Language of document : ECLI:EU:T:2021:164

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 25ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 50 – Αρχή ne bis in idem – Ποινική δίωξη ασκηθείσα in rem – Διάταξη εισαγγελέα για θέση της υπόθεσης στο αρχείο – Παραδεκτό μεταγενέστερης ποινικής δίωξης ασκηθείσας in personam για τις ίδιες πράξεις – Προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου για ορισμένο πρόσωπο – Απαίτηση περί λεπτομερούς διερεύνησης – Μη εξέταση πιθανού μάρτυρα – Μη εξέταση του ενδιαφερομένου ως “υπόπτου”»

Στην υπόθεση C-58/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Craiova (εφετείο Craiova, Ρουμανία) με απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιανουαρίου 2022, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του

NR

παρισταμένης της:

Parchetul de pe lângă Curtea de Apel Craiova,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, P. G. Xuereb (εισηγητή), A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Ν. Αιμιλίου

γραμματέας: R. Şereş, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Μαρτίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Gane, A. Rotăreanu και A. Wellman,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον I. Rogalski και τον M. Wasmeier,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), σε συνδυασμό με την απόφαση 2006/928/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς (ΕΕ 2006, L 354, σ. 56).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας σε βάρος του NR για το αδίκημα της δωροληψίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Το τιτλοφορούμενο «Δικαίωμα κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή να τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα» άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, έχει ως εξής:

«1.      Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού.

2.      Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εμποδίζουν την επανάληψη της διαδικασίας, σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους για το οποίο πρόκειται, εάν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων ή υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα της προηγούμενης διαδικασίας, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης.

[…]»

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η απόφαση 2006/928

4        Η απόφαση 2006/928 εκδόθηκε στο πλαίσιο της προσχώρησης της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 2007.

5        Κατά το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της απόφασης αυτής:

«Η Ρουμανία θα υποβάλλει, έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, και για πρώτη φορά έως τις 31 Μαρτίου 2007, έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε σχέση με την εκπλήρωση του κάθε στόχου αναφοράς που προβλέπεται στο παράρτημα.»

6        Το παράρτημα της εν λόγω αποφάσεως προβλέπει τα εξής:

«Οι προς επίτευξη στόχοι αναφοράς για τη Ρουμανία, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 1, είναι:

1)      Να διασφαλιστεί διαφανέστερη και αποτελεσματικότερη δικαστική διαδικασία ιδίως με την ενίσχυση της ικανότητας και της υποχρέωσης λογοδοσίας του Ανώτατου Διοικητικού Συμβουλίου του Δικαστικού Σώματος. Να αναφέρεται και να παρακολουθείται ο αντίκτυπος του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και Ποινικής Δικονομίας.

2)      Να συσταθεί, όπως προβλέπεται, οργανισμός ακεραιότητας με αρμοδιότητες όσον αφορά τον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων, την έλλειψη συμμόρφωσης και την ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων, καθώς και την έκδοση δεσμευτικών αποφάσεων βάσει των οποίων μπορούν να επιβληθούν αποτρεπτικές ποινές.

3)      Να ενισχυθεί η πραγματοποιηθείσα πρόοδος, να συνεχιστεί η διεξαγωγή επίσημων, αμερόληπτων ερευνών για καταγγελίες διαφθοράς υψηλού επιπέδου.

4)      Να λαμβάνονται περαιτέρω μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς, ιδίως στο πλαίσιο των τοπικών αρχών.»

 Η απόφαση-πλαίσιο 2003/568/ΔΕΥ

7        Το άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2003/568/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα (ΕΕ 2003, L 192, σ. 54), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενεργητική και παθητική δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα», ορίζει, στην παράγραφο 1, στοιχείο βʹ, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι ακόλουθες εκ προθέσεως πράξεις συνιστούν ποινικό αδίκημα, εφόσον τελούνται στο πλαίσιο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων:

[…]

β)      απευθείας ή μέσω τρίτου αίτηση ή αποδοχή μη οφειλομένου πλεονεκτήματος οιασδήποτε φύσεως, ή αποδοχή της υπόσχεσης τέτοιου πλεονεκτήματος, για τον εαυτό του ή για τρίτον, εκ μέρους προσώπου το οποίο ασκεί διευθυντική λειτουργία ή εργάζεται υπό οποιαδήποτε ιδιότητα σε ιδιωτικό φορέα, προκειμένου να τελέσει ή να μην τελέσει πράξη κατά παράβαση των καθηκόντων του.»

8        Το άρθρο 4 της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ποινές και άλλες κυρώσεις», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 τιμωρούνται με αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις.

2.      Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έως τριών ετών.

3.      Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τους οικείους του συνταγματικούς κανόνες και αρχές, για να εξασφαλίσει ότι, όταν ένα φυσικό πρόσωπο ασκεί κάποια επιχειρηματική δραστηριότητα και έχει καταδικαστεί για τις αναφερόμενες στο άρθρο 2 πράξεις, στο εν λόγω πρόσωπο μπορεί, κατά περίπτωση και τουλάχιστον εάν κατείχε ιθύνουσα θέση σε μια εταιρεία της εν λόγω επιχείρησης, να απαγορευθεί η άσκηση αυτής της ειδικής ή παρόμοιας επιχειρηματικής δραστηριότητας σε ανάλογη θέση ή ιδιότητα, εφόσον βάσει των διαπιστωθέντων γεγονότων ευλόγως πιστεύεται ότι υπάρχει σαφής κίνδυνος καταχρήσεως θέσεως ή αξιώματος λόγω ενεργητικής ή παθητικής δωροδοκίας.»

 Το ρουμανικό δίκαιο

 Ο ποινικός κώδικας

9        Το άρθρο 207 του Cod penal (ποινικού κώδικα), με τίτλο «Εκβίαση», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Η πράξη του εξαναγκασμού άλλου σε παροχή, πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με σκοπό την απόκτηση παράνομου ιδίου οφέλους […] ή οφέλους τρίτου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης ενός έως πέντε ετών.»

