Language of document : ECLI:EU:T:2022:242

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 27ης Απριλίου 2022 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Συμφωνία επιχορήγησης που συνήφθη στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) – Επιλέξιμες δαπάνες – Αίτημα επιστροφής – Οικονομικός έλεγχος – Έρευνα της OLAF – Σύγκρουση συμφερόντων λόγω οικογενειακών ή συναισθηματικών δεσμών – Αρχή της καλής πίστης – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω οικογενειακής κατάστασης – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Προσφυγή ακυρώσεως – Χρεωστικά σημειώματα – Πράξεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της σύμβασης – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Δικαίωμα σε αποτελεσματική ένδικη προστασία – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-4/20,

Sieć Badawcza Łukasiewicz – Port Polski Ośrodek Rozwoju Technologii, με έδρα το Wrocław (Πολωνία), εκπροσωπούμενο από τον Ł. Stępkowski, δικηγόρο,

προσφεύγον-ενάγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Araujo Arce και J. Estrada de Solà,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, M. Jaeger (εισηγητή) και M. Stancu, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, και ιδίως:

–        το αίτημα περί μη δημοσιοποίησης ορισμένων στοιχείων το οποίο υποβλήθηκε από το προσφεύγον-ενάγον με χωριστό δικόγραφο στις 3 Ιανουαρίου 2020 δυνάμει του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου,

–        το υπόμνημα αντικρούσεως το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Μαΐου 2020, όπου η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν αντιτίθεται στο αίτημα που το προσφεύγον-ενάγον υπέβαλε δυνάμει του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Οκτωβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή-αγωγή του, το προσφεύγον-ενάγον [στο εξής: προσφεύγον], ήτοι το Sieć Badawcza Łukasiewicz – Port Polski Ośrodek Rozwoju Technologii, ζητεί, βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, να διαπιστωθεί η ανυπαρξία της συμβατικής απαίτησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως αυτή περιγράφεται σε έξι χρεωστικά σημειώματα εκδοθέντα στις 13 Νοεμβρίου 2019 για συνολικό ποσό 180 893,90 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε κύρια οφειλή ποσού 164 449 ευρώ και σε αποζημίωση ύψους 16 444,90 ευρώ, και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του επιστρέψει τα αναγραφόμενα στα εν λόγω χρεωστικά σημειώματα ποσά και, επικουρικώς, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, να ακυρωθεί το έγγραφο το οποίο η Επιτροπή του είχε αποστείλει στις 12 Νοεμβρίου 2019.

I.      Το ιστορικό της διαφοράς

2        Το προσφεύγον είναι ερευνητικό ινστιτούτο το οποίο προσχώρησε, ως δικαιούχος, σε τρεις συμφωνίες επιχορήγησης δυνάμει του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (στο εξής: PC7).

3        Μεταξύ Δεκεμβρίου 2007 και Ιουλίου 2010, η Επιτροπή συνήψε διάφορες συμφωνίες επιχορήγησης, μεταξύ των οποίων και τις υπ’ αριθ. 215669-EUWB, 248577-C2POWER και 257626-ACROPOLIS (στο εξής, αντιστοίχως: συμφωνία επιχορήγησης EUWB, συμφωνία επιχορήγησης C2POWER και συμφωνία επιχορήγησης ACROPOLIS ή, από κοινού: επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης), με τρεις κοινοπραξίες στις οποίες συμμετείχαν ερευνητικοί οργανισμοί διαφόρων κρατών μελών, ενώ κάθε κοινοπραξία διοικούνταν από έναν συντονιστή. Ενώ οι συντονιστές των κοινοπραξιών ήταν οι κύριοι αντισυμβαλλόμενοι της Επιτροπής, κάθε δικαιούχος είχε την ιδιότητα του συμβαλλόμενου μέρους στις επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης.

4        Το προσφεύγον, το οποίο τότε ονομαζόταν Wrocławskie Centrum Badań EIT+, προσχώρησε ως δικαιούχος στις επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης.

5        Για τη συμφωνία επιχορήγησης C2POWER, όπως και για άλλες συμφωνίες επιχορήγησης οι οποίες είχαν συναφθεί δυνάμει του PC7 (και συγκεκριμένα, για τα έργα SAPHYRE και FIVER), διενεργήθηκε, μεταξύ της 12ης και της 14ης Αυγούστου 2013, οικονομικός έλεγχος από εξωτερική ελεγκτική εταιρία η οποία ενήργησε ως εντολοδόχος της Επιτροπής.

6        Στις 11 Οκτωβρίου 2013, το προσφεύγον παρέσχε τις συμπληρωματικές πληροφορίες τις οποίες ζήτησαν οι ελεγκτές στο πλαίσιο της τελικής συνάντησης της 14ης Αυγούστου 2013.

7        Στις 17 Φεβρουαρίου 2014, οι ελεγκτές απέστειλαν στο προσφεύγον το αρχικό σχέδιο της έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Με έγγραφο της 7ης Μαρτίου 2014, το προσφεύγον διαβίβασε τις παρατηρήσεις του επί της εν λόγω έκθεσης.

8        Με έγγραφο της 22ας Απριλίου 2014, η Επιτροπή απέστειλε στο προσφεύγον την (υπ’ αριθ. 13-BA 222-030) τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, της 21ης Μαρτίου 2014, σχετικά με τη συμφωνία επιχορήγησης C2POWER και σχετικά με τα έργα SAPHYRE και FIVER (στο εξής: τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου), επισημαίνοντας ότι θεωρούσε ότι ο οικονομικός έλεγχος είχε περατωθεί.

9        Στις 15 Σεπτεμβρίου 2014, στο πλαίσιο της υπ’ αριθ. OF/2013/0325/A 3 έρευνας, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) απέστειλε στο προσφεύγον, υπό την ιδιότητα του ενδιαφερομένου, αίτημα για την προσκόμιση εγγράφων σχετικών με τις ώρες απασχόλησης τις οποίες είχε δηλώσει ένας από τους υπαλλήλους του (στο εξής: οικείος υπάλληλος) όσον αφορά τα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση έργα του. Στις 8 Οκτωβρίου 2014, το προσφεύγον διαβίβασε τα ζητηθέντα έγγραφα στην OLAF.

10      Με έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 2014, η OLAF ζήτησε από το προσφεύγον να προσκομίσει περαιτέρω δικαιολογητικά όσον αφορά και δύο άλλους υπαλλήλους του. Το προσφεύγον παρέσχε τα ζητηθέντα δικαιολογητικά με έγγραφο της 6ης Νοεμβρίου 2014.

11      Στις 15 Ιανουαρίου 2015, η OLAF ενημέρωσε το προσφεύγον, το οποίο είχε την ιδιότητα του ενδιαφερομένου για τους σκοπούς της έρευνας, ως προς τις πράξεις που του προσάπτονταν, ήτοι τη συνέργειά του στην καταχώριση ψευδών πληροφοριών στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του οικείου υπαλλήλου και δύο άλλων υπαλλήλων του.

12      Στις 27 Ιανουαρίου 2015, το προσφεύγον διαβίβασε τις παρατηρήσεις του στην OLAF, με τις οποίες αμφισβητούσε τους ισχυρισμούς της.

13      Την 1η Ιουνίου 2015, η OLAF ενημέρωσε το προσφεύγον ότι η έρευνα είχε περατωθεί και του γνωστοποίησε τις συστάσεις της, όπως είχαν διαβιβαστεί στις πολωνικές δικαστικές αρχές και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής.

14      Στις 25 Ιουνίου 2015, το προσφεύγον απέστειλε στην OLAF έγγραφο το οποίο περιείχε ορισμένα αιτήματα παροχής πληροφοριών και προσκόμισης δικαιολογητικών, ζητώντας, μεταξύ άλλων, να του κοινοποιηθεί αντίγραφο της έκθεσής της έρευνας.

15      Στις 10 Αυγούστου 2015, η OLAF παρέσχε στο προσφεύγον τις ζητηθείσες πληροφορίες, πλην εκείνων που υπέκειντο σε αυστηρούς κανόνες όσον αφορά την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως είναι η έκθεσή της έρευνας. Στο πλαίσιο αυτό, η OLAF αποσαφήνισε ποια είναι τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, η κρίσιμη χρονική περίοδος και τα κρίσιμα έργα (διευκρίνισε, δηλαδή, ότι πρόκειται για τις επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης και για τα έργα SAPHYRE και ONEFIT) και αποκάλυψε το περιεχόμενο των συστάσεων που είχε απευθύνει στην αρμόδια γενική διεύθυνση όσον αφορά την είσπραξη του επίμαχου ποσού.

16      Με έγγραφο της 1ης Σεπτεμβρίου 2015, το προσφεύγον ζήτησε από την OLAF να του παράσχει λεπτομερείς πληροφορίες και να προσδιορίσει τις νομικές διατάξεις στις οποίες στηρίζεται η έρευνά της. Η τελευταία απάντησε στις 9 Νοεμβρίου 2015.

17      Στις 7 Αυγούστου 2018, η Επιτροπή ενημέρωσε το προσφεύγον ότι, υπό το πρίσμα των πορισμάτων της OLAF όσον αφορά τις επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης και τα έργα SAPHYRE και ONEFIT, σκόπευε να εκδώσει δύο χρεωστικά σημειώματα για κύρια οφειλή ποσού 374 188 ευρώ και για αποζημίωση ύψους 30 200 ευρώ.

18      Στις 26 Οκτωβρίου 2018, το προσφεύγον απέστειλε στην Επιτροπή έγγραφο με το οποίο αμφισβητούσε τα πορίσματα της OLAF και ζητούσε να συνεκτιμηθούν διάφορες πραγματικές και νομικές περιστάσεις πριν από τη λήψη των μέτρων είσπραξης.

19      Με έγγραφο της 22ας Ιουλίου 2019, η Επιτροπή πληροφόρησε το προσφεύγον ότι ορισμένες από τις παρατηρήσεις του την οδήγησαν στο να μεταβάλει την αρχική της θέση. Ειδικότερα, το ενημέρωσε ότι αποφάσισε να κάνει εν τέλει δεκτές τις δαπάνες προσωπικού που συνδέονταν με τους δύο άλλους υπαλλήλους του και να απορρίψει μόνον τις συνδεόμενες με τον οικείο υπάλληλο δαπάνες προσωπικού για την περίοδο μεταξύ Αυγούστου 2010 και Οκτωβρίου 2012, με συνέπεια το συνολικό ζητούμενο ποσό να ανέρχεται στα 180 895,90 ευρώ.

20      Στις 29 Αυγούστου 2019, το προσφεύγον απέστειλε στην Επιτροπή δεύτερο έγγραφο με το οποίο αμφισβητούσε τις διαπιστώσεις της και της ζητούσε να λάβει υπόψη τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις του όσον αφορά τα μέτρα που η τελευταία σκόπευε να λάβει.

