Language of document : ECLI:EU:T:2013:261

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 17ης Μαΐου 2013 (*)

«ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων – ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες εξαιρούμενες από τη χρηματοδότηση – Ελαιόλαδο – Aροτραίες καλλιέργειες – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Προσαύξηση του συντελεστή της κατ’ αποκοπή διορθώσεως λόγω παραβάσεως καθ’ υποτροπή – Επιπτώσεις της μεταρρυθμίσεως της ΚΓΠ στην κατ’ αποκοπή διόρθωση – Αναλογικότητα – Φύση των δαπανών για τη σύσταση του ΣΓΠ-ΕΤ»

Στην υπόθεση T‑294/11,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Χαλκιά και τη Σ. Παπαϊωάννου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Δ. Τριανταφύλλου και την Α. Μαρκουλλή,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2011/244/ΕΕ της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 2011, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 102, σ. 33), όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και M. Prek (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διεξήγαγε στον τομέα των ενισχύσεων στο ελαιόλαδο δύο έρευνες (με αριθμούς OTS/2006/01 και NAC/2007/03). Με έγγραφα της 20ής Ιουνίου 2006 και της 8ης Οκτωβρίου 2007, πληροφόρησε την Ελληνική Δημοκρατία για τις έρευνες αυτές και εξέθεσε τις πλημμέλειες που διαπίστωσαν οι ελεγκτές της. Με έγγραφα της 21ης Αυγούστου 2006 και της 6ης Φεβρουαρίου 2008, η Ελληνική Δημοκρατία διατύπωσε τις παρατηρήσεις της επί των ευρημάτων των ερευνών αυτών που διεξήγαγε η Επιτροπή. Η Επιτροπή και οι ελληνικές αρχές πραγματοποίησαν διμερή συνάντηση στις 4 Σεπτεμβρίου 2007 και στις 14 Νοεμβρίου 2008. Με έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή γνωστοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1290/2005 του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 171, σ. 90). Το όργανο συμβιβασμού εξέδωσε τη γνωμοδότησή του επί της αιτήσεως συμβιβασμού στις 30 Απριλίου 2010. Η Επιτροπή υπέβαλε τη συνοπτική έκθεσή της στις 16 Μαρτίου 2011.

2        Η Επιτροπή παρατηρεί στη συνοπτική έκθεσή της ότι το σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών στον ελαιοκομικό τομέα (στο εξής: ΣΓΠ-ΕΤ) το οποίο εφαρμόστηκε στην Ελλάδα για τον έλεγχο των ενισχύσεων στην παραγωγή ελαιόλαδου είχε τόσο σημαντικές πλημμέλειες ώστε δεν μπορούσε να θεωρηθεί ολοκληρωμένο κατά τα έτη 2003­-2004. Υπογραμμίζει ότι οι ορθοφωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την πρώτη ακόμη περίοδο εμπορίας ήταν ήδη παλαιότερες των πέντε ετών. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, για τη σύσταση του ΣΓΠ-ΕΤ, η Ελληνική Δημοκρατία συνδύασε τις ορθοφωτογραφίες της περιόδου εμπορίας 1997/1998 με τις δηλώσεις καλλιέργειας που υποβλήθηκαν ειδικά για την εν λόγω σύσταση κατά την περίοδο εμπορίας 2002/2003. Επισημαίνει, εντούτοις, ότι οι εν λόγω δηλώσεις καλλιέργειας για τη σύσταση του ΣΓΠ-ΕΤ δεν διασταυρώθηκαν με τις δηλώσεις του «παλαιού συστήματος», δηλαδή με αυτές που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο της διαχείρισης του καθεστώτος ενίσχυσης στην παραγωγή ελαιόλαδου για την ίδια περίοδο 2002/2003, και διαπιστώνει ότι προέκυψαν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των δύο πηγών δεδομένων (των παλαιών δηλώσεων και του ΣΓΠ-ΕΤ). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, για την περίοδο εμπορίας 2003/2004 (κατά την οποία άρχισε η εφαρμογή του ΣΓΠ-ΕΤ), οι δηλώσεις καλλιέργειας έπρεπε να ελέγχονται μέσω του ΣΓΠ-ΕΤ, γεγονός το οποίο προϋπέθετε την υποβολή, στο πλαίσιο του ελέγχου, νέων ή τροποποιητικών δηλώσεων. Όμως, κατά την Επιτροπή, δεν έγινε χρήση των πολυάριθμων νέων ή τροποποιητικών δηλώσεων καλλιέργειας που υποβλήθηκαν, οπότε είναι πολύ πιθανό ο αριθμός των δηλώσεων καλλιέργειας που αποκλίνουν –δηλαδή οι δηλώσεις για τις οποίες διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός των δηλωθέντων για εκμετάλλευση ελαιόδεντρων αποκλίνει κατά ποσοστό πλέον του 3 % από τον αριθμό που προσδιορίζεται με κάθε πρόσφορο μέσο, ειδικότερα με πρόσφατες αεροφωτογραφίες ή δορυφορικές φωτογραφίες υψηλής ευκρίνειας– να υπερβαίνει το 5 % των δηλώσεων καλλιέργειας. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση επικαιροποιήσεως του ΣΓΠ-ΕΤ για την περίοδο 2004/2005.

3        Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διεξήγαγαν έρευνα (OTS/2005/11) για τη διαδικασία χρηματοδοτήσεως του ΣΓΠ-ΕΤ. Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις της στην Ελληνική Δημοκρατία στις 12 Αυγούστου 2005. Οι ελληνικές αρχές απάντησαν στις εν λόγω παρατηρήσεις με δύο έγγραφα, της 18ης Οκτωβρίου 2005 και της 2ας Φεβρουαρίου 2006. Η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία σε διμερή συνάντηση στις 23 Ιανουαρίου 2009, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2009. Τα πρακτικά της εν λόγω συναντήσεως κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία στις 9 Ιουνίου 2009. Η Ελληνική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 6ης Αυγούστου 2009. Την 1η Οκτωβρίου 2009, η Επιτροπή κοινοποίησε επίσημα τα συμπεράσματά της. Το όργανο συμβιβασμού εξέδωσε τη γνωμοδότησή του επί της αιτήσεως συμβιβασμού την 1η Μαρτίου 2010. Η Επιτροπή υπέβαλε στη συνέχεια την τελική της θέση στις 20 Οκτωβρίου 2010.

4        Στην τελική της θέση, η Επιτροπή ανέφερε ότι το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2366/98 της Επιτροπής, της 30ής Οκτωβρίου 1998, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος ενίσχυσης στην παραγωγή ελαιόλαδου για τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2000/01 (ΕΕ L 293, σ. 50), προέβλεπε τη χρηματοδότηση των δαπανών που αφορούσαν τη σύσταση του ΣΓΠ-ΕΤ καθώς και την τακτική ενημέρωση της βάσεως γραφικών αναφοράς του ΣΓΠ-ΕΤ κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που καλύπτει τις περιόδους εμπορίας 1998/1999 έως 2002/2003. Η Επιτροπή έκρινε επομένως ότι έπρεπε να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση όλες τις δαπάνες που αφορούσαν το έργο που πραγματοποιήθηκε μετά το τέλος της περιόδου εμπορίας 2002/2003, δηλαδή μετά τις 31 Οκτωβρίου 2003.

5        Όσον αφορά το καθεστώς άμεσων ενισχύσεων στις αροτραίες καλλιέργειες, η Επιτροπή διεξήγαγε έρευνα (AA/2007/007) από τις 9 έως τις 12 Ιουλίου 2007. Απέστειλε τις παρατηρήσεις της στην Ελληνική Δημοκρατία στις 11 Οκτωβρίου 2007 και η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2007. Στις 27 Απριλίου 2009 πραγματοποιήθηκε διμερής συνάντηση την οποία είχε ζητήσει η Επιτροπή με έγγραφο της 3ης Απριλίου 2009. Τα πρακτικά της διμερούς συναντήσεως κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία στις 7 Ιουλίου 2009. Η Ελληνική Δημοκρατία κοινοποίησε επισήμως τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 2009. Η Επιτροπή κοινοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της με έγγραφο της 23ης Μαρτίου 2010. Στις 4 Οκτωβρίου 2010, το όργανο συμβιβασμού εξέδωσε τη γνωμοδότησή του επί της αιτήσεως συμβιβασμού που υπέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία. Η Επιτροπή διατύπωσε στη συνέχεια την τελική της θέση στις 20 Δεκεμβρίου 2010.

6        Στην τελική της θέση, η Επιτροπή έκρινε ότι η λειτουργία του συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών και του συστήματος αναγνώρισης αγροτεμαχίων (στο εξής: ΣΑΑ/ΣΓΠ) και οι επιτόπιοι έλεγχοι ήταν ανεπαρκείς. Υπογράμμισε ότι οι πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν αφορούσαν τους βασικούς ελέγχους.

7        Με την εκτελεστική απόφαση 2011/244/ΕΕ, της 15ης Απριλίου 2011, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 102, σ. 33) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή επέβαλε στις δαπάνες που δηλώθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία τις ακόλουθες τρεις διορθώσεις:

–        133 315 230,85 ευρώ στον ελαιοκομικό τομέα για τις περιόδους 2003/2004 και 2004/2005·

–        3 701 088,51 ευρώ για εκπρόθεσμες δαπάνες κατάρτισης ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα·

–        122 425 959,66 ευρώ για το καθεστώς των άμεσων ενισχύσεων των αροτραίων καλλιεργειών για τις δηλώσεις του 2007.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Ιουνίου 2011, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

9        Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να δεχθεί την προσφυγή της·

–        να ακυρωθεί ή να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τις δημοσιονομικές διορθώσεις σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας στον τομέα της παραγωγής του ελαιόλαδου για τις περιόδους 2003/2004 και 2004/2005, τις εκπρόθεσμες δαπάνες κατάρτισης του ΣΓΠ-ΕΤ και το καθεστώς άμεσων ενισχύσεων στις αροτραίες καλλιέργειες για το έτος 2007·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

10      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

11      Προς στήριξη της προσφυγής, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως. Οι δύο πρώτοι λόγοι αφορούν τη δημοσιονομική διόρθωση ποσού 133 315 230,85 ευρώ στον τομέα της παραγωγής ελαιόλαδου για τις περιόδους υποβολής δηλώσεων 2003/2004 και 2004/2005. Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αφορούν τη δημοσιονομική διόρθωση ποσού 3 701 088,51 ευρώ στις εκπρόθεσμες δαπάνες κατάρτισης του ΣΓΠ-ΕΤ. Ο πέμπτος, ο έκτος και ο έβδομος λόγος αφορούν τη δημοσιονομική διόρθωση ποσού 122 425 959,66 ευρώ που επιβλήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος άμεσων ενισχύσεων στις αροτραίες καλλιέργειες για τις δηλώσεις του έτους 2007.

12      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, διευκρίνισε ότι παραιτείται από το δεύτερο μέρος του δευτέρου αιτήματός της περί μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και αυτό σημειώθηκε στα πρακτικά.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

13      Η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά ότι διεξήχθησαν οι δύο βασικοί έλεγχοι –δηλαδή η σύσταση του πλήρους ΣΓΠ-ΕΤ και η διενέργεια ελέγχων συνοχής μεταξύ των δηλώσεων καλλιέργειας και των αποδόσεων των ελαιόδεντρων ή η διενέργεια εναλλακτικών ελέγχων, αφενός, και οι επαρκείς σε ποσότητα και ποιότητα επιθεωρήσεις σε ελαιοτριβεία, αφετέρου– και ότι οι διορθώσεις του 10 % για την περίοδο εμπορίας 2003/2004 και του 15 % για την περίοδο 2004/2005 αντιστοίχως δεν δικαιολογούνται. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένως τα πραγματικά περιστατικά ως προς τα εξής τρία σημεία: πρώτον, το ΣΓΠ-ΕΤ που υφίσταται στην Ελλάδα από την 1η Νοεμβρίου 2003 είναι λειτουργικό και αξιόπιστο και παρέχει έτσι τη δυνατότητα ελέγχου όλου του καθεστώτος της ενίσχυσης στην παραγωγή του ελαιόλαδου· δεύτερον, οι δηλώσεις καλλιέργειας ελέγχονται συστηματικά· τρίτον, η γενική λειτουργία των ελαιοτριβείων ελέγχεται συστηματικά.

 Επί των ελλείψεων στο ΣΓΠ-ΕΤ και στους ελέγχους των δηλώσεων καλλιέργειας και της συμφωνίας μεταξύ των δηλώσεων καλλιέργειας και των αποδόσεων των ελαιόδεντρων

14      Στη συνοπτική έκθεση της 16ης Μαρτίου 2011, η Επιτροπή έκρινε ότι το ΣΓΠ-ΕΤ βαρυνόταν με τόσο σημαντικές πλημμέλειες ώστε δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε ολοκληρωθεί κατά τα έτη 2003-2004 ούτε ότι είχε επικαιροποιηθεί κατά την περίοδο 2004/2005. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 2 ανωτέρω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι ορθοφωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την πρώτη ακόμη περίοδο εμπορίας ήταν ήδη παλαιότερες των πέντε ετών. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, για τη σύσταση του ΣΓΠ-ΕΤ, η Ελληνική Δημοκρατία συνδύασε τις ορθοφωτογραφίες της περιόδου εμπορίας 1997/1998 με τις δηλώσεις καλλιέργειας που υποβλήθηκαν ειδικά για την εν λόγω σύσταση κατά την περίοδο εμπορίας 2002/2003. Επισημαίνει εντούτοις ότι οι εν λόγω δηλώσεις καλλιέργειας για τη σύσταση του ΣΓΠ-ΕΤ δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διασταυρωτικών ελέγχων με τις δηλώσεις του «παλαιού συστήματος», δηλαδή με αυτές που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο της διαχείρισης του καθεστώτος ενίσχυσης στην παραγωγή ελαιόλαδου για την ίδια περίοδο 2002/2003, και διαπιστώνει ότι προέκυψαν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των δύο πηγών δεδομένων (παλαιές δηλώσεις και ΣΓΠ-ΕΤ). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι για την περίοδο εμπορίας 2003/2004, κατά την οποία άρχισε η εφαρμογή του ΣΓΠ-ΕΤ, οι δηλώσεις καλλιέργειας έπρεπε να ελέγχονται με το ΣΓΠ-ΕΤ, γεγονός το οποίο προϋπέθετε την υποβολή, ενόψει του ελέγχου, νέων ή τροποποιητικών δηλώσεων. Όμως, κατά την Επιτροπή, δεν έγινε χρήση των πολυάριθμων νέων ή τροποποιητικών δηλώσεων καλλιέργειας που υποβλήθηκαν (περίπου 160 000), οπότε είναι πολύ πιθανό ο αριθμός των δηλώσεων καλλιέργειας που αποκλίνουν –δηλαδή οι δηλώσεις για τις οποίες διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός των δηλωθέντων για εκμετάλλευση ελαιόδεντρων αποκλίνει κατά ποσοστό πλέον του 3 % από τον αριθμό που προσδιορίζεται με κάθε πρόσφορο μέσο, ειδικότερα με πρόσφατες αεροφωτογραφίες ή δορυφορικές φωτογραφίες υψηλής ευκρίνειας– να υπερβαίνει το 5 % των δηλώσεων καλλιέργειας. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση επικαιροποιήσεως του ΣΓΠ-ΕΤ για την περίοδο 2004/2005.

15      Πρώτον, όσον αφορά το χαρτογραφικό υπόβαθρο που χρησιμοποιήθηκε για τη σύνταξη και κατάρτιση του ελαιοκομικού μητρώου –το οποίο αντικαταστάθηκε από το ΣΓΠ-ΕΤ και του οποίου τα στοιχεία ελήφθησαν ως βάση για τη σύσταση του εν λόγω ΣΓΠ– πρέπει καταρχάς να τονιστεί ότι το άρθρο 24 του κανονισμού 2366/98 προβλέπει τη δημιουργία μιας ηλεκτρονικής βάσης γραφικών αναφοράς, ότι η εν λόγω βάση θα αποτελείται μεταξύ άλλων από ψηφιακές ορθοφωτογραφίες και ότι θα επικαιροποιείται κατά τακτά χρονικά διαστήματα κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα στοιχεία που περιέχει θα αποτελούν τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα και ότι η ορθοφωτογραφία δεν θα είναι παλαιότερη των πέντε ετών.

16      Από το δικόγραφο της Ελληνικής Δημοκρατίας προκύπτει ότι το 20 % των ορθοφωτοχαρτών συντάχθηκε βάσει αεροφωτογραφιών του 1997 και το 41 % βάσει αεροφωτογραφιών του 1998. Επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως τονίζει η Επιτροπή, ότι ποσοστό 61 % της χαρτογραφικής βάσης που χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο 2003/2004 και, κατά μείζονα λόγο, κατά την περίοδο 2004/2005 υπερέβαινε σε παλαιότητα την πενταετία.

17      Κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία δεν αναιρεί τα ως άνω συμπεράσματα.

18      Πρώτον, είναι αλυσιτελές το επιχείρημα ότι η κοινή πείρα έχει δείξει ότι στις περιοχές που υπάρχουν μόνιμες καλλιέργειες, όπως είναι οι ελαιώνες, οι μεταβολές δεν είναι συχνές και το χαρτογραφικό υπόβαθρο είναι επομένως περισσότερο σταθερό. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν αίρουν την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 24 του κανονισμού 2366/98. Η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε επομένως να επικαιροποιήσει το χαρτογραφικό υπόβαθρο και να μεριμνήσει ώστε οι ορθοφωτογραφίες να μην υπερβαίνουν σε παλαιότητα τα πέντε έτη.