10      Το άρθρο 289 του κώδικα αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δωροληψία», έχει ως εξής:

«1.      Η εκ μέρους υπαλλήλου απαίτηση ή λήψη, άμεσα ή έμμεσα, για τον ίδιο ή για τρίτο, χρηματικού ή άλλου ωφελήματος που δεν του οφείλεται ή η αποδοχή υπόσχεσης τέτοιου ωφελήματος, σε σχέση με την εκτέλεση, τη μη εκτέλεση, την επιτάχυνση ή την καθυστέρηση πράξης που εμπίπτει στα καθήκοντά του ή στο πλαίσιο εκτέλεσης πράξης αντίθετης προς τα καθήκοντα αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση τριών έως δέκα ετών και με την απαγόρευση άσκησης δημόσιου λειτουργήματος ή άσκησης του επαγγέλματος ή της δραστηριότητας στο πλαίσιο των οποίων τέλεσε ο εν λόγω υπάλληλος την πράξη.

[…]»

11      Το άρθρο 308 του εν λόγω κώδικα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εγκλήματα διαφθοράς και εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία που διαπράττονται από άλλα πρόσωπα», έχει ως εξής:

«1.      Οι διατάξεις των άρθρων 289 έως 292, 295, 297 έως 300 και 304 σχετικά με τους δημοσίους υπαλλήλους εφαρμόζονται επίσης κατ’ αναλογία στις πράξεις που τελούνται από ή σε σχέση με πρόσωπα τα οποία ασκούν σε μόνιμη ή προσωρινή βάση, έναντι αμοιβής ή αμισθί, οποιαδήποτε καθήκοντα στην υπηρεσία φυσικού προσώπου που μνημονεύεται στο άρθρο 175, παράγραφος 2, ή νομικού προσώπου.

[…]»

 Ο κώδικας ποινικής δικονομίας

12      Το άρθρο 6 του Cod de procedură penală (κώδικα ποινικής δικονομίας), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ne bis in idem», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Κανείς δεν διώκεται ούτε δικάζεται για αδίκημα εάν έχει ήδη εκδοθεί ως προς αυτόν αμετάκλητη ποινική απόφαση για την ίδια πράξη, έστω και με διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό.»

13      Το άρθρο 335 του κώδικα αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επανάληψη της διαδικασίας σε περίπτωση εκ νέου άσκησης ποινικής δίωξης», ορίζει τα εξής:

«1.      Εάν ο εισαγγελέας ο οποίος είναι ιεραρχικά ανώτερος από τον εισαγγελέα που έλαβε τη σχετική απόφαση διαπιστώσει μεταγενέστερα ότι δεν συνέτρεχε η περίσταση βάσει της οποίας εκδόθηκε η διάταξη για θέση της υπόθεσης στο αρχείο, την ακυρώνει και διατάσσει την εκ νέου άσκηση ποινικής δίωξης. Οι διατάξεις του άρθρου 317 εφαρμόζονται αναλόγως.

2.      Εάν ανακύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή περιστάσεις από τα οποία αποδεικνύεται ότι έπαυσε να συντρέχει η περίσταση βάσει της οποίας εκδόθηκε η διάταξη για θέση της υπόθεσης στο αρχείο, ο εισαγγελέας ακυρώνει τη διάταξη και διατάσσει την εκ νέου άσκηση ποινικής δίωξης.

[…]

4.      Η εκ νέου άσκηση ποινικής δίωξης πρέπει, επί ποινή ακυρότητας, να επικυρωθεί από τον δικαστή του τμήματος προδικασίας εντός προθεσμίας τριών ημερών το πολύ. Ο δικαστής του τμήματος προδικασίας αποφαίνεται με αιτιολογημένη απόφαση, εν συμβουλίω, επί της νομιμότητας και του βασίμου της διάταξης για εκ νέου άσκηση ποινικής δίωξης, αφού προηγουμένως κληθεί να εμφανιστεί ο ύποπτος ή κατηγορούμενος, καθώς και με τη συμμετοχή του εισαγγελέα. Η απουσία των νομίμως κλητευθέντων προσώπων δεν εμποδίζει την εξέταση του αιτήματος επικύρωσης.

41.      Κατά την εξέταση του αιτήματος επικύρωσης, ο δικαστής του τμήματος προδικασίας ελέγχει τη νομιμότητα και το βάσιμο της διάταξης για εκ νέου άσκηση ποινικής δίωξης βάσει των εγγράφων και των στοιχείων του φακέλου της ανάκρισης καθώς και κάθε νέου προσκομισθέντος εγγράφου. Η απόφαση του δικαστή του τμήματος προδικασίας δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

[…]»

 Ο νόμος 78/2000

14      Το άρθρο 6 του Legea nr. 78/2000 pentru prevenirea, descoperirea și sancționarea faptelor de corupție (νόμου 78/2000 για την πρόληψη, τον εντοπισμό και την καταστολή πράξεων διαφθοράς), της 18ης Μαΐου 2000 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 219, της 18ης Μαΐου 2000), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

«Τα αδικήματα της δωροληψίας (που προβλέπονται στο άρθρο 289 του ποινικού κώδικα), της δωροδοκίας (που προβλέπονται στο άρθρο 290 του ποινικού κώδικα), της αθέμιτης άσκησης επιρροής (που προβλέπονται στο άρθρο 291 του ποινικού κώδικα) και της προσφοράς για άσκηση επιρροής (που προβλέπονται στο άρθρο 292 του ποινικού κώδικα) τιμωρούνται σύμφωνα με τις σχετικές νομικές διατάξεις. Οι διατάξεις του άρθρου 308 του ποινικού κώδικα εφαρμόζονται αναλόγως.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15      Οι GL, HS, JK, MT και PB (στο εξής: εγκαλούντες της κύριας δίκης) είναι υπάλληλοι του συνεταιρισμού BX. Στις 12 Φεβρουαρίου 2014, με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μελών του συνεταιρισμού αυτού, η πρόεδρος του συνεταιρισμού NR απαλλάχθηκε των καθηκόντων της.

