Language of document : ECLI:EU:T:2012:50

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 2ας Φεβρουαρίου 2012 (*)

«ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων – Δαπάνες εξαιρούμενες από την κοινοτική χρηματοδότηση – Τομείς μεταποιήσεως ντομάτας και αποθεματοποιήσεως ρυζιού – Βασικοί έλεγχοι – Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικό με ορισμένα κοινοτικά καθεστώτα ενισχύσεων – Αρχή της αναλογικότητας»

Στην υπόθεση T‑469/09,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Κ. Χαλκιά και τη Σ. Παπαϊωάννου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον P. Rossi και την Α. Μαρκουλλή,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως 2009/721/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, περί εξαίρεσης από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), Τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 257, σ. 28),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και M. Prek (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουνίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως στον τομέα της μεταποιήσεως ντομάτας

1        Στο πλαίσιο ελέγχου που διενεργήθηκε δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), ο οποίος έλαβε χώρα στην Ελλάδα από τις 25 έως τις 29 Σεπτεμβρίου 2006 και φέρει τον αριθμό FV/2006/319/EL, οι υπηρεσίες της Επιτροπής υποστηρίζουν ότι διαπίστωσαν διάφορες ελλείψεις στους επιτόπιους, διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους που έπρεπε να πραγματοποιηθούν για την ορθή διαχείριση του συστήματος ενισχύσεων στον τομέα της μεταποιήσεως της ντομάτας.

2        Με έγγραφο της 23ης Μαρτίου 2007 η Επιτροπή πληροφόρησε την Ελληνική Δημοκρατία περί των αποτελεσμάτων των ελέγχων και εξέθεσε τις ελλείψεις που διαπίστωσαν οι ελεγκτές της.

3        Με έγγραφα της 29ης και της 31ης Μαΐου 2007 η Ελληνική Δημοκρατία κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των διαπιστώσεων των ελέγχων στους οποίους είχε προβεί η Επιτροπή.

4        Στις 6 Νοεμβρίου 2007 πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών.

5        Περίληψη των ζητημάτων που συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της συσκέψεως αυτής κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφο της 3ης Δεκεμβρίου 2007.

6        Με έγγραφο της 4ης Φεβρουαρίου 2008 η Ελληνική Δημοκρατία γνωστοποίησε στην Επιτροπή τα σχόλιά της σχετικά με τα πρακτικά της συζητήσεως.

7        Με έγγραφο της 11ης Ιουλίου 2008 η Επιτροπή γνωστοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1290/2005 του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 171, σ. 90). Έκρινε ότι, λόγω των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν ιδίως στους βασικούς ελέγχους, έπρεπε να επιβληθεί κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 5 %. Εξέθεσε επίσης ότι οι ίδιες ελλείψεις είχαν διαπιστωθεί το 2004 και ότι, επομένως, έπρεπε να αυξηθεί η κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 %, εφαρμοζομένης της αρχής της υποτροπής. Κατά συνέπεια, πρότεινε να αποκλειστεί από την κοινοτική χρηματοδότηση το 10 % των δαπανών που είχαν δηλωθεί στο πλαίσιο της ενισχύσεως που χορηγήθηκε για τη μεταποίηση ντομάτας στο πλαίσιο των δημοσιονομικών ετών 2005 και 2006.

8        Η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στη συνέχεια ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού. Το τελευταίο εξέδωσε την τελική γνώμη του στις 19 Ιανουαρίου 2009. Υπογράμμισε ότι υφίστατο σαφής διαφορά απόψεων μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών όσον αφορά την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των ελέγχων που διενεργούνται στην Ελλάδα στον τομέα της μεταποιήσεως της ντομάτας. Το όργανο συμβιβασμού κάλεσε επίσης τις υπηρεσίες της Επιτροπής να επανεξετάσουν τη βάση της αποφάσεώς τους όσον αφορά τις δαπάνες σχετικά με τις οποίες είχαν την πρόθεση να επιβάλουν διόρθωση κατ’ εφαρμογήν της αρχής της υποτροπής.

9        Στις 2 Απριλίου 2009 οι υπηρεσίες της Επιτροπής γνωστοποίησαν την τελική θέση τους στην Ελληνική Δημοκρατία. Ανέφεραν ότι παραιτούνταν από την εφαρμογή της αρχής της υποτροπής και ότι περιόριζαν με τον τρόπο αυτόν τη διόρθωση στο 5 %.

10      Με την απόφαση 2009/721/ΕΚ, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, περί εξαίρεσης από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), Τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 257, σ. 28, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή επέβαλε κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % στις δαπάνες που είχε δηλώσει η Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα της ντομάτας που προορίζεται προς μεταποίηση όσον αφορά το δημοσιονομικό έτος 2006, διόρθωση ανερχόμενη σε 1 517 924,28 ευρώ.

11      Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή επέβαλε την εν λόγω διόρθωση εκτίθενται στο σημείο 4.2 της συνοπτικής εκθέσεως, της 31ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων που πραγματοποίησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και του άρθρου 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1, στο εξής: συνοπτική έκθεση).

12      Στη συνοπτική έκθεση τονίζεται ιδίως ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν διάφορες ελλείψεις κατά τη διενέργεια των βασικών ελέγχων και των διοικητικών και λογιστικών ελέγχων:

–        όσον αφορά την ανάλυση του κινδύνου, η δειγματοληπτική μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τους ελέγχους των αγροτεμαχίων που καλλιεργούνται με ντομάτες προοριζόμενες για μεταποίηση ήταν ελλιπής, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία είχε αποκλείσει προηγουμένως από το προς έλεγχο δείγμα καλλιεργούμενων με ντομάτες αγροτεμαχίων, το οποίο προβλεπόταν για την ανάλυση του κινδύνου, τα αγροτεμάχια εκείνα που ήταν μικρότερα των 8 στρεμμάτων·

–        οι έλεγχοι εκτάσεων συχνά διενεργούνταν καθυστερημένα, δεδομένου ότι πραγματοποιούνταν μετά τη συγκομιδή της ντομάτας·

–        δεν υπήρχαν διασταυρωτικοί ηλεκτρονικοί έλεγχοι με τα δεδομένα του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου (στο εξής: ΟΣΔΕ) για ορισμένα αγροτεμάχια με ντομάτες·

–        οι έλεγχοι συμφωνίας των δεδομένων που περιλαμβάνονταν στους φακέλους των οργανώσεων παραγωγών και μεταποιητών με τα λογιστικά στοιχεία που παρείχαν οι τελευταίοι δεν ήταν απροειδοποίητοι, εφόσον επελέγησαν για τους λογιστικούς και διοικητικούς ελέγχους μόνον οι παραγωγοί που είχαν επιλεγεί για τους επιτόπιους ελέγχους εκτάσεων·

–        οι πραγματοποιηθέντες στις οργανώσεις παραγωγών και μεταποιητών λογιστικοί έλεγχοι ήταν ελλιπείς, επειδή η αντιστοίχιση μεταξύ των φακέλων των οργανώσεων παραγωγών και των λογαριασμών τους δεν ήταν η δέουσα, τα περιλαμβανόμενα στους φακέλους συνολικά αριθμητικά στοιχεία δεν παραβλήθηκαν προς τις λογιστικές καταχωρίσεις και διενεργούνταν έλεγχοι μόνο σε ορισμένους φακέλους.

 Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως στον τομέα της δημόσιας αποθεματοποιήσεως ρυζιού

13      Κατόπιν ελέγχου δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1258/1999, ο οποίος διενεργήθηκε στην Ελλάδα από τις 11 έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2006 και φέρει τον αριθμό FV/2006/04/EL, οι υπηρεσίες της Επιτροπής υποστηρίζουν ότι διαπίστωσαν ελλείψεις στους επιτόπιους, διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους που έπρεπε να πραγματοποιηθούν για την ορθή διαχείριση του συστήματος ενισχύσεων στον τομέα της δημόσιας αποθεματοποιήσεως ρυζιού.

14      Με έγγραφο της 24ης Ιανουαρίου 2007 η Επιτροπή πληροφόρησε την Ελληνική Δημοκρατία περί των αποτελεσμάτων των ελέγχων και εξέθεσε τις ελλείψεις που διαπίστωσαν οι ελεγκτές της.

15      Με έγγραφο της 23ης Μαρτίου 2007 η Ελληνική Δημοκρατία διατύπωσε τις παρατηρήσεις της επί των διαπιστώσεων των ελέγχων στους οποίους είχε προβεί η Επιτροπή.

16      Στις 12 Δεκεμβρίου 2007 πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών.

17      Περίληψη των ζητημάτων που συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της συσκέψεως αυτής κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφο της 27ης Φεβρουαρίου 2008.

18      Με έγγραφο της 13ης Μαΐου 2008 η Ελληνική Δημοκρατία σχολίασε τα πρακτικά της διμερούς συσκέψεως.

19      Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία αποφάσισε να μην προσφύγει στο όργανο συμβιβασμού, οι υπηρεσίες της Επιτροπής τής γνωστοποίησαν την τελική θέση τους με έγγραφο της 20ής Νοεμβρίου 2008.

20      Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή επέβαλε στις δαπάνες που είχε δηλώσει η Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα της δημόσιας αποθεματοποιήσεως ρυζιού δύο διορθώσεις που αφορούν τα δημοσιονομικά έτη 2006 και 2007, διορθώσεις οι οποίες ανέρχονται σε 110 459,51 και σε 55 227,40 ευρώ, ήτοι συνολικά σε ποσό 165 686,91 ευρώ.

21      Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή επέβαλε τις εν λόγω διορθώσεις εκτίθενται στο σημείο 5.2.2 της συνοπτικής εκθέσεως.

22      Στη συνοπτική έκθεση τονίζεται ιδίως ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν τα ακόλουθα:

–        το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) 2148/96 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 1996, για τον καθορισμό των κανόνων αξιολόγησης και ελέγχου των ποσοτήτων γεωργικών προϊόντων που περιλαμβάνονται στα αποθέματα δημόσιας παρέμβασης (ΕΕ L 288, σ. 6), ορίζει ότι η ζύγιση πρέπει να χρησιμοποιείται προς διαπίστωση των ελλιπών ποσοτήτων στους τόπους αποθεματοποιήσεως· όμως, οι ελληνικές αρχές δεν προέβησαν σε καμία ζύγιση των αποθεμάτων ρυζιού στο πλαίσιο απογραφών ή κατόπιν αυτών. Ζύγιση πραγματοποιείτο μόνο κατά τον χρόνο της αποσύρσεως, όταν προσδιορίζονταν οι ελλείπουσες ποσότητες·

–        από την ετήσια απογραφή του 2005 προέκυψε ελλείπουσα ποσότητα 3 886,778 τόνων ρυζιού, ποσότητα η οποία διαγράφηκε λογιστικώς μόλις τα έτη 2006 και 2007·

–        επομένως, καταβλήθηκαν ποσά αποθεματοποιήσεως για ελλείπουσες ποσότητες οι οποίες έπρεπε να έχουν διαγραφεί από τη λογιστική στο τέλος της περιόδου εμπορίας 2005.