21      Η Επιτροπή απάντησε στο προσφεύγον με έγγραφο της 12ης Νοεμβρίου 2019 στο οποίο το πληροφορούσε ότι ενέμενε στη θέση της και ότι τα χρεωστικά σημειώματα είχαν εκδοθεί (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Το έγγραφο αυτό επισυναπτόταν σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 13ης Νοεμβρίου 2019, στο οποίο περιέχονταν, επίσης συνημμένως, τα χρεωστικά σημειώματα υπ’ αριθ. 3241913641 (όσον αφορά τη συμφωνία επιχορήγησης ACROPOLIS για κύρια οφειλή ποσού 72 592 ευρώ), υπ’ αριθ. 3241913642 (όσον αφορά τη συμφωνία επιχορήγησης EUWB για αποζημίωση ύψους 7 259,20 ευρώ), υπ’ αριθ. 3241913643 (όσον αφορά τη συμφωνία επιχορήγησης EUWB για κύρια οφειλή ποσού 64 818 ευρώ), υπ’ αριθ. 3241913644 (όσον αφορά τη συμφωνία επιχορήγησης C2POWER για αποζημίωση ύψους 6 481,80 ευρώ), υπ’ αριθ. 3241913645 (όσον αφορά τη συμφωνία επιχορήγησης C2POWER για κύρια οφειλή ποσού 27 039 ευρώ) και υπ’ αριθ. 3241913647 (όσον αφορά τη συμφωνία επιχορήγησης ACROPOLIS για αποζημίωση ύψους 2 703,90 ευρώ)· τα ανωτέρω ποσά έπρεπε να καταβληθούν έως την 30ή Δεκεμβρίου 2019.

22      Στις 23 Δεκεμβρίου 2019, το προσφεύγον κατέβαλε το σύνολο των ποσών που ζητούσε η Επιτροπή.

23      Με έγγραφο της 24ης Δεκεμβρίου 2019, το προσφεύγον αμφισβήτησε το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης και του από 13 Νοεμβρίου 2019 ηλεκτρονικού μηνύματος της Επιτροπής και έθεσε εν αμφιβόλω τα συνημμένα στο εν λόγω μήνυμα χρεωστικά σημειώματα και όσα βεβαιώνονταν σε αυτά.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

24      Το προσφεύγον ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κάνει δεκτή την προσφυγή-αγωγή που άσκησε βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και να διαπιστώσει, αφενός, την ανυπαρξία της συμβατικής απαίτησης την οποία διεκδικεί η Επιτροπή και, αφετέρου, την επιλεξιμότητα των δαπανών προσωπικού που ζητήθηκαν με τα από 13 Νοεμβρίου 2019 χρεωστικά σημειώματα, και συγκεκριμένα με τα χρεωστικά σημειώματα υπ’ αριθ. 3241913641 (για το ποσό των 72 592 ευρώ), υπ’ αριθ. 241913643 (για το ποσό των 64 818 ευρώ) και υπ’ αριθ. 3241913645 (για το ποσό των 27 039 ευρώ)·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του επιστρέψει εντόκως τα κατ’ αποκοπήν ποσά τα οποία προσδιορίστηκαν με τα υπ’ αριθ. 3241913641, 3241913642, 3241913643, 3241913644, 3241913645 και 3241913647 χρεωστικά σημειώματα της 13ης Νοεμβρίου 2019, ποσά τα οποία του είχαν καταβληθεί προσωρινώς, υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της παρούσας δίκης·

–        επικουρικώς, να κάνει δεκτή την προσφυγή που άσκησε βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        σε κάθε περίπτωση, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ ως αβάσιμη·

–        να αναγνωρίσει ότι το ποσό των 180 893,90 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε κύρια οφειλή ποσού 164 449 ευρώ και σε αποζημίωση ύψους 16 444,90 ευρώ και προσδιορίζεται στα υπ’ αριθ. 3241913641, 3241913642, 3241913643, 3241913644, 3241913645 και 3241913647 χρεωστικά σημειώματα της 13ης Νοεμβρίου 2019, αντιστοιχεί σε μη επιλέξιμες δαπάνες·

–        να απορρίψει την προσφυγή που ασκήθηκε επικουρικώς βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ ως προδήλως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του αιτήματος απάλειψης στοιχείων

26      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Ιανουαρίου 2020, το προσφεύγον υπέβαλε αίτημα περί μη δημοσιοποίησης ορισμένων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου να διασφαλιστεί, αφενός, η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, αφετέρου, η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου.

27      Με το ανωτέρω αίτημα, το προσφεύγον ζητεί, κατ’ ουσίαν, την απάλειψη των ακόλουθων στοιχείων:

–        των ονομάτων των προσώπων τα οποία έχουν απασχοληθεί κατά το παρελθόν ή απασχολούνται επί του παρόντος σε αυτό·

–        των ονομάτων τρίτων προσώπων·

–        του περιεχομένου των συμβάσεων εργασίας των υπαλλήλων του·

–        άλλων πληροφοριών που περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής‑αγωγής ή στα παραρτήματα, βάσει των οποίων θα μπορούσε να εξακριβωθεί η ταυτότητα ενός προσώπου·

–        της οργανωτική του δομής·

–        της έκθεσης της OLAF, εφόσον προσκομιστεί.

28      Επιπλέον, σε περίπτωση κατά την οποία η παρούσα απόφαση δημοσιευτεί, το προσφεύγον ζητεί να δημοσιευτούν μόνον αποσπάσματα από τα οποία δεν θα μπορούσε να προκύψει η ταυτότητα των προσώπων τα οποία η διαδικασία αυτή αφορά ή η γνωστοποίηση λεπτομερειών όσον αφορά την οργανωτική του δομή, τις πρακτικές του διοίκησης ή τη συμπεριφορά του ως εργοδότη.

29      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της στάθμισης μεταξύ της δημοσιότητας των δικαστικών αποφάσεων και του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του επιχειρηματικού απορρήτου, ο δικαστής πρέπει να αναζητεί, υπό τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης, τη δίκαιη ισορροπία, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στις δικαστικές αποφάσεις σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 15 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2020, Broughton κατά Eurojust, T-87/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:464, σκέψη 49).

30      Εν προκειμένω, στην παρούσα απόφαση δεν αναγράφονται, καταρχάς, τα ονόματα των προσώπων τα οποία έχουν απασχοληθεί κατά το παρελθόν ή απασχολούνται επί του παρόντος στο προσφεύγον, τα ονόματα τρίτων προσώπων και άλλες πληροφορίες που περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής ή στα παραρτήματα, βάσει των οποίων θα μπορούσε να εξακριβωθεί η ταυτότητα ενός προσώπου.

31      Περαιτέρω, το σχετικό με την έκθεση της OLAF αίτημα είναι άνευ αντικειμένου, καθόσον η εν λόγω έκθεση δεν προσκομίστηκε.

32      Τέλος, όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των συμβάσεων εργασίας, την οργανωτική δομή του προσφεύγοντος, τις πρακτικές του διοίκησης και τη συμπεριφορά του ως εργοδότη, στην παρούσα απόφαση παρατίθενται μόνον οι πληροφορίες των οποίων η παράλειψη θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην πρόσβαση και στην κατανόηση των δικαστικών αποφάσεων από το κοινό.

33      Δεύτερον, όσον αφορά τις πληροφορίες που περιέχονται στην παρούσα απόφαση, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω πληροφορίες είτε υποβλήθηκαν και συζητήθηκαν κατά τη δημόσια συνεδρίαση που διεξήχθη στις 5 Οκτωβρίου 2021 είτε δεν απαλείφθηκαν γιατί το αίτημα για την απάλειψή τους δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένο, με συνέπεια να μην συντρέχει θεμιτός λόγος να γίνει δεκτό το αίτημα του προσφεύγοντος (πρβλ. διατάξεις της 21ης Ιουλίου 2017, Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής, T-130/17 R, EU:T:2017:541, σκέψη 62, και της 21ης Ιουλίου 2017, PGNiG Supply & Trading κατά Επιτροπής, T-849/16 R, EU:T:2017:544, σκέψη 57).

Β.      Επί της προσφυγής-αγωγής που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ

1.      Επί του αιτήματος να διαπιστωθεί η ανυπαρξία της συμβατικής απαίτησης και η επιλεξιμότητα των δαπανών προσωπικού και επί του αιτήματος να καταβληθούν κατ’ αποκοπήν ποσά

34      Στο πλαίσιο της προσφυγής-αγωγής που άσκησε δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, το προσφεύγον προβάλλει, προς στήριξη των κυρίων αιτημάτων του, τέσσερις ισχυρισμούς οι οποίοι στηρίζονται σε παράβαση των διατάξεων των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης, του βελγικού δικαίου και του πολωνικού εργατικού δικαίου, καθώς και σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

α)      Επί του πρώτου ισχυρισμού, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση των διατάξεων των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης

35      Το προσφεύγον προβάλλει τρεις αιτιάσεις προς στήριξη του πρώτου ισχυρισμού του.

1)      Επί της πρώτης αιτίασης, η οποία στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου II.22, παράγραφοι 1 και 6, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης λόγω της μονομερούς είσπραξης των κονδυλίων και της κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης

36      Με την πρώτη αιτίασή του, το προσφεύγον αμφισβητεί τη νομιμότητα τόσο της είσπραξης όσο και της επιβολής κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης από την Επιτροπή, υπό το πρίσμα των συμβατικών διατάξεων που διέπουν την εν λόγω αρμοδιότητα.

37      Συγκεκριμένα, εκτιμά ότι, μολονότι το άρθρο II.22, παράγραφος 6, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λαμβάνει μέτρα, όπως να εκδίδει εντάλματα είσπραξης ή να επιβάλλει κυρώσεις, η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται βάσει των πορισμάτων οικονομικού ελέγχου, κατά την έννοια του άρθρου II.22, παράγραφος 1, του παραρτήματος II των εν λόγω συμφωνιών.

38      Αφενός, όμως, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή του ζήτησε να διενεργήσει την πληρωμή χωρίς τούτο να στηρίζεται στα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου όσον αφορά τις συμφωνίες επιχορήγησης EUWB και ACROPOLIS και ενεργώντας με τρόπο αντίθετο προς τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου όσον αφορά τη συμφωνία επιχορήγησης C2POWER, παρά το ότι τα είχε αποδεχτεί.

39      Αφετέρου, κατά την άποψη του προσφεύγοντος, η Επιτροπή στηρίχθηκε στην έκθεση έρευνας της OLAF, η οποία δεν συνιστά οικονομικό έλεγχο κατά την έννοια του άρθρου II.22, παράγραφος 1, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης. Συναφώς, το προσφεύγον διατείνεται ότι, μολονότι το άρθρο II.22, παράγραφος 8, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προσφεύγει στην OLAF για τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, εντούτοις η διάταξη αυτή δεν της παρέχει την εξουσία να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του άρθρου II.22, παράγραφος 6, του παραρτήματος II των εν λόγω συμφωνιών.