16      Η NR προσέφυγε δικαστικώς κατά της αποφάσεως αυτής, με αίτημα την ακύρωσή της, εκπροσωπήθηκε δε στο πλαίσιο αυτό από δικηγόρο στον οποίο ανέλαβε να καταβάλει το ποσό των 4 400 ευρώ με εργολαβικό δίκης. Δεδομένου ότι η ασκηθείσα αγωγή έγινε δεκτή, η NR επανήλθε στα καθήκοντά της ως πρόεδρος του συνεταιρισμού.

17      Στις 30 Απριλίου 2015 διεξήχθη συνεδρίαση του συνεταιρισμού BX, στην οποία συμμετείχαν η NR, οι εγκαλούντες της κύριας δίκης καθώς και άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του συνεταιρισμού, ήτοι οι AX, BD, CH, FX και LM. Οι συζητήσεις κατά τη συνεδρίαση αυτή ηχογραφήθηκαν από έναν εκ των εγκαλούντων.

18      Κατά το Curtea de Apel Craiova (εφετείο Craiova, Ρουμανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω συνεδρίασης, η NR ζήτησε από τους εγκαλούντες της κύριας δίκης, καθόσον είχαν προκαλέσει την απόφαση περί απαλλαγής της από τα καθήκοντά της ως προέδρου του συνεταιρισμού, να καταβάλουν εκείνοι το ποσό της αμοιβής που εκτίθεται στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως, επ’ απειλή καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους, αλλά και «ως αντάλλαγμα για την αποκατάσταση κλίματος συνεννόησης και συνεργασίας στον χώρο της εργασίας». Δεδομένου ότι το αίτημά της δεν ικανοποιήθηκε, η NR συνέταξε και υπέγραψε αποφάσεις για την καταγγελία των εν λόγω συμβάσεων εργασίας.

19      Κατόπιν τούτου, οι GL, HS, JK, MT και PB υπέβαλαν δύο εγκλήσεις κατά της NR, την πρώτη στις 8 Ιουνίου 2015 και τη δεύτερη στις 26 Ιουνίου 2015, ενώπιον, αντιστοίχως, της Inspectoratul de Poliție al Județului Olt (αστυνομικής επιθεώρησης της περιφέρειας Olt, Ρουμανία) και της Direcția Națională Anticorupție – Serviciul Teritorial Craiova (Εθνικής διεύθυνσης κατά της διαφθοράς – τοπικής υπηρεσίας της Craiova, Ρουμανία), για τα αδικήματα της εκβίασης, της κατάχρησης αξιώματος και της δωροληψίας, στηριζόμενοι, αντιστοίχως, στα άρθρα 207, 297 και 289 του ποινικού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 308 του κώδικα αυτού.

20      Αφενός, η έγκληση που υποβλήθηκε ενώπιον της αστυνομικής επιθεώρησης της περιφέρειας Olt πρωτοκολλήθηκε ως υπόθεση της Parchet de pe lângă Tribunalul Olt (εισαγγελίας πρωτοδικών της περιφέρειας Olt, Ρουμανία), στις 5 Φεβρουαρίου 2016, υπό τον αριθμό 47/P/2016.

21      Αφετέρου, η έγκληση που υποβλήθηκε ενώπιον της Εθνικής διεύθυνσης κατά της διαφθοράς – τοπικής υπηρεσίας της Craiova ανατέθηκε στην Parchet de pe lângă Judecătoria Slatina (εισαγγελία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Slatina, Ρουμανία), για τον λόγο ότι η έγκληση αυτή περιλάμβανε ενδείξεις τέλεσης του αδικήματος της εκβίασης, το οποίο εμπίπτει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα της συγκεκριμένης εισαγγελίας. Η εν λόγω έγκληση πρωτοκολλήθηκε ως υπόθεση της προαναφερθείσας εισαγγελίας στις 11 Φεβρουαρίου 2016 υπό τον αριθμό 673/P/2016.

 Επί της εξέλιξης της υπόθεσης 673/P/2016

22      Με διάταξη της 14ης Μαρτίου 2016, η Parchet de pe lângă Judecătoria Slatina (εισαγγελία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Slatina) άσκησε ποινική δίωξη in rem για το αδίκημα της εκβίασης, βάσει του άρθρου 207 του ποινικού κώδικα.

23      Αφού έλαβε την κατάθεση της NR καθώς και των εγκαλούντων της κύριας δίκης, ο αστυνομικός ανακριτικός υπάλληλος συνέταξε έκθεση με την οποία πρότεινε να τεθεί η υπόθεση 673/P/2016 στο αρχείο. Κατά τον εν λόγω υπάλληλο, δεδομένου ότι το ποσό της αμοιβής του δικηγόρου που εκτίθεται στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως δεν είχε ζητηθεί από την NR προς ίδιον όφελός της αλλά προς όφελος του συνηγόρου της, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτή δεν τέλεσε το αδίκημα της εκβίασης κατά το άρθρο 207 του ποινικού κώδικα.

24      Με διάταξη της 27ης Σεπτεμβρίου 2016, ο εισαγγελέας της υπόθεσης 673/P/2016 εξέδωσε, στηριζόμενος στην έκθεση για την οποία έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη, διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο (στο εξής: επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο).

25      Οι εγκαλούντες της κύριας δίκης δεν προσέβαλαν τη διάταξη αυτή.

26      Με διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2016, ο προϊστάμενος της Parchet de pe lângă Judecătoria Slatina (εισαγγελίας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Slatina) εξαφάνισε την επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο και διέταξε την εκ νέου άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος της NR για το αδίκημα της εκβίασης. Κατά τον εισαγγελέα αυτόν, δεδομένου ότι τα ίδια πραγματικά περιστατικά αποτελούσαν αντικείμενο ποινικής έρευνας στην υπόθεση 47/P/2016, η δε έρευνα αυτή βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο, η ορθή απονομή της δικαιοσύνης επέβαλε τη διαβίβαση της υπόθεσης 673/P/2016 στην Parchet de pe lângă Tribunalul Olt (εισαγγελία πρωτοδικών της περιφέρειας Olt) προκειμένου να ενωθεί με την υπόθεση 47/P/2016.

