Language of document : ECLI:EU:F:2006:112

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ολομέλεια)

της 26ης Οκτωβρίου 2006 (*)

« Έκτακτος υπάλληλος – Σύμβαση αορίστου χρόνου – Απόλυση – Επαγγελματική ανεπάρκεια – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Κατάφωρη πλάνη εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση F‑1/05,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Pia Landgren, πρώην έκτακτη υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, κάτοικος Τορίνου (Ιταλίας), εκπροσωπούμενη από τον M.-A. Lucas, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF), εκπροσωπούμενου από τη διευθύντριά του, M. Dunbar, επικουρούμενη από τον G. Vandersanden, δικηγόρο,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια),

συγκείμενο από τους P. Mahoney, Πρόεδρο, H. Kreppel και S. Van Raepenbusch (εισηγητή), προέδρους τμήματος, I. Boruta, H. Kanninen, Χ. Ταγαρά και S. Gervasoni, δικαστές,

γραμματέας: S. Boni, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιουλίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 28 Απριλίου 2005 με τηλεομοιοτυπία (ενώ το πρωτότυπο κατετέθη στις 2 Μαΐου 2005), η P. Landgren ζητεί ιδίως την ακύρωση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF), της 25 Ιουνίου 2004, περί καταγγελίας της σύμβασής της εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου (στο εξής: απόφαση περί απολύσεως).

 Νομικό πλαίσιο

2        Κατά το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, του Καθεστώτος Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΛΠ), οι διατάξεις των άρθρων 11 έως 26 του Καθεστώτος Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των υπαλλήλων εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

3        Κατά το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ:

«Κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στον ενδιαφερόμενο. Κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη.»

4        Εξ άλλου, το άρθρο 47 του ΚΛΠ ορίζει:

«Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του εκτάκτου υπαλλήλου λύεται:

[…]

γ)       όταν υφίσταται σύμβαση αορίστου χρόνου:

i)       στο τέλος της προθεσμίας καταγγελίας που προβλέπεται στη σύμβαση· η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα για κάθε πλήρες έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τους τρεις μήνες και ανώτατο όριο τους δέκα μήνες. Πάντως, η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον αυτή η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων,

[…]».

5        Σύμφωνα με το άρθρο 5, στοιχείο b, της σύμβασης εκτάκτου υπαλλήλου, της 3ης Ιανουαρίου 1995, που συνήφθη μεταξύ της προσφεύγουσας και του καθού, όπως τροποποιήθηκε με τη σύμβαση της 18 Ιουλίου 2000, με την οποία η σύμβαση αυτή παρατάθηκε επ’ αόριστο χρόνο:

«This contract may be terminated by the institution or by the staff member for any of the reasons specified in articles 47 to 50 of the CEOS, subject to the conditions laid down in those articles. 

For the purposes of Article 47 § 2.a of the CEOS, should the employee decide to resign, the employee shall give a minimum of three months notice. In derogation from the Article 47 § 2.a of the CEOS, should the Foundation decide to terminate the contract, the Foundation shall give the employee a minimum of six months notice.»

(Η παρούσα σύμβαση μπορεί να λυθεί από το όργανο ή από τον υπάλληλο για έναν από τους λόγους των άρθρων 47 έως 50 του ΚΛΠ, κατά τις οριζόμενες στα άρθρα αυτά προϋποθέσεις. 

Αν, υπό το πρίσμα του άρθρου 47, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ, αποφασίσει να παραιτηθεί ο υπάλληλος, η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των τριών μηνών. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 47, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ, αν τη λύση της σύμβασης αποφασίσει το ίδρυμα, η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των έξι μηνών.)

 Η γένεση της διαφοράς

6        Η P. Landgren, γεννηθείσα στις 21 Ιουνίου 1947, προσελήφθη στις 3 Ιανουαρίου 1995 από το ETF ως έκτακτη υπάλληλος κατηγορίας C, με σύμβαση τριετούς διάρκειας από 1ης Ιανουαρίου 1995. Κατετάγη προσωρινά στον βαθμό C 3, κλιμάκιο 1, ακολούθως δε στον βαθμό C 1, κλιμάκιο 2, με σύμβαση της 1ης Ιουλίου 1996 τροποποιούσα τη σύμβαση πρόσληψής της.

7        Η σύμβασή της παρατάθηκε για άλλη μια τριετία στις 24 Οκτωβρίου 1997, ακολούθως δε επ’ αόριστο χρόνο, στις 18 Ιουλίου 2000.

8        Γενικά, μεταξύ Ιανουαρίου 1995 και Δεκεμβρίου 2001, η P. Landgren άσκησε ταυτόχρονα καθήκοντα βοηθού υπαλλήλου διοικήσεως επιφορτισμένη με τους φακέλους του προσωπικού και ειδικότερα τις διαδικασίες πρόσληψης, τις αποστολές και τις άδειες, και καθήκοντα γραμματείας για ένα ή περισσότερα πρόσωπα.

9        Η έκθεση δοκιμαστικής περιόδου που καταρτίστηκε γι’ αυτήν στις 10 Μαΐου 1995 περιέχει τις ακόλουθες κρίσεις:

–        για την «Ικανότητα προς εκπλήρωση των καθηκόντων»: «καλή», ενώ το λήμμα «Κατανόηση, ικανότητα προσαρμογής, κρίση» έφερε τη μνεία «ανεπαρκής», αιτιολογούμενη από την έλλειψη ακρίβειας, φροντίδας για τη λεπτομέρεια και προσοχής·

–        για την «Απόδοση»: «καλή», ενώ το λήμμα «Ταχύτητα εκτέλεσης της εργασίας» επίσης έφερε τη μνεία «ανεπαρκής», αιτιολογούμενη από ορισμένες καθυστερήσεις, ιδίως στην κατάρτιση συμβάσεων του προσωπικού·

–        για τη «Συμπεριφορά στην υπηρεσία»: «πολύ καλή».

10      Η πρώτη έκθεση κρίσεως της P. Landgren, που καταρτίστηκε στις 13 Μαΐου 1997 για την περίοδο 1995‑1997, είναι γενικά θετική. Επί κλίμακας από 1 έως 6, που καλύπτει το φάσμα από «εξαίρετη» έως «απολύτως αρνητική», η προσφεύγουσα λαμβάνει τον ολικό βαθμό «3», που αντιστοιχεί στη μνεία «ικανοποιητική». Ειδικότερα, λαμβάνει τη μνεία «καλή» για τα λήμματα «Ικανότητα» και «Συμπεριφορά στην υπηρεσία», και «μη ικανοποιητική» για το λήμμα «Απόδοση». Της προσάπτεται και πάλι έλλειψη προσοχής και ταχύτητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της. Ενώ τονίζεται ότι η ολική εκτίμηση είναι θετική, της ζητείται μεγαλύτερη ακρίβεια και βελτίωση του «πολιτικού (της) αισθητήριου».

11      Η δεύτερη έκθεση κρίσεως, που καταρτίστηκε στις 17 Ιουνίου 1998 για την περίοδο 1997‑1998, της απονέμει υψηλότερο ολικό βαθμό, ήτοι «2», που αντιστοιχεί στη μνεία «καλή». Πράγματι, στο γενικό του σχόλιο, ο βαθμολογητής διαπιστώνει σαφή βελτίωση των επιδόσεων της προσφεύγουσας, ενώ, υπό το λήμμα «Απόδοση», επισημαίνει ότι μπορεί ακόμη να προοδεύσει.

12      Η τρίτη έκθεση κρίσεως, που καταρτίστηκε στις 17 Ιανουαρίου 2000 για την περίοδο 1999‑2000, επιβεβαιώνει τον ολικό βαθμό «2» χωρίς να επισημαίνει καμία αδυναμία, ενώ σε όλα τα λήμματα δίδεται η κρίση «καλή». Ζητείται ωστόσο από την προσφεύγουσα να βελτιώσει το «time management» (οργάνωση του χρόνου εργασίας της). Αντιθέτως, τονίζεται ότι είναι γνώστρια των κανονισμών και της λειτουργίας του ETF.

