Language of document : ECLI:EU:T:2020:396

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2020 (*)

«ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση – Καθεστώς στρεμματικών ενισχύσεων – Έννοια των “μόνιμων βοσκότοπων” – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1307/2013 – Ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου – Βασικοί έλεγχοι – Κανονισμός 1306/2013 – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

Στην υπόθεση T‑46/19,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Κανελλόπουλο, την Ε. Λευθεριώτου και την Α. Βασιλοπούλου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Μ. Κωνσταντινίδη, την J. Aquilina και τον A. Sauka,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα τη μερική ακύρωση της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2018/1841 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2018, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2018, L 298, σ. 34), κατά το μέρος που η απόφαση αυτή αφορά τις δαπάνες που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, M. Jaeger και N. Półtorak (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Μαρτίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Διοικητική διαδικασία

1        Από τις 17 έως τις 21 Οκτωβρίου 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεξήγαγε έρευνα, με στοιχεία αναφοράς AA/2016/013/GR, σχετικά με τις δαπάνες που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία βάσει των καθεστώτων στρεμματικής ενίσχυσης, στο πλαίσιο των καθεστώτων άμεσης στήριξης για τους γεωργούς.

2        Στις 25 Οκτωβρίου 2016, ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ, Ελλάδα) διαβίβασε στην Επιτροπή, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, πίνακα στον οποίο καταγράφονταν διάφορες ανωμαλίες που εντοπίσθηκαν κατά την έρευνα.

3        Με έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία τις διαπιστώσεις της, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 908/2014 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2014, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους οργανισμούς πληρωμών και άλλους οργανισμούς, τη δημοσιονομική διαχείριση, την εκκαθάριση λογαριασμών, τους κανόνες σχετικά με τους ελέγχους, τις εγγυήσεις και τη διαφάνεια (ΕΕ 2014, L 255, σ. 59). Η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένες δαπάνες δεν είχαν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον ορισμένοι βασικοί έλεγχοι τους οποίους είχαν διενεργήσει οι ελληνικές αρχές παρουσίαζαν αδυναμίες.

4        Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στις διαπιστώσεις της Επιτροπής με έγγραφο της 10ης Μαρτίου 2017.

5        Με έγγραφο της 21ης Απριλίου 2017, η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές σε διμερή σύσκεψη, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 908/2014. Η Ελληνική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της καθώς και πρόσθετες πληροφορίες με έγγραφο της 2ας Μαΐου 2017. Η διμερής σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαΐου 2017.

6        Με έγγραφο της 9ης Ιουνίου 2017, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ελληνικές αρχές τα πρακτικά της διμερούς σύσκεψης και κατάλογο πρόσθετων πληροφοριών οι οποίες είχαν ζητηθεί κατά τη διάρκεια της σύσκεψης αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 908/2014. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στο αίτημα παροχής πρόσθετων πληροφοριών με έγγραφο της 11ης Σεπτεμβρίου 2017 καθώς και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 23ης Νοεμβρίου 2017.

7        Με έγγραφο της 9ης Μαρτίου 2018, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία τα συμπεράσματά της, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 908/2014. Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσης την Ελληνική Δημοκρατία ότι είχε τη δυνατότητα να αποστείλει αιτιολογημένη αίτηση συμβιβασμού στο όργανο συμβιβασμού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 1, του κανονισμού 908/2014. Από την κοινοποίηση αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε, εν συνόψει, ότι είχαν εντοπισθεί διάφορες αδυναμίες όσον αφορά τα εφαρμοσθέντα από τις ελληνικές αρχές συστήματα διαχείρισης και ελέγχου των δαπανών της Ένωσης. Ειδικότερα, η Επιτροπή προσήψε στην Ελληνική Δημοκρατία, πρώτον, ότι δεν έλεγξε ορθώς την επιλεξιμότητα ορισμένων εκτάσεων για το καθεστώς άμεσων ενισχύσεων, λόγω σφαλμάτων στο σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων (στο εξής: ΣΑΑ), δεύτερον, ότι δεν διενήργησε επιτόπιους ελέγχους επαρκούς ποιότητας και, τρίτον, ότι δεν θέσπισε διαδικασία βάσει της οποίας να εξασφαλίζεται η ανάκτηση των τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή των διοικητικών κυρώσεων. Πρότεινε, κατόπιν τούτου και κατ’ επίκληση των διαφόρων αυτών ελλείψεων, να αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση της Ένωσης το συνολικό ποσό των 24 851 438,56 ευρώ.

8        Η Ελληνική Δημοκρατία δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση που της απευθύνθηκε να αποστείλει αίτηση συμβιβασμού στο όργανο συμβιβασμού.

9        Με έγγραφο της 23ης Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ελληνικές αρχές τη συνοπτική έκθεση με την οποία εξέθετε την τελική θέση της. Οι κύριες ελλείψεις που επισήμανε η Επιτροπή εις βάρος των ελληνικών αρχών εκτίθενται κατωτέρω.

 Περιεχόμενο της συνοπτικής έκθεσης

10      Κατόπιν της εξέτασης ενός δείγματος 812 αγροτεμαχίων αναφοράς που επικαιροποιήθηκαν στο ελληνικό ΣΑΑ το 2015, η Επιτροπή διαπίστωσε τρεις κατηγορίες ελλείψεων σε βασικούς ελέγχους, τις οποίες είχε ήδη επισημάνει με το έγγραφο της 9ης Μαρτίου 2018 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω): αδυναμίες στους διασταυρωτικούς ελέγχους προς εξακρίβωση της επιλεξιμότητας των εκτάσεων για το καθεστώς άμεσων ενισχύσεων οφειλόμενες σε σφάλματα στο ΣΑΑ, αδυναμίες στους επιτόπιους ελέγχους που διενήργησαν οι ελληνικές αρχές καθώς και ανυπαρξία διαδικασίας βάσει της οποίας να εξασφαλίζεται η ανάκτηση των τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή η είσπραξη των διοικητικών κυρώσεων.

 Αδυναμίες στους διασταυρωτικούς ελέγχους προς εξακρίβωση της επιλεξιμότητας των εκτάσεων για το καθεστώς άμεσων ενισχύσεων οφειλόμενες σε σφάλματα στο ΣΑΑ

11      Όσον αφορά τις αδυναμίες στους διασταυρωτικούς ελέγχους προς εξακρίβωση της επιλεξιμότητας των εκτάσεων για το καθεστώς άμεσων ενισχύσεων, αφενός, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, βάσει της εξέτασης ενός δείγματος 812 αγροτεμαχίων αναφοράς που επικαιροποιήθηκαν στο ΣΑΑ το 2015, η συνολική δηλωθείσα έκταση ήταν κατά 0,94 % μεγαλύτερη από τη μέγιστη επιλέξιμη έκταση (στο εξής: ΜΕΕ) όσον αφορά τα μέτρα στρεμματικών ενισχύσεων. Στο πλαίσιο του δείγματος αυτού, όσον αφορά ειδικότερα τα αγροτεμάχια που χαρακτηρίζονταν ως «μόνιμοι βοσκότοποι», η Επιτροπή επισήμανε ότι η υπερεκτίμηση της δηλωθείσας έκτασης, σε σχέση με τη ΜΕΕ, ήταν της τάξης του 1,94 %.