27      Με διάταξη της 21ης Νοεμβρίου 2016, το τμήμα προδικασίας του Judecătoria Slatina (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Slatina, Ρουμανία), επιληφθέν αιτήσεως προς επικύρωση της εκ νέου άσκησης ποινικής δίωξης, απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι ο δικαιολογητικός λόγος τον οποίο επικαλέστηκε ο εν λόγω προϊστάμενος εισαγγελίας δεν πληρούσε τα κριτήρια για εκ νέου άσκηση ποινικής δίωξης που προβλέπονται στο άρθρο 335 του κώδικα ποινικής δικονομίας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο κατέστη αμετάκλητη.

 Επί της εξέλιξης της υπόθεσης 47/P/2016

28      Με διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2016, η Parchet de pe lângă Tribunalul Olt (εισαγγελία του πρωτοδικείου της περιφέρειας Olt) άσκησε ποινική δίωξη κατά της NR, την οποία παρέπεμψε σε δίκη, με κατηγορητήριο της 31ης Ιανουαρίου 2017, ενώπιον του Tribunalul Olt (πρωτοδικείου της περιφέρειας Olt, Ρουμανία) για το αδίκημα της δωροληψίας, κατά το άρθρο 289 του ποινικού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 308, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού και το άρθρο 6 του νόμου 78/2000.

29      Με διάταξη της 10ης Απριλίου 2017, το τμήμα προδικασίας του Tribunalul Olt (πρωτοδικείου της περιφέρειας Olt) έκρινε νόμιμη την υποβολή της υπόθεσης στην κρίση του εν λόγω δικαστηρίου και διέταξε την έναρξη της ένδικης διαδικασίας εις βάρος της NR. Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της NR σχετικά με την προβαλλόμενη από την ίδια παραβίαση της αρχής ne bis in idem, λόγω του γεγονότος ότι είχε ήδη διεξαχθεί ποινική διαδικασία για τις εν λόγω πράξεις στην υπόθεση 673/P/2016 και ότι είχε εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, το ανωτέρω τμήμα προδικασίας απεφάνθη, κατ’ ουσίαν, ότι η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των τμημάτων προδικασίας και ότι, ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί περί προβαλλόμενης παραβίασης της συγκεκριμένης αρχής μπορούσαν να εξεταστούν μόνο στο πλαίσιο της εξέτασης της υπόθεσης επί της ουσίας.

30      Με ποινική απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2018, το Tribunalul Olt (πρωτοδικείο της περιφέρειας Olt) απέρριψε ως αβάσιμη την επιχειρηματολογία της NR σχετικά με την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής ne bis in idem, με την αιτιολογία ότι η επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αμετάκλητη απόφαση κατόπιν της οποίας έχει εφαρμογή η συγκεκριμένη αρχή, δεδομένου ότι πριν από την έκδοση της εν λόγω διάταξης δεν είχε πραγματοποιηθεί λεπτομερής διερεύνηση της ουσίας της υπόθεσης.

31      Επιπλέον, το Tribunalul Olt (πρωτοδικείο της περιφέρειας Olt) έκρινε ότι, στο πλαίσιο της υπόθεσης 673/P/2016, δεδομένου ότι η ποινική δίωξη είχε ασκηθεί in rem λόγω φερόμενης ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων ως προς το πρόσωπο που είχε διαπράξει το αδίκημα της εκβίασης, δεν είχε εξεταστεί η ποινική ευθύνη της NR. Ως εκ τούτου, η κίνηση ποινικής δίωξης in personam κατά της NR στην υπόθεση 47/P/2016 δεν συνιστούσε επανάληψη της άσκησης ποινικής δίωξης, με αποτέλεσμα να μην έχει εφαρμογή η αρχή ne bis in idem.

32      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών και δεδομένου ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της υπόθεσης 47/P/2016 προκύπτει σαφώς ότι η NR είχε ζητήσει από τους εγκαλούντες της κύριας δίκης να καταβάλουν το ποσό της αμοιβής που εκτίθεται στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως, το Tribunalul Olt (πρωτοδικείο της περιφέρειας Olt) την καταδίκασε σε στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έτους και τεσσάρων μηνών με αναστολή, και σε παρεπόμενη ποινή απαγόρευσης, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, της άσκησης δημόσιου λειτουργήματος καθώς και του επαγγέλματος ή της δραστηριότητας στο πλαίσιο των οποίων διέπραξε τις προσαφθείσες πράξεις.

33      Με την ποινική απόφαση 1207/2020 της 20ής Οκτωβρίου 2020, το Curtea de Apel Craiova (εφετείο Craiova) έκανε δεκτή την έφεση που άσκησε η NR κατά της αποφάσεως της οποίας γίνεται μνεία στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι συνέτρεχε παραβίαση της αρχής ne bis in idem, δεδομένου ότι η απόφαση για την άσκηση ποινικής δίωξης στην υπόθεση 47/P/2016 αφορούσε το ίδιο πρόσωπο και τις ίδιες πράξεις με την υπόθεση 673/P/2016. Επιπλέον, οι εγκλήσεις που υποβλήθηκαν στις δύο υποθέσεις είχαν πανομοιότυπο περιεχόμενο και τα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν ήταν παρόμοια, η δε υπόθεση 673/P/2016 περατώθηκε αμετάκλητα λόγω του ότι η επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο κατέστη αμετάκλητη λόγω της απόρριψης, από το τμήμα προδικασίας του Judecătoria Slatina (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Slatina), της αίτησης για την επικύρωση της εκ νέου άσκησης ποινικής δίωξης. Ως εκ τούτου, το Curtea de Apel Craiova (εφετείο Craiova) εξαφάνισε την εν λόγω απόφαση και διέταξε την οριστική παύση της ποινικής δίωξης που είχε ασκηθεί στην υπόθεση 47/P/2016.

34      Κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία έφερε τον αριθμό 1207/2020, ασκήθηκε αναίρεση από την Parchet de pe lângă Curtea de Apel Craiova (εισαγγελία εφετών Craiova) ενώπιον του Înalta Curte de Casație şi Justiție (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ρουμανία).

