Language of document : ECLI:EU:T:2014:608

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 3ης Ιουλίου 2014 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν με σκοπό την παρεμπόδιση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων — Δέσμευση κεφαλαίων — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Εσφαλμένη εκτίμηση — Καθορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως»

Στην υπόθεση T‑565/12,

National Iranian Tanker Company, με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν), εκπροσωπούμενη από τους R. Chandrasekera, S. Ashley, C. Murphy, solicitors, M. Lester, barrister, και D. Wyatt, QC,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την S. Boelaert και τον M. Bishop,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, αφενός, της αποφάσεως 2012/635/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (EE L 282, σ. 58), καθόσον το όνομα της προσφεύγουσας έχει περιληφθεί στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39), και, αφετέρου, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 945/2012 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 282, σ. 16), καθόσον ο κανονισμός αυτός αφορά την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Woude (εισηγητή), πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka, M. Kancheva, C. Wetter και I. Ulloa Rubio, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 31ης Ιανουαρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, National Iranian Tanker Company, είναι ιρανική εταιρία μεταφοράς φορτίων αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Έχει την εκμετάλλευση ενός από τους μεγαλύτερους στόλους πετρελαιοφόρων διπλού κύτους στον κόσμο.

2        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων για την άσκηση πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, προκειμένου να παύσει τις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως πυρηνικών όπλων και αναπτύξεως συστημάτων παραγωγής πυρηνικών όπλων.

3        Στις 9 Ιουνίου 2010, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: Συμβούλιο Ασφαλείας) εξέδωσε το ψήφισμα 1929 (2010) (στο εξής: ψήφισμα 1929) με την οποία διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων που επέβαλαν τα ψηφίσματα 1737 (2006), 1747 (2007) και 1803 (2008) του Συμβουλίου Ασφαλείας και θεσπίστηκαν πρόσθετα περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

4        Στις 17 Ιουνίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπογράμμισε την αυξανόμενη ανησυχία του για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και εξέφρασε ικανοποίηση για την έκδοση του ψηφίσματος 1929. Υπενθυμίζοντας τη δήλωσή του της 11ης Δεκεμβρίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θεσπίσει μέτρα για την εφαρμογή εκείνων που περιέχονται στο ψήφισμα 1929, καθώς και συνοδευτικά μέτρα, με σκοπό να προωθηθεί, μέσω διαπραγματεύσεων, η διευθέτηση όλων των εκκρεμούντων ζητημάτων που αφορούν την ανάπτυξη νευραλγικών τεχνολογιών από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προς ενίσχυση του πυρηνικού και του πυραυλικού της προγράμματος. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να επικεντρώνονται στον εμπορικό τομέα, στον χρηματοοικονομικό τομέα και στον τομέα των μεταφορών του Ιράν, στους βασικούς τομείς της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου και σε νέες κατονομασίες προσώπων, κυρίως το Σώμα της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς.

5        Στις 26 Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (EE L 195, σ. 39), της οποίας το παράρτημα II απαριθμεί τα πρόσωπα και τις οντότητες —πέραν των καθοριζομένων από το Συμβούλιο Ασφαλείας ή από την επιτροπή κυρώσεων η οποία συστάθηκε σύμφωνα με το ψήφισμα 1737 (2006), που παρατίθενται στο παράρτημα I— των οποίων δεσμεύτηκαν τα κεφάλαια. Στην αιτιολογική της σκέψη 22 γίνεται μνεία του ψηφίσματος 1929 και αναφέρεται ότι η απόφαση αυτή επισημαίνει τη δυνητική σχέση μεταξύ των εσόδων που αντλεί το Ιράν από τον ενεργειακό του τομέα και της χρηματοδοτήσεως των πυρηνικών δραστηριοτήτων του που συντελούν στη διάδοση πυρηνικών όπλων.

6        Στις 23 Ιανουαρίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2012/35/ΚΕΠΠΑ περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 2010/413 (EE L 19, σ. 22). Η αιτιολογική της σκέψη 8 υπενθυμίζει τη δυνητική σχέση μεταξύ των εσόδων που αντλεί το Ιράν από τον ενεργειακό του τομέα και της χρηματοδοτήσεως των πυρηνικών δραστηριοτήτων του που συντελούν στη διάδοση πυρηνικών όπλων και το γεγονός ότι ο εξοπλισμός και τα υλικά χημικής διεργασίας που χρησιμοποιεί η πετροχημική βιομηχανία έχουν πολλά κοινά με αυτά που απαιτούνται για ορισμένες νευραλγικές δραστηριότητες του κύκλου ζωής των πυρηνικών καυσίμων, όπως επισημαίνεται στο ψήφισμα 1929.

7        Το άρθρο 1, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, της αποφάσεως 2012/35 πρόσθεσε το ακόλουθο σημείο στο άρθρο 20, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/413, που προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων τα οποία ανήκουν στα εξής πρόσωπα και οντότητες:

«γ)      άλλων προσώπων και οντοτήτων μη υπαγομένων στο παράρτημα Ι τα οποία παρέχουν στήριξη στην κυβέρνηση του Ιράν και προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με αυτά, όπως κατονομάζονται στο παράρτημα ΙΙ.»

8        Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της Συνθήκης ΛΕΕ, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 23 Μαρτίου 2012, τον κανονισμό (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 (EE L 88, σ. 1). Για την εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, της αποφάσεως 2012/35, το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΧ, τα οποία έχουν αναγνωρισθεί ότι:

«δ)      αποτελούν άλλα πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που παρέχουν στήριξη, όπως υλική, υλικοτεχνική ή οικονομική, στην κυβέρνηση του Ιράν, και πρόσωπα και οντότητες που συνδέονται με αυτά.»

