Language of document : ECLI:EU:T:2014:752

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 3ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Καταχώριση προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως – “Edam Holland” – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Πράξη που δεν αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑112/11,

Schutzgemeinschaft Milch und Milcherzeugnisse eV, με έδρα το Βερολίνο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τoυς M. Loschelder και V. Schoene, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον G. von Rintelen και την M. Vollkommer, στη συνέχεια δε από τους G. von Rintelen και F. Jimeno Fernández,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τους C. Wissels, J. Langer, M. Noort, B. Koopman και M. Bulterman,

και από

τη Nederlandse Zuivelorganisatie, με έδρα το Zoetermeer (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους P. van Ginneken, F. Gerritzen και C. van Veen, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΕ) 1121/2010 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 2010, για την καταχώριση ονομασίας στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Edam Holland (ΠΓΕ)] (ΕΕ L 317, σ. 14),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσίευσε, την 1η Μαρτίου 2008, μια αίτηση καταχωρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού (EK) 510/2006 του Συμβουλίου, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (που δημοσιεύθηκε σε σύνοψη στην ΕΕ C 57, σ. 39). Η ως άνω αίτηση καταχωρίσεως υποβληθείσα από την ένωση Nederlandse Zuivelorganisatie (στο εξής: NZO), την οποία κατέθεσε στην Επιτροπή το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, αφορούσε την καταχώριση της προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως (στο εξής: ΠΓΕ) «edam holland».

2        Στις 26 Ιουνίου 2008 η προσφεύγουσα, η ένωση Schutzgemeinschaft Milch und Milcherzeugnisse eV, κατέθεσε ένσταση κατά της καταχωρίσεως της εν λόγω ΠΓΕ στις γερμανικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (EK) 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ L 93, σ. 12).

3        Στο πλαίσιο της ενστάσεως αυτής η προσφεύγουσα δήλωσε ότι είναι επαγγελματική ένωση των επιχειρήσεων παραγωγής και εμπορίας τυριού edam, τα μέλη της οποίας είχαν διαθέσει στο εμπόριο 141 385 τόνους τυριού edam (εκ των οποίων 94 361 τόνους δική τους παραγωγής) το 2007. Προς στήριξη της ενστάσεως, προβλήθηκε μεταξύ άλλων ότι η καταχώριση της ονομασίας «edam holland», ελλείψει ρητής διευκρινίσεως, έθιγε τη χρήση της γενικής ονομασίας «edam».

4        Στις 18 Ιουλίου 2008 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατέθεσε στην Επιτροπή ένσταση κατά της καταχωρίσεως της εν λόγω ΠΓΕ. Η ένσταση της προσφεύγουσας της 26ης Ιουνίου 2008 (σκέψη 2 ανωτέρω) επισυναπτόταν στην ένσταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

5        Στις 21 Οκτωβρίου 2008 η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών ότι έκρινε ότι η ένσταση που κατέθεσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν παραδεκτή. Κάλεσε επίσης το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να προβούν στις κατάλληλες διαβουλεύσεις προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 5, του κανονισμού 510/2006.

6        Στις 29 Μαΐου 2009 το Βασίλειο των Κάτω Χωρών εξέθεσε στην Επιτροπή ότι δεν κατέστη δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

7        Στις 2 Δεκεμβρίου 2010 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 1121/2010, για την καταχώριση ονομασίας στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Edam Holland (ΠΓΕ)] (ΕΕ L 317, σ. 14, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Οι σχετικές με την εν λόγω ΠΓΕ προδιαγραφές προβλέπουν, ιδίως, ότι το τυρί «edam holland» παράγεται στις Κάτω Χώρες από αγελαδινό γάλα προερχόμενο από γαλακτοκομικές εκμεταλλεύσεις των Κάτω Χωρών (σημείο 4.2 των προδιαγραφών).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Φεβρουαρίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή.

9        Με απόφαση της 19ης Απριλίου 2011 η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε στο πρώτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

10      Με διατάξεις του προέδρου του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 επετράπη στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών και στην NZO να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

11      Με απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2013 η υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή.