40      Κατά συνέπεια, το προσφεύγον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ισχύουσες συμβατικές διατάξεις δεν παρείχαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προβεί σε μονομερή είσπραξη των κονδυλίων και της κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης, αντί να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και να θέσει απλώς εν αμφιβόλω τα πραγματικά περιστατικά, δίχως να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει τους λόγους για τους οποίους τα αμφισβητεί.

41      Το προσφεύγον προσθέτει ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, ούτε ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός, ούτε αυτοτελώς το άρθρο 317 ΣΛΕΕ παρέχουν στην Επιτροπή την εξουσία να ζητεί μονομερώς, βάσει της σύμβασης, την είσπραξη χωρίς τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου ή αντιθέτως, κατά τις επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης, προς τα συμπεράσματα τέτοιας έκθεσης.

42      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

43      Κατά πρώτον, στο τμήμα 3, το οποίο επιγράφεται «Έλεγχοι και κυρώσεις», του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης περιλαμβάνεται το άρθρο II.22, με τίτλο «Οικονομικοί και λοιποί έλεγχοι», το οποίο προβλέπει τους κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες, αφενός, των οικονομικών και, αφετέρου, των λοιπών ελέγχων.

44      Όσον αφορά τις διαδικασίες οικονομικού ελέγχου, το άρθρο II.22, παράγραφος 1, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης ορίζει ότι, «[κ]ατά την περίοδο εκτέλεσης του έργου και έως και πέντε έτη μετά την περάτωσή του, η Επιτροπή μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να οργανώσει τη διενέργεια οικονομικών ελέγχων είτε από εξωτερικούς ελεγκτές είτε από τις δικές της υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της OLAF». Το ανωτέρω άρθρο ορίζει επίσης ότι «[η] διαδικασία οικονομικού ελέγχου θεωρείται ότι έχει κινηθεί κατά την ημερομηνία παραλαβής του σχετικού εγγράφου που απέστειλε η Επιτροπή», ότι «[ο]ι εν λόγω οικονομικοί έλεγχοι είναι δυνατόν να καλύπτουν οικονομικές, συστημικές και άλλες πτυχές (όπως αρχές λογιστικής και διαχείρισης) που συνδέονται με την ορθή εκτέλεση της [σχετικής] συμφωνίας επιχορήγησης» και ότι «[ο]ι οικονομικοί έλεγχοι έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα».

45      Το άρθρο II.22, παράγραφος 6, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης προσθέτει ότι «[η] Επιτροπή λαμβάνει, βάσει των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου, όλα τα κατάλληλα μέτρα που κρίνει αναγκαία, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης ενταλμάτων για την είσπραξη του συνόλου ή μέρους των πληρωμών που έχει πραγματοποιήσει, καθώς και της επιβολής όλων των προβλεπόμενων κυρώσεων».

46      Όσον αφορά τις λοιπές διαδικασίες ελέγχου, το άρθρο II.22, παράγραφος 8, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης ορίζει, ως προς τη δυνατότητα λήψης μέτρων έρευνας, ότι, «[ε]πιπλέον», η Επιτροπή «μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις σύμφωνα με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες και τον κανονισμό (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την [OLAF], [καθώς και τον] κανονισμό (Ευρατόμ) 1074/1999 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την [OLAF]».

47      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι προβλεπόμενες στις επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης λοιπές διαδικασίες ελέγχου αποτελούν μέτρα τα οποία εντάσσονται στο συμβατικό πλαίσιο που συνδέει τα μέρη και υφίστανται παράλληλα και αυτοτελώς με τις διαδικασίες οικονομικού ελέγχου.

48      Κατά δεύτερον, για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των διαδικασιών του άρθρου II.22 του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης, το άρθρο II.3, στοιχείο g, του εν λόγω παραρτήματος προβλέπει ότι «κάθε δικαιούχος οφείλει […] να παρέχει απευθείας στην Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένης της [OLAF] και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κάθε πληροφορία που απαιτείται στο πλαίσιο των οικονομικών και των λοιπών ελέγχων».

49      Το από 15 Σεπτεμβρίου 2014 έγγραφο της OLAF, με το οποίο ζητήθηκε από το προσφεύγον να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), εξυπηρετεί ακριβώς τον ανωτέρω σκοπό, υπό το πρίσμα του οποίου δικαιολογείται το μέτρο έρευνας που ελήφθη βάσει του άρθρου II.3, στοιχείο g, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης.

50      Η διαδικασία που διεξήγαγε η OLAF εντάσσεται, επομένως, στο συμβατικό πλαίσιο που διαμόρφωσαν οι διάδικοι.

51      Κατά τρίτον, είναι σημαντικό ότι το από 15 Σεπτεμβρίου 2014 αίτημα προσκόμισης εγγράφων δεν στηρίζεται στο άρθρο II.22, παράγραφος 3, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης. Το τελευταίο προβλέπει τα εξής:

«Οι δικαιούχοι διατηρούν τα πρωτότυπα ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα δεόντως επικυρωμένα, ψηφιακά ή μη, αντίγραφα όλων των σχετικών με τη συμφωνία επιχορήγησης εγγράφων για χρονικό διάστημα έως πέντε ετών από την περάτωση του έργου. Τα αντίγραφα αυτά τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής, εφόσον τα ζητήσει, κατά τη διενέργεια οποιουδήποτε οικονομικού ελέγχου δυνάμει της συμφωνίας επιχορήγησης.»

52      Μολονότι το αίτημα που στηρίζεται στην ανωτέρω διάταξη μπορεί να επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα με υποβαλλόμενο δυνάμει του άρθρου II.3, στοιχείο g, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης αίτημα, το άρθρο II.22, παράγραφος 3, του εν λόγω παραρτήματος εφαρμόζεται μόνο στο πλαίσιο των διαδικασιών οικονομικού ελέγχου και όχι στο πλαίσιο των διαδικασιών των λοιπών ελέγχων. Εξάλλου, η ίδια συλλογιστική ισχύει και για την οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής του άρθρου II.22, παράγραφος 3, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης και του άρθρου II.22, παράγραφος 8, του εν λόγω παραρτήματος.

53      Επομένως, η διαδικασία που διεξήχθη εν προκειμένω από την OLAF εμπίπτει στις διαδικασίες των λοιπών ελέγχων τις οποίες προβλέπουν οι διατάξεις των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης.

54      Κατά τέταρτον, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου που εφαρμόστηκε εν προκειμένω, η Επιτροπή εντόπισε τις παρατυπίες στις οποίες υπέπεσε το προσφεύγον και οι οποίες συνεπάγονταν τη μη επιλεξιμότητα ορισμένων δαπανών.

55      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο II.21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης προβλέπει ότι «[σ]ε περίπτωση κατά την οποία το οφειλόμενο στην [Ένωση] ποσό πρέπει να επιστραφεί από τον δικαιούχο μετά την καταγγελία ή την ολοκλήρωση συμφωνίας επιχορήγησης βάσει του [PC7], η Επιτροπή ζητεί, μέσω εντάλματος επιστροφής που εκδίδεται στο όνομα του οικείου δικαιούχου, την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού».

56      Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, στην οποία στηρίζεται ρητώς η προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να συναγάγει τις συνέπειες που απέρρεαν από την περάτωση της διαδικασίας ελέγχου ζητώντας από το προσφεύγον να επιστρέψει τα οφειλόμενα ποσά.

57      Επομένως, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος ότι, αφενός, το άρθρο II.22, παράγραφος 8, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης δεν παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να παρεκκλίνει από το άρθρο II.22, παράγραφος 6, του εν λόγω παραρτήματος και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί, δυνάμει των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης, να αγνοήσει την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, η διαδικασία που ακολουθήθηκε εν προκειμένω είναι ανεξάρτητη από τη διαδικασία οικονομικού ελέγχου στην οποία το προσφεύγον αναφέρεται.

58      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης επισημαίνει ρητώς ότι οι συμφωνίες αυτές «διέπονται από […] τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό και από τους κανόνες εφαρμογής του».

59      Το άρθρο 119 του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Το ποσό της επιδότησης καθίσταται οριστικό μόνο μετά την αποδοχή των εκθέσεων και των τελικών λογαριασμών από το όργανο, με την επιφύλαξη μεταγενέστερων ελέγχων πραγματοποιούμενων από το όργανο.

2.      Εάν ο δικαιούχος δεν τηρήσει τις νόμιμες και συμβατικές υποχρεώσεις του, η επιδότηση αναστέλλεται και μειώνεται ή καταργείται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στους κανόνες εφαρμογής, αφού δοθεί στο[ν] δικαιούχο η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.»

60      Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 119 του δημοσιονομικού κανονισμού, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, δεν επιβάλλει ιδιαίτερη και ειδική διαδικαστική απαίτηση όσον αφορά τον τρόπο προσδιορισμού των παρατυπιών στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου που κινήθηκαν μετά την αποδοχή των τελικών εκθέσεων και λογαριασμών.

61      Περαιτέρω, ούτε οι κανόνες εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης, οι οποίοι ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, θεσπίζουν τέτοια απαίτηση σχετικώς. Συγκεκριμένα, το άρθρο 183, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), παρέχει στον αρμόδιο διατάκτη το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, να ζητήσει την επιστροφή του οφειλόμενου ποσού από τον δικαιούχο σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης του εγκεκριμένου προγράμματος εργασίας.

62      Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση που τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το προσφεύγον αναγνώρισε ότι, εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη παρατυπίας, το άρθρο 119 του δημοσιονομικού κανονισμού έχει εφαρμογή επί της σύμβασης.

63      Κατά συνέπεια, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν τήρησε τις διαδικαστικές απαιτήσεις στις οποίες υπέκειτο στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου που εφαρμόστηκε εν προκειμένω.

64      Κατά πέμπτον, συνομολογείται ότι, κατόπιν των παρατηρήσεων που το προσφεύγον υπέβαλε με το από 26 Οκτωβρίου 2018 έγγραφό του, η Επιτροπή μείωσε το ύψος των ποσών που του ζητούσε. Προκειμένου να αμφισβητήσει τα συμπεράσματα της έκθεσης της OLAF στα οποία βασίστηκαν οι ισχυρισμοί της Επιτροπής, το προσφεύγον στηρίχτηκε, μεταξύ άλλων, στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου. Συνεπώς, για να εκδώσει εντάλματα είσπραξης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις εκτιμήσεις που προέκυπταν τόσο από τη διαδικασία οικονομικού ελέγχου όσο και από τη διαδικασία του ετέρου ελέγχου. Η Επιτροπή ενήργησε συναφώς, όπως καταδεικνύεται και από την προσβαλλόμενη απόφαση, στο πλαίσιο των εξουσιών που της αναγνωρίζουν το άρθρο II.22, παράγραφος 6, και το άρθρο II.21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης.