23      Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πρότειναν δημοσιονομική διόρθωση για τις δαπάνες αποθεματοποιήσεως και χρηματοδοτήσεως που είχαν πραγματοποιηθεί το 2006 και το 2007 για τις ελλείπουσες ποσότητες.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 23 Νοεμβρίου 2009 η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

25      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τις δημοσιονομικές διορθώσεις σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας στους τομείς της μεταποιήσεως ντομάτας και της αποθεματοποιήσεως ρυζιού·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως στον τομέα της μεταποιήσεως ντομάτας

27      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει έναν λόγο ακυρώσεως κατά της διορθώσεως ύψους 1 517 924,28 ευρώ του καθεστώτος στηρίξεως της μεταποιήσεως ντομάτας για το δημοσιονομικό έτος 2006, ο οποίος στηρίζεται, αφενός, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, και του άρθρου 28, παράγραφος 2, καθώς και του άρθρου 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1535/2003 της Επιτροπής, της 29ης Αυγούστου 2003, με αντικείμενο λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς ενίσχυσης στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ L 218, σ. 14), σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, και σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των αρχών για τον υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών στην εκκαθάριση λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ που καθορίζονται με τα έγγραφα της Επιτροπής AGRI VI 5330/1997, AGRI 17933/2000 και AGRI 63983/2002.

28      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι διαπίστωσε, αφενός, ελλείψεις στους ελέγχους εκτάσεων, οι οποίες προκύπτουν από καθυστερημένους ελέγχους των καλλιεργούμενων εκτάσεων, από προβαλλόμενες αδυναμίες στην ανάλυση του κινδύνου και από ανυπαρξία διασταυρωτικών ηλεκτρονικών ελέγχων. Η Επιτροπή υποστηρίζει ακόμη ότι διαπίστωσε ελλείψεις στους διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους. Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τους ισχυρισμούς αυτούς, εκτιμώντας ότι πραγματοποιήθηκαν όλοι οι βασικοί έλεγχοι που προβλέπονταν στον σχετικό τομέα και ότι, επομένως, δεν υπήρχε λόγος επιβολής δημοσιονομικής διορθώσεως 5 % λόγω διαφόρων ελλείψεων που διαπιστώθηκαν κατά τους επικουρικούς ελέγχους.

29      Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν η Επιτροπή αρνείται να καλύψει από τους πόρους του ΕΓΤΠΕ ορισμένες δαπάνες λόγω παραβάσεως κοινοτικών διατάξεων, για την οποία ευθύνεται κράτος μέλος, πρέπει να αποδεικνύει την ύπαρξη των εν λόγω παραβάσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 1999, C-253/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-7529, σκέψη 6). Επομένως, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να δικαιολογεί την απόφαση με την οποία διαπιστώνει την έλλειψη ελέγχων ή την ανεπάρκεια των διενεργούμενων από το οικείο κράτος μέλος ελέγχων (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003, C-349/97, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-3851, σκέψη 46).

30      Η Επιτροπή υποχρεούται όχι να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια των διεξαγόμενων από τις εθνικές αρχές ελέγχων ή το παράτυπο των εκ μέρους τους διαβιβαζόμενων στοιχείων, αλλά να προσκομίσει αποδείξεις περί της σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας που διατηρεί για τους ελέγχους αυτούς ή τα στοιχεία αυτά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-263/98, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-6063, σκέψη 36, και Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 47).

31      Στη συνέχεια, εναπόκειται στο κράτος μέλος αυτό να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη λήψη της χρηματοδοτήσεως που αρνήθηκε να δεχθεί η Επιτροπή (απόφαση Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω, σκέψη 37). Επομένως, το οικείο κράτος μέλος δεν μπορεί να αντικρούει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίζει τους δικούς του ισχυρισμούς με στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχων. Σε περίπτωση που δεν κατορθώσει να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής είναι ανακριβείς, οι διαπιστώσεις αυτές αποτελούν στοιχεία ικανά να δημιουργήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν τέθηκε σε εφαρμογή κατάλληλο και αποτελεσματικό σύνολο μέτρων εποπτείας και ελέγχου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 1993, C‑55/91, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-4813, σκέψη 7, και Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 48).

32      Ο μετριασμός αυτός όσον αφορά τη βαρύνουσα την Επιτροπή υποχρέωση αποδείξεως εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι αυτό το οποίο μπορεί καλύτερα να συλλέξει και να ελέγξει τα αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ δεδομένα και στο οποίο εναπόκειται, κατά συνέπεια, να προσκομίσει τις πλέον λεπτομερείς και πλήρεις αποδείξεις για το υποστατό των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των ισχυρισμών της Επιτροπής (αποφάσεις του Δικαστηρίου Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω, σκέψη 37, της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-118/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-747, σκέψη 37, και Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 49).

33      Από την προαναφερθείσα νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή, όταν επικαλείται το ενδεχόμενο παρατυπιών, δεν υποχρεούται να προσκομίζει εξαντλητικές αποδείξεις. Εντούτοις, οφείλει να επικαλείται μια δέσμη συγκλινόντων πραγματικών περιστατικών δικαιολογούσα τις σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες της ως προς τους ελέγχους αυτούς.

34      Αν η Επιτροπή επικαλεστεί σχετικώς πραγματικά περιστατικά που αποκαλύπτουν αμέλεια κατά τη διενέργεια των διενεργηθέντων ελέγχων σχετικά με μέτρα χρηματοδοτούμενα από το ΕΓΤΠΕ, το κράτος μέλος πρέπει να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής είναι εσφαλμένες.

35      Με γνώμονα αυτές τις παρατηρήσεις πρέπει να εξεταστούν οι δύο αιτιάσεις που περιλαμβάνει ο μόνος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία κατά της διορθώσεως 1 517 924,28 ευρώ του καθεστώτος στηρίξεως της μεταποιήσεως ντομάτας για το δημοσιονομικό έτος 2006.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, και του άρθρου 28, παράγραφος 2, καθώς και του άρθρου 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1535/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, και σε πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

–       Επί των καθυστερημένων ελέγχων εκτάσεων

36      Κατά την Επιτροπή, οι έλεγχοι εκτάσεων ήταν συχνά καθυστερημένοι, δεδομένου ότι πραγματοποιούνταν μετά τη συγκομιδή της ντομάτας. Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τον ισχυρισμό αυτό και υποστηρίζει ότι οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν εμπροθέσμως και ήταν μάλιστα περισσότεροι από εκείνους που επέβαλλε ο κανονισμός 1535/2003.

37      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1535/2003 καθορίζει τις περιόδους παραδόσεως για κάθε προϊόν το οποίο αφορά ο εν λόγω κανονισμός. Η περίοδος παραδόσεως της ντομάτας που προορίζεται για τη βιομηχανία μεταποιήσεως αρχίζει στις 15 Ιουνίου και λήγει στις 15 Νοεμβρίου.

38      Ομοίως, το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1535/2003 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διενεργούν, μετά τη σπορά και πριν από τη συγκομιδή, τους ελέγχους εκτάσεων της ντομάτας που προορίζεται για μεταποίηση.

39      Εξάλλου, το άρθρο 31 του κανονισμού 1535/2003 ορίζει ότι, για κάθε οργάνωση παραγωγών που παραδίδει ντομάτα προς μεταποίηση, διενεργούνται επιτόπιοι έλεγχοι τουλάχιστον στο 5 % των καλλιεργουμένων εκτάσεων.

40      Τέλος, το άρθρο 38, παράγραφος 2, του κανονισμού (EK) 2200/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών (ΕΕ L 297, σ. 1), προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, με τη φύση και τη συχνότητα των δειγματοληπτικών ελέγχων, ότι αυτοί είναι ενδεδειγμένοι για το ελεγχόμενο μέτρο.

41      Δεύτερον, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι οι έλεγχοι εκτάσεων συχνά διενεργούνταν καθυστερημένα, δηλαδή μετά τη συγκομιδή της ντομάτας.

42      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι έλεγχοι που διενήργησαν οι ελεγκτές πραγματοποιήθηκαν πριν από τη συγκομιδή της ντομάτας και, σε «τελείως μεμονωμένες περιπτώσεις», αμέσως μετά από αυτήν. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν αμφισβητεί ότι ορισμένοι έλεγχοι διενεργήθηκαν καθυστερημένα, κατά παράβαση του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1535/2003. Όσον αφορά τους άλλους ελέγχους, προσκομίζει διάφορα έγγραφα προκειμένου να αποδείξει ότι οι έλεγχοι αυτοί διενεργήθηκαν πριν από τη συγκομιδή της ντομάτας.

43      Εντούτοις, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, τα προσκομιζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία έγγραφα δεν αποδεικνύουν κάτι τέτοιο.

44      Πράγματι, επικαλείται καταρχάς ένα παράρτημα 31 σελίδων, που περιέχει πίνακες περιλαμβάνοντες στοιχεία ανά νομό, ανά έτος και ανά παραδιδόμενη ποσότητα, οι οποίοι αναφέρουν τα πραγματικά τελικά ποσοστά των επιτόπιων, διοικητικών και λογιστικών ελέγχων. Το ως άνω παράρτημα περιλαμβάνει επίσης πίνακα των περικοπών που πραγματοποιήθηκαν λόγω υπερβάσεως της προβλεπομένης ποσότητας ή λόγω ελλείψεως δηλώσεως στο ΟΣΔΕ. Περιλαμβάνει επιπλέον έγγραφα του ΟΠΕΚΕΠΕ (Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων – του ελληνικού οργανισμού πληρωμών των κοινοτικών ενισχύσεων) τα οποία είτε δεν συνδέονται με την περίοδο την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση είτε δίδουν οδηγίες προς εκτίμηση της αποδόσεως των αγροτεμαχίων σε συνάρτηση με τον αριθμό των φυτών ανά εκτάριο. Έτσι, τα ως άνω έγγραφα και τα παραρτήματά τους περιορίζονται στην περιγραφή του τρόπου με τον οποίο πρέπει να διενεργούνται οι έλεγχοι.

45      Κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο παράρτημα των 31 σελίδων δεν παρέχει τη δυνατότητα να προσδιοριστεί συγκεκριμένα αν οι έλεγχοι διενεργήθηκαν πριν από τη συγκομιδή της ντομάτας.

46      Η Ελληνική Δημοκρατία προσκομίζει επίσης ένα παράρτημα 70 περίπου σελίδων, για να αποδείξει ότι οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν εμπροθέσμως. Επικαλείται, ειδικότερα, δέκα περίπου σελίδες αυτού, όπου εμφαίνονται οι συγκεκριμένες ημερομηνίες των ελέγχων. Πρέπει εντούτοις να σημειωθεί ότι τα έγγραφα αυτά αναφέρουν ημερομηνίες ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 2007-2008, την οποία δεν αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση. Όσον αφορά τις 60 άλλες σελίδες, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει καμία εξήγηση περί του περιεχομένου τους ούτε, κατά μείζονα λόγο, περί της δυνατότητας αποδείξεως βάσει αυτών του ότι οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν πριν από τη συγκομιδή της ντομάτας. Ακόμη, όπως ορθώς σημειώνει η Επιτροπή, πρόκειται ουσιαστικά για αποδείξεις πληρωμής σε παραγωγούς, οι οποίες δεν περιέχουν καμία χρήσιμη πληροφορία ως προς το αν οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν πριν από τη συγκομιδή της ντομάτας.