19      Δεύτερον, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έλαβε υπόψη πέντε «ημερολογιακά» έτη αντί για «χρονικό διάστημα» πέντε ετών δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τη διαπίστωση ότι ένα μεγάλο τμήμα του χαρτογραφικού υποβάθρου ήταν παλαιότερο των πέντε ετών. Συγκεκριμένα, ακόμα και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το «χρονικό διάστημα» των πέντε ετών, το ως άνω διάστημα είχε ως αφετηρία την 1η Νοεμβρίου 2003 όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2003/2004. Όμως, ένας μεγάλος αριθμός αεροφωτογραφιών είναι προγενέστερες της 1ης Νοεμβρίου 1998.

20      Τρίτον, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, οι παλαιότερες αεροφωτογραφίες επικαιροποιήθηκαν το 2003.

21      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, προς απόδειξη παραβάσεως των κανόνων της κοινής οργανώσεως γεωργικών αγορών, στην Επιτροπή εναπόκειται όχι να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό τον ανεπαρκή χαρακτήρα των διενεργηθέντων από τις εθνικές αρχές ελέγχων ή το παράτυπο των διαβιβασθέντων από αυτές αριθμητικών στοιχείων, αλλά να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που έχει όσον αφορά αυτούς τους ελέγχους ή αυτά τα αριθμητικά στοιχεία. Οι ως άνω ελαστικότερες προϋποθέσεις όσον αφορά τη βαρύνουσα την Επιτροπή υποχρέωση αποδείξεως εξηγούνται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι καλύτερα σε θέση να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ στοιχεία και σε αυτό εναπόκειται, κατά συνέπεια, να προσκομίσει τις πλέον λεπτομερείς και πλήρεις αποδείξεις για το υποστατό των ελέγχων ή το ακριβές των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των ισχυρισμών της Επιτροπής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2001, C-247/98, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-1, σκέψεις 7 έως 9, της 6ης Μαρτίου 2001, C-278/98, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-1501, σκέψεις 39 έως 41, και της 19ης Ιουνίου 2003, C-329/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-6103, σκέψη 68).

22      Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Ελληνική Δημοκρατία απέδειξε την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής ή την απουσία κινδύνου ζημίας ή παρατυπίας για το ΕΓΤΠΕ (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C-318/02, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 36), βάσει της εφαρμογής αξιόπιστου και αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C-300/02, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-1341, σκέψη 95).

23      Κατ’ αρχάς, η Ελληνική Δημοκρατία, προκειμένου να αποδείξει την επικαιροποίηση των αεροφωτογραφιών, υποστηρίζει ότι 1 835 ορθοφωτοχάρτες παρήχθησαν με χρήση δορυφορικών εικόνων VHR (Very High Resolution) και επικαλείται, ενδεικτικά, τον Νομό Ηλείας. Εντούτοις πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως τονίζει η Επιτροπή, από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν προς στήριξη του επιχειρήματος της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν προσδιορίζεται το έτος λήψης των αεροφωτογραφιών σε διάφορους νομούς, μεταξύ των οποίων ο Νομός Ηλείας, και επομένως υφίστανται σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες ως προς την έγκαιρη επικαιροποίηση των αεροφωτογραφιών.

24      Εν συνεχεία, η Ελληνική Δημοκρατία ατελέσφορα επικαλείται την τελική τεχνική έκθεση με τίτλο «TAVOLIG Technical Assistance for the Implementation of Vineyard and Olive register in Greece. Final Report» (TAVOLIG Τεχνική υποστήριξη για την Κατάρτιση Αμπελουργικού και Ελαιοκομικού Μητρώου στην Ελλάδα, Τελική Έκθεση), που εκπονήθηκε από εμπειρογνώμονα ο οποίος περιγράφει συνοπτικά όλα τα στάδια καταρτίσεως του ΣΓΠ-ΕΤ και τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τη σύστασή του, για να υποστηρίξει ότι το ΣΓΠ-ΕΤ επικαιροποιήθηκε εγκαίρως. Συγκεκριμένα, από τις παρατηρήσεις του ως άνω εμπειρογνώμονα προκύπτει ότι, παρά τις προόδους που είχαν σημειωθεί, η διαδικασία ήταν σε εξέλιξη και εκκρεμούσαν ακόμη αρκετές εργασίες.

25      Συναφώς, όπως αναγνωρίζει και η Ελληνική Δημοκρατία, ο διαγωνισμός για την ανανέωση του χαρτογραφικού υπόβαθρου προκηρύχθηκε τον Ιούνιο του 2003 και η διαδικασία ολοκληρώθηκε το 2004. Επομένως, το αποτέλεσμα του διαγωνισμού δεν μπορούσε να είναι αξιοποιήσιμο κατά την έναρξη της περιόδου 2003/2004, ούτε, προφανώς, κατά την έναρξη της περιόδου 2004/2005.

26      Είναι αληθές ότι η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται διοικητικές και δικαστικές δυσχέρειες που αντιμετώπισε στην εσωτερική έννομη τάξη της στο πλαίσιο του διαγωνισμού που προκηρύχθηκε για την ανανέωση του χαρτογραφικού υποβάθρου, για τις οποίες ενημέρωσε την Επιτροπή. Η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά ότι η νομολογία επιτρέπει σε κράτος μέλος να αποφύγει τις δυσμενείς συνέπειες της μη εφαρμογής μέτρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον ενημερώσει εγκαίρως την Επιτροπή για τις αντικειμενικές και ανυπέρβλητες δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπισε και εφόσον συνεργαστεί μαζί της για την εξεύρεση λύσεως.

27      Το επιχείρημα αυτό όμως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη τήρηση υποχρεώσεως την οποία υπέχει από τη σχετική με το ΕΓΤΠΕ νομοθεσία επικαλούμενο τις πλημμέλειες των εθνικών διαδικασιών και τις οφειλόμενες σ’ αυτές ένδικες αμφισβητήσεις (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑243/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3475, σκέψη 120).

28      Δεύτερον, όσον αφορά την ποιότητα των περιλαμβανομένων στο ΣΓΠ‑ΕΤ πληροφοριών, η Ελληνική Δημοκρατία παρατήρησε ότι η ποιότητα των ορθοφωτογραφιών ήταν κακή όσον αφορά ορισμένες περιοχές και ότι, κατά την παράδοση και παραλαβή του ΣΓΠ-ΕΤ, το οποίο συνέδεε πλέον τα αλφαριθμητικά με τα χαρτογραφικά δεδομένα, οι αστοχίες και οι ασύμφωνες δηλώσεις του ΣΓΠ ανήλθαν σε ποσοστό 3,21 %, δηλαδή ποσοστό χαμηλότερο του αποδεκτού ποσοστού του 5 % που ορίζει το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2366/98.

29      Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία ατελέσφορα υποστηρίζει ότι η παρατιθέμενη στη σκέψη 24 ανωτέρω έκθεση του εμπειρογνώμονα δεν περιελάμβανε καμία εκτίμηση σχετική με την προβαλλόμενη κακή ποιότητα των περιεχομένων στο ΣΓΠ-ΕΤ πληροφοριών. Συγκεκριμένα, προκύπτει σαφώς από την εν λόγω έκθεση ότι ο εμπειρογνώμονας διαπίστωσε την κακή ποιότητα των ορθοφωτογραφιών ορισμένων περιοχών.

30      Δεύτερον, το επιχείρημα ότι ο αριθμός των ασύμφωνων δηλώσεων κατά την παραλαβή των συμβάσεων για την κατάρτιση του μητρώου ανερχόταν σε ποσοστό 3,21 % του συνόλου της χώρας πρέπει να απορριφθεί.

31      Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το ποσοστό ασυμφωνίας του 5 %, που καθορίζεται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2366/98 είναι το μόνο ισχύον. Τα διαφορετικά ποσοστά ανοχής στα οποία αναφέρεται η Ελληνική Δημοκρατία είναι επομένως αλυσιτελή. Η προπαρατεθείσα διάταξη προβλέπει τα ακόλουθα:

«Άρθρο 26

1. Η σύσταση του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα έχει ολοκληρωθεί για μια περιφέρεια ή ένα κράτος μέλος όταν για τη σχετική ζώνη:

[…]

γ)      έχει συγκριθεί ο αριθμός ελαιοδένδρων των αγροτεμαχίων της βάσης που αναφέρεται στο στοιχείο α) και των αγροτεμαχίων της βάσης που αναφέρεται στο στοιχείο β), σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 και όταν ο αριθμός των ασύμφωνων δηλώσεων, που δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό των δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη δυνάμει της παραγράφου 4 του εν λόγω άρθρου, μειώνεται κατά τουλάχιστον 5 % του συνόλου των δηλώσεων καλλιέργειας.»

32      Στη συνέχεια, η Επιτροπή δικαιολόγησε το συμπέρασμά της ως προς την ύπαρξη ποσοστού ασυμφωνίας στις δηλώσεις καλλιεργειών το οποίο κατά πάσα πιθανότητα υπερέβαινε το 5 % στηριζόμενη στο γεγονός ότι περισσότερες από 91 000 τροποποιητικές ή νέες δηλώσεις, δηλαδή 33 776 τροποποιητικές δηλώσεις για την περίοδο 2003/2004 και 57 680 για την περίοδο 2004/2005, είχαν υποβληθεί, αλλά δεν είχαν καταχωριστεί στο σύστημα. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί τους αριθμούς αυτούς, αλλά εκτιμά ότι δεν πρέπει να προστεθούν οι δηλώσεις των δύο ως άνω περιόδων εμπορίας.

33      Όπως τονίζει η Επιτροπή, ακριβώς από το σωρευτικό αυτό αποτέλεσμα των μη καταχωρισμένων ασύμφωνων δηλώσεων διαπιστώνεται το κατά πόσον το ΣΓΠ-ΕΤ αντικατόπτριζε την πραγματική κατάσταση. Το γεγονός ότι η μη καταχώριση των ασύμφωνων δηλώσεων έλαβε χώρα σε δύο περιόδους δεν απαλλάσσει την Ελληνική Δημοκρατία από την υποχρέωση επικαιροποιήσεως του ΣΓΠ-ΕΤ.

34      Συναφώς, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι ορισμένες τροποποιητικές δηλώσεις δεν αφορούσαν τον αριθμό ελαιόδενδρων, αλλά το ζήτημα της κυριότητας ενός ελαιοτεμαχίου και, συνεπώς, αφορούσαν τουλάχιστον δύο ιδιοκτήτες ελαιοκαλλιεργητές δεν ασκεί επιρροή, εφόσον η Ελληνική Δημοκρατία δεν διευκρίνισε τον αριθμό των δηλώσεων που αφορούσαν αγροτεμάχια και των δηλώσεων που αφορούσαν ελαιόδενδρα.

35      Δεν μπορεί επίσης να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι γενίκευσε και προέβαλε σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια την παρατήρηση ότι το ποσοστό των ασύμφωνων δηλώσεων καλλιέργειας υπερέβαινε το 5 %. Συγκεκριμένα, η Ελληνική Δημοκρατία δεν παρέσχε καμία διευκρίνιση για το ποιες περιοχές αφορούν οι τροποποιητικές δηλώσεις και ποιες όχι. Η Επιτροπή δεν προσδιόρισε επίσης τις περιοχές για τις οποίες κατατέθηκαν τροποποιητικές δηλώσεις, οπότε οι αριθμοί των εν λόγω δηλώσεων αφορούν το σύνολο της επικράτειας. Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται, χωρίς να το αποδεικνύει, ότι οι έλεγχοι της Επιτροπής επικεντρώθηκαν σε περιοχές με μεγάλη πιθανότητα εμφάνισης παρατυπιών και δεν βασίστηκαν επομένως σε τυχαίο δείγμα στατιστικά επαρκές.

36      Τέλος, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα ότι οι ανάδοχες εταιρίες είχαν, μεταξύ άλλων, ως έργο να τροποποιήσουν τα δεδομένα και μπορούσαν να τα καταχωρίσουν και να τα ενσωματώσουν άμεσα στο ΣΓΠ-ΕΤ. Αυτό δεν αποδεικνύει ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις καταχωρίστηκαν πράγματι στο ΣΓΠ-ΕΤ. Οι 91 000 τροποποιητικές δηλώσεις που δεν καταχωρίστηκαν αποτελούν απόδειξη περί του αντιθέτου.

37      Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι οι ανάδοχες εταιρίες του ΣΓΠ-ΕΤ είχαν αναλάβει την υποχρέωση να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους σε ποσοστό 10 % του αντικειμένου της σύμβασης και παρουσιάζει παραδείγματα των ελέγχων αυτών. Ωστόσο, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι εν λόγω έλεγχοι ήταν πολύ περιορισμένοι –καθόσον αφορούσαν μόνον το 1 έως 3 % των δηλώσεων καλλιέργειας– και έγιναν με καθυστέρηση –δεδομένου ότι πραγματοποιήθηκαν το 2006 και το 2007. Πάντως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να αναιρεί τη διαπίστωση αυτή. Ειδικότερα, και αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε για τον Νομό Φθιώτιδας δεν συνάγεται ότι πραγματοποιήθηκαν επιτόπιοι έλεγχοι στον νομό αυτόν.

38      Ομοίως, η μέθοδος κατάρτισης του ΣΓΠ-ΕΤ προέβλεπε συμπληρωματικούς επιτόπιους ελέγχους. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την έκθεση του εμπειρογνώμονα που παρατίθεται στη σκέψη 24 ανωτέρω οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν από τις ανάδοχες εταιρίες του μητρώου την περίοδο 2002/2003. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι έλεγχοι αυτοί συνεχίστηκαν κατά τις περιόδους 2003/2004 και 2004/2005. Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το χρησιμοποιηθέν χαρτογραφικό υπόβαθρο ήταν παλαιό και αυτό δεν μπορούσε να διορθωθεί με τους επιτόπιους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου εμπορίας.

39      Τρίτον, όσον αφορά τη ψηφιοποίηση των ελαιοτεμαχίων και των ελαιόδενδρων, η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν ταυτοποίησε τα μικρά ελαιοτεμάχια.

40      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 2366/98 ορίζει ότι δημιουργείται ηλεκτρονική βάση γραφικών αναφοράς για τις διοικητικές ενότητες που καθορίζονται από τα κράτη μέλη, συγκεντρώνοντας τα αγροτεμάχια ενός σημαντικού αριθμού δηλώσεων, και ότι η εν λόγω βάση αποτελείται από τρία σύνολα γραφικών πληροφοριών, δηλαδή τις ψηφιακές ορθοφωτογραφίες, τα όρια των διοικητικών ενοτήτων και τα όρια των αγροτεμαχίων που αντιστοιχούν στο κτηματολόγιο ή, ελλείψει αυτού, στο σύστημα ad hoc αναγνώρισης των αγροτεμαχίων που καταρτίζεται από το κράτος μέλος, και τον μεμονωμένο εντοπισμό των ελαιοδένδρων. Η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι το κράτος μέλος προσδιορίζει το ελάχιστο μέγεθος του αγροτεμαχίου με ελαιόδενδρα, κάτω από το οποίο δεν θα πραγματοποιηθεί προσδιορισμός των ορίων του γεωργικού αγροτεμαχίου και ότι το εν λόγω ελάχιστο μέγεθος δεν μπορεί να υπερβεί τα 10 ares. Η Ελληνική Δημοκρατία επέλεξε να ορίσει ως κατώτατο όριο τα 5 ares (δηλαδή 500 τ.μ.). Το ίδιο άρθρο ορίζει επίσης ότι, για τις γεωγραφικές ενότητες που δεν περιλαμβάνονται στην βάση γραφικών αναφοράς, το κράτος μέλος δημιουργεί ένα εναλλακτικό σύστημα που επιτρέπει την εξασφάλιση της εγκυρότητας της δήλωσης.

41      Ομοίως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 2366/98 προβλέπει ότι ο προσδιορισμός των εκτάσεων των γεωργικών αγροτεμαχίων και η απογραφή των ελαιοδένδρων που περιλαμβάνονται στη βάση γραφικών αναφοράς πραγματοποιείται με κάθε κατάλληλο μέσο που ορίζεται από τον αρμόδιο οργανισμό, και ειδικότερα με την ερμηνεία πρόσφατων αεροφωτογραφιών και δορυφορικών φωτογραφιών υψηλής ευκρίνειας. Η διάταξη αυτή υπογραμμίζει επίσης ότι όλες οι περιπτώσεις για τις οποίες τα αποτελέσματα δεν μπορούν να προσδιορισθούν με σαφήνεια μέσω φωτοερμηνείας πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο επιτόπου επισκέψεων και ότι για τα διάσπαρτα ελαιόδενδρα πραγματοποιείται αναγνώριση και κατά προσέγγιση εντοπισμός της θέσης τους.

42      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του κανονισμού 2366/98, δεν υπείχε καμία υποχρέωση ψηφιοποίησης των μικρών αγροτεμαχίων. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ότι το κράτος μέλος δημιουργεί ένα εναλλακτικό σύστημα που επιτρέπει την εξασφάλιση της εγκυρότητας της δήλωσης. Πάντως, δεν αποδείχθηκε ότι πραγματοποιήθηκε αποτελεσματική εναλλακτική αναγνώριση των αγροτεμαχίων.

43      Βεβαίως, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι η εναλλακτική αναγνώριση δεν αφορούσε τα μικρά ελαιοτεμάχια, εφόσον το άρθρο 24 του κανονισμού 2366/98 αναφέρει τις «μικρές γεωγραφικές ενότητες» οι οποίες, κατ’ αυτήν, έχουν διαφορετική σημασία. Ωστόσο, το άρθρο 25 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τον προσδιορισμό των εκτάσεων των αγροτεμαχίων και την απογραφή των ελαιοδένδρων με κάθε κατάλληλο μέσο. Η διάταξη αυτή διευκρινίζει επίσης ότι «όλες οι περιπτώσεις για τις οποίες τα αποτελέσματα δεν μπορούν να προσδιορισθούν με σαφήνεια μέσω φωτοερμηνείας πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο επιτόπου επισκέψεων» και ότι, «[γ]ια τα διάσπαρτα ελαιόδενδρα πραγματοποιείται αναγνώριση και κατά προσέγγιση εντοπισμός της θέσης τους». Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η ταυτοποίηση ήταν, κατά μείζονα λόγο, υποχρεωτική και για τα μικρά ελαιοτεμάχια, έστω και με απλή σήμανση, και η μη ταυτοποίησή τους μειώνει την αξιοπιστία του συστήματος.