9        Με επιστολές της 10ης Αυγούστου, της 14ης Σεπτεμβρίου και της 10ης Οκτωβρίου 2010 στην Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, η προσφεύγουσα εξέφρασε, μεταξύ άλλων, τις ανησυχίες της όσον αφορά τις επιπτώσεις της απαγορεύσεως παροχής υπηρεσιών ασφαλίσεως ή αντασφαλίσεως στην Κυβέρνηση του Ιράν, που προβλέπει το άρθρο 12 της αποφάσεως 2010/413, επί του στόλου της. Με την προαναφερθείσα επιστολή της 10ης Αυγούστου 2010, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι ιδιωτικοποιήθηκε το 2000.

10      Εξάλλου, στην επιστολή της 19ης Ιανουαρίου 2012 προς την Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε άρθρο της ναυτιλιακής εφημερίδας Lloyd’s List, η οποία δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο την προηγουμένη ημέρα, με τίτλο «NITC to be targeted by sanctions» (επίκειται η επιβολή κυρώσεων στη National Iranian Tanker Co). Συναφώς, η προσφεύγουσα αρνήθηκε κάθε σχέση με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Τα πετρελαιοφόρα της δεν χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά απαγορευόμενων υλικών που αφορούν το εν λόγω πρόγραμμα. Επιπλέον, ούτε η προσφεύγουσα ούτε ο πρόεδρός της ούτε οι μέτοχοί της διατηρούν σχέσεις με το Σώμα της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς.

11      Στις 15 Οκτωβρίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2012/635/ΚΕΠΠΑ για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413 (EE L 282, σ. 58, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 της εν λόγω αποφάσεως, θα πρέπει να συμπεριληφθούν και άλλα πρόσωπα και οντότητες στον κατάλογο των υποκείμενων σε περιοριστικά μέτρα προσώπων και οντοτήτων, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, ιδίως οντότητες που ανήκουν στο ιρανικό Κράτος οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, δεδομένου ότι αποτελούν ουσιαστική πηγή εισοδήματος για την Ιρανική Κυβέρνηση.

12      Το άρθρο 1, παράγραφος 8, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2012/635 τροποποίησε το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, που προβλέπει ότι στο εξής αντικείμενο των περιοριστικών μέτρων αποτελούν:

γ)      άλλα πρόσωπα και οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι τα οποία παρέχουν στήριξη στην Κυβέρνηση του Ιράν και οντότητες που ανήκουν ή ελέγχονται από αυτά ή πρόσωπα και οντότητες που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙ.

13      Το άρθρο 2 της αποφάσεως 2012/635 προσέθεσε το όνομα της προσφεύγουσας στον πίνακα του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 που περιλαμβάνει τον κατάλογο με τα «Πρόσωπα και οντότητες που εμπλέκονται σε πυρηνικές δραστηριότητες ή δραστηριότητες βαλλιστικών πυραύλων και πρόσωπα και οντότητες που στηρίζουν την κυβέρνηση του Ιράν».

14      Κατά συνέπεια, αυθημερόν, το Συμβούλιο εξέδωσε εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 945/2012 για την εφαρμογή του κανονισμού 267/2012 (EE L 282, σ. 16, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού προσέθεσε το όνομα της προσφεύγουσας στον πίνακα του παραρτήματος IX που περιλαμβάνει τον κατάλογο με τα «Πρόσωπα και οντότητες που εμπλέκονται σε πυρηνικές δραστηριότητες ή δραστηριότητες βαλλιστικών πυραύλων και πρόσωπα και οντότητες που στηρίζουν την κυβέρνηση του Ιράν».

15      Το όνομα της προσφεύγουσας περιελήφθη στους καταλόγους για τους εξής λόγους: «Ελέγχεται ουσιαστικά από την Κυβέρνηση του Ιράν. Παρέχει οικονομική ενίσχυση στην Κυβέρνηση του Ιράν μέσω των μετόχων της που διατηρούν δεσμούς με την κυβέρνηση».

16      Το Συμβούλιο κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την προσβαλλόμενη απόφαση και τον προσβαλλόμενο κανονισμό με επιστολή της 16ης Οκτωβρίου 2012, με την οποία επέστησε την προσοχή της επί της δυνατότητας να υποβάλει παρατηρήσεις και να του ζητήσει να επανεξετάσει τη θέση του.

17      Με επιστολή της 13ης Δεκεμβρίου 2012, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την εγγραφή της στους καταλόγους με την προσβαλλόμενη απόφαση και τον προσβαλλόμενο κανονισμό και ζήτησε από το Συμβούλιο να της κοινοποιήσει λεπτομερέστερες πληροφορίες για τους λόγους της εγγραφής της, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε.

18      Το Συμβούλιο απάντησε με επιστολή της 12ης Μαρτίου 2013, στην οποία επισυνάπτονταν αντίγραφα των εγγράφων του φακέλου του. Με την εν λόγω επιστολή, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι δεν κατείχε άλλα έγγραφα ή πληροφορίες σχετικά με την προσφεύγουσα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Δεκεμβρίου 2012, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

20      Κατόπιν της αλλαγής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έβδομο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση. Κατόπιν προτάσεως του εβδόμου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως.

21      Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και τον προσβαλλόμενο κανονισμό με άμεση ισχύ, καθόσον την αφορούν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

22      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και διεξαγωγής αποδείξεων. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Σεπτεμβρίου 2013, το Συμβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της εν λόγω αιτήσεως.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

24      Το Συμβούλιο, χωρίς να εγείρει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, προβάλλει ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη. Υποστηρίζει ότι, καθόσον η προσφεύγουσα ελέγχεται πλήρως από το ιρανικό Κράτος, πρέπει να θεωρηθεί κρατική οντότητα. Συνεπώς, ως φορέας του ιρανικού Κράτους, η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή επικαλούμενη προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας ή άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συναφώς, το Συμβούλιο διακρίνει, μεταξύ άλλων, αφενός, ορισμένων δικονομικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στα κράτη και, αφετέρου, των θεμελιωδών δικαιωμάτων που δεν μπορούν να έχουν τα κράτη.