47      Προσκομίζεται επίσης ένα παράρτημα 140 σελίδων ως απόδειξη του ότι οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν εμπροθέσμως και ότι ήταν περισσότεροι από όσους επιτάσσει ο κανονισμός 1535/2003. Η Ελληνική Δημοκρατία περιορίζεται ωστόσο σε παραπομπή στο ογκώδες αυτό παράρτημα, χωρίς να εξηγεί ούτε να προσδιορίζει τα χωρία αυτού που θα μπορούσαν να αποδείξουν τους ισχυρισμούς της. Όμως, από το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα νομικά και πραγματικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται μια προσφυγή πρέπει να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικά, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής και ότι συνεπώς δεν αρκεί το δικόγραφο αυτό να παραπέμπει σε τέτοια στοιχεία περιλαμβανόμενα σε παράρτημά του. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αναζητά και να εντοπίζει, στα παραρτήματα, τους ισχυρισμούς που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι συνιστούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψεις 94, 97 και 100). Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει η εξέταση του εν λόγω παραρτήματος.

48      Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται επίσης έγγραφα που φέρεται ότι αποδεικνύουν ότι, κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, το δείγμα ελέγχου επιφανειών απεστάλη στις διευθύνσεις του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης τον Αύγουστο και ότι οι έλεγχοι διενεργήθηκαν από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο. Τα εν λόγω παραρτήματα αποτελούνται από έντυπα ελέγχου αποσταλέντα στις νομαρχιακές αρχές, από αυτά δε δεν προκύπτει το παραμικρό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν πριν από τη συγκομιδή.

49      Παραπέμπει επίσης σε άλλα έγγραφα υποστηρίζοντας, χωρίς καμία επεξήγηση, ότι αποδεικνύουν ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν πριν από τη συγκομιδή της ντομάτας. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα παραρτήματα αυτά εκθέτουν μεν ότι το ποσοστό των διενεργηθέντων επιτόπιων ελέγχων είναι μεγαλύτερο από αυτό που επιτάσσει ο κανονισμός 1535/2003, αλλά δεν περιλαμβάνουν καμία κρίσιμη πληροφορία όσον αφορά τον χρόνο διενέργειας των ελέγχων αυτών.

50      Η Ελληνική Δημοκρατία προσκομίζει επίσης ένα παράρτημα 35 σελίδων, από το οποίο προκύπτει ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν πριν από τη συγκομιδή και, σε σπάνιες περιπτώσεις, αμέσως μετά από αυτήν. Πρέπει να σημειωθεί ότι το παράρτημα αποτελείται από έγγραφα διαφορετικής φύσεως (επιστολές, πίνακες και κανονιστικές ρυθμίσεις) και ότι, ελλείψει σχετικών εξηγήσεων, έστω και συνοπτικών, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί πώς το έγγραφο αυτό συνιστά απόδειξη του ότι οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν εντός του χρονικού διαστήματος που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1535/2003. Επομένως, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 47 ανωτέρω νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει να εξεταστεί και το ως άνω παράρτημα.

51      Όσον αφορά ένα άλλο έγγραφο το οποίο επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό αποτελείται από μια σειρά πιστοποιητικών που εκθέτουν τις ημερομηνίες κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι έλεγχοι. Εξ αυτού προκύπτει ότι πολλοί έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν στην Ξάνθη Ελλάδας μετά τα μέσα Οκτωβρίου του έτους 2005 και στις 14 Νοεμβρίου 2005. Όμως, στην έκθεσή τους, οι ελεγκτές της Επιτροπής σημείωσαν ότι η συγκομιδή στην Ξάνθη περατώθηκε στα μέσα Οκτωβρίου. Επομένως, η ύπαρξη πιστοποιητικών που αναφέρουν μεταγενέστερη ημερομηνία αποτελεί απόδειξη ότι οι σχετικοί έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν μετά τη συγκομιδή της ντομάτας.

52      Από το σύνολο των παρατηρήσεων σχετικά με τα παραρτήματα που προσκομίζει η Ελληνική Δημοκρατία προκύπτει ότι, ακόμα και αν ορισμένα έγγραφα αποδεικνύουν ότι οι έλεγχοι οργανώθηκαν διοικητικά, ότι όντως πραγματοποιήθηκαν και ότι ήταν περισσότεροι από όσους επιβάλλει ο κανονισμός 1535/2003, εντούτοις αυτά δεν υποδηλώνουν ότι οι απαιτούμενοι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν πριν από τη συγκομιδή της ντομάτας.

53      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει επίσης μια σειρά άλλων επιχειρημάτων με σκοπό να αποδείξει ότι δεν υπήρχαν ελλείψεις στους ελέγχους που διενήργησε.

54      Καταρχάς, εσφαλμένως υποστηρίζει ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 37 έως 40 ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να υπήρξαν ελλείψεις ή παρατυπίες αν οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν βάσει της αναλύσεως του προβλεπόμενου κινδύνου πραγματοποιήθηκαν στο 5 % των εκτάσεων με καλλιέργεια ντομάτας και ότι είχαν διενεργηθεί μέχρι τις 15 Νοεμβρίου το αργότερο. Τούτο, διότι δεν λαμβάνει υπόψη την επιβαλλόμενη από το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1535/2003 υποχρέωση να πραγματοποιούνται οι έλεγχοι πριν από τη συγκομιδή.

55      Στη συνέχεια, υποστηρίζοντας γενικώς ότι, λόγω του ξηροθερμικού κλίματος της Ελλάδας, η συγκομιδή της ντομάτας που προορίζεται για μεταποίηση πραγματοποιείται μεταξύ των αρχών Σεπτεμβρίου και τέλους Οκτωβρίου, ή και μέχρι τις 15 Νοεμβρίου, ουδόλως αποδεικνύει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τους καθυστερημένους ελέγχους είναι εσφαλμένες.

56      Ακόμη, η Ελληνική Δημοκρατία εσφαλμένως επικαλείται το γεγονός ότι, διενεργώντας επιτόπιους ελέγχους στο 10,74 % των εκτάσεων καλλιέργειας ντομάτας, ικανοποίησε την προϋπόθεση διενέργειας επιτόπιου ελέγχου στο 5 % τουλάχιστον των εκτάσεων με καλλιέργεια ντομάτας, την οποία προβλέπει το άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1535/2003. Πράγματι, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, η αύξηση του ποσοστού των επιτόπιων ελέγχων δεν μπορεί να αντισταθμίσει την καθυστέρηση στην πραγματοποίηση των ελέγχων. Για τον ίδιο λόγο, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα ότι, επί των ελέγχων που διενεργήθηκαν στο 10,74 % των εκτάσεων με καλλιέργεια ντομάτας, οι έλεγχοι όσον αφορά το 5 % τουλάχιστον των εν λόγω εκτάσεων με ντομάτες πραγματοποιήθηκαν εμπροθέσμως.

57      Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία εσφαλμένως επίσης αμφισβητεί το γεγονός ότι οι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν μετά τη συγκομιδή επηρέασαν τη δυνατότητα εκτιμήσεως της φύσεως και της ποσότητας του καλλιεργούμενου προϊόντος. Πράγματι, η υποχρέωση διενέργειας ελέγχου πριν από τη συγκομιδή επιβάλλεται από τον κανονισμό 1535/2003 και, επομένως, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο αμφισβητήσεως, εκτός εάν γινόταν δεκτό ότι η διάταξη που την προβλέπει είναι παράνομη. Δεν προβλήθηκε όμως καμία ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του εν λόγω κανονισμού. Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε σοβαρά επιχειρήματα για να θέσει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι οι καλλιεργούμενες ποσότητες ντομάτας προσδιορίζονται όχι σε συνάρτηση με την έκταση του αγροτεμαχίου στο οποίο βρίσκονται τα φυτά, αλλά σε συνάρτηση με τον αριθμό των φυτών. Για τον λόγο αυτόν, δικαιολογείται αδιαμφισβήτητα η ειδική υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1535/2003, περί διενέργειας ελέγχου πριν από τη συγκομιδή της ντομάτας.

58      Κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η Επιτροπή εσφαλμένα διαπίστωσε ότι οι έλεγχοι αγροτεμαχίων με ντομάτα διενεργήθηκαν καθυστερημένα, ότι οι καθυστερημένοι έλεγχοι αφορούσαν μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλ’ ούτε και ότι οφείλονταν σε εσφαλμένη εκτίμηση της ενάρξεως και της λήξεως της συγκομιδής.

–       Όσον αφορά τις ελλείψεις της αναλύσεως του κινδύνου

59      Η συνοπτική έκθεση προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι χρησιμοποίησε ελλιπή δειγματοληπτική μέθοδο για τους ελέγχους των καλλιεργούμενων με ντομάτα εκτάσεων. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ελληνική Δημοκρατία απέκλεισε εκ των προτέρων από το δείγμα των αγροτεμαχίων ντομάτας όπου επρόκειτο να διενεργηθεί επιτόπιος έλεγχος, όπως προέβλεπε η ανάλυση του κινδύνου, εκείνα τα οποία ήταν μικρότερα των 8 στρεμμάτων. Η Επιτροπή φρονεί ότι, αποκλείοντας a priori από το δείγμα των αγροτεμαχίων με ντομάτα τα μικρότερα από 8 στρέμματα, η βάση του δείγματος για τους δειγματοληπτικούς ελέγχους αγροτεμαχίων δεν ήταν πλήρης και η ανάλυση του κινδύνου παρουσίαζε με τον τρόπο αυτόν κενά, πράγμα το οποίο αμφισβητεί η Ελληνική Δημοκρατία.

60      Πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι το άρθρο 38, παράγραφος 2, του κανονισμού 2200/96 προβλέπει ότι, όταν χρειάζονται δειγματοληπτικοί έλεγχοι, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, με τη φύση και τη συχνότητα των ελέγχων αυτών, καθώς και βάσει ανάλυσης κινδύνων, ότι οι έλεγχοι αυτοί είναι ενδεδειγμένοι για το ελεγχόμενο μέτρο και για το σύνολο της επικράτειάς τους και ανταποκρίνονται στον όγκο των προϊόντων του τομέα των οπωροκηπευτικών, τα οποία διατίθενται στο εμπόριο ή διατηρούνται με σκοπό την εμπορία τους.

61      Ομοίως, το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 1535/2003 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη προγραμματίζουν τους ελέγχους τους όσον αφορά τη συμφωνία μεταξύ παραδιδόμενων ποσοτήτων και εκτίμησης της συνολικής συγκομιδής, λαμβάνοντας υπόψη μια ανάλυση «επικινδυνότητας», στο πλαίσιο της οποίας, μεταξύ άλλων, εξετάζονται τα ακόλουθα πέντε κριτήρια: οι διαπιστώσεις ελέγχων που διενεργήθηκαν τα προηγούμενα έτη, η εξέλιξη σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, η απόδοση της πρώτης ύλης κατά ομοιογενή ζώνη παραγωγής, η σχέση μεταξύ των ποσοτήτων που παραδόθηκαν και της εκτίμησης της συνολικής συγκομιδής και η σχέση απόδοσης μεταξύ της πρώτης ύλης και του τελικού προϊόντος.