13      Στην τέταρτη έκθεση κρίσεως, που καταρτίστηκε στις 29 Μαρτίου 2001 για την περίοδο 2000‑2001, απονέμεται στην προσφεύγουσα χαμηλότερος ολικός βαθμός, ήτοι «3». Ενώ προβάλλεται η αίσθηση της επικοινωνίας της προσφεύγουσας, η λεπτότητα, η ευγένεια, η ευρεία γνώση της του ETF, η ευελιξία της και η πίστη της στην ιεραρχία, η έκθεση επισημαίνει αδυναμίες στην πληροφορική, ενώ στο λήμμα «ανάλυση και κρίση», της ζητείται να μη συνάγει βιαστικά συμπεράσματα, ιδίως όταν δεν έχει πλήρως ενημερωθεί για τους φακέλους, έστω και αν γίνεται δεκτό ότι υποβάλλει καλές προτάσεις. Τέλος, της συνιστάται να παρακολουθήσει μαθήματα για την τήρηση σημειώσεων στις συνεδριάσεις.

14      Από τον Ιανουάριο 2002 μέχρι και τον Ιανουάριο 2003, η προσφεύγουσα ήταν τοποθετημένη στη Διεύθυνση του ETF, όπου άσκησε καθήκοντα γραμματέως και βοηθού υπαλλήλου διοικήσεως, ειδικώς επιφορτισμένη με τις αποστολές και τις άδειες των μελών της διοικήσεως.

15      Στις 9 Ιουλίου 2002, ο αναπληρωτής διευθυντής του ETF, Hillenkamp, κατάρτισε ενδιάμεση έκθεση κρίσεως με την οποία κατέληγε ότι η P. Landgren δεν ανταποκρινόταν με επάρκεια στις απαιτήσεις των καθηκόντων της. Το συμπέρασμα αυτό το στήριζε σε ελλείψεις που διαπιστώθηκαν κατά την προετοιμασία αποστολών και την τήρηση της ατζέντας, την οποία απέδιδε σε έλλειψη οργάνωσης και παρακολούθησης, σε περιορισμένη ικανότητα χρήσης των συστημάτων πληροφορικής και σε ανεπαρκή γνώση του έργου και της οργανωτικής δομής του ETF. Η έκθεση τόνιζε ωστόσο τη θετική στάση και τις προσπάθειες της P. Landgren να ανταποκριθεί στα πολλαπλά της καθήκοντα.

16      Στα τέλη 2002, οι δύο αναπληρωτές διευθυντές, Hillenkamp και Pescia, κατάρτισαν, ως «Reporting officers» (βαθμολογητές), σχέδιο έκθεσης κρίσεως της P. Landgren για το έτος 2002, σύμφωνα με το νέο σύστημα αξιολόγησης των επιδόσεων, που άρχισε να ισχύει τον Ιανουάριο του ίδιου έτους.

17      Ο Hillenkamp επιβεβαίωσε την κρίση του της 9ης Ιουλίου 2002 διαπιστώνοντας αναξιοπιστία και σοβαρές ελλείψεις σε όλες σχεδόν τις πλευρές των ασκουμένων καθηκόντων, έστω και αν τόνισε τις προσπάθειες που κατέβαλλε η προσφεύγουσα για ν’ ανταποκριθεί στα καθήκοντά της. Δήλωνε ότι είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στην ποιότητα των υπηρεσιών της και κατέληγε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της.

18      Η κρίση του Pescia ήταν πολύ λιγότερο αυστηρή, εφόσον θεωρούσε ότι η εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων της P. Landgren ήταν, στις πλείστες των περιπτώσεων, ικανοποιητική, για μερικές δε εξ αυτών καλή, στην ολική του όμως εκτίμηση επισήμαινε καθυστερήσεις στην εκτέλεση και σφάλματα οφειλόμενα σε έλλειψη προσοχής, την οποία απέδιδε εν μέρει σε υπερβολικό φόρτο εργασίας.

19      Με τις παρατηρήσεις της επί της έκθεσης κρίσεως, η P. Landgren, ενώ αμφισβήτησε ορισμένες συγκεκριμένες επικρίσεις του Hillenkamp ή δικαιολογούμενη επ’ αυτών, παραδέχτηκε ότι η θέση την οποία κατείχε έθετε υπερβολικές απαιτήσεις γι’ αυτήν. Επέστησε επίσης την προσοχή της διεύθυνσης στο ότι οι δυσχέρειές της μπορούσαν να εξηγηθούν από παροδική υστέρηση της μνήμης της οφειλόμενη στην κατάσταση της υγείας της, καθώς και στις πολύ αρνητικές συνέπειες που θα επέφερε γι’ αυτήν ενδεχόμενη απώλεια της θέσης της, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών της πόρων, της οικογενειακής της κατάστασης και της ηλικίας της. Ζήτησε επομένως να εξεταστεί η δυνατότητα να της ανατεθούν άλλα καθήκοντα, λιγότερο απαιτητικά, εντός της ίδιας διεύθυνσης ή σε άλλες υπηρεσίες.

20      Αυτή η έκθεση κρίσεως ουδέποτε ολοκληρώθηκε, ούτε, συνεπώς, ταξινομήθηκε στον προσωπικό φάκελο της προσφεύγουσας.

21      Την 1η Φεβρουαρίου 2003, η προσφεύγουσα τοποθετήθηκε, χωρίς χρονικό περιορισμό, στο τμήμα Ανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (στο εξής: EEAC) του ETF, όπου ανέλαβε, εργαζόμενη με μειωμένο στο ήμισυ ωράριο, τη γραμματεία της προϊσταμένης τμήματος, Stefani, της αναπληρώτριας προϊσταμένης τμήματος, Taurelli, και του συντονιστή του ETF. Η αίτηση απασχόλησης με μειωμένο ωράριο, την οποία δέχτηκε ο διευθυντής, θα κάλυπτε την περίοδο από 1ης Φεβρουαρίου 2003 έως 31 Δεκεμβρίου 2004 και εδικαιολογείτο ως «preparation for retirement (as 55 years of age)» (προετοιμασία για τη συνταξιοδότηση, λόγω ηλικίας 55 ετών).

22      Η έκθεση κρίσεως της προσφεύγουσας που καταρτίστηκε στις 18 Μαρτίου 2004 για το έτος 2003 είναι ευνοϊκή. Περιέχει το ακόλουθο χωρίο:

«Pia has achieved her key objectives set for 2003. An assessment of the related key indicators shows that she has been able to perform her tasks effectively and efficiently with respect of deadlines.

Pia has shown capacity to concentrate on her work even while having to deal with several issues at the same time. She has made a substantial effort to improve her memory.

Pia has improved her IT skills.

Pia maintains good, friendly but respectful relations with peers and fellow colleagues.»

(Η Pia επέτυχε τους βασικούς στόχους που είχαν οριστεί για το 2003. Από μια αξιολόγηση των σχετικών βασικών δεικτών προκύπτει ότι ανταποκρίθηκε στο έργο της ουσιαστικά και αποτελεσματικά, τηρώντας τις προθεσμίες.

Η Pia κατάφερε να συγκεντρωθεί στην εργασία της ακόμη και όταν είχε να ασχοληθεί με περισσότερα ζητήματα ταυτόχρονα. Κατέβαλε σημαντική προσπάθεια να βελτιώσει τη μνήμη της.

Η Pia βελτίωσε τις ικανότητές της στην πληροφορική.

Η Pia διατηρεί καλές, φιλικές και ταυτόχρονα διακριτικές σχέσεις με τους συναδέλφους.)

23      Την τελευταία αυτή έκθεση συνέταξε η Taurelli, ως ασκούσα καθήκοντα προϊσταμένου τμήματος, εν απουσία της Stefani, που τελούσε σε αναρρωτική άδεια από τον Νοέμβριο 2003 μέχρι και τον Μάρτιο 2004, και θεώρησε ο de Rooij, ως διευθυντής. Παρ’ όλον ότι η Stefani δεν την υπέγραψε, φέρεται ωστόσο στην έκθεση ως «Reporting Officer», παράλληλα με την Taurelli. Δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η προϊσταμένη τμήματος δεν συμμεριζόταν την κρίση της Taurelli και είχε μάλλον αρνητική άποψη για τις υπηρεσίες της προσφεύγουσας.