12      Επειδή η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου μεταβλήθηκε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η παρούσα υπόθεση.

13      Στις 15 Νοεμβρίου 2013, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεισ. Ειδικότερα, οι διάδικοι ερωτήθηκαν σχετικά με τη συνδεόμενη με το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας προϋπόθεση παραδεκτού της προσφυγήσ. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15      Η Επιτροπή, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η NZO ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

16      Κατά το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί αυτεπαγγέλτως επί των δημοσίας τάξεως λόγων απαράδεκτου, αφού ακούσει τους διαδίκουσ. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται υπό τις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει το άρθρο 114, παράγραφοι 3 και 4, του ίδιου κανονισμού.

17      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει επαρκώς ενημερωθεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποφασίζει να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

18      Εισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι έχει τη μορφή ενώσεως, μπορεί καταρχήν να υποβάλει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως μόνον εφόσον συντρέχουν ορισμένες ειδικές περιστάσεις, ιδίως διαδικαστικής φύσεως, ή αν τα μέλη τα οποία εκπροσωπεί ή ορισμένα από αυτά θα ήταν σε θέση να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T‑380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑2169, σκέψη 50· διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 1999, T‑78/98, Unione provinciale degli agricoltori di Firenze κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1377, σκέψη 36, και της 14ης Φεβρουαρίου 2012, T‑366/08, Federcoopesca κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 34).

19      Η Επιτροπή, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η NZO εκτιμούν ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος ή ενεργητικής νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας ή των μελών της.

20      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή. Πρώτον, εκθέτει ότι, ελλείψει σχετικής ρητής διευκρινίσεως στον προσβαλλόμενο κανονισμό, η προστασία την οποία αυτός παρέχει στην εν λόγω ΠΓΕ αφορά τα δύο στοιχεία που συνθέτουν την προστατευόμενη ονομασία, περιλαμβανομένης της ενδείξεως «edam». Επομένως, θίγονται οι εμπορικές δραστηριότητες των μελών της προσφεύγουσασ. Δεύτερον, ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνεπάγεται τον κίνδυνο ορισμένες συσκευασίες περιλαμβάνουσες την ένδειξη «edam» χρησιμοποιούμενες με εικονιστικά στοιχεία που παραπέμπουν στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών να λογίζονται ως αντίθετες προς τον κανονισμό 510/2006. Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις του γαλακτομικού τομέα δεν μπορούν πλέον να πωλούν γάλα παραγόμενο στη Γερμανία για την παραγωγή τυριού edam holland. Τούτο συνιστά εμπόδιο στις οικονομικές δραστηριότητες των μελών της προσφεύγουσασ. Τέταρτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ίδιο συμφέρον, που στηρίζεται στο γεγονός ότι η Επιτροπή, εν προκειμένω, απέρριψε την ένστασή τησ. Πέμπτον, στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έχει έννομο συμφέρον, καθόσον ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκθέτει τα μέλη της στον κίνδυνο ασκήσεως αγωγών σε βάρος τους λόγω της χρήσεως της ενδείξεως «edam» και καθόσον οι παραγωγοί που δικαιούνται να χρησιμοποιούν τη σχετική με την εν λόγω ΠΓΕ ετικέτα ποιότητας έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα μέλη της.

21      Κατά πάγια νομολογία, η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον αν ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεωσ. Το συμφέρον αυτό πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς και εκτιμάται κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2005, T‑141/03, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1197, σκέψη 25, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, T‑136/05, Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4063, σκέψη 34).

22      Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως μπορεί, αυτή καθαυτή, να έχει έννομες συνέπειες ή, κατ’ άλλη διατύπωση, ότι μπορεί να ωφελήσει, εκ του αποτελέσματός της, τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3253, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Επιπλέον, στην προσφεύγουσα εναπόκειται να αποδείξει το έννομο συμφέρον της (διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου της 31ης Ιουλίου 1989, 206/89 R, S. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2841, σκέψη 8· διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2003, T‑167/01, Schmitz Gotha Fahrzeugwerke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1873, σκέψη 58, και της 15ης Μαΐου 2013, T‑413/12, Post Invest Europe κατά Επιτροπής, σκέψη 23).

