Language of document : ECLI:EU:F:2012:29

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 8ης Μαρτίου 2012

Υπόθεση F‑12/10

Petrus Kerstens

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πειθαρχική διαδικασία – Σύγκληση του πειθαρχικού συμβουλίου από αναρμόδια αρχή – Έγγραφη προειδοποίηση – Διάρκεια της διαδικασίας – Δικαιώματα άμυνα και τεκμήριο αθωότητας – Εύλογη προθεσμία»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 23ης Απριλίου 2009 με την οποία του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της έγγραφης προειδοποιήσεως.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο Ρ. Kerstens φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Υπόμνημα απαντήσεως – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 35 § 1, στοιχείο ε΄, και 41)

2.      Διαδικασία – Δεδικασμένο – Περιεχόμενο – Δεύτερη προσφυγή κατά διακριτής αποφάσεως, ατομικής και μεταγενέστερης της αποφάσεως που προσβλήθηκε με την πρώτη προσφυγή – Παραδεκτό

3.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Προκαταρκτική έρευνα ενόψει της κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας – Εντολή για έρευνα της Υπηρεσίας Ερευνών και Πειθαρχικών Κυρώσεων της Επιτροπής – Περιεχόμενο – Σύσταση προς την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να επιβάλει διοικητικό μέτρο στον οικείο υπάλληλο – Εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 3)

4.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας – Προθεσμία – Υποχρέωση της διοικήσεως να ενεργήσει εντός εύλογης προθεσμίας – Μη τήρηση – Συνέπειες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 5)

5.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Προθεσμίες – Υποχρέωση της διοικήσεως να ενεργήσει εντός εύλογης προθεσμίας – Εκτίμηση – Μη τήρηση – Ειδικές περιστάσεις – Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

1.      Κατά τα άρθρα 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει τους ισχυρισμούς και τα προβαλλόμενα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, προκειμένου να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αποφανθεί επί της προσφυγής, εφόσον παρίσταται ανάγκη, χωρίς οποιαδήποτε άλλη πληροφορία. Για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι απαραίτητο, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται να προκύπτουν τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο. Η συγκεκριμένη ερμηνεία του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας αφορά επίσης τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του υπομνήματος απαντήσεως το οποίο προορίζεται, κατά το άρθρο 41 του ίδιου Κανονισμού, να συμπληρώσει το δικόγραφο της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 68)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 20 Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 39 και 40

ΔΔΔΕΕ: 13 Σεπτεμβρίου 2011, F‑100/09, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, σκέψη 22

2.      Κατά πάγια νομολογία, το δεδικασμένο το οποίο παράγει μια δικαστική απόφαση μπορεί να εμποδίσει το παραδεκτό προσφυγής αν η προσφυγή επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω δικαστική απόφαση αφορούσε τους ίδιους διαδίκους και το ίδιο αντικείμενο και στηρίχθηκε στους ίδιους λόγους, διευκρινιζομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτές έχουν αναγκαία σωρευτικό χαρακτήρα.

Τούτο δεν ισχύει όταν η δεύτερη προσφυγή αφορά διακριτή απόφαση, ατομική και μεταγενέστερη αυτής που αποτέλεσε το αντικείμενο της πρώτης προσφυγής. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι δύο προσφυγές έχουν το ίδιο αντικείμενο.

(βλ. σκέψεις 85 και 87)


Παραπομπή:

ΔΕΕ: 19 Σεπτεμβρίου 1985, 172/83 και 226/83, Hoogovens Groep κατά Επιτροπής, σκέψη 9· 22 Σεπτεμβρίου 1988, 358/85 και 51/86, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 12

ΓΔΕΕ: 8 Μαρτίου 1990, T‑28/89, Maindiaux κ.λπ. κατά ΟΚΕ, σκέψη 23· 5 Ιουνίου 1996, T‑162/94, NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 37 και 38

3.      Στο πλαίσιο της αναφοράς που συντάσσει για τη διοικητική έρευνα η οποία προηγήθηκε της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να κινήσει πειθαρχική διαδικασία, η Υπηρεσία διοικητικής έρευνας και πειθαρχικών μέτρων της Επιτροπής (IDOC) δεν υπερβαίνει τις σχετικές με την έρευνα αρμοδιότητές της σε περίπτωση που απευθύνει σύσταση προς την εν λόγω αρχή να επιβάλει διοικητικό μέτρο σε υπάλληλο.

Ειδικότερα, στον βαθμό που η IDOC και η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συνιστούν δύο διακριτά και αυτόνομα όργανα, η IDOC δύναται να διατυπώνει παρεμπίπτουσες ή συμπληρωματικές συστάσεις. Κατά συνέπεια, έχει την ευχέρεια, για παράδειγμα, να καθορίσει το είδος της πειθαρχικής διαδικασίας που προτείνει να κινηθεί σε βάρος του οικείου υπαλλήλου. Δεδομένου ότι το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ προβλέπει την ακρόαση του ενδιαφερομένου από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή βάσει της αναφοράς που συντάσσει για τη διοικητική έρευνα η IDOC, οι συστάσεις που η IDOC θεωρεί σκόπιμο να διατυπώσει περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκη στη συγκεκριμένη αναφορά πριν την ακρόαση του υπαλλήλου από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δυνάμει του εν λόγω άρθρου 3.

(βλ. σκέψεις 94 και 95)

4.      Καίτοι ο ΚΥΚ δεν προβλέπει προθεσμία παραγραφής για την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας τάσσει, ωστόσο, στο παράρτημα IX, ακριβέστερα στο τμήμα 5 του παραρτήματος αυτού, αυστηρές προθεσμίες για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας. Καίτοι αληθεύει ότι οι προθεσμίες αυτές δεν είναι αποκλειστικές, εκφράζουν ωστόσο κανόνα χρηστής διοικήσεως σκοπός του οποίου είναι να αποφεύγεται, προς το συμφέρον τόσο της διοικήσεως όσο και των υπαλλήλων, αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη της αποφάσεως που τερματίζει την πειθαρχική διαδικασία.