62      Από τις παρατηρήσεις των κοινοτικών ελεγκτών κατόπιν του ελέγχου FV/2006/319/EL προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές έλαβαν υπόψη, στο βασικό δείγμα που χρησιμοποίησαν για την ανάλυση του κινδύνου, μόνον τα αγροτεμάχια με ντομάτα που προοριζόταν για μεταποίηση εκτάσεως μεγαλύτερης από 8 στρέμματα, πράγμα το οποίο εξάλλου δεν αμφισβητεί η Ελληνική Δημοκρατία. Η τελευταία δικαιολόγησε το γεγονός ότι η ανάλυση του κινδύνου εστιάστηκε στα εν λόγω αγροτεμάχια επικαλούμενη ότι ο κίνδυνος απάτης ήταν πιο σημαντικός όσον αφορά τα αγροτεμάχια αυτά.

63      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, μια τέτοια βάση για τους δειγματοληπτικούς ελέγχους έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό, στην πράξη, από την ανάλυση του κινδύνου, όλων των αγροτεμαχίων με ντομάτα προοριζόμενη για μεταποίηση με έκταση μικρότερη των 8 στρεμμάτων.

64      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας ανάλυση του κινδύνου δεν πραγματοποιήθηκε ορθώς.

65      Τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία προκειμένου να θέσει υπό αμφισβήτηση τις ανωτέρω παρατηρήσεις δεν είναι πειστικά.

66      Καταρχάς, εσφαλμένως υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 1535/2003 παρέχει στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια να προσδιορίζουν ειδικότερα την έκταση των προς έλεγχο γεωργικών εκμεταλλεύσεων ορίζοντας αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια. Έστω και αν το κριτήριο του ελαχίστου ορίου εκτάσεως 8 στρεμμάτων είναι αντικειμενικό και διαφανές, εντούτοις αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό, στην πράξη, από την ανάλυση του κινδύνου, όλων των αγροτεμαχίων μικρότερης εκτάσεως. Ο αποκλεισμός αυτός δεν είναι σύμφωνος προς όσα επιβάλλει το άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1535/2003, ήτοι προς την υποχρέωση διενέργειας επιτόπιων ελέγχων τουλάχιστον στο 5 % των εκτάσεων με καλλιέργεια ντομάτας. Γενικότερα, η δυνατότητα διενέργειας απροειδοποίητου ελέγχου σε οποιασδήποτε εκτάσεως αγροτεμάχιο με ντομάτα αποτελεί τον μόνο ικανοποιητικό τρόπο για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των ελέγχων που προβλέπει ο κανονισμός 1535/2003 προς προστασία των κοινοτικών ταμείων.

67      Στη συνέχεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, αυτή ουδόλως απέδειξε ότι τήρησε τα πέντε κριτήρια του άρθρου 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 1535/2003. Από τις εξηγήσεις της προκύπτει ότι το μόνο κριτήριο που μάλλον εφάρμοσε είναι αυτό που αφορά τις «διαπιστώσεις ελέγχων που διενεργήθηκαν τα προηγούμενα έτη», το οποίο προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1535/2003. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε ότι επικέντρωσε τους ελέγχους της στα αγροτεμάχια ως προς τα οποία υφίστατο αυξημένος κίνδυνος απάτης, ήτοι σε εκείνα με έκταση μεγαλύτερη από 8 στρέμματα. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η Ελληνική Δημοκρατία τήρησε τα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ έως ε΄, του κανονισμού 1535/2003, το στοιχείο α΄ της εν λόγω διατάξεως, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 66 ανωτέρω, δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι παρέχει διακριτική ευχέρεια στην Ελληνική Δημοκρατία να αποκλείει στην πράξη κάθε αγροτεμάχιο εκτάσεως μικρότερης των 8 στρεμμάτων.

68      Τέλος, εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ελέγχθηκαν πλήρως όλα τα αγροτεμάχια, με επαλήθευση της αντιστοιχίας του πιστοποιητικού παραδόσεως ντομάτας προς την προσδιοριζόμενη και ελεγχόμενη ανά ζώνη απόδοση ανά εκτάριο. Πράγματι, ο πλήρης έλεγχος στον οποίο αναφέρεται η Ελληνική Δημοκρατία είναι ένας έλεγχος a posteriori. Όμως, το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 1535/2003 αφορά τους ελέγχους τους οποίους πρέπει να προγραμματίζουν τα κράτη μέλη λαμβάνοντας υπόψη μια ανάλυση κινδύνου.

69      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε πειστικά στοιχεία που να θέτουν υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη ελλείψεων στην ανάλυση του κινδύνου.

–       Όσον αφορά την ανυπαρξία διασταυρωτικών ηλεκτρονικών ελέγχων

70      Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν διενήργησε διασταυρωτικούς ηλεκτρονικούς ελέγχους σε σχέση με τα στοιχεία του ΟΣΔΕ για ορισμένα αγροτεμάχια με ντομάτα.

71      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής στηρίζονται σε πεπλανημένη εκτίμηση πραγματικών στοιχείων, επισημαίνοντας καταρχάς ότι, από την 1η Ιανουαρίου 2003, το καθεστώς της ντομάτας που προορίζεται για μεταποίηση ήταν σύμφωνο προς το ΟΣΔΕ και ότι, αν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο παραγωγός δεν μπορούσε να πληρωθεί. Στη συνέχεια, παρατηρεί ότι οι διασταυρωτικοί ηλεκτρονικοί έλεγχοι στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ πραγματοποιούνται, σύμφωνα με την απόφαση 70746 της 20ής Ιουλίου 2006, με τις λειτουργικές προδιαγραφές του μηχανογραφικού διασταυρωτικού ελέγχου χαρτογραφικών αγροτεμαχίων που καθόρισε ο ΟΠΕΚΕΠΕ και με τις αναλυτικές οδηγίες που δόθηκαν με έγγραφο του οργανισμού αυτού. Επιπλέον, εκθέτει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη διεξαγωγή των ελέγχων περιγράφεται αναλυτικά σε έγγραφο της Διευθύνσεως Τοπογραφικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και εξηγήθηκε στους κοινοτικούς ελεγκτές. Τέλος, όσον αφορά τα αγροτεμάχια χωρίς κωδικό ΟΣΔΕ λόγω δικαστικής αποφάσεως ή αναδασμού, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι χρησιμοποιήθηκαν άλλοι κωδικοί και ότι, επομένως, οι διασταυρωτικοί έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν βάσει των άλλων αυτών στοιχείων που είχε στη διάθεσή του το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

72      Εντούτοις, τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν αρκούν για να κλονίσουν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά την ανυπαρξία διασταυρωτικών ηλεκτρονικών ελέγχων.

73      Πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι το άρθρο 13 του κανονισμού 1535/2003 προβλέπει ότι το σύστημα προσδιορισμού των αγροτεμαχίων ντομάτας προοριζόμενης για μεταποίηση είναι αυτό περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 4 του κανονισμού (EK) 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 355, σ. 1).

74      Πρέπει να τονιστεί στη συνέχεια ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 3508/92 προβλέπει ότι το σύστημα αναγνωρίσεως των αγροτεμαχίων δημιουργείται βάσει χαρτών ή εγγράφων του κτηματολογίου ή άλλων χαρτογραφικών αναφορών και ότι οι χρησιμοποιούμενες τεχνικές στηρίζονται σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει κάλυψη με ορθοφωτογραφίες κατά προτίμηση λαμβανόμενες από αεροφωτογραφίες ή δορυφορικές εικόνες, με βάση ένα ομοιογενές κριτήριο.

75      Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (EK) 1593/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για την τροποποίηση του κανονισμού 3508/92 (ΕΕ L 182, σ. 4), και του κανονισμού (EK) 495/2001 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2001, για την τροποποίηση του παραρτήματος του κανονισμού 3508/92 (ΕΕ L 72, σ. 6), το καθεστώς της ντομάτας που προορίζεται για μεταποίηση έπρεπε να είναι σύμφωνο προς το ΟΣΔΕ από 1ης Ιανουαρίου 2003.

76      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η αναγνώριση των αγροτεμαχίων πραγματοποιείται με έναν κωδικό ΟΣΔΕ με δεκατρία ψηφία.

77      Ακόμη, δεν αμφισβητείται ότι, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις των κοινοτικών ελεγκτών κατά την έρευνα FV/2006/319/EL που πραγματοποιήθηκε στη Ροδόπη Ελλάδας, έξι αγροτεμάχια μεταξύ εκείνων που ανήκουν στο δείγμα δώδεκα παραγωγών οι οποίοι ελέγχθηκαν δεν διέθεταν κωδικό ΟΣΔΕ με δεκατρία ψηφία. Εξ αυτού συνήχθη ότι κανένας διασταυρωτικός έλεγχος δεν είχε διενεργηθεί για τα εν λόγω αγροτεμάχια στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ.

78      Καθόσον πρόκειται για αιτίαση που στηρίζεται σε πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν η Επιτροπή προσκομίζει αποδεικτικό στοιχείο για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που διατηρούσε όσον αφορά το επίμαχο σύστημα ελέγχου, απόκειται στη συνέχεια στο κράτος μέλος να προσκομίσει τη λεπτομερέστερη και πληρέστερη δυνατή απόδειξη ως προς το ότι είναι πραγματικοί οι έλεγχοί του και, ενδεχομένως, ως προς το ότι είναι ανακριβείς οι ισχυρισμοί της Επιτροπής (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Απριλίου 1999, C-28/94, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-1973, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79      Καταρχάς, όπως υπογραμμίζεται στη σκέψη 77 ανωτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι έξι αγροτεμάχια δεν διέθεταν κωδικό ΟΣΔΕ με δεκατρία ψηφία. Η Επιτροπή, επομένως, δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών επί του σημείου αυτού και βασίμως έκρινε ότι οι έλεγχοι αυτών των αγροτεμαχίων δεν είχαν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ.

80      Στη συνέχεια, ματαίως η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι διασταυρωτικοί έλεγχοι όντως διενεργήθηκαν βάσει άλλων στοιχείων έναντι εκείνων του κωδικού ΟΣΔΕ με δεκατρία ψηφία, προερχομένων από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, όταν κανονισμός θεσπίζει ειδικά μέτρα ελέγχου, τα κράτη μέλη οφείλουν να τα εφαρμόζουν χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί η βασιμότητα της απόψεώς τους σύμφωνα με την οποία ένα άλλο σύστημα ελέγχου θα ήταν πιο αποτελεσματικό (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1993, C-54/91, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-3399, σκέψη 38· της 21ης Μαρτίου 2002, C-130/99, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-3005, σκέψη 87, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-332/01, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-7699, σκέψη 62) ή θα ήταν εξίσου ικανοποιητικό.