65      Κατά συνέπεια, η διαδικασία την οποία ακολούθησε η Επιτροπή για να ζητήσει την επιστροφή ποσών τα οποία θεωρούσε ότι οφείλονται δεν συνιστά παράβαση των συμβατικών διατάξεων. Επομένως, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί της δεύτερης αιτίασης, η οποία στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου II.14, παράγραφος 1, στοιχεία a και b, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης, λόγω του ότι το αίτημα πληρωμής αφορά πραγματικές δαπάνες

66      Με τη δεύτερη αιτίασή του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αναγνωρίσει την ύπαρξη των συνδεόμενων με τον οικείο υπάλληλο δαπανών προσωπικού, καθόσον η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου επιβεβαίωνε με τρόπο συγκεκριμένο το γεγονός ότι οι εν λόγω δαπάνες είχαν όντως πραγματοποιηθεί, όπερ άλλωστε είχε διαπιστώσει και η Επιτροπή με το έγγραφο της 22ας Απριλίου 2014.

67      Το προσφεύγον συνάγει από τα ανωτέρω ότι η Επιτροπή, καθόσον απέκλινε από τα πορίσματα των ελεγκτών χωρίς ωστόσο να προσκομίσει στοιχεία που να στηρίζουν τη δυνατότητά της γι’ αυτό και δίχως να παράσχει εξηγήσεις ως προς τη σχετικότητα των πορισμάτων της OLAF παρά το ότι τα απέρριψε εν μέρει, παρέβη το άρθρο II.14, παράγραφος l, στοιχεία a και b, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης και υπέπεσε, ως εκ τούτου, σε πλάνη περί τα πράγματα.

68      Το προσφεύγον προσθέτει ότι η θέση της Επιτροπής σχετικά με την κατανομή του βάρους για την απόδειξη της επιλεξιμότητας των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο δικαιούχος επιχορήγησης και της ικανότητάς της να εισπράξει τη χρηματοδότηση στερείται σημασίας. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι, καθόσον, εν προκειμένω, η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου η οποία επιβεβαιώνει την ύπαρξη των επίμαχων δαπανών έχει συνταχθεί, η Επιτροπή φέρει το βάρος να αποδείξει τον εσφαλμένο της χαρακτήρα και τη μη επιλεξιμότητα ορισμένων δαπανών προσωπικού.

69      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

70      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της δεύτερης αιτίασης που προβάλλεται προς στήριξη του πρώτου ισχυρισμού του, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη τις συμβατικές διατάξεις, διότι δεν συμμορφώθηκε προς την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου η οποία, όπως το προσφεύγον υποστηρίζει, έχει δεσμευτικό χαρακτήρα.

71      Αφενός, όμως, οι διατάξεις των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης δεν αποδίδουν δεσμευτική ισχύ στους εν λόγω οικονομικούς ελέγχους. Απεναντίας, το άρθρο II.22, παράγραφος 1, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης οριοθετεί χρονικά την αποδεικτική ισχύ των εκθέσεων αυτών, αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα διενέργειας νέων οικονομικών ελέγχων κατά τα πέντε έτη που έπονται της περάτωσης του επίμαχου έργου. Ομοίως, το άρθρο II.22, παράγραφος 8, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να κινεί έρευνες σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την [OLAF] (ΕΕ 1999, L 136, σ. 1), ο οποίος καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την [OLAF] και την κατάργηση του κανονισμού [1073/1999] και του κανονισμού (Ευρατόμ) 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 248, σ. 1).

72      Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 58 έως 62 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση εντάσσεται στο πλαίσιο του άρθρου 119 του δημοσιονομικού κανονισμού, η πρώτη παράγραφος του οποίου ορίζει ρητώς ότι η εκ μέρους θεσμικού οργάνου αποδοχή των εκθέσεων και των τελικών λογαριασμών τελεί υπό «την επιφύλαξη μεταγενέστερων ελέγχων πραγματοποιούμενων από το όργανο».

73      Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου δεσμεύει την Επιτροπή με τρόπο οριστικό, ακόμη και όταν την έχει εγκρίνει. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η Επιτροπή, προκειμένου να μην υποπέσει σε πλάνη περί τα πράγματα, όπερ θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου II.14, παράγραφος 1, στοιχεία a και b, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης, όφειλε να κάνει δεκτό ότι οι συνδεόμενες με τον οικείο υπάλληλο δαπάνες προσωπικού είχαν όντως πραγματοποιηθεί, καθόσον τούτο είχε αναγνωριστεί σε προγενέστερο χρονικό σημείο στο πλαίσιο ενός οικονομικού ελέγχου του οποίου τα πορίσματα είχε εγκρίνει.

74      Για τους ίδιους λόγους, το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τον εσφαλμένο χαρακτήρα της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου είναι άνευ σημασίας. Πράγματι, από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 72 ανωτέρω προκύπτει ότι, υπό το πρίσμα των συμβατικών διατάξεων που είναι κρίσιμες εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τα πορίσματα ενός οικονομικού ελέγχου όταν, μετά την πραγματοποίησή του, θέτει εν αμφιβόλω τα αποτελέσματα στα οποία ο έλεγχός αυτός κατέληξε.

75      Κατόπιν των ανωτέρω, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

3)      Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία στηρίζεται σε παράβαση, αφενός, του άρθρου II.3, στοιχείο n, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης εξαιτίας του ότι η Επιτροπή εντόπισε κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων λόγω της ύπαρξης οικογενειακών δεσμών και, αφετέρου, των άρθρων 7 και 9 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαιτίας δυσμενούς διάκρισης λόγω οικογενειακής κατάστασης

76      Καταρχάς, το προσφεύγον εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλήξει στη διαπίστωση ότι υφίσταται κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων, κατά την έννοια του άρθρου II.3, στοιχείο n, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης, και να βασιστεί στη διαπίστωση αυτή για να θέσει εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του οικείου υπαλλήλου για τον λόγο ότι η σύζυγός του είχε πρόσβαση σε αυτά.

77      Συναφώς, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι, παρά το ότι είχαν τεθεί υπόψη της, η Επιτροπή παρέλειψε να συνεκτιμήσει, αφενός, το γεγονός ότι τόσο ο οικείος υπάλληλος όσο και η σύζυγός του υπέκειντο στον έλεγχο των αντιστοίχων ιεαρχικώς προϊσταμένων τους, οι οποίοι είχαν επιβεβαιώσει ότι οι εργασίες του οικείου υπαλλήλου είχαν όντως παρασχεθεί, και, αφετέρου, την απουσία λειτουργικού, ιεραρχικού ή οργανικού δεσμού μεταξύ του οικείου υπαλλήλου και της συζύγου του. Το προσφεύγον υπογραμμίζει σχετικώς ότι η Επιτροπή υποπίπτει σε πλάνη περί τα πράγματα, καθόσον τεκμαίρει ότι η εμπλοκή της συζύγου του οικείου υπαλλήλου ήταν ουσιώδης, ενώ, στην πραγματικότητα, η πρόσβαση της συζύγου του στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής του είχε αμιγώς διοικητικό χαρακτήρα και η τελευταία δεν διέθετε καμία εξουσία να τροποποιήσει τα εν λόγω έγγραφα. Εξάλλου, το προσφεύγον επισημαίνει ότι το σύστημα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης είχε ελεγχθεί και εγκριθεί από τους ελεγκτές. Επιπλέον, το προσφεύγον διατείνεται ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων, όπως καταδεικνύει το γεγονός ότι οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι του οικείου υπαλλήλου και της συζύγου του ουδέποτε διαπίστωσαν ότι οι τελευταίοι ενήργησαν με τρόπο ενδεχομένως απατηλό όσον αφορά την καταγραφή του χρόνου απασχόλησης στα σχετικά φύλλα.

78      Περαιτέρω, το προσφεύγον επισημαίνει ότι δεν υφίσταται κανένας νομικός κανόνας που να επιβάλλει στους συζύγους να απασχολούνται σε θέσεις σαφώς διαχωρισμένες στον χώρο εργασίας. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι τα μέτρα που ελήφθησαν εν προκειμένω (όπως ο διπλός έλεγχος από ανεξάρτητους επιβλέποντες και η τοποθέτηση σε διαφορετικά τμήματα) διασφαλίζουν, με τρόπο λιγότερο επεμβατικό, την ακρίβεια των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης στα οποία είχε πρόσβαση η σύζυγος του οικείου υπαλλήλου λόγω των διοικητικών καθηκόντων της.

79      Τέλος, το προσφεύγον φρονεί ότι η θέση της Επιτροπής συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω οικογενειακής κατάστασης η οποία αντιβαίνει προς τα άρθρα 7 και 9 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθόσον το να απαιτείται από ένα ζευγάρι, για τον λόγο και μόνον ότι έχουν την ιδιότητα των συζύγων, να εργάζονται χωριστά, ενώ δεν υφίσταται πραγματικός λόγος για να τεθεί εν αμφιβόλω η εντιμότητά τους, συνεπάγεται άνιση μεταχείριση στην εργασία και/ή δυσμενή διάκριση. Συναφώς, το προσφεύγον αμφισβητεί τη θέση της Επιτροπής με την οποία προβλέπεται η μεταβολή της φύσης των καθηκόντων της συζύγου του οικείου υπαλλήλου προκειμένου να αποφευχθεί η σύγκρουση συμφερόντων, καθόσον το εν λόγω μέτρο συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω οικογενειακής κατάστασης.

80      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

81      Το άρθρο II.3, στοιχείο n, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης ορίζει ότι κάθε δικαιούχος πρέπει να λαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο προφύλαξης ώστε να αποφύγει οποιονδήποτε κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων λόγω οικονομικών συμφερόντων, πολιτικής ή εθνικής συγγένειας, οικογενειακών ή συναισθηματικών δεσμών ή άλλων συμφερόντων ικανών να διακυβεύσουν την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του έργου.

82      Επομένως, επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από το άρθρο II.3, στοιχείο n, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης δεν προκύπτει ότι λόγω της ύπαρξης οικονομικών, συναισθηματικών ή οικογενειακών δεσμών μπορεί να τεκμαρθεί η ύπαρξη κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων ικανού να διακυβεύσει την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του έργου.