24      Ακολούθως, η προσφεύγουσα έκρινε αναγκαίο να ζητήσει, στο πλαίσιο συνομιλίας με τη Stefani, τη δυνατότητα να συνεχίσει να απασχολείται με μειωμένο στο ήμισυ ωράριο. Πράγματι, κατά την προσφεύγουσα, έστω και αν η άδεια απασχόλησης με μειωμένο ωράριο της είχε δοθεί για την περίοδο από 1ης Φεβρουαρίου 2003 έως 31 Δεκεμβρίου 2004, η άδεια αυτή είχε λήξει εν τω μεταξύ την 1η Φεβρουαρίου 2004, διότι το άρθρο 1 του παραρτήματος IVα του ΚΥΚ, με την προ της 1ης Μαΐου 2004 μορφή του, περιόριζε τη διάρκεια της άδειας αυτής σε ένα έτος. Κατά την προαναφερθείσα συνομιλία που έγινε στις 10 Μαΐου 2004, η προϊσταμένη τμήματος γνωστοποίησε στην P. Landgren ότι επιφυλασσόταν να μιλήσει για την αίτηση αυτή στον διευθυντή de Rooij.

25      Στις 17 Μαΐου 2004, η προσφεύγουσα είχε συνομιλία με τον de Rooij, ο οποίος της πρότεινε να επιλέξει μεταξύ «πρόωρης συνταξιοδότησης» και απόλυσης. Ο de Rooij διευκρίνισε επίσης ότι, σε περίπτωση απολύσεως, η προσφεύγουσα θα εδικαιούτο, βάσει του άρθρου 28α του ΚΛΠ, επιδόματος απολύσεως μέχρι να φτάσει την ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης, ήτοι 60 ετών.

26      Στις 15 Ιουνίου 2004, η προσφεύγουσα είχε νέα συνομιλία με τον de Rooij, τη φορά αυτή παρουσία του διαμεσολαβητή τον οποίο όρισε το ETF. Κατά τη συνομιλία αυτή, ο de Rooij εξήγησε στην προσφεύγουσα ότι ήταν «ευγενής ως άτομο αλλ’ αναποτελεσματική ως γραμματέας» και ότι, για τον λόγο αυτό, της ζητούσε να παραιτηθεί.

27      Κατά τη διάρκεια μιας τρίτης συνάντησης, στις 25 Ιουνίου 2004, παρουσία και άλλων υπευθύνων του ETF, ο de Rooij παρέδωσε στην προσφεύγουσα επιστολή περί λύσεως της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου, που θα ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 2005. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο διευθυντής του ETF όρισε αυτή την ημερομηνία ισχύος της απόλυσης λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ενδιαφερόμενη, κατά την ημερομηνία αυτή, θα συμπλήρωνε δεκαετή υπηρεσία που της έδινε συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

28      Η απόφαση περί απόλυσης έχει ως εξής:

«Dear Pia,  

In accordance with article 47 of the Conditions of Employment of Other Servants and in accordance with the terms and conditions of your contract and its amending clauses, I am very sorry to inform you that your employment as temporary agent within the ETF will be terminated. The amending clause of your contract foresees a period of notice of six months, therefore your last working day will be 31 December 2004.

Thank you very much for your contribution to the ETF and let me wish you a lot of success in your future career.»

(Αγαπητή Pia, 

Σύμφωνα με το άρθρο 47 του ΚΛΠ και σύμφωνα με τους όρους της σύμβασής σου και των μεταγενεστέρων τροποποιήσεών της, σας πληροφορώ με λύπη μου ότι η σχέση εργασίας σας ως εκτάκτου υπαλλήλου ETF θα λυθεί. Δεδομένου ότι η τροποποιητική σας σύμβαση ορίζει εξάμηνη προθεσμία καταγγελίας, η εργασία σας τερματίζεται στις 31 Δεκεμβρίου 2004.

Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνεισφορά σας στο ETF και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στη μελλοντική σας σταδιοδρομία).

29      Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η προσφεύγουσα τοποθετήθηκε στη μονάδα Διοικήσεως και Κεντρικών Υπηρεσιών, από 1ης Ιουλίου 2004. Κατόπιν αιτήσεώς της, της επετράπη να επανέλθει στην απασχόληση με πλήρες ωράριο από την ημερομηνία αυτή.

30      Η προσφεύγουσα, η οποία υπέστη χειρουργική επέμβαση τον Οκτώβριο 2004, βρέθηκε σε αναρρωτική άδεια επί τρεις μήνες. Κατά συνέπεια, η προθεσμία της καταγγελίας ανεστάλη επί τρεις μήνες.

31      Στις 27 Σεπτεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της αποφάσεως περί απολύσεως.

32      Με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2005, την οποία έλαβε στις 21 Ιανουαρίου 2005, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεως αρχή (στο εξής: ΑΣΣΑ) απέρριψε την ένσταση αυτή, με την αιτιολογία ότι η απόλυση εδικαιολογείτο από τον μη ικανοποιητικό και ανεπαρκή χαρακτήρα των υπηρεσιών της προσφεύγουσας και ότι η ΑΣΣΑ δεν είχε χρησιμοποιήσει κατά κατάφωρα εσφαλμένο τρόπο την ευρεία διακριτική ευχέρεια την οποία διαθέτει κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας. Είχε μάλιστα φροντίσει, με βάση το καθήκον αρωγής, να λάβει ιδίως υπόψη το συμφέρον της προσφεύγουσας κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας από την οποία θα ίσχυε η απόλυση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

33      Η υπό κρίση προσφυγή πρωτοκολλήθηκε αρχικά στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με τον αριθμό T‑180/05.

34      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 3, της απόφασης 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2004, L 333, σ. 7), παρέπεμψε σ’ αυτό την υπό κρίση υπόθεση. Η προσφυγή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης με τον αριθμό F‑1/05.

35      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης: 

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απολύσεως·

–        να ακυρώσει, εν ανάγκη, την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2005 περί απορρίψεως της διοικητικής της ενστάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2004·

–        να υποχρεώσει το ETF να της καταβάλει, προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που της προκάλεσε η απόφαση περί απολύσεως, ποσό ίσο προς τις αποδοχές και τη σύνταξη που θα ελάμβανε αν είχε συνεχίσει τη σταδιοδρομία της στο ETF μέχρι την ηλικία των 65 ετών, μείον τις αποζημιώσεις λόγω απόλυσης και ανεργίας και μείον τη σύνταξη την οποία έλαβε ή θα λάβει λόγω της απολύσεώς της·

–        να υποχρεώσει το ETF να της καταβάλει, προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η απόφαση περί απολύσεως, ποσό το οποίο θα εκτιμήσει το Πρωτοδικείο·

–        να καταδικάσει το καθού-εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα.

36      Το ETF ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει τα αιτήματα ακυρώσεως ως αβάσιμα και

–        να απορρίψει, κυρίως ως απαράδεκτο και επικουρικώς ως αβάσιμο, το αίτημα περί αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας και ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης·

–        να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων κατά τις κείμενες διατάξεις.

 Σκεπτικό

37      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επικαλείται τέσσερις λόγους:

–        ότι το ETF δεν απέδειξε ότι απόφαση περί απολύσεως στηρίζεται σε νομικά έγκυρο λόγο·

–        ότι ο λόγος της αποφάσεως περί απολύσεως, η άρνηση δηλαδή της Stefani να κρατήσει την προσφεύγουσα στην υπηρεσία της μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2004, κατά το μέτρο που στηρίχτηκε σε απόφαση που ελήφθη, εν αγνοία της προσφεύγουσας, πριν από την τοποθέτησή της στο τμήμα EEAC, είναι παράνομος και αντίθετος προς το συμφέρον της υπηρεσίας·

–        ότι ο λόγος της αποφάσεως περί απολύσεως, η άρνηση δηλαδή της Stefani να κρατήσει την προσφεύγουσα στην υπηρεσία της μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2004, κατά το μέτρο που στηρίχτηκε στις αρνητικές κρίσεις που είχαν γίνει προηγουμένως επ’ αυτής, είναι παράνομος και αυθαίρετος·

–        ότι η άρνηση της Stefani να κρατήσει την προσφεύγουσα στην υπηρεσία της μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2004 ή μετά την απόφαση περί απολύσεως, κατά το μέτρο που δικαιολογήθηκε από την επαγγελματική της ανεπάρκεια, είναι αναιτιολόγητη, παραβιάζει τα δικαιώματα άμυνας και πάσχει κατάφωρη πλάνη εκτιμήσεως.