12      Αφετέρου, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, στο ελληνικό ΣΑΑ, όταν ένα αγροτεμάχιο αναφοράς παρουσίαζε διάφορα γεωργικά χαρακτηριστικά, μόνον η έκταση του αγροτεμαχίου αυτού η οποία αντιστοιχούσε στον ορισμό των «μόνιμων βοσκότοπων» ήταν ορθώς οριοθετημένη και προσδιορισμένη, μολονότι, ανάλογα με την περίπτωση, έπρεπε επίσης να εμφανίζονται τα τμήματα του εν λόγω αγροτεμαχίου που αντιστοιχούσαν στον ορισμό της «αρόσιμης γης» ή των «μόνιμων καλλιεργειών».

13      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε, κατόπιν των δύο αυτών διαπιστώσεων σχετικά με το ΣΑΑ, ότι τα συστήματα διασταυρωτικών ελέγχων τα οποία εφάρμοσαν οι ελληνικές αρχές βάσει των άρθρων 28 και 29 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 809/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2014, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (ΕΕ 2014, L 227, σ. 69), και τα οποία είχαν ως σκοπό να εξακριβωθεί η επιλεξιμότητα των εκτάσεων για το καθεστώς άμεσων ενισχύσεων παρουσίαζαν αδυναμίες.

14      Ως προς την πρώτη από τις δύο αυτές διαπιστώσεις, η Επιτροπή εκτίμησε ότι ήταν ενδεδειγμένη η εφαρμογή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ύψους 2 % επί των άμεσων ενισχύσεων. Έκρινε επίσης ότι τυχόν κατ’ αποκοπήν διόρθωση ως προς τη δεύτερη από τις διαπιστώσεις αυτές, η οποία θα μπορούσε να καθοριστεί σε ποσοστό 0,6 %, θα απορροφούνταν πλήρως από την ήδη εφαρμοσθείσα κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 %.

 Αδυναμίες στους επιτόπιους ελέγχους που διενήργησαν οι ελληνικές αρχές

15      Πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι των εκτάσεων που ήταν επιλέξιμες για το καθεστώς βασικής ενίσχυσης (στο εξής: ΚΒΕ) δεν ήταν ικανοποιητικοί και δεν καθιστούσαν δυνατή την εξακρίβωση της τήρησης των κριτηρίων επιλεξιμότητας, διότι, για τους γεωργούς των οποίων τα αγροτεμάχια δεν βρίσκονταν εξ ολοκλήρου εντός της ζώνης τηλεανίχνευσης, η επιλεξιμότητα για το ΚΒΕ είχε καθοριστεί με τη χρήση φωτογραφιών από το ΣΑΑ ή από τον ιστότοπο Google Earth. Τέτοια στοιχεία όμως, τα οποία εξάλλου δεν προέρχονται κατ’ ανάγκην από το σχετικό έτος υποβολής αιτήσεων, δεν πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας και ακρίβειας για τη διενέργεια ορθού ελέγχου.

16      Δεύτερον, όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους των γεωργών που υπόκεινται σε υποχρέωση διαφοροποίησης των καλλιεργειών τους, στο πλαίσιο των πρακτικών για την οικολογική μέριμνα που παρέχουν δικαίωμα ενίσχυσης βάσει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι εν λόγω έλεγχοι περιορίζονταν στα αρόσιμα αγροτεμάχια των γεωργών αυτών. Κατά την άποψη της Επιτροπής όμως, η διαδικασία αυτή δεν καθιστά δυνατό να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω γεωργοί τηρούν πράγματι τις υποχρεώσεις που υπέχουν στο πλαίσιο της διαφοροποίησης των καλλιεργειών ή ότι απαλλάσσονται νομίμως από αυτές λόγω της μη υπέρβασης ορισμένων ορίων. Κατά την Επιτροπή, η τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν οι γεωργοί ως προς τη διαφοροποίηση των καλλιεργειών μπορεί να εξακριβωθεί μόνο με επιτόπιο έλεγχο ο οποίος περιλαμβάνει επίσης τις εκτάσεις μόνιμων καλλιεργειών και μόνιμων βοσκότοπων της εκμετάλλευσης στην οποία πραγματοποιείται επίσκεψη.

17      Τρίτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι των εκτάσεων υπό αγρανάπαυση δεν είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο να εξακολουθούν τα εδάφη αυτά να θεωρούνται ως εκτάσεις επιλέξιμες για το ΚΒΕ, μολονότι τούτο δεν έπρεπε πλέον να συμβαίνει.

18      Επομένως, όσον αφορά όλες τις ανωτέρω διαπιστώσεις, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι που διενήργησαν οι ελληνικές αρχές κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 37 έως 41 του κανονισμού 809/2014 παρουσίαζαν ορισμένες αδυναμίες.

19      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτίμησε, αφενός, ότι ήταν ενδεδειγμένο να εφαρμοστεί εφάπαξ διόρθωση επί των άμεσων ενισχύσεων ύψους 250,31 ευρώ για το οικονομικό έτος 2017 λόγω των αδυναμιών στους επιτόπιους ελέγχους σχετικά με την οικολογική μέριμνα και, αφετέρου, ότι ήταν ενδεδειγμένο να εφαρμοστεί πρόσθετη εφάπαξ διόρθωση επί των άμεσων ενισχύσεων, ύψους 352 101,86 ευρώ για το οικονομικό έτος 2016 και 96 241,19 ευρώ για το οικονομικό έτος 2017, λόγω των αδυναμιών στους επιτόπιους ελέγχους των επιλέξιμων για το ΚΒΕ εκτάσεων.