44      Από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι η έκφραση «κατάλληλο μέσο» του άρθρου 25 του κανονισμού 2366/98 αναφέρεται στη διοικητική διαδικασία ενημέρωσης του μητρώου του ΣΓΠ-ΕΤ και όχι στην αρχική καταχώριση των αγροτεμαχίων στο σύστημα. Ο σχετικός τίτλος της συνοπτικής έκθεσης, που περιέχει τις εκτιμήσεις για την αναγκαιότητα ταυτοποίησης των διαφόρων τεμαχίων, φέρει εξάλλου την εξής γενική διατύπωση: «[η] ποιότητα των πληροφοριών του ΣΓΠ-ΕΤ είναι ανεπαρκής».

45      Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία παρατηρεί ότι, όταν οι ελληνικές αρχές διαπίστωναν ότι η δηλωθείσα από τον παραγωγό έκταση είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερη των 500 τ.μ., ανέμεναν να ζητήσει ο παραγωγός τη διόρθωση. Όμως, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, ο προσδιορισμός των εκτάσεων των γεωργικών αγροτεμαχίων πρέπει να πραγματοποιηθεί με κάθε κατάλληλο μέσο, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 2366/98. Η αδράνεια των αρχών εγείρει ερωτήματα όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες η δήλωση δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.

46      Το επιχείρημα που αντλείται από το μικρό ποσοστό τόσο των μικρών αγροτεμαχίων όσο και των ελαιόδενδρων πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ορθώς υπογραμμίζει ότι τα ποσοστά στα οποία αναφέρεται η Ελληνική Δημοκρατία ελήφθησαν από το ΣΓΠ-ΕΤ και συνεπώς είναι αναξιόπιστα εφόσον το εν λόγω ΣΓΠ παρουσίαζε ελλείψεις.

47      Όσον αφορά τα μεγάλα αγροτεμάχια, δηλαδή εκείνα με έκταση μεγαλύτερη των 500 τ.μ., πρέπει να υπομνησθεί ότι από τους ελέγχους που διεξήχθησαν κατά την παραλαβή του σχεδίου αποκαλύφθηκε ότι υπήρχαν αγροτεμάχια μεγαλύτερης εκτάσεως τα οποία είχαν σφάλματα. Συναφώς, εσφαλμένως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία ότι ο αριθμός των εν λόγω σφαλμάτων περιλαμβάνεται στο ποσοστό αστοχίας του 3,21 %, που αναφέρεται στη σκέψη 28 ανωτέρω.

48      Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, το ποσοστό αυτό δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα και δεν μπορεί επομένως να γίνει δεκτό.

49      Τέταρτον, η Επιτροπή στηρίχθηκε, για την επιβολή της δημοσιονομικής διορθώσεως, στη διαπίστωση ότι οι διευθύνσεις αγροτικής ανάπτυξης των νομαρχιακών αρχών και οι παραγωγοί δεν είχαν πρόσβαση στο ΣΓΠ-ΕΤ. Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τη διαπίστωση αυτή και προσκομίζει πολλά έγγραφα για να αποδείξει ότι οι εν λόγω διευθύνσεις είχαν πρόσβαση στο ΣΓΠ-ΕΤ μέσω εξουσιοδοτημένων και εκπαιδευμένων χρηστών που διέθεταν προσωπικούς κωδικούς πρόσβασης.

50      Πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι, όσον αφορά την πρόσβαση στο ΣΓΠ-ΕΤ των διευθύνσεων αγροτικής ανάπτυξης των νομαρχιακών αρχών, τα έγγραφα που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύουν ότι είναι αβάσιμες οι αμφιβολίες που διατύπωσε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από ορισμένα από τα έγγραφα αυτά, τον Φεβρουάριο του 2005, η διοίκηση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει την οργάνωση της λειτουργίας του συστήματος ταυτοποιώντας τους χρήστες στις υπηρεσίες της και, τον Νοέμβριο του 2005, η διοίκηση ζητούσε από τις υπηρεσίες να της κοινοποιήσουν τα ονόματα των εξουσιοδοτημένων χρηστών.

51      Όσον αφορά την πρόσβαση των οργανώσεων των παραγωγών στο ΣΓΠ-ΕΤ, η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε έγγραφο στο οποίο αναφερόταν ότι οι παραγωγοί έπρεπε να ενημερωθούν ότι, από το τέλος του 2004, μπορούσαν να υποβάλουν στο ΣΓΠ τροποποιητικές δηλώσεις. Ωστόσο, αυτό δεν αποδεικνύει ότι είχαν πράγματι πρόσβαση. Επιβάλλεται συναφώς η παρατήρηση ότι μόνο στα τέλη Νοεμβρίου του 2005, κατ’ εφαρμογή μιας ελληνικής υπουργικής αποφάσεως, δόθηκαν οδηγίες για την επικαιροποίηση του ΣΓΠ-ΕΤ από τους παραγωγούς.

52      Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι όλες οι τροποποιητικές δηλώσεις παραγωγών που προσκόμισε προέρχονται από τον ίδιο νομό, δηλαδή από τον Νομό Φθιώτιδας. Στο πλαίσιο του υπομνήματος απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία εξηγεί τη σύμπτωση αυτή προβάλλοντας ότι τα εν λόγω δείγματα προέρχονται από τον νομό που επέλεξε η Επιτροπή για να διεξαχθεί ο έλεγχος από τους εντεταλμένους της. Προσθέτει ότι οι δηλώσεις παραγωγών είναι διαθέσιμες σε όλα τα γραφεία των διευθύνσεων αγροτικής ανάπτυξης, αλλά ότι δεν προσάρτησε κανένα δείγμα στον φάκελό της. Επομένως, η Επιτροπή θεμιτώς αμφισβήτησε ότι δόθηκε ταυτόχρονα στους παραγωγούς των άλλων νομών η δυνατότητα υποβολής τροποποιητικών δηλώσεων.

53      Συνεπώς, η Επιτροπή θεμιτώς θεώρησε ότι δεν έγινε η κατάλληλη επικαιροποίηση του ΣΓΠ κατά τη συγκεκριμένη περίοδο εμπορίας.

 Επί των ελέγχων των δηλώσεων καλλιέργειας και των ελέγχους συμφωνίας μεταξύ των δηλώσεων καλλιέργειας και των αποδόσεων των ελαιόδενδρων

54      Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία επιχειρεί να αντικρούσει την εκτίμηση της Επιτροπής κατά την οποία οι ενδεχόμενοι επιτόπιοι έλεγχοι διεξήχθησαν με αργό ρυθμό, μετά την καταβολή των ενισχύσεων και, στις περισσότερες περιπτώσεις, πολύ μετά το τέλος των περιόδων εμπορίας. Συναφώς, προβάλλει ότι καθόρισε το ποσοστό των επιτόπιων ελέγχων για τις δύο ελαιοκομικές περιόδους 2003/2004 και 2004/2005 σε 3 % και σε 1 %, αντιστοίχως, επί των δηλώσεων καλλιέργειας του ΣΓΠ-ΕΤ και ότι διεξήγαγε κανονικά τους εν λόγω ελέγχους. Υπογραμμίζει επίσης ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι διεξήχθησαν με καθυστέρηση διότι δεν υφίστατο καμία προθεσμία συναφώς και διότι, αντιθέτως προς άλλες καλλιέργειες, ο έλεγχος ενός ελαιόδενδρου είτε γίνει τον Αύγουστο είτε τον Φεβρουάριο θα παρουσιάσει τα ίδια αποτελέσματα.

55      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2366/98:

«Άρθρο 16

1. […] το κράτος μέλος καταβάλλει, με την επιφύλαξη των αποτελεσμάτων των διεξαχθέντων ελέγχων, την προκαταβολή που αναφέρεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2261/84 από τις 16 Οκτωβρίου κάθε περιόδου εμπορίας.

2. Η πληρωμή του 25 % τουλάχιστον της προκαταβολής της ενίσχυσης αναστέλλεται για:

α)      τον παραγωγό που έχει καταθέσει αίτηση ενίσχυσης που αντιστοιχεί σε παραγωγή:

–        η οποία υπερβαίνει το διπλάσιο της ποσότητας που προκύπτει από την εφαρμογή στον αριθμό των δηλωθέντων ελαιόδεντρων της μέσης απόδοσης της σχετικής ομοιογενούς ζώνης όπου βρίσκεται κυρίως η εκμετάλλευση [...]».

56      Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι έλεγχοι έπρεπε να διεξαχθούν πριν από την πληρωμή της προκαταβολής. Επομένως, οι εκτιμήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν εκπρόθεσμοι διότι δεν είχε οριστεί καμία σχετική προθεσμία και διότι, αντιθέτως προς άλλες καλλιέργειες, το αποτέλεσμα του ελέγχου ενός ελαιόδενδρου θα είναι το ίδιο είτε γίνει τον Αύγουστο είτε τον Φεβρουάριο είναι, αντιστοίχως, εσφαλμένες και αλυσιτελείς.

57      Στη συνέχεια, η Ελληνική Δημοκρατία προσπαθεί ανεπιτυχώς να ανατρέψει τη διαπίστωση για την καθυστέρηση των ελέγχων στους παραγωγούς παραπέμποντας σε πίνακες. Από τους πίνακες αυτούς, όμως, προκύπτει ότι οι έλεγχοι διεξήχθησαν με μεγάλη καθυστέρηση και πολύ μετά τις συγκεκριμένες περιόδους εμπορίας.

58      Περαιτέρω, τα υπόλοιπα έγγραφα που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία, δηλαδή ένα κενό φύλλο ελέγχου και ένα έγγραφο που αφορά ηλεκτρονική εφαρμογή, δεν αποδεικνύουν ότι διεξήχθησαν πράγματι επιτόπιοι έλεγχοι.

59      Τέλος, δεν μπορεί επίσης να ευδοκιμήσει το επιχείρημα ότι η επιβολή κυρώσεων αποδεικνύει ότι διεξήχθησαν οι έλεγχοι. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ορθώς διαπιστώνει ότι επιβλήθηκαν κυρώσεις μόνο σε ποσοστό 3 έως 4 % του ήδη πολύ περιορισμένου δείγματος ελαιοκαλλιεργητών και ότι το δείγμα αυτών των ελαιοκαλλιεργητών ελέγχθηκε πολύ καθυστερημένα, δηλαδή μετά την πληρωμή της προκαταβολής που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2366/98. Η επιβολή κυρώσεων δεν αίρει το πρόβλημα της πλημμελούς διεξαγωγής των ελέγχων.

60      Δεύτερον, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες όσον αφορά τη διενέργεια των διασταυρωτικών ελέγχων που προβλέπονται στο άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 2366/98 και στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (ΕΕ L 270, σ. 1). Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τους ισχυρισμούς αυτούς και προβάλλει ότι διεξήχθησαν πράγματι διασταυρωτικοί έλεγχοι. Διευκρινίζει ότι κατόπιν των ελέγχων αυτών απορρίφθηκαν 833 αιτήσεις ενίσχυσης παραγωγών διότι οι εν λόγω παραγωγοί είχαν ενταχθεί στο καθεστώς πρόωρης συνταξιοδότησης.

61      Το σχετικό έγγραφο που προσκομίσθηκε δεν επιτρέπει ωστόσο να αρθούν οι αμφιβολίες που διατύπωσε η Επιτροπή για το κατά πόσον οι διασταυρωτικοί έλεγχοι ανταποκρίνονταν στην απαίτηση διασταυρωτικών ελέγχων στο πλαίσιο του ΣΓΠ-ΕΤ.

62      Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 2366/98 ορίζει ότι, από την περίοδο 1998/1999, για κάθε δήλωση καλλιέργειας ο έλεγχος περιλαμβάνει συγκρίσεις με τα δεδομένα της βάσης γραφικών αναφοράς, διασταυρωμένες επαληθεύσεις προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη των αγροτεμαχίων που έχουν δηλωθεί και να αποφευχθεί κάθε διπλή χορήγηση ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού και των άλλων καθεστώτων ενισχύσεων που εξαρτώνται από δηλώσεις έκτασης. Διευκρινίζει επίσης ότι ο έλεγχος για τη συμφωνία μεταξύ των δηλώσεων καλλιέργειας και των δηλώσεων ενίσχυσης διεξάγεται λαμβάνοντας υπόψη τις προβλεπόμενες αποδόσεις. Το άρθρο 28, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού ορίζει τις λεπτομέρειες του επιτόπιου ελέγχου. Ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «[κ]ατά τη διάρκεια ενός επιτόπιου ελέγχου, πραγματοποιείται επαλήθευση όλων των πληροφοριών της δήλωσης καλλιέργειας και της αίτησης ενίσχυσης».

63      Οι διασταυρωτικοί έλεγχοι που αναφέρονται στο άρθρο 28 του κανονισμού 2366/98 αποσκοπούν στο να αποφευχθεί κάθε διπλή χορήγηση ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού που βασίζεται σε δηλώσεις έκτασης. Πάντως, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η διασταύρωση των γεωγραφικών στοιχείων των αγροτεμαχίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμη με τον έλεγχο της κατάστασης δραστηριότητας των φερόμενων δικαιούχων. Όμως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατόρθωσε να άρει τις αμφιβολίες ως προς το εάν έγινε η πρώτη διασταύρωση, δηλαδή η διασταύρωση των γεωγραφικών στοιχείων που αφορούν τα αγροτεμάχια αυτά καθαυτά.

64      Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι έλεγχοι συνέπειας που προβλέπονται στο άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2366/98 –δηλαδή οι έλεγχοι μέσω συγκρίσεων των δηλώσεων καλλιέργειας με τα στοιχεία της βάσης γραφικών αναφοράς– δεν πραγματοποιήθηκαν. Κατά την Επιτροπή, για όλους τους παραγωγούς που ζήτησαν τροποποίηση της δήλωσης καλλιέργειας ή κατέθεσαν νέα δήλωση καλλιέργειας, τα νέα στοιχεία έγιναν δεκτά ακόμη και αν δεν συμφωνούσαν με τα στοιχεία του ΣΓΠ-ΕΤ. Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τους ισχυρισμούς αυτούς και προβάλλει ότι τα νέα στοιχεία συγκρίνονταν και επαληθεύονταν συστηματικά με διασταυρωτικό έλεγχο όσον αφορά τη συνέπειά τους με τα στοιχεία του ΣΓΠ-ΕΤ.

65      Επισημαίνεται ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη των επιχειρημάτων της δεν αποδεικνύουν ότι πραγματοποιήθηκε σύγκριση μεταξύ των νέων ή των τροποποιητικών δηλώσεων του ΣΓΠ-ΕΤ και των χαρτογραφικών στοιχείων του. Συγκεκριμένα, από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι έγινε σύγκριση μεταξύ των αλφαριθμητικών στοιχείων του ΣΓΠ-ΕΤ και των προηγούμενων δηλώσεων καλλιέργειας. Έτσι, δεν προκύπτει ότι τα «δεδομένα του ΣΓΠ» με τα οποία συγκρίθηκαν, σύμφωνα με την Ελληνική Δημοκρατία, οι δηλώσεις καλλιέργειας είναι χαρτογραφικά δεδομένα.

66      Τέταρτον, όσον αφορά τους ελέγχους των αποδόσεων, η Επιτροπή έκρινε ότι οι έλεγχοι αυτοί ήταν αναποτελεσματικοί, πράγμα που αντικρούει η Ελληνική Δημοκρατία.

67      Πρέπει να αναφερθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, αναφερόμενη στην πρακτική της για τις ομοιογενείς ελαιοκομικές ζώνες και τις μέσες αποδόσεις τους, υπογραμμίζει ότι με υπουργική απόφαση καθορίστηκε ένας συντελεστής ο οποίος, πολλαπλασιαζόμενος με τις αποδόσεις των ομοιογενών ελαιοκομικών ζωνών (ΟΕΖ) για τον καθορισμό των αποδεκτών ποσοτήτων ελαιολάδου, δεν έπρεπε να υπερβαίνει το όριο του 2,4. Επισημαίνει έτσι ότι οι λεγόμενοι «ασυμβίβαστοι» παραγωγοί, δηλαδή οι παραγωγοί εκείνοι των οποίων η αιτηθείσα ποσότητα ελαιολάδου υπερέβαινε το όριο αυτό (αριθμός ελαιοδέντρων Χ απόδοση ΟΕΖ Χ 2,4), εντάσσονταν σε καθεστώς περαιτέρω εξονυχιστικών ελέγχων. Η κατώτερη ποσότητα, άνω της οποίας εφαρμοζόταν το παραπάνω κριτήριο ορίστηκε στα 1 500 κιλά.

68      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, για τον καθορισμό των αποδεκτών ποσοτήτων ελαιολάδου, οι αποδόσεις των ΟΕΖ πολλαπλασιάζονται με τον συντελεστή 2,4 αντί του συντελεστή 2 που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2366/98. Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι η κατώτερη ποσότητα άνω της οποίας εφαρμοζόταν το παραπάνω κριτήριο είχε οριστεί στα 1 500 κιλά. Όμως, η εν λόγω κατώτερη ποσότητα δεν προβλέπεται από τον προπαρατεθέντα κανονισμό.

69      Η Ελληνική Δημοκρατία ατελέσφορα προβάλλει ότι το γεγονός ότι η κατώτερη ποσότητα άνω της οποίας εφαρμοζόταν το κριτήριο για τον καθορισμό των αποδεκτών ποσοτήτων ελαιολάδου είχε οριστεί στα 1500 κιλά δεν σημαίνει ότι οι έλεγχοι των αποδόσεων περιορίζονταν μόνο στους ασυμβίβαστους παραγωγούς.

