όλους τους καταναλωτές στο εν λόγω έδαφος (88).
82. Κατά την άποψή μου, η αλυσιτέλεια αυτή ισχύει επίσης στην περίπτωση που η αναφορά στον τόπο παρασκευής του οικείου προϊόντος περιλαμβάνεται, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην υπό κρίση διαφορά της κύριας δίκης, όχι μόνο στην ίδια την επίμαχη ονομασία αλλά και στις μνείες που τη συμπληρώνουν (89).
83. Ως εκ τούτου, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο μέρος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος η απάντηση ότι το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008 έχει την έννοια ότι, για τους σκοπούς της διαπιστώσεως της υπάρξεως «[υπαινιγμού]» ο οποίος απαγορεύεται από την εν λόγω διάταξη, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συμπληρωματικές πληροφορίες οι οποίες αναγράφονται πλησίον του επίμαχου σημείου στην περιγραφή, στην παρουσίαση ή στην επισήμανση του οικείου προϊόντος, ιδίως σχετικά με την πραγματική καταγωγή αυτού.
4. Επί των συνεπειών τυχόν πληροφοριών που πλαισιώνουν το επίμαχο σημείο υπό το πρίσμα του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 110/2008 (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)
84. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα καλείται το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, για να καθοριστεί το εάν υφίσταται «ψευδής ή παραπλανητική ένδειξη […] ικανή να δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις όσον αφορά την καταγωγή» κατά την έννοια του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 110/2008, πρέπει να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιείται η επίμαχη μνεία, ιδίως όταν αυτή συνοδεύεται από ένδειξη σχετική με την πραγματική καταγωγή του οικείου προϊόντος.
85. Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι διερωτάται αν, για τους σκοπούς της διαπιστώσεως της υπάρξεως παραπλανητικής ενδείξεως όσον αφορά την προέλευση στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνο το επίμαχο στοιχείο του σημείου, ήτοι το στοιχείο «Glen», ή αν πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το στοιχείο αυτό. Εν προκειμένω, το πλαίσιο αυτό θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον όρο «Buchenbach» που έπεται του όρου «Glen» στη βαλλόμενη ονομασία, καθώς και τις λοιπές μνείες που αναγράφονται στην ετικέτα, οι οποίες αποσυνδέουν το προϊόν από συγκεκριμένη περιοχή (90).
86. Συναφώς, ο M. Klotz και η Επιτροπή, καθώς και, κατ’ ουσίαν, η Ολλανδική Κυβέρνηση (91), εκτιμούν ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν υφίσταται «ψευδής ή παραπλανητική ένδειξη» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 16, στοιχείο γʹ, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο σημείο και ιδίως να αναλυθεί η ετικέτα στο σύνολό της. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η εξέταση του εν λόγω πλαισίου δεν μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη παραπλανητικής ενδείξεως, ακόμη και αν υπάρχει μνεία που υποδηλώνει την πραγματική καταγωγή του προϊόντος. Η TSWA καθώς και η Ελληνική και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το εν λόγω πλαίσιο δεν ασκεί επιρροή για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διατάξεως, ακόμη και όταν το επίμαχο στοιχείο συνοδεύεται από πληροφορίες σχετικά με την πραγματική καταγωγή του προϊόντος. Συντάσσομαι με την τελευταία αυτή άποψη για τους λόγους που θα εκθέσω κατωτέρω.
87. Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 110/2008, υπογραμμίζεται, καταρχάς, ότι η διάταξη αυτή ουδόλως αναφέρεται στα στοιχεία που μπορούν να πλαισιώνουν και να συμπληρώνουν, ακόμη και να διορθώνουν, την επίμαχη ονομασία.