 Ανυπαρξία διαδικασίας βάσει της οποίας να εξασφαλίζεται η ανάκτηση των τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή η είσπραξη των διοικητικών κυρώσεων

20      Τέλος, κατά τρίτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι, στην Ελλάδα, δεν προβλεπόταν διαδικασία βάσει της οποίας να εξασφαλίζεται η ανάκτηση των τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή η είσπραξη των διοικητικών κυρώσεων. Ωστόσο, εκτίμησε ότι η κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση ύψους 2 % επί των άμεσων ενισχύσεων η οποία εφαρμόστηκε κατόπιν των διαπιστώσεων σχετικά με τις αδυναμίες του ΣΑΑ καθιστούσε δυνατή την κάλυψη του οικονομικού κινδύνου που συνεπαγόταν η ανυπαρξία τέτοιου είδους διαδικασίας.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

21      Με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2018/1841, της 16ης Νοεμβρίου 2018, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2018, L 298, σ. 34, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή απέκλεισε, μεταξύ άλλων, από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, ποσό ύψους 24 851 438,56 ευρώ, λόγω:

–        αδυναμιών στους διασταυρωτικούς ελέγχους προς εξακρίβωση της επιλεξιμότητας των εκτάσεων για το καθεστώς άμεσων ενισχύσεων, οφειλόμενων σε σφάλματα στο ΣΑΑ κατόπιν της επικαιροποίησής του, όσον αφορά τα έτη υποβολής αιτήσεων 2015 και 2016, για τις οποίες επέβαλε κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 % επί των άμεσων ενισχύσεων, ανερχόμενη σε 12 342 563,07 ευρώ για το οικονομικό έτος 2016 και σε 12 060 282,13 ευρώ για το οικονομικό έτος 2017·

–        αδυναμιών στους επιτόπιους ελέγχους σχετικά με την οικολογική μέριμνα, όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2016, για τις οποίες επέβαλε εφάπαξ διόρθωση επί των άμεσων ενισχύσεων, ανερχόμενη σε 250,31 ευρώ για το οικονομικό έτος 2017·

–        αδυναμιών στους επιτόπιους ελέγχους των επιλέξιμων για το ΚΒΕ εκτάσεων όσον αφορά τα έτη υποβολής αιτήσεων 2015 και 2016, για τις οποίες επέβαλε εφάπαξ διόρθωση επί των άμεσων ενισχύσεων, ανερχόμενη σε 352 101,86 ευρώ για το οικονομικό έτος 2016 και σε 96 241,19 ευρώ για το οικονομικό έτος 2017.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

22      Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Ιανουαρίου 2019, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

23      Στις 21 Ιανουαρίου 2020, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους. Ειδικότερα, η Επιτροπή κλήθηκε να προσκομίσει κάθε έγγραφο –όπως, παραδείγματος χάριν, εκθέσεις επιτόπιων επισκέψεων ή πρακτικά– βάσει του οποίου συνήγαγε ότι ορισμένες εκτάσεις δεν ήταν επιλέξιμες καθόσον δεν αντιστοιχούσαν στον χαρακτηρισμό «μόνιμοι βοσκότοποι». Οι διάδικοι απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Μαρτίου 2020. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε σειρά εγγράφων, ως προς τα οποία η Επιτροπή υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις στις 10 Μαρτίου 2020. Η προφορική διαδικασία περατώθηκε με απόφαση της 17ης Απριλίου 2020.

25      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον, με την εν λόγω απόφαση, της επιβάλλεται δημοσιονομική διόρθωση συνολικού ποσού 24 851 438,56 ευρώ για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) (στο εξής: ταμείο)·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

27      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν:

–        πρώτον, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της ΚΓΠ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 637/2008 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 608), καθόσον η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας των «μόνιμων βοσκότοπων»·

–        δεύτερον, παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, του άρθρου 18, παράγραφος 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 640/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (EE) αριθ. 1306/2013 όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου και τους όρους απόρριψης ή ανάκτησης πληρωμών καθώς και τις διοικητικές κυρώσεις που εφαρμόζονται στις άμεσες ενισχύσεις, τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (ΕΕ 2014, L 181, σ. 48), και των κατευθυντήριων οδηγιών της ποιοτικής αξιολόγησης του ΣΑΑ καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή αποφάσισε να επιβάλει κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση ύψους 2 %·

–        τρίτον, παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή αποφάσισε να επιβάλει εφάπαξ διορθώσεις, πλέον της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης.

28      Οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρώσεως βάλλουν κατά του μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις και ο τρίτος βάλλει κατά του μέρους της εν λόγω απόφασης που αφορά τις εφάπαξ διορθώσεις. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει από κοινού τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως, προτού αναλύσει τον τρίτο λόγο ακυρώσεως.

 Επί του παραδεκτού των εγγράφων που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση

29      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε σειρά εγγράφων, τα οποία συνίσταντο σε εικόνες προερχόμενες από τον ιστότοπο Google Earth, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της προσφυγής, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή προέβη, εν προκειμένω, σε εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας των «μόνιμων βοσκότοπων». Η Επιτροπή παρατήρησε ότι η υποβολή των εγγράφων αυτών ήταν εκπρόθεσμη, κατά την έννοια του άρθρου 85 του Κανονισμού Διαδικασίας. Ωστόσο, έλαβε θέση επί της λυσιτέλειας και της αποδεικτικής αξίας τους με τις γραπτές παρατηρήσεις τις οποίες διατύπωσε κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης και τις οποίες υπέβαλε στις 10 Μαρτίου 2020.

30      Κατά το άρθρο 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, «[κ]ατ’ εξαίρεση οι κύριοι διάδικοι μπορούν επίσης να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή». Εξάλλου, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 92, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο προβλέπει ότι η ανταπόδειξη και η συμπλήρωση των αποδείξεων είναι δυνατή (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, C-185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψεις 71 και 72, και της 5ης Δεκεμβρίου 2006, Westfalen Gassen Nederland κατά Επιτροπής, T‑303/02, EU:T:2006:374, σκέψη 189). Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι από την αγόρευση της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά προσκομίστηκαν προς αντίκρουση των απαντήσεων που έδωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο του μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 23 ανωτέρω.

31      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω, τα επίμαχα έγγραφα πρέπει να κριθούν παραδεκτά.

 Επί της ουσίας

 Επί των δύο πρώτων λόγων ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013 καθώς και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης ως προς τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις

32      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, εν συνόψει, ότι η κρίση της Επιτροπής κατά την οποία η δηλωθείσα έκταση των αγροτεμαχίων που χαρακτηρίζονταν ως «μόνιμοι βοσκότοποι» υπερεκτιμήθηκε κατά 1,94 % σε σχέση με τη ΜΕΕ οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της έννοιας των «μόνιμων βοσκότοπων», όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013.

33      Συγκεκριμένα, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, οι αποκλίσεις που διαπίστωσε η Επιτροπή κατά την εξέταση των 151 αγροτεμαχίων τα οποία έχουν καταγραφεί ως «μόνιμοι βοσκότοποι», δηλαδή, κυρίως, η υπερεκτίμηση σε σχέση με τη ΜΕΕ όσον αφορά δέκα από τα αγροτεμάχια αυτά, οφείλονται στο γεγονός ότι η Επιτροπή, κατά την εξέταση του ζητήματος αν μια έκταση ήταν επιλέξιμη για χορήγηση δικαιώματος ενίσχυσης λόγω του χαρακτηρισμού της ως «μόνιμου βοσκότοπου», εφάρμοσε έναν πολύ περιοριστικό ορισμό της έννοιας αυτής. Κατά την άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή φρονεί ότι τα τμήματα των χαρακτηριζόμενων ως «μόνιμοι βοσκότοποι» αγροτεμαχίων τα οποία καλύπτονται από δενδρώδη ή ξυλώδη βλάστηση αποκλείονται από κάθε δικαίωμα ενίσχυσης για τους «μόνιμους βοσκότοπους».

