Language of document : ECLI:EU:C:2020:3

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 14ης Ιανουαρίου 2020 (1)

Υπόθεση C641/18

LG

κατά

Rina SpA,

Ente Registro Italiano Navale

[αίτηση του Tribunale di Genova (πρωτοδικείου Γένοβας, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 – Ετεροδικία – Δραστηριότητες νηογνωμόνων και εταιριών πιστοποιήσεως πλοίων»






I.      Εισαγωγή

1.        Ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (2), υιοθετώντας τη διατύπωση που χρησιμοποιείται και σε άλλα νομοθετήματα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της Ένωσης, ορίζει ότι εφαρμόζεται «σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή εντάσσεται στο πλαίσιο νομολογίας που αφορά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

2.        Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, αυτό που δημιουργεί αμφιβολίες στο αιτούν δικαστήριο ως προς το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 είναι η ένσταση ετεροδικίας που προέβαλαν οι εναγόμενοι στη διαφορά της κύριας δίκης. Επί της ουσίας, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να τοποθετηθεί επί της σχέσεως μεταξύ εθιμικής αρχής του διεθνούς δικαίου και νομοθετήματος του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της Ένωσης.

3.        Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, μεταξύ άλλων, να διευκρινιστεί εάν, και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό, η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα μπορεί να επηρεαστεί από τη μέριμνα να διασφαλιστεί το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήρια που κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Υπό το πρίσμα αυτό, το ως άνω ερώτημα απηχεί την τρέχουσα συζήτηση για την επίδραση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο.

4.        Συνεπώς, η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να θέσει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο του εν ευρεία εννοία διεθνούς δικαίου. Με τις προτάσεις αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει τόσο τον κανονισμό 44/2001 όσο και το εθιμικό διεθνές δίκαιο κατά τρόπο ώστε η απόφασή του να συμβάλει στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου εν γένει.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το διεθνές δίκαιο

5.        Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, η οποία συνήφθη στο Montego Bay στις 10 Δεκεμβρίου 1982 (3) (στο εξής: Σύμβαση του Montego Bay), αποτελεί ουσιώδες μέρος του δικαίου της θάλασσας. Τέθηκε σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου 1994 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 98/392/ΕΚ (4).

6.        Κατά το άρθρο 90 της Συμβάσεως αυτής, κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να διαπλέει την ανοικτή θάλασσα με πλοία που φέρουν τη σημαία του. Κατά τους όρους των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 91 της εν λόγω Συμβάσεως, κάθε κράτος καθορίζει, μεταξύ άλλων, τους όρους που απαιτούνται για να έχουν τα πλοία το δικαίωμα να φέρουν τη σημαία του και εκδίδει στα πλοία, στα οποία έχει χορηγήσει το δικαίωμα να φέρουν τη σημαία του, έγγραφα για τον σκοπό αυτό.

7.        Το άρθρο 94, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του Montego Bay προβλέπει ότι κάθε κράτος ασκεί αποτελεσματικά τη δικαιοδοσία και τον έλεγχό του σε διοικητικά, τεχνικά και κοινωνικά θέματα πάνω στα πλοία που φέρουν τη σημαία του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 94, παράγραφοι 3 έως 5, της Συμβάσεως αυτής, το κράτος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τα πλοία που φέρουν τη σημαία του, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια στη θάλασσα. Τα μέτρα αυτά πρέπει να εξασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, ότι κάθε πλοίο έχει επιθεωρηθεί, πριν από την εγγραφή του στο μητρώο και, εν συνεχεία, επιθεωρείται, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω εξειδικευμένου επιθεωρητή πλοίων. Όταν λαμβάνει τα εν λόγω μέτρα, κάθε κράτος πρέπει να συμμορφώνεται προς τους γενικά αποδεκτούς διεθνείς κανονισμούς, διαδικασίες και μεθόδους ενέργειας.

8.        Στο πλαίσιο αυτό, η Διεθνής Σύμβαση περί Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής εν Θαλάσση (5) (στο εξής: Σύμβαση SOLAS), στην οποία συμβαλλόμενα μέρη είναι όλα τα κράτη μέλη, έχει ως κύριο σκοπό να διευκρινίσει τους ελάχιστους κανόνες για την κατασκευή, τον εξοπλισμό και την εκμετάλλευση των πλοίων, που είναι συμβατοί με την ασφάλειά τους.

9.        Σύμφωνα με τον κανονισμό 3-1, μέρος A‑1, κεφάλαιο ΙΙ‑1 της Συμβάσεως αυτής, ο σχεδιασμός, η κατασκευή και η συντήρηση των πλοίων πρέπει να γίνεται σε συμμόρφωση προς τις δομικές, μηχανολογικές και ηλεκτρολογικές προδιαγραφές οργανισμών αναγνωρισμένων από την αρχή –δηλαδή, σύμφωνα με το γράμμα της εν λόγω Συμβάσεως, από την κυβέρνηση του κράτους τη σημαία του οποίου επιτρέπεται να φέρει το πλοίο– σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού XI/1 ή σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανονισμούς της αρχής που προβλέπουν ισοδύναμο βαθμό ασφάλειας.

10.      Κατά τον κανονισμό 6, κεφάλαιο I, της Συμβάσεως SOLAS:

«α)      Η επιθεώρησις και εξέτασις των πλοίων, καθ` όσον αφορά την εφαρμογήν των διατάξεων των παρόντων Κανονισμών και την παροχήν των εκ τούτων εξαιρέσεων, θα διενεργούνται υπό οργάνων της Αρχής. Η Αρχή δύναται οπωσδήποτε να εμπιστευθή τας επιθεωρήσεις και εξετάσεις είτε εις επιθεωρητάς διορισμένους δια τον σκοπόν αυτόν, ή εις οργανισμούς ανεγνωρισμένους παρ’ αυτής.

β)      Αρχή διορίζουσα επιθεωρητάς ή αναγνωρίζουσα οργανισμούς να διενεργούν επιθεωρήσεις και εξετάσεις, όπως καθορίζονται εις την παράγραφο (α) του παρόντος Κανονισμού, θα εξουσιοδοτή κατ’ ελάχιστον, κάθε διορισμένον επιθεωρητήν ή ανεγνωρισμένον οργανισμόν να δύναται να:

i)      Απαιτή επισκευάς εις πλοίον, και

ii)      Διενεργή επιθεωρήσεις και εξετάσεις εάν ζητηθούν υπό των αρμοδίων Αρχών της Χώρας του λιμένος.

Η Αρχή θα γνωστοποιή εις τον Οργανισμόν τας ειδικάς αρμοδιότητας και όρους της παραχωρηθείσης εξουσιοδοτήσεως εις τους διορισμένους επιθεωρητάς ή ανεγνωρισμένους οργανισμούς.

γ)      Οταν διορισμένος επιθεωρητής ή ανεγνωρισμένος Οργανισμός αποφαίνεται ότι η κατάστασις του πλοίου ή του εξοπλισμού του δεν ανταποκρίνεται ουσιωδώς προς τα στοιχεία του πιστοποιητικού, ή είναι τοιαύτη ώστε το πλοίον δεν κρίνεται ικανόν να ανοίγη εις την θάλασσαν άνευ κινδύνου δια το πλοίον ή δια τους επιβαίνοντας, ο εν λόγω Επιθεωρητής ή Οργανισμός θα βεβαιούται αμέσως ότι ανελήφθη ενέργεια αποκαταστάσεως και εν ευθέτω χρόνω θα ενημερώση την Αρχήν. Εάν τοιαύτη ενέργεια αποκαταστάσεως δεν ανελήφθη, το σχετικόν Πιστοποιητικόν δέον να ανακληθή και η Αρχή θα ενημερωθή αμέσως […]

δ)      Εις πάσαν περίπτωσιν, η Αρχή θα εγγυάται απολύτως δια την πληρότητα και αποτελεσματικότητα της επιθεωρήσεως και εξετάσεως και θα αναλαμβάνη να εξασφαλίζη τας απαραιτήτους προϋποθέσεις δια την ικανοποίησιν της παρούσης υποχρεώσεως.»

2.      Το δίκαιο της Ένωσης

11.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, ο κανονισμός αυτός «εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις».

12.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων του [εν λόγω] κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους».

III. Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και το προδικαστικό ερώτημα

13.      Οι συγγενείς των θυμάτων και οι επιζήσαντες επιβάτες του ναυαγίου του οχηματαγωγού Al Salam Boccaccio ’98, το οποίο έπλεε με σημαία Δημοκρατίας του Παναμά, που έλαβε χώρα στην Ερυθρά Θάλασσα το 2006 και είχε ως συνέπεια 1 000 και πλέον θύματα, προσέφυγαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Tribunale di Genova (πρωτοδικείου Γένοβας, Ιταλία), ασκώντας αγωγή κατά των εταιριών Rina SpA και Ente Registro Italiano Navale.

14.      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι οι πράξεις νηογνώμονα και πιστοποιήσεως που εκτέλεσαν οι εναγόμενοι καθώς και οι αποφάσεις που έλαβαν και οι οδηγίες που απηύθυναν προκάλεσαν την αστάθεια του πλοίου και τη μη ασφαλή πλοήγησή του με αποτέλεσμα τη βύθιση του σκάφους. Οι ενάγοντες ζητούν την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης που υπέστησαν λόγω του ναυαγίου.

15.      Οι εναγόμενοι αμφισβητούν τις αξιώσεις των εναγόντων, προβάλλοντας, ειδικότερα, ένσταση ετεροδικίας. Οι εναγόμενοι επισημαίνουν ότι ενήχθησαν όσον αφορά δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως, που άσκησαν δυνάμει αναθέσεως από αλλοδαπό κυρίαρχο κράτος, τη Δημοκρατία του Παναμά. Οι δραστηριότητες αυτές συνιστούν έκφραση των κυριαρχικών προνομίων του αλλοδαπού κράτους και ασκήθηκαν από τους εναγόμενους στο όνομα και για λογαριασμό του κράτους αυτού.

16.      Λαμβανομένης υπόψη της ενστάσεως ετεροδικίας που προέβαλαν οι εναγόμενοι, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το ιταλικό δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία να εξετάσει τις αγωγές τους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι ο κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζεται μόνον όταν η διαφορά έχει ως αντικείμενο, όπως ορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, τις φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις, δεύτερον, ότι η ένσταση ετεροδικίας, επί της ουσίας, δεν καλύπτει δραστηριότητες που ρυθμίζονται από τεχνικούς κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται χωρίς διακριτική ευχέρεια και, εν πάση περιπτώσει, είναι ανεξάρτητες από τις πολιτικές επιλογές και τα προνόμια κυρίαρχου κράτους και, τρίτον, ότι οι πράξεις νηογνώμονα και πιστοποιήσεως δεν συνιστούν πράξεις τελούμενες κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), καθώς και την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2009/15/ΕΚ (6).

17.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale di Genova (πρωτοδικείο Γένοβας), με απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2018, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Οκτωβρίου 2018, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

«Έχουν το [άρθρο] 1, παράγραφος 1, και [το άρθρο] 2, παράγραφος 1, του κανονισμού [44/2001], ερμηνευόμενα επίσης υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του [Χάρτη], του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και της αιτιολογικής σκέψεως 16 της οδηγίας [2009/15], την έννοια ότι απαγορεύουν σε δικαστήριο κράτους μέλους, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω ευθύνης εξ αμελείας για ζημία συνιστάμενη σε θανάτους και σωματικές βλάβες που προκλήθηκαν από ναυάγιο επιβατηγού οχηματαγωγού, να αρνηθεί ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία αναγνωρίζοντας ετεροδικία υπέρ οντοτήτων και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου τα οποία εκτελούν δραστηριότητες κατάταξης και/ή πιστοποίησης και τα οποία εδρεύουν στο κράτος μέλος αυτό, με το αιτιολογικό ότι οι εν λόγω δραστηριότητες κατάταξης και/ή πιστοποίησης ασκούνται για λογαριασμό κράτους εκτός ΕΕ;»

18.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Άπαντες παρέστησαν και στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019.

IV.    Ανάλυση

19.      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί εάν, λόγω της ενστάσεως ετεροδικίας που προέβαλαν οι εναγόμενοι, πρέπει να απόσχει από την εκδίκαση της διαφοράς της κύριας δίκης ή εάν, λόγω του ότι οι εναγόμενοι έχουν την κατοικία τους εντός του κράτους του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου και λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που αντλούνται από το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, πρέπει να κρίνει ότι στη διαφορά της κύριας δίκης έχει εφαρμογή ο κανονισμός 44/2001 και να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του προς εκδίκαση της εν λόγω διαφοράς στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

20.      Βεβαίως, η διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος μπορεί κατ’ αρχήν να οδηγήσει στη σκέψη ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αποκλειστικά και μόνον εάν, λόγω της ενστάσεως ετεροδικίας που προέβαλαν οι εναγόμενοι, πρέπει να αποφανθεί ότι στερείται της διεθνούς δικαιοδοσίας που αντλεί από τον κανονισμό 44/2001. Υπό το πρίσμα αυτό, το προδικαστικό ερώτημα προϋποθέτει ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

21.      Πάντως, από το σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες, ειδικότερα, ως προς το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001. Επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση που χρησιμοποίησε το αιτούν δικαστήριο, το δικαστήριο αυτό ζητεί να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού έχει την έννοια ότι εμπίπτουν στις «διοικητικές υποθέσεις» οι επίμαχες δραστηριότητες που ασκούσαν οι εναγόμενοι δυνάμει αναθέσεως από τρίτο κράτος.

22.      Εξάλλου, στο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001. Η μνεία αυτή παραπέμπει αναμφισβήτητα στο γεγονός ότι οι εναγόμενοι έχουν την έδρα τους στο έδαφος του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου, δηλαδή στην Ιταλία.

23.      Τούτου δοθέντος, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 είναι το ίδιο όσον αφορά όλες τις βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο κανονισμός αυτός. Ο λόγος για τον οποίο το γεγονός αυτό θα μπορούσε να είναι κρίσιμο στο πλαίσιο του υπό κρίση προδικαστικού ερωτήματος έγκειται στο ότι καταδεικνύει την ύπαρξη σχέσεως, ενδεχομένως και εγγύτητας, μεταξύ, αφενός, των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης και, αφετέρου, του εδάφους του κράτους του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου και, συνεπώς, της Ένωσης. Δεν αποκλείεται η ύπαρξη τέτοιας σχέσεως να ασκεί επιρροή όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη σε σχέση με την ένσταση ετεροδικίας (7).

24.      Πράγματι, αναφερόμενο στην ένσταση ετεροδικίας που προέβαλαν οι εναγόμενοι, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν, λόγω της ενστάσεως αυτής, μπορεί να αποφανθεί ότι στερείται της διεθνούς δικαιοδοσίας που αντλεί από τον κανονισμό 44/2001.

25.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, αφού πρώτα εξετάσω το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος (A), προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι αναγκαίο να καθοριστεί, πρώτον, με ποιον τρόπο η αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου σχετικά με την ετεροδικία των κρατών διαρθρώνεται με το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 (B), δεύτερον, προέχει να εξεταστεί εάν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού αγωγή αποζημιώσεως στρεφόμενη κατά οργανισμών ιδιωτικού δικαίου σχετικά με δραστηριότητες νηογνώμονα και/ή πιστοποιήσεως εκ μέρους των οντοτήτων αυτών (Γ) και, σε περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα, τρίτον, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα εάν, λόγω της ετεροδικίας που προέβαλαν αυτοί οι οργανισμοί, εθνικό δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί ότι στερείται της διεθνούς δικαιοδοσίας που αντλεί από διάταξη αυτού του κανονισμού (Δ) (8).

1.      Επί του παραδεκτού

26.      Οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο. Επισημαίνουν, πρώτον, ότι το αιτούν δικαστήριο μπορεί να ασκήσει την εξουσία του να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μόνον εάν απορρίψει την ένσταση ετεροδικίας. Εν πάση περιπτώσει, οι διατάξεις του κανονισμού 44/2001 των οποίων ζητείται η ερμηνεία δεν έχουν καμία σχέση με την προβληθείσα στη διαφορά της κύριας δίκης ένσταση ετεροδικίας βάσει του εθιμικού διεθνούς δικαίου. Δεύτερον, το προδικαστικό ερώτημα δεν αφορά προβαλλόμενη έλλειψη συμβατότητας μεταξύ διατάξεως του δικαίου της Ένωσης και κανόνα εθνικού δικαίου. Τέλος, τρίτον, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται μόνον επί των διαφορών που αφορούν την ευθύνη για τις τελούμενες jure gestionis πράξεις, το δε εθνικό δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της ουσίας σχετικά με τη φύση των επίμαχων πράξεων.