70      Συγκεκριμένα, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε τις διαπιστώσεις της Επιτροπής ότι μόλις 9 496 παραγωγοί υποβλήθηκαν σε έλεγχο λόγω υπερβολικής απόδοσης. Επιπλέον, τα στοιχεία που προσκόμισε για να αποδείξει ότι διεξήχθησαν πράγματι οι έλεγχοι των αποδόσεων αφορούν ελέγχους που δεν σχετίζονται με την υπέρβαση των μέσων αποδόσεων των ΟΕΖ.

 Ως προς τις προβαλλόμενες ελλείψεις στους ελέγχους των ελαιοτριβείων

71      Η Επιτροπή προέβαλε ότι οι κυρώσεις για τις διαπιστωθείσες παρατυπίες στα ελαιοτριβεία επιβλήθηκαν με καθυστέρηση και ότι οι έλεγχοι ήσαν αναποτελεσματικοί, εφόσον οι επιβληθείσες κυρώσεις δεν ήταν πάντοτε σύμφωνες με τη νομοθεσία. Η Ελληνική Δημοκρατία παρατηρεί ότι η προθεσμία των δώδεκα μηνών ήταν αδύνατο να τηρηθεί λαμβανομένων υπόψη των εφαρμοστέων σήμερα απαιτητικών διαδικασιών και ότι τήρησε, στο μέτρο του δυνατού, την εν λόγω προθεσμία κατά την επιβολή κυρώσεων στις παραβάσεις του καθεστώτος ενισχύσεων. Προβάλλει επίσης ότι δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι η λήψη της αποφάσεως για την άρση της αναγνώρισης του ελαιοτριβείου ή η εφαρμογή ανάλογων κυρώσεων γινόταν με μεγάλη χρονική καθυστέρηση, διότι σχεδίαζε την τροποποίηση του καθεστώτος των κυρώσεών της και ανέμενε προς τούτο τη «σύμφωνη γνώμη» της Ένωσης για την αντικατάσταση της ανακλήσεως της άδειας με επαύξηση του προστίμου.

72      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 11α του κανονισμού 136/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 33), τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να επιβάλλουν κυρώσεις για τις παραβάσεις του καθεστώτος ενίσχυσης και η απόφαση σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί πρέπει να ληφθεί εντός των δώδεκα μηνών που ακολουθούν τη γνωστοποίηση της παράβασης από τους οργανισμούς ελέγχου.

73      Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 9α, παράγραφος 1, του κανονισμού 2366/98 προβλέπει τα εξής:

«Άρθρο 9α

1. Η μη τήρηση εκ μέρους των ελαιοτριβείων των δεσμεύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2261/84, όπως διευκρινίζονται από τα άρθρα 7, 8 και 9 του παρόντος κανονισμού, συνεπάγεται ανάκληση της έγκρισης για περίοδο και διάρκεια που καθορίζονται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παράβασης.

Η ανάκληση της έγκρισης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλων ποινών, ιδίως χρηματικών που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 11α του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ.»

74      Δεδομένου ότι η προπαρατεθείσα διάταξη ίσχυε κατά τις επίμαχες περιόδους εμπορίας, οι ελληνικές αρχές δεν μπορούσαν να μην ανακαλέσουν την έγκριση αναμένοντας ότι η Επιτροπή θα θεσπίσει ενδεχομένως νέα διάταξη προβλέποντας μια άλλη κύρωση και όχι την ανάκληση της έγκρισης. Επιπλέον, μπορούσαν να επιβληθούν άλλες κυρώσεις.

75      Πάντως, εν προκειμένω, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι μία από τις κυριότερες επικρίσεις που προσάπτονται στην Ελληνική Δημοκρατία είναι ότι δεν επέβαλε κυρώσεις στη συντριπτική πλειοψηφία των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία, κατά την περίοδο εμπορίας 2003/2004, σε 505 ελαιοτριβεία με παρατυπίες εκδόθηκαν μόνον 130 αποφάσεις επιβολής κυρώσεων. Το ίδιο συνέβη και στην περίοδο εμπορίας 2004/2005, κατά την οποία οι ελληνικές αρχές επί 315 ελαιοτριβείων με παρατυπίες εξέδωσαν μόνον 30 αποφάσεις επιβολής κυρώσεων.

76      Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, η Ελληνική Δημοκρατία ματαίως επιχειρεί να υποβαθμίσει τη βαρύτητα των λοιπών παραβάσεων. Συγκεκριμένα, παραβάσεις όπως η μη ορθή τήρηση βιβλίων και στοιχείων, η μη αποστολή δηλώσεων και η εκπρόθεσμη υποβολή τους εμπίπτουν στις τυπικές προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα των ελέγχων όσον αφορά τις ποσότητες του παραγόμενου ελαιόλαδου. Συναφώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 9α, παράγραφος 3, του κανονισμού 2366/98, η μη τήρηση αξιόπιστης λογιστικής αποθήκης θεωρείται σοβαρή παράβαση, η οποία επισύρει την ανάκληση της εγκρίσεως. Ορθώς επομένως η Επιτροπή ανέφερε στη συνοπτική έκθεση ότι η μη τήρηση αξιόπιστης λογιστικής αποθήκης εξομοιώνεται με την ουσιαστική τροποποίηση ποσοτήτων. Η Επιτροπή ορθώς επίσης υπενθυμίζει ότι το ελαιόλαδο παράγεται στα ελαιοτριβεία, ότι η ενίσχυση χορηγείται ακριβώς βάσει της παραγόμενης ποσότητας και ότι, ως εκ τούτου, ο έλεγχος των ελαιοτριβείων αποτελεί βασικό έλεγχο.

77      Συνεπώς, η Ελληνική Δημοκρατία ατελέσφορα επιχειρεί να αποδείξει ότι το ύψος της επιβληθείσας διορθώσεως, δηλαδή το 10 %, είναι υπερβολικό. Συγκεκριμένα, αφενός, η Επιτροπή ορθώς παρατηρεί ότι η μη τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων σε εκατοντάδες περιπτώσεις και η έλλειψη αποφάσεων που επιβάλλουν κυρώσεις στις παρατυπίες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις ο ουσιαστικός έλεγχος της παραγωγής ελαιόλαδου στα ελαιοτριβεία.

78      Περαιτέρω, η ανεπάρκεια αυτή των ελέγχων πρέπει να συνδυαστεί με τις λοιπές ανεπάρκειες που αναφέρονται στις σκέψεις 14 έως 70 ανωτέρω. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, η διόρθωση της τάξεως του 10 % είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των κατ’ αποκοπή διορθώσεων που προβλέπονται στο έγγραφο VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον υπολογισμό των δημοσιονομικών επιπτώσεων κατά την προετοιμασία της αποφάσεως εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων» (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

79      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται, αφενός, από την έλλειψη νομικής βάσης που να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα επαύξησης της δημοσιονομικής διορθώσεως λόγω επαναλαμβανομένων ελλείψεων ή λόγω υποτροπής και, αφετέρου, από πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση των επαναλαμβανόμενων ελλείψεων

80      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, πρώτον, ότι η αόριστη νομική έννοια της «υποτροπής» δεν μπορεί να εφαρμοστεί στον τομέα της ενίσχυσης στην παραγωγή του ελαιόλαδου για την περίοδο εμπορίας 2004/2005 διότι πρόκειται για αυθαίρετη κατασκευή της Επιτροπής η οποία δεν στηρίζεται σε καμία νομική βάση. Προβάλλει στη συνέχεια ότι η Επιτροπή προέβη σε αυτόματη και αναιτιολόγητη αναπροσαρμογή της διορθώσεως. Εκτιμά τέλος ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών κρίνοντας ότι υπήρξε χειροτέρευση του ελεγκτικού συστήματος στον τομέα του ελαιόλαδου κατά την περίοδο 2004/2005.

81      Πρώτον, τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά την έλλειψη νομικής βάσης για να ληφθεί υπόψη η καθ’ υποτροπή εμφάνιση των πλημμελειών δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

82      Συγκεκριμένα, πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να απορρίψει δαπάνες χρηματοδότησης όταν διαπιστώσει ότι δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης. Οι διατάξεις αυτές διευκρινίζουν ότι η Επιτροπή υπολογίζει τα προς απόρριψη ποσά λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, την έκταση της διαπιστωθείσας έλλειψης συμμόρφωσης και εκτιμώντας το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑356/08, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 79).

83      Οι δημοσιονομικές διορθώσεις που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών αποσκοπούν στο να αποφεύγεται η επιβάρυνση του ΕΓΤΠΕ με ποσά τα οποία δεν χρησίμευσαν στη χρηματοδότηση του σκοπού που επιδιώκει η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης, επομένως δεν συνιστούν κυρώσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑332/01, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑7699, σκέψη 63, και της 24ης Απριλίου 2008, C‑418/06 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑3047, σκέψη 154· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 2010, T‑95/08, Ιταλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 48).

84      Εξάλλου, στην περίπτωση που το κράτος μέλος πραγματοποιεί δαπάνες οι οποίες δεν συμβιβάζονται με τους κανόνες της Ένωσης, το ύψος των δαπανών που θεωρείται ότι βαρύνουν αχρεωστήτως το ΕΓΤΠΕ δεν μπορεί πάντοτε να συναχθεί αυτομάτως από τις παρατυπίες που διέπραξε το κράτος μέλος, με αποτέλεσμα το εν λόγω προς ανάκτηση ποσό να μπορεί να καθορισθεί μόνον κατόπιν εκτιμήσεως των δημοσιονομικών επιπτώσεων αυτών των παράτυπων δαπανών (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 82 ανωτέρω, σκέψη 81).

85      Η ανάγκη αυτής της εκτιμήσεως απορρέει από το γεγονός ότι η διαχείριση του ΕΓΤΠΕ έχει αποκεντρωμένο χαρακτήρα και στο πλαίσιό της η ευθύνη του ελέγχου των δαπανών του βαρύνει πρωτίστως τα κράτη μέλη, ενώ η Επιτροπή, η οποία είναι αρμόδια για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης, οφείλει να επαληθεύει τις συνθήκες υπό τις οποίες έχουν πραγματοποιηθεί οι πληρωμές και οι έλεγχοι, όπως προκύπτει, ιδίως, από την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 1258/1999 (βλ., συναφώς, απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψη 16).

86      Κατά συνέπεια, ο έλεγχος της Επιτροπής είναι έμμεσος και εκ των υστέρων έλεγχος των δαπανών και, μολονότι παρέχει τη δυνατότητα διαπιστώσεως των παρατυπιών όσον αφορά τις συνθήκες πληρωμής ή ελέγχου των δαπανών, δεν παρέχει ωστόσο πάντοτε τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας καθεμίας από τις δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ το κράτος μέλος (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 82 ανωτέρω, σκέψη 83).

87      Ο υπολογισμός του προς απόρριψη ποσού μπορεί έτσι να συνεπάγεται αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει το ΕΓΤΠΕ βάσει των παρατυπιών που διέπραξε το κράτος μέλος όσον αφορά τις συνθήκες πληρωμής ή ελέγχου των δαπανών. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι ελλείψεις στον έλεγχο της επιλεξιμότητας των δαπανών αυξάνουν τον κίνδυνο να επιβαρυνθεί το ΕΓΤΠΕ με μη οφειλόμενες δαπάνες (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 82 ανωτέρω, σκέψη 84).

88      Για να καταστεί δυνατή αυτή η αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει το ΕΓΤΠΕ κατά την εκτίμηση των προς απόρριψη δαπανών, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 ορίζει ότι η Επιτροπή εκτιμά, μεταξύ άλλων, τη σοβαρότητα της παράβασης (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 82 ανωτέρω, σκέψη 85).

89      Το γεγονός όμως ότι το κράτος μέλος το οποίο διέπραξε παράβαση κατά το παρελθόν για την οποία του επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση τελεί νέα παρεμφερή παράβαση και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποπίπτει σε καθ’ υποτροπή παράβαση αυξάνει τη σοβαρότητα της νέας αυτής παράβασης στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των κινδύνων που περιγράφηκε ανωτέρω. Η καθ’ υποτροπή παράβαση αποτελεί έτσι ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης, η οποία, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και του άρθρου 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005, λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του προς απόρριψη ποσού στην περίπτωση που δαπάνες της Ένωσης έχουν πραγματοποιηθεί κατά τρόπο ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τους κανόνες της Ένωσης. Η καθ’ υποτροπή εμφάνιση των εν λόγω παρατυπιών μπορεί να λογίζεται ως επιβαρυντικό στοιχείο, ικανό να δικαιολογήσει αύξηση της επιβληθείσας δημοσιονομικής διορθώσεως. Η αύξηση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη που εντάσσεται στο πλαίσιο του καθορισμού του γενικού συντελεστή διορθώσεως που πρέπει να επιβληθεί στην Ελληνική Δημοκρατία (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 1999, C‑54/95, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑35, σκέψη 13).

90      Δεύτερον, παρατηρείται ότι οι κανόνες που έθεσε η Επιτροπή με τις κατευθυντήριες γραμμές της, δηλαδή με τις κατευθυντήριες οδηγίες και την ανακοίνωση AGRI/61495/2002, μπορούν να αποτελούν το γενικό πλαίσιο των συνεπειών που έχει η διαπίστωση καθ’ υποτροπή εμφανίσεως παρατυπιών.

91      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι η Ελληνική Δημοκρατία εσφαλμένως ισχυρίζεται ότι η υποτροπή, ως επιβαρυντική περίσταση, προβλέφθηκε για πρώτη φορά με το έγγραφο AGRI/60637/2006. Συγκεκριμένα, αφενός, το παράρτημα 2 των κατευθυντήριων οδηγιών προβλέπει ότι «[η] παράβαση καθίσταται σοβαρότερη αν ένα κράτος μέλος παραλείπει να βελτιώσει τους ελέγχους του, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή του έχει ήδη γνωστοποιήσει τις αναγκαίες βελτιώσεις». Αφετέρου, το έγγραφο AGRI/61495/2002, στο οποίο αναφέρεται η Ελληνική Δημοκρατία με το δικόγραφο της προσφυγής, αφορά τη μεταχείριση εκ μέρους της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως λογαριασμών του τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ, περιπτώσεων καθ’ υποτροπή πλημμελειών στα συστήματα ελέγχου και αποσκοπεί στο να διευκρινίσει την αρχή της υποτροπής που προβλέπεται στις κατευθυντήριες οδηγίες. Προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι, αν εξακολουθούν να εμφανίζονται οι ίδιες πλημμέλειες, είναι δυνατή η αύξηση του ποσοστού της κατ’ αποκοπή διορθώσεως που είχε επιβληθεί στο πλαίσιο της προηγούμενης διορθώσεως και ότι, σε περίπτωση προηγούμενης διορθώσεως 10 %, επιβάλλεται για τη νέα σχετική περίοδο ποσοστό τουλάχιστον 15 %, ανάλογα με τη σοβαρότητα της αυξήσεως του κινδύνου.

92      Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά την οποία η συνεκτίμηση της καθ’ υποτροπή διαπράξεως πλημμελειών του ΣΓΠ-ΕΤ για τον καθορισμό του προς ανάκτηση ποσού προσδίδει στην εν λόγω ανάκτηση τον χαρακτήρα κυρώσεως, η οποία δεν βρίσκει επαρκές έννομο έρεισμα στις εφαρμοστέες κανονιστικές διατάξεις.

93      Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία εσφαλμένως προβάλλει ότι η Επιτροπή προέβη σε αυτόματη και αναιτιολόγητη προσαρμογή της δημοσιονομικής διορθώσεως.

94      Αφενός, όσον αφορά το θέμα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως επί της καθ’ υποτροπή διαπράξεως των πλημμελειών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο ειδικό πλαίσιο της καταρτίσεως των αποφάσεων περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να λογίζεται ως επαρκής εφόσον το κράτος στο οποίο απευθύνεται η οικεία πράξη συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία καταρτίσεώς της και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το σχετικό ποσόν (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑263/98, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑6063, σκέψη 98· της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψη 67· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑55/07, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 125).

95      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία καταρτίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι το ζήτημα της καθ’ υποτροπή διαπράξεως των πλημμελειών είχε θιγεί στο πλαίσιο της διαδικασίας συμβιβασμού, όπως προκύπτει από τη γνώμη του οργάνου συμβιβασμού και από τη συνοπτική έκθεση. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία γνώριζε τα στοιχεία που δικαιολογούσαν την επίμαχη προσαύξηση και, ειδικότερα, τις πλημμέλειες για τις οποίες επιβλήθηκαν διορθώσεις, τις προηγούμενες αποφάσεις περί δημοσιονομικής διορθώσεως, τα προηγούμενα ποσοστά διορθώσεως και την προβλεπόμενη προσαύξηση, καθώς και την ύπαρξη αυξημένου κινδύνου προκλήσεως οικονομικής ζημίας στο ΕΓΤΠΕ.

96      Αφετέρου, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί ατελέσφορα την επαναλαμβανόμενη ή την «καθ’ υποτροπή» πλημμέλεια εν προκειμένω.

97      Συγκεκριμένα, η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι περίπτωση επαναλαμβανόμενης πλημμέλειας συντρέχει μόνον όταν διαπράττονται οι ίδιες ακριβώς πλημμέλειες, ότι αυτό δεν ισχύει εν προκειμένω εφόσον το σύστημα βελτιώθηκε στο σύνολό του και ότι δεν χωρεί επαύξηση της διορθώσεως αν έχουν εκλείψει ορισμένοι λόγοι για τη διόρθωση αυτή.

98      Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι έχει κριθεί ότι η έννοια της υποτροπής, όπως αναγνωρίζεται σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, σημαίνει ότι ένα πρόσωπο διέπραξε νέες παραβάσεις αφού του επιβλήθηκαν κυρώσεις για παρόμοιες παραβάσεις (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 617, και της 25ης Ιουνίου 2010, T‑66/01, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑2631, σκέψη 378). Η υποτροπή επομένως σημαίνει ότι το ίδιο πρόσωπο τέλεσε παρόμοια παράβαση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑161/05, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑3555, σκέψη 147).