25      Η εν λόγω ένσταση απαραδέκτου ισχύει για το σύνολο των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, διότι η υπό κρίση προσφυγή αποσκοπεί στην πραγματικότητα στην ακύρωση της δεσμεύσεως κεφαλαίων, η οποία συνιστά —δικαιολογημένη— προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Επομένως, είναι αμελητέο το γεγονός ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως δεν αφορούν συγκεκριμένα το δικαίωμα αυτό.

26      Προς στήριξη της εν λόγω ενστάσεως απαραδέκτου, το Συμβούλιο παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 34 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), το οποίο καθορίζει τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να ασκούν προσφυγές ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και αποκλείει τις κυβερνητικές οργανώσεις της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού. Κατά το Συμβούλιο, η ratio legis του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ έγκειται στην ίδια τη φύση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η τήρηση των οποίων πρέπει να διασφαλίζεται από το κράτος έναντι των φυσικών και νομικών προσώπων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του κατά την έννοια της ΕΣΔΑ. Επομένως, κράτος ή κρατικός φορέας δεν μπορούν να έχουν θεμελιώδη δικαιώματα, διότι ένα κυρίαρχο κράτος δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία άλλου κράτους.

27      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η προσφυγή της και το σύνολο των λόγων που προβάλλει είναι παραδεκτά.

28      Συναφώς, παρατηρείται ότι το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι η προσφεύγουσα, ως φορέας του ιρανικού Κράτους, δεν μπορεί να επικαλείται το δικαίωμα ιδιοκτησίας εμπίπτει στην εξέταση της βασιμότητας του τέταρτου λόγου, ο οποίος αφορά, μεταξύ άλλων, την προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, και όχι το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής ή το παραδεκτό του λόγου αυτού ακυρώσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Νοεμβρίου 2013, C‑348/12 P, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, σκέψη 51).

29      Συνεπώς, η παρούσα προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

30      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ο τρίτος λόγος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας καθώς και του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και από προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, μεταξύ άλλων, του δικαιώματός της για προστασία της περιουσίας, της επιχειρήσεως και της φήμης της.

31      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

32      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Διατείνεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι αόριστη και δεν πληροί την απαίτηση ειδικής και συγκεκριμένης αιτιολογήσεως. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι προέβαλε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, νέους λόγους εγγραφής οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το νομικό κριτήριο περί παροχής οικονομικής ενισχύσεως.

33      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, εντός του γενικού πλαισίου το οποίο γνωρίζει καλώς η προσφεύγουσα, βάσει της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και του προσβαλλόμενου κανονισμού, μπορεί να αντιληφθεί τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους της εγγραφής της, οπότε πληρούνται οι σχετικές με την υποχρέωση αιτιολογήσεως απαιτήσεις. Από την 1η Ιουλίου 2012, είναι παγκοίνως γνωστό ότι οι αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρακολουθούν τις δραστηριότητες της προσφεύγουσας, κατόπιν της απαγορεύσεως μεταφοράς ιρανικού αργού πετρελαίου στα κράτη μέλη της Ένωσης και παροχής ναυτικής ασφαλίσεως, σε σχέση, μεταξύ άλλων, με τη μεταφορά ιρανικού αργού πετρελαίου, που επιβλήθηκε με την απόφαση 2012/35. Κατά τη διάρκεια των μηνών που προηγήθηκαν της εγγραφής της προσφεύγουσας, πλείονα άρθρα στον Τύπο αποκάλυψαν τους δεσμούς μεταξύ της Κυβερνήσεως του Ιράν και της προσφεύγουσας, καθώς και τις δραστηριότητες της προσφεύγουσας με σκοπό την καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων, μεταξύ άλλων, εξασφαλίζοντας από εταιρίες τρίτων χωρών υπηρεσίες ασφαλίσεως, μέσω της νηολογήσεως των πετρελαιοφόρων της υπό σημαία τρίτων χωρών.

34      Οι επιστολές τις οποίες απηύθυνε η προσφεύγουσα, πριν από την εγγραφή της στους καταλόγους, στην Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, ειδικότερα αυτή της 19ης Ιανουαρίου 2012 (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), επιβεβαιώνουν ότι η ενδιαφερόμενη είχε γνώση του γενικού αυτού πλαισίου.

35      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον θιγόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2012, C‑417/11 P, Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Από την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του (απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα, σκέψη 50).

37      Ακολούθως, όσον αφορά τα περιοριστικά μέτρα που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας, τονίζεται ότι, καθόσον δεν παρέχεται στον θιγόμενο δικαίωμα ακροάσεως πριν από τη λήψη της αρχικής αποφάσεως περί της εγγραφής, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι πολύ σημαντικότερη, καθόσον αποτελεί τη μοναδική εγγύηση που επιτρέπει σ’ αυτόν, τουλάχιστον μετά τη λήψη της αποφάσεως αυτής, να ασκήσει επωφελώς τα ένδικα βοηθήματα που έχει στη διάθεσή του για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 51, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, καλούμενη «OMPI I», Συλλογή 2006, σ. II‑4665, σκέψη 140).

38      Ως εκ τούτου, η αιτιολογία πράξεως του Συμβουλίου περί επιβολής περιοριστικού μέτρου, δεν πρέπει μόνο να προσδιορίζει τη νομική βάση του μέτρου αυτού αλλά και τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι πρέπει να επιβληθούν τέτοια μέτρα στον θιγόμενο (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 52· OMPI I, σκέψη 146, και του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 2009, T‑390/08, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑3967, σκέψη 83).

39      Ωστόσο, η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον ο επαρκής χαρακτήρας μιας αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (προπαρατεθείσες αποφάσεις Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψεις 53 και 54· OMPI I, σκέψη 141, και Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 82).