27.      Δεν συμμερίζομαι τις επιφυλάξεις που διατύπωσαν οι εναγόμενοι όσον αφορά το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος.

28.      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα των εναγομένων ότι το Tribunale di Genova (πρωτοδικείο Γένοβας) όφειλε να αποφανθεί το ίδιο επί της ενστάσεως ετεροδικίας και ότι η εν λόγω ένσταση δεν έχει καμία σχέση με την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 44/2001, φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό απηχεί την ερμηνεία κατά την οποία σε περίπτωση αποδοχής ενστάσεως που αντλείται από τέτοια ετεροδικία δεν είναι ανάγκη να διερευνηθούν οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης, το συμβατικό ή το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να κριθεί εάν το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο μπορεί να εκδικάσει τη διαφορά (9).

29.      Τούτου δοθέντος, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Λεχουρίτου κ.λπ. (10), το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί, αρχικώς, επί του πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών (11) και, στη συνέχεια, επί της δυνατότητας εφαρμογής της Συμβάσεως αυτής στη διαφορά όπου ένας εκ των διαδίκων έχαιρε ετεροδικίας. Απαντώντας στο ερώτημα σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Συμβάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ερώτημα αυτό ήταν παραδεκτό. Όμως, στην υπόθεση εκείνη, ο χαρακτηρισμός των επίμαχων πράξεων ως τελούμενων jure imperii ήταν λιγότερο αμφίβολος απ’ ό,τι ο χαρακτηρισμός των πράξεων που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής. Ομοίως, στην απόφαση Mahamdia (12), το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της ερμηνείας ενός από τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 44/2001, μολονότι το αιτούν δικαστήριο, όπως φαίνεται να έχει επισημάνει το Δικαστήριο, απλώς ανέφερε ότι «τεκμαίρει» ότι οι περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης δεν ήταν τέτοιας φύσεως ώστε το καθού κράτος να μπορεί να επικαλεστεί την ετεροδικία.

30.      Πράγματι, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή, οπότε το Δικαστήριο αρνείται να απαντήσει σε αυτά μόνον σε σπάνιες και ακραίες περιπτώσεις, ιδίως δε όταν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία κανόνα της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως (13). Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως και στις προμνημονευθείσες υποθέσεις, διαπιστώθηκε ότι υφίσταται πραγματική και άμεση σχέση μεταξύ των διατάξεων του κανονισμού 44/2001 και του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης.

31.      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο για τον λόγο ότι δεν αφορά προβαλλόμενη μη συμβατότητα του δικαίου της Ένωσης με το εθνικό δίκαιο, σημειώνεται ότι το επιχείρημα αυτό παραβλέπει τη φύση της προδικαστικής παραπομπής. Στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται ούτε επί της ερμηνείας του εθνικού δικαίου ούτε επί της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης (14).

32.      Τέλος, τρίτον, το επιχείρημα ότι ο κανονισμός 44/2001 δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης προδικάζει την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα. Πάντως, όπως προκύπτει από τη μεταξύ των διαδίκων κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση, η απάντηση στο ερώτημα εάν οι δραστηριότητες νηολογήσεως και πιστοποιήσεως αποτελούν πράξεις τελούμενες jure imperii, οπότε οι δραστηριότητες αυτές δεν εμπίπτουν στην έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, δεν είναι καθόλου προφανής. Επιπλέον, μολονότι το εθνικό δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής, μπορεί, σύμφωνα με την αποστολή που του έχει ανατεθεί, να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην ερμηνεία του.

33.      Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

2.      Επί της σχέσεως μεταξύ της αρχής του εθιμικού διεθνούς δικαίου περί ετεροδικίας των κρατών και του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 44/2001

1.      Η αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου περί ετεροδικίας των κρατών

34.      Η ετεροδικία συνιστά εμπόδιο που δεν επιτρέπει στα δικαστήρια ενός κράτους να αποφανθούν επί της ευθύνης άλλου κράτους και στηρίζεται στην αρχή του διεθνούς δικαίου par in parem non habet imperium, δηλαδή ένα κράτος δεν μπορεί να υπάγεται στη δικαιοδοσία ισοτίμου του (15).

35.      Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε αυτήν την ερμηνεία περί ετεροδικίας στην απόφαση Mahamdia (16). Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι, εν γένει, κατά την τρέχουσα διεθνή πρακτική, το προνόμιο της ετεροδικίας δεν έχει απόλυτη αξία και δύναται να αποκλείεται όταν η δικαστική προσφυγή αφορά πράξεις τελούμενες iure gestionis, οι οποίες δεν εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (17). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο παραδέχτηκε εμμέσως ότι η θεωρία της σχετικής ετεροδικίας αντικαθιστά τη θεωρία της απόλυτης ετεροδικίας κατά την οποία ένα κράτος απολαύει του προνομίου της ετεροδικίας ανεξαρτήτως της φύσεως των πράξεων για τις οποίες φέρεται να έχει ευθύνη.

36.      Πρέπει να διευκρινίσω επ’ αυτού ότι η ετεροδικία που επικαλούνται οι εναγόμενοι στη διαφορά της κύριας δίκης δεν στηρίζεται στον κρατικό χαρακτήρα του προσώπου που την επικαλείται, αλλά στη φύση των καθηκόντων που πράγματι άσκησε το πρόσωπο αυτό (λειτουργική ή ratione materiae ετεροδικία). Μπορεί να υποστηριχθεί, όμως, ότι, εφόσον αναγνωρίζεται σχετική ετεροδικία που στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ των τελούμενων jure imperii πράξεων και των τελούμενων jure gestionis πράξεων, η ετεροδικία των κρατών που συνδέεται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας έχει κυρίως λειτουργικό χαρακτήρα.

37.      Μολονότι η καθιέρωση ετεροδικίας η οποία στηρίζεται στη διάκριση αυτή φαίνεται να έχει εδραιωθεί στο διεθνές δίκαιο (18), εντούτοις είναι δυσχερές να διαπιστωθεί η ακριβής έκταση της ετεροδικίας λόγω του ασαφούς χαρακτήρα της διακρίσεως αυτής. Η δυσχέρεια αυτή καθίσταται ακόμη πιο σημαντική όταν ληφθούν υπόψη, αφενός, μια ορισμένου βαθμού ιδιωτικοποίηση των τρόπων παρεμβάσεως του σύγχρονου κράτους και, αφετέρου, η επιβολή ειδικών καθηκόντων δημοσίας φύσεως στους οικονομικούς παράγοντες της αγοράς, γεγονός που ενδέχεται να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τον αμιγώς εμπορικό χαρακτήρα της θέσεως αυτών έναντι των ιδιωτών.

38.      Η εν λόγω δυσχέρεια εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι κωδικοποιήσεις των αρχών του εθιμικού διεθνούς δικαίου που αφορούν την ετεροδικία των κρατών δεν γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την ετεροδικία των κρατών (19) (στο εξής: Σύμβαση της Βασιλείας) έχει κυρωθεί μόνον από ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη, ενώ η Σύμβαση για την ετεροδικία των κρατών που καλύπτει και την περιουσία τους (20) (στο εξής: Σύμβαση της Νέας Υόρκης) δεν έχει ακόμη καν τεθεί σε ισχύ. Οι διατάξεις της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης εκλαμβάνονται μερικές φορές ως έκφραση των αρχών του εθιμικού διεθνούς δικαίου (21). Ωστόσο, μολονότι η εν λόγω Σύμβαση μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να διαπιστωθούν οι γενικές τάσεις του δικαίου της ετεροδικίας, εντούτοις δύσκολα μπορεί να αποτελέσει πηγή δεσμευτικών και συγκεκριμένων κατευθύνσεων, ειδικότερα όσον αφορά τις διατάξεις της για τις οποίες είχαν διατυπωθεί αντιρρήσεις κατά τον χρόνο συντάξεως αυτής (22). Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά τα συγκεκριμένα κριτήρια για τη διάκριση μεταξύ των τελούμενων jure imperii και των τελούμενων jure gestionis πράξεων (23).

39.      Εν πάση περιπτώσει, ελλείψει κωδικοποιήσεως σε διεθνές επίπεδο, η αρχή της ετεροδικίας των κρατών εξακολουθεί να διέπεται εν πολλοίς από το εθιμικό διεθνές δίκαιο.

2.      Η επίδραση του εθιμικού διεθνούς δικαίου επί του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 44/2001

40.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, η Ένωση συμβάλλει στην αυστηρή τήρηση και στην ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου. Κατά συνέπεια, όταν εκδίδει μια πράξη, οφείλει να τηρεί το διεθνές δίκαιο στο σύνολό του, περιλαμβανομένου του εθιμικού διεθνούς δικαίου, το οποίο δεσμεύει τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (24). Στη βάση αυτή, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι διατάξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται και τα πεδία εφαρμογής τους να καθορίζονται, υπό το πρίσμα των συναφών κανόνων του διεθνούς δικαίου (25).

41.      Πάντως, τίποτα δεν εμποδίζει τον νομοθέτη να θεσπίζει κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που να εφαρμόζονται ratione materiae σε διαφορές στις οποίες ένας εκ των διαδίκων μπορεί να επικαλεστεί το προνόμιο της ετεροδικίας (26). Η απαίτηση που απορρέει από το εθιμικό διεθνές δίκαιο είναι το να μην ασκείται δικαιοδοσία επί του διαδίκου αυτού, ενάντια στη θέλησή του (27).

42.      Κατά συνέπεια, η ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 44/2001 υπό το πρίσμα του εθιμικού διεθνούς δικαίου δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού να μην περιλαμβάνει τις διαφορές στις οποίες ένας εκ των διαδίκων μπορεί να επικαλεστεί την ετεροδικία. Επιπλέον, το ζήτημα εάν ο εν λόγω κανονισμός μπορεί να εφαρμοστεί ratione materiae σε διαφορά πρέπει να διακρίνεται a priori από το ζήτημα εάν υφίσταται η αντλούμενη από τον ίδιο κανονισμό διεθνής δικαιοδοσία όσον αφορά αυτή τη διαφορά.

43.      Βεβαίως, η ερμηνεία της αποφάσεως Mahamdia (28) μπορεί κατ’ αρχήν να οδηγήσει στη σκέψη ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει παρά ταύτα δεχθεί τη λύση σύμφωνα με την οποία η έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» συμπίπτει με το αρνητικό πεδίο της ετεροδικίας (29). Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, έκανε διάκριση μεταξύ της εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 σε δεδομένη διαφορά και του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού στη διαφορά αυτή. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο φάνηκε να εννοεί ότι το ζήτημα εάν η ετεροδικία αντιτίθεται στην εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού και εάν ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται ratione materiae μπορεί να εκτιμηθεί μετά από ενιαία εξέταση των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης.

44.      Εντούτοις, πρώτον, αντιλαμβάνομαι την απόφαση αυτή υπό την έννοια ότι, όσον αφορά τις διαφορές που a priori εμπίπτουν στον κανονισμό 44/2001 –όπως αναμφισβήτητα συμβαίνει στην περίπτωση διαφορών σχετικά με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, όπως οι συμβάσεις εργασίας (30)–, άπαξ και αποδειχθεί ότι η ετεροδικία δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή αυτού του κανονισμού, ο εν λόγω κανονισμός πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να εφαρμοστεί στη διαφορά αυτή.

45.      Δεύτερον, η άποψη ότι το πεδίο εφαρμογής ratione materiae του κανονισμού 44/2001 συμπίπτει με το αρνητικό πεδίο εφαρμογής της ετεροδικίας θέτει εν αμφιβόλω τη θεμελιώδη διάκριση στην οποία προβαίνει αυτός ο κανονισμός μεταξύ, αφενός, των διαφορών που εμπίπτουν στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις και, αφετέρου, των διαφορών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του. Για παράδειγμα, το ζήτημα ότι οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως μπορεί να επικαλεστεί την ετεροδικία των κρατών είναι μεν ανοιχτό προς συζήτηση, ωστόσο ο οργανισμός αυτός ασκεί διοικητική δραστηριότητα (31). Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να απολαύει των προνομιών δημόσιας εξουσίας. Θα έπρεπε τότε να θεωρηθεί ότι όλες οι τελούμενες από οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως πράξεις εμπίπτουν στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» λόγω του ότι ο οργανισμός αυτός δεν μπορεί να απολαύει του προνομίου της ετεροδικίας;

46.      Τρίτον, το αμφιλεγόμενο ζήτημα του δικαίου της ετεροδικίας των κρατών είναι εάν ο νομικός χαρακτηρισμός των επίμαχων πράξεων πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου ή σύμφωνα με τις ιδιαίτερες λύσεις του δημόσιου διεθνούς δικαίου (32). Ανεξαρτήτως της απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, όσον αφορά τον κανονισμό 44/2001, η διάκριση μεταξύ των διαφορών που εμπίπτουν στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις και των διαφορών που δεν εμπίπτουν σ’ αυτές πρέπει να γίνεται βάσει αυτοτελών κριτηρίων του δικαίου της Ένωσης, τα οποία ορίζονται από το Δικαστήριο στη νομολογία του. Επομένως, πράξη τελούμενη κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας (acta jure imperii) υπό το πρίσμα του δικαίου της ετεροδικίας δεν συνιστά οπωσδήποτε πράξη τελούμενη κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, σύμφωνα με αυτά τα αυτοτελή κριτήρια του δικαίου της Ένωσης.

47.      Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί να εμπνευσθεί από το εθιμικό διεθνές δίκαιο για να συναγάγει γενικά συμπεράσματα όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ acta jure imperii και acta jure gestionis. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν χρησιμοποίησε την έννοια της ετεροδικίας για να καθορίσει επακριβώς την έκταση της ρυθμίσεως στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές συνέπειες και, ειδικότερα, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001.

48.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι δεν είναι αναγκαία η επίκληση της αρχής του εθιμικού διεθνούς δικαίου που αφορά την ετεροδικία των κρατών στο πλαίσιο των εκτιμήσεων σχετικά με το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001.

3.      Επί του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 44/2001

1.      Η έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» και οι τελούμενες κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας πράξεις κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου

49.      Όπως ανέφερα στο σημείο 21 των παρουσών προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο, στο σκεπτικό της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής, επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, το ζήτημα είναι να καθοριστεί κατά πόσον το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι οι επίμαχες δραστηριότητες που ασκούνται από τους εναγόμενους δυνάμει αναθέσεως από τρίτο κράτος εμπίπτουν στις «διοικητικές υποθέσεις», κατά τη διάταξη αυτή.

50.      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στην άποψη των εναγομένων ότι ασκούσαν τις δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως ως πράξεις δημόσιας εξουσίας (acta jure imperii), καθόσον ενήργησαν ως εκπρόσωποι τρίτου κράτους και για λογαριασμό του. Το εν λόγω δικαστήριο δέχεται ότι οι εναγόμενοι ενεργούσαν δυνάμει αναθέσεως τρίτου κράτους και για λογαριασμό του. Αντιθέτως, διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον χαρακτηρισμό των δραστηριοτήτων νηογνώμονα και πιστοποιήσεως ως «πράξεων τελούμενων jure imperii» και, κατά συνέπεια, ως προς την υποχρέωσή του να αναγνωρίσει την ετεροδικία την οποία προέβαλαν οι εναγόμενοι.

51.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 δεν μνημονεύει ρητώς τις πράξεις που τελούνται κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (acta jure imperii) ούτε την ευθύνη για τις πράξεις αυτές. Η διάταξη αυτή προβλέπει απλώς ότι ο κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (πρώτη περίοδος) και ότι, αντιθέτως, δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις (δεύτερη περίοδος) (33).

52.      Επ’ αυτού, ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 44/2001, προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να εκλάβει υπό ευρεία έννοια τις κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και, επομένως, να προσδώσει σε αυτόν ευρύ πεδίο εφαρμογής (34). Τα ανωτέρω έχουν ως αποτέλεσμα ότι οι αγωγές με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας εμπίπτουν κατ’ αρχήν στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις και, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 (35). Επίσης, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού οριοθετείται ουσιαστικά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη φύση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων ή το αντικείμενο της διαφοράς (36).