88. Εν συνεχεία, η Επιτροπή υποστηρίζει, εσφαλμένως, κατά την άποψή μου, ότι «τόσο η φράση “κάθε άλλη” όσο και η συλλογική αναφορά στην “περιγραφή, την παρουσίαση ή την επισήμανσ[η του προϊόντος]” υποδηλώνουν με σαφήνεια ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη στο σύνολό τους όλες οι ενδείξεις σχετικά με την καταγωγή και, συλλήβδην, η περιγραφή, η παρουσίαση και η επισήμανση», με αποτέλεσμα, στη διαφορά της κύριας δίκης, η εκτίμηση να πρέπει να αφορά το σύνολο των αναγραφόμενων στην ετικέτα πληροφοριών.
89. Συναφώς, επισημαίνεται ότι στην απόδοση στη γερμανική γλώσσα (92) του εν λόγω άρθρου 16, τα στοιχεία αʹ και βʹ, τα οποία ξεκινούν με τον όρο «jede [κάθε]» ακολουθούμενο από ενικό αριθμό, είναι αναμφίβολα διατυπωμένα κατά τρόπο διαφορετικό σε σχέση με τα στοιχεία γʹ και δʹ του ίδιου άρθρου, όπου γίνεται χρήση του όρου «alle [όλες]» ακολουθούμενου από πληθυντικό αριθμό, διατύπωση η οποία ενδέχεται να υποδηλώνει μια ιδέα σφαιρικότητας για τα δύο τελευταία στοιχεία του άρθρου.
90. Εντούτοις, η διαφορά αυτή στη διατύπωση των επιμέρους περιπτώσεων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 16 δεν υπάρχει σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις, στις οποίες ο όρος που σημαίνει κατ’ ουσίαν «κάθε» και χρησιμοποιείται στην αρχή τόσο του στοιχείου γʹ όσο και των στοιχείων αʹ, βʹ και δʹ του εν λόγω άρθρου, ουδόλως υποδηλώνει, κατά την άποψή μου, ότι πρέπει να εξετάζονται όλα τα στοιχεία τα οποία αναγράφονται, εν προκειμένω, στην ετικέτα προκειμένου να εκτιμηθεί αν κατάσταση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης εμπίπτει ειδικώς στην προβλεπόμενη στο στοιχείο γʹ απαγόρευση (93).
91. Κατά πάγια, όμως, νομολογία, οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο, λαμβανομένων υπόψη των αποδόσεών τους σε όλες τις γλώσσες της Ένωσης και, σε περίπτωση διαστάσεως μεταξύ των διάφορων γλωσσικών αποδόσεων, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται βάσει της εν γένει οικονομίας και του σκοπού της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος (94), κριτήρια τα οποία με ωθούν να κλίνω υπέρ ερμηνείας αντίθετης προς την προτεινόμενη από την Επιτροπή (95).
92. Όσον αφορά την έκφραση «ψευδής ή παραπλανητική ένδειξη […] στην περιγραφή, την παρουσίαση ή την επισήμανσ[η του προϊόντος]», δεν αντιλαμβάνομαι επίσης για ποιον λόγο η απαρίθμηση αυτή, στην οποία περιλαμβάνεται άλλωστε ο παρατακτικός σύνδεσμος «ή» (96) –ο οποίος υποδηλώνει συνήθως εναλλακτική δυνατότητα–, οδηγεί την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να διενεργηθεί εκτίμηση, την οποία χαρακτηρίζει «συλλογική», συνιστάμενη σε υποχρέωση συνεκτιμήσεως του συνόλου των πληροφοριών που αφορούν το οικείο προϊόν και συνοδεύουν το επίμαχο σημείο, προκειμένου να καθοριστεί εάν αυτό συνιστά όντως «ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη» κατά την έννοια του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 110/2008 (97).
93. Εξάλλου, ο M. Klotz επικαλείται τη φράση «ικανή να δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις όσον αφορά την καταγωγή του» που χρησιμοποιείται στο τέλος του εν λόγω άρθρου 16, στοιχείο γʹ. Διατείνεται ότι, στην περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη «[υπαινιγμού]» κατά την έννοια του στοιχείου βʹ του εν λόγω άρθρου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η συγκεκριμένη συνολική αντίληψη του μέσου καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (98), αυτό θα ισχύει κατά μείζονα λόγο για να εκτιμηθεί η ύπαρξη «ψευδούς ή παραπλανητικής ενδείξεως» κατά την έννοια του εν λόγω στοιχείου γʹ. Εντούτοις, εκτιμώ ότι το επιχείρημα αυτό δεν είναι λυσιτελές, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο δεύτερο μέρος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος (99).