40      Εν προκειμένω η εγγραφή της προσφεύγουσας στους καταλόγους στηρίζεται στους δύο ακόλουθους λόγους. Η προσφεύγουσα «ελέγχεται ουσιαστικά από την Κυβέρνηση του Ιράν». «Παρέχει οικονομική ενίσχυση στην Κυβέρνηση του Ιράν μέσω των μετόχων της που διατηρούν δεσμούς με την κυβέρνηση».

41      Όσον αφορά το ζήτημα αν η αιτιολογία αυτή προσδιορίζει τη νομική βάση του μέτρου που έλαβε το Συμβούλιο σε βάρος της προσφεύγουσας, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 38 ανωτέρω νομολογία, από τον δεύτερο προβληθέντα από το Συμβούλιο λόγο προκύπτει ότι στηρίχθηκε στο νομικό κριτήριο περί παροχής οικονομικής ενισχύσεως στην Κυβέρνηση του Ιράν, που καθορίζεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, και διευκρινίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012 (βλ. σκέψεις 7 και 8 ανωτέρω). Επιπλέον, από τον λόγο αυτό προκύπτει σαφώς ότι, κατά το Συμβούλιο, η οικονομική αυτή ενίσχυση απορρέει από τους δεσμούς που διατηρούν οι μέτοχοι της προσφεύγουσας με την Κυβέρνηση του Ιράν.

42      Αντιθέτως, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, ο πρώτος λόγος, κατά τον οποίο ελέγχεται πράγματι από την Κυβέρνηση του Ιράν, εξεταζόμενος μεμονωμένα, δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό του νομικού κριτηρίου επί του οποίου στηρίζεται. Συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει να εξετασθεί σε συνάρτηση με τον δεύτερο λόγο.

43      Όσον αφορά το ζήτημα αν από την από κοινού εξέταση των δύο λόγων προκύπτει επαρκώς κατά νόμο η συλλογιστική του Συμβουλίου, πρώτον, παρατηρείται ότι οι λόγοι αυτοί πρέπει να εκτιμώνται στο γενικό πλαίσιο των μέτρων που έλαβε το Συμβούλιο κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω). Συναφώς, τόσο από την αιτιολογική σκέψη 22 της αποφάσεως 2010/413 (σκέψη 5 ανωτέρω) όσο και από την αιτιολογική σκέψη 16 της αποφάσεως 2012/635 (σκέψη 11 ανωτέρω) προκύπτει ότι το Συμβούλιο απέδειξε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των εσόδων που προέρχονται από τον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, αφενός, και της χρηματοδοτήσεως των πυρηνικών δραστηριοτήτων, αφετέρου. Καθόσον η προσφεύγουσα δραστηριοποιείται στον τομέα αυτό ως μεταφορέας φορτίων αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου, μπορούσε να αντιληφθεί ότι η οικονομική ενίσχυση για την οποία γινόταν λόγος στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και του προσβαλλόμενου κανονισμού αφορούσε την ιδιαίτερη αυτή σχέση.

44      Όπως ορθώς παρατηρεί το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα είχε πλήρη επίγνωση της προθέσεως του Συμβουλίου να την συμπεριλάβει στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων στους οποίους επιβάλλονται κυρώσεις. Συγκεκριμένα, ήδη πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και του προσβαλλόμενου κανονισμού, η προσφεύγουσα απευθύνθηκε στο Συμβούλιο προκειμένου να του γνωστοποιήσει τις ανησυχίες της όσον αφορά τις επιπτώσεις της τυχόν εγγραφής της (βλ. σκέψεις 9 και 10 ανωτέρω). Συνεπώς, η προσφεύγουσα παρακολουθούσε στενώς την πολιτική που εφάρμοζε το Συμβούλιο κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και, επομένως, όφειλε να είναι ενημερωμένη για τη σχέση που είχε δεχθεί ως υφιστάμενη το Συμβούλιο μεταξύ των εσόδων που προέρχονται από τον τομέα του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, αφενός, και της χρηματοδοτήσεως των ιρανικών πυρηνικών δραστηριοτήτων, αφετέρου.

45      Δεύτερον, καίτοι είναι αληθές ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι τους οποίους προέβαλε το Συμβούλιο για να δικαιολογήσει την εγγραφή της προσφεύγουσας είναι λακωνικοί, καθόσον δεν διευκρινίζουν ούτε το είδος της οικονομικής ενισχύσεως που θεωρείται ότι παρέχει στην Κυβέρνηση του Ιράν ούτε τη φύση των δεσμών που υφίστανται μεταξύ της εν λόγω κυβερνήσεως και των μετόχων της προσφεύγουσας, εντούτοις οι διευκρινίσεις αυτές παρέχουν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αντιληφθεί ότι πρόκειται για ενίσχυση παρεχόμενη μέσω των μετόχων της.

46      Ασφαλώς, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, λόγω της ιδιωτικοποιήσεώς της το 2000, οι μέτοχοί της δεν διατηρούσαν πλέον δεσμούς με την Κυβέρνηση του Ιράν. Εντούτοις το επιχείρημα αυτό αφορά την εκτίμηση της βασιμότητας των λόγων που προέβαλε το Συμβούλιο και δεν αφορά το ζήτημα αν οι λόγοι αυτοί πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, το ζήτημα της αιτιολογίας, η οποία συνιστά ουσιώδη τύπο, είναι αυτοτελές σε σχέση προς το ζήτημα της αποδείξεως της προβαλλόμενης συμπεριφοράς, το οποίο εμπίπτει στην ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως και προϋποθέτει τον έλεγχο του υποστατού των πραγματικών περιστατικών τα οποία εκτίθενται στην πράξη αυτή καθώς και του χαρακτηρισμού των περιστατικών αυτών ως στοιχείων που δικαιολογούν την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων εις βάρος του εμπλεκομένου προσώπου (προπαρατεθείσα απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 60).