53.      Αν γινόταν δεκτό το τελευταίο αυτό σημείο, στην πράξη κάθε αγωγή αποζημιώσεως, πλην των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, θα ενέπιπτε αναπόφευκτα στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο και όσον αφορά τις αγωγές που ασκούνται από τρίτους οι οποίοι, εν γένει, πριν την επέλευση της συγκεκριμένης ζημίας, δεν έχουν καμία έννομη σχέση με τον φερόμενο ως υπεύθυνο για τη ζημία αυτής, δεδομένου ότι η μόνη σχέση μεταξύ αυτών είναι αυτή που απορρέει από το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός.

54.      Ωστόσο, πρώτον, η αγωγή αποζημιώσεως στρέφεται κατ’ αρχήν κατά των πράξεων στις οποίες οφείλεται η ζημία την οποία προβάλλει ένας εκ των διαδίκων. Τέτοιες πράξεις δεν μπορούν να αποκλείσουν αγωγή που εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», προκειμένου ο κανονισμός 44/2001 να έχει εφαρμογή στη διαφορά στο πλαίσιο της οποίας έχει ασκηθεί η αγωγή (37).

55.      Δεύτερον, μολονότι ο κανονισμός 44/2001 δεν μνημονεύει τις τελούμενες jure imperii πράξεις, εντούτοις δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τον διάδοχό του, συγκεκριμένα δε τον κανονισμό 1215/2012, ο οποίος αναφέρει, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, ότι ο κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στην «ευθύνη κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (acta jure imperii)».

56.      Η αναδιατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 δεν τροποποίησε το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1215/2012 σε σχέση με εκείνο του κανονισμού 44/2001. Η προσθήκη σχετικά με τις πράξεις jure imperii αποτελεί απλώς διευκρίνιση (38), οπότε είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των άρθρων 1, παράγραφος 1, των δύο αυτών κανονισμών (39).

57.      Συγκεκριμένα, η απαρίθμηση, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 44/2001, των φορολογικών, τελωνειακών ή διοικητικών υποθέσεων, δεν είναι εξαντλητική και εξεικονίζει απλώς τα ζητήματα που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο των διαφορών που δεν εμπίπτουν στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Της απαριθμήσεως αυτής προηγείται ο όρος «ιδίως» και μεταξύ των σχετικών θεμάτων, τουλάχιστον όσον αφορά το κείμενο στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα, μεσολαβεί εξάλλου η λέξη «ή».

58.      Επομένως, προκειμένου να οριοθετηθεί το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001, πρέπει να διαπιστωθούν τα κοινά σημεία των υποθέσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού αυτού και να γίνει δεκτό ότι αυτά τα κοινά σημεία ορίζουν, εξ αντιδιαστολής, τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις (40).

59.      Ακολουθώντας τη λογική αυτή, στην πλούσια νομολογία του σχετικά με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η ενάσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας από έναν εκ των διαδίκων, λόγω του ότι ο διάδικος αυτός έχει εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες, αποκλείει μια τέτοια διαφορά από τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού (41). Στη βάση αυτή, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι αγωγή με την οποία φορολογική αρχή κράτους μέλους αξιώνει αποζημίωση για αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε από παράνομη οργανωμένη συμφωνία με σκοπό την απάτη περί τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), ο οποίος οφείλεται στο εν λόγω κράτος μέλος, εμπίπτει στην έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων», υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αρχή τελούσε στην ίδια κατάσταση με αυτή στην οποία τελεί ένας ιδιώτης στο πλαίσιο της οικείας αγωγής (42). Εξ αυτού προκύπτει ότι, για να διαπιστωθεί εάν ο κανονισμός 44/2001 εφαρμόζεται σε μια διαφορά, δεν πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή στον τομέα στον οποίο εμπίπτει πράξη για την οποία προβάλλεται η ύπαρξη ευθύνης στο πλαίσιο αυτής της διαφοράς. Αντιθέτως, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η πράξη αυτή απορρέει από την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

60.      Το ζήτημα εάν ο κανονισμός 44/2001 εφαρμόζεται στη διαφορά της κύριας δίκης πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα τη νομολογία αυτή. Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξακριβωθεί σε τι συνίστανται οι δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως, στις οποίες οφείλεται η διαφορά της κύριας δίκης και για τις οποίες προβάλλεται η ύπαρξη ευθύνης σε αυτή τη διαφορά, και, στη συνέχεια, να διευκρινιστεί εάν οι δραστηριότητες αυτές απορρέουν από την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια της ερμηνείας που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο.

2.      Οι δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως

61.      Οι υποχρεώσεις των κρατών όσον αφορά την ταξινόμηση και την πιστοποίηση πλοίων που φέρουν τη σημαία τους απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης, όπως η Σύμβαση του Montego Bay και η Σύμβαση SOLAS.

62.      Από την ανάλυση των συμβάσεων αυτών και τη διεθνή πρακτική στον τομέα αυτό προκύπτει (43) ότι οι δραστηριότητες νηογνώμονα συνίστανται στη χορήγηση, από οργανισμούς που ονομάζονται νηογνώμονες, ενός class certificate (πιστοποιητικού κλάσεως που πιστοποιεί ότι ένα πλοίο έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με τους κανόνες της κλάσεως και διατηρείται σε κατάσταση που ανταποκρίνεται σε αυτούς). Αρχικά, τα πιστοποιητικά αυτά επιτελούσαν λειτουργία ιδιωτικής φύσεως και χορηγούνταν ιδίως με σκοπό την ασφαλιστική κάλυψη. Όπως, όμως, υποστηρίζει η Επιτροπή, η απόκτηση πιστοποιητικού κλάσεως αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την προβλεπόμενη εκ του νόμου πιστοποίηση (44).

63.      Η προβλεπόμενη εκ του νόμου πιστοποίηση πραγματοποιείτο –και συνεχίζει να πραγματοποιείται– σε εκτέλεση υποχρεώσεων που απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης (45). Η προβλεπόμενη εκ του νόμου πιστοποίηση συνίσταται στην έκδοση από το κράτος της σημαίας ή από οργανισμό εξουσιοδοτημένο για τον σκοπό αυτό στο όνομα του κράτους αυτού του προβλεπόμενου από τον νόμο πιστοποιητικού (statutory certification).

64.      Στην πράξη, οι επιθεωρήσεις και έλεγχοι που πραγματοποιούνται ενόψει της ταξινομήσεως και της πιστοποιήσεως πλοίου καθώς και η χορήγηση των πιστοποιητικών διασφαλίζονται από την ίδια οικονομική οντότητα. Οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται έναντι αμοιβής, δυνάμει ενός ή περισσοτέρων εμπορικών συμβάσεων που συνάπτονται απευθείας με τον πλοιοκτήτη.

65.      Η σύντομη αυτή περιγραφή αντικατοπτρίζει τις περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης. Βάσει της συμφωνίας που συνήφθη με τη Δημοκρατία του Παναμά το 1999 (στο εξής: συμφωνία του 1999), οι εναγόμενοι άσκησαν, δυνάμει αναθέσεως από το κράτος αυτό, για λογαριασμό του και, κατ’ αυτούς, προς το συμφέρον του, δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως. Στο πλαίσιο αυτό, έναντι αμοιβής και βάσει συμβάσεως συναφθείσας με τον πλοιοκτήτη του Al Salam Bascio ’98, διενήργησαν τις επιθεωρήσεις και τους ελέγχους με σκοπό την ταξινόμηση και την πιστοποίηση αυτού του πλοίου και, στη συνέχεια, χορήγησαν πιστοποιητικά κλάσεως και πιστοποιητικά προβλεπόμενα από τον νόμο.

66.      Υπό το πρίσμα αυτής της περιγραφής των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρέπει να εξεταστεί εάν οι επίμαχες πράξεις που συνίστανται στην ταξινόμηση και την πιστοποίηση πλοίου από οργανισμό ιδιωτικού δικαίου, πρώτον, δυνάμει αναθέσεως από κράτος, δεύτερον, για λογαριασμό και προς το συμφέρον του εν λόγω κράτους και, τρίτον, σε εκτέλεση των διεθνών υποχρεώσεων του κράτους για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης, απορρέουν από την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας σύμφωνα με τα κριτήρια που διατύπωσε το Δικαστήριο στη νομολογία του σχετικά με την έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων».

3.      Οι τελούμενες δυνάμει αναθέσεως από κράτος πράξεις

67.      Το γεγονός και μόνον ότι οι εναγόμενοι άσκησαν ορισμένες δραστηριότητες δυνάμει αναθέσεως από κράτος δεν είναι καθοριστικής σημασίας ώστε να γίνει δεκτό ότι πράξη που ανάγεται στις δραστηριότητες αυτές δεν εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια του κανονισμού 44/2001.

68.      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός και μόνον ότι ορισμένες εξουσίες παρέχονται, ή και, ενδεχομένως, ανατίθενται, με πράξη δημόσιας εξουσίας δεν συνεπάγεται ότι οι εξουσίες αυτές ασκούνται jure imperii (46).

69.      Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις που αφορούν πλείονες σχέσεις εμπλέκουσες τόσο δημόσια αρχή και πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου όσο και αποκλειστικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, πρέπει να προσδιοριστεί η έννομη σχέση μεταξύ των αντιδίκων και να εξεταστεί η ασκηθείσα αγωγή (47). Στο πλαίσιο αυτό, τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και του αναδόχου, τα οποία ενδέχεται να αποκλείουν τη σχέση αυτή από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001, δεν επηρεάζουν τον χαρακτηρισμό της έννομης σχέσεως μεταξύ του εν λόγω αναδόχου και αυτών που απολαύουν των υπηρεσιών του (48).

70.      Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τους τρίτους που δεν έχουν συμβατικές έννομες σχέσεις με τον ανάδοχο. Άλλωστε, η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως από τρίτον στρέφεται κατά των πράξεων που προκύπτουν από τη σχέση μεταξύ του εν λόγω αναδόχου και αυτών των δικαιούχων. Δεν μεταβάλλεται η φύση πράξεως που τελείται χωρίς προσφυγή στα προνόμια δημόσιας εξουσίας ανάλογα με το πρόσωπο που υπέστη τη ζημία λόγω της πράξεως αυτής. Επιπλέον, οργανισμός που έχει τελέσει έναντι του αντισυμβαλλομένου του πράξεις που εμπίπτουν στην έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» δεν μπορεί να έχει τη δυνατότητα να αποφύγει τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων όσον αφορά τις αγωγές αποζημιώσεως που ασκήθηκαν από τρίτους για τις ίδιες πράξεις.

4.      Οι τελούμενες για λογαριασμό και προς το συμφέρον κράτους πράξεις

71.      Το γεγονός ότι οι δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως ασκήθηκαν για λογαριασμό και προς το συμφέρον αναθέσαντος κράτους δεν είναι ούτε αυτό από μόνο του καθοριστικό για τον χαρακτηρισμό των δραστηριοτήτων αυτών ως πράξεων τελούμενων κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια της σχετικής με το άρθρο, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, νομολογίας.

72.      Βεβαίως, βάσει ερμηνείας της κρίσιμης νομολογίας του Δικαστηρίου μπορεί να συναχθεί ότι η άσκηση ορισμένων καθηκόντων προς το συμφέρον που επιδιώκει το κράτος αποκλείει τον χαρακτηρισμό διαφοράς ως αστικής και εμπορικής υποθέσεως.

73.      Στην απόφαση Kuhn (49), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν εμπίπτει στην έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» διαφορά μεταξύ ιδιώτη και κράτους μέλους που αφορά τη θέσπιση μέτρου με το οποίο το κράτος αυτό επέβαλε στο σύνολο των κομιστών εκδοθέντων από το εν λόγω κράτος τίτλων ουσιαστική μεταβολή των οικονομικών όρων αυτών των τίτλων. Για τη συναγωγή του συμπεράσματος αυτού, το Δικαστήριο φαίνεται να έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι ένα τέτοιο μέτρο αποτελεί εκδήλωση της ασκήσεως εξαιρετικών εξουσιών σε σχέση με τους γενικούς κανόνες δικαίου που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (50). Στη συνέχεια το Δικαστήριο επικεντρώθηκε στο πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθη το μέτρο αυτό και στον σκοπό γενικού συμφέροντος που επιδίωκε (51), συγκεκριμένα δε τα συμφέροντα του κράτους όσον αφορά τα δημοσιοοικονομικά ζητήματα και τα συμφέροντα της ζώνης του ευρώ όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Τέλος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, λαμβανομένων υπόψη του έκτακτου χαρακτήρα των συνθηκών και των περιστάσεων της θεσπίσεως του εν λόγω μέτρου καθώς και του σκοπού γενικού συμφέροντος που επιδίωκε ο νόμος αυτός, η διαφορά της κύριας δίκης ανάγεται σε άσκηση δημόσιας εξουσίας (52).

74.      Ωστόσο, κατά την άποψη μου, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο γενικός σκοπός πράξεως, που συνάγεται από το πλαίσιο εντός του οποίου τελέσθηκε η πράξη αυτή, αρκεί αφ’ εαυτού για να κριθεί ότι η εν λόγω πράξη συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας.

75.      Συγκεκριμένα, πρώτον, η άποψη ότι ο σκοπός πράξεως τελούμενης χωρίς την άσκηση εξαιρετικών εξουσιών αρκεί για να θεωρηθεί ότι διαφορά που ανάγεται στην πράξη αυτή δεν εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» θα ήταν αντίθετη προς την πάγια νομολογία κατά την οποία η χρήση των προνομίων δημόσιας εξουσίας αποκλείει μια διαφορά από τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις (53).

76.      Δεύτερον, μολονότι η άσκηση των εξαιρετικών εξουσιών συνιστά αξιόπιστο και αντικειμενικά επαληθεύσιμο κριτήριο, εντούτοις τούτο δεν ισχύει όσον αφορά τον σκοπό πράξεως τελούμενης για λογαριασμό ενός κράτους. Ο σκοπός της πράξεως δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να είναι γνωστός στο πρόσωπο για το οποίο η πράξη αυτή έχει επιζήμιες επιπτώσεις. Η δυνατότητα προβλέψεως του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία αποτελεί μια από τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις εντός της Ένωσης (54). Μολονότι, εξ ορισμού, η αρχή αυτή αφορά τη διάκριση των δικαιοδοσιών μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών από την άποψη της δυνατότητας προβλέψεως του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία, ωστόσο το ζήτημα εάν ο κανονισμός 44/2001 που ορίζει τους κανόνες αυτής της διακρίσεως εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ακόμη πιο σημαντικό.

77.      Τρίτον, στην πράξη, για κάθε δραστηριότητα που ασκείται από ή για λογαριασμό ενός κράτους μπορεί να αναγνωρισθεί ένας σκοπός που θέτει η κυβέρνηση. Η παραδοχή ότι ορισμένες ενέργειες δεν εμπίπτουν στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» λόγω του σκοπού των πράξεων στις οποίες ανάγονται αυτές οι πράξεις, μπορεί να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 ολόκληρες κατηγορίες υποθέσεων καθαρά αστικής φύσεως (55).

78.      Για τους λόγους αυτούς, το γεγονός ότι ορισμένες πράξεις, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τους, τελούνται προς το γενικό ή δημόσιο συμφέρον συνιστά, κατά την άποψή μου, απλώς ένδειξη περί του ότι οι πράξεις αυτές τελέσθηκαν κατά την άσκηση εξαιρετικών εξουσιών σε σχέση με τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες.

79.      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την ανάγνωση της αποφάσεως Pula Parking (56), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορά σχετικά με την είσπραξη, από εταιρία ανήκουσα σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως, τέλους σταθμεύσεως, που αποτέλεσε αντικείμενο προδικαστικής παραπομπής, εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», μολονότι η διαχείριση των δημοσίων χώρων σταθμεύσεως και η είσπραξη των τελών σταθμεύσεως αποτελούν, όπως προκύπτει από την απόφαση αυτή, μια τοπικού ενδιαφέροντος αποστολή. Επομένως, με την απόφαση αυτή τονίζεται ότι «ενέργειες προς συμφέρον που μπορεί να συγκριθεί με το γενικό ή δημόσιο συμφέρον» δεν σημαίνει «ενέργειες κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας», κατά την έννοια της σχετικής με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 νομολογίας.