34      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, όμως, ότι μια γεωργική έκταση που καλύπτεται από δενδρώδη και ξυλώδη βλάστηση πρέπει να θεωρείται έκταση επιλέξιμη για τη χορήγηση δικαιώματος ενίσχυσης ως «μόνιμος βοσκότοπος», ανεξαρτήτως του κριτηρίου της αναπτυσσόμενης σε αυτή βλάστησης, εφόσον η εν λόγω έκταση είναι βοσκήσιμη και χρησιμοποιείται πράγματι για βόσκηση. Επομένως, οι γεωργικές εκτάσεις που φέρουν τα χαρακτηριστικά των «μεσογειακών» βοσκότοπων, των οποίων η βλάστηση περιλαμβάνει θάμνους και ξυλώδη φυτά, πρέπει να είναι επιλέξιμες για χορήγηση δικαιώματος ενίσχυσης ως «μόνιμοι βοσκότοποι».

35      Προς στήριξη των επιχειρημάτων της, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται κυρίως την απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C-341/17 P, EU:C:2019:409), και τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση αυτή (C-341/17 P, EU:C:2018:981). Με την ως άνω απόφαση, κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «το αποφασιστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό του “μόνιμου βοσκότοπου” δεν είναι το είδος της βλάστησης που καλύπτει τη γεωργική έκταση, αλλά η πραγματική χρήση της εν λόγω έκτασης για γεωργική δραστηριότητα η οποία είναι χαρακτηριστική για τους “μόνιμους βοσκότοπους”» (απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-341/17 P, EU:C:2019:409, σκέψη 54).

36      Η Ελληνική Δημοκρατία συνάγει εξ αυτού ότι το κριτήριο επιλεξιμότητας μιας έκτασης για χορήγηση δικαιώματος ενίσχυσης, λόγω του χαρακτηρισμού της ως «μόνιμου βοσκότοπου», το οποίο βασίζεται στο είδος της βλάστησης που καλύπτει την έκταση αυτή πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, είναι αβάσιμες οι διαπιστώσεις της Επιτροπής κατά τις οποίες υπερεκτιμήθηκε η δηλωθείσα έκταση των αγροτεμαχίων που χαρακτηρίζονται ως «μόνιμοι βοσκότοποι».

37      Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής, κατά το οποίο, αφενός, η συνολική δηλωθείσα έκταση ήταν κατά 0,94 % μεγαλύτερη από τη ΜΕΕ όσον αφορά τα μέτρα στρεμματικών ενισχύσεων και, αφετέρου, η εν λόγω υπερεκτίμηση της δηλωθείσας έκτασης σε σχέση με τη ΜΕΕ ήταν της τάξης του 1,94 % όσον αφορά τα αγροτεμάχια που χαρακτηρίζονταν ως «μόνιμοι βοσκότοποι», συνήχθη αδικαιολόγητα, χωρίς η Επιτροπή να εκθέσει τη μεθοδολογία στην οποία βασίστηκε και χωρίς να εξηγήσει λεπτομερώς τους υπολογισμούς της. Επομένως, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

38      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή και απαντά ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επέβαλε κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 % επί των άμεσων ενισχύσεων, αφού διαπίστωσε ότι τα συστήματα διασταυρωτικών ελέγχων τα οποία εφάρμοσαν οι ελληνικές αρχές βάσει των άρθρων 28 και 29 του κανονισμού 809/2014 και τα οποία είχαν ως σκοπό να εξακριβωθεί η επιλεξιμότητα των εκτάσεων για το καθεστώς άμεσων ενισχύσεων παρουσίαζαν αδυναμίες κατόπιν της επικαιροποίησης του ΣΑΑ το 2015. Προσθέτει ότι οι ελληνικές αρχές είχαν παραδεχθεί, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, την ύπαρξη τέτοιων αδυναμιών.

39      H Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι, σε κάθε περίπτωση, τα δέκα επίμαχα αγροτεμάχια, ως προς τα οποία κρίθηκε ότι μέρος της δηλωθείσας έκτασής τους είχε υπερεκτιμηθεί σε σχέση με τη ΜΕΕ όσον αφορά τα μέτρα στρεμματικών ενισχύσεων, δεν ανήκαν σε καμία από τις τρεις κατηγορίες γης του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013 οι οποίες μπορούν να εξομοιωθούν με «μόνιμους βοσκότοπους».

40      Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ανέκυψε διαφωνία ούτε έγινε συζήτηση σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας των «μόνιμων βοσκότοπων» και υποστηρίζει ότι η απόφαση αυτή ερείδεται στην κοινή παραδοχή, εκ μέρους της Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας, της μη επιλεξιμότητας μέρους της έκτασης των «μόνιμων βοσκότοπων» όσον αφορά τα μέτρα στρεμματικών ενισχύσεων.

41      Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν πολυάριθμων επαφών μεταξύ των ελληνικών αρχών και των υπηρεσιών της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και, κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία αβασίμως ισχυρίζεται, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, ότι αγνοούσε τη μεθοδολογία στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή προκειμένου να υπολογίσει τα ποσοστά σφάλματος που ελήφθησαν υπόψη για την επιβολή των κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικών διορθώσεων, όπερ συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

42      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι τα ευρωπαϊκά γεωργικά ταμεία χρηματοδοτούν μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών (πρβλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑610/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2349, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Σκοπός της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση είναι να εξακριβωθεί αν οι επιστροφές και οι παρεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης, προκειμένου να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού για τους επιχειρηματίες. Ο σκοπός αυτός θα διακυβευόταν εάν η Επιτροπή μπορούσε, κατόπιν διαπίστωσης του παράτυπου χαρακτήρα μιας εθνικής πρακτικής, να επικαλεστεί ότι διαθέτει περιθώριο εκτίμησης ως προς το αν θα την αποδεχθεί ή θα την αποκλείσει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, αναλόγως της σοβαρότητας των αποτελεσμάτων της για τον εθνικό προϋπολογισμό ή για το εισόδημα των γεωργών (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1979, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, 11/76, EU:C:1979:28, σκέψεις 18 έως 21, και της 18ης Απριλίου 2002, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-332/00, EU:C:2002:235, σκέψεις 44 έως 46).