94. Προσωπικά, εκτιμώ ότι, εάν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε όντως τη βούληση να επιτρέψει τη χρήση ενδείξεως η οποία είναι αφ’ εαυτής ψευδής ή παραπλανητική, κατά την έννοια του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού, λόγω συμπληρωματικών πληροφοριών που πλαισιώνουν την εν λόγω ένδειξη, ένας τέτοιος περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής θα είχε προβλεφθεί ρητώς, ιδίως λαμβανομένων υπόψη των επιδιωκόμενων προστατευτικών σκοπών (100).
95. Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο γʹ, συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής, στο μέτρο που αυτή επισημαίνει ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή περίπτωση πρέπει να διακρίνεται από τις προβλεπόμενες στα στοιχεία αʹ και βʹ του ίδιου άρθρου (101) περιπτώσεις, αλλά εκτιμώ, από την πλευρά μου, ότι δεν προκύπτει από την εν γένει οικονομία του εν λόγω στοιχείου γʹ ότι επιβάλλεται στην περίπτωση που αυτό αφορά συνολική εξέταση της ετικέτας.
96. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας M. Campos Sánchez-Bordona, σε σχέση με διάταξη του δικαίου της Ένωσης ανάλογη αυτής του άρθρου 16 του κανονισμού 110/2008 (102), εκτιμώ ότι το άρθρο αυτό περιλαμβάνει κλιμακωτή απαρίθμηση απαγορευμένων ενεργειών στην οποία το στοιχείο γʹ όντως διαφοροποιείται από τις δύο προηγούμενες διατάξεις. Συγκεκριμένα, ενώ το εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο αʹ, περιορίζεται στις πράξεις χρήσεως προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως και το στοιχείο βʹ του άρθρου αυτού στις πράξεις που ενέχουν κατάχρηση, απομίμηση ή υπαινιγμό, το στοιχείο γʹ διευρύνει την περίμετρο προστασίας, περιλαμβάνοντας τις «ενδείξεις» (ήτοι, τις πληροφορίες που παρέχονται στον καταναλωτή) οι οποίες απαντούν στην περιγραφή, στην παρουσίαση ή στην επισήμανση του οικείου προϊόντος, οι οποίες, έστω και αν δεν υπαινίσσονται per se την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη, χαρακτηρίζονται «ψευδείς ή παραπλανητικές» σε σχέση με τον σύνδεσμο του προϊόντος με αυτήν (103).
97. Εντούτοις, κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να συναχθεί από τη διαφορά, τόσο στο γράμμα όσο και στο περιεχόμενο, που διαπιστώνεται μεταξύ των στοιχείων αʹ, βʹ και γʹ του εν λόγω άρθρου 16, ότι το στοιχείο γʹ θα πρέπει κατ’ ανάγκη να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των λοιπών πληροφοριών που αναγράφονται, ιδίως, στην ετικέτα του οικείου προϊόντος προκειμένου να εκτιμηθεί αν η επίμαχη ονομασία συνιστά «ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Αντιθέτως, φρονώ ότι η εκτίμηση αυτή πρέπει να επικεντρώνεται στην ίδια την επίμαχη ένδειξη, θεωρούμενη μεμονωμένα, χωρίς οι πληροφορίες που μνημονεύονται πλησίον αυτής να μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, καθόσον, σε διαφορετική περίπτωση, το στοιχείο γʹ θα κινδυνεύει να χάσει την πρακτική αποτελεσματικότητά του, ενώ φρονώ ότι το στοιχείο αυτό θα πρέπει μάλλον να εφαρμόζεται με ευρύτητα, όπως θα εκθέσω εν συνεχεία.