80.      Εξάλλου, στην απόφαση Sonntag (57), το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι ένας εκπαιδευτικός σε δημόσιο σχολείο είναι δημόσιος υπάλληλος και ενεργεί υπό την ιδιότητά αυτή δεν έχει αποφασιστική σημασία για να αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών αγωγή προς αποκατάσταση της ζημίας που ασκήθηκε κατά του εν λόγω εκπαιδευτικού. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και αν ένας δημόσιος υπάλληλος ενεργεί για λογαριασμό του κράτους, δεν ασκεί πάντοτε δημόσια εξουσία. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο ενεργεί για λογαριασμό του κράτους δεν συνεπάγεται ότι οι οικείες πράξεις τελούνται κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας υπό την προαναφερθείσα έννοια.

81.      Η ερμηνεία αυτή έγινε δεκτή από το Δικαστήριο αν και οι συνέπειες της ευθύνης του οικείου εκπαιδευτικού αναλήφθηκαν με δημόσια εγγύηση και μάλιστα καλύφτηκαν από σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως δημοσίου δικαίου (58). Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας Μ. Darmon στις προτάσεις του στην υπόθεση Sonntag (59), η ύπαρξη της εν λόγω εγγυήσεως, που είναι ξένη προς τα κριτήρια που διατύπωσε το Δικαστήριο στη νομολογία του σχετικά με την έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων», δεν μπορεί να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών πράξη η οποία κατά την ουσία της εμπίπτει στο πεδίο αυτό.

82.      Συνεπώς, το γεγονός ότι ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν οι δημόσιοι πόροι για την αποζημίωση πράξεων τελεσθεισών από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό κράτους δεν αποκλείει τις διαφορές που ανάγονται στις πράξεις αυτές από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως αυτής και, επομένως, από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001. Εξ αυτού συνάγω ότι ούτε οι διαφορές που ανάγονται στις πράξεις που τελούνται για λογαριασμό κράτους αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού λόγω της ενδεχόμενης στοιχειοθετήσεως της ευθύνης του εν λόγω κράτους για τις ζημίες που προκλήθηκαν από τις οικείες πράξεις (60).

83.      Ούτε το γεγονός ότι οι οικείες πράξεις τελέσθηκαν για λογαριασμό και προς το συμφέρον αναθέσαντος κράτους ούτε η ενδεχόμενη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του εν λόγω κράτους για τις ζημίες που προκλήθηκαν από αυτές τις πράξεις είναι, αφ’ εαυτών, καθοριστικά στοιχεία για τον χαρακτηρισμό των εν λόγω πράξεων ως πράξεων τελεσθεισών κατά την άσκηση εξαιρετικών εξουσιών σε σχέση με τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες.

5.      Οι τελούμενες προς εκπλήρωση διεθνών υποχρεώσεων κράτους πράξεις

84.      Το γεγονός ότι οργανισμός ιδιωτικού δικαίου τελεί δυνάμει αναθέσεως, για λογαριασμό και προς το συμφέρον κράτους, πράξεις προς εκτέλεση διεθνών υποχρεώσεων του κράτους αυτού για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης δεν προδικάζει ότι οι πράξεις αυτές τελούνται κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας.

85.      Βεβαίως, η απόφαση Rüffer (61) μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή ασκούμενη από τον διαχειριστή πλωτής δημόσιας οδού με σκοπό την αναζήτηση δαπανών που προήλθαν από ανέλκυση ναυαγίου δεν εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», διότι η ανέλκυση αυτή επιχειρήθηκε σε εκτέλεση διεθνούς υποχρεώσεως στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας και βάσει διατάξεων εσωτερικού δικαίου.

86.      Υπό το πρίσμα αυτό, η απόφαση αυτή συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας σύμφωνα με την οποία ο κανονισμός 44/2001 δεν εφαρμόζεται στη διαφορά της κύριας δίκης.

87.      Ωστόσο, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνημονευθείσα απόφαση, όπως επισήμανε το ίδιο το Δικαστήριο (62), η οικεία δημόσια αρχή ασκούσε καθήκοντα της ακτοφυλακής και ενήργησε έναντι των ιδιωτών ως φορέας δημοσίας εξουσίας.

88.      Συγκεκριμένα, ο ιδιοκτήτης γηπέδου δεν μπορεί να οικειοποιηθεί περιουσιακό στοιχείο το οποίο κείται επί του γηπέδου αυτού, να το πωλήσει και να χρησιμοποιήσει το ποσό που θα εισπράξει για να καλύψει τα έξοδα που συνδέονται με την απομάκρυνση του περιουσιακού στοιχείου, εκτός από την περίπτωση όπου ασκούνται οι εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες κοινού δικαίου (63). Οποιαδήποτε και αν είναι η πηγή αυτών των εξουσιών, διεθνής ή εθνική, και οποιοιδήποτε και αν είναι οι ιδιώτες για την προστασία των οποίων υπάρχουν οι εξουσίες αυτές, η άσκηση δημόσιας εξουσίας, κατά την εκτέλεση των οικείων πράξεων, είναι αυτή που αποκλείει την εφαρμογή του κανονισμού 44/2001.

89.      Απομένει μόνο να εξακριβωθεί εάν οι επίμαχες πράξεις, συγκεκριμένα δε η ταξινόμηση και η πιστοποίηση πλοίου, απορρέουν από την άσκηση δημόσιας εξουσίας και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001. Προς τούτο, η εξέταση της συμφωνίας με την οποία ένα κράτος ανέθεσε ορισμένα καθήκοντα σε οργανισμό ιδιωτικού δικαίου και η εξέταση του νομοθετικού πλαισίου στο οποίο υπόκειται η άσκηση υποχρεώσεων που απορρέουν από την ανάθεση αυτή μπορεί να είναι χρήσιμες για να διαπιστωθεί το φάσμα των εξουσιών που αναπτύσσονται για την τέλεση των επίδικων πράξεων και εάν, σύμφωνα με τα κριτήρια που διατύπωσε το Δικαστήριο στη σχετική με την έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» νομολογία του, οι πράξεις αυτές ανάγονται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (64).

6.      Το φάσμα των εξουσιών που αναπτύσσονται για την άσκηση των δραστηριοτήτων νηογνώμονα και πιστοποιήσεως

90.      Όσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης, οι επιθεωρήσεις και εξετάσεις που πραγματοποιούνται με σκοπό την ταξινόμηση και την πιστοποίηση πλοίου ενδέχεται να οδηγήσουν στην ανάκληση πιστοποιητικού ή, όπως προβλέπει η Σύμβαση SOLAS, στην επισκευή πλοίου εφόσον αναγνωρισμένος οργανισμός το απαιτήσει. Με τον τρόπο αυτό, ο εν λόγω οργανισμός υποχρεούται να εφαρμόσει τους κανόνες για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης.

91.      Συναφώς, πρώτον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οργανισμός που ασκεί δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως ασκεί δημόσια εξουσία έναντι ιδιωτών, πλην του πλοιοκτήτη.

92.      Δεύτερον, ακόμη και αν εστιάσουμε την προσοχή στη θέση του οργανισμού αυτού έναντι του εν λόγω πλοιοκτήτη, από τη συμφωνία του 1999 προκύπτει ότι οι εναγόμενοι παρείχαν τις υπηρεσίες τους έναντι αμοιβής, δυνάμει συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου συναφθείσας απευθείας με τον πλοιοκτήτη του Al Salam Boccaccio ’98. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τα μέρη της συμβάσεως αυτής δεν ήταν ελεύθερα να καθορίσουν την αμοιβή για τις υπηρεσίες αυτές. Επιπλέον, κατά τη συμφωνία του 1999, οι εναγόμενοι θα μπορούσαν να έχουν εισαγάγει στη σύμβαση αυτή ρήτρες για τον περιορισμό της ευθύνης τους. Εξ αυτού συνάγω ότι οι όροι αυτής της συμβάσεως δεν καθορίσθηκαν μονομερώς αλλά κατά την άσκηση της συμβατικής ελευθερίας. Στο μέτρο που η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει, ιδίως, την ελεύθερη επιλογή του οικονομικού εταίρου, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ότι οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο οικείος πλοιοκτήτης επέλεξε τους εναγόμενους μεταξύ άλλων οργανισμών που ασκούν τις δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως για λογαριασμό του κράτους της σημαίας.

93.      Επομένως, όποια και αν είναι η θέση των εναγομένων έναντι του πλοιοκτήτη, η θέση αυτή εντάσσεται στο συμβατικό πλαίσιο που έχει καθορισθεί με τη συναίνεση του πλοιοκτήτη, ο οποίος αποδέχθηκε να υποβληθεί στις επιθεωρήσεις και τους ελέγχους και να αναλάβει τις δαπάνες τους. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν οι εναγόμενοι μπορούσαν να προβούν σε διορθώσεις του συμβατικού πλαισίου, θα το είχαν πράξει στο πλαίσιο αυτό που ελεύθερα ανέλαβε ο ιδιοκτήτης.

94.      Στη συνέχεια, τρίτον, από τη συμφωνία του 1999 προκύπτει ότι η ερμηνεία των εφαρμοστέων πράξεων και ο καθορισμός των ισοδύναμων πράξεων ή η έγκριση απαιτήσεων άλλων από αυτές που καθορίζονται από τις εφαρμοστέες πράξεις αποτελούν προνόμια των αρχών του Παναμά. Η συμφωνία αυτή ορίζει ότι οι απαλλαγές από τις απαιτήσεις που καθορίζονται από τις εφαρμοστέες πράξεις εμπίπτουν επίσης στα προνόμια των εν λόγω αρχών και πρέπει να εγκρίνονται από τη διοίκηση πριν από την έκδοση πιστοποιητικού. Μολονότι η νομοθετική δραστηριότητα συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας, εντούτοις από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το αναθέσαν κράτος δεν διατήρησε την αποκλειστική αρμοδιότητά του όσον αφορά τη δραστηριότητα αυτή. Αντιθέτως, δραστηριότητες όπως αυτές που ασκούνται από τους εναγόμενους, οι οποίες, όπως προκύπτει από τη συμφωνία του 1999, αποσκοπούν στη διαπίστωση της συμβατότητας των πλοίων προς τις καθοριζόμενες από τις εφαρμοστέες πράξεις συναφείς απαιτήσεις και στην έκδοση των αντίστοιχων τεχνικών πιστοποιητικών, φαίνεται να είναι τεχνικής φύσεως.

95.      Υπό τις συνθήκες αυτές, η ανάκληση πιστοποιητικού λόγω της μη συμμορφώσεως πλοίου προς τις απαιτήσεις αυτές δεν απορρέει από την εξουσία λήψεως αποφάσεων ενός οργανισμού όπως οι εναγόμενοι, η αποστολή των οποίων περιορίζεται στη διενέργεια ελέγχων, σύμφωνα με το εκ των προτέρων καθορισμένο κανονιστικό πλαίσιο. Εάν, μετά την ανάκληση πιστοποιητικού, το πλοίο δεν μπορεί πλέον να πλεύσει, αυτό συμβαίνει λόγω της κυρώσεως η οποία, όπως παραδέχθηκαν οι εναγόμενοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επιβάλλεται από τον νόμο.

96.      Τέλος, τέταρτον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, χρήσιμα διδάγματα μπορούν να αντληθούν από την πλούσια νομολογία σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως και την παροχή υπηρεσιών (65).

97.      Επισημαίνεται, ειδικότερα, ότι στην απόφαση Rina Services κ.λπ. (66) το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι δραστηριότητες πιστοποιήσεως που ασκούνται από τις εταιρίες που αποτελούν οργανισμούς πιστοποιήσεως δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 51 ΣΛΕΕ, λόγω του ότι οι εταιρίες αυτές είναι επιχειρήσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ασκούν τις δραστηριότητές τους υπό συνθήκες ανταγωνισμού και δεν έχουν καμία εξουσία λήψεως αποφάσεων συναρτώμενη με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

98.      Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι δραστηριότητες των εναγομένων για την ταξινόμηση και την πιστοποίηση του πλοίου Al Salam Boccaccio ’98, καθώς και η έκδοση πιστοποιητικών για τον σκοπό αυτό, απορρέουν από την άσκηση δημόσιας εξουσίας.

7.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

99.      Από την ανάλυσή μου προκύπτει ότι, πρώτον, το γεγονός και μόνον ότι οι εναγόμενοι τέλεσαν τις επίμαχες πράξεις δυνάμει αναθέσεως από ένα κράτος δεν αποκλείει, αφ’ εαυτού, τη διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας προβάλλεται η ύπαρξη ευθύνη για τις πράξεις αυτές, από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 (67). Δεύτερον, το γεγονός ότι οι εν λόγω πράξεις ασκήθηκαν για λογαριασμό και προς το συμφέρον του αναθέσαντος κράτους δεν έχει επίσης κανένα τέτοιο αποτέλεσμα (68). Τέλος, τρίτον, το γεγονός ότι οι δραστηριότητες αυτές τελέσθηκαν προς εκπλήρωση διεθνών υποχρεώσεων του εν λόγω κράτους δεν θέτει εν αμφιβόλω τις προπαρατεθείσες κρίσεις (69).

100. Εντούτοις, η άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την εκτέλεση πράξεων έχει πάντα ως συνέπεια ότι ο κανονισμός 44/2001 δεν εφαρμόζεται ratione materiae σε διαφορά στο πλαίσιο της οποίας προβάλλεται η ύπαρξη ευθύνη για τις πράξεις αυτές. Λαμβανομένου όμως υπόψη του φάσματος των εξουσιών που ανέλαβαν οι εναγόμενοι για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων νηογνώμονα και πιστοποιήσεως του πλοίου Al Salam Boccaccio ’98, οι δραστηριότητες αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απόρροια της ασκήσεως προνομιών δημόσιας εξουσίας (70).

101. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», κατά τη διάταξη αυτή, αγωγή αποζημιώσεως στρεφόμενη κατά οργανισμών ιδιωτικού δικαίου που αφορά δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως οι οποίες ασκούνται από τους οργανισμούς αυτούς δυνάμει αναθέσεως τρίτου κράτους, για λογαριασμό του και προς το συμφέρον του.

4.      Σχετικά με τις επιπτώσεις της αρχής του εθιμικού διεθνούς δικαίου περί ετεροδικίας των κρατών επί της ασκήσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας που αντλείται από τον κανονισμό 44/2001

102. Το μόνο ζήτημα που εξακολουθεί να εγείρεται είναι αυτό των επιπτώσεων της ενστάσεως ετεροδικίας, που προβλήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, επί της ασκήσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει του κανονισμού 44/2001. Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί εάν, στο παρόν στάδιο της διεθνούς πρακτικής, οι εναγόμενοι μπορούν να επικαλεστούν το προνόμιο της ετεροδικίας των κρατών. Εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, θα πρέπει τότε να εξεταστεί, δεύτερον, εάν, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι εναγόμενοι έχουν την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους και ο κανονισμός 44/2001 εφαρμόζεται ratione materiae στη διαφορά της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί της διαφοράς αυτής.

103. Επ’ αυτού, φρονώ ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το εθιμικό διεθνές δίκαιο, στο μέτρο που αυτό μπορεί να έχει σημασία για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

104. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν η κατάσταση την οποία αφορά η υπόθεση που οδήγησε στην προδικαστική παραπομπή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τους κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου τους οποίους σκοπεύει να εφαρμόσει στην επίμαχη περίπτωση το αιτούν δικαστήριο, όπως είναι οι σχετικοί με την ετεροδικία των κρατών κανόνες (71). Εξ αντιδιαστολής, εάν η επίμαχη περίπτωση εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης και η ερμηνεία του μπορεί να επηρεαστεί από κανόνα του εθιμικού διεθνούς δικαίου, το Δικαστήριο μπορεί να ερμηνεύσει και τον κανόνα αυτόν.

105. Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται από την απόφαση Mahamdia (72), στην οποία το Δικαστήριο προέβη στον προσδιορισμό του περιεχομένου της αρχής του εθιμικού διεθνούς δικαίου που αφορά την ετεροδικία των κρατών για να συναγάγει το συμπέρασμα ότι η αρχή αυτή δεν αποκλείει την εφαρμογή του κανονισμού 44/2001 στη διαφορά της κύριας δίκης.