44      Όταν η Επιτροπή αρνείται να επιβαρύνει το ταμείο με ορισμένες δαπάνες λόγω παραβάσεων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης για τις οποίες ευθύνεται κράτος μέλος, δεν οφείλει να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια των διενεργηθέντων από τις εθνικές διοικητικές αρχές ελέγχων ή την ανακρίβεια των αριθμητικών στοιχείων που αυτές διαβίβασαν, αλλά να προσκομίσει αποδείξεις για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που διατηρεί ως προς τους ελέγχους αυτούς ή τα αριθμητικά αυτά στοιχεία. Ο ως άνω μετριασμός του βάρους απόδειξης που φέρει η Επιτροπή εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος βρίσκεται στην πλέον κατάλληλη θέση προκειμένου να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία στοιχεία για την εκκαθάριση των λογαριασμών των ευρωπαϊκών γεωργικών ταμείων και, κατά συνέπεια, σε αυτό εναπόκειται να προσκομίσει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το αληθές των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, για την ανακρίβεια των όσων προβάλλει η Επιτροπή (αποφάσεις της 11ης Ιανουαρίου 2001, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-247/98, EU:C:2001:4, σκέψεις 7 έως 9, και της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψη 21).

45      Πράγματι, η διαχείριση της χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών γεωργικών ταμείων γίνεται κυρίως από τις εθνικές διοικητικές αρχές, οι οποίες οφείλουν να μεριμνούν για την αυστηρή τήρηση των κανόνων της Ένωσης, και στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μεταξύ των εθνικών αρχών και των αρχών της Ένωσης. Μόνον το κράτος μέλος είναι σε θέση να γνωρίζει και να καθορίζει με ακρίβεια τα αναγκαία στοιχεία για την κατάρτιση των λογαριασμών των ταμείων αυτών, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έχει την απαιτούμενη εγγύτητα ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες που χρειάζεται από τους οικονομικούς φορείς (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Οκτωβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑153/01, EU:C:2004:589, σκέψη 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, Αυστρία κατά Επιτροπής, T‑368/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:305, σκέψη 182 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος απέδειξε την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής ή την έλλειψη κινδύνου ζημίας ή παρατυπιών σε βάρος του ταμείου, βασιζόμενο στην εφαρμογή ενός αξιόπιστου και αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου (απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψη 22· πρβλ., επίσης, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-300/02, EU:C:2005:103, σκέψη 95).

47      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης που προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξης. Υπό το πρίσμα αυτό, η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξης και να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C-521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψεις 146 και 147).

48      Ειδικότερα, η υποχρέωση αιτιολόγησης βλαπτικής πράξης, η οποία συνιστά αναγκαία απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό να παράσχει, αφενός, στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν είναι ενδεχομένως πλημμελής, οπότε μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, και, αφετέρου, στον εν λόγω δικαστή τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξης αυτής (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, FLS Plast κατά Επιτροπής, C‑243/12 P, EU:C:2014:2006, σκέψη 49). Επομένως, η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν αποτελεί απλώς έκφανση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, αλλά συμβάλλει στην επίτευξη ενός γενικότερου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της δυνατότητας του δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης ενώπιόν του πράξης.

49      Συνεπώς, όταν η Επιτροπή προτίθεται να επιβάλει σε κράτος μέλος κατ’ αποκοπήν διορθώσεις διότι έχει διαπιστώσει, μεταξύ άλλων, αδυναμίες στο ΣΑΑ και στους επιτόπιους ελέγχους, οφείλει να δικαιολογήσει τις διορθώσεις αυτές εκθέτοντας με ακρίβεια, ιδίως κατά τις επαφές της με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος καθώς και στη συνοπτική έκθεση, τα στοιχεία τα οποία θεμελιώνουν τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που διατηρεί ως προς τα κοινοποιηθέντα από τις εθνικές αρχές αριθμητικά στοιχεία ή ως προς τα αποτελέσματα των διενεργηθέντων από τις αρχές αυτές ελέγχων (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-341/17 P, EU:C:2019:409, σκέψεις 60 και 62) και, ως εκ τούτου, τα στοιχεία τα οποία θεμελιώνουν την εν λόγω αμφιβολία πρέπει να προκύπτουν από τις πράξεις που εκδίδει η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης καθώς και από την αιτιολογία της απόφασης που λαμβάνεται κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής.

50      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι κρίσιμη διάταξη για την εκτίμηση των δύο πρώτων λόγων της προσφυγής είναι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το οποίο ορίζει την έννοια των «μόνιμων βοσκότοπων» ως εξής:

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι εξής ορισμοί:

[…]

η)      ως “μόνιμος βοσκότοπος και μόνιμος λειμώνας”, (που αναφέρονται από κοινού ως “μόνιμος βοσκότοπος”) νοείται η γη που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών με φυσικό τρόπο (αυτοφυή) ή με καλλιέργεια (σπαρμένα) και δεν έχει περιληφθεί στην αμειψισπορά επί πέντε έτη ή περισσότερο· μπορεί να περιλαμβάνει άλλα είδη, όπως θάμνους και/ή δένδρα που προσφέρονται για βοσκή, υπό τον όρο ότι επικρατούν τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά, καθώς και, εφόσον ληφθεί σχετική απόφαση των κρατών μελών, γη που προσφέρεται για βοσκή και εντάσσεται σε καθιερωμένες τοπικές πρακτικές όπου τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά παραδοσιακά δεν επικρατούν στις εκτάσεις βοσκής·

[…]».

51      Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει ότι τρεις κατηγορίες γης μπορούν, όσον αφορά τα μέτρα στρεμματικών ενισχύσεων, να χαρακτηριστούν ως «μόνιμοι βοσκότοποι»:

–        η γη που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών·

–        η γη που περιλαμβάνει άλλα είδη, όπως θάμνους και/ή δένδρα που προσφέρονται για βοσκή, υπό τον όρο ότι επικρατούν τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά, και

–        εφόσον ληφθεί σχετική απόφαση των κρατών μελών, η γη που προσφέρεται για βοσκή και εντάσσεται σε καθιερωμένες τοπικές πρακτικές όπου τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά παραδοσιακά δεν επικρατούν στις εκτάσεις βοσκής.

52      Καταρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία αναπτύχθηκε βάσει της απόφασης της 15ης Μαΐου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C-341/17 P, EU:C:2019:409), και των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση αυτή (C-341/17 P, EU:C:2018:981) (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω), δεν ασκεί επιρροή για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η προηγούμενη αυτή υπόθεση δεν αφορούσε την ερμηνεία της έννοιας των «μόνιμων βοσκότοπων» κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013, αλλά την ερμηνεία της έννοιας των «μόνιμων βοσκότοπων» όπως αυτή προέκυπτε από τον ορισμό που περιείχε το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 796/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς (ΕΕ 2004, L 141, σ. 18), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 972/2007 της Επιτροπής, της 20ής Αυγούστου 2007 (ΕΕ 2007, L 216, σ. 3).