 Επί του πρώτου και του τέταρτου λόγου

38      Ο πρώτος και ο τέταρτος λόγος ενδείκνυται να συνεξετασθούν.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι μια απόφαση περί απολύσεως πρέπει να στηρίζεται σε νόμιμο λόγο, αντλούμενο από το συμφέρον της υπηρεσίας και αποκλείοντα το αυθαίρετο (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Μαρτίου 1962, 25/60, De Bruyn κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 659). Το βάρος της σχετικής αποδείξεως το φέρει η διοίκηση, ιδίως όταν η απόφαση περί απολύσεως αντιφάσκει εμφανώς με ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας, όπως, εν προκειμένω, η τελευταία, ευμενής για την ενδιαφερόμενη, έκθεση κρίσεως του 2004.

40      Κατά την προσφεύγουσα, η αληθής αιτία της απολύσεως πρέπει να αναζητηθεί, εν προκειμένω, στη δέσμευση την οποία ανέλαβε ο de Rooij έναντι της Stefani να μη κρατήσει στην υπηρεσία την προσφεύγουσα πέρα από τις 31 Δεκεμβρίου 2004, οπότε αυτή θα μπορούσε να θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Μια τέτοια δέσμευση ήταν προδήλως αυθαίρετη, διότι προδίκαζε τον τρόπο με τον οποίο η προσφεύγουσα θα ασκούσε τα καθήκοντά της στο μέλλον.

41       Το επιχείρημα το οποίο ανέπτυξε το καθού στην απορριπτική της ένστασης απάντηση, ότι η Stefani δεν ενέκρινε τον θετικό χαρακτήρα της έκθεση κρίσεως της προσφεύγουσας και επιθυμούσε να την τροποποιήσει, είναι παντελώς αβάσιμο, δεδομένου ότι, αφενός μεν, η ίδια η Stefani, στις 24 Ιουλίου 2003, κατά τη διάρκεια συνεντεύξεως ενδιάμεσης κρίσεως, γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι τόσο η συμπεριφορά της στην υπηρεσία όσο και η εκπλήρωση των καθηκόντων της ήσαν πλήρως ικανοποιητικές, αφετέρου δε, η Stefani δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει αντικειμενικά την απόδοση της προσφεύγουσας, λόγω των θερινών διακοπών και της απουσίας της λόγω ασθενείας μεταξύ Νοεμβρίου 2003 και Μαρτίου 2004. Εν πάση περιπτώσει, αν η απόφαση περί απολύσεως στηρίζεται στη δυσμενή για την προσφεύγουσα γνώμη της Stefani, η προσφεύγουσα δεν έλαβε γνώση αυτής πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης, που ελήφθη επομένως κατά παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας.

42      Ακόμη και αν η απορριπτική της ενστάσεως απόφαση προσπαθεί να αποδείξει ότι, γενικώς, οι υπηρεσίες της Landgren δεν ήσαν ικανοποιητικές, πράγμα που αποτελεί τον μοναδικό λόγο της απόλυσής της, αυτή στηριζόταν μόνο στην αρνητική ή κριτική εκτίμηση των υπηρεσιών της προσφεύγουσας την οποία είχαν εκφέρει στο παρελθόν ορισμένοι ιεραρχικοί της προϊστάμενοι και στο γεγονός ότι ο φόρτος εργασίας της και οι απαιτήσεις των ανωτέρων της ήσαν φυσιολογικές με βάση τον βαθμό της C 1 και το μικρό μέγεθος του ETF. Το καθού όμως ουδόλως απέδειξε ότι οι υπηρεσίες της προσφεύγουσας υπό τη Stefani δεν ήσαν ικανοποιητικές ή ότι δεν αρκούσαν για να άρουν τις αμφιβολίες που ανέκυπταν από τις κρίσεις που είχαν γίνει στο παρελθόν σχετικά με την επαγγελματική της ικανότητα.

43      Επί πλέον, οι εκθέσεις κρίσεως για την περίοδο από 1995 μέχρι τα τέλη 2002 δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την απόλυση, άπαξ οι εκθέσεις αυτές ήσαν γενικά ικανοποιητικές, και μάλιστα ευμενείς ή πολύ ευμενείς, έστω και αν ορισμένες εξ αυτών επισήμαιναν ορισμένες ανεπάρκειες, η δε έκθεση για το έτος 2002 ουδέποτε ολοκληρώθηκε.

44      Ενώπιον, επομένως, εμφανούς αντιφάσεως μεταξύ της αποφάσεως περί απολύσεως και της εκθέσεως κρίσεως της 18ης Μαρτίου 2004, το ETF δεν απέδειξε, τουλάχιστον με την απορριπτική της ένστασης απόφασή του, ότι η απόφαση περί απολύσεως στηρίζεται σε νομικά έγκυρο λόγο.

45      Προς στήριξη του τέταρτου λόγου της, η προσφεύγουσα προσθέτει, για την περίπτωση κατά την οποία η απόφαση περί απολύσεως δεν στηρίζεται στην άρνηση της Stefani να την κρατήσει στην υπηρεσία της μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2004, αλλά στην υποτιθέμενη συνολική επαγγελματική της ανεπάρκεια, και εντός του τμήματος EEAC, ότι η εν λόγω απόφαση ελήφθη κατά παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας και βάσει κατάφωρα εσφαλμένων εκτιμήσεων.

46      Πράγματι, η αρνητική αυτή γνώμη στηρίχτηκε σε εκτιμήσεις που είτε δεν περιήλθαν σε γνώση της προσφεύγουσας (όπως η άρνηση του προϊσταμένου τμήματος «Tempus» να της παραχωρήσει συνέντευξη κατόπιν της υποψηφιότητάς της για κενή θέση εντός του τμήματος αυτού) είτε δεν είχαν αποκτήσει οριστικό χαρακτήρα (όπως το σχέδιο εκθέσεως κρίσεως 2002).

47      Περαιτέρω, οι αρνητικές κρίσεις που περιέχονταν σε παρελθούσες εκθέσεις κρίσεως εβάρυναν περισσότερο από την ευμενέστατη κρίση της Taurelli στην τελευταία έκθεση, ενώ ο διευθυντής δεν εξέθεσε, με την απόφαση περί απολύσεως ή κατά τη διάρκεια των συναντήσεων που προηγήθηκαν αυτής, για ποιους λόγους θεωρούσε ότι οι αρνητικές πλευρές επικρατούσαν των θετικών. Οι αρνητικές όμως κρίσεις που είχαν διατυπωθεί για την προσφεύγουσα κατά το παρελθόν εξηγούνται ιδίως από τον βαρύ φόρτο εργασίας τον οποίο έφερε τότε και από τις απαιτήσεις των ιεραρχικών της προϊσταμένων.

48      Οι λόγοι για τους οποίους η Stefani δεν συμφωνούσε με τις κρίσεις που περιέχονταν στην έκθεση του 2004 δεν γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα κατά τις συναντήσεις της 17ης Μαΐου, της 15ης και της 25ης Ιουνίου 2004, ούτε παρατέθηκαν στην απόφαση περί απολύσεως, ούτε άλλωστε στην απορριπτική της ενστάσεως απάντηση. Άπαξ για την έκδοση της απόφασης περί απολύσεως υπήρξε καθοριστική η δυσμενής γνώμη της Stefani, παραβιάστηκαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας, η απόφαση δε αυτή πάσχει λόγω ανεπαρκούς αιτιολογήσεως, σε βαθμό ισοδυναμούντα προς έλλειψη αιτιολογίας.

49      Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση του καθήκοντος αρωγής, διότι η απόφαση περί απολύσεως έλαβε υπόψη κατά κατάφωρα ανεπαρκή τρόπο τα προσόντα της και τα έννομα συμφέροντά της. Πράγματι, η απόλυση, που επήλθε δύο έτη πριν φτάσει την ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης, της προξένησε όχι μόνον υλική ζημία, αλλά και σοβαρή ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην πρόκληση ενός συναισθήματος βαθειάς ταπείνωσης και αγνωμοσύνης, παρά τις προσπάθειες που κατάβαλε για ν’ ανταποκριθεί όσο το δυνατό καλύτερα στα βαριά της καθήκοντα. Έστω και αν για τις υπηρεσίες της διατυπώθηκαν ενίοτε επικρίσεις, αυτές εξηγούντο από τον διπλό φόρτο εργασίας, τον οποίο είχε αναλάβει υπό δύο αναπληρωτές διευθυντές, και από τα προβλήματα υγείας της.