99      Η υποτροπή δεν προϋποθέτει επομένως το ταυτόσημο των παραβάσεων που διεπράχθησαν. Η ομοιότητα αρκεί. Το ίδιο ισχύει για τη συνεκτίμηση της επαναλαμβανόμενης πλημμέλειας κατά τον υπολογισμό των προς ανάκτηση ποσών στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ. Συγκεκριμένα, εφόσον η σοβαρότητα της διαπραχθείσας παραβάσεως συνιστά κριτήριο για τον υπολογισμό των προς ανάκτηση ποσών, η ομοιότητα των παραβάσεων αρκεί για να γίνει δεκτό ότι συντρέχει επαναλαμβανόμενη πλημμέλεια (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 82 ανωτέρω, σκέψη 90).

100    Υπό την έννοια αυτή, η υποτροπή δεν είναι απαραίτητο να αφορά όλες τις πλημμέλειες που διαπίστωσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής σε ένα σύστημα ελέγχου. Αντιθέτως, πρέπει να αφορά μόνον την πλημμέλεια ή τις πλημμέλειες που είναι αποφασιστικής σημασίας για την επιβολή του επαυξημένου ποσοστού διορθώσεως, στον βαθμό που το ποσοστό αυτό υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτερη πλημμέλεια, δεδομένου ότι αυτή θεωρείται ως ενδεικτική για τους κινδύνους που παρουσιάζει το σύστημα ελέγχου στο σύνολό του, όπως το διευκρινίζει η Επιτροπή με τις κατευθυντήριες γραμμές της (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, T–352/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 327).

101    Πρέπει επομένως να καθοριστεί αν οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες είναι παρόμοιες. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή είχε ήδη διαπιστώσει την ύπαρξη πλημμελειών κατά τους βασικούς ελέγχους στις περιόδους εμπορίας 1999/2001 έως 2002/2003. Από την ανάλυση του πρώτου λόγου προκύπτει επίσης ότι το ΣΓΠ-ΕΤ δεν είχε τεθεί σε λειτουργία κατά την περίοδο εμπορίας 2003/2004, δεν μπόρεσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά κατά την περίοδο 2004/2005 και οι επιτόπιοι έλεγχοι παρουσίαζαν ελλείψεις.

102    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν στρέφονται κατά της διαπιστώσεως ότι οι πλημμέλειες είναι παρόμοιες, ότι αφορούν τον ίδιο τομέα (την παραγωγή ελαιόλαδου), ότι γι’ αυτές ευθύνεται το ίδιο κράτος μέλος και ότι κρίθηκαν ως αποφασιστικής σημασίας για την επιβολή προσαυξημένου ποσοστού διορθώσεως.

103    Η Ελληνική Δημοκρατία επιχειρεί μάλλον να αποδείξει, κατά βάση, ότι υπήρξαν πολλές βελτιώσεις του συστήματος ελέγχου και διαρκής ενημέρωση του ΣΓΠ-ΕΤ και ότι, ως εκ τούτου, οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες κατά την περίοδο 2003/2004 –για τις οποίες επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση 10 %– δεν μπορούσαν να είναι παρόμοιες με εκείνες που διαπιστώθηκαν κατά την περίοδο 2004/2005 –για τις οποίες επιβλήθηκε διόρθωση 15 %.

104    Συναφώς, τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία ατελέσφορα επικαλείται πολλές βελτιώσεις του συστήματος ελέγχου και διαρκή ενημέρωση του ΣΓΠ για να αμφισβητήσει την επιβολή επαυξημένου ποσοστού διορθώσεως 15 % για την περίοδο 2004/2005.

105    Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, προσκομίζοντας προς τούτο ένα έγγραφο, ότι συμμορφώθηκε με την απαίτηση που διατύπωσε η Επιτροπή τον Ιούνιο του 2004 σύμφωνα την οποία η πληρωμή των ενισχύσεων έπρεπε να γίνεται μετά το πέρας όλων των διοικητικών και των επιτόπιων ελέγχων.

106    Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι το έγγραφο αυτό αφορά ένα μόνο νομό και δεν αποδεικνύει επομένως ότι οι ενισχύσεις καταβλήθηκαν, σε όλη την επικράτεια, κανονικά μετά το πέρας των επιτόπιων ελέγχων.

107    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι αποκατέστησε τις ελλείψεις του ΣΓΠ-ΕΤ εστιάζοντας τους επιτόπιους ελέγχους στους παραγωγούς που είχαν υποβάλει τροποποιητική ή νέα δήλωση στο πλαίσιο του ΣΓΠ-ΕΤ.

108    Όμως, στις σκέψεις 32, 33 και 36 ανωτέρω επισημάνθηκε ότι πολλές νέες και πολλές τροποποιητικές δηλώσεις δεν καταχωρίστηκαν στο ΣΓΠ-ΕΤ. Εξάλλου, η Επιτροπή ορθώς προβάλλει ότι μπορούσαν επίσης να υπάρχουν προβλήματα στα ελαιοτεμάχια για τα οποία δεν υποβλήθηκε καμία τροποποιητική ή νέα δήλωση.

109    Τρίτον, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη τη βελτίωση που προήλθε από την ενημέρωση του ΣΓΠ-ΕΤ, καθόσον τα αποτελέσματα των επιτόπιων ελέγχων όσον αφορά το δείγμα της περιόδου εμπορίας 2004/2005 εισήχθησαν στη βάση του ΣΓΠ-ΕΤ. Υπογραμμίζει επίσης ότι προχώρησε στην προκήρυξη διαγωνισμού τον Απρίλιο του 2004 για τη μηχανογραφική εισαγωγή στοιχείων στη βάση του ελαιοκομικού μητρώου και ότι δεν ευθύνεται για τη δικαστική εμπλοκή που προέκυψε στη διαδικασία ανάθεσης των εργασιών.

110    Πάντως, αφενός, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, το έγγραφο που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη των επιχειρημάτων της περιέχει πρόσκληση ενός υπουργείου προς την αρχή πληρωμής να της κοινοποιήσει τα αποτελέσματα όλων των επιτόπιων ελέγχων για να τα καταχωρίσει στο σύστημα. Το έγγραφο αυτό δεν αποδεικνύει ότι τα αποτελέσματα όντως καταχωρίστηκαν. Αφετέρου, τα όσα προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία ως προς τη δικαστική εμπλοκή είναι αλυσιτελή για το ζήτημα των συγκεκριμένων βελτιώσεων στο σύστημα ελέγχου και για το ζήτημα της διαρκούς ενημέρωσης του ΣΓΠ-ΕΤ.

111    Τέταρτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι παραγωγοί εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την τροποποίηση των αλφαριθμητικών και χαρτογραφικών στοιχείων. Ωστόσο, προς επίρρωση τούτου προσκομίζονται τροποποιητικές δηλώσεις οι οποίες φέρουν ημερομηνία Δεκεμβρίου 2006, δηλαδή ενός έτους και πλέον μετά το πέρας της περιόδου εμπορίας 2004/2005.

112    Πέμπτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστήριξε ότι σε μία γενική κατηγοριοποίηση έγινε συσχέτιση, ενοποίηση και ποιοτικός έλεγχος των τροποποιητικών αιτήσεων που υποβλήθηκαν. Η Ελληνική Δημοκρατία παραδέχεται ωστόσο ότι ο συνολικός αριθμός των τροποποιήσεων δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια και δικαιολογεί την αδυναμία αυτή, μεταξύ άλλων, προβάλλοντας ότι υποβλήθηκαν τροποποιητικές δηλώσεις από τους ίδιους παραγωγούς και στις δύο περιόδους. Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

113    Συγκεκριμένα, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, τα συστήματα πληροφορικής που έπρεπε να εγκατασταθούν στο πλαίσιο του ΣΓΠ-ΕΤ έχουν ακριβώς τη δυνατότητα να ανιχνεύουν, με ένα ηλεκτρονικό παράγγελμα, τις πληροφορίες που εισήχθησαν από ένα χρονικό σημείο και μετά. Κατά συνέπεια η αδυναμία υπολογισμού των τροποποιήσεων αποκαλύπτει τις αδυναμίες του συστήματος και, ειδικότερα, την ελλιπή καταχώριση των τροποποιητικών ή νέων δηλώσεων. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι δηλώσεις μπορούσαν να υποβληθούν δύο φορές ορθώς προκάλεσε την ανησυχία και την υπόνοια της Επιτροπής ότι η κατάσταση αυτή ενέχει κίνδυνο για το Ταμείο.

114    Έκτον, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι με τη θέση σε λειτουργία του ΣΓΠ-ΕΤ καταχωρίστηκαν 74 319 τροποποιήσεις και ότι δόθηκαν οδηγίες στις Διευθύνσεις Αγροτικής Ανάπτυξης για να εξασφαλιστεί η λειτουργία του ΣΓΠ. Ωστόσο, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 49 έως 51 ανωτέρω, μόνον κατά το τέλος Νοεμβρίου του 2005, κατ’ εφαρμογή ελληνικής υπουργικής αποφάσεως, δόθηκαν οδηγίες για την ενημέρωση του ΣΓΠ-ΕΤ και η διοίκηση ζητούσε από τις υπηρεσίες να της κοινοποιήσουν τα ονόματα των εξουσιοδοτημένων χρηστών. Η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι είχαν δοθεί στους χειριστές του συστήματος οι κωδικοί πρόσβασης και ότι οι χρήστες απέκτησαν στην πράξη πρόσβαση στο ΣΓΠ-ΕΤ κατά την περίοδο εμπορίας 2004/2005. Για τους ίδιους λόγους, δεν αποδείχθηκε επίσης ότι οι εφαρμογές στις οποίες αναφέρεται η Ελληνική Δημοκρατία, οι οποίες αναπτύχθηκαν για τη διαχείριση των δεδομένων του ελαιοκομικού μητρώου, πράγματι εφαρμόστηκαν.

115    Έβδομον, όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως ακριβώς διαπίστωσε και η Επιτροπή, ότι οι οδηγίες που δόθηκαν για τους ελέγχους στους παραγωγούς και στα ελαιοτριβεία, με τις ελληνικές υπουργικές εγκυκλίους, δεν αποδεικνύουν ότι οι έλεγχοι πράγματι διενεργήθηκαν. Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς υπογραμμίζει ότι ο οργανισμός πληρωμών πρότεινε, βεβαίως, δειγματοληπτικούς ελέγχους επί του 1 % των δηλώσεων του ΣΓΠ-ΕΤ για την περίοδο εμπορίας 2004/2005, αλλά τα προσκομιζόμενα στοιχεία δεν αναιρούν τη διαπίστωση ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν έγιναν έγκαιρα.

116    Η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε επομένως ότι διενεργήθηκαν επαρκείς έλεγχοι στον τομέα του ελαιόλαδου. Η μακρά απαρίθμηση αποφάσεων και εγκυκλίων για τον έλεγχο των αποδόσεων και των ελαιοτριβείων προκειμένου να αποδειχθεί ότι διενεργήθηκαν οι επιτόπιοι έλεγχοι ουδόλως μεταβάλλει τη διαπίστωση αυτή. Συγκεκριμένα, τα έγγραφα αυτά ορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής των εν λόγω ελέγχων και περιέχουν υποδείγματα προς συμπλήρωση. Δεν αποδεικνύουν ωστόσο ότι διενεργήθηκαν πράγματι έλεγχοι.

117    Πρέπει να επισημανθεί ότι τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που προβάλλονται για να αποδειχθούν οι βελτιώσεις του συστήματος ελέγχου και η διαρκής ενημέρωση του ΣΓΠ-ΕΤ κατά την περίοδο εμπορίας 2004/2005 δεν είναι πειστικά. Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διαπιστώνοντας υποτροπή των πλημμελειών και επαυξάνοντας για τον λόγο αυτόν τη δημοσιονομική διόρθωση από 10 σε 15 % για την περίοδο εμπορίας 2004/2005.

118    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που αντλείται, αφενός, από την έλλειψη νομικής βάσης που να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα επαύξησης της δημοσιονομικής διορθώσεως λόγω επαναλαμβανομένων ελλείψεων ή λόγω υποτροπής και, αφετέρου, από πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση των επαναλαμβανομένων ελλείψεων.

 Επί του τρίτου λόγου που αντλείται από έλλειψη έγκυρης νομικής βάσης για την επιβολή της δημοσιονομικής διορθώσεως στις εκπρόθεσμες δαπάνες της διαδικασίας κατάρτισης του ΣΓΠ-ΕΤ

119    Η Επιτροπή επέβαλε δημοσιονομική διόρθωση 3 701 088,51 ευρώ με την αιτιολογία ότι οι δαπάνες για την κατάρτιση του ΣΓΠ-ΕΤ ήσαν εκπρόθεσμες.

120    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απόρριψη μιας δαπάνης μπορεί να αφορά μόνο δαπάνη ευθέως εκταμιευόμενη από τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Ισχυρίζεται ότι, από τη στιγμή που συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την καταβολή της ενίσχυσης στον ελαιοπαραγωγό, αποκόπτεται ο δεσμός της ενίσχυσης αυτής με το ΕΓΤΠΕ. Υπογραμμίζει επίσης ότι η παρακράτηση ενός ποσοστού της ενίσχυσης, το οποίο κανονικά θα είχε καταβληθεί στον παραγωγό, για την κατάρτιση του ελαιοκομικού μητρώου μειώνει το εισόδημα του παραγωγού αυτού και δεν συνιστά επομένως πρόσθετη επιβάρυνση στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

121    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση καταρτίσεως ελαιοκομικού μητρώου προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 154/75 του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 1975, περί καταρτίσεως ελαιοκομικού κτηματολογίου στα κράτη μέλη παραγωγής ελαιολάδου (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/011, σ. 158). Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι η χρηματοδότηση της καταρτίσεως του ελαιοκομικού μητρώου πραγματοποιείται κατά την ίδια διαδικασία με εκείνη που προβλέπεται για τις δαπάνες που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93). Συνεπώς, οι δαπάνες για την κατάρτιση του ελαιοκομικού μητρώου υπάγονται, όπως και οι δαπάνες που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού 729/70, στη διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών που προβλέπεται στον κανονισμό 729/70.

122    Στη συνέχεια, ο κανονισμός (ΕΚ) 1638/98 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την τροποποίηση του κανονισμού 136/66 (ΕΕ L 210, σ. 32), όριζε, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, ότι οι εργασίες που αφορούν το ελαιοκομικό μητρώο προσανατολίζονται προς τη σύσταση, ενημέρωση και χρησιμοποίηση, κατά τις περιόδους 1998/1999 έως 2000/2001, ενός ΣΓΠ-ΕΤ. Το άρθρο 2α του ίδιου κανονισμού προέβλεπε ότι, «[α]πό 1ης Νοεμβρίου 2003, τα ελαιόδεντρα και οι αντίστοιχες εκτάσεις η ύπαρξη των οποίων δεν βεβαιώνεται από Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών, που θεσπίζεται κατά το άρθρο 2 του παρόντος κανονισμού, καθώς και οι ποσότητες ελαιολάδου που παράγονται εξ αυτών, δεν δίδουν δικαίωμα ενίσχυσης στην παραγωγή ελαιολάδου στο πλαίσιο τις ισχύουσάς κοινής οργάνωσης της αγοράς των λιπαρών ουσιών».

123    Τέλος, το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98 ορίζει επίσης ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη των αποτελεσμάτων των ελέγχων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του Ε[ΓΤΠΕ], είναι επιλέξιμες για κοινοτική χρηματοδότηση, για τις περιόδους 1998/99 έως 2000/01, οι διατάξεις που αφορούν τη σύσταση του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα, καθώς και η τακτική ενημέρωση της βάσης γραφικών αναφοράς». Η διάταξη αυτή αφορά επομένως τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν το αργότερο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2003.

124    Από το νομικό αυτό πλαίσιο προκύπτει ότι η χρηματοδότηση των δαπανών για την κατάρτιση του ΣΓΠ-ΕΤ είναι κοινοτική και ότι, ως εκ τούτου, υπάγεται στο καθεστώς εκκαθαρίσεως των λογαριασμών που προβλέπει ο κανονισμός 729/70, όπως έχει αντικατασταθεί από τον κανονισμό 1258/1999.

125    Έτσι, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία, ο συλλογισμός της οποίας δεν στηρίζεται κατά τα λοιπά σε καμία νομοθετική διάταξη, υφίσταται έγκυρη νομική βάση για την επιβολή εκ μέρους της Επιτροπής της δημοσιονομικής διορθώσεως του ποσού των 3 701 088,51 ευρώ.

126    Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα ότι το ποσοστό της ενίσχυσης για την κατάρτιση του ΣΓΠ-ΕΤ συνιστά εισόδημα των παραγωγών που είναι δικαιούχοι της ενίσχυσης και ότι δεν πρέπει επομένως να εφαρμοστεί η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 121 έως 123 ανωτέρω, η ενίσχυση στους παραγωγούς προέρχεται από τον ΕΓΤΠΕ και η διάθεσή της αποφασίζεται από τον νομοθέτη της Ένωσης. Όμως, στον τομέα της ενίσχυσης για την παραγωγή ελαιόλαδου, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι, για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία του Ταμείου, ήταν απαραίτητο ένα ποσοστό της ενίσχυσης να δοθεί για την κατάρτιση ελαιοκομικού μητρώου και, μεταξύ άλλων, το εν λόγω ποσοστό να προσανατολίζεται προς τη σύσταση, ενημέρωση και χρησιμοποίηση ενός ΣΓΠ-ΕΤ.

127    Έτσι, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που επέβαλε ο νομοθέτης της Ένωσης για να δικαιούνται ενίσχυση οι δαπάνες οι οποίες αντιπροσωπεύουν το ποσοστό της ενίσχυσης προς τους παραγωγούς που προορίζεται για την κατάρτιση του ελαιοκομικού μητρώου, η Επιτροπή νομίμως κήρυξε τις εν λόγω δαπάνες μη επιλέξιμες προς ενίσχυση και προέβη σε σχετική διόρθωση.