83      Πράγματι, από την ύπαρξη οικονομικών, συναισθηματικών ή οικογενειακών δεσμών μπορεί να τεκμαρθεί μόνον η ύπαρξη κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων. Επομένως, από το γράμμα του άρθρου II.3, στοιχείο n, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης προκύπτει μαχητό τεκμήριο όσον αφορά την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου όταν, μεταξύ άλλων, πρόσωπα που διατηρούν οικογενειακούς ή συναισθηματικούς δεσμούς εμπλέκονται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στο ίδιο έργο. Εν προκειμένω, η συζυγική σχέση η οποία συνδέει τον οικείο υπάλληλο με τη σύζυγό του είναι το στοιχείο λόγω του οποίου το τεκμήριο έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

84      Επομένως, η Επιτροπή μπορεί μεν να εφαρμόσει το ανωτέρω τεκμήριο, πλην όμως οφείλει να προσκομίσει όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ενδέχεται να διακυβευθεί η αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του επίμαχου έργου.

85      Επομένως, πρέπει καταρχάς να εξεταστούν τα στοιχεία που προσκόμισε το προσφεύγον προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι πληρούται η προϋπόθεση ύπαρξης συναισθηματικών και οικογενειακών δεσμών.

86      Συναφώς, τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος τα οποία στηρίζονται στην απουσία ιεραρχικής σχέσης και οργανωτικού δεσμού δεν είναι ικανά να αποκλείσουν τον κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων, καθόσον, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης όπου η σύζυγος του οικείου υπαλλήλου ενέκρινε το περιεχόμενο των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του τελευταίου, απλώς και μόνον το γεγονός ότι δεν υφίσταται σχέση διοικητικής εξάρτησης στο επαγγελματικό περιβάλλον δεν αρκεί για να αποκλειστεί ο επηρεασμός από την οικογενειακή κατάσταση.

87      Κατά συνέπεια, από την κατάσταση της υπό κρίση υπόθεσης προκύπτει πράγματι κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου II.3, στοιχείο n, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης.

88      Επομένως, πρέπει, ακολούθως, να εξεταστούν τα στοιχεία τα οποία προσκόμισε η Επιτροπή προς απόδειξη του ενδεχομένου να διακυβευθεί η αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του επίμαχου έργου.

89      Συναφώς, όσον αφορά τη φύση των δραστηριοτήτων τις οποίες η σύζυγος του οικείου υπαλλήλου ασκούσε στο προσφεύγον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, αυτή απασχολούνταν στη χρηματοοικονομική υπηρεσία του προσφεύγοντος και ότι είχε την ιδιότητα του «διαχειριστή των έργων PC7», ενώ χαρακτηριζόταν και ως «προϊσταμένη διοικητική υπάλληλος, αρμόδια για τις επιχορηγήσεις του PC7». Λόγω της θέσης της αυτής, «διέθετε», όπως παραδέχεται το προσφεύγον, «εκ του καταστατικού πρόσβαση στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του συζύγου της τα οποία υποβάλλονταν για τους σκοπούς των επιχορηγήσεων PC7 και τα υπέγραφε έως τον Νοέμβριο του 2012».

90      Πάντως, όσον αφορά, πρώτον, τα καθήκοντα της συζύγου του οικείου υπαλλήλου τα οποία συνδέονταν με την καταγραφή του χρόνου απασχόλησής του στα σχετικά φύλλα, διαπιστώνεται ότι, μολονότι το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η σύζυγος του οικείου υπαλλήλου πραγματοποιούσε εργασία γραφείου και ότι ήταν υπεύθυνη, μεταξύ άλλων, για τη συγκέντρωση και την τήρηση των σχετικών με τις επιχορηγήσεις PC7 εγγράφων, από τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του οικείου υπαλλήλου, τα οποία το προσφεύγον προσκόμισε στο παράρτημα A.16 του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής του, προκύπτει με τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι η σύζυγός του ενέκρινε το περιεχόμενό τους, δεδομένου ότι στα εν λόγω έγγραφα περιέχεται η λέξη «εγκρίνονται» (approved) δίπλα από την υπογραφή της συζύγου του οικείου υπαλλήλου.

91      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η σύζυγός του δεν είχε τη δυνατότητα να τροποποιήσει το περιεχόμενο των επίσημων εγγραφών, το γεγονός αυτό καθιστά μεγαλύτερη την πιθανότητα να διακυβευθεί η ορθή εκτέλεση του επίμαχου έργου, καθόσον, όπως καταδείχθηκε στη σκέψη 90 ανωτέρω, όταν η εν λόγω σύζυγος ενέκρινε τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του συζύγου της, αδυνατούσε να τα τροποποιήσει ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία ήταν ανακριβή.

92      Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η ορθή εκτέλεση του επίμαχου έργου μπορούσε να διακυβευθεί.

93      Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι οι δραστηριότητες της συζύγου του οικείου υπαλλήλου υπέκειντο σε διπλό έλεγχο από τους ιεραρχικώς προϊσταμένους της. Πράγματι, τα στοιχεία με τα οποία επιχειρείται να αποδειχθεί η ύπαρξη της πιθανότητας να διακυβευθεί η ορθή εκτέλεση του επίμαχου έργου πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι το προσφεύγον δεν κατόρθωσε να αντικρούσει την ύπαρξη κατάστασης που δημιουργεί κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων (βλ. σκέψη 87 ανωτέρω). Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, υφίσταται πράγματι λειτουργικός δεσμός μεταξύ του εν λόγω υπαλλήλου και της συζύγου του. Το γεγονός ότι η τελευταία είναι αρμόδια για την έγκριση των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησής του χωρίς να έχει τη δυνατότητα να τα τροποποιεί και ότι παράλληλα κατονομάζεται σαφώς ως «επιβλέπουσα» (supervisor) στα εν λόγω φύλλα αρκεί για να θεωρηθεί ότι το σύστημα ελέγχου που το προσφεύγον έθεσε σε εφαρμογή δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωση που υπέχει να λαμβάνει κάθε απαραίτητο προληπτικό μέτρο ώστε να αποφύγει οποιονδήποτε κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων λόγω οικογενειακών ή συναισθηματικών δεσμών, ικανό να διακυβεύσει την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του επίμαχου έργου, σύμφωνα με το άρθρο II.3, στοιχείο n, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης.

94      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο II.3, στοιχείο n, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης, καθόσον εκτίμησε ότι το προσφεύγον δεν είχε λάβει όλα τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα για να αποφύγει κάθε κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων λόγω οικογενειακών ή συναισθηματικών δεσμών, ικανό να διακυβεύσει την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του επίμαχου έργου.

95      Εξάλλου, όσον αφορά, καταρχάς, τις εκτιμήσεις του προσφεύγοντος σχετικά με το γεγονός ότι το σύστημα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης είχε εγκριθεί από τους ελεγκτές παρουσία του οικείου υπαλλήλου και της συζύγου του, γίνεται παραπομπή στα συμπεράσματα τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 73 και 74 ανωτέρω σχετικά με τη δεσμευτικότητα των εκτιμήσεων που περιέχονται στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου.

96      Περαιτέρω, όσον αφορά τις αντιρρήσεις του προσφεύγοντος σχετικά με την απουσία συγκεκριμένων στοιχείων για την απόδειξη του κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων, αρκεί η υπόμνηση ότι το γράμμα του άρθρου II.3, στοιχείο n, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης δεν απαιτεί, αυτό καθεαυτό, η σύγκρουση να έχει αποδεδειγμένως επηρεάσει την εκτέλεση της σύμβασης ή τις σχετικές με την εκτέλεσή της δαπάνες.

97      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η θέση της Επιτροπής συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω οικογενειακής κατάστασης η οποία αντιβαίνει προς τα άρθρα 7 και 9 του Χάρτη, επισημαίνεται ότι η προβαλλόμενη παράβαση δεν σχετίζεται με πλημμελή εκτέλεση των συμβατικών διατάξεων.

98      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να κρίνει ότι ο Χάρτης, ο οποίος αποτελεί μέρος του πρωτογενούς δικαίου, προβλέπει, στο άρθρο του 51, παράγραφος 1, χωρίς εξαιρέσεις, ότι οι διατάξεις του «απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας» και ότι, ως εκ τούτου, τα θεμελιώδη δικαιώματα διέπουν την άσκηση των αρμοδιοτήτων που απονέμονται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, και στο πλαίσιο συμβατικής σχέσεως (αποφάσεις της 3ης Μαΐου 2018, Sigma Orionis κατά Επιτροπής, T-48/16, EU:T:2018:245, σκέψεις 101 και 102, και της 3ης Μαΐου 2018, Sigma Orionis κατά REA, T-47/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:247, σκέψεις 79 και 80· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Μαΐου 2020, Τάλαντον κατά Επιτροπής, T-195/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:194, σκέψη 73).

99      Ομοίως, όταν τα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης εκτελούν σύμβαση, εξακολουθούν να υπόκεινται στις υποχρεώσεις που υπέχουν από τον Χάρτη και από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C-584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 86). Το Δικαστήριο έχει επίσης τονίσει ότι, αν οι διάδικοι αποφασίσουν, μέσω ρήτρας διαιτησίας στη μεταξύ τους σύμβαση, να αναγνωρίσουν στον δικαστή της Ένωσης αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί διαφορών σχετικών με την ως άνω σύμβαση, ο εν λόγω δικαστής θα είναι αρμόδιος να εξετάσει ενδεχόμενες παραβάσεις του Χάρτη και παραβιάσεις των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο δίκαιο που προβλέπει η σύμβαση (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής, C-378/16 P, EU:C:2020:575, σκέψη 81).

100    Πάντως, εν προκειμένω, η απαίτηση περί αποφυγής κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων λόγω οικογενειακών ή συναισθηματικών δεσμών αποσκοπεί στην πρόληψη μιας σοβαρής και πρόδηλης παράβασης της απαίτησης περί αμεροληψίας και αντικειμενικότητας (πρβλ. απόφαση της 6ης Απριλίου 2006, Camós Grau κατά Επιτροπής, T-309/03, EU:T:2006:110, σκέψη 141), η οποία βαρύνει ιδίως τον υπεύθυνο για την πιστοποίηση της εγκυρότητας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των ερευνητών που απασχολούνται σε έργο χρηματοδοτούμενο από την Ένωση. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι κανόνας με τον οποίο επιδιώκεται να εξασφαλιστεί η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων, όπως ο επίμαχος, είναι δυνατόν να θίξει τα δικαιώματα που προστατεύονται από τα άρθρα 7 και 9 του Χάρτη, τα δικαιώματα αυτά δεν θα θίγονταν ως προς τον πυρήνα τους, αλλά θα μπορούσαν, στη χειρότερη περίπτωση, να περιοριστούν κατά την άσκησή τους. Δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον Χάρτη επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

101    Τούτο ακριβώς ισχύει εν προκειμένω. Πράγματι, στην υπό κρίση περίπτωση, εξυπηρετείται, καταρχάς, σκοπός γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση, δεδομένου ότι ο περιορισμός αποσκοπεί στη διασφάλιση της τήρησης της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 317 ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, ο περιορισμός είναι αναγκαίος, καθόσον η Επιτροπή, η οποία δεν μπορεί να εξακριβώσει με άμεσο τρόπο το κατά πόσον ο δικαιούχος επιχορήγησης εκτελεί τα καθήκοντά του, δεν έχει άλλο μέσο για να ελέγξει την ακρίβεια των δηλωθεισών από αυτόν δαπανών προσωπικού πλην των στοιχείων που προκύπτουν, ιδίως, από αξιόπιστα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T-234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 210 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Τέλος, ο περιορισμός αυτός δεν είναι δυσανάλογος, στο μέτρο που, αφενός, τα δικαιώματα που προστατεύονται από τα άρθρα 7 και 9 του Χάρτη δεν θίγονται, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 100 ανωτέρω, ως προς τον πυρήνα τους και, αφετέρου, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η απαίτηση να αποφεύγεται κάθε σύγκρουση συμφερόντων λόγω οικογενειακών ή συναισθηματικών δεσμών μπορεί να ικανοποιηθεί με ελάχιστες οργανωτικές προσαρμογές. Επομένως, τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με την ύπαρξη δυσμενούς διάκρισης πρέπει να απορριφθούν, στο μέτρο που, αφενός, στηρίζονται σε ύπαρξη παράβασης των άρθρων 7 και 9 του Χάρτη και, αφετέρου, η παράβαση αυτή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί υπό το πρίσμα της επίμαχης εφαρμογής του κανόνα περί σύγκρουσης συμφερόντων, δεν αποδείχθηκε.