81      Επιπλέον, η Επιτροπή ορθώς υπογραμμίζει ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στις διαβεβαιώσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας σε απάντηση στα συμπεράσματα της έρευνας FV/2006/319/EL, όσον αφορά την πραγματοποίηση των ελέγχων βάσει άλλων στοιχείων έναντι εκείνων που επιβάλλονται στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ.

82      Κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ήταν ανακριβείς, στηρίζοντας τα όσα η ίδια υποστηρίζει με στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη αξιόπιστου και αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου. Επομένως, η επιχειρηματολογία της πρέπει να απορριφθεί.

–       Όσον αφορά τις αδυναμίες των λογιστικών και διοικητικών ελέγχων και την ανυπαρξία δικαιολογητικών εγγράφων

83      Η Επιτροπή φρονεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν διενήργησε τους ελέγχους που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003 και ισχυρίζεται ότι διαπιστώθηκαν ελλείψεις στους διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους τους οποίους προβλέπει το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1535/2003.

84      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι έλεγχοι διενεργήθηκαν ορθώς και οι ελλείψεις που προέκυψαν όσον αφορά τους διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους είναι αμελητέες και δεν δημιουργούν απολύτως κανένα κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ. Εκθέτει περαιτέρω ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ελεγκτές δεν εντόπισαν καμία παράτυπη πληρωμή.

85      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ελέγχονται οι φάκελοι για κάθε προϊόν που παραδίδουν προς μεταποίηση οι οργανώσεις παραγωγών και εκείνοι των μεταποιητών, καθώς και η συμφωνία τους προς τη λογιστική παρακολούθηση την οποία επιβάλλει η εθνική νομοθεσία στις οργανώσεις παραγωγών και στους μεταποιητές.

86      Ομοίως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1535/2003 προβλέπει την ύπαρξη επιτόπιων, διοικητικών και λογιστικών ελέγχων προκειμένου να επαληθεύεται η συμφωνία, για κάθε παραγωγό, μεταξύ των εκτάσεων, της συνολικής συγκομιδής, της ποσότητας που διατέθηκε στο εμπόριο από την οργάνωση παραγωγών, της ποσότητας της παραδοθείσας προς μεταποίηση και της αναφερόμενης στα πιστοποιητικά παράδοσης, αφενός, και των καταβαλλομένων τιμών και ενισχύσεων, αφετέρου.

87      Το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1535/2003 προβλέπει επίσης επιτόπιους, διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους προκειμένου να επαληθεύεται η συμφωνία μεταξύ της συνολικής ποσότητας των προϊόντων που παρέδωσαν στην οργάνωση παραγωγών οι παραγωγοί, των παραδιδόμενων προς μεταποίηση και των αναφερόμενων στις αιτήσεις ενισχύσεων, αφενός, και των καταβολών τιμών και ενισχύσεων, αφετέρου.

88      Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή τόνισε ότι οι έλεγχοι παραγωγών που επέτασσε το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1535/2003 δεν ήταν απροειδοποίητοι, καθόσον μια κοινή υπουργική απόφαση προέβλεπε ότι το ίδιο δείγμα χρησιμοποιείται για ελέγχους παραγωγών ανά ζώνη όπως και για διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους. Κατά την Επιτροπή, τούτο είχε ως συνέπεια όχι μόνον να γνωρίζουν οι παραγωγοί που επιλέγονται για επιτόπιους ελέγχους ότι θα περιλαμβάνονται στο δείγμα των επακόλουθων διοικητικών και λογιστικών ελέγχων, αλλά ακόμη να γνωρίζουν εκείνοι που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα ότι δεν θα υποβληθούν σε έλεγχο.

89      Η συνοπτική έκθεση μνημονεύει επίσης το γεγονός ότι, σε μία από τις οργανώσεις παραγωγών, δεν πραγματοποιήθηκαν διοικητικοί έλεγχοι προς εξακρίβωση της συμφωνίας μεταξύ των ενισχύσεων που εδικαιούτο ο παραγωγός και των τιμών πωλήσεως σε σχέση με την πράγματι καταβληθείσα τιμή, κατά παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1535/2003.

90      Επιπλέον, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ακόμη ότι διαπιστώθηκαν γενικευμένες ελλείψεις στους λογιστικούς ελέγχους που διενεργήθηκαν στις οργανώσεις παραγωγών και σε εκείνες των μεταποιητών και ότι η αντιστοίχηση μεταξύ των μητρώων των οργανώσεων παραγωγών και των σχετικών λογαριασμών επαληθευόταν ελλιπώς. Η Επιτροπή τόνισε ότι τα συνολικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στα μητρώα δεν είχαν αντιστοιχιστεί προς τους σχετικούς λογαριασμούς και ότι μόνον ορισμένα μητρώα είχαν ελεγχθεί. Εξ αυτών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι έλεγχοι της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν ήταν σύμφωνοι προς την υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003, να ελέγχονται οι φάκελοι των οργανώσεων παραγωγών και εκείνοι των μεταποιητών, καθώς και η συμφωνία τους προς τα λογιστικά στοιχεία των οποίων την τήρηση επιβάλλει η εθνική νομοθεσία.

91      Από κανένα εκ των επιχειρημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν προκύπτει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στη συνοπτική έκθεση όσον αφορά τις ελλείψεις των ελέγχων ήταν πεπλανημένες.

92      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει καταρχάς, ματαίως, ότι, κατ’ εφαρμογήν της υπουργικής αποφάσεως 270061 της 12ης Αυγούστου 2004, όλοι οι επιτόπιοι και διοικητικοί έλεγχοι που προέβλεπαν οι διατάξεις αυτές πραγματοποιήθηκαν κανονικά και ήταν περισσότεροι από εκείνους τους οποίους προβλέπει ο κανονισμός 1535/2003, καθώς και ότι τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών περιλαμβάνονται στα τυποποιημένα έντυπα που προβλέπει η ως άνω απόφαση και λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία εκκαθαρίσεως, προκειμένου να εξασφαλίζεται η νομότυπη πληρωμή. Με τις εξηγήσεις της η Ελληνική Δημοκρατία ουδόλως αποδεικνύει ότι πραγματοποίησε αποτελεσματικά τους ελέγχους, αλλ’ ούτε ότι αυτοί ήταν ικανοποιητικοί ποιοτικώς.

93      Ομοίως, το επιχείρημα ότι οι ελεγκτές δεν διαπίστωσαν καμία παράτυπη πληρωμή δεν αρκεί για να αποδείξει ότι δεν υπήρχαν ελλείψεις στους ελέγχους που διενήργησε η Ελληνική Δημοκρατία.

94      Πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αλυσιτελές το επιχείρημα ότι οι έλεγχοι που διενήργησε η Ελληνική Δημοκρατία ήταν περισσότεροι από τους επιβαλλόμενους από τον κανονισμό 1535/2003. Πράγματι, η μεγαλύτερη συχνότητα των εν λόγω ελέγχων, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι αποδεικνύεται, δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις ελλείψεις και τις αδυναμίες που διαπίστωσαν οι κοινοτικοί ελεγκτές.

95      Ακόμη, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003, είχε ελέγξει τους φακέλους των οργανώσεων παραγωγών και εκείνους των μεταποιητών, καθώς και τη συμφωνία τους προς τα λογιστικά στοιχεία των οποίων την τήρηση επιβάλλει η εθνική νομοθεσία.

96      Η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται, εντούτοις, ότι η μόνη έλλειψη την οποία διαπίστωσαν οι κοινοτικοί ελεγκτές αφορούσε την «ιχνηλασιμότητα» των κατά κύριο λόγο λογιστικών ελέγχων. Προβάλλει, αφενός, ότι οι εν λόγω λογιστικοί έλεγχοι είναι επικουρικοί και, αφετέρου, ότι οι φάκελοι περιλαμβάνουν όλα τα δικαιολογητικά που πρέπει να τηρούνται συναφώς. Παραπέμπει σε δύο παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής που περιλαμβάνουν διάφορα έγγραφα τα οποία είχαν αποσταλεί στην Επιτροπή και τα οποία κατ’ αυτήν αποδεικνύουν ότι οι έλεγχοι όντως πραγματοποιήθηκαν.

97      Συνάγεται ότι η συλλογιστική της Ελληνικής Δημοκρατίας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 96 ανωτέρω αποτελεί απάντηση στην αιτίαση που της απευθύνθηκε όσον αφορά την έλλειψη ελέγχου των μητρώων των οργανώσεων παραγωγών και εκείνων των μεταποιητών, καθώς και της συμφωνίας με τη λογιστική της οποίας την τήρηση επιβάλλει η εθνική νομοθεσία.

98      Επ’ αυτού πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι τα άρθρα 28 και 31 του κανονισμού 1535/2003 δεν προβλέπουν την ακολουθητέα μεθοδολογία προς εξακρίβωση της συμφωνίας μεταξύ των μητρώων και της επίσημης λογιστικής, το άρθρο 28 του κανονισμού 1535/2003 προβλέπει ρητώς την υποχρέωση των κρατών μελών να επαληθεύουν τα εν λόγω μητρώα και τη συμφωνία τους προς τη λογιστική της οποίας την τήρηση επιβάλλει η εθνική νομοθεσία στις οργανώσεις παραγωγών και μεταποιητών. Όμως, μια τέτοια υποχρέωση προϋποθέτει, τουλάχιστον, ότι τα έγγραφα αυτά συγκρίνονται μεταξύ τους. Επιπλέον, ουδόλως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 28 του κανονισμού 1535/2003 ότι η συμφωνία μεταξύ των μητρώων και της επίσημης λογιστικής μπορεί να συνάγεται από άλλα στοιχεία (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 2010, T‑227/07, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 99).

99      Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση ότι τα μητρώα και τα έγγραφα της επίσημης λογιστικής δεν συγκρίθηκαν μεταξύ τους. Περιορίζεται να υποστηρίξει κατά βάση ότι, πραγματοποιώντας πλήρως και ορθώς τους διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους που προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού 1535/2003, ανταποκρίθηκε προς την υποχρέωση ελέγχου την οποία επιβάλλει το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του ίδιου κανονισμού.

100    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, οι έλεγχοι που προβλέπουν τα προαναφερθέντα άρθρα έχουν διαφορετικούς σκοπούς, έτσι ώστε να μην μπορεί να λαμβάνεται υπόψη ο ένας αντί του άλλου. Ο έλεγχος περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003 έχει ως σκοπό την εξακρίβωση της αντιστοιχίας μεταξύ των πληροφοριών που περιέχονται στα μητρώα και των αξιόπιστων λογιστικών στοιχείων που συλλέγονται σύμφωνα με τη λογιστική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, ενώ οι διοικητικοί και λογιστικοί έλεγχοι που προβλέπει το άρθρο 31 του ίδιου κανονισμού έχουν ως σκοπό την επαλήθευση της συμφωνίας των πληροφοριών που περιέχονται στα μητρώα των οποίων την τήρηση επιβάλλει η κοινοτική νομοθεσία προς τις καταβαλλόμενες ενισχύσεις για την ντομάτα.