47      Επομένως, συνάγεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του γενικού πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκαν η προσβαλλόμενη απόφαση και ο προσβαλλόμενος κανονισμός, οι λόγοι τους οποίους προέβαλε το Συμβούλιο για να δικαιολογήσει την εγγραφή του ονόματος της προσφεύγουσας στους καταλόγους των προσώπων και οντοτήτων επί των οποίων επιβάλλονται κυρώσεις, συνάδουν προς τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και, επομένως, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

48      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν ελέγχεται από την Κυβέρνηση του Ιράν και δεν της παρέχει οικονομική ενίσχυση. Διατείνεται ότι οι μέτοχοί της, που είναι ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία, τα ονόματα των οποίων εξάλλου δεν ενεγράφησαν στους καταλόγους κατά την εγγραφή της προσφεύγουσας, δεν έχουν, εξ όσων γνωρίζει, καμία σχέση με την Κυβέρνηση του Ιράν. Η προσφεύγουσα ιδιωτικοποιήθηκε το 2000 και οι πραγματικοί δικαιούχοι της (beneficial owners) είναι πέντε εκατομμύρια Ιρανών συνταξιούχων. Εν πάση περιπτώσει, έχει ζημίες και δεν έχει διανείμει μερίσματα στους μετόχους της από το 2010.

49      Το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του τα άρθρα στον Τύπο τα οποία επικαλείται το Συμβούλιο ως «πληροφορίες προερχόμενες από ανοιχτές πηγές», καθόσον, κατά την προσφεύγουσα, από το έγγραφο του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 2013 προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν τα έλαβε υπόψη του κατά την εγγραφή του ονόματός της στους καταλόγους.

50      Το Συμβούλιο εκτιμά ότι η προσφεύγουσα πληροί το κριτήριο περί παροχής οικονομικής ενισχύσεως στην Κυβέρνηση του Ιράν. Πρώτον, υπενθυμίζει ότι η απόφαση της Ένωσης περί απαγορεύσεως της εισαγωγής ιρανικού πετρελαίου έχει σκοπό να στερήσει από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν τα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου, τα οποία αντιστοιχούν στο 70 % των εσόδων του κράτους αυτού, προκειμένου να του ασκήσει πίεση για να παύσει τις πυρηνικές δραστηριότητές του. Ωστόσο, η προσφεύγουσα μετέφερε το ήμισυ σχεδόν του παραχθέντος στο Ιράν το 2011 αργού πετρελαίου, όπως πιστοποιούν ειδικότερα άρθρο του Institute for the Study of War (Ινστιτούτο πολεμικών μελετών) της 16ης Απριλίου 2012 και έκθεση της 10ης Ιανουαρίου 2013 της υπηρεσίας ερευνών του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (παραρτήματα 3 και 18 του υπομνήματος αντικρούσεως).

51      Δεύτερον, όσον αφορά τη δομή του κεφαλαίου της προσφεύγουσας, το Συμβούλιο εξηγεί ότι στηρίχθηκε σε πληροφορίες προσκομισθείσες από τα κράτη μέλη, οι οποίες επιβεβαιώνονται από στοιχεία προερχόμενα από ανοιχτές πηγές, σύμφωνα με τις οποίες 33 % του κεφαλαίου ανήκει στο State Pension Fund, 33 % στο Social Security Retirement Fund και 33 % στο NIOC Pension and Savings Fund. Βάσει των παρασχεθεισών από την προσφεύγουσα εξηγήσεων, μεταξύ άλλων, του σημειώματος του εμπειρογνώμονα που επισυνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής (παράρτημα 3), δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η προσφεύγουσα ελέγχεται πράγματι από το ιρανικό Κράτος. Συγκεκριμένα, το σημείωμα αυτό αναφέρει μόνον ότι 66 % του κεφαλαίου της προσφεύγουσας μεταβιβάστηκε σε δύο ιδιωτικές οντότητες το 2000 και, έκτοτε, η προσφεύγουσα ιδιωτικοποιήθηκε πλήρως, χωρίς να αναφέρονται τα ονόματα των αγοραστών. Επομένως, η πραγματική δομή της ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας είναι σκοπίμως αδιαφανής. Εν πάση περιπτώσει, οι μέτοχοι της προσφεύγουσας είναι κρατικά συνταξιοδοτικά ταμεία, οπότε το κράτος ελέγχει την προσφεύγουσα και αντλεί τα οφέλη της εταιρίας αυτής μέσω των μετόχων της.

52      Επιπλέον, τον Ιανουάριο του 2012, ο πρόεδρος της προσφεύγουσας, S., αντικαταστάθηκε αιφνιδίως από τον B., πρώην υπουργό οδικών δικτύων και μεταφορών του Ιράν, ο οποίος διατηρούσε στενούς δεσμούς με τον Ιρανό Πρόεδρο. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα αποπειράθηκε να αποκρύψει την κυριότητα των πλοίων του στόλου της αλλάζοντας το όνομα και τη σημαία τους.

53      Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο τονίζει ότι τα όσα υποστηρίζει αποδεικνύονται επαρκώς κατά νόμο από τα έγγραφα του φακέλου του, τα οποία κοινοποίησε στην προσφεύγουσα κατόπιν αιτήσεώς της, και από πληροφορίες τις οποίες γνωρίζει η προσφεύγουσα και προέρχονται από ανοιχτές πηγές και αποτελούνται από τις εκθέσεις και τα άρθρα του Τύπου που επισυνάπτονται στο υπόμνημα αντικρούσεως.

54      Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, το Συμβούλιο διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως για να καθορίσει, ανά περίπτωση, αν πληρούνται τα νομικά κριτήρια επί των οποίων στηρίζονται τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2012, C‑380/09 P, Melli Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 41, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, T‑42/12 και T‑181/12, Bateni κατά Συμβουλίου, σκέψη 45).