128    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εργασίες σύστασης, ενημέρωσης και χρησιμοποίησης του ΣΓΠ-ΕΤ ολοκληρώθηκαν μετά το τέλος της περιόδου εμπορίας 2002/2003, δηλαδή μετά τις 31 Οκτωβρίου 2003. Ορθώς επομένως χαρακτήρισε η Επιτροπή τις σχετικές με τις εργασίες αυτές δαπάνες μη επιλέξιμες για κοινοτική χρηματοδότηση.

129    Η Ελληνική Δημοκρατία εσφαλμένως υποστηρίζει ότι η δημοσιονομική διόρθωση που της επιβλήθηκε λόγω της ανεπάρκειας του ΣΓΠ-ΕΤ αποτελεί κύρωση για την καθυστέρηση στις εργασίες και ότι η Επιτροπή της επιβάλλει έτσι δεύτερη διόρθωση για τον ίδιο λόγο. Συγκεκριμένα, εφαρμόστηκαν δύο διαφορετικές διαδικασίες, δηλαδή αφενός, η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών σχετικά με τις δαπάνες κατάρτισης και ενημέρωσης του ΣΓΠ-ΕΤ, και αφετέρου, η διαδικασία εκκαθαρίσεως των δαπανών για την έναρξη λειτουργίας και την ποιότητα του συστήματος ελέγχου που καθόρισε ο νομοθέτης της Ένωσης στον ελαιοκομικό τομέα.

130    Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, η δημοσιονομική διόρθωση ύψους 3 701 088,51 ευρώ αφορά μόνον τον έλεγχο επιλεξιμότητας των δαπανών για εργασίες σύστασης και ενημέρωσης του ΣΓΠ-ΕΤ σε σχέση με την υποχρέωση που θεσπίζουν τα άρθρα 2 και 2α του κανονισμού 1638/1998 και το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98. Κατ’ εφαρμογή των άρθρων αυτών, μόνον οι εργασίες σύστασης του ΣΓΠ-ΕΤ που είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος της περιόδου 2002/2003 ήταν επιλέξιμες προς ενίσχυση. Η προπαρατεθείσα δημοσιονομική διόρθωση δεν αφορά επομένως κύρωση για την καθυστέρηση στην υλοποίηση των εργασιών σύστασης του ΣΓΠ-ΕΤ ούτε για τις πλημμέλειες στους μηχανισμούς ελέγχου. Συναφώς, οι αποφάσεις της Επιτροπής που επικαλέσθηκε η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της είναι αλυσιτελείς, εφόσον οι δημοσιονομικές διορθώσεις επιβλήθηκαν λόγω των ελλείψεων του ΣΓΠ-ΕΤ και όχι για λόγους σχετικούς με τη σύσταση του εν λόγω ΣΓΠ.

131    Η Ελληνική Δημοκρατία ατελέσφορα υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τις δαπάνες για τη σύσταση του ΣΓΠ-ΕΤ, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη κινδύνου για το Ταμείο. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε αναγκαία τη σύσταση του ΣΓΠ-ΕΤ προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η προστασία του Ταμείου στο πλαίσιο του συστήματος ενίσχυσης της παραγωγής ελαιόλαδου και επέβαλε στα κράτη μέλη υποχρεώσεις συναφώς, μία από τις οποίες ήταν η υποχρέωση ολοκλήρωσης των εργασιών το αργότερο μέχρι το τέλος της περιόδου εμπορίας 2002/2003, δηλαδή στις 31 Οκτωβρίου 2003. Επιβάλλοντας την υποχρέωση αυτή, ο νομοθέτης αναγνώρισε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η μη τήρηση της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται αφ’ εαυτής κίνδυνο για το Ταμείο.

132    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η υποχρέωση ολοκλήρωσης των εργασιών το αργότερο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2003 δεν είχε τηρηθεί όσον αφορά ορισμένες εργασίες. Επέβαλε διόρθωση ίση με το κόστος των εργασιών που ολοκληρώθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι υφίστατο κίνδυνος για το Ταμείο και ορθώς προσδιόρισε την έκταση του κινδύνου αυτού.

133    Δεν μπορεί επίσης να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι όλες οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για τη σύσταση του ΣΓΠ-ΕΤ έπρεπε να θεωρηθούν ως επιλέξιμες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δηλώθηκαν ή πληρώθηκαν μετά τις 31 Οκτωβρίου 2003, εφόσον δεν υπερβαίνουν τον προϋπολογισμό που ενέκρινε η Επιτροπή. Έστω και αν το επιχείρημα αυτό κριθεί βάσιμο, το γεγονός ότι οι δαπάνες χρηματοδότησης των εργασιών που ολοκληρώθηκαν μετά τις 31 Οκτωβρίου 2003 δεν υπερέβησαν τον εν λόγω προϋπολογισμό ουδόλως επηρεάζει την επιλεξιμότητά τους προς χρηματοδότηση.

134    Το επιχείρημα ότι όλες οι εργασίες του ΣΓΠ-ΕΤ είχαν ολοκληρωθεί πριν τις 31 Οκτωβρίου 2003 πρέπει να απορριφθεί. Στα πρακτικά της διμερούς συνάντησης της 12ης Φεβρουαρίου 2009 αναφέρονται επακριβώς οι συμβάσεις οι οποίες δεν ήταν επιλέξιμες για χρηματοδότηση επειδή η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε διαβιβάσει στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι οι οικείες εργασίες είχαν ολοκληρωθεί πριν τις 31 Οκτωβρίου 2003. Διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία διαβίβασε στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία για το ότι ορισμένες συμβάσεις που αφορούσαν δαπάνες για την αγορά δορυφορικών εικόνων είχαν πραγματοποιηθεί πριν από τις 31 Οκτωβρίου 2003. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα στοιχεία αυτά, εφόσον οι εν λόγω δαπάνες θεωρήθηκαν τελικά επιλέξιμες. Όσον αφορά τις λοιπές εργασίες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2009 του Οργανισμού πληρωμών και ελέγχου κοινοτικών ενισχύσεων προσανατολισμού και εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει ότι οι εργασίες αυτές ολοκληρώθηκαν πριν τις 31 Οκτωβρίου 2003.

135    Παρατηρείται συναφώς ότι, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε ότι τα αρχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν περιείχαν λεπτομερείς πληροφορίες για τις ακριβείς ημερομηνίες ολοκλήρωσης των εργασιών, διότι αποθηκεύθηκαν μόνον οι σχετικές με την ημερομηνία παράδοσης πληροφορίες και η ακολουθούμενη πρακτική συνίστατο στο ότι, αφ’ ης στιγμής πραγματοποιούνταν οι εργασίες, παραδίδονταν εντός σύντομης προθεσμίας. Αυτό επιβεβαιώνει τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι δεν προσκομίστηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εργασίες ολοκληρώθηκαν πριν τις 31 Οκτωβρίου 2003.

136    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα προς στήριξη της απόψεώς της ότι η κρίσιμη περίοδος για να κριθεί η επιλεξιμότητα μιας δαπάνης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε ή ο χρόνος κατά τον οποίο αναλήφθηκε η νομική δέσμευση και όχι ο χρόνος που δηλώθηκε η δαπάνη ή ο χρόνος που πληρώθηκαν οι εργασίες. Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 2α του κανονισμού 1638/1998 και το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98, οι δαπάνες είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση μόνον εάν οι εργασίες έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος της περιόδου εμπορίας 2002/2003.

137    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη έγκυρης νομικής βάσης για την επιβολή της δημοσιονομικής διορθώσεως στις δαπάνες της διαδικασίας κατάρτισης του ΣΓΠ-ΕΤ, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

138    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση ύψους 3 701 088,51 ευρώ που επιβλήθηκε στο πλαίσιο των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για τη σύσταση του ΣΓΠ-ΕΤ. Αποτελείται από δύο αιτιάσεις, εκ των οποίων η μία αντλείται από το γεγονός ότι, κρίνοντας ως μη επιλέξιμες τις δαπάνες για τις συμπληρωματικές συμβάσεις που ολοκληρώθηκαν μετά τις 31 Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή παραβίασς την αρχή της αναλογικότητας, και η άλλη αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών καθόσον, όσον αφορά τη σύμβαση 5190/ES/2003, η ανάληψη της νομικής δέσμευσης για πληρωμή έγινε πριν τις 31 Οκτωβρίου 2003.

139    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, η Ελληνική Δημοκρατία ατελέσφορα υποστηρίζει ότι, σε ένα τόσο μεγάλο έργο όπως είναι η σύσταση του ΣΓΠ-ΕΤ, δικαιολογείται η καθυστέρηση ορισμένων συμβάσεων κατά 40 έως 60 ημέρες μετά την καταληκτική ημερομηνία ολοκλήρωσης του εν λόγω ΣΓΠ-ΕΤ βάσει της αρχής της αναλογικότητας.

140    Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της αναλύσεως του τρίτου λόγου, υπομνήσθηκε ότι, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 2 και 2α του κανονισμού 1638/1998 και του άρθρου 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 2366/98, ήταν επιλέξιμες για χρηματοδότηση μόνον οι δαπάνες για τις εργασίες σύστασης του ΣΓΠ-ΕΤ που είχαν ολοκληρωθεί κατά το τέλος της περιόδου εμπορίας 2002/2003. Η Επιτροπή υποχρεούται να συμμορφωθεί με το προαναφερθέν νομοθετικό πλαίσιο και δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως συναφώς. Υποχρεούται έτσι να αναγνωρίσει ως επιλέξιμες προς χρηματοδότηση μόνον τις δαπάνες για εργασίες που ολοκληρώθηκαν το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου 2003.

141    Επομένως, κηρύσσοντας μη επιλέξιμες προς χρηματοδότηση τις δαπάνες για εργασίες που ολοκληρώθηκαν μετά τις 31 Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

142    Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται στο παράρτημα A της σύμβασης 5190/ES/2003 προβάλλοντας ότι η διόρθωση των 263 620 ευρώ αντιστοιχούσε σε δαπάνες εκτελέσεως της συμβάσεως 5190/ES/2003 και ότι επρόκειτο σαφώς για δαπάνες που συνδέονταν με τη σύσταση του ελαιοκομικού μητρώου και υπηρεσίες που παρασχέθηκαν πριν τις 31 Οκτωβρίου 2003.

143    Η Επιτροπή υπογραμμίζει κατ’ ουσίαν ότι, με τη διόρθωση που επιβλήθηκε, έλαβε υπόψη μόνο τις εργασίες που είχαν ολοκληρωθεί πριν από την ημερομηνία αυτή και ότι αφαίρεσε από το ποσό της διορθώσεως το κόστος των εργασιών που είχαν πραγματοποιηθεί πριν τις 31 Οκτωβρίου 2003.

144    Η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει πειστικά ότι οι παροχές της προαναφερθείσας συμβάσεως είχαν πράγματι ολοκληρωθεί πριν από την ορισθείσα ημερομηνία.

145    Περαιτέρω, όπως παρατηρείται στη σκέψη 136 ανωτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα πειστικό επιχείρημα που να κλονίζει την άποψη κατά την οποία, βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης, οι δαπάνες μπορούν να είναι επιλέξιμες προς ενίσχυση μόνον εάν οι εργασίες ολοκληρώθηκαν μέχρι το τέλος της περιόδου εμπορίας 2002/2003. Η κρίσιμη περίοδος για να κριθεί η επιλεξιμότητα μιας δαπάνης δεν είναι επομένως ο χρόνος κατά τον οποίο αναλήφθηκε η νομική δέσμευση ούτε ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι δαπάνες.

146    Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη έγκυρης νομικής βάσης για την εφαρμογή των παλαιών κατευθυντήριων γραμμών στη νέα ΚΠΓ και στο νέο καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης, καθώς και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

147    Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τη διόρθωση ποσού 122 425 959,66 ευρώ για το καθεστώς των άμεσων ενισχύσεων στις αροτραίες καλλιέργειες για τις δηλώσεις του 2007, περιλαμβάνει δύο αιτιάσεις. Η πρώτη αντλείται από έλλειψη έγκυρης νομικής βάσης για την εφαρμογή, στην κοινή γεωργική πολιτική (ΚΠΓ) και στο νέο καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης, των κατευθυντήριων οδηγιών (που αναφέρονται στη σκέψη 78 ανωτέρω), οι οποίες προβλέπουν συντελεστές των κατ’ αποκοπή διορθώσεων. Με τη δεύτερη αιτίαση, υποστηρίζεται ότι η εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

148    Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται έγκυρη νομική βάση για την εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών στην νέα ΚΓΠ και στο νέο καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης. Προβάλλει ότι το νέο σύστημα καταβολής των ενισχύσεων χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων από την αποδέσμευση των ενισχύσεων από την παραγωγή, από τον καθορισμό εθνικών ποσών αναφοράς, από την εισαγωγή της διαφοροποίησης [για τα νέα κράτη μέλη] και από τα ποιοτικά παρακρατήματα και ότι έτσι διαμορφώθηκε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο όσον αφορά τους ελέγχους και την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων, που δεν έχει καμία σχέση ή αναλογία με τα διάφορα προηγούμενα καθεστώτα. Η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

149    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999, το οποίο και αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1), αποτελεί την έγκυρη νομική βάση για την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων από την Επιτροπή, γεγονός το οποίο αναγνωρίζει εξάλλου και η Ελληνική Δημοκρατία.

150    Πρέπει να αναφερθεί ότι το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 έχει το αυτό περίπου περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 που αντικατέστησε. Ειδικότερα, αμφότερες οι διατάξεις ορίζουν τη φύση και τη σοβαρότητα της παραβάσεως ως κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή κατά την εκτίμηση των αποκλειόμενων από τη χρηματοδότηση ποσών, με γνώμονα την έκταση της έλλειψης συμμόρφωσης που διαπιστώνει.

151    Στη συνέχεια, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που της παρέχουν οι διατάξεις αυτές, η Επιτροπή εξέδωσε τις κατευθυντήριες οδηγίες. Οι κατευθυντήριες οδηγίες προβλέπουν ότι επί των δηλωθεισών από κράτος μέλος δαπανών μπορεί να τύχει εφαρμογής κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 2 %, 5 %, 10 % και 25 %, ενδεχομένως δε και μεγαλύτερη, σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα των διαπιστωθεισών κατά την εφαρμογή των ελέγχων παραβάσεων, εφόσον οι πληροφορίες που διαθέτει η Επιτροπή δεν επιτρέπουν την εκτίμηση των ζημιών που υπέστη η Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω των ανωτέρω παραβάσεων.

152    Στο παράρτημα 2 των κατευθυντήριων οδηγιών, η Επιτροπή διαχωρίζει τους ελέγχους σε δύο κατηγορίες: τους βασικούς ελέγχους και τους επικουρικούς ελέγχους. Αυτοί ορίζονται ως εξής:

«Βασικοί έλεγχοι είναι οι επιτόπιοι και οι διοικητικοί έλεγχοι που απαιτούνται για την επαλήθευση ουσιαστικών στοιχείων, ιδίως του υποστατού του αντικειμένου της αιτήσεως, της ποσότητας και των ποιοτικών προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της τηρήσεως των προθεσμιών, των απαιτήσεων συγκομιδής, των περιόδων υποχρεωτικής κατοχής, κ.λπ. Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνται επιτόπου και με διασταύρωση με ανεξάρτητα στοιχεία, όπως τα κτηματολόγια. Επικουρικοί έλεγχοι είναι οι διοικητικές αυτές πράξεις που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των αιτημάτων, όπως η επαλήθευση της τήρησης των προθεσμιών για την υποβολή τους, [ο εντοπισμός] πολλαπλών αιτήσεων για το ίδιο υποκείμενο, ανάλυση κινδύνου, εφαρμογή των κυρώσεων και κατάλληλη επίβλεψη των διαδικασιών.»

153    Το έγγραφο AGRI/17933/2000 συμπληρώνει τις κατευθυντήριες οδηγίες κατατάσσοντας τα διάφορα μέτρα ελέγχου στους διαφόρους τομείς σε βασικούς και επικουρικούς ελέγχους.

154    Πρέπει να τονιστεί, όσον αφορά τις κατευθυντήριες οδηγίες, ότι η Επιτροπή δύναται, προκειμένου να ανταποκριθεί πλήρως στην αρμοδιότητα που της απονέμει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 1287/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995 (ΕΕ L 125, σ. 1), το άρθρο 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 ή το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005, να εκδίδει εσωτερικές κατευθυντήριες οδηγίες για τις δημοσιονομικές διορθώσεις και να αναθέτει την εφαρμογή τους στις αρμόδιες υπηρεσίες. Οι εν λόγω εσωτερικές κατευθυντήριες οδηγίες συμβάλλουν, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή λαμβάνει αποφάσεις κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, στην εξασφάλιση ίσης μεταχειρίσεως των κρατών μελών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτά αρχών, όταν τελούν υπό παρεμφερείς καταστάσεις. Επιπλέον, αυτές οι κατευθυντήριες οδηγίες μπορούν να ενισχύσουν τη διαφάνεια των απευθυνόμενων στα κράτη μέλη αποφάσεων. Με τον τρόπο αυτό, οι εσωτερικές κατευθυντήριες οδηγίες καθορίζουν τις γενικές γραμμές βάσει των οποίων προτίθεται η Επιτροπή να εκδώσει σε μεταγενέστερο στάδιο, κατ’ εφαρμογή της οικείας ρυθμίσεως, ατομικές αποφάσεις το κύρος των οποίων θα μπορεί να αμφισβητηθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2000, C‑443/97, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑2415, σκέψεις 31 έως 33).