106. Ωστόσο, όπως επισήμανα στο σημείο 46 των παρουσών προτάσεων, δεν είναι σαφές εάν η διάκριση μεταξύ των τελούμενων jure imperii πράξεων και των τελούμενων jure gestionis πράξεων πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τα κριτήρια του δικαίου του δικάζοντος δικαστηρίου ή του διεθνούς δικαίου. Ωστόσο, ακόμη και οι υποστηρικτές της αρχής του χαρακτηρισμού των επίμαχων πράξεων σύμφωνα με το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου αναγνωρίζουν ότι ο νομικός χαρακτηρισμός αυτός πρέπει να είναι συμβατός με το διεθνές δίκαιο (73). Βάσει του ιδίου σκεπτικού, κατά τον προσδιορισμό του περιεχομένου του δικαιώματος ετεροδικίας σύμφωνα με τις λύσεις του διεθνούς δικαίου, θα πρέπει να καθορισθούν οι γενικά αναγνωρισμένες απαιτήσεις σχετικά με την ετεροδικία.

1.      Η ετεροδικία των νηογνωμόνων και των οργανισμών πιστοποιήσεως

107. Το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να μην αποκλείει την περίπτωση οι εναγόμενοι να μπορούν να επικαλεστούν την ετεροδικία, χωρίς να προβεί σε εξέταση που να αποβλέπει στον προσδιορισμό ενός σχετικού κανόνα του εθιμικού διεθνούς δικαίου. Μόνον οι εναγόμενοι διατείνονται ότι μπορούν να επικαλεστούν την ετεροδικία όσον αφορά το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, επικαλούνται συμβατικές πηγές και τη συμφωνία του 1999, καθώς και αποφάσεις γαλλικών και ιταλικών δικαστηρίων. Η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί ότι οι εναγόμενοι απολαύουν της ετεροδικίας αυτής μόνον όσον αφορά τις δραστηριότητες πιστοποιήσεως.

108. Υπενθυμίζεται ότι ένας κανόνας του εθιμικού διεθνούς δικαίου υφίσταται μόνον εάν υπάρχει, μεταξύ άλλων, πραγματική πρακτική συνοδευόμενη από opinio juris, δηλαδή από την αποδοχή ενός κανόνα ως αποτελούντος δίκαιο. Υπό το πρίσμα της αρχής αυτής πρέπει να εξεταστεί εάν, υπό το κράτος της θεωρίας της σχετικής ετεροδικίας, το περιεχόμενο της αρχής της ετεροδικίας των κρατών είναι τέτοιο ώστε οι εναγόμενοι να μπορούν να επικαλεστούν την ετεροδικία.

109. Όσον αφορά, πρώτον, τη μνημονευθείσα από τους εναγόμενους νομολογία, από αυτήν δεν μπορεί να συναχθεί αδιαμφισβήτητα ότι οργανισμός που ασκεί δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως μπορεί να επικαλεστεί την ετεροδικία σε περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως. Επιπλέον, ούτε και από την εμπεριστατωμένη ανάλυση των εθνικών νομολογιών μπορεί να συναχθεί ότι το προνόμιο της ετεροδικίας παρέχεται, κατά τρόπο συνεπή, σε τέτοιους οργανισμούς (74).

110. Δεύτερον, όσον αφορά, τα όρια της ratione materiae ετεροδικίας, αυτά σπανίως προσδιορίζονται στις γραπτές πηγές του δικαίου της ετεροδικίας. Επιπλέον, ακόμη και αν υφίστανται τέτοιες πηγές, η εξέτασή τους καταδεικνύει επίσης ότι η μεταχείριση των περιπτώσεων ετεροδικίας δεν είναι ομοιόμορφη όσον αφορά οντότητες που είναι νομικά ανεξάρτητες του κράτους (75).

111. Σημειώνω, συναφώς, ότι από την ερμηνεία της αποφάσεως Mahamdia (76) μπορεί να συναχθεί ότι το Δικαστήριο εμπνεύστηκε από τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης για να εξακριβώσει εάν ένας από τους διαδίκους της κύριας δίκης μπορούσε να επικαλεστεί το προνόμιο της ετεροδικίας.

112. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο πλαίσιο διαφοράς στην οποία υπάλληλος πρεσβείας τρίτου κράτους ζητεί την καταβολή αποζημιώσεως αμφισβητώντας την εγκυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως την οποία συνήψε με το κράτος αυτό, ο υπάλληλος αυτός δεν απολαύει ετεροδικίας όταν τα καθήκοντα που εκτέλεσε δεν εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας ή όταν δεν υφίσταται κίνδυνος η σχετική αγωγή να θίξει τα συμφέροντα του κράτους στον τομέα της ασφάλειας (77).

113. Μολονότι το Δικαστήριο δεν εξέθεσε ρητώς τους λόγους για τους οποίους παρέθεσε την επιφύλαξη σχετικά με τον κίνδυνο να θιγούν τα συμφέροντα του κράτους στον τομέα της ασφάλειας, πανομοιότυπη διατύπωση περιλαμβάνεται στις διατάξεις της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης σχετικά με τις διαδικασίες που αφορούν σύμβαση εργασίας.

114. Παρά τις επιφυλάξεις μου όσον αφορά τη λυσιτέλεια αυτής της Συμβάσεως (78), παρατηρώ ότι, σύμφωνα με τις εισαγωγικές της διατάξεις, ο όρος «κράτος» προσδιορίζει, μεταξύ άλλων, τα κρατικά ιδρύματα ή οργανισμούς ή άλλες οντότητες, εφόσον έχουν την εξουσία να τελούν και τελούν πράγματι πράξεις εμπίπτουσες στην άσκηση της κυριαρχικής εξουσίας του κράτους. Πάντως, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της εν λόγω συμβάσεως προκύπτει ότι τέτοιες οντότητες τεκμαίρεται ότι δεν έχουν το δικαίωμα ασκήσεως κυβερνητικών καθηκόντων και, συνεπώς, δεν μπορούν, κατά κανόνα, να επικαλεστούν την ετεροδικία (79). Εξάλλου, οι σχετικές με τις εμπορικές συναλλαγές διατάξεις της συμβάσεως αυτής προβλέπουν ότι, όταν κρατική οντότητα ή οντότητα που έχει συσταθεί από το κράτος έχει διακριτή νομική προσωπικότητα και ικανότητα δικαίου και εμπλέκεται σε διαδικασία σχετική με εμπορική συναλλαγή την οποία ανέλαβε, δεν θίγεται η ετεροδικία της οποίας απολαύει το οικείο κράτος. Τούτο πρέπει να ισχύει ακόμη περισσότερο όσον αφορά μη κρατικές οντότητες όπως οι εναγόμενοι.

115. Τέλος, όσον αφορά τα ζητήματα σχετικά με την ένσταση ετεροδικίας, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2009/15. Κατ’ αυτήν, «[ό]ταν αναγνωρισμένος οργανισμός, οι επιθεωρητές του ή το τεχνικό προσωπικό του εκδίδουν τα σχετικά πιστοποιητικά εξ ονόματος της διοίκησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε, όσον αφορά τις εν λόγω δραστηριότητες που τους έχουν ανατεθεί, να απολαύουν αναλογικών νομικών εγγυήσεων και δικαστικής προστασίας, περιλαμβανομένης της άσκησης του δικαιώματος άμυνας, εκτός της ετεροδικίας, που αποτελεί δικαίωμα το οποίο δύνανται να επικαλούνται μόνον τα κράτη μέλη ως δικαίωμα αναπόσπαστο της κυριαρχίας και το οποίο επομένως δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο ανάθεσης».

116. Η οδηγία αυτή συμπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη από το διεθνές δίκαιο, όπως η Σύμβαση του Montego Bay και η Σύμβαση SOLAS. Ειδικότερα, η εν λόγω οδηγία προβλέπει τα μέτρα τα οποία πρέπει να ακολουθούνται από τα κράτη μέλη στις σχέσεις τους με τους οργανισμούς που είναι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση, τον έλεγχο και την πιστοποίηση πλοίων με στόχο τη συμμόρφωση προς τις διεθνείς συμβάσεις σχετικά με την ασφάλεια στη θάλασσα και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης, ενισχύοντας, ταυτόχρονα, τον σκοπό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

117. Στο πλαίσιο αυτό, η οδηγία 2009/15 προβλέπει ότι, όταν ένα κράτος μέλος αναθέτει καθήκοντα πιστοποιήσεως σε αναγνωρισμένο οργανισμό, υποχρεούται να εισαγάγει σε συμφωνία που συνάπτει με τον οργανισμό αυτόν τις ρήτρες που αφορούν την οικονομική ευθύνη του οργανισμού αυτού. Με τις ρήτρες αυτές, το κράτος μέλος επιφυλάσσεται του δικαιώματος να στραφεί κατά του εν λόγω οργανισμού εάν η ευθύνη που προκύπτει από οποιοδήποτε θαλάσσιο ατύχημα αποδοθεί τελικά και οριστικά στο κράτος μέλος.

118. Ως συμπλήρωμα των ειδικών αυτών υποχρεώσεων σχετικά με την οικονομική ευθύνη των αναγνωρισμένων οργανισμών, η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2009/15 φαίνεται να υποδηλώνει ότι οι οργανισμοί όπως οι εναγόμενοι δεν απολαύουν της ετεροδικίας της οποίας απολαύει ένα κράτος.

119. Προς συμπλήρωση όσον εκτέθηκαν σχετικά με την οδηγία 2009/15 και στο μέτρο που αυτή μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη για να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, σημειώνω ότι, μνημονεύοντας την αιτιολογική σκέψη 21 της εκτελεστικής οδηγίας 2014/111/ΕΕ (80), το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να υπονοεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των πρόσφατων εξελίξεων, η οδηγία 2009/15 δεν είναι συμβατή με το διεθνές δίκαιο ή, τουλάχιστον, με τη διεθνή πρακτική σε θέματα ασφάλειας στη θάλασσα και πρόληψης της θαλάσσιας ρύπανσης. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2014/111 προκύπτει ότι, όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης, τα θεσμοθετημένα πιστοποιητικά έχουν δημόσιο χαρακτήρα, ενώ τα πιστοποιητικά κλάσεως είναι ιδιωτικού χαρακτήρα. Αντιθέτως, σε διεθνές επίπεδο, αναφέρεται συστηματικά ότι η «θεσμοθετημένη πιστοποίηση και υπηρεσίες» πραγματοποιούνται από τον αναγνωρισμένο οργανισμό «για λογαριασμό του κράτους σημαίας», αντιθέτως προς τη νομική διάκριση που έχει καθιερωθεί με την ενωσιακή νομοθεσία.

120. Πάντως, επ’ αυτού, αρκεί η διαπίστωση ότι, αφενός, στις παρούσες προτάσεις μου, εκκινώ από την παραδοχή ότι το πιστοποιητικό κλάσεως δεν επιτελεί καθαρά ιδιωτικές λειτουργίες (81) και, αφετέρου, η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2009/15 αφορά τα πιστοποιητικά που έχουν δημόσιο χαρακτήρα.

121. Βεβαίως, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται επίσης ότι, πρώτον, η οδηγία 2009/15 δεν έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, δεύτερον, η Ένωση δεν είναι αρμόδια να επιβάλει την ερμηνεία αυτού του δικαίου στα κράτη μέλη, αν και η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας αυτής φαίνεται να συνιστά ερμηνεία του εθιμικού διεθνούς δικαίου (82), τρίτον, η εν λόγω οδηγία αφορά μόνον τα κράτη μέλη και, τέταρτον, οι αιτιολογικές σκέψεις στερούνται, εν πάση περιπτώσει, οιασδήποτε νομικής αξίας.

122. Ωστόσο, πρώτον, μολονότι είναι ακριβές ότι οι οδηγίες 2009/15 και 2014/111 δεν έχουν εφαρμογή, ratione temporis, στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, εντούτοις προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ένας διάδικος μπορεί να επικαλεστεί το προνόμιο της ετεροδικίας, πρέπει να γίνει αναφορά στο δικαίωμα ετεροδικίας των κρατών, όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο της κύριας δίκης (83).

123. Δεύτερον, στο μέτρο που το εθιμικό διεθνές δίκαιο αφορά τα ζητήματα το αντικείμενο των οποίων εμπίπτει στην αποστολή διεθνών οργανισμών, η πρακτική των οργανισμών αυτών μπορεί και αυτή να συμβάλλει στη διαμόρφωση ή την αποτύπωση κανόνων του εθιμικού διεθνούς δικαίου (84).

124. Συναφώς επισημαίνεται ότι η Σύμβαση του Montego Bay, συναφθείσα από την Ένωση, οριοθετεί τις διεθνείς υποχρεώσεις του κράτους της σημαίας για την ασφάλεια στη θάλασσα και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης. Με την έκδοση της οδηγίας 2009/15, η Ένωση άσκησε την αρμοδιότητά της για τη θέσπιση των μέτρων τα οποία πρέπει να ακολουθούνται από τα κράτη μέλη όσον αφορά τις σχέσεις τους με τους εξουσιοδοτημένους οργανισμούς, δεδομένου ότι οι σχέσεις αυτές υφίστανται για την εκπλήρωση των διεθνών αυτών υποχρεώσεων. Επιπλέον, τα δικαστήρια των κρατών μελών αντλούν τη δικαιοδοσία τους να επιλαμβάνονται διαφορών σχετικά με την ευθύνη των εξουσιοδοτημένων οργανισμών από το δίκαιο της Ένωσης, συγκεκριμένα δε από τον κανονισμού 44/2001. Επομένως, το ζήτημα της ετεροδικίας των οργανισμών που ασκούν δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως αποτελεί αντικείμενο της αποστολής της Ένωσης.

125. Τρίτον, είναι ακριβές ότι η οδηγία 2009/15 αφορά μόνον τα κράτη μέλη. Εντούτοις, ο περιορισμός αυτός δεν οφείλεται στη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να προσδώσει περιορισμένη εμβέλεια στην ερμηνεία της αρχής του εθιμικού διεθνούς δικαίου που αφορά την ετεροδικία, αλλά στο γεγονός ότι η αποστολή της Ένωσης αφορά μόνον τα κράτη μέλη. Όμως, τόσο η αρμοδιότητα κάθε νομοθέτη όσο και η δικαιοδοσία και αρμοδιότητα κάθε δικαστηρίου έχουν περιορισμένο εδαφικό ή προσωπικό πεδίο εφαρμογής. Τούτο δεν τους εμποδίζει να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ή την αποτύπωση κανόνων του εθιμικού διεθνούς δικαίου οι οποίοι, με εξαίρεση τα τοπικά έθιμα, πρέπει να είναι συνολικά συνεκτικοί και να μην ενέχουν ουσιώδεις αντιφάσεις.

126. Τέταρτον, μολονότι οι αιτιολογικές σκέψεις δεν είναι νομικώς δεσμευτικές, εντούτοις, αφενός, αποτελούν μορφή της πρακτικής διεθνούς οργανισμού, η οποία, από απόψεως του διεθνούς δικαίου, μπορεί να συμβάλλει στη διαμόρφωση ή την αποτύπωση κανόνων του εθιμικού διεθνούς δικαίου (85). Συγκεκριμένα, κατά την έννοια του διεθνούς δικαίου, η πρακτική των κρατών και των διεθνών οργανισμών συνίσταται στη συμπεριφορά και μπορεί να λάβει πολλές μορφές (86). Αφετέρου, από αιτιολογική σκέψη μπορεί να συνάγεται η απουσία αποδοχής ενός κανόνα ως αποτελούντος δίκαιο (opinio juris)

127. Όποια και αν είναι η φύση της ερμηνείας του εθιμικού διεθνούς δικαίου που μπορεί κάποιος να διακρίνει στην αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2009/15, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη δεν συνιστά παρεμπίπτουσα εκδήλωση της θέσεως της Ένωσης όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των τελούμενων από οργανισμό ιδιωτικού δικαίου δραστηριοτήτων νηογνώμονα και πιστοποιήσεως ως δραστηριότητες που δεν απορρέουν από την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή συνάδει με το αποτέλεσμα της αναλύσεώς μου σχετικά με τον κανονισμό 44/2001. Υπενθυμίζω ότι εξ αυτού συνάγεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων διακρίσεως μεταξύ των τελούμενων jure imperii πράξεων και των τελούμενων jure gestionis πράξεων, τα οποία ανέπτυξε το Δικαστήριο στη σχετική με την έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» νομολογία του, οι δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως που ασκούνται από τους οργανισμούς ιδιωτικού δικαίου δεν πρέπει να θεωρούνται πράξεις που τελούνται κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (87).

128. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εικόνα που προκύπτει από την ανάλυσή μου δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την περίπτωση όπου υφίσταται αδιαμφισβήτητα πραγματική πρακτική συνοδευόμενη από opinio juris σχετικά με κανόνα του εθιμικού διεθνούς δικαίου ο οποίος παρέχει στους εναγόμενους τη δυνατότητα να επικαλεστούν την ετεροδικία των κρατών στη διαφορά της κύριας δίκης. Θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι η μη αναγνώριση της ετεροδικίας οργανισμού που ασκεί δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως δεν προδικάζει το ζήτημα της ευθύνης του οργανισμού αυτού. Το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί σύμφωνα με τους ουσιαστικούς κανόνες του εφαρμοστέου δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να λησμονείται ότι οι οργανισμοί αυτοί μπορούν να απολαύουν και της ουσιαστικής ασυλίας (88).

129. Εν κατακλείδι, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου σχετικά με την ετεροδικία των κρατών δεν αποκλείει την εφαρμογή του κανονισμού 44/2001 σε διαφορά που αφορά αγωγή αποζημιώσεως στρεφόμενη κατά οργανισμών ιδιωτικού δικαίου σχετικά με δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως που ασκούν οι οργανισμοί αυτοί δυνάμει αναθέσεως από τρίτο κράτος, για λογαριασμό του και προς το συμφέρον του.

2.      Επιπρόσθετες παρατηρήσεις σχετικά με την ετεροδικία

130. Για λόγους πληρότητας, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμφωνήσει με την ανάλυσή μου όσον αφορά το περιεχόμενο της αρχής του εθιμικού διεθνούς δικαίου σχετικά με την ετεροδικία των κρατών, τρεις παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν συνοπτικά.

131. Πρώτον, είναι δυσχερές να ενταχθεί σε πλαίσιο η σχέση μεταξύ της ετεροδικίας των κρατών και των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 44/2001.

132. Ο κανονισμός 44/2001 περιλαμβάνει, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, διάταξη που διέπει τη σχέση μεταξύ του κανονισμού αυτού και των συμβάσεων που δεσμεύουν τα κράτη μέλη, συγκεκριμένα δε το άρθρο 71. Κατά τη διάταξη αυτή, ο κανονισμός αυτός δεν θίγει τις συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη και οι οποίες, σε ειδικά θέματα, ρυθμίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση ή την εκτέλεση αποφάσεων. Σύμφωνα με τη θεωρία, η εν λόγω διάταξη διέπει, μεταξύ άλλων, τη σχέση του κανονισμού 44/2001 με τη Σύμβαση της Βασιλείας (89). Εξ αυτού συνάγω ότι το ζήτημα της ασκήσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς την ένσταση ετεροδικίας περιλαμβάνεται στα «ειδικά θέματα» κατά την έννοια του άρθρου 71 του κανονισμού αυτού, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού (90).

133. Όμως, ούτε η Ιταλική Δημοκρατία ούτε η Δημοκρατία του Παναμά είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση της Βασιλείας. Εν πάση περιπτώσει, στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η ένσταση της ετεροδικίας ανάγεται, όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο και υποστηρίζουν και οι εναγόμενοι, στο εθιμικό διεθνές δίκαιο.

134. Το άρθρο 71 του κανονισμού 44/2001 αφορά μόνον τις συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη ήσαν μέρη κατά τον χρόνο εκδόσεως του κανονισμού αυτού. Η στατική φύση της διατάξεως αυτής δεν συνάδει με τον εξελισσόμενο χαρακτήρα του εθιμικού διεθνούς δικαίου, το οποίο, εξάλλου, δεσμεύει τόσο τα κράτη μέλη όσο και την Ένωση (91). Πράγματι, η άποψη ότι το άρθρο 71 του κανονισμού 44/2001 καθορίζει τη σχέση μεταξύ του κανονισμού αυτού και της αρχής του εθιμικού διεθνούς δικαίου σχετικά με την ετεροδικία των κρατών θα σήμαινε ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να παγιώσει το εθιμικό διεθνές δίκαιο στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν κατά τον χρόνο εκδόσεως του εν λόγω κανονισμού. Μια τέτοια λύση δεν συνάδει με το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, κατά το οποίο η Ένωση συμβάλλει στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου.

135. Συνεπώς, φρονώ ότι το άρθρο 71 του κανονισμού 44/2001 δεν είναι λυσιτελές όσον αφορά τον καθορισμό της σχέσεως μεταξύ του κανονισμού αυτού και της ετεροδικίας. Ελλείψει σχετικών διατάξεων στον εν λόγω κανονισμό, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να εξεταστεί αυτή η σχέση υπό το πρίσμα των νομολογιακών διευκρινίσεων που αφορούν τη σχέση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του διεθνούς δικαίου, όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν εν πολλοίς στο άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ (92).

136. Στο πλαίσιο αυτό, κατά πάγια νομολογία, οι διεθνείς συμβάσεις που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης και τη δεσμεύουν κατισχύουν των πράξεων του παράγωγου δικαίου, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο που αυτό είναι δυνατόν, σε συνδυασμό με τις συμβάσεις αυτές (93). Υπό την επιφύλαξη των διαφορών μεταξύ των διεθνών συνθηκών και των κανόνων του εθιμικού διεθνούς δικαίου (94), εάν οι κανόνες αυτοί αποτελούν μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης και τη δεσμεύουν (95), πρέπει επίσης να κατισχύουν των πράξεων του παράγωγου δικαίου. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι πράξεις του παράγωγου δικαίου, όπως ο κανονισμός 44/2001, πρέπει να ερμηνεύονται σε συνδυασμό με τους κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου (96). Συγχρόνως, οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο και τα οποία έχουν πλέον κατοχυρωθεί με τον Χάρτη (97).

137. Η ύπαρξη αυτών των δύο υποχρεώσεων, συγκεκριμένα δε της σχετικής με τη συμβολή στην τήρηση του διεθνούς δικαίου υποχρεώσεως και της υποχρεώσεως να διασφαλιστεί ο σεβασμός της αυτοτέλειας της έννομης τάξεως της Ένωσης, ενδέχεται να δημιουργήσει εντάσεις που πρέπει να επιλύσει η Ένωση. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν το διεθνές δίκαιο υποχρεώνει εθνικό δικαστήριο να αναγνωρίσει την ετεροδικία, ενώ το δίκαιο της Ένωσης υποχρεώνει το εν λόγω δικαστήριο να ασκήσει τη διεθνή δικαιοδοσία που αντλεί από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001.

138. Δεύτερον, στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου υποχρέωση του διεθνούς δικαίου, συμβατική ή εθιμικού δικαίου, να αποτελέσει μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης, η υποχρέωση αυτή δεν πρέπει να θέτει εν αμφιβόλω τη συνταγματική δομή και τις αξίες στις οποίες στηρίζεται η Ένωση (98).

139. Δύο αποφάσεις καταδεικνύουν το ζήτημα αυτό. Αφενός, η απόφαση Ουγγαρία κατά Σλοβακίας (99), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι ένας πολίτης της Ένωσης ασκεί τα καθήκοντα αρχηγού κράτους είναι δυνατό να δικαιολογήσει περιορισμό, βάσει των εθιμικών κανόνων του γενικού διεθνούς δικαίου καθώς και βάσει πολυμερών κανόνων συμβατικής φύσεως σύμφωνα με τους οποίους ο αρχηγός κράτους απολαύει, στις διεθνείς σχέσεις, ειδικού καθεστώτος, το οποίο συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, προνόμια και ασυλίες κατά την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που του παρέχει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ. Επί της βάσεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό συνθήκες όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, το άρθρο 21 ΣΛΕΕ δεν επιβάλλει σε άλλο κράτος μέλος την υποχρέωση να διασφαλίσει την πρόσβαση στην επικράτειά του.

140. Αφετέρου, η απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (100), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσία, ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλει διεθνής συμφωνία δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την προσβολή της συνταγματικής αρχής της Ένωσης σύμφωνα με την οποία όλες οι πράξεις της Ένωσης πρέπει να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα.

141. Οι δύο αυτές ερμηνείες της σχέσεως μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του διεθνούς δικαίου, φαινομενικά αντιφατικές, μαρτυρούν τη σημασία που έχει η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ της διασφαλίσεως της συνταγματικής ταυτότητας της Ένωσης και της εγγυήσεως ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν θα καταστεί εχθρικό προς τη διεθνή κοινότητα, αλλά θα αποτελεί ενεργητικό στοιχείο αυτής (101).

142. Συναφώς, η αναγνώριση της ετεροδικίας από το δικάζον δικαστήριο δεν εμποδίζει τον ενάγοντα να κινήσει διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων του εναγόμενου κράτους, καθώς αυτά τα δικαστήρια θα έχουν, κατ’ αρχήν, δικαιοδοσία να εκδικάσουν αγωγή που στρέφεται κατά του εν λόγω κράτους. Μπορεί να έχουν άλλως τα πράγματα, όσον αφορά την αναγνώριση της ετεροδικίας υπέρ οργανισμών ιδιωτικού δικαίου που είναι ανεξάρτητοι από το κράτος από το οποίο απορρέει η ετεροδικία. Εάν δεν υπάρχει δεσμός με το κράτος αυτό, τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους ενδέχεται να μην έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αγωγών που στρέφονται κατά τέτοιων οργανισμών. Σύμφωνα με τις ερμηνείες διεθνών δικαστηρίων, το δικαίωμα ετεροδικίας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη άλλων αποτελεσματικών μέσων που καθιστούν δυνατή την ανόρθωση της ζημίας (102) και, ως εκ τούτου, από την ύπαρξη άλλου διαθέσιμου για τον ενάγοντα δικαστηρίου. Οφείλω να ομολογήσω ότι συμμερίζομαι το επιχείρημα ότι, όσον αφορά περιπτώσεις που εμπίπτουν a priori στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων κράτους μέλους, κανόνας του εθιμικού διεθνούς δικαίου που έχει τέτοια αποτελέσματα δεν θα έπρεπε να ενσωματωθεί, χωρίς διάκριση, στην έννομη τάξη της Ένωσης.

143. Ωστόσο, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες κανένα δικαστήριο δεν θα ήταν διαθέσιμο στον ενάγοντα λόγω της αναγνωρίσεως ετεροδικίας είναι μεμονωμένες (103) και, εν πάση περιπτώσει, δύσκολα μπορούν να προσδιοριστούν. Το αιτούν δικαστήριο δέχεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, ασφαλώς υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Παναμά για την εκδίκαση της διαφοράς της κύριας δίκης. Ωστόσο, η άποψη ότι η αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου περί ετεροδικίας των κρατών δεν αποτελεί μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης θα σήμαινε ρήξη με το κεκτημένο της διεθνούς κοινότητας όσον αφορά όλες τις διαφορές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στις οποίες ο ενάγων έχει στη διάθεσή του εναλλακτική δωσιδικία.

144. Κατά συνέπεια, χωρίς να λησμονούνται οι επιπτώσεις της ετεροδικίας ως προς την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και η ανάγκη διατηρήσεως της ισορροπίας μεταξύ της διασφαλίσεως της συνταγματικής ταυτότητας της Ένωσης και της τηρήσεως του διεθνούς δικαίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αρχή αυτή αποτελεί μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης.

145. Τρίτον, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί εάν, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, εθνικό δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ετεροδικία και να ασκήσει τη διεθνή δικαιοδοσία που αντλεί από κανόνα περί διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 44/2001.

146. Το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο αποτελεί στοιχείο συμφυές του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που μνημονεύεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (104). Ομοίως, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη συνίσταται από διάφορα στοιχεία, στα οποία καταλέγονται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήρια (105).

147. Από την εξέταση της νομολογίας του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι, για το Δικαστήριο αυτό, η αναγνώριση του προνομίου της ετεροδικίας αποτελεί περιορισμό αυτού του δικαιώματος [προσβάσεως σε δικαστήριο]. Όμως, ένας τέτοιος περιορισμός επιδιώκει θεμιτό σκοπό, δηλαδή τον σκοπό της τηρήσεως του διεθνούς δικαίου προκειμένου να εξασφαλίσει την αρχή της αβρότητας και να προωθήσει την ανάπτυξη καλών σχέσεων μεταξύ των κρατών χάρη στον σεβασμό της κυριαρχίας των άλλων κρατών. Εξάλλου, γενικά, αυτός ο περιορισμός δεν είναι δυσανάλογος όταν αντικατοπτρίζει τις γενικώς αναγνωρισμένες αρχές του διεθνούς δικαίου στον τομέα της ετεροδικίας των κρατών (106).

148. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση, το Supreme Court of the United Kingdom (Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου) έκρινε με πρόσφατη απόφαση ότι, ελλείψει υποχρεώσεως απορρέουσας από την αρχή της ετεροδικίας των κρατών, η άρνηση ασκήσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας αντιβαίνει στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και –όσον αφορά τις αγωγές που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης– και στο άρθρο 47 του Χάρτη (107). Ωστόσο, στην απόφασή του δεν εξέτασε εάν η αναγνώριση της ετεροδικίας θίγει την άσκηση της διεθνούς δικαιοδοσίας που αντλείται από τον κανονισμό 44/2001. Αντιθέτως, το δικαστήριο αυτό φαίνεται να έκρινε ότι, λόγω του οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 47 του Χάρτη, χωρεί επίκληση του άρθρου αυτού έναντι τρίτου κράτους, προκειμένου να αποκλειστεί εθνική διάταξη περί ετεροδικίας στο πλαίσιο διαφοράς στην οποία η προσφυγή στηρίχτηκε σε δικαίωμα που εγγυάται η έννομη τάξη της Ένωσης.

149. Εν προκειμένω, η αγωγή που ασκήθηκε στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης δεν στηρίζεται επί της ουσίας στο δίκαιο της Ένωσης.

150. Στο πλαίσιο αυτό, κατ’ αρχάς, εάν εθνικό δικαστήριο αντλεί τη δικαιοδοσία του για την εκδίκαση διαφοράς από τον κανονισμό 44/2001, το δικαστήριο αυτό εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη (108). Επιπλέον, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, εάν για οποιονδήποτε λόγο η εμβέλεια της προστασίας του άρθρου 47 του Χάρτη περιορίζεται όσον αφορά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες υπό την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, η γενική αυτή αρχή πρέπει να «καλύψει το κενό» (109).

151. Εν συνεχεία, το άρθρο 47 του Χάρτη είναι αυτοτελές και δεν χρειάζεται να εξειδικεύεται με πρόσθετες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό (110). Στο μέτρο που η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας περιλαμβάνει το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήρια, οι ιδιώτες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επικαλεστούν, ενώπιον των αρχών των κρατών μελών, το δικαίωμά τους να προσφύγουν ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.

152. Τέλος, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η υποχρέωση να μην εφαρμοστεί εθνική διάταξη αντίθετη προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχουσα άμεσο αποτέλεσμα δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι η νομική κατάσταση των ιδιωτών μπορεί ενδεχομένως να μεταβληθεί όταν εθνικό δικαστήριο αφήσει ανεφάρμοστη εθνική διάταξη περί διεθνούς δικαιοδοσίας και αποφανθεί επί της αγωγής που έχει υποβληθεί ενώπιόν του (111). Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις επιπτώσεις λόγω της σταθμίσεως μεταξύ, αφενός, των υποχρεώσεων που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και, αφετέρου, των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (112).

153. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο δεν έχει αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη αποτελεσματικής προσβάσεως στα δικαστήρια του Παναμά. Εξάλλου, δέχεται ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά παράβαση των διεθνών κανόνων αναγκαστικού δικαίου (jus cogens). Υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήρια δεν εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο να αναγνωρίσει την ετεροδικία επί της διαφοράς της κύριας δίκης.

154. Υπό την επιφύλαξη των προπαρατεθεισών συμπληρωματικών παρατηρήσεων σχετικά με την εμβέλεια της ετεροδικίας στη διαφορά της κύριας δίκης, εμμένω στη θέση που εξέθεσα στο σημείο 129 των παρουσών προτάσεων.