102    Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η τρίτη αιτίαση και, επομένως, ο πρώτος ισχυρισμός στο σύνολό του.

β)      Επί του δευτέρου ισχυρισμού, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του βελγικού δικαίου

103    Προκαταρκτικώς, το προσφεύγον υπενθυμίζει ότι οι επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης παραπέμπουν στο βελγικό δίκαιο.

104    Επομένως, στηριζόμενο στο βελγικό αστικό δίκαιο, το προσφεύγον προβάλλει τρεις αιτιάσεις προς στήριξη του δευτέρου ισχυρισμού του.

105    Καταρχάς, το προσφεύγον φρονεί ότι εν προκειμένω η Επιτροπή ουσιαστικά τεκμαίρει ότι το πρώτο ενήργησε κακόπιστα και καταλήγει βάσει αυτού μονομερώς στη διαπίστωση ότι υπήρξε παράβαση της σύμβασης, διαπίστωση η οποία δεν συναντάται στα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου και είναι μάλιστα αντίθετη προς τα σχετικά με τη συμφωνία επιχορήγησης C2POWER πορίσματα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των συμβάσεων η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 1134 και 1135 του βελγικού αστικού κώδικα.

106    Περαιτέρω, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι στήριξε το αίτημά της περί επιστροφής των συνδεόμενων με τον οικείο υπάλληλο δαπανών προσωπικού σε έκθεση έρευνας την οποία κατήρτισε η OLAF εκτός του συμβατικού πλαισίου και της οποίας η αποδεικτική ισχύς είναι αμφίβολη. Συγκεκριμένα, κατά το προσφεύγον, η ίδια η Επιτροπή αποφάσισε να μην υιοθετήσει το σύνολο των συμπερασμάτων της εν λόγω έκθεσης χωρίς να εξηγήσει τους λόγους που την οδήγησαν όχι μόνο στο να αποκλίνει από τα συμπεράσματα της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου, δίχως μάλιστα να αποδείξει ότι το προσφεύγον ενήργησε παρατύπως, αλλά και στο να μη λάβει εν τέλει υπόψη τις δαπάνες που είχαν θεωρηθεί ως «σαφώς υπερβολικές», ήτοι τις δαπάνες που υπερέβαιναν ένα όριο το οποίο δεν καθοριζόταν στις διατάξεις των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή παρέβη, κατά την άποψη του προσφεύγοντος, τον κανόνα περί του βάρους απόδειξης του άρθρου 1315 του βελγικού αστικού κώδικα, κατά το οποίο όποιος απαιτεί την εκπλήρωση ενοχής οφείλει να αποδείξει την ύπαρξή της.

107    Τέλος, το προσφεύγον εκτιμά ότι πραγματοποίησε τις ζητούμενες από την Επιτροπή πληρωμές ενώ αυτή δεν μπορούσε να τις αξιώσει. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή παρέβη τα άρθρα 1235, 1376 και 1377 του βελγικού αστικού κώδικα καθόσον δεν επέστρεψε τα ποσά που της είχαν καταβληθεί και τα οποία είχε αδικαιολογήτως εισπράξει ελλείψει σχετικής οφειλής.

108    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

109    Οι δύο πρώτες αιτιάσεις του δεύτερου ισχυρισμού πρέπει να συνεξεταστούν.

110    Πρώτον, επισημαίνεται, αφενός, ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής των ποσών δεν στηρίζεται, σύμφωνα με τα κριθέντα στη σκέψη 65 ανωτέρω, σε έκθεση έρευνας καταρτισθείσα εκτός του συμβατικού πλαισίου. Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι διαπιστώθηκε επίσης ότι η Επιτροπή δεν δεσμευόταν από τα συμπεράσματα της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου (βλ. σκέψεις 73 και 74 ανωτέρω).

111    Δεύτερον, πρέπει να προσδιοριστεί η βάση στην οποία στηρίζεται το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής των ποσών προκειμένου να καθοριστεί αν η Επιτροπή παραβίασε τόσο την αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των συμβάσεων, τεκμαίροντας ότι το προσφεύγον ενήργησε κακόπιστα, όσο και τον κανόνα περί του βάρους απόδειξης, παραλείποντας να προσκομίσει στοιχεία για να στηρίξει το ανωτέρω αίτημά της.

112    Συναφώς, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι, σύμφωνα με γενικώς αναγνωρισμένη αρχή του δικαίου, κάθε δικαστήριο εφαρμόζει τους δικούς του δικονομικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί αρμοδιότητας (πρβλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 1992, Επιτροπή κατά Feilhauer, C-209/90, EU:C:1992:172, σκέψη 13). Εντούτοις, η αρχή αυτή δεν ισχύει για τους κανόνες που διέπουν το βάρος απόδειξης, καθώς και το παραδεκτό, την αποδεικτική αξία και ισχύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον οι εν λόγω κανόνες δεν είναι δικονομικής αλλά ουσιαστικής φύσης, δεδομένου ότι καθορίζουν τις προϋποθέσεις γέννησης, το περιεχόμενο και τους λόγους απόσβεσης των δικαιωμάτων. Επομένως, η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου που έγινε με τις ελεγχθείσες συμφωνίες αφορά και τους κανόνες απόδειξης (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T-234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 115).

113    Επομένως, εν προκειμένω, η κατανομή του βάρους απόδειξης όσον αφορά τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο δικαιούχος επιχορήγησης διέπεται από το άρθρο 1315 του βελγικού αστικού κώδικα, το οποίο προέβλεπε ότι όποιος απαιτεί την εκπλήρωση ενοχής οφείλει να αποδείξει την ύπαρξή της και, αντιστοίχως, ότι όποιος υποστηρίζει ότι έχει απαλλαγεί οφείλει να αποδείξει την καταβολή ή το γεγονός το οποίο προκάλεσε την απόσβεση της ενοχής του.

114    Κατά δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο συμφωνίας που περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, στον συμβαλλόμενο που δήλωσε δαπάνες στην Επιτροπή για να λάβει οικονομική συνεισφορά της Ένωσης απόκειται να αποδείξει ότι οι εν λόγω δαπάνες πληρούν τις χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις των συμφωνιών επιχορήγησης (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, ANKO κατά Επιτροπής, T-771/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:27, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

115    Κατά τρίτον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 101 ανωτέρω, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να εξακριβώσει με άμεσο τρόπο το κατά πόσον ο δικαιούχος επιχορήγησης εκτελεί τα καθήκοντά του, δεν διαθέτει άλλο μέσο για να ελέγξει την ακρίβεια των δηλωθεισών δαπανών προσωπικού πλην των στοιχείων που προκύπτουν, ιδίως, από αξιόπιστα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T-234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 210 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

116    Κατά τέταρτον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς την υποχρέωση υποβολής αξιόπιστων φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης προς δικαιολόγηση των δηλωθεισών δαπανών προσωπικού συνιστά επαρκή λόγο απόρριψης του συνόλου των εν λόγω δαπανών (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Technion και Technion Research & Development Foundation κατά Επιτροπής, T-216/12, EU:T:2015:746, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, αν οι δηλωθείσες από τον δικαιούχο της επιχορήγησης δαπάνες δεν είναι επιλέξιμες δυνάμει της σχετικής συμφωνίας επιχορήγησης, διότι κρίθηκαν μη επαληθεύσιμες και/ή στηριζόμενες σε αναξιόπιστα στοιχεία, η Επιτροπή δεν έχει άλλη επιλογή από την είσπραξη της επιχορήγησης έως το ύψος των μη δικαιολογούμενων ποσών, δεδομένου ότι, βάσει της εν λόγω συμφωνίας επιχορήγησης η οποία αποτελεί το σχετικό νομικό έρεισμα, το θεσμικό όργανο επιτρέπεται να καταβάλει, από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, μόνον ποσά δεόντως δικαιολογημένα (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C-584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

117    Εν προκειμένω, στη σκέψη 92 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι τα επίδικα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης δεν παρείχαν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας λόγω της ύπαρξης κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων ικανού να διακυβεύσει την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του επίμαχου έργου.

118    Συναφώς, υπογραμμίζεται, αφενός, ότι ο κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων συνιστά μια μη φυσιολογική κατάσταση στην οποία οι δαπάνες που πραγματοποιούνται ενδέχεται να μην είναι πραγματικές ή να μην έχουν πραγματοποιηθεί από τον ίδιο τον δικαιούχο ή ακόμη, ενδεχομένως, να μην έχουν χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τον σκοπό της εκτέλεσης του επίμαχου έργου κατά την έννοια του άρθρου II.14, παράγραφος 1, στοιχεία a, b και e, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης. Ως εκ τούτου, η μη εκπλήρωση από τον αντισυμβαλλόμενο της απορρέουσας από το άρθρο ΙΙ.3, στοιχείο n, του παραρτήματος ΙΙ των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης συμβατικής υποχρέωσης να λαμβάνει κάθε μέτρο προφύλαξης ώστε να αποφύγει οποιονδήποτε κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων συνιστά πλημμελή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του. Επομένως, δικαιολογείται η είσπραξη των δαπανών σύμφωνα με το άρθρο 183 του κανονισμού 2342/2002 (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T-198/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:27, σκέψη 91). Αφετέρου, όταν η Επιτροπή προσκομίζει συγκεκριμένα στοιχεία ενδεικτικά περί της ύπαρξης κινδύνου ο δηλωθείς χρόνος απασχόλησης να μην πληροί τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας, όπερ ισχύει σε περίπτωση κατά την οποία έχει προσδιοριστεί κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων, η μη επιλεξιμότητα τεκμαίρεται και εναπόκειται στον δικαιούχο να προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι, αντιθέτως, οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας όντως τηρήθηκαν (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής, C-273/19 P, EU:C:2020:852, σκέψεις 74 έως 77, και της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T-166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26, σκέψη 61).