155    Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι ο μηχανισμός δημοσιονομικής διορθώσεως και τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες οδηγίες έχουν επιβεβαιωθεί νομολογιακώς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψη 70· της 7ης Οκτωβρίου 2004, C‑153/01, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑9009, σκέψη 73, και της 27ης Οκτωβρίου 2005, C‑387/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 68).

156    Εξάλλου, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έκρινε αναγκαίο να τροποποιήσει το καθεστώς επιβολής διορθώσεων, δεδομένου ότι το εν λόγω καθεστώς συνεχίζει να εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Επιτροπής. Επομένως, εξακολουθεί να εναπόκειται στην Επιτροπή ο καθορισμός των όρων υπό τους οποίους επιβάλλονται οι διορθώσεις.

157    Τέλος, η Επιτροπή, όπως ορθώς το υπογραμμίζει, έλαβε υπόψη τις αλλαγές που επέφερε η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ στον τρόπο εφαρμογής των κατ’ αποκοπή διορθώσεων. Η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του 2005 δεν επέφερε αλλαγές στην υποχρέωση διενέργειας των βασικών και των επικουρικών ελέγχων και η διενέργειά τους συνέχισε να είναι απαραίτητη και μετά την εν λόγω μεταρρύθμιση. Ωστόσο, με το έγγραφο AGRI/64041/2005 για «τους βασικούς και τους επικουρικούς ελέγχους στον τομέα των ενισχύσεων αναλόγως της εκτάσεως που έχουν εφαρμογή στις αιτήσεις που υποβάλλονται από το 2005 και μετά», η Επιτροπή τροποποίησε τις κατευθυντήριες οδηγίες καθορίζοντας τους απαιτούμενους βασικούς και επικουρικούς ελέγχους στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος ενιαίας πληρωμής. Συναφώς, το επιχείρημα ότι το έγγραφο AGRI/17933/2000 επικαιροποιήθηκε μόνον κατά τη συγκεκριμένη περίοδο εμπορίας, δηλαδή το 2007, και ότι επομένως η εν λόγω επικαιροποίηση του εγγράφου αυτού δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, είναι αλυσιτελές.

158    Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εκτιμήσεων και του σχεδόν ταυτόσημου περιεχομένου του άρθρου 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005 και του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1287/95, βάσει του οποίου εκδόθηκαν οι κατευθυντήριες οδηγίες από την Επιτροπή στις 23 Δεκεμβρίου 1997 (και συμπληρώθηκαν, μεταξύ άλλων, με το έγγραφο AGRI/17933/2000), διαπιστώνεται ότι ουδόλως εκωλύετο η Επιτροπή να εφαρμόσει και τις εν λόγω κατευθυντήριες οδηγίες στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που της απένεμε το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005.

159    Κανένα από τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορεί να κλονίσει τη διαπίστωση αυτή.

160    Πρώτον, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών είναι δυσμενέστερη διότι η βάση υπολογισμού του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης είναι αισθητά υψηλότερη δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

161    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ορθώς υπογραμμίζει ότι ήταν εφικτό να αποκλειστούν από τη βάση υπολογισμού της κατ’ αποκοπή διορθώσεως οι πληθυσμοί των γεωργών που δεν αποτελούσαν κίνδυνο για το Ταμείο. Έτσι, με αποτελεσματική συνεργασία, οι ελληνικές αρχές θα μπορούσαν να περιορίσουν τον πληθυσμό που βρισκόταν σε κίνδυνο και να προσδιορίσουν τους πληθυσμούς εκείνους για τους οποίους οι αδυναμίες που εντοπίστηκαν δεν δημιουργούσαν κανένα κίνδυνο. Επομένως, θα μπορούσε να αποφευχθεί ο σκόπελος ενδεχόμενης μεγαλύτερης διορθώσεως λόγω της υψηλότερης βάσης υπολογισμού. Εξάλλου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την απουσία κινδύνου όταν αυτό ήταν δυνατό. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σημείο 6.5 της τελικής έκθεσης του οργάνου συμβιβασμού, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι τα ειδικά δικαιώματα δεν συνδέονταν με τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στη μέτρηση και στην οριοθέτηση των εκτάσεων και έκρινε έτσι ότι το ποσό της ενίσχυσης που καταβλήθηκε στους δικαιούχους των εν λόγω ειδικών δικαιωμάτων, δηλαδή το ποσό των 49 309 456,49 ευρώ, έπρεπε να μην προσμετρηθεί στη βάση υπολογισμού της κατ’ αποκοπή διορθώσεως.

162    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι οι πλημμέλειες που δημιουργούσαν κινδύνους για το ΕΓΤΠΕ στα προηγούμενα, πριν τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, καθεστώτα δεν ασκούν πλέον καμία επιρροή στο νέο καθεστώς, δεδομένου ότι η παραγωγή έχει αποδεσμευτεί από την επιδότηση, και για να αποδείξει το βάσιμο του επιχειρήματός της αναφέρεται σε δύο έγγραφα.

163    Πρώτον, με αυτό το γενικής φύσεως επιχείρημα, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι όλα τα καθοριστικά κριτήρια που είχαν εφαρμογή στα προηγούμενα καθεστώτα δεν ασκούν πλέον επιρροή. Το επιχείρημα αυτό ούτε αποδείχθηκε ούτε ευσταθεί. Είναι βεβαίως δυνατό μετά τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ ορισμένα κριτήρια να έχουν εφεξής μικρότερη σημασία. Παρ’ όλ’ αυτά, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, καθορίστηκαν νέα κριτήρια για τη διεξαγωγή των ελέγχων τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τους ελέγχους των ενισχύσεων.

164    Στη συνέχεια, όπως τονίστηκε στη σκέψη 157 ανωτέρω, η Επιτροπή καθόρισε, με το έγγραφο AGRI/64041/2005, τους βασικούς και τους επικουρικούς ελέγχους στον τομέα των χορηγούμενων βάσει της εκτάσεως ενισχύσεων, οι οποίοι έχουν εφαρμογή, ιδίως, στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας πληρωμής του κανονισμού 1782/2003. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι κατευθυντήριες οδηγίες έχουν εφαρμογή μόνο στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος διότι δεν προσαρμόστηκαν έτσι ώστε να λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νέου καθεστώτος είναι εσφαλμένο και πρέπει να απορριφθεί.

165    Περαιτέρω, αντίθετως προς όσα ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία, η έγκαιρη διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων είναι απαραίτητη στην περίπτωση επιτόπιων ελέγχων στις καλλιέργειες σκληρού σίτου, ακόμη και στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος. Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν είχαν διενεργηθεί εγκαίρως. Ορθώς επομένως η Επιτροπή επέβαλε διόρθωση λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την εν λόγω πλημμέλεια.

166    Τέλος, πρέπει να εξεταστούν τα δύο έγγραφα που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη των επιχειρημάτων της.

167    Το πρώτο έγγραφο περιέχει τα πρακτικά της διμερούς συνάντησης για το έτος 2006, δηλαδή για το προηγούμενο έτος από εκείνο που αφορά η επίδικη διόρθωση, κατά την οποία η Επιτροπή είχε αναγνωρίσει ότι με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ η εφαρμογή των κατευθυντήριων αρχών για τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις είναι δυσμενέστερη και έχει πιο βλαπτικές συνέπειες για τα κράτη μέλη. Το παράρτημα αυτό δεν αναιρεί την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, όπως υπογραμμίσθηκε στη σκέψη 161 ανωτέρω, το γεγονός ότι η βάση επί της οποίας επιβάλλεται τυχόν διόρθωση έγινε υψηλότερη μετά τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ δεν συνεπάγεται ότι η εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών είναι παράνομη. Στα κράτη μέλη εναπόκειται να εφαρμόσουν τα αναγκαία μέτρα για να οριοθετήσουν τους πληθυσμούς που αποτελούσαν κίνδυνο και να προσδιορίσουν τους πληθυσμούς εκείνους για τους οποίους οι πλημμέλειες που εντοπίστηκαν δεν δημιουργούσαν κανένα κίνδυνο.

168    Το δεύτερο έγγραφο περιέχει έναν πίνακα από τον οποίο προκύπτει ότι η πλειοψηφία των παραγωγών είτε δηλώνει εκτάσεις αριθμητικά μεγαλύτερες από τον αριθμό των δικαιωμάτων τους είτε κατέχει ειδικά δικαιώματα και, άρα, ακόμη και αν η δηλωθείσα από τον γεωργό έκταση είναι μεγαλύτερη των 1,02 εκταρίων αντί του 1 εκταρίου, τούτο δεν έχει καμία επίπτωση στα δικαιώματά του, τα οποία υπολογίστηκαν, π.χ., βάσει του 0,5 εκταρίου που αντιστοιχεί στα δικαιώματά του.

169    Αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή μερίμνησε ώστε να μην προσμετρήθούν στη βάση υπολογισμού της διορθώσεως οι πληθυσμοί παραγωγών που δεν αποτελούσαν κίνδυνο για το Ταμείο. Συγκεκριμένα, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 161 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν προσμέτρησε στη βάση υπολογισμού της διορθώσεως τα ειδικά δικαιώματα, διότι αυτά δεν συνδέονταν με τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στη μέτρηση και την οριοθέτηση των εκτάσεων.

170    Αφετέρου, όσον αφορά τις δηλώσεις των παραγωγών για εκτάσεις μεγαλύτερες από τον αριθμό των δικαιωμάτων τους, επιβάλλεται βεβαίως η παρατήρηση ότι το όργανο συμβιβασμού πρότεινε να μην προσμετρηθεί στη βάση υπολογισμού ο πληθυσμός παραγωγών που καθορίζεται βάσει του ποσοστού των δικαιωμάτων τους και των εκτάσεων που δήλωσαν. Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής κατά την οποία οι κατ’ αποκοπή διορθώσεις λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι ο κίνδυνος να δηλωθεί έκταση μεγαλύτερη από την πραγματική, η οποία δεν κατέστη δυνατό να ταυτοποιηθεί, μπορεί να διαφέρει, αναλόγως της περιπτώσεως, ανεξαρτήτως του ποσοστού των δικαιωμάτων ή της διαθέσιμης επιλέξιμης εκτάσεως και ότι είναι αδύνατο να καθοριστεί το όριο άνω του οποίου δεν υφίσταται πλέον οικονομικός κίνδυνος.

171    Κατά συνέπεια η αιτίαση ότι δεν υφίσταται νομική βάση για την εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ και του νέου καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης πρέπει να απορριφθεί.

172    Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εφαρμόζοντας τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις των κατευθυντήριων οδηγιών στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

173    Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, προς στήριξη του συλλογισμού της, περιορίστηκε στο να συγκρίνει το ποσό των διορθώσεων που εφαρμόστηκαν στον τομέα των άμεσων ενισχύσεων στις αροτραίες καλλιέργειες μεταξύ, αφενός, των ετών 2004 και 2005, και, αφετέρου, του έτους 2007. Υπογραμμίζει, σχετικώς, ότι, ενώ οι διορθώσεις αυτές ανήλθαν σε περίπου 63 000 000 ευρώ το 2004 και το 2005, το 2007 ανήλθαν σε 122 425 959,66 ευρώ.

174    Πρέπει σχετικώς να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Η αρχή αυτή απαιτεί να είναι τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου της Ένωσης μέσα πρόσφορα για την υλοποίηση των επιδιωκόμενων από την οικεία ρύθμιση σκοπών και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουνίου 2010, C‑58/08, Vodafone κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I‑4999, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 82 ανωτέρω, σκέψη 94).

175    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η εκ μέρους της Επιτροπής επιβολή διορθώσεως βάσει των κατευθυντήριων οδηγιών που έχουν θεσπιστεί στον οικείο τομέα αποσκοπεί στην αποφυγή της επιβαρύνσεως του ΕΓΤΠΕ, του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) με ποσά που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση σκοπού επιδιωκόμενου από την επίμαχη ρύθμιση της Ένωσης και δεν αποτελεί κύρωση (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 2011, T‑214/07, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι με τα καθοριζόμενα στις κατευθυντήριες οδηγίες κατ’ αποκοπή ποσοστά καθίσταται δυνατή η τήρηση του δικαίου της Ένωσης και συγχρόνως η αποτελεσματική διαχείριση των πόρων της Ένωσης, καθώς και η αποφυγή της εκ μέρους της Επιτροπής ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειάς της κατά τρόπο που να συνεπάγεται για τα κράτη μέλη υπέρμετρες και δυσανάλογες διορθώσεις (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑181/06, Ιταλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 234).

176    Οι αριθμοί που επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη του επιχειρήματός της δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή υπερέβη το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού της προστασίας του Ταμείου. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι ο τρόπος υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή δεν ήταν σύμφωνος με τον προπαρατεθέντα σκοπό.

177    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι η θέσπιση της νέας ΚΓΠ προκάλεσε σημαντική αύξηση των δαπανών για ενισχύσεις χορηγούμενες βάσει της εκτάσεως. Αυτή, όμως, η αύξηση δαπανών συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση, σε απόλυτους αριθμούς, του κινδύνου επιβαρύνσεως του προϋπολογισμού της Ένωσης με ποσά που δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση σκοπού επιδιωκόμενου από τις ρυθμίσεις της Ένωσης στον οικείο τομέα.

178    Στη συνέχεια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι συντελεστές διορθώσεως εφαρμόστηκαν σε μεγαλύτερα βασικά ποσά, εφόσον τα ποσά για ενισχύσεις που έλαβε η Ελληνική Δημοκρατία ήσαν τριπλάσια από εκείνα που είχε λάβει τα προηγούμενα έτη. Το ποσό αυτό το οποίο, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, υπερτριπλασιάστηκε κατόπιν της εφαρμογής των ισχυουσών κατευθυντήριων οδηγιών σε σχέση με το ποσό της διορθώσεως που θα είχε επιβληθεί υπό το προϊσχύσαν καθεστώς είναι το αποτέλεσμα απλού μαθηματικού υπολογισμού, δηλαδή της εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογής του κατ’ αποκοπή ποσοστού επί του ποσού που έλαβε η Ελληνική Δημοκρατία ως άμεση ενίσχυση.

179    Τέλος, η κατ’ αποκοπή μέθοδος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μηχανισμός, ο οποίος, αφ’ εαυτού, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η δυνατότητα εφαρμογής κατ’ αποκοπή μεθόδου σε περίπτωση αδυναμίας επακριβούς εκτιμήσεως των ζημιών τις οποίες υπέστη η Ένωση, την οποία παρέχουν οι κατευθυντήριες οδηγίες, έχει επιβεβαιωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Απριλίου 2008, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψη 136, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑346/00, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9293, σκέψεις 53 έως 54).

180    Επομένως, ο λόγος που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί.

181    Τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία για να αντικρούσει το συμπέρασμα αυτό δεν είναι πειστικά.

182    Αφενός, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η μείωση του συντελεστή διορθώσεως που προβλέπουν οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες για το καθεστώς ελέγχου της πολλαπλής συμμόρφωσης, οι οποίες εκδόθηκαν μετά τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, έπρεπε να έχει εφαρμογή και στο πλαίσιο του καθεστώτος της ενιαίας ενίσχυσης.

183    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το έγγραφο AGRI/2005/64043, η μείωση του συντελεστή που προβλέπεται στο πλαίσιο του καθεστώτος ελέγχου της πολλαπλής συμμόρφωσης είναι προαιρετική, δικαιολογείται από τις ιδιαιτερότητες του καθεστώτος αυτού και χαρακτηρίζεται ως κατ’ εξαίρεση.

184    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας επειδή δεν προέβλεψε μείωση του συντελεστή διορθώσεως στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης παρόμοια με τη μείωση που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος πολλαπλής συμμόρφωσης.

185    Αφετέρου, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει, κατά βάση και γενικώς, ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005, εφόσον δεν έλαβε υπόψη τη σημασία, τη φύση και τη βαρύτητα των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν. Αυτό το γενικής φύσεως επιχείρημα δεν στηρίχθηκε σε κανένα στοιχείο και, εν πάση περιπτώσει, δεν ευσταθεί. Από τα έγγραφα που ανταλλάχθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε πλημμέλειες και εφάρμοσε δημοσιονομική διόρθωση λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα και τη φύση των πλημμελειών αυτών, ο δε υπολογισμός της εν λόγω διορθώσεως πραγματοποιήθηκε με βάση την κατ’ αποκοπή μέθοδο που έχει γίνει δεκτή από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

186    Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από έλλειψη έγκυρης νομικής βάσης η οποία να δικαιολογεί την εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ και του νέου καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης, καθώς και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις αδυναμίες του ΣΑΑ/ΣΓΠ, τα αποτελέσματα της σύγκρισης των στοιχείων του ΣΑΑ/ΣΓΠ και τις αδυναμίες των διοικητικών ελέγχων

187    Ο έκτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τη διόρθωση ύψους 122 425 959,66 ευρώ για το καθεστώς των άμεσων ενισχύσεων στις αροτραίες καλλιέργειες για τις δηλώσεις του έτους 2007, αποτελείται από τρεις αιτιάσεις.

188    Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η δημοσιονομική διόρθωση λόγω της μη ολοκλήρωσης του ΣΑΑ/ΣΓΠ δεν δικαιολογείται. Συγκεκριμένα, πρώτον, υποστηρίζει ότι ο προκηρυχθείς το 2003 διαγωνισμός για την ανανέωση του χαρτογραφικού υπόβαθρου της χώρας είχε πολλαπλές δικαστικές εμπλοκές που κατέστησαν αδύνατη την ανάθεση του έργου κατά τα έτη 2003-2006. Επισημαίνει ότι ενημέρωσε σχετικά την Επιτροπή και ότι συμμορφώθηκε με ένα σχέδιο δράσης που καταστρώθηκε καθ’ υπόδειξή της. Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά ότι η επιβολή της δημοσιονομικής διορθώσεως από την Επιτροπή συνιστά προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

189    Πρώτον, επισημαίνεται ότι έχει κριθεί ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξης προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 2006, C‑236/05, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2006, σ. I‑10819, σκέψεις 28 και 29, και της 8ης Μαΐου 2008, C‑233/07, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 33). Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη τήρηση υποχρεώσεως την οποία υπέχει από τη σχετική με το ΕΓΤΠΕ νομοθεσία, επικαλούμενο τις πλημμέλειες των εθνικών διαδικασιών και τις οφειλόμενες σ’ αυτές ένδικες αμφισβητήσεις (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 120).