24      Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προϋπόθεση την οποία θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ότι η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής πρέπει να αφορά άμεσα το ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτεί ιδίως να παράγει το αμφισβητούμενο μέτρο άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη.

25      Πρώτον, όσον αφορά την περίσταση που προβάλλει η προσφεύγουσα ότι θίγονται οι δραστηριότητες των μελών της, καθόσον η ένδειξη «edam» δεν θα μπορεί πλέον να χρησιμοποιείται ελεύθερα, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Καταχωρίζεται στο Μητρώο η ονομασία που αναφέρεται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

Κατά παρέκκλιση της πρώτης παραγράφου, η ονομασία “Edam” μπορεί να εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται εντός της επικράτειας της Ένωσης, εφόσον τηρούνται οι αρχές και οι κανόνες που ισχύουν στην έννομη τάξη της.»

26      H αιτιολογική σκέψη 8 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει περαιτέρω ότι, «[δ]υνάμει του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 510/2006, η ένδειξη “Edam” μπορεί να εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται εφόσον τηρούνται οι αρχές και οι κανόνες που ισχύουν στην έννομη τάξη της Ένωσης».

27      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 510/2006, στο οποίο παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 8 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ορίζει ότι, «[ό]ταν μια καταχωρισμένη ονομασία περιλαμβάνει την ονομασία ενός γεωργικού προϊόντος ή ενός τροφίμου που θεωρείται κοινή, η χρήση της εν λόγω κοινής ονομασίας για το συγκεκριμένο γεωργικό προϊόν ή τρόφιμο δεν θεωρείται ότι αντιτίθεται στα στοιχεία α) ή β) του πρώτου εδαφίου».

28      Τέλος, το σημείο 4.8 της συνόψεως των προδιαγραφών της εν λόγω ΠΓΕ, που περιλαμβάνεται σε παράρτημα του προσβαλλόμενου κανονισμού, ορίζει ότι, χάρις ιδίως στη χρησιμοποίηση της ενδείξεως «edam holland», θα καθίσταται σαφές στους καταναλωτές ότι το τυρί edam holland είναι διαφορετικό προϊόν από «τα άλλα τυριά Edam».

29      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός προβλέπει σαφώς ότι η ονομασία «edam» μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιείται, ιδίως για την εμπορία τυριών, με την επιφύλαξη της τηρήσεως των αρχών και των κανόνων που ισχύουν στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

30      Επομένως, μια ενδεχόμενη ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν θα παρείχε συναφώς κανένα όφελος στα μέλη της προσφεύγουσας (βλ. επ’ αυτού, όσον αφορά μιαν άλλη ΠΓΕ, διάταξη Unione provinciale degli agricoltori di Firenze κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω, σκέψη 33). Τα μέλη αυτά θα εξακολουθήσουν να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν την ονομασία «edam» και, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να συνεχίσουν να τηρούν τις αρχές και τους κανόνες που ισχύουν στην έννομη τάξη της Ένωσης.

31      Επιπλέον, καθόσον προβλέπει ότι η ένδειξη «edam» μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιείται για την εμπορία τυριών, ο εν λόγω κανονισμός δεν επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση των μελών της προσφεύγουσας (βλ. επ’ αυτού, όσον αφορά μιαν άλλη ΠΓΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 2009, C‑343/07, Bavaria και Bavaria Italia, Συλλογή 2009, σ. I‑5491, σκέψεις 41 έως 45).