50      Το καθού παρατηρεί ότι, γενικά, ούτε το ΚΛΠ ούτε η σύμβαση προσλήψεως της προσφεύγουσας παρέχουν νομικό έρεισμα σε τυχόν υποχρέωση αιτιολογήσεως της απόφασης περί απολύσεως (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1977, 25/68, Schertzer κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1977, σ. 529, και του Πρωτοδικείου της 28ης Ιανουαρίου 1992, T‑45/90, Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑33). Τα άρθρα 47 έως 50 του ΚΛΠ δεν περιέχουν καμία παραπομπή στο άρθρο 11 του ΚΛΠ, ούτε, πολλώ μάλλον, κατ’ αναλογία, στο άρθρο 25 του ΚΥΚ, που επιβάλλει υποχρέωση αιτιολόγησης των βλαπτικών αποφάσεων.

51      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα απολύθηκε, όπως προκύπτει από τις συνομιλίες στις 15 και 25 Ιουνίου 2004 με τον de Rooij, με την αιτιολογία ότι οι υπηρεσίες της κρίθηκαν ανεπαρκείς και μη ικανοποιητικές, σε βαθμό διάρρηξης της εμπιστοσύνης προς αυτήν. Το καθού αμφισβητεί, συνεπώς, ότι ελήφθη οποιαδήποτε απόφαση στα τέλη του 2002, πριν η προσφεύγουσα τοποθετηθεί στο τμήμα EEAC, βάσει της οποίας εννοήθηκε δήθεν ότι η υπηρεσία της τελευταίας θα τερματιζόταν στις 31 Δεκεμβρίου 2004.

52      Κατά το καθού, η απόλυση υπαλλήλου λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας και μη ικανοποιητικού χαρακτήρα των υπηρεσιών της είναι σύμφωνη προς το γενικό συμφέρον.

53      Η διαπίστωση της επαγγελματικής ανεπάρκειας της προσφεύγουσας προκύπτει αντικειμενικά από τις διάφορες εκθέσεις δοκιμαστικής περιόδου και κρίσεως που καλύπτουν την περίοδο από 1995 έως 2002, επί του περιεχομένου των οποίων η ενδιαφερόμενη είχε τη δυνατότητα, κατά την κατάρτισή τους, να προβάλει τις παρατηρήσεις της. Συνημμένα στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, το καθού προσκόμισε υπεύθυνες δηλώσεις που συνετάγησαν τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο 2006 από τους de Rooij, Hillenkamp, καθώς και τον Panzica, πρώην προϊστάμενο προσωπικού και διοικήσεως, και από τη Stefani και την Perrine, γραμματέα στο ETF.

54      Οι συγκεκριμένες επικρίσεις που διατυπώθηκαν επανειλημμένα από τους βαθμολογητές αφορούσαν ταυτόχρονα τη φύση και το επίπεδο των καθηκόντων που είχαν ανατεθεί στην προσφεύγουσα. Τα καθήκοντα αυτά (ιδίως η οργάνωση της ατζέντας και των ταξιδιών της διεύθυνσης, οι αιτήσεις αποστολών, η κράτηση δωματίων σε ξενοδοχεία και η αναπαραγωγή εγγράφων για τις συνεδριάσεις) όχι μόνον απαιτούσαν λίγο χρόνο, λαμβανομένων υπόψη των ικανοτήτων που συνήθως απαιτούνται από μια δακτυλογράφο βαθμού C 1, αλλά και ήσαν ποσοτικά περιορισμένα. Επομένως, τόσο η ποιότητα όσο και η ποσότητα των καθηκόντων ήσαν κάτω του μέσου όρου που απαιτείται για γραμματειακή εργασία αυτού του επιπέδου. Επομένως, δεν υπήρξε, εν προκειμένω, κατάφωρη πλάνη εκτιμήσεως.

55      Η έκθεση κρίσεως για το έτος 2003, ήτοι η μοναδική ευνοϊκή για την προσφεύγουσα έκθεση, δεν αρκεί για να μεταβάλει τη συνολικά αρνητική εκτίμηση, εφόσον αντανακλά, για περιορισμένο τμήμα του υπό κρίση έτους, απλώς την άποψη της «ασκούσας καθήκοντα» προϊσταμένης τμήματος, και όχι της προϊσταμένης τμήματος, που, κατά τον χρόνο της κατάρτισής της, τελούσε σε αναρρωτική άδεια.

56      Το καθού προσθέτει ότι η Taurelli, αφιστάμενη από την αρνητική άποψη της Stefani, επιδίωξε να ενθαρρύνει την προσφεύγουσα, παρά τις αδυναμίες των υπηρεσιών της, και να μη την απογοητεύσει για το μέλλον.

57      Όταν η Stefani επανήλθε στα καθήκοντά της μετά την αναρρωτική της άδεια και την ετήσιά της άδεια, η αμφισβητούμενη έκθεση κρίσεως είχε καταστεί οριστική και επομένως δεν μπορούσε πλέον να τροποποιηθεί.

58      Άλλωστε, ο de Rooij ενημέρωσε σαφέστατα την προσφεύγουσα κατά τις συναντήσεις της 15ης και της 25ης Ιουνίου 2004 για το τί της καταλογιζόταν. Η προσφεύγουσα δεν ηδύνατο να αγνοεί, κατά το καθού, τις επικρίσεις που της είχαν γίνει από το 1995. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, εφόσον η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, δεν μπορεί να καταλογισθεί στο ETF προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

59      Τέλος, ναι μεν η προσφεύγουσα αντιμετώπισε όντως προβλήματα υγείας, το γεγονός όμως αυτό ουδέποτε της καταλογίσθηκε ούτε χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την απόλυση. Εν πάση περιπτώσει, η προβαλλόμενη επαγγελματική υστέρηση προϋπήρχε της επιδείνωσης της καταστάσεως της υγείας της.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

60      Πρέπει κατ’ αρχάς να δοθεί απάντηση στο επιχείρημα του καθού ότι ούτε το ΚΛΠ ούτε η σύμβαση προσλήψεως της προσφεύγουσας παρέχουν κάποιο νομικό έρεισμα στην υποχρέωση αιτιολογήσεως της απόφασης περί απολύσεως.

61      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22· του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 1991, T‑1/90, Pérez-Mínguez Casariego κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑143, σκέψη 73· της 18ης Μαρτίου 1997, T‑178/95 και T‑179/95, Picciolo και Caló κατά Επιτροπής Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑51 και II‑155, σκέψη 33· της 20ής Ιουλίου 2001, T‑351/99, Brumter κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑165 και II‑757, σκέψη 28· της 16 Μαρτίου 2004, T‑11/03, Afari κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑65 και 267, σκέψη 37, και της 6ης Ιουλίου 2004, T‑281/01, Huygens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑203 και II‑903, σκέψη 105, και της 3ης Οκτωβρίου 2006, T‑171/05, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 36), η υποχρέωση αιτιολόγησης αποτελεί βασική αρχή του κοινοτικού δικαίου έναντι της οποίας δεν χωρεί παρέκκλιση παρά μόνον για επιτακτικούς λόγους. Σκοπός της είναι, αφενός μεν, να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να ελέγχει αν η βλαπτική γι’ αυτόν πράξη είναι ή όχι βάσιμη και να εκτιμά αν είναι σκόπιμο να ασκήσει προσφυγή, αφετέρου δε, να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.

62      Η αρχή αυτή, που εξαγγέλλεται στο άρθρο 253 ΕΚ και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, συγκαταλέγεται μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των υπαλλήλων στα οποία παραπέμπει το άρθρο 11 του ΚΛΠ. Συναφώς το Δικαστήριο έκρινε, με τις αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1960, 43/59, 45/59 και 48/59, Von Lachmüller κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 533), και της 16ης Δεκεμβρίου 1960, 44/59, Fiddelaar κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 539), ότι η αρμόδια αρχή υποχρεούται να εκθέσει, κατά τρόπο ακριβή και δεκτικό αμφισβητήσεως, τους λόγους που την ώθησαν να καταγγείλει μονομερώς τη σύμβαση εργασίας που είχε συναφθεί μεταξύ του οργάνου και μέλους του προσωπικού του.