98. Τρίτον, συνεκτίμηση των σκοπών που επιδιώκονται με τον κανονισμό 110/2008 εν γένει, και με τις αναλυθείσες διατάξεις ειδικότερα ενισχύει, κατά την άποψή μου, την ερμηνεία που προτείνω να δοθεί στην επίμαχη διάταξη.
99. Όπως προεξετέθη (104), φρονώ ότι σκοπός των διατάξεων του κανονισμού 110/2008, και συγκεκριμένα αυτών του άρθρου 16 αυτού, είναι η προστασία των καταχωρισμένων στο παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού γεωγραφικών ενδείξεων, προς όφελος τόσο των καταναλωτών, οι οποίοι δεν πρέπει να παραπλανώνται από ακατάλληλες ενδείξεις, όσο και των επιχειρηματιών οι οποίοι επιβαρύνονται με υψηλότερο κόστος προκειμένου να εγγυηθούν την ποιότητα των προϊόντων που δικαιούνται να φέρουν τις εν λόγω ενδείξεις και οι οποίοι πρέπει να προστατεύονται κατά πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού.
100. Όσον αφορά ειδικότερα το εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο γʹ, εκτιμώ ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να αναγνωριστεί σε αυτό αρκετά ευρύ πεδίο εφαρμογής, ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα επιτεύξεως των προμνησθέντων σκοπών. Ειδικότερα, όπως και η Γαλλική Κυβέρνηση, εκτιμώ ότι η έκφραση «κάθε άλλη […] ένδειξη», που χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή, μπορεί να περιλαμβάνει κάθε είδος ενδείξεως ή σημείου, και ειδικότερα κείμενο, εικόνα ή περιέκτη, ικανό να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά του προϊόντος. Επιπλέον, ο ευέλικτος προσδιορισμός της θέσεως που προβλέπεται στο εν λόγω στοιχείο γʹ (105) παρέχει, κατά την άποψή μου, τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι οποιοδήποτε στοιχείο ενός από τα τρία μνημονευόμενα μέσα, εν προκειμένω μνεία επί της ετικέτας του οικείου ποτού, είναι αφ’ εαυτό «ικαν[ό] να δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις όσον αφορά την καταγωγή» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Επομένως, το περιεχόμενο της υπόλοιπης επισημάνσεως του επίμαχου προϊόντος δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να αντισταθμίσει τον ενδεχόμενο ψευδή ή παραπλανητικό χαρακτήρα της βαλλόμενης ενδείξεως, ακόμη και όταν αυτή συνοδεύεται από πληροφορία σχετικά με την πραγματική καταγωγή του προϊόντος.
101. Με άλλα λόγια, όπως υπογραμμίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, η υλοποίηση των εν λόγω σκοπών θα διακυβευόταν εάν η προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων μπορούσε να περιοριστεί από το γεγονός ότι, πλησίον ενδείξεως αφ’ εαυτής ψευδούς ή παραπλανητικής, κατά την έννοια του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 110/2008, υπάρχουν συμπληρωματικές πληροφορίες, καθόσον η αποδοχή μιας τέτοιας ερμηνείας θα ισοδυναμούσε με την αποδοχή της χρήσεως μιας τέτοιας ενδείξεως εφόσον συνοδεύεται από ακριβείς πληροφορίες οι οποίες θα αντιστάθμιζαν, τρόπον τινά, τον παραπλανητικό της χαρακτήρα.
102. Τέλος, όσον αφορά την εφαρμογή εν προκειμένω της νομολογίας που αφορά την οδηγία2000/13/ΕΚ (106), η οποία καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1169/2011 (107), την οποία μου φαίνεται ότι προτείνει η Επιτροπή (108), αμφιβάλλω κατά πόσον μια τέτοια εφαρμογή είναι όντως σκόπιμη για να απαντηθεί το τρίτο προδικαστικό ερώτημα.