55      Ωστόσο, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν, να διασφαλίζουν τον, καταρχήν πλήρη, έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης από πλευράς των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης, και στην περίπτωση που οι πράξεις αυτές αποσκοπούν στην εφαρμογή ψηφισμάτων εκδοθέντων από το Συμβούλιο Ασφαλείας δυνάμει του κεφαλαίου VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2013, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, Επιτροπή κατά Kadi, καλούμενη «Kadi II», σκέψη 97).

56      Η αποτελεσματικότητα του δικαιοδοτικού ελέγχου την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει επίσης, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση περί εγγραφής ή διατηρήσεως του ονόματος συγκεκριμένου προσώπου στους καταλόγους, ο δικαστής της Ένωσης να βεβαιώνεται ότι η απόφαση αυτή στηρίζεται σε επαρκώς στέρεα πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται στην αιτιολογική έκθεση στην οποία στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, ούτως ώστε ο δικαιοδοτικός έλεγχος να μην περιορίζεται στην, κατ’ αόριστο τρόπο, εκτίμηση της βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων, αλλά να αφορά το αν οι λόγοι αυτοί ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής αυτός καθαευτόν για να στηρίξει την ίδια αυτή απόφαση είναι τεκμηριωμένοι (προπαρατεθείσα απόφαση Kadi II, σκέψη 119).

57      Στην αρμόδια αρχή της Ένωσης εναπόκειται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου, και όχι στο πρόσωπο αυτό να προσκομίσει την αντίθετη απόδειξη της ελλείψεως βασίμου των λόγων αυτών. Πρέπει ωστόσο οι πληροφορίες και τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν να τεκμηριώνουν τους λόγους που στήριξαν την απόφαση κατά του ενδιαφερομένου προσώπου (προπαρατεθείσα απόφαση Kadi II, σκέψεις 121 και 122).

58      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα που ανέπτυξε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι και μόνον εκ των σχέσεων της προσφεύγουσας με τον ιρανικό τομέα του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου, μέσω της δραστηριότητάς της μεταφοράς του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου που παράγεται στο Ιράν, αποδεικνύεται ότι η προσφεύγουσα παρέχει οικονομική στήριξη στην Κυβέρνηση του Ιράν, αρκεί να υπομνησθεί ότι η εγγραφή της προσφεύγουσας στους καταλόγους στηρίζεται στην παροχή οικονομικής στηρίξεως στην Κυβέρνηση του Ιράν, χάρη στους δεσμούς τους οποίους διατηρούν οι μέτοχοι της προσφεύγουσας με την Κυβέρνηση του Ιράν. Ωστόσο, η μεταφορά του πετρελαίου δεν έχει καμία σχέση με την προβαλλόμενη ύπαρξη δεσμών μεταξύ των μετόχων της προσφεύγουσας και της Κυβερνήσεως. Κατά τη νομολογία, η νομιμότητα των προσβαλλομένων πράξεων μπορεί να εξετασθεί μόνον λαμβανομένων υπόψη αποκλειστικώς των πραγματικών και νομικών στοιχείων βάσει των οποίων εκδόθηκαν. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί την πρόταση του Συμβουλίου περί αντικαταστάσεως, κατ’ ουσίαν, του σκεπτικού των πράξεων αυτών (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 2013, T‑552/12, North Drilling κατά Συμβουλίου, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

59      Ομοίως, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διευκρινίσεις του Συμβουλίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η προσφεύγουσα, η οποία είναι πρώην θυγατρική της National Iranian Oil Company (στο εξής: NIOC), παρέμεινε μετά την ιδιωτικοποίησή της υπό τον έλεγχο της κρατικής αυτής επιχειρήσεως, η οποία ανήκει πλήρως στο ιρανικό Κράτος και έχει συμπεριληφθεί στον κατάλογο των οντοτήτων στις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις λόγω οικονομικής ενισχύσεως προς την Κυβέρνηση του Ιράν. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η εν λόγω συλλογιστική κατά την οποία η οικονομική ενίσχυση προς την Κυβέρνηση του Ιράν πραγματοποιείται μέσω τρίτης εταιρίας, ήτοι της NIOC. Οι λόγοι περί εγγραφής της προσφεύγουσας δεν αφορούν την παροχή έμμεσης οικονομικής ενισχύσεως προκύπτουσας από τους δεσμούς μεταξύ της προσφεύγουσας και της NIOC, αλλά την οικονομική ενίσχυση της προσφεύγουσας στην Κυβέρνηση του Ιράν μέσω των δεσμών μεταξύ των μετόχων της προσφεύγουσας και της Κυβερνήσεως του Ιράν.

60      Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, καθόσον τα προαναφερθέντα επιχειρήματα του Συμβουλίου αποσκοπούν στο να αποδείξουν ότι η προσφεύγουσα παρέχει έμμεση οικονομική ενίσχυση στην Κυβέρνηση του Ιράν, χάρη στη δραστηριότητά της θαλάσσιας μεταφοράς του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, διαπιστώνεται ότι η εφαρμοστέα ρύθμιση προβλέπει το κριτήριο περί παροχής οικονομικής στηρίξεως στην Κυβέρνηση του Ιράν, και όχι το κριτήριο παροχής έμμεσης οικονομικής στηρίξεως. Ωστόσο, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα του Συμβουλίου, μόνον το γεγονός ότι, με τη δραστηριότητά της μεταφοράς, η προσφεύγουσα εμπλέκεται στον τομέα του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου του Ιράν, ο οποίος αποτελεί μία από τις κύριες πηγές εσόδων της Κυβερνήσεως του Ιράν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται από το νομικό κριτήριο περί παροχής οικονομικής στηρίξεως στην κυβέρνηση αυτή.