32      Όσον αφορά την περίσταση που προβάλλει η προσφεύγουσα, απαντώντας στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκθέτει τα μέλη της στον κίνδυνο ασκήσεως αγωγών σε βάρος τους λόγω της χρήσεως της ενδείξεως «edam», πρέπει να υπομνησθεί ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις για να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 2010, T‑189/08, Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1039, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Στο πλαίσιο αυτό, το έννομο συμφέρον μπορεί να συνάγεται από την ύπαρξη αποδεδειγμένου κινδύνου προσβολής της νομικής καταστάσεως του προσφεύγοντος από την άσκηση αγωγών εναντίον του ή ακόμη από το ότι ο εν λόγω κίνδυνος είναι γεγενημένος και ενεστώς κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 2008, T‑309/04, T‑317/04, T‑329/04 και T‑336/04, TV 2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2935, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Εν προκειμένω, αρκεί να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα απλώς προβάλλει ισχυρισμούς επ’ αυτού, χωρίς να προσκομίζει κανένα στοιχείο που να πιστοποιεί ότι ο προβαλλόμενος κίνδυνος είναι αποδεδειγμένος ή γεγενημένος και ενεστώς κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγήσ. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

35      Δεύτερον, όσον αφορά την περίσταση ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνεπάγεται τον κίνδυνο να λογίζονται ως αντίθετες προς τον κανονισμό 510/2006 ορισμένες συσκευασίες περιλαμβάνουσες την ένδειξη «edam», χρησιμοποιούμενες με εικονιστικά στοιχεία που παραπέμπουν στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η προσφεύγουσα προβάλλει και πάλι απλώς ισχυρισμούς που δεν αποδεικνύουν ότι ο προβαλλόμενος κίνδυνος είναι αποδεδειγμένος ή γεγενημένος και ενεστώς κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής.

36      Επιπροσθέτως, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει η επισήμανση ενός τροφίμου να είναι τέτοιας φύσεως ώστε να παραπλανά τον καταναλωτή, ιδίως όσον αφορά την καταγωγή ή την προέλευση του τροφίμου αυτού [βλ., συναφώς, τη γενική αρχή την οποία θέτει το άρθρο 16 του κανονισμού (EK) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31, σ. 1)· βλ. επίσης, ειδικότερα, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, περίπτωση i, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων (ΕΕ L 109, σ. 29)].

37      Η προσφεύγουσα αναγνώρισε εξάλλου, με την απάντησή της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ότι οι διατάξεις περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 36 ανωτέρω αποσκοπούν στο «να εμποδίσουν την παραπλάνση του καταναλωτή, λόγω, ιδίως, της χρήσεως της ενδείξεως “Edam” μαζί με αναφορές [στις Κάτω Χώρες]».

38      Ως εκ τούτου, η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν θα παρείχε συναφώς κανένα όφελος στα μέλη της προσφεύγουσας, υπό την έννοια ότι μια τέτοια ακύρωση δεν θα αναιρούσε την επιβαλλόμενη από το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωση να μην παραπλανάται ο καταναλωτής όσον αφορά την καταγωγή ή την προέλευση των τροφίμων (βλ., επ’ αυτού, όσον αφορά μια προϋφιστάμενη νομική υποχρέωση, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 2007, T‑212/02, Commune de Champagne κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑2017, σκέψη 132).

39      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο οι οικονομικές δραστηριότητες των μελών της προσφεύγουσας παρεμποδίζονται επειδή οι επιχειρήσεις του γαλακτοκομικού τομέα δεν θα μπορούν πλέον να πωλούν γάλα παραγόμενο στη Γερμανία για την παρασκευή τυριού edam holland, αυτό στηρίζεται απλώς σε αναπόδεικτους ισχυρισμούσ. Ειδικότερα, ερωτηθείσα συναφώς στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η προσφεύγουσα παραδέχθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι, ακόμα και αν όντως είχαν πραγματοποιηθεί πωλήσεις γάλακτος από τα μέλη της με προορισμό τις Κάτω Χώρες, δεν ήταν δυνατός ο ακριβής προσδιορισμός του τρόπου χρησιμοποιήσεώς του. Κατά συνέπεια, το προβαλλόμενο συναφώς επιχείρημα δεν ευσταθεί.