35      Με ποινική απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2021, το δικαστήριο αυτό έκανε δεκτή την αίτηση αναιρέσεως, αναίρεσε δε την εν λόγω απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο Curtea de Apel Craiova (εφετείο Craiova), προς επανεξέταση, με το σκεπτικό, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς το δικαστήριο εκείνο είχε κρίνει ότι είχε εφαρμογή η αρχή ne bis in idem και, ως εκ τούτου, είχε διατάξει την οριστική παύση της ποινικής δίωξης στην υπόθεση 47/P/2016. Το Înalta Curte de Casație şi Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο), αφού διαπίστωσε ότι, με την επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, η υπόθεση με αντικείμενο την έγκληση την οποία είχαν υποβάλει οι εγκαλούντες της κύριας δίκης κατά της NR για το αδίκημα της εκβίασης είχε τεθεί στο αρχείο, έκρινε ότι, δεδομένου ότι πριν από τη διάταξη αυτή δεν είχε εξετασθεί η υπόθεση 673/P/2016 επί της ουσίας και ότι η εν λόγω διάταξη δεν είχε αιτιολογηθεί δεόντως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε εξαλειφθεί η ποινική αξίωση της πολιτείας.

36      Στο πλαίσιο της προαναφερθείσας επανεξέτασης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην αρχή ne bis in idem, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης. Διευκρινίζει ότι, όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ. (C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, EU:C:2021:393), το άρθρο 50 του Χάρτη έχει εφαρμογή εν προκειμένω διότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση αποσκοπεί στην επίτευξη των στόχων αναφοράς που καθορίζονται στο παράρτημα της απόφασης 2006/928 και, ειδικότερα, του πρώτου από τους στόχους αυτούς.

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Craiova (εφετείο Craiova) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει η αρχή ne bis in idem, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του [Χάρτη], σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις που υπέχει η Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων που καθορίζονται [στο παράρτημα της απόφασης 2006/928], την έννοια ότι μια διάταξη για θέση της υπόθεσης στο αρχείο, η οποία εκδόθηκε από την εισαγγελία μετά τη συγκέντρωση των ουσιωδών αποδεικτικών στοιχείων στην υπό κρίση υπόθεση, αποκλείει την άσκηση άλλης ποινικής δίωξης για την ίδια πράξη, έστω και με διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό, σε βάρος του ίδιου προσώπου, στο μέτρο που η διάταξη είναι αμετάκλητη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων στις οποίες διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχει η περίσταση βάσει της οποίας εκδόθηκε η διάταξη για θέση της υπόθεσης στο αρχείο ή εάν προέκυψαν νέα πραγματικά περιστατικά ή περιστάσεις από τα οποία αποδεικνύεται ότι έπαυσε να συντρέχει η περίσταση βάσει της οποίας εκδόθηκε η διάταξη για θέση της υπόθεσης στο αρχείο;»

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

38      Η Ρουμανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι το άρθρο 50 του Χάρτη δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, καθόσον δεν υφίσταται περίπτωση εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Συγκεκριμένα, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, το αιτούν δικαστήριο κακώς στηρίχθηκε, προκειμένου να δικαιολογήσει την εφαρμογή του Χάρτη, στους στόχους αναφοράς που καθορίζονται στο παράρτημα της απόφασης 2006/928 καθώς και στις σκέψεις 158, 159 και 172 της αποφάσεως της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ. (C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, EU:C:2021:393), ενώ οι εν λόγω στόχοι αναφοράς καθορίστηκαν λόγω πλημμελειών που «διαπιστώθηκαν» από την Επιτροπή πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση στους τομείς, μεταξύ άλλων, της δικαιοσύνης και της καταπολέμησης της διαφθοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της νομολογίας που προκύπτει από την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, TSN και AKT (C‑609/17 και C‑610/17, EU:C:2019:981, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ότι η πτυχή της προστασίας της αρχής ne bis in idem δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Χάρτη και, ως εκ τούτου, η κατάσταση την οποία αφορά η κύρια δίκη δεν μπορεί να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των διατάξεων του Χάρτη και, ειδικότερα, του άρθρου 50 αυτού.

39      Όσον αφορά την εκτιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως επιχειρηματολογία της Ρουμανικής Κυβέρνησης, η οποία αφορά, στην πραγματικότητα, την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 19, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ και από το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, προδικαστικώς, επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και επί του κύρους των πράξεων που εκδίδονται από τα θεσμικά όργανά της.

40      Συναφώς, υπενθυμίζεται επίσης ότι το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ορίζεται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, αυτού, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, η δε διάταξη αυτή επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης έχουν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, πλην όμως όχι πέραν αυτών. Όταν, αντιθέτως, μια έννομη κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επ’ αυτής και οι διατάξεις του Χάρτη των οποίων ενδεχομένως γίνεται επίκληση δεν μπορούν να θεμελιώσουν, αυτές και μόνον, την εν λόγω αρμοδιότητα (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Volkswagen Group Italia και Volkswagen Aktiengesellschaft, C‑27/22, EU:C:2023:663, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί της επανεξέτασης της έφεσης που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του Tribunalul Olt (πρωτοδικείου της περιφέρειας Olt) της 19ης Νοεμβρίου 2018, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως και με την οποία καταδικάστηκε η NR για δωροληψία, βάσει του άρθρου 289 του ποινικού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 308, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού και το άρθρο 6 του νόμου 78/2000. Πλην όμως, όπως επιβεβαίωσε η Ρουμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εν λόγω εθνικές διατάξεις διασφαλίζουν τη μεταφορά της απόφασης-πλαισίου 2003/568 στη ρουμανική έννομη τάξη, ειδικότερα δε τα άρθρα 2 και 4 της απόφασης-πλαισίου αυτής.