101    Ομοίως, τα παραρτήματα που προσκομίζει η Ελληνική Δημοκρατία για να στηρίξει την επιχειρηματολογία της ουδόλως αποδεικνύουν την πραγματική διενέργεια των ελέγχων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003.

102    Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία εσφαλμένως υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι οι έλεγχοι του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003 ήταν απλώς επικουρικοί και ότι ελλείψεις κατά τη διενέργειά τους δεν δικαιολογούσαν διόρθωση μεγαλύτερη του 2 %. Αντιθέτως, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι οι διαπιστωθείσες αδυναμίες των διοικητικών και λογιστικών ελέγχων στις οργανώσεις παραγωγών και μεταποιητών τους οποίους προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003 συνιστούν ελλείψεις σε βασικούς ελέγχους.

103    Επιπλέον, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, από το παράρτημα 15 του εγγράφου AGRI 17933/2000 προκύπτει ότι οι έλεγχοι περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003 λογίζονται ως βασικοί έλεγχοι.

104    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε πειστικά στοιχεία που να θέτουν υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τις αδυναμίες των λογιστικών και διοικητικών ελέγχων και την έλλειψη δικαιολογητικών εγγράφων.

105    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση του μόνου λόγου ακυρώσεως κατά της διορθώσεως ύψους 1 517 924,28 ευρώ του καθεστώτος στηρίξεως για τη μεταποίηση της ντομάτας κατά το δημοσιονομικό έτος 2006.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των αρχών για τον υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών στην εκκαθάριση λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ που καθορίζονται με τα έγγραφα AGRI VI/5330/97, AGRI 17933/2000 και AGRI 63983/2002

106    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το έγγραφο AGRI VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Υπολογισμός των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων», και τα έγγραφα AGRI 17933/2000 και AGRI 63983/2002 πρέπει να ερμηνευθούν και να εφαρμοστούν υπό την έννοια ότι το γεγονός ότι μια διαδικασία ελέγχου επιδέχεται βελτιώσεις δεν αρκεί, αυτό και μόνο, για να δικαιολογήσει δημοσιονομική διόρθωση, ότι πρέπει να υφίστανται σημαντικές ελλείψεις στην εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων και ότι αυτές πρέπει να εκθέτουν το ΕΓΤΠΕ σε κίνδυνο πραγματικής ζημίας. Υποστηρίζει ότι διενήργησε ορθώς όλους τους βασικούς ελέγχους που έπρεπε να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο του καθεστώτος των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών και ότι οι ελλείψεις στους ελέγχους εκτάσεων και στους διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους που επικαλείται η Επιτροπή, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι αποδεικνύονται, δεν αφορούσαν βασικούς ελέγχους και μπορούν, το πολύ, να δικαιολογήσουν διόρθωση μέχρι 2 %.

107    Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

108    Πράγματι, όπως υπενθυμίζει η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία, το έγγραφο AGRI 17933/2000 ορίζει ότι οι βασικοί έλεγχοι είναι «οι φυσικοί [επιτόπιοι] και οι διοικητικοί έλεγχοι που απαιτούνται για την επαλήθευση ουσιαστικών στοιχείων, ιδίως της ύπαρξης του υποκειμένου του αιτήματος, της ποσότητας και των ποιοτικών προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της τήρησης των προθεσμιών, των απαιτήσεων συγκομιδής, των περιόδων υποχρεωτικής κατοχής κ.λπ. Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνται επιτόπου και με διασταύρωση με ανεξάρτητα στοιχεία […]».

109    Όσον αφορά καταρχάς τους επιτόπιους ελέγχους των αγροτεμαχίων, από το σημείο 1 του παραρτήματος 15 του εγγράφου AGRI 17933/2000 προκύπτει ότι ο έλεγχος αυτός είναι βασικός. Η καθυστερημένη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων, ήτοι μετά τη συγκομιδή στην υπό κρίση υπόθεση, ορθώς λογίζεται ως έλλειψη σε βασικό έλεγχο.

110    Όσον αφορά, στη συνέχεια, τον έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003, υπομνήσθηκε στη σκέψη 103 ανωτέρω ότι επρόκειτο σαφώς για βασικό έλεγχο.

111    Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι, εν προκειμένω, οι κοινοτικοί ελεγκτές διαπίστωσαν ελλείψεις όσον αφορά τόσο βασικούς όσο και επικουρικούς ελέγχους. Όμως, από το παράρτημα 2 του εγγράφου AGRI 5330/97, με τίτλο «Οικονομικές συνέπειες στο πλαίσιο της εκκαθάρισης λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων, σχετικά με ελλείψεις στους ελέγχους που διεξάγονται απο τα κράτη μέλη», όπου γίνεται διάκριση μεταξύ βασικών και επικουρικών ελέγχων, προκύπτει ότι, όταν το ίδιο σύστημα παρουσιάζει διάφορες ελλείψεις, τα κατ’ αποκοπή επιβαλλόμενα ποσοστά διορθώσεως δεν είναι σωρευτικά. Η σοβαρότερη έλλειψη λογίζεται ως ενδεικτική των κινδύνων που ενέχει το σύστημα ελέγχου στο σύνολό του.

112    Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή επέβαλε όχι το ποσοστό κατ’ αποκοπή διορθώσεως 2 % που προβλέπεται σε περίπτωση ελλείψεως στους επικουρικούς ελέγχους, αλλά το ποσοστό 5 % που ισχύει σε περίπτωση ελλείψεων στους βασικούς ελέγχους.

113    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

114    Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο μόνος λόγος ακυρώσεως κατά της διορθώσεως ύψους 1 517 924,28 ευρώ του καθεστώτος στηρίξεως για τη μεταποίηση της ντομάτας κατά το δημοσιονομικό έτος 2006.

 Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως στον τομέα της δημόσιας αποθεματοποιήσεως ρυζιού

115    Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ένα μόνο λόγο ακυρώσεως κατά των διορθώσεων ύψους 110 459,51 ευρώ για το δημοσιονομικό έτος 2006 και 55 227,40 ευρώ για το δημοσιονομικό έτος 2007, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του άρθρου 6 του κανονισμού 2148/96 και, επικουρικώς, σε προσβολή της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 4 και 6 του κανονισμού 2148/96

116    Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν προέβαινε σε ζύγιση των αποθεμάτων ρυζιού, έστω και όταν διαπιστωνόταν διαφορά υπερβαίνουσα το όριο ανοχής της ογκομετρικής μετρήσεως 6 % κατά τη διάρκεια της ετήσιας διαδικασίας απογραφής, ακόμα και αν το ζητούσε ο αποθεματοποιητής. Κατά την Επιτροπή, η ζύγιση των αποθεμάτων και η εκτίμηση των ελλειπουσών ποσοτήτων πραγματοποιούνταν μόλις κατά την έξοδο από την αποθεματοποίηση, πράγμα το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την κάλυψη αδικαιολόγητων εξόδων από τα κοινοτικά ταμεία. Πράγματι, παρατηρεί ότι η ετήσια απογραφή σχετικά με την περίοδο εμπορίας 2005 αποκάλυψε ελλείπουσα ποσότητα ρυζιού ύψους 3 822,809 τόνων και διαπιστώνει ότι η ποσότητα αυτή δεν αφαιρέθηκε από τις απογραφές των ετών 2006 και 2007. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι έπρεπε να γίνει διόρθωση για τα έξοδα αποθεματοποιήσεως και χρηματοδοτήσεως το 2006 και το 2007 όσον αφορά τις ελλείπουσες ποσότητες ρυζιού που έπρεπε να αφαιρεθούν από την απογραφή στο τέλος της περιόδου εμπορίας 2005.

117    Ματαίως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ερμηνεύει εσφαλμένα το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 6 του κανονισμού 2148/96. Διατείνεται ότι οι διατάξεις αυτές της παρέχουν διακριτική ευχέρεια να προβαίνει, «εφόσον παρίσταται ανάγκη», στη ζύγιση του συνόλου των προϊόντων της παρτίδας ή της αποθήκης που αποτελεί το αντικείμενο του ελέγχου και υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι διέπραξε οποιαδήποτε παρατυπία, ικανή να επισύρει δημοσιονομική διόρθωση, επειδή έκρινε ότι δεν «παρίστατο ανάγκη» να προβεί σε ζύγιση.

118    Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 2148/96 προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο οργανισμός παρέμβασης είναι υπεύθυνος για την ακρίβεια των στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3. Στο πλαίσιο αυτό, ο οργανισμός παρέμβασης διενεργεί, κατά τη διάρκεια του έτους σε ακανόνιστα διαστήματα, απροειδοποίητους ελέγχους στους τόπους αποθεματοποιήσεως.

Κάθε τόπος αποθεματοποιήσεως αποτελεί το αντικείμενο ενός τουλάχιστον ελέγχου ετησίως σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙΙ. Οι εν λόγω έλεγχοι αφορούν ειδικότερα:

α)      τη διαδικασία συλλογής των στοιχείων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3·

β)      την αντιστοιχία των λογιστικών στοιχείων που διαθέτει επιτόπου ο πραγματοποιών την αποθεματοποίηση με τα στοιχεία που έχουν διαβιβασθεί στον οργανισμό παρέμβασης,

γ)      την […] παρουσία, στα αποθέματα, των ποσοτήτων που αναφέρονται στις λογιστικές καταστάσεις του πραγματοποιούντος την αποθεματοποίηση και έχουν αποτελέσει τη βάση για την τελευταία ετήσια κατάσταση που διαβιβάστηκε από τον πραγματοποιούντα την αποθεματοποίηση που αξιολογείται οπτικά ή σε περίπτωση αμφιβολίας ή αμφισβήτησης με τη ζύγιση ή τη μέτρηση.

Η εν λόγω […] παρουσία καθορίζεται με [επιτόπια] επιθεώρηση επαρκώς αντιπροσωπευτική που αφορά τουλάχιστον τα ποσοστά που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού που επιτρέπουν τη διαπίστωση της πραγματικής παρουσίας στα αποθέματα του συνόλου των ποσοτήτων που είναι εγγεγραμμένες στα λογιστικά βιβλία αποθήκης.

2. Σε περίπτωση διαπιστωθείσας ανωμαλίας κατά την επιτόπου επιθεώρηση, θα πρέπει να ελέγχεται ένα επιπλέον ποσοστό των αποθεματοποιημένων ποσοτήτων με βάση την ίδια μέθοδο. Η επιθεώρηση θα περιλαμβάνει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ακόμα και τη ζύγιση του συνόλου των αποθεματοποιημένων προϊόντων στην παρτίδα ή την αποθήκη που αποτελεί το αντικείμενο του ελέγχου.»

119    Στη συνέχεια, το άρθρο 6 του κανονισμού 2148/96 ορίζει τα εξής:

«1. Ο πραγματοποιών την αποθεματοποίηση είναι υπεύθυνος για όλες τις διαφορές που διαπιστώνονται μεταξύ των αποθεματοποιημένων ποσοτήτων και των ενδείξεων που περιλαμβάνονται στις καταστάσεις αποθεμάτων που διαβιβάζονται στον οργανισμό παρέμβασης.