63      Και είναι μεν αληθές ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση Schertzer κατά Κοινοβουλίου (σκέψεις 38 έως 40), όσον αφορά την καταγγελία συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του ΚΛΠ, με τη μορφή υπό την οποία ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, το Δικαστήριο κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα. Κατά το Δικαστήριο, η σύμβαση αορίστου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου λύεται όταν λήξει η οριζόμενη στη σύμβαση προθεσμία καταγγελίας, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 2, του ΚΛΠ. Έτσι, η μονομερής καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως, η οποία εξαρτάται από την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας αρχής και ρητώς προβλέπεται από τη διάταξη αυτή, την οποία ο υπάλληλος συνομολόγησε κατά τον χρόνο της πρόσληψής του, βρίσκει τη δικαιολόγησή της στη σύμβαση εργασίας και, συνεπώς, δεν χρήζει αιτιολογήσεως. Ως προς τούτο η κατάσταση του εκτάκτου υπαλλήλου διακρίνεται ουσιωδώς από την του μονίμου υπαλλήλου, ώστε να αποκλείει την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 25 του ΚΥΚ, παρά τη γενική παραπομπή του άρθρου 11 του ΚΛΠ στα άρθρα 11 έως 26 του ΚΥΚ.

64      Η ερμηνεία αυτή έχει επιβεβαιωθεί με πάγια νομολογία (αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 19ης Ιουνίου 1992, C‑18/91 P, V κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑3997, σκέψη 39· του Πρωτοδικείου της 28ης Ιανουαρίου 1992, Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, όπ.π., σκέψη 90· της 17ης Μαρτίου 1994, T‑51/91, Hoyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑103 και II‑341, σκέψη 27· της 17ης Μαρτίου 1994, T‑52/91, Smets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑107 και II‑353, σκέψη 24· της 5ης Δεκεμβρίου 2002, T‑70/00, Hoyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑247 και II‑1231, σκέψη 55· της 7ης Ιουλίου 2004, T‑175/03, Schmitt κατά AER, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑211 και II‑939, σκέψεις 57 και 58· της 23ης Φεβρουαρίου 2006, T‑471/04, Καζαντζόγλου κατά AER, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 43 και 44, και της 6ης Ιουνίου 2006, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 72).

65      Λαμβανομένης όμως υπόψη της εξελίξεως του δικαίου σχετικά με την προστασία του εργαζομένου από τις απολύσεις και την κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, καθώς και της ίδιας της κοινοτικής νομολογίας σχετικά με την υποχρέωση ρητής αιτιολόγησης των βλαπτικών πράξεων, η οποία –όπως τονίστηκε στη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως– θεωρείται ως βασική αρχή του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να εξετασθεί αν η μονομερής καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου μπορεί να μην αιτιολογείται.

66      Πρώτον, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου και το σημείο 6 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας πλαισίου CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου, που τέθηκε σε εφαρμογή με την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43), οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν «τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων», χαρακτηριζόμενη από σταθερότητα της απασχόλησης, ενώ υπό ορισμένες μόνον περιστάσεις οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ενδέχεται να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι το ευεργέτημα της σταθερότητας της απασχόλησης συνιστά μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2005, C‑144/04, Mangold, Συλλογή 2005, σ. I‑9981, σκέψη 64· βλ. επίσης απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, C‑212/04, Adeneler κ.λπ., που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 62).

67      Τον καίριο χαρακτήρα της διαπίστωσης αυτής στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως δεν αναιρεί το γεγονός ότι η επίδικη σύμβαση συνήφθη με υποκείμενο του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Στη σκέψη 54 της προαναφερθείσας αποφάσεως Adeneler κ.λπ., το Δικαστήριο πράγματι έκρινε ότι η οδηγία 1999/70 και η προαναφερθείσα συμφωνία πλαίσιο είχαν εφαρμογή και στις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που είχαν συναφθεί με τις διοικήσεις και άλλους φορείς του δημόσιου τομέα (βλ. επίσης αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑53/04, Marrosu και Sardino, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 39, και C‑180/04, Vassallo, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 32).

68      Αν όμως ο εργοδότης μπορούσε να λύσει, χωρίς να αιτιολογήσει τους λόγους της καταγγελίας, μια σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, με μόνη υποχρέωση να τηρήσει την προθεσμία καταγγελίας, θα παραγνώριζε την ίδια τη φύση των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, οι οποίες εξασφαλίζουν σχετική εργασιακή ασφάλεια, και θα αναιρούσε τη διάκριση μεταξύ συμβάσεων αορίστου και συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Και ναι μεν η προσιδιάζουσα στις συμβάσεις αορίστου χρόνου σταθερότητα απασχόλησης δεν συγκρίνεται με εκείνη την οποία εγγυάται ο ΚΥΚ στους μονίμους υπαλλήλους (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, προαναφερθείσα απόφαση Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 90), εφόσον οι έκτακτοι υπάλληλοι δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν σύμβαση μόνιμης απασχόλησης, η κατηγορία ωστόσο των συμβάσεων αορίστου χρόνου εμφανίζει, υπό το πρίσμα της εργασιακής ασφάλειας, ιδιομορφία που τη διακρίνει ουσιωδώς από την κατηγορία των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

69      Δεύτερον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη διεθνών κανόνων που ορίζουν τις ελάχιστες για ένα κράτος δικαίου νομικές προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προς αποφυγή των καταχρηστικών απολύσεων των εργαζομένων. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 4 της Σύμβασης 158 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (στο εξής: ΔΟΕ) για τη λύση της σχέσης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη, που συνήφθη στις 22 Ιουνίου 1982, «ο εργαζόμενος δεν απολύεται χωρίς να συντρέχει ισχυρός λόγος απολύσεως αναγόμενος στην ικανότητα ή τη συμπεριφορά του εργαζομένου ή στηριζόμενος στις ανάγκες λειτουργίας της επιχείρησης, του καταστήματος ή της υπηρεσίας». Παρομοίως, το άρθρο 24, στοιχείο a, του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης (αριθ. 163), που εκδόθηκε στις 3 Μαΐου 1996, και ο οποίος, σύμφωνα με την επεξηγηματική του έκθεση, «εμπνέεται από τη Σύμβαση 158 της ΔΟΕ», εγγυάται «το δικαίωμα των εργαζομένων να μην απολύονται χωρίς ισχυρό λόγο αναγόμενο στην ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή στηριζόμενο στις ανάγκες λειτουργίας της επιχείρησης, του καταστήματος ή της υπηρεσίας».

70      Το ανωτέρω άρθρο 24, στοιχείο a, ενέπνευσε, στη συνέχεια, τη σύνταξη του άρθρου 30 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1). Κατά το άρθρο αυτό, «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα προστασίας έναντι κάθε αδικαιολόγητης απόλυσης, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Το άρθρο 41, παράγραφος 2, τρίτη παύλα, του Χάρτη προβλέπει επίσης, υπό το γενικότερο πρίσμα της χρηστής διοίκησης, «την υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της».

71      Εξ άλλου, όπως προκύπτει από το προοίμιό του, κύριος σκοπός του Χάρτη είναι να επιβεβαιώσει «τα δικαιώματα που απορρέουν ιδίως από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις και τις διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών, τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κοινοτικές Συνθήκες, την [ΕΣΔΑ], τους Κοινωνικούς Χάρτες που έχουν υιοθετηθεί από την Κοινότητα και το Συμβούλιο της Ευρώπης, καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου [...] και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, απόφαση του Δικαστηρίου της 27 Ιουνίου 2006, C‑540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 38).

72      Επί πλέον, με την πανηγυρική διακήρυξη του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θέλησαν ασφαλώς να αναγνωρίσουν την ιδιαίτερη σημασία του, η οποία πρέπει να ληφθεί εδώ υπόψη κατά την ερμηνεία των διατάξεων του ΚΥΚ και του ΚΛΠ.