42      Υπό τις ανωτέρω συνθήκες και χωρίς καν να χρειάζεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ζητήματος αν είναι κρίσιμοι συναφώς οι στόχοι αναφοράς που καθορίζονται στο παράρτημα της αποφάσεως 2006/928, πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Επομένως, ο Χάρτης έχει εφαρμογή όσον αφορά τη διαδικασία της κύριας δίκης.

43      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να δώσει απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

44      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στον εθνικό δικαστή χρήσιμη απάντηση η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβάλλονται (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, Juan, C‑164/22, EU:C:2023:684, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού που προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, πρέπει, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, να γίνει δεκτό ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η αρχή ne bis in idem, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα πρόσωπο έχει αθωωθεί αμετακλήτως, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 50, ως συνέπεια της έκδοσης εισαγγελικής διάταξης για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο χωρίς να έχει εξεταστεί η νομική κατάσταση του προσώπου αυτού ως ποινικώς υπευθύνου για τις πράξεις που στοιχειοθετούν το διωκόμενο αδίκημα.

46      Το άρθρο 50 του Χάρτη ορίζει ότι «[κ]ανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με [αμετάκλητη] απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο». Έτσι, η αρχή ne bis in idem απαγορεύει τη σώρευση τόσο διώξεων όσο και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά του ίδιου προσώπου (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Η εφαρμογή της εν λόγω αρχής εξαρτάται από μια διττή προϋπόθεση, ήτοι, αφενός, ότι υπάρχει προγενέστερη αμετάκλητη απόφαση (προϋπόθεση «bis») και, αφετέρου, ότι η προγενέστερη απόφαση και οι μεταγενέστερες διώξεις ή αποφάσεις αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά (προϋπόθεση «idem») (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 28).

 Επί της προϋπόθεσης «bis»

48      Όσον αφορά την προϋπόθεση «bis», για να θεωρηθεί ότι έχει εκδοθεί «[αμετάκλητη] απόφαση ποινικού δικαστηρίου» όσον αφορά ορισμένο πρόσωπο για τα πραγματικά περιστατικά που του καταλογίζονται, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, πρέπει, κατά πρώτον, να έχει εξαλειφθεί αμετάκλητα η ποινική αξίωση της πολιτείας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Πράγματι, η απόφαση που δεν εξαλείφει αμετάκλητα την ποινική αξίωση της πολιτείας σε εθνικό επίπεδο, δεν μπορεί κατ’ αρχήν να συνιστά δικονομικό εμπόδιο για την άσκηση ή τη συνέχιση ποινικής δίωξης κατά του ίδιου προσώπου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά (πρβλ, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, Kossowski, C‑486/14, EU:C:2016:483, σκέψεις 34 και 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι μια απόφαση έχει εκδοθεί από εισαγγελική αρχή δεν είναι καθοριστικό προκειμένου να εκτιμηθεί αν η απόφαση αυτή εξαλείφει αμετάκλητα την ποινική αξίωση της πολιτείας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 50 του Χάρτη τυγχάνει εφαρμογής και επί αποφάσεων μιας δημόσιας αρχής που μετέχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης εντός της οικείας εθνικής έννομης τάξης, όπως είναι η εισαγγελία, με τις οποίες παύει αμετάκλητα η ποινική δίωξη, έστω και αν οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται χωρίς την παρέμβαση δικαστηρίου και δεν έχουν τη μορφή δικαστικής αποφάσεως (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, Kossowski, C‑486/14, EU:C:2016:483, σκέψεις 38 και 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 25 και 27 της παρούσας αποφάσεως, αφενός, οι εγκαλούντες της κύριας δίκης δεν έκαναν χρήση των προσφυγών που προβλέπει το ρουμανικό δίκαιο προκειμένου να προσβάλουν την επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο και, αφετέρου, με τη διάταξη του τμήματος προδικασίας του Judecătoria Slatina (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Slatina), της 21ης Νοεμβρίου 2016, η αίτηση για την επικύρωση της εκ νέου άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος της NR για το αδίκημα της εκβίασης, την οποία διέταξε ο προϊστάμενος της Parchet de pe lângă Judecătoria Slatina (εισαγγελίας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Slatina), απορρίφθηκε.

51      Επομένως, φαίνεται ότι η ποινική αξίωση της πολιτείας έχει εξαλειφθεί αμετάκλητα και ότι η επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο έχει καταστεί αμετάκλητη, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων του αιτούντος δικαστηρίου.

52      Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, προκειμένου να κρίνει αν η NR μπορεί να θεωρηθεί ως αθωωθείσα αμετακλήτως με την επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, να βεβαιωθεί ότι η διάταξη αυτή εκδόθηκε κατόπιν εκτιμήσεως της υπόθεσης επί της ουσίας και όχι απλώς για δικονομικούς λόγους. Πράγματι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 100 των προτάσεών του, μπορεί να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη διάταξη πληροί την προϋπόθεση σχετικά με την επί της ουσίας εκτίμηση της υπόθεσης 673/P/2016 μόνον εφόσον περιέχει εκτίμηση επί των ουσιαστικών στοιχείων του προβαλλόμενου αδικήματος, όπως, μεταξύ άλλων, ανάλυση σχετικά με την ποινική ευθύνη της NR, ως φερόμενης αυτουργού του αδικήματος.

53      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να κριθεί ότι, όσον αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο, έχει εκδοθεί «αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου» για τις πράξεις οι οποίες του καταλογίζονται, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, πρέπει να εξεταστεί αν η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατόπιν εκτιμήσεως της ουσίας της υπόθεσης (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Bezirkshauptmannschaft Feldkirch, C‑55/22, EU:C:2023:670, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται, αφενός, από το γράμμα του άρθρου 50 του Χάρτη, δεδομένου ότι οι έννοιες της «καταδίκης» και της «αθώωσης» στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω διάταξη συνεπάγονται κατ’ ανάγκην ότι έχει εξετασθεί η ποινική ευθύνη του ενδιαφερομένου και έχει εκδοθεί σχετική απόφαση [απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, AB κ.λπ. (Ανάκληση αμνηστίας), C‑203/20, EU:C:2021:1016, σκέψη 57].

