Language of document : ECLI:EU:T:2010:178

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 6ης Μαΐου 2010

Υπόθεση T-100/08 P

Georgi Kerelov

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Πρόσληψη — Γενικός διαγωνισμός — Άρνηση του Διευθυντή της EPSO να κοινοποιήσει σε υποψήφιο τα έγγραφα και πληροφοριακά στοιχεία που αφορούν την προκαταρκτική δοκιμασία συμμετοχής — Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 2007, F‑110/07, Kerelov κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Georgi Kerelov καταδικάζεται στα δικαστικά του έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβλήθηκε στην αναιρετική διαδικασία.

Περίληψη

1.      Διαδικασία — Εισαγωγικό δίκης έγγραφο — Απαιτήσεις ως προς τον τύπο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21, εδ. 1, και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

2.      Διαδικασία — Απόφαση υπό τη μορφή αιτιολογημένης διατάξεως — Αμφισβήτηση — Προϋποθέσεις — Υποχρέωση αμφισβητήσεως της από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμήσεως των προϋποθέσεων αυτών

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

3.      Διαδικασία — Απόφαση υπό τη μορφή αιτιολογημένης διατάξεως — Δυνατότητα εκδόσεως αποφάσεως χωρίς προφορική διαδικασία

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

4.      Αναίρεση — Λόγοι — Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο — Απαράδεκτο

(Άρθρο 225 A ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου· παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)

1.       Η συνοπτική έκθεση των λόγων ακυρώσεως και ισχυρισμών πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο μεν καθού-εναγόμενος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής-αγωγής, εν ανάγκη χωρίς άλλες πληροφορίες. Για να κατοχυρωθεί η ασφάλεια δικαίου και να διασφαλιστεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, πρέπει, για να είναι παραδεκτό ένα ένδικο βοήθημα, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία αυτό στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά με τρόπο που έχει συνοχή και είναι κατανοητός, από το ίδιο το κείμενο του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου.

Η μη τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου συνεπάγεται το απαράδεκτο του ενδίκου βοηθήματος. Εξ ορισμού, για να καθορίσει αν το ένδικο βοήθημα πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: ΔΔΔ) δεν χρειάζεται να εξετάσει άλλο έγγραφο, οπότε δύναται να θεωρήσει ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί απλώς και μόνο από την ανάγνωση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου.

(βλ. σκέψεις 16 και 17)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 14 Δεκεμβρίου 2005, T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5527, σκέψεις 55 και 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 22 Ιουνίου 2009, T‑371/08 P, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑47 και II‑B‑1‑271, σκέψη 22

2.      Η εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου δεν προσβάλλει, αφ’ εαυτής, το δικαίωμα για προσήκουσα και αποτελεσματική δικαστική προστασία, επειδή η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνο στις υποθέσεις όπου το ΔΔΔ είναι προδήλως αναρμόδιο να αποφανθεί επί ενδίκου βοηθήματος ή ορισμένων αιτημάτων του ή όταν το ένδικο βοήθημα είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως νόμω αβάσιμο. Κατά συνέπεια, αν ένας αναιρεσείων θεωρεί ότι το ΔΔΔ δεν εφάρμοσε σωστά το άρθρο αυτό, πρέπει να αμφισβητήσει την από το ΔΔΔ εκτίμηση των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

Όταν ένας αναιρεσείων περιορίζεται να επικρίνει το γεγονός ότι το ΔΔΔ αποφάνθηκε με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να θέτει υπό αμφισβήτηση την από το ΔΔΔ εκτίμηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 76 του οικείου Κανονισμού Διαδικασίας, οι ισχυρισμοί του πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως αβάσιμοι.

(βλ. σκέψεις 25 και 26)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 3 Ιουνίου 2005, C‑396/03 P, Killinger κατά Γερμανίας κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑4967, σκέψη 9· 19 Φεβρουαρίου 2009, C‑308/07 P, Gorostiaga Atxalandabaso κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2009, σ. I‑1059, σκέψη 36

3.      Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του ΔΔΔ προκύπτει ότι η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ουδόλως αποτελεί δικαίωμα των προσφευγόντων-εναγόντων, από το οποίο δεν θα μπορούσε να υπάρξει παρέκκλιση. Η εφαρμογή των αφορωσών παρεμπίπτοντα ζητήματα διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας του ΔΔΔ, στις οποίες περιλαμβάνεται το άρθρο 76, δεν διασφαλίζει τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, ο δε δικαστής δύναται να αποφανθεί μετά το πέρας μόνον έγγραφης διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 31)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 8 Ιουλίου 1999, C‑199/98 P, Goldstein κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 18

ΓΔΕΕ, 8 Σεπτεμβρίου 2008, T‑222/07 P, Kerstens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑37 και II‑B‑1‑267, σκέψεις 33 και 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Από το άρθρο 225 Α ΕΚ και το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, καθώς και από το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν ειδικά το αναιρετικό αίτημα.

Δεν ικανοποιεί την εν λόγω επιταγή η αίτηση αναιρέσεως στην οποία δεν περιέχεται επιχειρηματολογία έχουσα ως σκοπό ειδικά τον προσδιορισμό του νομικού σφάλματος που κατά τον αναιρεσείοντα υπάρχει στην περί ης πρόκειται απόφαση ή διάταξη.

Επιπλέον, ισχυρισμοί υπερβολικά γενικοί και μη συγκεκριμένοι για να μπορέσουν να γίνουν το αντικείμενο νομικής εκτιμήσεως πρέπει να θεωρούνται προδήλως απαράδεκτοι.

(βλ. σκέψεις 38 και 39)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 17 Σεπτεμβρίου 1996, C‑19/95 P, San Marco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4435, σκέψη 37· 8 Ιουλίου 1999, C‑51/92 P, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4235, σκέψη 113· 1 Φεβρουαρίου 2001, C‑300/99 P και C‑388/99 P, Area Cova κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑983, σκέψη 37· 12 Δεκεμβρίου 2006, C-129/06 P, Autosalone Ispra κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 31 και 32· 29 Νοεμβρίου 2007, C‑107/07 P, Weber κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24

ΓΔΕΕ, 12 Μαρτίου 2008, T-107/07 P, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑5 και II‑B‑1‑31, σκέψη 27