73      Συναφώς παρατηρείται ότι κανένας επιτακτικός λόγος δεν επιτρέπει να αποκλεισθούν οι έκτακτοι υπάλληλοι, κατά την έννοια του ΚΛΠ, από την προστασία κατά των αδικαιολογήτων απολύσεων, ιδίως όταν συνδέονται με σύμβαση αορίστου χρόνου ή όταν, συνδεόμενοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου, απολύονται πριν από την προβλεπόμενη λήξη της.

74      Για να εξασφαλισθεί όμως επαρκής σχετική προστασία, πρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να παρέχεται η δυνατότητα να διαπιστώσουν αν τα έννομα συμφέροντά τους έγιναν ή όχι σεβαστά και να εκτιμήσουν τη σκοπιμότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη, στη δε τελευταία να παρέχεται η δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό της, πράγμα που σημαίνει ότι η αρμόδια αρχή έχει την υποχρέωση αιτιολόγησης.

75      Προστίθεται ακόμη ότι η αναγνώριση του ότι η αρμόδια αρχή έχει υποχρέωση αιτιολόγησης δεν αποκλείει το να διαθέτει αυτή ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς την απόλυση και, συνεπώς, ο έλεγχος της ευρωπαϊκής δικαιοσύνης να περιορίζεται στην επαλήθευση της μη συνδρομής κατάφωρης πλάνης ή κατάχρησης εξουσίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Φεβρουαρίου 1999, T‑79/98, Carrasco Benítez κατά EMEA, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑29 και II‑127, σκέψη 55· της 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A‑277 και II‑1267, σκέψη 53, και της 6ης Φεβρουαρίου 2003, T‑7/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑37 και II‑239, σκέψεις 50 και 51).

76      Επιβάλλεται άλλωστε η διαπίστωση ότι το γράμμα του άρθρου 47 του ΚΛΠ δεν αντιστρατεύεται τις παραπάνω σκέψεις, κατά το μέτρο που το άρθρο αυτό προβλέπει απλώς, στο στοιχείο γ΄, ψηφίο i, ότι τάσσεται προθεσμία καταγγελίας, της οποίας ρυθμίζει τη διάρκεια, χωρίς να θίγει το ζήτημα της δικαιολόγησης της απόλυσης.

77      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, θα ερευνηθεί εν προκειμένω αφενός μεν αν η απόφαση περί απολύσεως εκπληρώνει την υποχρέωση αιτιολόγησης ως ουσιώδη τύπο, αφετέρου δε, ως προς το βάσιμο τις αιτιολογίας της πράξης, αν το ETF ενήργησε μέσα σε εύλογα όρια και δεν προέβη σε κατάφωρα εσφαλμένη χρήση της εξουσίας εκτιμήσεώς του.

78      Πρώτον, όσον αφορά την τυπική υποχρέωση αιτιολόγησης, από τη νομολογία προκύπτει ότι η έκτασή της εκτιμάται σε συνάρτηση προς τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ειδικότερα του περιεχομένου της πράξης, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχει ο ενδιαφερόμενος να λάβει πληροφορίες (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Μαρτίου 2000, T‑10/99, Vicente Nuñez κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑47 και II‑203, σκέψη 41, και της 12ης Δεκεμβρίου 2002, T‑338/00 και 376/00, Morello κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑301 και II‑1457, σκέψη 46). Για ν’ αξιολογηθεί άλλωστε η επάρκεια της αιτιολόγησης, πρέπει επίσης να συνεκτιμηθεί αυτή μέσα στην αλληλουχία στην οποία εντάσσεται η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Απριλίου 1999, T‑283/97, Thinus κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑69 και II‑353, σκέψη 77, και Morello κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 47).

79      Προκειμένου περί μέτρου απολύσεως υπαλλήλου απασχολουμένου με σύμβαση αορίστου χρόνου, έχει ιδιαίτερη σημασία οι λόγοι του μέτρου αυτού να διατυπώνονται, κατά γενικό κανόνα, σαφώς και εγγράφως, κατά προτίμηση μέσα στο ίδιο το κείμενο της οικείας αποφάσεως. Και τούτο διότι μέσω αυτής της πράξεως –η νομιμότητα της οποίας εκτιμάται κατά τον χρόνο της έκδοσής της– υλοποιείται η απόφαση του οργάνου. Πάντως, η υποχρέωση διατυπώσεως των λόγων απολύσεως μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι πληρούται αν ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε προσηκόντως, σε συνομιλίες του με την ιεραρχία του, για τους λόγους αυτούς, η δε απόφαση της ΑΣΣΑ μεσολάβησε λίγο χρόνο μετά τις συνομιλίες αυτές. Η ΑΣΣΑ μπορεί επίσης, αν συντρέχει λόγος, να συμπληρώσει αυτή την αιτιολογία κατά το στάδιο της απάντησης στη διοικητική ένσταση του ενδιαφερομένου.

80      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε, κατά τις συνομιλίες της με τον de Rooij στις 15 και 25 Ιουνίου 2004, για τους προβληθέντες λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας, οι οποίοι οδηγούσαν στη λύση της σύμβασής της εκτάκτου υπαλλήλου. Η ΑΣΣΑ προσκόμισε συμπληρωματικές –και διαφωτιστικές– διευκρινίσεις απαντώντας στη διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας, που παρείχαν στην τελευταία τη δυνατότητα να εκτιμήσει το βάσιμο της αποφάσεως περί απολύσεως, ώστε να μπορέσει να ζητήσει ένδικη προστασία.

81      Επομένως, η αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί.

82      Δεύτερον, όσον αφορά το βάσιμο των λόγων που δικαιολόγησαν την απόφαση περί απολύσεως, πρέπει να εξετασθεί η κρίση του ETF ως προς το συμφέρον της υπηρεσίας, εξέταση που, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως, περιορίζεται στην έλλειψη κατάφωρης πλάνης.

83       Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι η αρμόδια αρχή υποχρεούται, οσάκις λαμβάνει απόφαση σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της και ειδικότερα το συμφέρον του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Η υποχρέωση αυτή απορρέει, πράγματι, από το καθήκον αρωγής που έχει η διοίκηση και που απηχεί την ισορροπία αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησε ο ΚΥΚ –και, κατ’ αναλογία, ο ΚΛΠ– στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της δημοσίας αρχής και των υπαλλήλων της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου, Pyres κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 51, και της 1ης Μαρτίου 2005, T‑258/03, Mausolf κατά Europol, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. II‑189, σκέψη 49· βλ., επίσης, στην ίδια κατεύθυνση, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1994, C‑298/93 P, Klinke κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1994, σ. I‑3009, σκέψη 38· του Πρωτοδικείου της 18ης Απριλίου 1996, T‑13/95, Κυρπίτσης κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑167 και II‑503, σκέψη 52, και Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψη 53).

84      Εν προκειμένω, για να δικαιολογήσει την απόλυση, το ETF επικαλέστηκε μόνον τη «γενική» επαγγελματική ανεπάρκεια της προσφεύγουσας, η οποία πιστοποιείται από σειρά δυσμενών εκθέσεων κρίσεως ή επικρίσεων των υπηρεσιών που παρείχε. Η έκθεση κρίσεως για το 2003, ήτοι η μόνη ευνοϊκή για την προσφεύγουσα έκθεση, δεν άρκεσε, κατά το καθού, για ν’ ανατρέψει τη γενική αυτή τάση.

85      Συναφώς, ναι μεν η προσφεύγουσα επικρίθηκε συχνά για έλλειψη προσοχής, ακρίβειας και ταχύτητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της καθ’ όλη τη σταδιοδρομία της, από τις διάφορες όμως εκθέσεις δοκιμαστικής περιόδου ή κρίσεως προκύπτει ότι η αξιολόγηση των προσόντων της προσφεύγουσας ήταν –αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του καθού– γενικά ικανοποιητική, και μάλιστα καλή (για την περίοδο 1997 έως 2000 και για το 2003).