55      Αφετέρου, η συγκεκριμένη ερμηνεία είναι σύμφωνη προς τον θεμιτό σκοπό της αποτροπής του κινδύνου ατιμωρησίας των προσώπων που έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα, σκοπό ο οποίος εντάσσεται στο πλαίσιο του προβλεπόμενου στο άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα [απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, AB κ.λπ. (Ανάκληση αμνηστίας), C‑203/20, EU:C:2021:1016, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

56      Κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η διαπίστωση ότι υπήρξε εκτίμηση μιας υπόθεσης επί της ουσίας, μάλιστα δε επί της ενοχής ή της αθωότητας του ενδιαφερόμενου προσώπου, μπορεί να επιβεβαιωθεί από το στάδιο εξέλιξης της διαδικασίας στην οικεία υπόθεση. Συγκεκριμένα, όταν έχει κινηθεί διαδικασία ανάκρισης μετά την απαγγελία κατηγορίας κατά του ενδιαφερομένου, έχει ληφθεί κατάθεση από τον παθόντα και τα αποδεικτικά στοιχεία έχουν συλλεγεί και εξετασθεί από την αρμόδια αρχή, έχει εκδοθεί δε αιτιολογημένη διάταξη με βάση τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, οι παράγοντες αυτοί είναι ικανοί να οδηγήσουν στη διαπίστωση ότι έχει χωρήσει εκτίμηση της υπόθεσης επί της ουσίας (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Ιουλίου 2019, Mihalache κατά Ρουμανίας, CE:ECHR:2019:0708JUD005401210, § 98).

57      Προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει πραγματοποιηθεί μια τέτοια εξέταση επί της ουσίας από την επιληφθείσα αρχή, η αρχή αυτή πρέπει να έχει μελετήσει ή αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία και να έχει εκφέρει κρίση ως προς την εμπλοκή του ενδιαφερομένου σε ένα ή σε όλα τα γεγονότα που οδήγησαν στην παρέμβαση των ανακριτικών αρχών, προκειμένου να διαπιστώσει αν στοιχειοθετείται «ποινική» ευθύνη του προσώπου αυτού (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Ιουλίου 2019, Mihalache κατά Ρουμανίας, CE:ECHR:2019:0708JUD005401210, § 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Από την ως άνω νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι, όταν η αρμόδια αρχή επιβάλλει ποινή συνεπεία της συμπεριφοράς που καταλογίζεται στον ενδιαφερόμενο, μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι η αρμόδια αρχή είχε προηγουμένως εκτιμήσει τις περιστάσεις της υπόθεσης και τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του εν λόγω προσώπου (πρβλ. απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Dual Prod, C‑412/21, EU:C:2023:234, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια απόφαση των δικαστικών αρχών κράτους μέλους με την οποία ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε αμετακλήτως λόγω ανεπαρκών αποδείξεων πρέπει να θεωρηθεί, κατ’ αρχήν, ότι στηρίζεται σε εκτίμηση της υπόθεσης επί της ουσίας (πρβλ. απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, Van Straaten, C‑150/05, EU:C:2006:614, σκέψεις 60 και 61).

60      Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι διάταξη για παύση της ποινικής δίωξης λόγω ανεπαρκών αποδείξεων η οποία εκδίδεται κατόπιν ανάκρισης, στο πλαίσιο της οποίας συνελέγησαν και εξετάστηκαν διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτέλεσε αντικείμενο εκτιμήσεως της υπό κρίση υπόθεσης επί της ουσίας, στο μέτρο που αποτελεί αμετάκλητη απόφαση περί της ανεπάρκειας των αποδείξεων αυτών και αποκλείει την επανεξέταση της υπόθεσης βάσει των ίδιων στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, M, C‑398/12, EU:C:2014:1057, σκέψεις 17 και 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 64 των προτάσεών του, όταν μια απόφαση στηρίζεται σε έλλειψη ή ανεπάρκεια αποδεικτικών στοιχείων, πρέπει επιπλέον, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η απόφαση αυτή στηρίζεται σε εκτίμηση της οικείας υπόθεσης επί της ουσίας, η έκδοση της εν λόγω απόφασης να έχει πραγματοποιηθεί κατόπιν λεπτομερούς διερεύνησης.

62      Πράγματι, αν δεν έχει διενεργηθεί τέτοια λεπτομερής διερεύνηση, στο πλαίσιο της οποίας έχουν συγκεντρωθεί και εξεταστεί τα διάφορα υφιστάμενα αποδεικτικά στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η απόφαση για την παύση της ποινικής δίωξης εκδόθηκε κατόπιν εκτιμήσεως της οικείας υπόθεσης επί της ουσίας. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η μη εξέταση του παθόντος και ενός πιθανού μάρτυρα συνιστούν ένδειξη ότι δεν διεξήχθη λεπτομερής διερεύνηση (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, Kossowski, C‑486/14, EU:C:2016:483, σκέψεις 48, 53 και 54).

63      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, για την έκδοση της επίμαχης διάταξης για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, ο εισαγγελέας στηρίχθηκε σε επισυναφθείσα στη διάταξη έκθεση την οποία συνέταξε αστυνομικό όργανο, το οποίο έλαβε κατάθεση από την NR και από τους εγκαλούντες της κύριας δίκης, καθώς και, μεταξύ άλλων, σε CD που περιείχε την ηχητική καταγραφή της συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης του συνεταιρισμού BX της 30ής Απριλίου 2015. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας συγκεντρώθηκαν και εξετάστηκαν διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, βάσει των οποίων εκφέρθηκε εκτίμηση επί της ουσίας. Εντούτοις, η μη λήψη κατάθεσης από τους AX, BD, CH, FX και LM, οι οποίοι είχαν επίσης μετάσχει στην εν λόγω συνεδρίαση, θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη για μη εξέταση της νομικής κατάστασης της NR ως ποινικώς υπεύθυνης για τις πράξεις που στοιχειοθετούν το διωκόμενο αδίκημα.