190    Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι οι προσφυγές ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά της προκηρύξεως του διαγωνισμού για την ανάδειξη φορέα παροχής υπηρεσιών ενημερώσεως του ελληνικού ΣΑΑ/ΣΓΠ δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση της υποχρεώσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας να διαθέτει ενημερωμένο ΣΑΑ/ΣΓΠ. Συγκεκριμένα, οι προσφυγές αυτές δεν συνιστούν αντικειμενικές και απρόβλεπτες δυσκολίες που μπορούν να απαλλάξουν την Ελληνική Δημοκρατία από την υποχρέωσή της να διατηρεί ενημερωμένο το ΣΑΑ/ΣΓΠ. Η Ελληνική Δημοκρατία γνώριζε ότι είχε υποχρέωση να διαθέτει ενημερωμένο ΣΑΑ/ΣΓΠ και ότι η προκήρυξη διαγωνισμού την οποία δημοσίευσε για την ενημέρωσή του ήταν πιθανόν να προσβληθεί ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων. Θα μπορούσε να έχει προβλέψει μέτρα, κατά την προκήρυξη του διαγωνισμού, για να αποφευχθεί η σημαντική καθυστέρηση στη συμμόρφωσή της με την υποχρέωση, που απορρέει από το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003, δημιουργίας συστήματος ταυτοποίησης των αγροτεμαχίων.

191    Επομένως, μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι εν λόγω προσφυγές προέκυψαν από την άσκηση δικαιωμάτων που χορήγησε ο νόμος περί μεταφοράς στην ελληνική έννομη τάξη της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ L 395, σ. 33), ότι ενημέρωσε πλήρως την Επιτροπή για τις εν λόγω προσφυγές και ότι συνεργάστηκε μαζί της, οι περιστάσεις αυτές δεν αναιρούν την ανωτέρω εκτίμηση.

192    Εξάλλου, το γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή και συνεργάσθηκε με αυτήν κατόπιν των εν λόγω προσφυγών ουδεμία επιρροή ασκεί στο γεγονός ότι ευθυνόταν για τη μη ενημέρωση του ΣΑΑ/ΣΓΠ.

193    Δεύτερον, όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κατά πάγια νομολογία το δικαίωμα της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μπορεί να επικαλεστεί κάθε ιδιώτης ευρισκόμενος σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η διοίκηση της Ένωσης του δημιούργησε, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, βάσιμες προσδοκίες (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, T‑203/96, Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑4239, σκέψη 74· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2004, C‑37/02 και C‑38/02, Di Lenardo και Dilexport, Συλλογή 2004, σ. I‑6911, σκέψη 70). Τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και προέρχονται από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Μαΐου 2000, C‑82/98 P, Kögler κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 2000, σ. I‑3855, σκέψη 33). Αντιθέτως, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής, αν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 2005, C‑506/03, Γερμανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 58, και της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 147· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 2009, T‑334/07, Denka International κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑4205, σκέψη 148).

194    Η Ελληνική Δημοκρατία όμως δεν απέδειξε ότι έλαβε οποιαδήποτε συγκεκριμένη διαβεβαίωση από την Επιτροπή όσον αφορά τη μη επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως λόγω του σχεδίου δράσης που επικαλείται.

195    Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι η επιστολή της Επιτροπής της 26ης Φεβρουαρίου 2007 προς την Ελληνική Δημοκρατία, σχετικά με το εν λόγω διετές σχέδιο δράσης, δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις για το θέμα αυτό. Με την επιστολή αυτή καθίσταται σαφές ότι η αποτελεσματική και εμπρόθεσμη εφαρμογή πρέπει να διασφαλίσει μεσοπρόθεσμα την παροχή κατάλληλων εγγυήσεων για το ΣΑΑ/ΣΓΠ, «υπό την επιφύλαξη της διαδικασίας της δημοσιονομικής διορθώσεως».

196    Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

197    Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία παρατηρεί ότι από τη σύγκριση των στοιχείων του ΣΑΑ/ΣΓΠ που ελήφθη υπόψη για το έτος υποβολής δηλώσεων 2007 με τα στοιχεία του ΣΑΑ/ΣΓΠ του 2009 προκύπτει ότι οι διαφορές και οι αστοχίες είναι ελάχιστες και δεν υπερβαίνουν το 2 %. Διευκρινίζει ότι τα στοιχεία αυτά προέρχονται από τη μηχανογραφημένη βάση του νέου ΣΑΑ/ΣΓΠ και ότι από την αίτηση προς το όργανο συμβιβασμού καθώς και από τη γνώμη του οργάνου αυτού προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία επικαλέσθηκε τα εν λόγω στοιχεία και ότι επομένως η Επιτροπή τα γνώριζε. Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν, ωστόσο, να γίνουν δεκτά.

198    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την τελική έκθεση του οργάνου συμβιβασμού, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα προαναφερθέντα στοιχεία που της παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία και αμφισβήτησε το ποσοστό αστοχιών του 2 %. Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι η σύγκριση των μη ταυτοποιημένων τεμαχίων του 2007 και του 2009 έδειξε σημαντική αύξηση των τεμαχίων αυτών, πράγμα που αποδείκνυε τις ατέλειες του συστήματος το 2007, καθώς και τις δυσκολίες πραγματοποιήσεως αξιόπιστων διασταυρωτικών ελέγχων. Το όργανο συμβιβασμού διαπίστωσε τα ακόλουθα:

«[Ό]σον αφορά το νέο ΣΑΑ/ΣΓΠ, οι ελληνικές αρχές υπογραμμίζουν ότι αυτό λειτουργεί από τις 31 Δεκεμβρίου 2008 και ότι τηρεί τις απαιτήσεις του σχεδίου δράσης. Για το έτος αιτήσεων 2007, με το νέο ΣΑΑ/ΣΓΠ διαπίστωσαν ορισμένες αστοχίες σε μη επιλέξιμα τεμάχια, που αφορούσαν 253 240 εκτάρια. Ορισμένες αστοχίες είχαν ήδη διαπιστωθεί με το παλαιό ΣΑΑ/ΣΓΠ, αλλά αφορούσαν μόνο 54 946 μη επιλέξιμα εκτάρια. Θεωρούν ότι το ποσοστό αστοχίας για τις αιτήσεις του 2007 που κρίθηκαν επιλέξιμες, ενώ δεν ήταν, ανέρχεται σε περίπου 2 %. Το ποσοστό αυτό αναλύεται ως εξής: το σύνολο της δηλωθείσας το 2007 αγροτικής επιφάνειας ανερχόταν σε 5 821 206 εκτάρια. Βάσει αυτού, η μη επιλέξιμη έκταση των 253 240 εκταρίων αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό αστοχίας περίπου 3,4 % και τα περίπου 55 000 εκτάρια, που ταυτοποιήθηκαν με το παλαιό ΣΑΑ/ΣΓΠ, αντιστοιχούν σε ποσοστό αστοχίας 1 % περίπου. Το ποσοστό αυτό αφαιρείται από το ποσοστό του 3,4 %.

Το όργανο παρατηρεί ότι το ποσοστό του 3,4% είναι εσφαλμένο και ανέρχεται στην πραγματικότητα σε 4,35%. Επίσης, εάν ο υπολογισμός του ποσοστού αστοχίας δεν περιοριστεί μόνο στις κατηγορίες αστοχιών που διαπιστώθηκαν κατά τη σύγκριση του ΣΑΑ/ΣΓΠ του 2007 με το ΣΑΑ/ΣΓΠ του 2009, αλλά εξεταστούν και άλλες κατηγορίες αστοχιών, το όργανο εκτιμά ότι το ποσοστό αστοχίας πλησιάζει το 5 %.»

199    Οι εξηγήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας και ο πίνακας που προσκόμισε δεν αίρουν τις αμφιβολίες που διατύπωσαν το όργανο συμβιβασμού και η Επιτροπή όσον αφορά το ποσοστό αστοχιών που διαπιστώθηκαν κατά τη σύγκριση μεταξύ των στοιχείων του ΣΑΑ/ΣΓΠ που χρησιμοποιήθηκε το 2007 και των στοιχείων του ΣΑΑ/ΣΓΠ που χρησιμοποιήθηκε το 2009.

200    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

201    Στο πλαίσιο της τρίτης αιτιάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τις προβαλλόμενες αδυναμίες των διοικητικών διασταυρωτικών ελέγχων.

202    Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία ατελέσφορα υποστηρίζει ότι οι αποκλίσεις που διαπιστώθηκαν στη μέτρηση των εκτάσεων ορισμένων βοσκότοπων αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις, είναι μικρές και μπορεί να έχουν προκύψει από τις αποκλίσεις στην ακρίβεια των μετρήσεων των οργάνων μέτρησης που χρησιμοποιήθηκαν, όπως το σύστημα GPS (Global Positioning System, Παγκόσμιο Σύστημα εντοπισμού θέσης). Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι σε 7 από τις 48 μετρήσεις που έγιναν υπήρχαν αποκλίσεις σε εκτάσεις επιλέξιμες για ενίσχυση, γεγονός το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αποκλίσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικές και συνιστούν παράβαση των διατάξεων των άρθρων 23 και 30 του κανονισμού (ΕΚ) 796/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό 1782/2003 (ΕΕ L 141, σ. 18), οι οποίες επιβάλλουν ακρίβεια της μέτρησης της εκτάσεως των αγροτεμαχίων. Επιπλέον, το κατά τα λοιπά αστήρικτο επιχείρημα ότι οι αποκλίσεις μπορεί να οφείλονται σε ανακρίβεια των οργάνων μέτρησης, όπως το σύστημα GPS, πρέπει να απορριφθεί.

203    Δεύτερον, οι διασταυρωτικοί έλεγχοι που παραθέτει η Ελληνική Δημοκρατία για να αποδείξει ότι αυτοί διεξήχθησαν κανονικά δεν ασκούν επιρροή, εφόσον η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι εφάρμοσε ένα περιθώριο ανοχής 5 %, ενώ αυτό είναι αντίθετο προς το άρθρο 24 του κανονισμού 796/2004 το οποίο αναφέρει τα είδη διασταυρωτικών ελέγχων με τους οποίους καθίσταται δυνατός ο εντοπισμός παρατυπιών. Το γεγονός ότι το εν λόγω περιθώριο ανοχής δεν εφαρμόστηκε στους διασταυρωτικούς ελέγχους του 2008 δεν ασκεί επιρροή συναφώς, δεδομένου ότι ο κίνδυνος από την πρακτική αυτή ήταν υπαρκτός κατά την περίοδο που αφορούσε η δημοσιονομική διόρθωση.

204    Τρίτον, όσον αφορά τις μετρήσεις των βοσκοτόπων, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι για ορισμένους βοσκότοπους δεν πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις, αλλά παρατηρεί ότι η διαπίστωση αυτή αφορά μόνον κοινοτικούς βοσκότοπους που είχαν ήδη μετρηθεί. Προβάλλει επίσης ότι οι βοσκότοποι που ενεργοποιούν δικαιώματα βάσει της εκτάσεως είναι μόνο 640 689,25 εκτάρια σε σύνολο 2 766 817,22 εκταρίων. Πάντως, πρέπει να γίνει δεκτή η διαπίστωση της Επιτροπής ότι αυτό δεν επηρεάζει καθόλου το γεγονός ότι διαπιστώθηκαν ανακρίβειες στις μετρήσεις και ότι τα τεμάχια αυτά δεν ήσαν πάντοτε πλήρως επιλέξιμα για ενίσχυση διότι δεν πληρούσαν πάντοτε τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν ως «μόνιμοι βοσκότοποι», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, βάσει του οποίου ο μόνιμος βοσκότοπος είναι γη που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών με φυσικό τρόπο (αυτοφυή) ή μέσω καλλιέργειας (σπαρμένα) και δεν περιλαμβάνεται στην εναλλαγή καλλιεργειών της εκμετάλλευσης για διάστημα πενταετίας ή μεγαλύτερο.

205    Τέταρτον, η Επιτροπή διαπίστωσε καθυστερήσεις στους επιτόπιους ελέγχους. Συναφώς, είναι αλυσιτελές το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι πραγματοποίησε περισσότερους επιτόπιους ελέγχους από όσους απαιτεί το άρθρο 26 του κανονισμού 796/2004. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το επιχείρημα αυτό αποδείχθηκε, η αύξηση των επιτόπιων ελέγχων δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν κατά τη διενέργειά τους (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2012, T‑469/09, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 56).

206    Πέμπτον, η απαρίθμηση από την Ελληνική Δημοκρατία των φερόμενων βελτιώσεων που έγιναν στο σύστημα ελέγχου μετά το επίδικο έτος δεν αναιρεί τις προαναφερθείσες διαπιστώσεις.

207    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι πλημμέλειες και οι αδυναμίες στους διασταυρωτικούς και στους επιτόπιους διοικητικούς ελέγχους επιβεβαίωναν τις αστοχίες στον προσδιορισμό της μέγιστης επιλέξιμης εκτάσεως και ορθώς επέβαλε δημοσιονομική διόρθωση 5 %, δηλαδή τη μικρότερη διόρθωση που επιβάλλεται σε περίπτωση πλημμέλειας διαπιστωθείσας σε βασικό έλεγχο.

208    Κατά συνέπεια ο έκτος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις πλημμέλειες του ΣΑΑ/ΣΓΠ, τα αποτελέσματα της σύγκρισης των στοιχείων του ΣΑΑ/ΣΓΠ και τις αδυναμίες των διοικητικών ελέγχων, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εβδόμου λόγου που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 33 του κανονισμού 1290/2005 όσον αφορά τη διόρθωση στις δαπάνες μέτρων αγροτικής ανάπτυξης

209    Στο πλαίσιο του έβδομου λόγου, ο οποίος αφορά τη διόρθωση ύψους 122 425 959,66 ευρώ στο σύστημα άμεσων ενισχύσεων στις αροτραίες καλλιέργειες για τις δηλώσεις του 2007, η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 33 του κανονισμού 1290/2005, δεν έπρεπε να της επιβληθεί η διόρθωση που αφορά τα μέτρα Ε και Α με βάση την έκταση, η οποία αντιστοιχεί στο ποσό των 11 971 439,80 ευρώ.

210    Το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005 έχει ως εξής:

«Άρθρο 33

Ειδικές διατάξεις για το ΕΓΤΑΑ

1. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν τις δημοσιονομικές επανορθώσεις που αποτελούν συνέπεια της διαπίστωσης παρατυπιών ή αμέλειας στις πράξεις ή στα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, ακυρώνοντας το σύνολο ή μέρος της αντίστοιχης κοινοτικής χρηματοδότησης […]».

211    Πρέπει να υπομνησθεί ότι τα ευρήματα της έρευνας ΑΑ/2007/007 της Επιτροπής κατέδειξαν αδυναμίες και ελλείψεις στους ελεγκτικούς μηχανισμούς της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά τη μέτρηση των επιλέξιμων εκτάσεων.

212    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν ήταν σε θέση να προβεί στη διαπίστωση των πλημμελειών όσον αφορά τις επιλέξιμες εκτάσεις βάσει ενός πλημμελούς συστήματος ελέγχου. Επομένως, δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο 33 του κανονισμού 1290/2005.

213    Κατά συνέπεια η Επιτροπή είχε το δικαίωμα επιβολής δημοσιονομικής διορθώσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 31, παράγραφος 3, του κανονισμού 1290/2005 και ανακτήσεως των κονδυλίων που καταβλήθηκαν συναφώς.

214    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο έβδομος λόγος ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 33 του κανονισμού 1290/2005 όσον αφορά τη διόρθωση στις δαπάνες μέτρων αγροτικής ανάπτυξης.

215    Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

216    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Dittrich

Wiszniewska-Białecka

Prek

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαΐου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

Όσον αφορά τις ελλείψεις στο ΣΓΠ-ΕΤ και στους ελέγχους των δηλώσεων καλλιέργειας και της συμφωνίας μεταξύ των δηλώσεων καλλιέργειας και των αποδόσεων των ελαιόδεντρων

Όσον αφορά τους ελέγχους των δηλώσεων καλλιέργειας και τους ελέγχους συμφωνίας μεταξύ των δηλώσεων καλλιέργειας και αποδόσεων των ελαιοδένδρων

Ως προς τις προβαλλόμενες ελλείψεις στους ελέγχους των ελαιοτριβείων

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται, αφενός, από την έλλειψη νομικής βάσης που να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα επαύξησης της δημοσιονομικής διορθώσεως λόγω επαναλαμβανομένων ελλείψεων ή λόγω υποτροπής και, αφετέρου, από πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση των επαναλαμβανομένων ελλείψεων

Επί του τρίτου λόγου που αντλείται από έλλειψη έγκυρης νομικής βάσης για την επιβολή της δημοσιονομικής διορθώσεως στις εκπρόθεσμες δαπάνες της διαδικασίας κατάρτισης του ΣΓΠ-ΕΤ

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη έγκυρης νομικής βάσης για την εφαρμογή των παλαιών κατευθυντήριων γραμμών στη νέα ΚΠΓ και στο νέο καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης, καθώς και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις αδυναμίες του ΣΑΑ/ΣΓΠ, τα αποτελέσματα της σύγκρισης των στοιχείων του ΣΑΑ/ΣΓΠ και τις αδυναμίες των διοικητικών ελέγχων

Επί του εβδόμου λόγου που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 33 του κανονισμού 1290/2005 όσον αφορά τη διόρθωση στις δαπάνες μέτρων αγροτικής ανάπτυξης

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.