V.      Πρόταση

155. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Tribunale di Genova (πρωτοδικείο Γένοβας, Ιταλία) ως εξής:

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», κατά την εν λόγω διάταξη, αγωγή αποζημιώσεως στρεφόμενη κατά οργανισμών ιδιωτικού δικαίου, η οποία αφορά δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως που ασκούνται από τους οργανισμούς αυτούς δυνάμει αναθέσεως από τρίτο κράτος, για λογαριασμό του εν λόγω τρίτου κράτους και προς το συμφέρον του.

Η αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου περί ετεροδικίας των κρατών δεν αποκλείει την εφαρμογή του κανονισμού 44/2001 σε σχετική με τέτοια αγωγή διαφορά.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).


3      Recueil des traités des Nations unies, τόμοι 1833, 1834 και 1835, σ. 3.


4      Απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Μαρτίου 1998 για τη σύναψη από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, της 10ης Δεκεμβρίου 1982, για το δίκαιο της θάλασσας και της συμφωνίας, της 28ης Ιουλίου 1994, σχετικά με την εφαρμογή του μέρους XI της εν λόγω σύμβασης (ΕΕ 1998, L 179, σ. 1).


5      Συναφθείσα στο Λονδίνο την 1η Νοεμβρίου 1974.


6      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (ΕΕ 2009, L 131, σ. 47).


7      Βλ., επίσης, απόφαση του Supreme Court of the United Kingdom (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ηνωμένο Βασίλειο), της 18ης Οκτωβρίου 2017, στην υπόθεση Benkharbouche κατά Secretary of State for Foreign [2017] UKSC 62, σημείο 59, κατά την οποία η σημασία του εδαφικού δεσμού μεταξύ, αφενός, του ενάγοντος και, αφετέρου, του εναγόμενου κράτους ή του κράτους του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου δεν μπορεί να αποκλειστεί πλήρως, ακόμη και αν δεν έχει καμία επίπτωση επί της κλασικής διακρίσεως μεταξύ τελούμενων jure imperii πράξεων και τελούμενων jure gestionis πράξεων. Συγκεκριμένα, η θεμελιώδης αρχή του διεθνούς δικαίου είναι ότι η κυριαρχία είναι εδαφική και ότι η ετεροδικία των κρατών συνιστά εξαίρεση από την αρχή αυτή. Θα επανέλθω στις εκτιμήσεις που εκτίθενται στην απόφαση αυτή στο τμήμα των παρουσών προτάσεων που αφορά τη σχέση μεταξύ της προβαλλόμενης ετεροδικίας και της ασκήσεως διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει του κανονισμού 44/2001.


8      Παρόμοια προσέγγιση όσον αφορά τη σειρά της αναλύσεως των ζητημάτων που σχετίζονται με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 και τον αντίκτυπο της ενστάσεως ετεροδικίας επί της ασκήσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας που αντλείται από τον κανονισμό αυτό φαίνεται να έχει υιοθετηθεί από το Δικαστήριο στην απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2007, Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2007:102).


9      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2006:700, σημείο 76). Συναφώς, επισημαίνεται ότι στη νομική θεωρία η αναντίρρητη υπεροχή της ετεροδικίας έναντι των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας φαίνεται να τίθεται εσχάτως υπό αμφισβήτηση. Βλ. Sanger, A., «State Immunity and the Right of Access to a Court under the EU Charter of Fundamental Rights», International & Comparative Law Quarterly, τόμος 65(1), 2016, σ. 213 επ.


10      Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2007 (C‑292/05, EU:C:2007:102).


11      Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1978, L 304, σ. 1, και –τροποποιημένο κείμενο– σ. 77), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1989, L 285, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).


12      Βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012 (C‑154/11, EU:C:2012:491, σκέψεις 33 και 57).


13      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2018, Saey Home & Garden (C‑64/17, EU:C:2018:173, σκέψη 18).


14      Πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2010, Transportes Urbanos y Servicios Generales (C‑118/08, EU:C:2010:39, σκέψεις 23 και 24).


15      Βλ., μεταξύ άλλων, Fox, H., Webb, P., The Law of State Immunity, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2013, σ. 32 επ.


16      Βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012 (C‑154/11, EU:C:2012:491, σκέψη 54).


17      Βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Mahamdia (C‑154/11, EU:C:2012:491, σκέψη 55).


18      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Mahamdia (C‑154/11, EU:C:2012:309, σημείο 21). Βλ., επίσης, Fox, H., Webb, P., όπ.π., σ. 32 επ.


19      Συμβούλιο της Ευρώπης, Σειρά ευρωπαϊκών συνθηκών, αριθ. 74. Η Σύμβαση αυτή καταρτίστηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης και κατατέθηκε προς υπογραφή από τα κράτη μέλη στη Βασιλεία (Ελβετία) στις 16 Μαΐου 1972.


20      Η Σύμβαση αυτή υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών τον Δεκέμβριο 2004 και κατατέθηκε προς υπογραφή από τα κράτη από της 17ης Ιανουαρίου 2005.


21      Βλ. Crawford, J., Brownlie’s Principles of Public International Law, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2019 (9η έκδοση), σ. 473 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.


22      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Mahamdia (C‑154/11, EU:C:2012:309, σημείο 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, Pavoni, R., «The Myth of the Customary Nature of the United Nations Convention on the State immunity: Does the End Justify the Means?», σε van Aaken, A., Motoc, I. (επιμ.), The European Convention on Human Rights and General International Law, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2018, σ. 282.


23      Βλ. van Alebeek, R., σε O’Keefe, R., Tams, Ch. J. (επιμ.), The United Nations Convention on Jurisdictional Immunities of States and Their Property. A Commentary, Oxford, 2013, σ. 163, και Stewart, D. P., «The UN Convention on Jurisdictional Immunities of States and Their Property», The American Journal of International Law, τόμος 99, 2005, σ. 199.


24      Βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 101). Πρβλ. επίσης αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 1992, Poulsen και Diva Navigation (C‑286/90, EU:C:1992:453, σκέψεις 9 και 10), και της 3ης Ιουνίου 2008, Intertanko κ.λπ. (C‑308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 51).


25      Πρβλ. αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 1992, Poulsen και Diva Navigation (C‑286/90, EU:C:1992:453, σκέψη 9), και της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Brita (C‑386/08, EU:C:2010:91, σκέψη 45).


26      Εν πάση περιπτώσει, γίνεται ευρέως δεκτό ότι το εναγόμενο κράτος είναι ελεύθερο να παραιτηθεί από το προνόμιο της ετεροδικίας του.


27      Πρβλ. Crawford, J., όπ.π., σ. 470, και Higgins, R., «General Course on Public International Law», Recueil des cours de l’Académie de La Haye, τόμος 230, 1991, σ. 115.


28      Βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012 (C‑154/11, EU:C:2012:491, σκέψη 56).


29      Σημειώνω ότι ορισμένα εθνικά δικαστήρια καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 44/2001 δεν εφαρμόζεται σε συγκεκριμένη διαφορά λόγω της ασκήσεως προνομιών δημόσιας εξουσίας από εναγόμενο κράτος και ότι, στη διαφορά αυτή, το οικείο κράτος απολαύει ετεροδικίας. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι, υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 15ης Νοεμβρίου 2018, Kuhn (C‑308/17, EU:C:2018:911), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι διαφορά σχετική με αγωγή ασκηθείσα κατά κράτους μέλους που είχε εκδώσει ομόλογα και, μετά την έκδοση αυτών των ομολόγων, εξέδωσε νόμο για την τροποποίηση των αρχικών όρων δανεισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1). Το Oberster Gerischtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) έκρινε, στην απόφασή του της 22ας Ιανουαρίου 2019, 10 Ob 103/18x, σημείο 1.1, ότι τα αυστριακά δικαστήρια δεν μπορούν να αποφανθούν επί της ευθύνης του εναγόμενου κράτους στο πλαίσιο αντίστοιχης διαφοράς.


30      Βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Mahamdia (C‑154/11, EU:C:2012:491, σκέψη 49).


31      Πρβλ. Muir Watt, H., Pataut, E. «Les actes iure imperii et le règlement Bruxelles I», Revue critique de droit international privé, τόμος 97, 2008, σ. 61 επ., σημείο 25.


32      Βλ. van Alebeek, R., όπ.π., σ. 57 έως 59.


33      Η έλλειψη ρητής μνείας των τελούμενων jure imperii πράξεων εξηγεί τον λόγο για τον οποίο, στο σκεπτικό της προδικαστικής παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι διερωτάται κατά πόσον οι δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως που ασκούσαν οι οργανισμοί ιδιωτικού δικαίου εμπίπτουν στις «διοικητικές υποθέσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001.


34      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Gradbeništvo Korana (C‑579/17, EU:C:2019:162, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


35      Βλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2014, flyLAL-Lithuanian Airlines (C‑302/13, EU:C:2014:2319, σκέψη 27).


36      Βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Sunico κ.λπ. (C‑49/12, EU:C:2013:545, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


37      Στη νομολογία του, για να κρίνει εάν αγωγή αποζημιώσεως εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», το Δικαστήριο αναφέρθηκε, στην απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2007, Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 38), στις πράξεις στις οποίες οφείλεται η ζημία και, συνακόλουθα, η αγωγή αποζημιώσεως, στην απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, Kuhn (C‑308/17, EU:C:2018:911, σκέψη 36), στις πράξεις στις οποίες οφείλεται μια διαφορά και, τέλος, στην απόφαση της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 45), στις πράξεις κατά των οποίων ασκείται η αγωγή.


38      Πρβλ. Rogerson, P., «Article 1er», σε Magnus, U., Mankowski, P., Otto Schmidt (επιμ.), Brussels I bis Regulation, Κολωνία, 2016, σ. 63, σημείο 13. Επ’ αυτού, πρβλ. Boschiero, N., «Jurisdictional Immunities of the State and Exequatur of Foreign Judgments: a private International Law Evaluation of the Recent ICJ Judgment in Germany v. Italy», σε Boschiero, N., Scovazzi, T., Pitea, C., Ragni, C. (επιμ.), International Courts and the Development of International Law: Essays in Honour of Tullio Treves, T.M.C. Asser Press, Χάγη, 2013, σ. 808 και 809, όπου αναφέρεται ότι ο αποκλεισμός της ευθύνης για τις τελούμενες jure imperii πράξεις δεν έχει σχέση με την εγγενή φύση των αστικών και εμπορικών υποθέσεων, αλλά απορρέει από πολιτική επιλογή.


39      Βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, Kuhn (C‑308/17, EU:C:2018:911, σκέψεις 31 και 32). Επιπλέον, η προσθήκη αυτή διασφάλισε την ορολογική συνοχή μεταξύ του κανονισμού 1215/2012 και άλλων πράξεων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της Ένωσης. Ενδεικτικά, βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) (ΕΕ 2007, L 199, σ. 40), κατά το οποίο ο κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζεται, ιδίως, σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ούτε στην ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας («acta iure imperii»). Τούτο σημαίνει ότι, αφενός, η προσφυγή στις ερμηνείες ορισμένων πράξεων αυτές μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 και, αφετέρου, η ερμηνεία που δίδει το Δικαστήριο στον εν λόγω κανονισμό ασκεί επιρροή όσον αφορά τα πεδία εφαρμογής των εν λόγω πράξεων.


40      Βλ. Toader, C., «La notion de matière civile et commerciale», σε Hess, B., Jayme, E., Mansel, H.-P. (επιμ.), Europa als Rechts- und Lebensraum: Liber amicorum für Christian Kohler zum 75. Geburtstag am 18. Juni 2018, Verlag Ernst und Werner Gieseking, Bielefeld, 2018, σ. 521 και εκεί μνημονευομένη νομική θεωρία. Πρβλ. επίσης, όσον αφορά τον κανονισμό 864/2007, που αναφέρεται στην υποσημείωση 39, Nourissat, C., «Le champ d’application du règlement “Rome II”», σε Corneloup, S., και Joubert, N. (επιμ.), Le Règlement communautaire «Rome II» sur la loi applicable aux obligations non contractuelles. Actes du colloque du 20 septembre 2007 – Dijon, LexisNexis Litec, Παρίσι, 2008, σ. 24.


41      Βλ. αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2002, Henkel (C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψη 26)· της 23ης Οκτωβρίου 2014, flyLAL-Lithuanian Airlines (C‑302/13, EU:C:2014:2319, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 35).


42      Βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Sunico κ.λπ. (C‑49/12, EU:C:2013:545, σκέψη 43). Μπορεί να υποστηριχτεί, όμως, ότι, όταν μια εθνική φορολογική αρχή υποβάλει διοικητικές ενστάσεις λόγω παραβάσεως των φορολογικών διατάξεων, ενεργεί υπό την ιδιότητα της κυρίαρχης αρχής, παρά το γεγονός ότι αξιώνει αποζημίωση ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες περί αστικής ευθύνης. Βλ. Kohler, Ch., «Abschied von der autonomen Auslegung des Begriffs “Zivil- und Handelssachen” in Art. 1 EuGVVO?», Praxis des Internationalen Privat- und Verfahrensrechts, τόμος 35(1), 2015, σ. 55.


43      Βλ. De Bruyne, J., Third-Party Certifiers, Wolters Kluwer, Alphen-sur-le-Rhin, 2019; Goebel, F., Classification Societies. Competition and Regulation of Maritime Information Intermediaries, Lit, Ζυρίχη, 2017, σ. 42 επ., και Ulfbeck, V., Møllmann, A., «Public Function Liability of Classification Societies», σε Rott, P. (επιμ.), Certification – Trust, Accountability, Liability, Springer, Cham, 2019, σ. 213 επ.


44      Βλ. κανόνα 3-1, τμήμα A‑1, κεφάλαιο ΙΙ-1, της Συμβάσεως SOLAS. Πρβλ. Ulfbeck, V., Møllmann, A., όπ.π., σ. 225.


45      Βλ., ιδίως, κανόνα 6, κεφάλαιο I, της Συμβάσεως SOLAS.


46      Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 35).


47      Βλ. απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2004, Frahuil (C‑265/02, EU:C:2004:77, σκέψη 20).


48      Βλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2014, flyLAL-Lithuanian Airlines (C‑302/13, EU:C:2014:2319, σκέψη 35).


49      Βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018 (C‑308/17, EU:C:2018:911).


50      Βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, Kuhn (C‑308/17, EU:C:2018:911, σκέψεις 38 και 39).


51      Βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, Kuhn (C‑308/17, EU:C:2018:911, σκέψεις 40 και 41).


52      Βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, Kuhn (C‑308/17, EU:C:2018:911, σκέψη 42).


53      Βλ. υποσημείωση 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.


54      Βλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, TNT Express Nederland (C‑533/08, EU:C:2010:243, σκέψη 49).


55      Μολονότι το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με το αρνητικό πεδίο της ετεροδικίας, εντούτοις φρονώ ότι η σημασία του σκοπού μιας πράξεως είναι επίσης αμφιλεγόμενη όσον αφορά το δίκαιο της ετεροδικίας των κρατών. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης, η οποία στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ των τελούμενων jure imperii πράξεων και των τελούμενων jure gestionis πράξεων, ο σκοπός μιας συναλλαγής μπορεί να έχει κάποια σημασία όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η συναλλαγή αυτή τελείται jure gestionis, γεγονός που έχει ως συνέπεια το εναγόμενο κράτος να μην έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί το προνόμιο της ετεροδικίας. Όμως, κατά τους όρους αυτής της Συμβάσεως, ο σκοπός της συναλλαγής αποτελεί επικουρικό κριτήριο σε σχέση με το κριτήριο της φύσεως της συναλλαγής, το οποίο, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να ληφθεί υπόψη. Επιπλέον, αυτό το επικουρικό κριτήριο, πρώτον, είναι ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενο (βλ. Pavoni, R., όπ.π., σ. 282), δεύτερον, αποτελεί το αντικείμενο κριτικής από τη θεωρία για τους ίδιους λόγους που εκτίθενται στη σημείο 77 των παρουσών προτάσεων (βλ. Bröhmer, J., State Immunity and the Violation of Human Rights, Martinus Nijhoff Publishers, Χάγη, 1997, σ. 1) και, τρίτον, δεν εφαρμόζεται κατά τρόπο συνεπή από τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία τείνουν να λαμβάνουν υπόψη αποκλειστικώς τη φύση μιας συναλλαγής (βλ. Yang, X., State Immunity in International Law, Cambridge University Press, Cambridge, 2012, σ. 85 έως 108).


56      Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017 (C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 35).