Κατά συνέπεια, οι πειθαρχικές αρχές υποχρεούνται να διεξάγουν με επιμέλεια την πειθαρχική διαδικασία και να ενεργούν κατά τρόπον ώστε κάθε διωκτική πράξη να συντελείται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη. Η μη τήρηση της εν λόγω προθεσμίας, που μπορεί να εκτιμηθεί μόνο σε σχέση με τις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως, μπορεί να επισύρει την ακυρότητα της πράξεως που εκδόθηκε εκπροθέσμως.

Αυτό το καθήκον επιμέλειας και τηρήσεως της εύλογης προθεσμίας επιβάλλεται και όσον αφορά την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας, ιδίως στην περίπτωση και από τη στιγμή που η διοίκηση έχει λάβει γνώση των πραγματικών περιστατικών και των συμπεριφορών που συνιστούν ενδεχομένως παραβάσεις των υπηρεσιακών υποχρεώσεων ενός υπαλλήλου. Ειδικότερα, έστω και ελλείψει προθεσμίας παραγραφής, οι πειθαρχικές αρχές υποχρεούνται να ενεργούν κατά τρόπο ώστε η κίνηση της διαδικασίας που οδηγεί στην επιβολή κυρώσεως να συντελείται εντός εύλογης προθεσμίας.

Εξάλλου, η αρχή της ασφαλείας δικαίου θα διακυβευόταν αν η διοίκηση επιδείκνυε υπερβολική καθυστέρηση ως προς την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, τόσο η εκ μέρους της διοικήσεως εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και της συμπεριφοράς που μπορούν να συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα όσο και η εκ μέρους του υπαλλήλου άσκηση των δικαιωμάτων του άμυνας μπορούν να αποδειχθούν ιδιαιτέρως δυσχερείς αν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ του χρονικού σημείου κατά το οποίο τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και η ως άνω συμπεριφορά έλαβαν χώρα και της ενάρξεως της πειθαρχικής έρευνας. Ειδικότερα, αφενός, σημαντικοί μάρτυρες και έγγραφα −ανεξαρτήτως του αν ενοχοποιούν ή απαλλάσσουν τον διωκόμενο– μπορούν να έχουν εξαφανιστεί και, αφετέρου, καθίσταται δυσχερές για όλους τους ενδιαφερομένους και για τους μάρτυρες να αναπαραστήσουν πιστά τις αναμνήσεις τους ως προς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και ως προς τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτά έλαβαν χώρα.

(βλ. σκέψεις 124 έως 126)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 17 Οκτωβρίου 1991, T‑26/89, de Compte κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 88· 26 Ιανουαρίου 1995, T‑549/93, D κατά Επιτροπής, σκέψη 25· 10 Ιουνίου 2004, T‑307/01, François κατά Επιτροπής, σκέψη 47

5.      Το χρονικό διάστημα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προς εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της διάρκειας μιας πειθαρχικής διαδικασίας δεν είναι μόνον το διάστημα που αρχίζει με τη λήψη της αποφάσεως περί κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας. Το ζήτημα κατά πόσον η διοικητική διαδικασία, αφού κινήθηκε, διεξήχθη με την απαιτούμενη επιμέλεια επηρεάζεται από το αν παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της διαπράξεως του υποτιθέμενου πειθαρχικού παραπτώματος και της αποφάσεως περί κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας.

Συναφώς, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μιας διαδικασίας πρέπει να κρίνεται ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ειδικότερα, ανάλογα με τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων τα οποία διακυβεύονται, καθώς επίσης και ανάλογα με την περιπλοκότητα της υποθέσεως και τη συμπεριφορά των μετεχόντων διαδίκων και αρχών. Κανένας ιδιαίτερος παράγων δεν είναι καθοριστικός. Πρέπει να εξετάζεται κάθε παράγων χωριστά και κατόπιν να εκτιμάται το σωρευτικό αποτέλεσμά τους. Ορισμένες καθυστερήσεις καταλογιστέες στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να μη φαίνονται υπερβολικές αν ληφθούν υπόψη μεμονωμένως, αλλά να είναι υπερβολικές ως σύνολο. Οι επιταγές όσον αφορά την επιμελή διεξαγωγή της διαδικασίας δεν βαίνουν ωστόσο πέραν των επιταγών που συμβιβάζονται με την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Επομένως, ακόμη και αν δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ορισμένα από τα στάδια της προγενέστερης της κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας φάσεως να μπορούσαν να είχαν διεξαχθεί ταχύτερα, η προθεσμία είναι εύλογη αν η σώρευση μη υπερβολικών καθυστερήσεων σε κάθε ένα από τα εν λόγω στάδια καταλήγει σε προθεσμία, η οποία, θεωρούμενη συνολικώς, δεν μπορεί να λογισθεί ως υπερβολική ώστε να οδηγήσει στην παραγραφή της πειθαρχικής ευθύνης του ενδιαφερομένου.

Όταν, λόγω αποφάσεων της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, μια διαδικασία έχει υπερβεί αυτή που θεωρείται κανονικά εύλογη διάρκεια, στην εν λόγω αρχή εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη ιδιαιτέρων περιστάσεων ικανών να δικαιολογήσουν αυτή την υπέρβαση.

(βλ. σκέψεις 127 έως 130 και 143)


Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 13 Ιανουαρίου 2010, F‑124/05 και F‑96/06, A και G κατά Επιτροπής, σκέψεις 392 έως 395