53      Συγκεκριμένα, στην προηγούμενη αυτή υπόθεση, το κύριο ζήτημα ήταν το εύρος της έννοιας των «μόνιμων βοσκότοπων», της οποίας ο ορισμός περιλαμβανόταν στο άρθρο 2 του κανονισμού 796/2004, ορισμός κατά τον οποίο «μόνιμος βοσκότοπος» ήταν η «γη που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών με φυσικό τρόπο (αυτοφυή) ή μέσω καλλιέργειας (σπαρμένα) και δεν έχει περιληφθεί στην εναλλαγή καλλιεργειών της εκμετάλλευσης για διάστημα πενταετίας ή μεγαλύτερο, εξαιρουμένης της γης που υπάγεται σε καθεστώτα παύσης καλλιέργειας».

54      Αντιθέτως, όμως, προς όσα επιχειρεί να υποστηρίξει η Ελληνική Δημοκρατία, το ζήτημα του εύρους της έννοιας των «μόνιμων βοσκότοπων» τίθεται, στην υπό κρίση υπόθεση, με όρους διαφορετικούς από εκείνους της προηγούμενης υπόθεσης για την οποία γίνεται λόγος. Συγκεκριμένα, ο ορισμός που περιείχε το άρθρο 2 του κανονισμού 796/2004 έχει παύσει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2015 και ο ορισμός της έννοιας των «μόνιμων βοσκότοπων» έχει τροποποιηθεί από τον νέο ορισμό τον οποίο δίδει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013 και ο οποίος προβλέπει πλέον κατά τρόπο ρητό και σαφή ότι οι «μόνιμοι βοσκότοποι» μπορούν να περιλαμβάνουν, «εφόσον ληφθεί σχετική απόφαση των κρατών μελών, γη που προσφέρεται για βοσκή και εντάσσεται σε καθιερωμένες τοπικές πρακτικές όπου τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά παραδοσιακά δεν επικρατούν στις εκτάσεις βοσκής». Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013 προσθέτει ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι γη που προσφέρεται για βοσκή και εντάσσεται σε καθιερωμένες τοπικές πρακτικές όπου τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά παραδοσιακά δεν επικρατούν στις εκτάσεις βοσκής πρέπει να θεωρείται ως μόνιμος βοσκότοπος, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο η)».

55      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η τρίτη περίπτωση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013 καθιερώνει, παράλληλα με το κριτήριο που βασίζεται στο είδος της βλάστησης και σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C-341/17 P, EU:C:2019:409), το κριτήριο της πραγματικής χρήσης της έκτασης για τον χαρακτηρισμό της ως «μόνιμου βοσκότοπου», υπό την προϋπόθεση ότι η έκταση αυτή προσφέρεται πράγματι για βοσκή και εντάσσεται σε καθιερωμένες τοπικές πρακτικές όπου τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά παραδοσιακά δεν επικρατούν στις εκτάσεις βοσκής.

56      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας η οποία αφορά το εύρος της έννοιας των «μόνιμων βοσκότοπων» και κατά την οποία, εν συνόψει, το κριτήριο επιλεξιμότητας μιας έκτασης για χορήγηση δικαιώματος ενίσχυσης το οποίο βασίζεται στο είδος της βλάστησης που καλύπτει την έκταση αυτή πρέπει να τεθεί κατά μέρος, χάριν ενός κριτηρίου βασιζόμενου στην πραγματική χρήση της εν λόγω έκτασης, δεδομένου ότι ένα τέτοιο κριτήριο όντως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013, παράλληλα με το κριτήριο που βασίζεται στο είδος της βλάστησης.

57      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά την οποία, εν συνόψει, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο που βασίζεται στην πραγματική χρήση μιας έκτασης, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013, προκειμένου να κρίνει αν η έκταση αυτή ήταν επιλέξιμη ή όχι για χορήγηση δικαιώματος ενίσχυσης λόγω του χαρακτηρισμού της ως «μόνιμου βοσκότοπου» και δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους ορισμένες εκτάσεις που επελέγησαν για τη χορήγηση ενίσχυσης δεν πληρούσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας, κατά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα.

58      Πρώτον, από το έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2016 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω) προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, μετά την επιτόπια επίσκεψη που πραγματοποίησε τον Οκτώβριο του 2016 σε δεκατέσσερα αγροτεμάχια τα οποία οι ελληνικές αρχές είχαν χαρακτηρίσει ως «μόνιμους βοσκότοπους», ότι η συνολική δηλωθείσα έκταση είχε υπερεκτιμηθεί, σε σχέση με τη ΜΕΕ, κατά 1,94 %. Η καθαρή αυτή συνολική υπερεκτίμηση προέκυπτε, κατά την Επιτροπή, από υπερεκτίμηση δέκα αγροτεμαχίων εκ των δεκατεσσάρων στα οποία πραγματοποιήθηκε επίσκεψη, δύο δε αγροτεμάχια είχαν υποεκτιμηθεί και δύο άλλα είχαν εκτιμηθεί ορθώς. Οι διαπιστώσεις αυτές συνοψίστηκαν σε πίνακα, ο οποίος επισυνάφθηκε στο έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2016.

59      Επισημαίνεται ότι, με το ως άνω έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή δεν προέβαλε στοιχεία που να καθιστούν δυνατή την κατανόηση των λόγων για τους οποίους ορισμένες εκτάσεις που επελέγησαν για τη χορήγηση ενίσχυσης δεν πληρούσαν τα ως άνω κριτήρια επιλεξιμότητας και ότι απλώς διαβίβασε στις ελληνικές αρχές πίνακα που αντιστοιχούσε ως προς όλα τα σημεία στον πίνακα τον οποίο είχαν προηγουμένως κοινοποιήσει οι ελληνικές αρχές με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 25ης Οκτωβρίου 2016 (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία εξήγησε ότι ο ως άνω πίνακας είχε καταρτιστεί από κοινού από τις ελληνικές αρχές και τους ελεγκτές της Επιτροπής, κατά τους επιτόπιους ελέγχους, και ότι από αυτόν προέκυπταν τα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων καθώς και οι αντιρρήσεις της Επιτροπής σχετικά με τα αριθμητικά στοιχεία. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι, με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «[α]ναλυτική αναφορά των αποτελεσμάτων των επιτόπιων ελέγχων […] περιέχεται στη σελίδα 4 της επιστολής διαπιστώσεων της 5.12.2016 (Παράρτημα Α.3 της προσφυγής)». Στο εν λόγω έγγραφο, όμως, περιλαμβάνεται μόνον ένας πίνακας στον οποίο σημειώνεται, ανά αγροτεμάχιο, τυχόν υπερεκτίμηση ή υποεκτίμηση της έκτασης σε σχέση με τη ΜΕΕ, χωρίς να εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους ορισμένες εκτάσεις που επελέγησαν για τη χορήγηση ενίσχυσης ήταν υπερεκτιμημένες ή υποεκτιμημένες.