64      Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να βεβαιωθεί ότι η επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο εκδόθηκε κατόπιν επί της ουσίας εκτιμήσεως της υπόθεσης 673/P/2016 και δεν στηρίχθηκε απλώς στη συνδρομή δικονομικών λόγων.

 Επί της προϋπόθεσης «idem»

65      Όσον αφορά την προϋπόθεση «idem», από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 50 του Χάρτη προκύπτει ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει την άσκηση ποινικής δίωξης ή την επιβολή ποινικής κύρωσης σε βάρος του ίδιου προσώπου περισσότερες από μία φορές για την ίδια παράβαση [απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Bamberg (Εξαίρεση από την αρχή ne bis in idem), C‑365/21, EU:C:2023:236, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

66      Η έκδοση «[αμετάκλητης] απόφασης ποινικού δικαστηρίου», κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, προϋποθέτει την ύπαρξη προγενέστερων ποινικών διώξεων σε βάρος του ενδιαφερομένου. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η αρχή ne bis in idem εφαρμόζεται μόνο στα πρόσωπα για τα οποία έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση σε κράτος μέλος [πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, AY (Ένταλμα συλλήψεως – Μάρτυρας), C‑268/17, EU:C:2018:602, σκέψεις 43 και 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

67      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το κρίσιμο κριτήριο για να εκτιμηθεί η ύπαρξη μίας και της αυτής παράβασης, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, είναι το κριτήριο της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, υπό την έννοια της ύπαρξης ενός συνόλου συγκεκριμένων περιστάσεων οι οποίες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την αμετάκλητη απαλλαγή ή καταδίκη του ενδιαφερομένου. Επομένως, το προαναφερθέν άρθρο απαγορεύει την επιβολή, βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών, πλειόνων κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα κατά το πέρας των διαφόρων διαδικασιών οι οποίες κινούνται για τον σκοπό αυτόν (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2023, INTER CONSULTING, C‑726/21, EU:C:2023:764, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι ο νομικός χαρακτηρισμός, στο εθνικό δίκαιο, των πραγματικών περιστατικών και το προστατευόμενο έννομο συμφέρον δεν ασκούν επιρροή για τη διαπίστωση περί υπάρξεως μίας και της αυτής παράβασης, στον βαθμό που το περιεχόμενο της προστασίας που παρέχει το άρθρο 50 του Χάρτη δεν μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των κρατών μελών (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2023, INTER CONSULTING, C‑726/21, EU:C:2023:764, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, μολονότι, στην υπόθεση 47/P/2016, ασκήθηκε ποινική δίωξη in personam σε βάρος της NR για το αδίκημα της δωροληψίας, εντούτοις, στην υπόθεση 673/P/2016, η ποινική δίωξη ασκήθηκε in rem για το αδίκημα της εκβίασης.

70      Διευκρινίζεται εκ προοιμίου ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 68 της παρούσας αποφάσεως και κατά το μέτρο που αποδεικνύεται ότι οι δύο αυτές υποθέσεις αφορούσαν πανομοιότυπα πραγματικά περιστατικά, το γεγονός ότι οι ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν στις εν λόγω υποθέσεις αφορούσαν διαφορετικά αδικήματα δεν ασκεί επιρροή για την εκτίμηση της ύπαρξης του ίδιου «αδικήματος», κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη.

71      Αντιθέτως, το γεγονός ότι η ποινική δίωξη στην υπόθεση 673/P/2016, επί της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, είχε ασκηθεί in rem δεν μπορεί να θεωρηθεί στερούμενο επιρροής στην ανωτέρω εκτίμηση, δεδομένου ότι από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Ρουμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι η NR δεν απέκτησε τυπικώς την ιδιότητα του υπόπτου στο πλαίσιο της υπόθεσης 673/P/2016 και κατέθεσε μόνον ως μάρτυρας.

72      Επομένως, η εν λόγω κυβέρνηση φαίνεται να παραπέμπει, με αυτόν τον τρόπο, στην προϋπόθεση σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου η οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δεν αμφισβητήθηκε ούτε από το αιτούν δικαστήριο ούτε από το Înalta Curte de Casație şi Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο), στο πλαίσιο της έκδοσης της ποινικής απόφασης της 21ης Σεπτεμβρίου 2021.

73      Συναφώς, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 94 και 95 των προτάσεών του και όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 54, 56 και 57 της παρούσας αποφάσεως, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εκδοθεί «[αμετάκλητη] απόφαση ποινικού δικαστηρίου» για ορισμένο πρόσωπο μόνον εάν από την εκδοθείσα απόφαση προκύπτει σαφώς ότι, κατά την έρευνα που προηγήθηκε της έκδοσης της απόφασης αυτής, ανεξαρτήτως του αν η έρευνα κινήθηκε in rem ή in personam βάσει του εθνικού δικαίου, εξετάστηκε η νομική κατάσταση του εν λόγω προσώπου ως ποινικώς υπευθύνου για τις πράξεις που στοιχειοθετούν τα διωκόμενα αδικήματα και, σε περίπτωση διάταξης εισαγγελίας για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, αυτή απορρίφθηκε.

74      Σε περίπτωση που δεν συντρέχει τέτοια περίσταση, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η επίμαχη διάταξη για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην άσκηση νέας ποινικής δίωξης σε βάρος της NR για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

75      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα πρόσωπο έχει αθωωθεί αμετακλήτως, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 50, ως συνέπεια της έκδοσης εισαγγελικής διάταξης για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο χωρίς να έχει εξεταστεί η νομική κατάσταση του προσώπου αυτού ως ποινικώς υπευθύνου για τις πράξεις που στοιχειοθετούν το διωκόμενο αδίκημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

76      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η αρχή ne bis in idem, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

έχει την έννοια ότι:

δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα πρόσωπο έχει αθωωθεί αμετακλήτως, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 50, ως συνέπεια της έκδοσης εισαγγελικής διάταξης για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο χωρίς να έχει εξεταστεί η νομική κατάσταση του προσώπου αυτού ως ποινικώς υπευθύνου για τις πράξεις που στοιχειοθετούν το διωκόμενο αδίκημα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.