103. Συγκεκριμένα, ο σκοπός του κανονισμού 110/2008, του οποίου η ερμηνεία ζητείται εν προκειμένω, διαφέρει από εκείνον της οδηγίας 2000/13, καθόσον η οδηγία αυτή ρυθμίζει με γενικό και οριζόντιο τρόπο (109) «την επισήμανση των τροφίμων […], καθώς επίσης και ορισμένα ζητήματα σχετικά με την παρουσίαση και τη διαφήμισή τους» (110), ενώ ο κανονισμός 110/2008, ο οποίος εκδόθηκε μεταγενέστερα, ρυθμίζει με ειδικό και κάθετο τρόπο «τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών» (111). Εξ αυτού προκύπτουν διαφορές όσον αφορά τόσο τους σκοπούς όσο και την έκταση της προστασίας που παρέχουν οι δύο αυτές νομικές πράξεις, διαφορές οι οποίες πρέπει, κατά την άποψή μου, να ληφθούν υπόψη, παρά το γεγονός ότι η αναφορά γεωγραφικών ονομασιών στην επισήμανση τέτοιων ποτών μπορεί, ενίοτε, να εμπίπτει ταυτόχρονα σε αμφότερα τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής τους (112).
104. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/13, το οποίο αφορά η παρατιθέμενη στις παρατηρήσεις της Επιτροπής νομολογία, εκτιμώ ότι το περιεχόμενο της εν λόγω διατάξεως, η οποία αφορά τις «[θ]εμιτές πρακτικές σχετικά με τις πληροφορίες» (113), δεν είναι πραγματικά ισοδύναμο, έστω από άποψη ουσίας, με εκείνο του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 110/2008, άρθρο το οποίο αφορά την «[π]ροστασία των γεωγραφικών ενδείξεων» (114), και στο οποίο αναφέρεται το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπό κρίση υπόθεση.
105. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, στη νομολογία αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, βεβαίως, υπέρ μιας εξετάσεως της επίμαχης καταστάσεως περιλαμβάνουσας το σύνολο των πληροφοριών που αναγράφονται στην επισήμανση του οικείου προϊόντος (115), ακόμη και ορισμένα εξωτερικά πραγματικά στοιχεία (116), προκειμένου να αξιολογήσει αν ονομασία είναι ικανή να παραπλανήσει τους καταναλωτές (117), αλλά το έπραξε μόνο σε σχέση με μνείες που δεν είχαν καταχωριστεί ως ονομασία προελεύσεως ή γεωγραφική ένδειξη προστατευόμενη στο επίπεδο της Ένωσης (118), περίπτωση η οποία δεν αντιστοιχεί στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, στην οποία εξετάζεται τέτοιας φύσεως προστασία. Επομένως, εκτιμώ ότι δεν είναι σκόπιμο να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η συλλογιστική της εν λόγω νομολογίας.
106. Ως εκ τούτου, προτείνω να δοθεί στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 16, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 110/2008 έχει την έννοια ότι, για τους σκοπούς της διαπιστώσεως της υπάρξεως «ψευδούς ή παραπλανητικής ενδείξεως» η οποία απαγορεύεται από την εν λόγω διάταξη, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συμπληρωματικές πληροφορίες οι οποίες αναγράφονται πλησίον του επίμαχου σημείου στην περιγραφή, στην παρουσίαση ή στην επισήμανση του οικείου προϊόντος, ιδίως σχετικά με την πραγματική καταγωγή αυτού.
107. Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη των προμνησθεισών αρχών της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου (119), επισημαίνεται απλώς ότι, εάν το Δικαστήριο υιοθετήσει την ανωτέρω προτεινόμενη ερμηνεία, αμφιβάλλω εάν πρέπει να εφαρμοστεί η εν λόγω απαγόρευση σε περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι ο επίμαχος όρος «Glen» δεν παρουσιάζει επαρκώς άμεσο και στενό δεσμό με την επίμαχη προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη, «Scotch Whisky», ούτε καν με τη χώρα με την οποία αυτή συνδέεται, ήτοι το «Ηνωμένο Βασίλειο (Σκωτία)», ώστε να θεωρηθεί ότι ο όρος αυτός συνιστά «ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη […] ικανή να δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις όσον αφορά την καταγωγή» (120).