61      Τρίτον, όσον αφορά τη δομή του κεφαλαίου της, η προσφεύγουσα ορθώς επισημαίνει ότι στον φάκελο του Συμβουλίου δεν περιλαμβάνεται κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Ειδικότερα, ούτε οι προτάσεις περί εγγραφής του ονόματός της στον κατάλογο, τις οποίες κατέθεσαν τρία κράτη μέλη, με ημερομηνίες 19, 24 και 28 Σεπτεμβρίου 2012, ούτε τα λοιπά έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο προσδιορίζουν τους μετόχους της προσφεύγουσας ή περιέχουν κάποιο στοιχείο δυνάμενο να στηρίξει τους ισχυρισμούς ότι η προσφεύγουσα ελέγχεται από την Κυβέρνηση του Ιράν ή παρέχει οικονομική στήριξη σε αυτήν μέσω των μετόχων της, οι οποίοι διατηρούν δεσμούς με την κυβέρνηση αυτή. Τα μόνα στοιχεία του φακέλου σχετικά με την προσφεύγουσα αφορούν αιτιάσεις περιλαμβανόμενες κατ’ ουσίαν στην προσβαλλόμενη απόφαση και στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

62      Κατά συνέπεια, προς στήριξη των αιτιάσεων αυτών, οι οποίες επαναλαμβάνονται στην αιτιολογία για την εγγραφή της προσφεύγουσας, το Συμβούλιο δεν μπορεί να επικαλεστεί βασίμως, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τα πραγματικά επιχειρήματα που συνοψίστηκαν στις σκέψεις 51 και 52 ανωτέρω, στον βαθμό που τα επιχειρήματα αυτά δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο και, ως εκ τούτου, δεν κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα, κατόπιν της αιτήσεώς της, με την απάντηση του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 2013. Συγκεκριμένα, αν ληφθούν υπόψη τα επιχειρήματα αυτά παραβιάζεται, αφενός, η αρχή ότι η νομιμότητα των προσβαλλομένων πράξεων μπορεί να εξετασθεί λαμβανομένων υπόψη αποκλειστικώς των πραγματικών και νομικών στοιχείων βάσει των οποίων εκδόθηκαν και, αφετέρου, θίγονται τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας (προπαρατεθείσα απόφαση Bateni κατά Συμβουλίου, σκέψη 57). Συγκεκριμένα, εφόσον η προσφεύγουσα δεν έλαβε την ανακοίνωση των νέων αιτιάσεων σε εύθετο χρόνο, αφενός, στερείται της δυνατότητας να επικαλεστεί βασίμως την άποψη της συναφώς στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει τη βασιμότητα της εγγραφής του ονόματός της καθώς και τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή. Επομένως, προσβάλλεται η αρχή της ισότητας των διαδίκων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση North Drilling κατά Συμβουλίου, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Ομοίως, η επιχειρηματολογία του Συμβουλίου ότι η νέα αντικατάσταση, τον Μάρτιο του 2013, του προέδρου της προσφεύγουσας επιβεβαιώνει τους στενούς δεσμούς μεταξύ των μετόχων της και της Κυβερνήσεως του Ιράν, είναι αλυσιτελής καθόσον στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και του προσβαλλομένου κανονισμού.

64      Συνεπώς, τα στοιχεία που μπορεί να λάβει υπόψη του το Γενικό Δικαστήριο δεν περιλαμβάνουν κανένα στοιχείο δυνάμενο να στηρίξει τις αιτιάσεις του Συμβουλίου ότι η προσφεύγουσα ελέγχεται από την Κυβέρνηση του Ιράν και παρέχει οικονομική ενίσχυση στην κυβέρνηση αυτή.

65      Επομένως, η εγγραφή του ονόματος της προσφεύγουσας στους καταλόγους στερείται δικαιολογίας.

66      Κατόπιν αυτού, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

67      Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ο προσβαλλόμενος κανονισμός, καθόσον αφορούν την προσφεύγουσα.

 Επί των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και του προσβαλλομένου κανονισμού

68      Η προσφεύγουσα ζητεί να τεθεί σε άμεση ισχύ η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και του προσβαλλομένου κανονισμού. Διατείνεται ότι η απόφαση του Συμβουλίου περί εγγραφής του ονόματός της στους καταλόγους έχει φύση ατομικής αποφάσεως, και όχι κανονισμού, όπως προκύπτει από την υποχρέωση του Συμβουλίου να κοινοποιεί ατομικώς τα περιοριστικά μέτρα στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ή στις ενδιαφερόμενες οντότητες. Η προσφεύγουσα επικαλείται την προπαρατεθείσα απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (σκέψεις 86 και 87), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι απόφαση περί εφαρμογής του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (EE L 103, σ. 1), δεν είχε αποκλειστικώς γενικό χαρακτήρα, αλλά είχε φύση ατομικής πράξεως έναντι των προσώπων ή των οντοτήτων τα ονόματα των οποίων εγγράφονταν με την απόφαση αυτή στο παράρτημα V του εν λόγω κανονισμού.

69      Κατά την προσφεύγουσα, το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει αποκλειστικώς τη διατήρηση σε ισχύ ενός κανονισμού, και όχι μιας αποφάσεως, κατόπιν ακυρώσεώς του από το Γενικό Δικαστήριο, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι της απορρίψεώς της από το Δικαστήριο, προκειμένου να περιοριστούν οι δυσμενείς συνέπειες της ακυρώσεως από το Γενικό Δικαστήριο γενικών κανόνων που ισχύουν στο σύνολο της Ένωσης, όταν οι κανόνες αυτοί δύνανται τελικώς να επικυρωθούν στο πλαίσιο αναιρέσεως.

70      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο 60 του Οργανισμού του Δικαστηρίου αντιτίθεται στην ακύρωση με άμεση ισχύ του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συνεπώς, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει επίσης να επιβάλει την αναστολή των αποτελεσμάτων της τυχόν ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.