2. Εφόσον οι ποσότητες που λείπουν υπερβαίνουν εκείνες που προβλέπονται από το ή τα όρια ανοχής που εφαρμόζονται, καταλογίζονται, στο σύνολό τους, στον πραγματοποιούντα την αποθεματοποίηση ως μη προσδιορισθείσα απώλεια. Εάν ο πραγματοποιών την αποθεματοποίηση αμφισβητήσει τις ποσότητες που λείπουν, δύναται να απαιτήσει τη ζύγιση ή τη μέτρηση του προϊόντος. Στην περίπτωση αυτή, επιβαρύνεται με τα έξοδα που συνεπάγεται η εν λόγω ενέργεια, εκτός εάν αποδειχθεί ότι οι εν λόγω ποσότητες υπάρχουν πράγματι, ή εάν η διαφορά δεν υπερβαίνει το όριο ή τα όρια ανοχής που εφαρμόζονται, [οπότε] στην περίπτωση αυτή τα έξοδα της ζύγισης επιβαρύνουν τον οργανισμό ελέγχου, που πραγματοποίησε τον έλεγχο.

3. Τα όρια ανοχής που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙΙ ισχύουν με την επιφύλαξη των ορίων ανοχής που καθορίζονται από τους κανονισμούς της Επιτροπής για τα διάφορα προϊόντα και των οποίων ο κατάλογος περιλαμβάνεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 147/91 της Επιτροπής.»

120    Τέλος, το σημείο B του παραρτήματος III του κανονισμού 2148/96 ορίζει τα ακόλουθα:

«B. Ρύθμιση σε περίπτωση διαπίστωσης διαφορών

Επιτρέπεται μια απόκλιση κατά τον ογκομετρικό έλεγχο των προϊόντων.

Κατά τον τρόπο αυτό, το άρθρο 6 του κανονισμού εφαρμόζεται εφόσον το βάρος του προϊόντος που έχει αποθηκευθεί και έχει διαπιστωθεί κατά τον επιτόπιο έλεγχο διαφέρει από το λογιστικό βάρος του κατά 5 % και περισσότερο, όσον αφορά τα σιτηρά, και κατά 6 % και περισσότερο, όσον αφορά το ρύζι, για την αποθήκευση σε σιλό και για την αποθήκευση σε επίπεδη αποθήκη.

Στην περίπτωση αποθεματοποιήσεως των σιτηρών ή του ρυζιού σε αποθήκη, μπορούν να ληφθούν υπόψη οι ποσότητες που υπολογίστηκαν κατά τη ζύγιση στην είσοδο στην αποθεματοποίηση και όχι εκείνες που προκύπτουν από ογκομετρική εκτίμησή τους, όταν η εκτίμηση αυτή δεν παρουσιάζει τον επιθυμητό βαθμό ακρίβειας και η παρατηρούμενη απόκλιση μεταξύ των δύο αυτών τιμών δεν είναι υπερβολική.

Ο οργανισμός παρέμβασης χρησιμοποιεί τη μέθοδο αυτή όταν οι περιστάσεις, που αξιολογούνται για κάθε περίπτωση χωριστά, το αιτιολογούν και υπό την ευθύνη του. Γίνεται σχετική αναφορά στα πρακτικά.»

121    Η ερμηνεία των άρθρων 4 και 6 του κανονισμού 2148/96 που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία είναι εσφαλμένη. Πράγματι, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας ή αμφισβητήσεως περί της παρουσίας στα αποθέματα των ποσοτήτων που αναγράφουν τα λογιστικά έγγραφα του αποθεματοποιητή, ο οργανισμός παρεμβάσεως δεν μπορεί να περιορίζεται σε οπτικό έλεγχο, αλλά πρέπει να προβαίνει σε ζύγιση ή μέτρηση. Επομένως δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια συναφώς.

122    Έτσι, μόνον όταν δεν υφίσταται αμφιβολία ή αμφισβήτηση μπορεί να περιορίζεται στην οπτική εκτίμηση των αποθεμάτων.

123    Όμως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι δεν υπήρχαν αμφιβολίες και αμφισβητήσεις εν προκειμένω.

124    Καταρχάς, η Ελληνική Δημοκρατία παραδέχεται ότι δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσει με αξιοπιστία την ογκομετρική μέθοδο. Πράγματι, εξηγεί ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ δεν διέθετε δικές του εγκαταστάσεις και ότι, επομένως, είχαν μισθωθεί αποθηκευτικοί χώροι σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Υπογραμμίζει ότι ποσότητες ρυζιού αποθηκεύονταν κατακόρυφα σε κυλινδρικά μεταλλικά σιλό και ότι ο εν λόγω τρόπος αποθεματοποιήσεως, συνδυαζόμενος με τις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας, κατέστησε περίπλοκη τη διαχείριση των αποθεμάτων.

125    Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, ο ισχυρισμός της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι αντιφατικός, καθόσον η τελευταία, αφενός, υποστηρίζει ότι ήταν σε θέση να προβαίνει σε οπτική εκτίμηση των αποθεμάτων χωρίς να υπάρχουν αμφιβολίες και, αφετέρου, αναγνωρίζει ότι οι περιστάσεις που υπενθυμίζονται στη σκέψη 124 ανωτέρω είχαν αποδεδειγμένα επηρεάσει την ακρίβεια των αποτελεσμάτων των ογκομετρικών μετρήσεων. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε εκθέσει σε κίνδυνο τα κοινοτικά ταμεία περιοριζόμενη απλώς σε οπτική εκτίμηση των αποθεμάτων.

126    Στη συνέχεια, από την έκθεση των κοινοτικών ελεγκτών, η οποία συντάχθηκε κατόπιν της αποστολής ελέγχου που διενεργήθηκε από τις 11 μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου 2006, προκύπτει σαφώς ότι οι ελεγκτές επανεξέτασαν τις εκθέσεις ελέγχου τεσσάρων αποθηκευτικών χώρων και ότι, σε όλες τις περιπτώσεις, ο αποθεματοποιητής είχε αμφισβητήσει το αποτέλεσμα και είχε ζητήσει νέα ζύγιση. Όμως, παρά το γεγονός ότι είχαν αμφισβητηθεί τα αποτελέσματα της ογκομετρικής εκτιμήσεως, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία ζύγιση το 2005, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί η Ελληνική Δημοκρατία.

127    Εξάλλου, κακώς υποστηρίζει ότι η ζύγιση δεν ήταν αναγκαία επειδή εν πάση περιπτώσει θα διενεργείτο υποχρεωτικά κατά τον χρόνο της εξόδου των αποθεμάτων και ότι τότε θα προσδιορίζονταν οι ελλείπουσες ποσότητες.

128    Πράγματι, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αγνοεί την απορρέουσα από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2148/96 υποχρέωση διενέργειας ενός τουλάχιστον ελέγχου ετησίως κάθε χώρου αποθεματοποιήσεως και ζυγίσεως ή μετρήσεως σε περίπτωση αμφιβολίας ή αμφισβητήσεως. Συναφώς, η ανάγκη διενέργειας ετήσιου ελέγχου και όχι απλώς ελέγχου κατά την έξοδο των αποθεμάτων δικαιολογείται από το γεγονός ότι, όπως αναγνωρίζει η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία, οι συνθήκες αποθεματοποιήσεως μπορούν να προκαλέσουν μεταβολή των αποθηκευομένων ποσοτήτων. Έτσι, η ζύγιση ή η μέτρηση των αποθεμάτων κατά τη διάρκεια του ετήσιου ελέγχου παρέχει τη δυνατότητα αποτροπής του ενδεχομένου να επιβαρύνονται τα κοινοτικά ταμεία με άχρηστα έξοδα αποθεματοποιήσεως, δηλαδή αφορώντα ποσότητες ρυζιού που δεν υφίστανται ή που δεν υφίστανται πλέον.

129    Επιπροσθέτως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλείται ούτε το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 2148/96 για να υποστηρίξει ότι η ζύγιση των αποθεμάτων έπρεπε να διενεργείται μόνον όταν ο οργανισμός παρεμβάσεως έκρινε ότι «παρίσταται ανάγκη». Πράγματι, η προαναφερθείσα διάταξη δεν έχει εφαρμογή παρά μόνο στην ειδική περίπτωση στην οποία διαπιστώνεται κάποια ανωμαλία κατά τον επιτόπιο έλεγχο, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

130    Τέλος, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά το οποίο η απόφαση περί αποκλεισμού από τα κοινοτικά ταμεία ποσού 55 227,40 ευρώ για το έτος 2007 στερείται εννόμου βάσεως, επειδή ο κανονισμός 2148/96 καταργήθηκε με τον κανονισμό (EK) 884/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, όσον αφορά τη χρηματοδότηση των παρεμβάσεων του ΕΓΤΕ και τη λογιστική καταχώριση των ενεργειών δημόσιας αποθεματοποίησης από τους οργανισμούς πληρωμών των κρατών μελών (ΕΕ L 171, σ. 35).

131    Ασφαλώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει απλώς στη γενική κανονιστική ρύθμιση στον τομέα του ΕΓΤΠΕ και δεν αναφέρει ούτε τον κανονισμό 2148/96 ούτε τον κανονισμό 884/2006.

132    Εντούτοις, η συνοπτική έκθεση επισημαίνει ρητώς ότι ο κανονισμός 884/2006 αντικατέστησε τον κανονισμό 2148/96. Ομοίως, τα έγγραφα της 24ης Ιανουαρίου 2007, της 27ης Φεβρουαρίου και της 13ης Μαρτίου 2008, που απέστειλε η Επιτροπή στη Ελληνική Δημοκρατία, αναφέρουν σαφώς ότι ο κανονισμός 2148/96 καταργήθηκε με τον κανονισμό 884/2006. Όμως, από το παράρτημα XVI του κανονισμού 884/2006 προκύπτει ότι τα άρθρα 4 και 6 του κανονισμού 2148/96 μνημονεύονται, κατά βάση, στο παράρτημα I, σημείο A.I, και στο παράρτημα II, σημείο II, του κανονισμού 884/2006.

133    Επομένως, η κατάργηση του κανονισμού 2148/96 με τον κανονισμό 884/2006 δεν στέρησε από την έννομη βάση της την απόφαση περί αποκλεισμού κοινοτικών επιχορηγήσεων ύψους 55 227,40 ευρώ για το 2007.