40      Όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας, που περιλαμβάνεται στην απάντησή της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, κατά το οποίο η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες διάδικοι πρέπει να υποχρεωθούν να αποδείξουν ότι το πωλούμενο στις Κάτω Χώρες γερμανικό γάλα δεν χρησιμοποιείται για την παραγωγή τυριού edam, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, καθόσον εναπόκειται στην ίδια την προσφεύγουσα να αποδείξει το έννομο συμφέρον της.

41      Εν πάση περιπτώσει, βάσει του άρθρου 2 του καταστατικού της προσφεύγουσας, η ένωση αυτή έχει ως σκοπό, προς το συμφέρον των επιχειρήσεων μεταποιήσεως γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων που είναι μέλη της, να ενεργεί δικαστικώς και εξωδικαστικώς όσον αφορά, ιδίως, την προβολή ενστάσεων κατά της καταχωρίσεως ονομασιών προελεύσεως δυνάμει των κανόνων της Ένωσησ. Το σημείο 3 του εσωτερικού κανονισμού της προσφεύγουσας, που υιοθετήθηκε βάσει του ως άνω καταστατικού, ορίζει περαιτέρω ότι η προσφεύγουσα «ενεργεί μόνον όταν τα μέλη της υποβάλλουν αιτήσεις καταχωρίσεως ή απορρίψεως/αρνήσεως καταχωρίσεως». Εντούτοις, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα μέλη της προσφεύγουσας που υπέβαλαν αιτήσεις σχετικές με απόρριψη ή άρνηση καταχωρίσεως μέσω της ιδίας είναι επιχειρήσεις παραγωγής ή εμπορίας τυριού edam, όπως προκύπτει από την ένσταση που κατατέθηκε στις γερμανικές αρχές και από την εκ μέρους της προσφεύγουσας ανάπτυξη της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Οι γαλακτοπαραγωγοί, ενδεχομένως μέλη της προσφεύγουσας, δεν υπέβαλαν ένσταση, στο πλαίσιο αυτό, κατά της καταχωρίσεως της εν λόγω ΠΓΕ. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να παραστεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προς εκπροσώπηση των συμφερόντων ορισμένων από τα μέλη της που δεν υπέβαλαν αιτήματα απορρίψεως ή αρνήσεως καταχωρίσεως της εν λόγω ΠΓΕ.

42      Tέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι έχει ίδιο έννομο συμφέρον λόγω της απορρίψεως της ενστάσεώς της από την Επιτροπή, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται επί εσφαλμένης βάσεωσ. Ειδικότερα, προκύπτει σαφώς από τα έγγραφα της δικογραφίας ότι η Επιτροπή έκρινε παραδεκτή την ένσταση μόνον της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας –και όχι της προσφεύγουσας– (αιτιολογική σκέψη 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το συμπέρασμα αυτό στο πλαίσιο της προσφυγήσ. Εξάλλου, μόνον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας –και όχι η προσφεύγουσα– κλήθηκε από την Επιτροπή να προβεί σε κατάλληλες διαβουλεύσεις με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 5, του κανονισμού 510/2006. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν αναγνώρισε την προσφεύγουσα ως «ενδιαφερόμενο», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το συμπέρασμα αυτό στο πλαίσιο της προσφυγήσ. Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλλει ότι η Επιτροπή απέρριψε, εν προκειμένω, την ένστασή τησ. Κατά τα λοιπά, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 510/2006 προβλέπει ότι τα έχοντα έννομο συμφέρον φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα ή διαμένουν σε κράτος μέλος μπορούν να υποβάλλουν ένσταση κατά της σκοπούμενης καταχωρίσεως καταθέτοντας δεόντως αιτιολογημένη δήλωση στο κράτος μέλος αυτό εντός προθεσμίας η οποία επιτρέπει την υποβολή ενστάσεως σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου. Το δε άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 510/2006 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «κάθε κράτος μέλος» μπορεί να υποβάλλει ένσταση κατά της προτεινόμενης καταχωρίσεως καταθέτοντας δεόντως αιτιολογημένη δήλωση στην Επιτροπή. Εξ αυτού προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα κατ’ ουσίαν με τα υπομνήματά της, τα έχοντα έννομο συμφέρον φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα ή διαμένουν εντός κράτους μέλους δεν έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν απευθείας ένσταση στην Επιτροπή (βλ., επ’ αυτού, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑35/06, Honig Verband κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑2865, σκέψη 51).