57      Απόφαση της 21ης Απριλίου 1993 (C‑172/91, EU:C:1993:144, σκέψη 21).


58      Απόφαση της 21ης Απριλίου 1993, Sonntag (C‑172/91, EU:C:1993:144, σκέψεις 27 και 28).


59      C‑172/91, EU:C:1992:487, σημείο 44.


60      Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με το αρνητικό πεδίο της ετεροδικίας, δεν αποκλείεται τέτοια ενδεχόμενη ευθύνη του κράτους, αντιθέτως, να ασκεί επιρροή στο πλαίσιο του δικαίου της ετεροδικίας.


61      Βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1980 (814/79, EU:C:1980:291, σκέψη 9).


62      Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1980 (814/79, EU:C:1980:291, σκέψεις 9 και 10).


63      Παρατηρώ ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1980, Rüffer (814/79, EU:C:1980:291), η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστήριξε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο ολλανδικός νόμος επιτρέπει στον διαχειριστή δημόσιας πλωτής οδού να προχωρήσει σε ανέλκυση ναυαγίου που αποτελεί κίνδυνο ή παρεμποδίζει τη θαλάσσια ναυσιπλοΐα, χωρίς να χρειάζεται προς τούτο η συμφωνία του ιδιοκτήτη του ναυαγίου ή του κατόχου του. Εξάλλου, στη σκέψη 11 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις γενικές αρχές που απορρέουν από το σύνολο των εθνικών συστημάτων των κρατών μελών για να διαπιστώσει ότι, από τις διατάξεις των εθνικών νομοθεσιών, προκύπτει ότι, κατά την ανέλκυση ναυαγίων, ο διαχειριστής των οδών αυτών ασκεί δημόσια εξουσία. Το χωρίο αυτό πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της εκθέσεως σχετικά με τις εθνικές ρυθμίσεις που περιλαμβάνεται στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J.-P. Warner στην υπόθεση Rüffer (814/79, EU:C:1980:229). Εξ αυτού προκύπτει ότι οι ρυθμίσεις αυτές καθορίζουν, ειδικότερα, τις εξουσίες των διαχειριστών έναντι των πλοιοκτητών που δεν ανέλκυσαν ναυάγιο που τους ανήκει, παρά τις υποχρεώσεις όσον αφορά περιβαλλοντικά θέματα.


64      Βλ. Basedow, J., «Civil and Commercial Matters. A New Key Concept of Community Law», σε επιμέλεια Frantzen, T., Giersten, J., Cordero Moss, G. (επιμ.), Rett og tolerance. Festskrift til Helge Johan Thue – 70 år, Gyldendal, Gyldendal, Όσλο, 2007, σ. 159.


65      Όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», η σημασία της νομολογίας που αφορά τις θεμελιώδεις ελευθερίες επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, με την προσφυγή σε απόφαση σχετική με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Βλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 1993, Sonntag (C‑172/91, EU:C:1993:144, σκέψη 24).


66      Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015 (C‑593/13, EU:C:2015:399, σκέψη 20).


67      Βλ. σημεία 67 έως 70 των παρουσών προτάσεων.


68      Βλ. σημεία 71 έως 83 των παρουσών προτάσεων.


69      Βλ. σημεία 84 έως 88 των παρουσών προτάσεων


70      Βλ. σημεία 90 έως 98 των παρουσών προτάσεων.


71      Βλ. διάταξη της 12ης Ιουλίου 2012 Currà κ.λπ. (C‑466/11, EU:C:2012:465, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εκτιμώ ότι αυτή είναι και η άποψη που διατύπωσε ο γενικός εισαγγελέας D. Ruiz-Jarabo Colomer στις προτάσεις του στην υπόθεση Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2006:700, σημείο 78), με τις οποίες εκτίμησε ότι, σε διαφορά όπου δεν εφαρμόζεται η Σύμβαση των Βρυξελλών, η εξέταση του ζητήματος αν συντρέχει η ετεροδικία και τα όσα αυτό συνεπάγεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα εκφεύγουν των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου.


72      Βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012 (C‑154/11, EU:C:2012:491, σκέψη 49).


73      Βλ. van Alebeek, R., The immunity of States and Their Officials in International Criminal Law and International Human Rights Law, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2008, σ. 57 έως 59.


74      Όσον αφορά την υπόθεση «Erika», το ζήτημα της ετεροδικίας δεν επιλύθηκε στην απόφαση 3439 της 25ης Σεπτεμβρίου 2012 (10-82.938) (FR:CCASS:2012:CR03439): το Cour de cassation [Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο] (ποινικό τμήμα) (Γαλλία) έκρινε ότι ο ένας εκ των διαδίκων που προέβαλε ότι ήταν δικαιούχος του προνομίου της ετεροδικίας είχε ενεργή συμμετοχή στην έρευνα και ότι η ενεργή αυτή συμμετοχή στην έρευνα δεν ήταν συμβατή με ενδεχόμενη πρόθεση επικλήσεως αυτού του προνομίου της ετεροδικίας. Εξάλλου, όσον αφορά την υπόθεση «Prestige», η απόφαση της 19ης Μαρτίου 2014 του tribunal de Bordeaux (πρωτοδικείου Μπορντώ, Γαλλία), την οποία επίσης μνημονεύουν οι εναγόμενοι, εξαφανίσθηκε από το cour d’appel de Bordeaux (εφετείο Μπορντώ) με την απόφαση της 6ης Μαρτίου 2017, 14/02185, καθόσον έγινε δεκτό ότι οι εναγόμενοι έχαιραν ετεροδικίας. Βεβαίως, το Cour de cassation [Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο], με την απόφαση της 17ης Απριλίου 2019, 17-18.286 (FR:CCASS:2019:C100370), έκρινε, επικυρώνοντας την απόφαση του εφετείου, ότι οι δραστηριότητες νηογνώμονα και πιστοποιήσεως μπορούν να διαχωριστούν και ότι μόνον η πρώτη δίνει τη δυνατότητα σε εταιρία ιδιωτικού δικαίου να επικαλεστεί το προνόμιο της ετεροδικίας. Πάντως, επισημαίνεται ότι η υπόθεση αυτή αφορούσε μόνον την ευθύνη για δραστηριότητες νηογνώμονα, οπότε οι σχετικές με τις δραστηριότητες πιστοποιήσεως εκτιμήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως obiter dicta. Επιπλέον, οι αποφάσεις των ιταλικών δικαστηρίων που παραθέτουν οι εναγόμενοι, ιδίως, η απόφαση του Tribunale de Genova (πρωτοδικείου Γένοβας, Ιταλία) της 8ης Μαρτίου 2012, αριθ. 2097, υιοθετούν αντίθετη άποψη όσον αφορά τη δυνατότητα διαχωρισμού των δραστηριοτήτων αυτών, βλ. F. Goebel, όπ.π., σ. 334.


75      Βλ., ιδίως, Dickinson, A., «State immunity and State-Owned Entreprises», Business Law International, τόμος 10, 2009, σ. 97 επ.


76      Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012 (C‑154/11, EU:C:2012:491).


77      Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012 (C‑154/11, EU:C:2012:491, σκέψεις 55 και 56).


78      Βλ. σημείο 38 των παρουσών προτάσεων.


79      «Draft Articles on Jurisdictional Immunities of States and Their Property, with commentaries», Yearbook of International Law Commission, 1991, τόμος II (2), σ. 17.


80      Εκτελεστική οδηγία της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2014, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/15 (ΕΕ 2014, L 366, σ. 83).


81      Βλ. σημείο 62 των παρουσών προτάσεων.


82      Πρβλ. Ulfbeck, V., Møllmann, A., όπ.π., σ. 218.


83      Βλ. Cour Internationale de Justice [Διεθνές Δικαστήριο], απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2012, ετεροδικία του κράτους [(Γερμανία κατά Ιταλίας· Ελλάδα (παρεμβαίνουσα)], CIJ Recueil, 2012, σημείο 58.


84      Βλ., Rocha Ferreira, A., Carvalho, C., «Formation and Evidence of Customary International Law», UFRGS Model United Nations Journal, τόμος 1, 2013, σ. 187 και 188 και εκεί μνημονευόμενη θεωρία. Βλ., επίσης, «Draft Conclusions on Identification of Customary International Law, with Commentaries», Yearbook of the International Law Commission, 2018, τόμος II.


85      Ως προς το ζήτημα των θετικών και αρνητικών συνεισφορών της Ένωσης όσον αφορά τη συμμετοχή της στον σχηματισμό εθιμικών κανόνων, βλ. Malenovský, J., «Le juge et la coutume internationale: perspective de l’Union européenne et de la Cour de justice», The Law and Practice of International Courts and Tribunals, τόμος 12, 2013, σ. 218.


86      Βλ. την έκθεση της Επιτροπής του διεθνούς δικαίου των Ηνωμένων Εθνών. Επίσημα έγγραφα. Εβδομηκοστή τρίτη σύνοδος. Συμπλήρωμα 10 (A‑73/10), σ. 127.


87      Βλ. σημεία 100 και 101 των παρουσών προτάσεων.


88      Σε αντίθεση με την ετεροδικία, η ουσιαστική ασυλία συνεπάγεται την έλλειψη ευθύνης από απόψεως ουσιαστικού δικαίου. Βλ. Ulfbeck, V., Møllmann, A., όπ.π., σ. 232 και 238.


89      Βλ. Briggs, A., Civil Jurisdiction and Judgments, [Informa law from Routledge] (Taylor & Francis Group), Νέα Υόρκη, 2015, σ. 391· Hess, B., «Die intertemporale Anwendung des europäischen Zivilprozessrechts in den EU-Beitrittsstaaten», Praxis des Internationalen Privat- und Verfahrensrechts, τόμος 4, 1994, σ. 374, σημεία 10 και 14, και Mankowski, P., όπ.π., σ. 1058.


90      Βλ., εξ αντιδιαστολής, απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, Gazprom (C‑536/13, EU:C:2015:316, σκέψη 43).


91      Επ’ αυτού, υποστηρίχτηκε στη θεωρία ότι το άρθρο 71 του κανονισμού 44/2001 δεν διέπει τις σχέσεις μεταξύ του κανονισμού αυτού και των διεθνών συμβάσεων στις οποίες όλα τα κράτη μέλη και η Ένωση είναι μέλη. Οι συμβάσεις αυτές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης και, επομένως, η σχέση τους με τον εν λόγω κανονισμό πρέπει να αξιολογείται βάσει του άρθρου 67 του κανονισμού ή βάσει του άρθρου 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Βλ. Lazić, V., Stuij, S., «Brussels I bis in Relation to Other Instruments on the Global Level», επιμέλεια Lazić V., Stuij, S., Brussels Ibis Regulation: Changes and Challenges of the Renewed Procedural Scheme, Springer, Χάγη, 2017, σ. 133, και Puetz, A., «Rules on Jurisdiction and Recognition or Enforcement of Judgments in Specialised Conventions on Transport in the Aftermath of TNT: Dynamite or Light in the Dark?», The European Legal Forum, τόμος 5/6, 2018, σ. 124.


92      Πρβλ. Lenaerts, K., «The Kadi Saga and the Rule of Law within the EU», SMU Law Review, τόμος 67, 2014, σ. 712.


93      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018, Bosphorus Queen Shipping (C‑15/17, EU:C:2018:557, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


94      Ειδικότερα, αντιθέτως προς τις διεθνείς συμβάσεις, η Ένωση δεν ασκεί την αρμοδιότητά της για να δεσμευτεί από τους κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου. Βλ. Neframi, E., «Customary International Law and Article 3(5) TUE», σε Eeckhout, P., Lopez-Escudero, M. (επιμ.), The European Union’s External Action in Times of Crisis, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2016, σ. 208 επ.


95      Βλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Brita (C‑386/08, EU:C:2010:91, σκέψη 42). Πρβλ. αποφάσεις της 23ης Ιανουαρίου 2014, Manzi και Compagnia Naviera Orchestra (C‑537/11, EU:C:2014:19, σκέψη 39), καθώς και της 14ης Μαρτίου 2017, A κ.λπ. (C‑158/14, EU:C:2017:202, σκέψη 87).


96      Σημειώνω ότι μια τέτοια άποψη όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του δικαιώματος ετεροδικίας των κρατών και του κανονισμού 44/2001 υιοθέτησε το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division [Ανώτατο Δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα Queen’s Bench, Ηνωμένο Βασίλειο] στην απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2005, Grovit v De Nederlandsche Bank and Others, [2006] 1 WLR 3323, σκέψη 47. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, ο κανονισμός αυτός πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποκλείει την άσκηση του δικαιώματος της ετεροδικίας, αλλά τηρουμένου του διεθνούς δικαίου περί ετεροδικίας των κρατών.


97      Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, A (C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψη 51).


98      Βλ. Lenaerts, K., όπ.π., σ. 707, 710 και 711.


99      Βλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2012 (C‑364/10, EU:C:2012:630, σκέψεις 51 και 52).


100      Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008 (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 285).


101      Πρβλ. Lenaerts, K., όπ.π., σ. 712.


102      Βλ. Διεθνές Δικαστήριο, απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2012, ετεροδικία του κράτους [(Γερμανία κατά Ιταλίας· Ελλάδα (παρεμβαίνουσα)] CIJ Recueil 2012, σημείο 101. Το επιχείρημα που αντλείται από την έλλειψη εναλλακτικών μέσων που καθιστούν δυνατή την αποκατάσταση της ζημίας απορρίφθηκε σιωπηρώς από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) με την απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2014, Jones κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2014:0114JUD003435606, §§ 193 και 195).


103      Ενδεικτικώς, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/15 προβλέπει ότι συμφωνία μεταξύ κράτους μέλους και αναγνωρισμένου οργανισμού μπορεί να περιλαμβάνει υποχρέωση για τον αναγνωρισμένο οργανισμό να διατηρεί τοπική αντιπροσωπεία στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, γεγονός που επιτρέπει τη διασφάλιση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους. Βλ., σχετικά με το ζήτημα αυτό, Ulfbeck, V., Møllmann, A., όπ.π., σ. 220.


104      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Φεβρουαρίου 1975, Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1975:0221JUD 000445170, § 36).


105      Βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012 Otis κ.λπ. (C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 48).


106      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 21ης Νοεμβρίου 2001, Al-Adsani κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2001:1121JUD003576397, § 56), και της 14ης Ιανουαρίου 2014, Jones κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2014:0114JUD003435606, §§ 186 έως 189). Σημειώνεται ότι η νομολογία αυτή αναπτύχθηκε κυρίως στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ ιδιωτών και των κρατών. Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων μου που παρατίθενται στο σημείο 142 των παρουσών προτάσεων, το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους το ΕΔΔΑ δεν εξετάζει την ύπαρξη άλλων αποτελεσματικών μέσων που καθιστούν δυνατή την αποκατάσταση της ζημίας και διαπιστώνει ότι, γενικώς, ο περιορισμός του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστήριο δεν είναι δυσανάλογος. Αντιθέτως, όσον αφορά διαφορά μεταξύ ιδιωτών και διεθνούς οργανισμού, ο οποίος δεν είχε ίδια δικαιοδοσία, το ΕΔΔΑ εξέτασε άλλα, εύλογα μέσα αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ. Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 18ης Φεβρουαρίου 1999, Waite και Kennedy κατά Γερμανίας (CE:ECHR:1999:0218JUD002608394, § 68). Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι η κατάσταση των οργανισμών ιδιωτικού δικαίου που είναι ανεξάρτητοι προς το κράτος από το οποίο απορρέει η ετεροδικία τους είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση διεθνούς οργανισμού.


107      Βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2017, Benkharbouche v Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs, [2017] UKSC 62


108      Βλ. απόφαση της 25ης Μαΐου 2016, Meroni (C‑559/14, EU:C:2016:349, σκέψη 44).


109      Prechal, S., «The Court of Justice and Effective Judicial Protection: What Has the Charter Changed?», Paulussen C., Takács T., Lazic, V., Van Rompuy B. (επιμ.), Fundamental Rights in International and European Law. Public and Private Law Perspective, Springer, Χάγη, 2016, σ. 148 και 149.


110      Βλ., όσον αφορά τη δυνατότητα επικλήσεως του άρθρου 47 του Χάρτη, απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger (C‑414/16, EU:C:2018:257, σκέψη 78).


111      Βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, A (C‑716/17, EU:C:2019:598, σκέψη 39).


112      Βλ. σημεία 137 και 144 των παρουσών προτάσεων.