119    Κατά συνέπεια, καθόσον το προσφεύγον δεν απέδειξε την ανυπαρξία κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων και, επομένως, δεν συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση υποβολής αξιόπιστων φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης για να δικαιολογήσει τις δηλωθείσες δαπάνες προσωπικού, δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση που υπείχε δυνάμει των κανόνων περί κατανομής του βάρους απόδειξης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να ζητήσει τα ποσά που θεωρούσε ότι είχε καταβάλει αχρεωστήτως, και συγκεκριμένα το σύνολο των συνδεόμενων με τον οικείο υπάλληλο δαπανών προσωπικού που αναγραφόταν στα εγκριθέντα από τη σύζυγό του φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των συμβάσεων κατά την έννοια των άρθρων 1134 και 1135 του βελγικού αστικού κώδικα και τους κανόνες περί του βάρους απόδειξης του άρθρου 1315 του εν λόγω κώδικα.

120    Το γεγονός ότι οι αρχές που έχουν τεθεί από τη νομολογία είχαν προσδιοριστεί στο πλαίσιο περίπτωσης σχετικής με τη μη συμμόρφωση προς την υποχρέωση υποβολής, κατά τον οικονομικό έλεγχο, αξιόπιστων φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης προς δικαιολόγηση των δηλωθεισών δαπανών προσωπικού και ότι, εν προκειμένω, ο οικονομικός έλεγχος που οδήγησε στη σύνταξη της έκθεσης οικονομικού ελέγχου δεν έθεσε εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του οικείου υπαλλήλου που προσκόμισε το προσφεύγον δεν επηρεάζει τη δυνατότητα εφαρμογής των αρχών αυτών στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής. Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 73 και 74 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην εν λόγω έκθεση.

121    Επιπλέον, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ακολούθησε εν τέλει το σύνολο των συμπερασμάτων της έκθεσης έρευνας της OLAF δεν έχει ως συνέπεια το να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αποδεικτική αξία της εν λόγω έκθεσης. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 31 του κανονισμού 883/2013, με τον οποίο καταργούνται οι κανονισμοί 1073/1999 και 1074/1999 που μνημονεύονται στο άρθρο II.22, παράγραφος 8, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης, προκύπτει ότι εναπόκειται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να αποφασίζουν για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στις ολοκληρωθείσες έρευνες, με βάση τις τελικές εκθέσεις έρευνας που συντάσσονται από την OLAF. Εξάλλου, στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2013 επισημαίνεται σαφώς ότι η έκθεση έρευνας συνοδεύεται από συστάσεις σχετικά με το κατά πόσον υφίσταται ανάγκη λήψης μέτρων. Επομένως, η Επιτροπή δικαιούται να λάβει μόνον εν μέρει υπόψη τα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στην έκθεση έρευνας της OLAF, χωρίς τούτο να θίγει την αποδεικτική αξία τους.

122    Τέλος, καθόσον η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή του συνόλου των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο οικείος υπάλληλος, το προσφεύγον δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάσισε να εφαρμόσει ένα κατώτατο όριο και να ζητήσει, βάσει αυτού, την επιστροφή ενός μέρους μόνον των δαπανών, διότι δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλει τέτοια αιτίαση.

123    Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η πρώτη και η δεύτερη αιτίαση του δευτέρου ισχυρισμού είναι αβάσιμες.

124    Κατά συνέπεια, η τρίτη αιτίαση καθίσταται άνευ αντικειμένου και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

125    Συνεπώς, ο δεύτερος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

γ)      Επί του τρίτου ισχυρισμού, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του πολωνικού δικαίου

126    Καταρχάς, το προσφεύγον επισημαίνει ότι το άρθρο II.15, παράγραφος 1, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης περιέχει σαφή παραπομπή στο εθνικό δίκαιο που διέπει τις συναπτόμενες από τους δικαιούχους των επιχορηγήσεων συμβάσεις εργασίας. Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι το πολωνικό εργατικό δίκαιο ήταν εκείνο το οποίο είχε εφαρμογή στη σχέση εργασίας που διατηρούσε με τον οικείο υπάλληλο, αφενός, και με τη σύζυγό του, αφετέρου.

127    Κατά πρώτον, το προσφεύγον προβάλλει παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 140 και του άρθρου 18, παράγραφος 2, του πολωνικού εργατικού κώδικα, οι οποίες προβλέπουν το λεγόμενο σύστημα της «κατ’ αποκοπήν αμειβόμενης απασχόλησης» (system zadaniowego czasu pracy), καθόσον η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο οικείος υπάλληλος χρειάστηκε να συμπληρώσει «υπερβολικό αριθμό ωρών» και να «εργαστεί για μη εύλογο χρονικό διάστημα» δυνάμει τριών παράλληλων σχέσεων εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης εργασίας που είχε συνάψει με το προσφεύγον στο πλαίσιο της κατ’ αποκοπήν αμειβομένης απασχόλησής του. Κατά το προσφεύγον, το καθεστώς αυτό, το οποίο είναι νόμιμο στην Πολωνία, δεν απαιτεί διαρκή φυσική παρουσία στον χώρο εργασίας και διασφαλίζει, με τον τρόπο αυτόν, την ευελιξία και τη δυνατότητα εκπλήρωσης πολλαπλών καθηκόντων (multitasking), υπό την προϋπόθεση ότι ο εργαζόμενος εκτελεί τα καθήκοντά του.

128    Κατά δεύτερον, το προσφεύγον προβάλλει παράβαση του άρθρου 113 του πολωνικού εργατικού κώδικα, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 9 του Χάρτη, το οποίο απαγόρευε στο προσφεύγον, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, να απασχολεί τον οικείο υπάλληλο και τη σύζυγό του σε θέσεις σαφώς διαχωρισμένες στον χώρο εργασίας για τον μοναδικό λόγο ότι είναι ζευγάρι, δεδομένου ότι τούτο συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω οικογενειακής κατάστασης.

129    Περαιτέρω, το προσφεύγον επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένους λόγους για να αμφισβητήσει τις συνδεόμενες με τον οικείο υπάλληλο δαπάνες προσωπικού για την περίοδο μεταξύ Αυγούστου 2010 και Οκτωβρίου 2012, ενώ έκανε δεκτές τις συνδεόμενες με τον οικείο υπάλληλο δαπάνες προσωπικού για τον μήνα του Νοεμβρίου 2012, παρά το γεγονός ότι η σύζυγός του εξακολουθούσε να διαθέτει πρόσβαση στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής του για τον μήνα αυτόν.

130    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

131    Πρώτον, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτός ο τρίτος ισχυρισμός, γεγονός παραμένει ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης θα συνεχίσουν να είναι αναξιόπιστα, καθόσον το ότι ο οικείος υπάλληλος εργάστηκε ενδεχομένως για πολλές ώρες λόγω της εμπλοκής του σε διάφορα έργα δεν ασκεί επιρροή στο γεγονός ότι οι ώρες αυτές εγκρίθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας την οποία το προσφεύγον εφάρμοσε κατά παράβαση του άρθρου II.3, στοιχείο n, του παραρτήματος II των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης.

132    Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι οι δαπάνες που θεωρήθηκαν ως μη επιλέξιμες αφορούν την περίοδο μεταξύ Αυγούστου 2010 και Οκτωβρίου 2012. Η σύζυγος του οικείου υπαλλήλου ενέκρινε όλα τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης τα οποία αφορούσαν την περίοδο αυτήν. Συναφώς, καθόσον το προσφεύγον επαναλαμβάνει τις αντιρρήσεις του ως προς τη λυσιτέλεια της επίκλησης της νομολογίας που πραγματεύεται το ζήτημα του βάρους για την απόδειξη της αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, γίνεται παραπομπή στη σκέψη 92 ανωτέρω.

133    Δεύτερον, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβάσεως του άρθρου 113 του πολωνικού εργατικού κώδικα, γίνεται παραπομπή στη σκέψη 101 ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η ύπαρξη δυσμενούς διάκρισης λόγω οικογενειακής κατάστασης.

134    Εξάλλου, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας του σχετικά με την παράβαση του άρθρου 140 του πολωνικού εργατικού κώδικα, το προσφεύγον υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή είναι ασυνεπής, καθόσον επικρίνει μεν το γεγονός ότι η σύζυγος του οικείου υπαλλήλου διέθετε πρόσβαση στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής του καθ’ όλο το επίδικο διάστημα, πλην όμως αποδέχεται το ανωτέρω γεγονός για το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2012, παρά το ότι η σύζυγος του οικείου υπαλλήλου έπαυσε να αποτελεί μέλος του προσωπικού του προσφεύγοντος μόνον από τον μήνα του Ιανουαρίου του 2013 και έπειτα.

135    Συναφώς, προκειμένου να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος, αρκεί η παραπομπή στη σκέψη 122 ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι το προσφεύγον δεν είχε έννομο συμφέρον σχετικώς.

136    Επομένως, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω και στο μέτρο που τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος δεν ασκούν επιρροή στην επίλυση της διαφοράς, ο τρίτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

δ)      Επί του τετάρτου ισχυρισμού, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο πλαίσιο της καλόπιστης εκτέλεσης των συμβάσεων και της απαγόρευσης της καταχρηστικής εφαρμογής συμβατικών ρητρών

137    Με τον τέταρτο ισχυρισμό του, το προσφεύγον υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων που συνάπτονται από την Επιτροπή, πρέπει να τηρείται η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Το προσφεύγον διατείνεται ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή, με το να εγκρίνει αρχικώς το σύνολο των συμπερασμάτων της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου σχετικά, μεταξύ άλλων, με τον επιλέξιμο χαρακτήρα των συνδεόμενων με τον οικείο υπάλληλο δαπανών προσωπικού και να απορρίψει τις εν λόγω δαπάνες στη συνέχεια, παραβίασε την ανωτέρω αρχή, καθόσον το προσφεύγον μπορούσε ευλόγως να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την επιλεξιμότητα των συνδεόμενων με τον οικείο υπάλληλο δαπανών προσωπικού.

138    Το προσφεύγον προσθέτει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή για να αποκλείσει την πιθανότητα να υφίσταται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη λόγω της ύπαρξης οικονομικού ελέγχου, στου οποίου το πλαίσιο δεν αποκαλύφθηκε η ύπαρξη παρατυπίας, είναι νόμω αβάσιμα.