134    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του άρθρου 6 του κανονισμού 2148/96.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε προσβολή της αρχής της αναλογικότητας

135    Επικουρικώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η υποχρέωση που της επιβάλλει η Επιτροπή να προβαίνει κάθε έτος σε νέα ζύγιση των αποθεμάτων είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Παρατηρεί ότι, για τους λόγους που υπενθυμίζονται στη σκέψη 124 ανωτέρω, η ογκομετρική μέτρηση ήταν αναξιόπιστη. Υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε κανένα συντελεστή συμπιέσεως. Υπογραμμίζει ότι, για τους δύο αυτούς λόγους (έλλειψη αξιοπιστίας της ογκομετρικής μετρήσεως και ανυπαρξία συντελεστή συμπιέσεως), οι ελλείπουσες ποσότητες ήταν πάντοτε μεγαλύτερες από το μέγιστο όριο 6 % που προβλέπει το άρθρο 6 του κανονισμού 2148/96. Διατείνεται επομένως ότι οι αποθεματοποιητές ζητούσαν πάντοτε ζύγιση, το υπερβολικά υψηλό κόστος της οποίας έπρεπε να φέρει κατ’ εφαρμογήν του ως άνω άρθρου 6 η Ελληνική Δημοκρατία. Γι’ αυτό, έκρινε προτιμότερο να αναβάλει προσωρινά τη ζύγιση, διότι το ρύζι θα διανεμόταν εν πάση περιπτώσει στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, υπογραμμίζει ότι πραγματοποίησε ογκομετρικό έλεγχο στο 100 % των αποθηκευμένων ποσοτήτων ρυζιού, προκειμένου να διαπιστώσει τις ελλείπουσες ποσότητες. Τέλος, τονίζει ότι, λόγω των σημαντικών προσπαθειών που κατέβαλε προς διατήρηση του ρυζιού σε καλή κατάσταση, κατέστη δυνατό να πωληθούν ή να διανεμηθούν όλες οι ποσότητες ρυζιού στο σύνολό τους.

136    Τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύουν προσβολή της αρχής της αναλογικότητας.

137    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η ως άνω αρχή απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1984, 15/83, Denkavit Nederland, Συλλογή 1984, σ. 2171, σκέψη 25· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουνίου 1997, T-260/94, Air Inter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-997, σκέψη 144, και της 30ής Απριλίου 2009, T-281/06, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 64 έως 76).

138    Πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι η αιτίαση που στηρίζεται σε προσβολή της αρχής της αναλογικότητας δεν αφορά τη μέθοδο με την οποία η Επιτροπή κατέληξε στα ποσά των 110 459,51 ευρώ για το δημοσιονομικό έτος 2006 και 55 227,40 ευρώ για το δημοσιονομικό έτος 2007, όπως υπογραμμίζει η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία.

139    Η Ελληνική Δημοκρατία στηρίζει την αιτίαση περί προσβολής της αρχής της αναλογικότητας στο γεγονός ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, ήταν αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας να επιβαρυνθεί με την υποχρέωση ζυγίσεως που προβλέπουν τα άρθρα 4 και 6 του κανονισμού 2148/96.

140    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προβάλλει κανένα σοβαρό επιχείρημα ώστε να αποδείξει ότι οι υποχρεώσεις που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές είναι, καθαυτές, αντίθετες προς την αρχή της αναλογικότητας.

141    Πράγματι, περιορίζεται να υποστηρίζει ότι η υποχρέωση ζυγίσεως είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας επειδή συνεπάγεται διοικητικό κόστος και έξοδα που χαρακτηρίζει ως υπερβολικά.

142    Όμως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, τα κράτη μέλη δεν πρέπει να προβαίνουν συστηματικά στη ζύγιση των αποθεμάτων ρυζιού. Πράγματι, η υποχρέωση ζυγίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 2148/96 επιβάλλεται μόνον όταν υπάρχουν αμφιβολίες περί των αποθηκευομένων ποσοτήτων ή όταν ο αποθεματοποιητής αμφισβητεί τις ελλείπουσες ποσότητες. Επιπλέον, το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι τα έξοδα που συνεπάγεται η διαδικασία ζυγίσεως, καταρχήν, δεν βαρύνουν τον εθνικό οργανισμό που προέβη στον έλεγχο. Ο εν λόγω οργανισμός φέρει τα σχετικά έξοδα μόνον αν προκύπτει ότι οι ποσότητες που δηλώνει ο αποθεματοποιητής όντως υφίστανται ή ότι η διαφορά δεν υπερβαίνει το όριο ή τα όρια ανοχής που προβλέπονται.

143    Οι υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι προαναφερθείσες διατάξεις, επομένως, ουδόλως αντιβαίνουν προς την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τους, ο οποίος είναι η προστασία των συμφερόντων των κοινοτικών ταμείων.

144    Δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να προσδιοριστεί αν η Επιτροπή προσέβαλε την αρχή της αναλογικότητας προσάπτοντας στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 4 και 6 του κανονισμού 2148/96.

145    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 123 έως 126 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι υφίσταντο αμφιβολίες και αμφισβητήσεις όσον αφορά την αποθηκευθείσα ποσότητα ρυζιού και ότι, επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 του κανονισμού 2148/96, όφειλε να προχωρήσει σε ζύγιση του ρυζιού.

146    Αν είχε προβεί σε ζύγιση του ρυζιού, θα μπορούσε να εκτιμήσει την πράγματι αποθηκευμένη ποσότητα ρυζιού και, με τον τρόπο αυτόν, να προσδιορίσει τον όγκο αποθηκευμένου ρυζιού που δεν περιλαμβανόταν στα σχετικά αποθέματα.

147    Επομένως, επιβάλλοντας δημοσιονομική διόρθωση λόγω των εξόδων αποθεματοποιήσεως για ρύζι το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν περιλαμβανόταν στα σχετικά αποθέματα, η Επιτροπή δεν προσέβαλε εκ πρώτης όψεως την αρχή της αναλογικότητας.

148    Εντούτοις, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι περιστάσεις και οι δικαιολογίες που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία αρκούν για να αποδείξουν ότι, εν προκειμένω, η υποχρέωση ζυγίσεως των αποθεμάτων ρυζιού ήταν αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας.

149    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η επιχειρηματολογία της εξαντλείται κατ’ ουσίαν στο επιχείρημα ότι το διοικητικό κόστος και τα έξοδα για την ετήσια ζύγιση ήταν υπερβολικά.

150    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο λόγος για τον οποίο η Ελληνική Δημοκρατία υποχρεώθηκε, de facto, να προβεί σε συστηματική ζύγιση των αποθεμάτων ρυζιού είναι η αποδεδειγμένη έλλειψη αξιοπιστίας της ογκομετρικής μεθόδου.

151    Όμως, όπως όλα τα κράτη μέλη, η Ελληνική Δημοκρατία είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή ενός αξιόπιστου συστήματος ογκομετρικής εκτιμήσεως. Οι ελλείψεις του συστήματος που εφάρμοζε μέχρι τώρα δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία για την παράβαση της υποχρεώσεώς της να προβαίνει στη ζύγιση των αποθεμάτων ρυζιού, η οποία δεν πρέπει να διενεργείται, de jure, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 141 ανωτέρω, παρά μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας ή αμφισβητήσεως.

152    Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται εσωτερικές καταστάσεις, όπως είναι οι δυσχέρειες που ανακύπτουν στο στάδιο της εκτελέσεως ορισμένης κοινοτικής πράξεως, προκειμένου να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από κανόνες του κοινοτικού δικαίου (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2008, C-121/07, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2008, σ. I-9159, σκέψη 72, και της 4ης Μαρτίου 2010, C-297/08, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2010, σ. I-1749, σκέψη 83).

153    Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα κατά το οποίο η έλλειψη κοινοτικού συντελεστή συμπιέσεως είχε επιπτώσεις επί της αξιοπιστίας της ογκομετρικής μεθόδου. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει πώς η έλλειψη ενός τέτοιου συντελεστή εξηγεί, αυτή και μόνη, τα προβλήματα που συνάντησε κατά την εφαρμογή ενός αξιόπιστου συστήματος ογκομετρικής εκτιμήσεως. Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, τίποτα δεν εμπόδιζε την Ελληνική Δημοκρατία να προσδιορίσει η ίδια έναν συντελεστή συμπιέσεως που να παρέχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει τα αποτελέσματα των ογκομετρικών εξετάσεων. Τέλος, η Επιτροπή ορθώς παρατηρεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των πολύ διαφορετικών κλιματολογικών συνθηκών στα κράτη μέλη, δεν της ήταν δυνατό να προσδιορίσει έναν ενιαίο κοινοτικό συντελεστή.

154    Εξάλλου, ματαίως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία ότι, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για να διατηρήσει το ρύζι στο πλαίσιο δυσχερών κλιματολογικών συνθηκών και ότι οι προσπάθειές της είχαν ως αποτέλεσμα να αποφύγει το ΕΓΤΠΕ κάθε ζημία, δεδομένου ότι όλες οι ποσότητες ρυζιού πωλήθηκαν ή διανεμήθηκαν αφού ζυγίστηκαν και ότι οι ελλείπουσες ποσότητες καταλογίστηκαν στους οργανισμούς παρεμβάσεως.

155    Πράγματι, από όσα εκτίθενται ανωτέρω, και ειδικότερα από τη σκέψη 147, προκύπτει ότι το ΕΓΤΠΕ υπέστη πραγματική ζημία, καθόσον καταβλήθηκαν έξοδα αποθεματοποιήσεως για ποσότητες ρυζιού που δεν περιλαμβάνονταν στα αποθέματα. Το γεγονός ότι το σύνολο των αποθεμάτων ρυζιού διατηρήθηκε, για να πωληθεί στη συνέχεια ή να διανεμηθεί, ουδόλως αναιρεί την προκληθείσα ζημία και δεν έχει καμία σχέση με τη δημοσιονομική διόρθωση. Πράγματι, η λογιστική διόρθωση των επίμαχων ποσοτήτων επήλθε μόνον κατά την έξοδο του ρυζιού από την αποθεματοποίηση, ήτοι το 2006 και το 2007. Επομένως, τα αδικαιολόγητα, επειδή αφορούσαν ελλείπουσες ποσότητες, δημοσιονομικά έξοδα και τα έξοδα αποθεματοποιήσεως χρεώνονταν μέχρι τα οικονομικά αυτά έτη.

156    Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε πώς η Επιτροπή προσέβαλε την αρχή της αναλογικότητας εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, οπότε η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

157    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του άρθρου 6 του κανονισμού 2148/96 και, επικουρικώς, σε προσβολή της αρχής της αναλογικότητας.

158    Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

159    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Dittrich

Wiszniewska-Białecka

Prek

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Φεβρουαρίου 2012.

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως στον τομέα της μεταποιήσεως ντομάτας

Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως στον τομέα της δημόσιας αποθεματοποιήσεως ρυζιού

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως στον τομέα της μεταποιήσεως ντομάτας

Επί της πρώτης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, και του άρθρου 28, παράγραφος 2, καθώς και του άρθρου 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1535/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, και σε πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

– Επί των καθυστερημένων ελέγχων εκτάσεων

– Όσον αφορά τις ελλείψεις της αναλύσεως του κινδύνου

– Όσον αφορά την ανυπαρξία διασταυρωτικών ηλεκτρονικών ελέγχων

– Όσον αφορά τις αδυναμίες των λογιστικών και διοικητικών ελέγχων και την ανυπαρξία δικαιολογητικών εγγράφων

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των αρχών για τον υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών στην εκκαθάριση λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ που καθορίζονται με τα έγγραφα AGRI VI/5330/97, AGRI 17933/2000 και AGRI 63983/2002

Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως στον τομέα της δημόσιας αποθεματοποιήσεως ρυζιού

Επί της πρώτης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 4 και 6 του κανονισμού 2148/96

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε προσβολή της αρχής της αναλογικότητας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.