Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 12 Απριλίου 2011 το σώμα εκπροσώπων του προσωπικού της ΕΤΕ κ.λπ. κατά της διατάξεως που εξέδωσε ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 17 Μαρτίου 2011 στην υπόθεση F-95/10, Bömcke κατά ΕΤΕ

[Υπόθεση T-213/11 P(I)]

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείοντες: Σώμα εκπροσώπων του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (Λουξεμβούργο, Λουξεμβούργο), Marie-Christel Heger (Λουξεμβούργο), Jean-Pierre Bodson (Λουξεμβούργο), Ευάγγελος Κουργιάς (Senningerberg, Λουξεμβούργο), Manuel Sutil (Nondkeil, France) και Patrick Vanhoudt (Gonderange, Λουξεμβούργο) (εκπρόσωποι: G. J. Wilson, A. Senes και B. Entringer, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Eberhard Bömcke (Athus, Βέλγιο) και Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων

Αιτήματα των αναιρεσειόντων

Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να μεταρρυθμίσει τη διάταξη που εξέδωσε ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 17 Μαρτίου 2011·

να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την παρέμβαση που ασκήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2001 ενώπιον του προέδρου και των μελών του Δικαστηρίου ΔΔ με συνέπεια οι παρεμβαίνοντες να καταστούν διάδικοι στη δίκη μεταξύ του Eberhard Bömcke και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, λαμβανομένου υπόψη του άμεσου συμφέροντος αυτών να καταστούν διάδικοι σύμφωνα με όσα ορίζουν τα άρθρα 109 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την από 17 Μαρτίου 2011 διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ, η παρέμβαση που άσκησαν στην υπόθεση F-95/10, Bömcke κατά ΕΤΕ, αφενός, το σώμα εκπροσώπων του προσωπικού της ΕΤΕ και αφετέρου, οι Μ.-C. Heger, J.-P. Bodson, E. Κουργιάς, M. Sutil και P. Vanhoudt, κρίθηκε απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως.

Προς στήριξη της αναιρέσεώς τους, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τρεις λόγους.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από εσφαλμένο υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως της παρεμβάσεως, καθόσον η προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων την οποία τάσσει το άρθρο 109 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ και η δεκαήμερη κατ' αποκοπή παρέκταση της προθεσμίας την οποία προβλέπει το άρθρο 100, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, συνιστούν χωριστές και αυτοτελείς προθεσμίες με συνέπεια η κατά το άρθρο 100, παράγραφος 2, του εν λόγω Κανονισμού παράταση της προθεσμίας μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα στις περιπτώσεις στις οποίες η ως άνω προθεσμία εκπνέει την ημέρα του Σαββάτου, της Κυριακής ή σε κατά νόμον εορτάσιμη ημέρα να πρέπει να ισχύει για την προθεσμία των τεσσάρων εβδομάδων προ παρεκτάσεως λόγω αποστάσεως και όχι για τη συνολική προθεσμία, συνυπολογιζομένης δηλαδή της παρεκτάσεως.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία της διατάξεως του Πρωτοδικείου της 20 Νοεμβρίου 1997, Τ-85/97, Horeca-Wallonie κατά Επιτροπής, (Συλλογή 1997, σ. ΙΙ_2113, σκέψεις 25 και 26), καθόσον η διάταξη αυτή αφορά περίπτωση διαφορετική από αυτήν της υπό κρίση διαφοράς.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων των παρεμβαινόντων καθόσον η ερμηνεία στην οποία προέβη ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ ουδόλως ευνοεί την άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.

____________