139    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

140    Υπενθυμίζεται ότι στις σκέψεις 73 και 74 ανωτέρω κρίθηκε ότι από τις συμβατικές διατάξεις προκύπτει ότι η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου δεν δέσμευε την Επιτροπή. Επομένως, το προσφεύγον δεν μπορούσε να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, παρά το ότι η Επιτροπή είχε δηλώσει ότι είναι σύμφωνη με τα αποτελέσματα του εν λόγω οικονομικού ελέγχου.

141    Επιπλέον, από την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου συνάγεται ότι οι ελεγκτές διευκρίνισαν ρητώς ότι οι εργασίες τους δεν είχαν ως σκοπό «να παράσχουν οποιαδήποτε ουσιαστική διαβεβαίωση ως προς την εν γένει καταλληλόλητα των εσωτερικών συστημικών ελέγχων αυτών καθεαυτών». Μολονότι, στο πλαίσιο των εργασιών τους, οι ελεγκτές δεν εντόπισαν ιδιαίτερες αδυναμίες στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου που το προσφεύγον χρησιμοποιούσε για την προετοιμασία και την υποβολή των σχετικών με τη συμφωνία επιχορήγησης C2POWER οικονομικών καταστάσεων, η διατύπωση απλώς μιας επιφύλαξης όσον αφορά τον σκοπό των εν λόγω εργασιών αρκεί, υπό το πρίσμα των διαβεβαιώσεων που θα μπορούσαν να έχουν παρασχεθεί σχετικά με την καταλληλότητα του εν λόγω συστήματος, για να δημιουργήσει αβεβαιότητα που να αποκλείει τη δημιουργία οποιασδήποτε δικαιολογημένης εμπιστοσύνης σχετικώς.

142    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος ισχυρισμός, όπως επίσης, κατά συνέπεια, και τα αιτήματα με τα οποία ζητείται να διαπιστωθεί η ανυπαρξία της συμβατικής απαίτησης την οποία διεκδικεί η Επιτροπή και η επιλεξιμότητα των δαπανών προσωπικού που ζητήθηκαν με τα χρεωστικά σημειώματα τα οποία εκδόθηκαν για τις σχετικές με τις επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης κύριες οφειλές προς τον σκοπό της επιστροφής των κατ’ αποκοπήν ποσών.

2.      Επί του αιτήματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει τόκους υπερημερίας

143    Στο μέτρο που διαπιστώθηκε ότι πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν προς στήριξη των αιτημάτων να διαπιστωθεί η ανυπαρξία της συμβατικής απαίτησης την οποία διεκδικεί η Επιτροπή και η επιλεξιμότητα των δαπανών προσωπικού που ζητήθηκαν με τα χρεωστικά σημειώματα τα οποία εκδόθηκαν για τις σχετικές με τις επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης κύριες οφειλές προς τον σκοπό της επιστροφής των κατ’ αποκοπήν ποσών, το αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει τόκους υπερημερίας πρέπει να απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου.

144    Κατόπιν των προεκτεθέντων και δεδομένου ότι απορρίφθηκε το σύνολο των ισχυρισμών και των αιτιάσεων που προβλήθηκαν προς στήριξη της ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ προσφυγής-αγωγής, η εν λόγω προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί.

Γ.      Επί της προσφυγής που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ

145    Επικουρικώς, το προσφεύγον ασκεί προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, καθόσον εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

146    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί η προσφυγή που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ ως προδήλως απαράδεκτη.

147    Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, όταν έχει συναφθεί σύμβαση μεταξύ του προσφεύγοντος και θεσμικού οργάνου της Ένωσης, προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ μπορεί να ασκηθεί μόνο στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων, εκτός των ορίων της συμβατικής σχέσης που συνδέει τους συμβαλλόμενους, αποτελεσμάτων που συναρτώνται προς την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, οι οποίες απονέμονται στο συμβαλλόμενο θεσμικό όργανο ως διοικητική αρχή (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C-506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

148    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει, επομένως, να εξεταστεί εάν η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία περιέχεται συνημμένως μαζί με τα επίμαχα χρεωστικά σημειώματα στο από 13 Νοεμβρίου 2019 ηλεκτρονικό μήνυμα της Επιτροπής, συγκαταλέγεται στις πράξεις τις οποίες ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να ακυρώσει δυνάμει του άρθρου 263, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ ή εάν, αντιθέτως, είναι συμβατικής φύσεως (βλ. διάταξη της 14ης Ιουνίου 2012, Technion και Technion Research & Development Foundation κατά Επιτροπής, T-546/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:303, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

149    Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, αφενός, ότι η Επιτροπή προβάλλει αξίωση και ότι προσδιορίζει το ύψος της με την έκδοση πολυάριθμων χρεωστικών σημειωμάτων και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή διατύπωσε σχόλια επί των αντιρρήσεων του προσφεύγοντος. Επομένως, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο που να εκφεύγει του συμβατικού πλαισίου και να εκφράζει την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

150    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το προσφεύγον φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μεταβάλλει ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε από αυτό να καταβάλει χρηματικό ποσό. Όπως, όμως, προκύπτει από τη σκέψη 65 ανωτέρω, το αίτημα επιστροφής εντάσσεται στο πλαίσιο των διατάξεων των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης.

151    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το προσφεύγον επιδίωξε να αμφισβητήσει τα χρεωστικά σημειώματα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα έγγραφα αυτά δεν συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

152    Πράγματι, χρεωστικό σημείωμα το οποίο έχει εκδοθεί από την Επιτροπή για οφειλόμενα δυνάμει συμφωνίας επιχορήγησης ποσά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως οριστική πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής λόγω του ότι περιέχει στοιχεία σχετικά με τους τόκους τους οποίους θα αποφέρει η διαπιστωθείσα απαίτηση σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής, σχετικά με τη δυνατότητα είσπραξης διά συμψηφισμού ή κατόπιν εκτέλεσης τυχόν εκ των προτέρων παρασχεθείσας χρηματικής εγγύησης, καθώς και σχετικά με τις δυνατότητες αναγκαστικής εκτέλεσης και καταχώρισης σε βάση δεδομένων στην οποία έχουν πρόσβαση οι διατάκτες του προϋπολογισμού της Ένωσης, ακόμη και αν τα εν λόγω στοιχεία διατυπώθηκαν με τρόπο δυνάμενο να προκαλέσει την εντύπωση ότι το χρεωστικό σημείωμα στο οποίο τα στοιχεία αυτά περιέχονται αποτελεί οριστική πράξη της Επιτροπής. Τέτοια στοιχεία δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει και ως εκ της φύσης τους, παρά να προπαρασκευάζουν πράξη της Επιτροπής σχετική με την εκτέλεση της διαπιστωθείσας απαίτησης, δεδομένου ότι η Επιτροπή, με το χρεωστικό σημείωμα, δεν λαμβάνει θέση ως προς τα μέσα που προτίθεται να εφαρμόσει για την αναζήτηση της εν λόγω χρηματικής απαίτησης, όπως θα προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας οι οποίοι υπολογίζονται από την προβλεπόμενη στο χρεωστικό σημείωμα καταληκτική ημερομηνία καταβολής. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τα στοιχεία ως προς τα εξεταζόμενα μέσα είσπραξης (πρβλ. διάταξη της 20ής Απριλίου 2016, Mezhdunaroden tsentar za izsledvane na maltsinstvata i kulturnite vzaimodeystvia κατά Επιτροπής, T-819/14, EU:T:2016:256, σκέψεις 46, 47, 49 και 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

153    Ως εκ τούτου, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να επιληφθεί παραδεκτώς προσφυγής κατά των επίμαχων χρεωστικών σημειωμάτων βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, διότι τα χρεωστικά σημειώματα εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο του οποίου αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα και διότι δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, πέραν εκείνων που απορρέουν από την επίμαχη συμφωνία επιχορήγησης, τα οποία θα προϋπέθεταν την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας που έχουν απονεμηθεί στην Επιτροπή ως διοικητική αρχή.

154    Δεν θα ίσχυε το ίδιο εάν η Επιτροπή είχε εκδώσει απόφαση βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, ADR Center κατά Επιτροπής, T‑644/14, EU:T:2017:533, σκέψεις 207 και 208). Εν προκειμένω, όμως, η Επιτροπή δεν εξέδωσε τέτοια πράξη.

155    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι τα οφειλόμενα ποσά είχαν επιστραφεί, η Επιτροπή δεν χρειάστηκε να εκδώσει τέτοια πράξη μετά την έκδοση των χρεωστικών σημειωμάτων. Πάντως, θα αντέκειτο στο δικαίωμα χρηστής διοίκησης να παροτρύνεται ο προσφεύγων να μην καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά που αναγράφονται σε χρεωστικό σημείωμα ώστε ενδεχόμενη απόφαση, μεταγενέστερη της έκδοσης του χρεωστικού σημειώματος, να είναι δεκτική προσφυγής βάσει του άρθρου 263, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Terna κατά Επιτροπής, T‑387/16, EU:T:2018:699, σκέψη 35).

156    Εντούτοις, εν προκειμένω, δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα του προσφεύγοντος να ασκήσει αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα στο μέτρο που δεν στερήθηκε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τα επιστραφέντα ποσά.

157    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι το απαράδεκτο προσφυγής ακυρώσεως δεν μπορεί να στερήσει από τον οικείο αντισυμβαλλόμενο το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, δεδομένου ότι δικαιούται, εφόσον μπορεί να επικαλεστεί βασίμως τη διάταξη αυτή, να υπερασπιστεί τη θέση του στο πλαίσιο προσφυγής-αγωγής η οποία θα ασκηθεί βάσει της συμβάσεως δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ (πρβλ. διάταξη της 20ής Απριλίου 2016, Mezhdunaroden tsentar za izsledvane na maltsinstvata i kulturnite vzaimodeystvia κατά Επιτροπής, T-819/14, EU:T:2016:256, σκέψεις 46, 47, 49 και 52).

158    Εν προκειμένω, το προσφεύγον άσκησε πράγματι προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του εξετάστηκαν από τον αρμόδιο δικαστή (πρβλ. σκέψη 144 ανωτέρω).

159    Επομένως, η κήρυξη της προσφυγής που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ ως απαράδεκτης δεν μπορεί να θίξει το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε αποτελεσματική ένδικη προστασία.

160    Κατά συνέπεια, η προσφυγή που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

161    Κατόπιν των ανωτέρω, παρέλκει η εξέταση των αιτημάτων που το προσφεύγον υπέβαλε δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 1, και του άρθρου 89, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

162    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

163    Δεδομένου ότι το προσφεύγον ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Η Sieć Badawcza Łukasiewicz – Port Polski Ośrodek Rozwoju Technologii καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Jaeger

Stancu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Απριλίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.