86      Είναι αλήθεια ότι πολύ αρνητικές κρίσεις διατυπώθηκαν ιδίως από δύο πρόσωπα, δηλαδή:

–        τον Hillenkamp, αναπληρωτή διευθυντή, του οποίου η προσφεύγουσα ήταν γραμματέας από τον Ιανουάριο 2002 μέχρι τον Ιανουάριο 2003 και που, στην ενδιάμεση έκθεση κρίσεως της 9ης Ιουλίου 2002, έκρινε ότι ανταποκρινόταν ανεπαρκώς στις απαιτήσεις των καθηκόντων της· ομοίως, σε σχέδιο εκθέσεως κρίσεως για το 2002, διαπίστωσε έλλειψη αναξιοπιστίας και σοβαρές ελλείψεις σε όλες σχεδόν τις πλευρές των καθηκόντων που ασκούσε·

–        τη Stefani, προϊσταμένη τμήματος, της οποία η προσφεύγουσα ήταν επίσης γραμματέας από την 1η Φεβρουαρίου 2003 μέχρι τις 30 Ιουνίου 2004.

87      Όσον αφορά όμως, αφενός μεν, το σχέδιο εκθέσεως κρίσεως για το 2002, όχι μόνο το κείμενο αυτό ουδέποτε ολοκληρώθηκε, αλλά η αξιολόγηση του ετέρου αναπληρωτή διευθυντή, Pescia, για τον οποίο η προσφεύγουσα επίσης εργάστηκε κατά την ίδια περίοδο, ήταν πολύ λιγότερο αυστηρή, δεδομένου ότι αυτός θεώρησε ικανοποιητική, και μάλιστα καλή, την εκτέλεση των καθηκόντων της ενδιαφερομένης, έστω και αν της αναγνώριζε ορισμένες ελλείψεις, τις οποίες απέδιδε εν μέρει σε υπερβολικό φόρτο εργασίας.

88      Αφετέρου δε, η έκθεση κρίσεως για το 2003, που καταρτίστηκε στις 18 Μαρτίου 2004 από την Taurelli, για την οποία η προσφεύγουσα επίσης εργάστηκε, και θεωρήθηκε από τον de Rooij στις 31 Μαρτίου 2004, ήτοι δύο μήνες περίπου πριν από τις συνομιλίες κατά τις οποίες αυτός γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα την πρόθεσή του να της καταγγείλει τη σύμβαση, ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή γι’ αυτήν. Πράγματι αναφέρει ότι η προσφεύγουσα «has achieved her key objectives set for 2003 […] has been able to perform her tasks effectively and efficiently with respect of deadlines […] has shown capacity to concentrate on her work even while having to deal with several issues at the same time […] has made a substantial effort to improve her memory […] has improved her IT skills […] maintains good, friendly but respectful relations with peers and fellow colleagues» (επέτυχε τους βασικούς στόχους που είχαν οριστεί για το 2003 [….] ανταποκρίθηκε στο έργο της ουσιαστικά και αποτελεσματικά, τηρώντας τις προθεσμίες [….] κατάφερε να συγκεντρωθεί στην εργασία της ακόμη και όταν είχε να ασχοληθεί με περισσότερα ζητήματα ταυτόχρονα [….] κατέβαλε σημαντική προσπάθεια να βελτιώσει τη μνήμη της [….] βελτίωσε τις ικανότητές της στην πληροφορική [….] διατηρεί καλές, φιλικές και ταυτόχρονα διακριτικές σχέσεις με τους συναδέλφους).

89      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν αποδίδει στις –συνημμένες στο υπόμνημα ανταπαντήσεως του καθού– μονομερείς δηλώσεις, που συνετάγησαν μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής προς συμπλήρωση των εκθέσεων κρίσεως της προσφεύγουσας, επιδιώκοντας μάλιστα να αποδείξουν ότι αυτές ήσαν εσφαλμένες ως προς τη γενική τους κρίση, την ίδια αξία την οποία αποδίδει σ’ αυτές καθαυτές τις εκθέσεις, οι οποίες καταρτίστηκαν μετά από ακρόαση της ενδιαφερομένης υπαλλήλου με σκοπό ακριβώς την αντικειμενική εκτίμηση των προσόντων της.

90      Ούτε προκύπτει άλλωστε από τη δικογραφία απότομη πτώση των επαγγελματικών επιδόσεων της προσφεύγουσας μεταξύ της κατάρτισης της έκθεσης κρίσεως από την Taurelli τον Μάρτιο 2004, η οποία εξήρε την αποτελεσματική και εμπρόθεσμη εκπλήρωση των καθηκόντων της, και της κατάρτισης της απόφασης περί απολύσεως λιγότερο από τρεις μήνες αργότερα. Το γεγονός ότι η απόφαση αυτή καταρτίστηκε λίγο μετά την εν λόγω έκθεση κρίσεως την καθιστά ακόμη περισσότερο αμφισβητήσιμη.

91      Επομένως, και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθούν οι αιτιάσεις περί παραγνωρίσεως των δικαιωμάτων άμυνας και του καθήκοντος αρωγής, ούτε οι λοιποί προβαλλόμενοι από την προσφεύγουσα λόγοι, η απόφαση περί απολύσεως πάσχει κατάφωρη πλάνη εκτιμήσεως και πρέπει, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί.

92      Η δικαστική ακύρωση πράξεως έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική εξάλειψη της πράξης αυτής από την έννομη τάξη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψη 30, και του Πρωτοδικείου της 31 Μαρτίου 2004, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑109 και II‑483, σκέψη 84). Όταν η ακυρούμενη πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί, η εξαφάνιση των αποτελεσμάτων της επιβάλλει την αποκατάσταση της έννομης καταστάσεως στην οποία βρισκόταν η προσφεύγουσα πριν από την έκδοσή της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729, σκέψη 60, και του Πρωτοδικείου της 31 Μαρτίου 2004, Girardot κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 84).

93      Πάντως, και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθεί εν προκειμένω αν ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα επανένταξης σε περίπτωση παράνομης απόλυσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, επ’ ακροατηρίου, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι η κατάσταση της υγείας της είχε επιδεινωθεί σοβαρά και ότι δεν της επέτρεπε να αναλάβει εκ νέου καθήκοντα στο ETF. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, για να εξασφαλιστεί, προς το συμφέρον της προσφεύγουσας, η πρακτική αποτελεσματικότητα της απόφασης περί ακυρώσεως, πρέπει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να κάνει χρήση της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας που του απονέμεται επί διαφορών χρηματικής φύσεως, καλώντας το καθού να αναζητήσει δίκαια λύση ικανή να προστατεύσει καταλλήλως τα δικαιώματα της P. Landgren (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 1993, C‑242/90 P, Επιτροπή κατά Albani κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. I‑3839, σκέψη 13, και του Πρωτοδικείου της 31ης Μαρτίου 2004, Girardot κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 89).

94      Κατά συνέπεια, οι διάδικοι καλούνται κατ’ αρχάς να επιδιώξουν να συμφωνήσουν επί του ύψους μιας δίκαιης χρηματικής αποζημίωσης της παράνομης απόλυσης της προσφεύγουσας και ακολούθως να ενημερώσουν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης για το ορισθέν ποσό ή, ελλείψει συμφωνίας, να του γνωστοποιήσουν τα ποσά που προτείνουν, εντός τριμήνου από της δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως.

95      Κατά την αποτίμηση αυτής της αποζημίωσης, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ιδίως το ότι η P. Landgren έλαβε μετά την απόλυσή της επίδομα ανεργίας, καθώς και η ηλικία κατά την οποία θα μπορούσε κανονικά, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως της υγείας της, να αξιώσει σύνταξη λόγω αποχωρήσεως.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, της 25ης Ιουνίου 2004, περί καταγγελίας της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου της P. Landgren.

2)      Οι διάδικοι καλούνται να γνωστοποιήσουν στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, εντός τριμήνου από της δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως, το ποσό, που θα ορίσουν από κοινού, της χρηματικής αποζημίωσης λόγω του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως της 25ης Ιουνίου 2004, είτε, ελλείψει συμφωνίας, τα ποσά που προτείνει έκαστος.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Mahoney

Kreppel

Van Raepenbusch

Boruta

Kanninen Ταγαράς

Gervasoni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Οκτωβρίου 2006.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       P. Mahoney

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των αποφάσεων των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων που παρατίθενται σ’ αυτήν και δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή διατίθενται στον δικτυακό τόπο του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.