108. Επικουρικώς, στην περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε ερμηνεύσει το εν λόγω στοιχείο γʹ υπό την έννοια ότι πρέπει να διενεργηθεί εξέταση περιλαμβάνουσα το σύνολο των πληροφοριών που πλαισιώνουν το επίμαχο σημείο, εκτιμώ ότι η εξέταση αυτή θα πρέπει λογικά να οδηγήσει, κατά μείζονα λόγο, στο ίδιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, εάν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, εν προκειμένω, όλα τα στοιχεία που αναγράφονται στην ετικέτα, τα οποία μνημονεύουν ρητώς την ακριβή καταγωγή του επίμαχου προϊόντος, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι η χρήση του όρου «Glen» εμπίπτει στην προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη απαγόρευση (121).
V. Πρόταση
109. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Landgericht Hamburg (πρωτοδικείο Αμβούργου, Γερμανία) ως εξής:
1) Το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι η «έμμεση […] χρήση» καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως, η οποία απαγορεύεται από τη διάταξη αυτή, απαιτεί να είναι η επίμαχη ονομασία πανομοιότυπη ή φωνητικώς ή/και οπτικώς παρόμοια με την οικεία ένδειξη. Επομένως, δεν αρκεί να είναι η ονομασία αυτή ικανή να δημιουργήσει στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή έναν οποιονδήποτε συνειρμό σχετικό με την ένδειξη ή με την οικεία γεωγραφική περιοχή.
2) Το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008 έχει την έννοια ότι ο «[υπαινιγμός]» καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως, ο οποίος απαγορεύεται από την εν λόγω διάταξη, δεν απαιτεί να εμφανίζει κατ’ ανάγκη η επίμαχη ονομασία φωνητική και οπτική ομοιότητα με την οικεία ένδειξη, αλλά ότι δεν αρκεί, εντούτοις, να είναι η εν λόγω ονομασία ικανή να δημιουργήσει, στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή, οποιουδήποτε είδους συνειρμό σχετικό με την προστατευόμενη ένδειξη ή με την οικεία γεωγραφική περιοχή. Ελλείψει τέτοιας ομοιότητας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εννοιολογική συνάφεια η οποία υφίσταται, ενδεχομένως, μεταξύ της οικείας ενδείξεως και της βαλλόμενης ονομασίας, εφόσον η εν λόγω συνάφεια είναι ικανή να οδηγήσει τον καταναλωτή να ανακαλέσει στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το προϊόν που φέρει νομίμως την εν λόγω ένδειξη.
Για τους σκοπούς της διαπιστώσεως της υπάρξεως «[υπαινιγμού]» ο οποίος απαγορεύεται βάσει του εν λόγω άρθρου 16, στοιχείο βʹ, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συμπληρωματικές πληροφορίες οι οποίες αναγράφονται πλησίον του επίμαχου σημείου στην περιγραφή, στην παρουσίαση ή στην επισήμανση του οικείου προϊόντος, ιδίως σχετικά με την πραγματική καταγωγή αυτού.
3) Το άρθρο 16, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 110/2008 έχει την έννοια ότι, για τους σκοπούς της διαπιστώσεως της υπάρξεως «ψευδούς ή παραπλανητικής ενδείξεως» η οποία απαγορεύεται από την εν λόγω διάταξη, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συμπληρωματικές πληροφορίες οι οποίες αναγράφονται πλησίον του επίμαχου σημείου στην περιγραφή, στην παρουσίαση ή στην επισήμανση του οικείου προϊόντος, ιδίως σχετικά με την πραγματική καταγωγή αυτού.