71      Επομένως, το Συμβούλιο στηρίζεται σε πάγια νομολογία, κατά την οποία το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου εφαρμόζεται όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρώσεως από το Γενικό Δικαστήριο κανονισμού, όπως ο κανονισμός 267/2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης έκρινε μέχρι τώρα ότι ο κανονισμός 267/2012, περιλαμβανομένου του παραρτήματος IX, έχει τη φύση κανονισμού, εφόσον το άρθρο 51, δεύτερο εδάφιο, προβλέπει ότι είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη, όπερ αντιστοιχεί στα αποτελέσματα κανονισμού όπως προβλέπονται από το άρθρο 288 ΣΛΕΕ (προπαρατεθείσες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Bateni κατά Συμβουλίου, σκέψη 83, και T‑110/12, Iranian Offshore Engineering & Constructions κατά Συμβουλίου, σκέψη 74· βλ., επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2011, C‑548/09 P, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. I‑11381, σκέψη 45).

72      Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν ευσταθεί.

73      Συγκεκριμένα, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το ζήτημα αν η απόφαση περί εγγραφής του ονόματος της προσφεύγουσας στους επίμαχους καταλόγους είναι κανονιστικής φύσεως κατά την έννοια του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού, αρκεί να επισημανθεί ότι το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ παρέχει, εν πάση περιπτώσει, στον δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα να προσδιορίσει, εάν το κρίνει απαραίτητο, τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξεως τα οποία πρέπει να θεωρηθούν ως οριστικά. Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει, βάσει της διατάξεως αυτής, την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των ακυρωτικών αποφάσεών του (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2013, T‑58/12, Nabipour κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψεις 250 και 251).

74      Υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, για τους εκτιθέμενους κατωτέρω λόγους, απαιτείται να αναστείλει την έναρξη ισχύος των αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως μέχρι την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την απόρριψή της.

75      Το πυρηνικό πρόγραμμα που έθεσε σε εφαρμογή η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν είναι πηγή έντονων ανησυχιών τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο διεύρυνε σταδιακώς τον αριθμό των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνει κατά του κράτους αυτού, προκειμένου να παρακωλύσει την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που θέτουν σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, στο πλαίσιο εφαρμογής των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας.

76      Συνεπώς, το ενδιαφέρον της προσφεύγουσας να επιτύχει την άμεση ισχύ της παρούσας ακυρωτικής αποφάσεως πρέπει να σταθμιστεί με τον σκοπό γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η πολιτική της Ένωσης στον τομέα των περιοριστικών μέτρων κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν. Η διαφοροποίηση των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως περιοριστικού μέτρου μπορεί με τον τρόπο αυτό να δικαιολογείται από την ανάγκη να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων και, εν τέλει, από επιτακτικούς λόγους αναγόμενους στην ασφάλεια ή απορρέοντες από τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης και των κρατών μελών της (βλ., κατ’ αναλογία με τη μη υποχρέωση προηγουμένης γνωστοποιήσεως στον ενδιαφερόμενο των λόγων της αρχικής εγγραφής του στους καταλόγους, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑27/09 P, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, Συλλογή 2011, σ. Ι-13427, σκέψη 67).

77      Πάντως, η ακύρωση με άμεση ισχύ των προσβαλλομένων πράξεων καθόσον αφορούν την προσφεύγουσα θα μπορούσε να της δώσει τη δυνατότητα να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος της περιουσίας της εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς το Συμβούλιο να μπορέσει ενδεχομένως να εφαρμόσει σε εύθετο χρόνο το άρθρο 266 ΣΛΕΕ προκειμένου να διορθώσει τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν με την παρούσα απόφαση, οπότε θα θιγόταν κατά τρόπο σοβαρό και μη αναστρέψιμο η αποτελεσματικότητα κάθε δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων που ενδεχομένως θα μπορούσε να αποφασίσει στο μέλλον το Συμβούλιο έναντι της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 266 ΣΛΕΕ στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να επισημανθεί ότι η ακύρωση με την παρούσα απόφαση της εγγραφής του ονόματος της προσφεύγουσας στους καταλόγους απορρέει από το γεγονός ότι οι λόγοι της εγγραφής αυτής δεν τεκμηριώνονται με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία (βλ. σκέψη 65 ανωτέρω). Μολονότι στο Συμβούλιο εναπόκειται να αποφασίσει τη λήψη εκτελεστικών μέτρων της αποφάσεως αυτής, δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί νέα εγγραφή του ονόματος της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της νέας αυτής εξετάσεως, το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να συμπεριλάβει εκ νέου το όνομα της προσφεύγουσας βάσει επαρκώς κατά νόμο αιτιολογημένων λόγων.

78      Συνεπώς, τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως και του προσβαλλομένου κανονισμού διατηρούνται σε ισχύ έναντι της προσφεύγουσας, μέχρι την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την απόρριψη της αναιρέσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε όσον αφορά τα κύρια αιτήματά του, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 2012/635/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, καθόσον προβλέπει την εγγραφή του ονόματος της National Iranian Tanker Company στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ.

2)      Ακυρώνει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 945/2012 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, καθόσον προβλέπει την εγγραφή του ονόματος της National Iranian Tanker Company στο παράρτημα IX του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010.

3)      Τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2012/635 και του εκτελεστικού κανονισμού 945/2012 διατηρούνται σε ισχύ όσον αφορά τη National Iranian Tanker Company, μέχρι την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, αν έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την απόρριψη της αναιρέσεως.

4)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει, εκτός από τα δικαστικά έξοδά του, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η National Iranian Tanker Company.

van der Woude

Wiszniewska-Białecka

Kancheva

Wetter

 

      Ulloa Rubio

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Ιουλίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.