43      Πέμπτον, όσον αφορά το γεγονός που προβάλλει η προσφεύγουσα με την απάντησή της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ότι οι παραγωγοί που δικαιούνται να χρησιμοποιούν τη σχετική με την εν λόγω ΠΓΕ ετικέτα ποιότητας έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα μέλη της, για μια ακόμη φορά απλώς προβάλλει ισχυρισμούς χωρίς να προσκομίζει καμία σχετική απόδειξη. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα προϊόντα των μελών της βρίσκονται όντως σε ανταγωνισμό με τα προϊόντα που μπορούν να φέρουν την εν λόγω ΠΓΕ ή ότι τα προϊόντα τα οποία η προσφεύγουσα εκτιμά ως ανταγωνιστικά απολαύουν οπωσδήποτε, λόγω της προαναφερθείσας ετικέτας ποιότητας, ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.

44      Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί από τον κανονισμό 510/2006 ότι αυτός είχε ως αντικείμενο να παράσχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους παραγωγούς προϊόντων που δικαιούνται να φέρουν ΠΓΕ. Ειδικότερα, ο κανονισμός 510/2006 αποσκοπούσε απλώς, μεταξύ άλλων σκοπών, στην επίτευξη «δίκαιου ανταγωνισμού» μεταξύ των παραγωγών προϊόντων που φέρουν τις ενδείξεις προελεύσεως (αιτιολογική σκέψη 6 του εν λόγω κανονισμού). Επομένως, και ελλείψει πιο εμπεριστατωμένων στοιχείων, το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

45      Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά την κατάργηση ενός δικαιώματος που είχαν ενδεχομένως τα μέλη της προσφεύγουσας, αλλά τη χορήγηση ενός νέου δικαιώματος σε όλους τους επιχειρηματίες, περιλαμβανομένων των μελών της προσφεύγουσας αν το επιθυμούν, τα προϊόντα των οποίων είναι σύμφωνα προς τις προδιαγραφές που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμόσ. Επομένως, η περίσταση που προβάλλει η προσφεύγουσα αφορά απλώς πραγματικά περιστατικά, από τα οποία δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη κάποιου δυσμενούς αποτελέσματος λόγω του προσβαλλόμενου κανονισμού για τη νομική κατάσταση των μελών της (βλ., επ’ αυτού, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2013, T‑13/12, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, σκέψεις 38 και 39).

46      Ακόμη, η περίσταση που προβάλλει η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει, πλην εξαιρετικών συνθηκών, ότι πληρούται η προϋπόθεση να αφορά η προσβαλλόμενη πράξη άμεσα τα εν λόγω μέλη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1969, 10/68 και 18/68, Eridania κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969‑1971, σ. 159, σκέψη 7· διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Φεβρουαρίου 1998, T‑189/97, Comité d’entreprise de la Société française de production κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑335, σκέψη 48, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑343/10, Etimine και Etiproducts κατά ΕΟΧΠ, Συλλογή 2011, σ. II‑6611, σκέψη 41). Επομένως, και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει ότι συντρέχουν εξαιρετικές συνθήκες, βάσει του επιχειρήματος αυτού δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τα μέλη της προσφεύγουσας.

47      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω στοιχείων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, εκτός από τα δικά της έξοδα, και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα αυτής.

49      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φέρει τα δικαστικά του έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίασ. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η NZO φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η Schutzgemeinschaft Milch und Milcherzeugnisse eV φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Nederlandse Zuivelorganisatie φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 3 Σεπτεμβρίου 2014.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      S. Frimodt Nielsen


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.