60      Δεύτερον, σε καμία από τις μεταγενέστερες επαφές μεταξύ της Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν κατέστησαν σαφείς οι λόγοι για τους οποίους ορισμένες εκτάσεις που επελέγησαν για τη χορήγηση ενίσχυσης δεν πληρούσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας. Πράγματι, η Επιτροπή, στα έγγραφα της 21ης Απριλίου 2017, της 9ης Ιουνίου 2017 και της 9ης Μαρτίου 2018, καθώς και στη συνοπτική έκθεση που κοινοποίησε στις 23 Οκτωβρίου 2018, απλώς επαναλαμβάνει ότι, κατόπιν της επικαιροποίησης του ελληνικού ΣΑΑ το 2015, παρατηρήθηκε υπερεκτίμηση της δηλωθείσας έκτασης των αγροτεμαχίων που χαρακτηρίζονταν ως «μόνιμοι βοσκότοποι» κατά 1,94 % σε σχέση με τη ΜΕΕ.

61      Τρίτον, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν προβάλλει, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, κανένα στοιχείο που να καθιστά δυνατή τη συμπλήρωση της ως άνω αρχής αιτιολογίας όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους ορισμένες εκτάσεις που επελέγησαν για τη χορήγηση ενίσχυσης δεν πληρούσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας.

62      Τέταρτον, απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στους διαδίκους στις 21 Ιανουαρίου 2020, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω), ως προς τις οποίες οι διάδικοι είχαν επιπλέον τη δυνατότητα να διατυπώσουν προφορικά τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δεν προέβαλε πειστική αιτιολογία η οποία να καθιστά δυνατή την κατανόηση των λόγων για τους οποίους οι επίδικες εκτάσεις δεν πληρούσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας λόγω του ότι δεν ήταν δυνατόν να χαρακτηριστούν ως «μόνιμοι βοσκότοποι».

63      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι, σε προηγούμενες υποθέσεις στις οποίες ανέκυπταν παρόμοια ζητήματα, η πρακτική της Επιτροπής ήταν διαφορετική και παρετίθεντο πολλά συγκεκριμένα παραδείγματα για να δικαιολογηθεί το ότι ορισμένες εκτάσεις δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «μόνιμοι βοσκότοποι». Πράγματι, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή παρείχε, στις προηγούμενες αυτές υποθέσεις, πολυάριθμες διευκρινίσεις, σαφείς και λεπτομερείς, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ορισμένα αγροτεμάχια αποκλειόταν να χαρακτηριστούν ως «μόνιμοι βοσκότοποι» (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Μαρτίου 2017, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-112/15, EU:T:2017:239, σκέψη 40, και της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑506/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:53, σκέψη 60).

64      Επιπλέον, τονίζεται ότι η Επιτροπή, μολονότι κλήθηκε ρητώς προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, παρέλειψε να προσκομίσει οποιοδήποτε έγγραφο, όπως εκθέσεις των επιτόπιων επισκέψεων ή πρακτικά, που να καθιστά δυνατή την αποσαφήνιση και την κατανόηση των λόγων της απόφασής της. Τα μόνα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή, ανταποκρινόμενη στο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 23 ανωτέρω, ήταν μία ορθοφωτογραφία και τρεις φωτογραφίες, οι οποίες φέρεται ότι απεικονίζουν, από διάφορες οπτικές γωνίες, ένα από τα δέκα αγροτεμάχια που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 33, 39, 58 και 59 ανωτέρω, χωρίς ωστόσο οι διάφορες αυτές φωτογραφίες να συνοδεύονται από σαφείς εξηγήσεις, η δε ακρίβειά τους αμφισβητήθηκε εξάλλου από την Ελληνική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με βάση ιδίως τα έγγραφα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 29 ανωτέρω.

65      Επομένως, από την ανάλυση που έγινε στις σκέψεις 58 έως 64 ανωτέρω συνάγεται ότι, υπό τις ειδικές περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι λόγοι για τους οποίους ορισμένες εκτάσεις δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «μόνιμοι βοσκότοποι» δεν προκύπτουν με ακρίβεια, σαφήνεια και χωρίς αμφισημία από τα στοιχεία της δικογραφίας, με αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να αδυνατεί να ασκήσει τον έλεγχο της εφαρμογής, εν προκειμένω, της έννοιας των «μόνιμων βοσκότοπων», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013, όπως απαιτεί η εξέταση του πρώτου λόγου της προσφυγής.

66      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις, ακόμη και αν ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων τα οποία συνθέτουν την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δικογραφία, δεν είναι αιτιολογημένο σύμφωνα με τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 47 έως 49 ανωτέρω και, συνεπώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναλυθούν τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως του μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις, η απόφαση αυτή πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει, καθόσον η Επιτροπή επέβαλε κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 % επί των αποσυνδεδεμένων άμεσων ενισχύσεων, ανερχόμενη σε 12 342 563,07 ευρώ για το οικονομικό έτος 2016 και σε 12 060 282,13 ευρώ για το οικονομικό έτος 2017, λόγω της ύπαρξης αδυναμιών στους διασταυρωτικούς ελέγχους προς εξακρίβωση της επιλεξιμότητας των εκτάσεων για το καθεστώς άμεσων ενισχύσεων.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς τις εφάπαξ διορθώσεις

67      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη όσον αφορά τις εφάπαξ δημοσιονομικές διορθώσεις που επιβλήθηκαν πλέον των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων. Εν συνόψει, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι στήριξε τον υπολογισμό των εν λόγω εφάπαξ διορθώσεων αποκλειστικά και μόνον στα στοιχεία και τις εκτιμήσεις που γνωστοποίησαν οι ελληνικές αρχές κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, μολονότι τα στοιχεία αυτά θα έπρεπε, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, να χρησιμοποιηθούν μόνο για την αντίκρουση των διαπιστώσεων της Επιτροπής και όχι, αντιθέτως, για την τεκμηρίωσή τους. Κατά την άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας, μια τέτοια πρακτική είναι, εξάλλου, αντίθετη προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, δυνάμει της οποίας η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας.

68      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

69      Προκαταρκτικώς, παρατηρείται ότι, με την επιχειρηματολογία της, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει στην πραγματικότητα πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον προσδιορισμό της έκτασης της πραγματικής ζημίας για το ταμείο, καθόσον εν συνόψει, κατά την άποψή της, η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να επικαλεστεί στοιχεία γνωστοποιηθέντα από τις ελληνικές αρχές προκειμένου να προβεί στον προσδιορισμό αυτόν.

70      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η διαχείριση της χρηματοδότησης του ταμείου γίνεται κυρίως από τις εθνικές διοικητικές αρχές, οι οποίες οφείλουν να μεριμνούν για την αυστηρή τήρηση των κανόνων της Ένωσης, και στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μεταξύ των εθνικών αρχών και των αρχών της Ένωσης. Μόνον το κράτος μέλος είναι σε θέση να γνωρίζει και να καθορίζει με ακρίβεια τα αναγκαία στοιχεία για την κατάρτιση των λογαριασμών του ταμείου, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έχει την απαιτούμενη εγγύτητα ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες που χρειάζεται από τους οικονομικούς φορείς (βλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-153/01, EU:C:2004:589, σκέψη 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τη μέθοδο για την αξιολόγηση των δημοσιονομικών διορθώσεων, το σημείο 1.3.3 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση και δημοσιονομικής εκκαθάρισης των λογαριασμών (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2015) προβλέπει τρεις περιπτώσεις:

–        πρώτον, όταν οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπιστώνουν ότι κάποια συγκεκριμένη πληρωμή αφορά αίτηση που δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες της Ένωσης, ο κίνδυνος πρόκλησης οικονομικής ζημίας στον προϋπολογισμό της Ένωσης είναι προφανής: οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα πρέπει να απορρίπτουν τη χρηματοδότησή της από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, εκτός εάν το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό είχε ήδη εντοπιστεί από τις εθνικές ελεγκτικές αρχές και είχαν ήδη ληφθεί τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα και μέτρα ανάκτησης. Η διόρθωση αυτή λέγεται «υπολογισθείσα» διόρθωση·

–        δεύτερον, όταν τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά δεν μπορούν να προσδιοριστούν με εύλογη προσπάθεια, οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν να βασιστούν για την αξιολόγηση της οικονομικής ζημίας στην εξέταση που διενεργήθηκε από το κράτος μέλος σε αντιπροσωπευτικό δείγμα των φακέλων και στην παρέκταση των αποτελεσμάτων στο σύνολο του πληθυσμού για τον οποίο είναι αναμενόμενη η προσδιορισθείσα μη συμμόρφωση. Η διόρθωση αυτή λέγεται διόρθωση «κατά παρέκταση»·

–        τρίτον, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, με υπολογισμό ή παρέκταση, οι υπηρεσίες της Επιτροπής επιβάλλουν τις αρμόζουσες κατ’ αποκοπήν διορθώσεις. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όταν ένας ή δύο βασικοί έλεγχοι δεν έχουν διεξαχθεί στον αριθμό, τη συχνότητα ή το βάθος που απαιτείται από τους κανονισμούς, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2015 προβλέπουν ότι, στην περίπτωση αυτή, δικαιολογείται ποσοστό διόρθωσης 5 %.

72      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι εφάπαξ διορθώσεις επιβλήθηκαν, αφενός, λόγω αδυναμιών στους επιτόπιους ελέγχους σχετικά με την οικολογική μέριμνα και, αφετέρου, λόγω αδυναμιών στους επιτόπιους ελέγχους των επιλέξιμων για το ΚΒΕ εκτάσεων. Δεδομένου ότι όλοι αυτοί οι επιτόπιοι έλεγχοι ήταν βασικοί έλεγχοι, θα μπορούσε να επιβληθεί κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 %, δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών του 2015, εάν δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό, με υπολογισμό ή παρέκταση, των ποσών που έπρεπε να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης.

73      Ωστόσο, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίσης ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνταν, καθώς η εκτίμηση του οικονομικού κινδύνου η οποία πραγματοποιήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση απορρέει τόσο από υπολογισμούς όσο και από παρέκταση.

74      Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά την εφάπαξ διόρθωση που επιβλήθηκε λόγω αδυναμιών στους επιτόπιους ελέγχους σχετικά με την οικολογική μέριμνα για το έτος υποβολής αιτήσεων 2016, διαπιστώνεται ότι το ποσό της διόρθωσης αυτής αντιστοιχεί στο ποσό που υπολογίστηκε από τις ελληνικές αρχές και υποβλήθηκε στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

75      Δεύτερον, όσον αφορά την εφάπαξ διόρθωση που επιβλήθηκε λόγω αδυναμιών στους επιτόπιους ελέγχους των επιλέξιμων για το ΚΒΕ εκτάσεων για το έτος υποβολής αιτήσεων 2016, επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι το ποσό της διόρθωσης αυτής αντιστοιχεί στο ποσό που υπολογίστηκε από τις ελληνικές αρχές και υποβλήθηκε στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

76      Τρίτον, όσον αφορά την εφάπαξ διόρθωση που επιβλήθηκε λόγω αδυναμιών στους επιτόπιους ελέγχους των επιλέξιμων για το ΚΒΕ εκτάσεων για το έτος υποβολής αιτήσεων 2015, ελλείψει λεπτομερούς υπολογισμού εκ μέρους των ελληνικών αρχών, η Επιτροπή παρεξέτεινε στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν το 2015 το ποσό που γνωστοποιήθηκε για το έτος υποβολής αιτήσεων 2016.

77      Συνεπώς, η Επιτροπή, δεδομένου ότι ήταν σε θέση να προσδιορίσει, βάσει της εκτίμησης κινδύνου την οποία εναπέκειτο στις ελληνικές αρχές να προτείνουν κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης, τις παράτυπες δαπάνες και, επομένως, το ύψος των οικονομικών ζημιών που υπέστη η Ένωση, ορθώς κατέληξε, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2015, όπως αυτές υπομνήσθηκαν στη σκέψη 71 ανωτέρω, στην απόρριψη των ποσών που αντιστοιχούν στο ύψος των ζημιών.

78      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας τις επίμαχες εφάπαξ διορθώσεις.

79      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, να απορριφθεί το αίτημα ακυρώσεως του μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά τις εφάπαξ διορθώσεις.

 Επί των δικαστικών εξόδων

80      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή, κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων της υπόθεσης αποφασίζεται ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2018/1841 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2018, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), κατά το μέρος που, με την απόφαση αυτή, επιβάλλεται στην Ελληνική Δημοκρατία κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 % επί των αποσυνδεδεμένων άμεσων ενισχύσεων, ανερχόμενη σε 12 342 563,07 ευρώ για το οικονομικό έτος 2016 και σε 12 060 282,13 ευρώ για το οικονομικό έτος 2017.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ελληνική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Kanninen

Jaeger

Półtorak

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2020.

Ο Γραμματέας

 

Ο Αντιπρόεδρος

E. Coulon

 

      Σ. Παπασάββας


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.