Language of document : ECLI:EU:T:2023:66

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 15ης Φεβρουαρίου 2023 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Λευκορωσία – Κατάλογοι των προσώπων, οντοτήτων και φορέων εις βάρος των οποίων ισχύει η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων – Καταχώριση και διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους καταλόγους – Έννοια του προσώπου “που ευθύνεται για τα κατασταλτικά μέτρα” – Σφάλμα εκτιμήσεως – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T-536/21,

Belaeronavigatsia, με έδρα το Μινσκ (Λευκορωσία), εκπροσωπούμενη από τον M. Michalauskas, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον R. Meyer και την S. Van Overmeire,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον C. Giolito και την M. Carpus Carcea,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Svenningsen, πρόεδρο, J. Laitenberger και M. Stancu (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: H. Eriksson, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Νοεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Belaeronavigatsia ζητεί την ακύρωση της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2021/1001 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2021, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 2012/642/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Λευκορωσία (ΕΕ 2021, L 219 I, σ. 67), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2021, περί εφαρμογής του άρθρου 8α, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2006 σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά τη Λευκορωσία (ΕΕ 2021, L 219 I, σ. 55) (στο εξής, από κοινού: αρχικές πράξεις), της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2022/307 του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2022, για την τροποποίηση της απόφασης 2012/642/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Λευκορωσία (ΕΕ 2022, L 46, σ. 97), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2022/300 του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2022, για την εφαρμογή του άρθρου 8α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2006 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Λευκορωσία (ΕΕ 2022, L 46, σ. 3) (στο εξής, από κοινού: πράξεις περί διατηρήσεως), καθόσον οι εν λόγω πράξεις (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις) την αφορούν.

 Ιστορικό της διαφοράς και μεταγενέστερα της ασκήσεως προσφυγής πραγματικά περιστατικά

2        Η προσφεύγουσα, Belaeronavigatsia, είναι η κρατική επιχείρηση της Λευκορωσίας που δραστηριοποιείται στη ρύθμιση του εναέριου χώρου και στην παροχή βοήθειας στην εναέρια κυκλοφορία στη Λευκορωσία.

3        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που έλαβε η Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2004 λόγω της κατάστασης στη Λευκορωσία όσον αφορά τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ειδικότερα, συνδέεται με την επίταση της εμμένουσας καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της βίαιης καταστολής των αντιφρονούντων προς το καθεστώς του προέδρου Λουκασένκο μετά τις προεδρικές εκλογές της 9ης Αυγούστου 2020, οι οποίες κρίθηκαν από την Ένωση ως ασυμβίβαστες προς τα διεθνή πρότυπα.

4        Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε, αφενός, στις 18 Μαΐου 2006, βάσει των άρθρων [75 και 215 ΣΛΕΕ], τον κανονισμό (ΕΚ) 765/2006 σχετικά με περιοριστικά μέτρα εις βάρος του Προέδρου Λουκασένκο και ορισμένων αξιωματούχων της Λευκορωσίας (ΕΕ 2006, L 134, σ. 1) και, αφετέρου, στις 15 Οκτωβρίου 2012, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση 2012/642/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Λευκορωσίας (ΕΕ 2012, L 285, σ. 1).

5        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης 2012/642 και το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 765/2006, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1014/2012 του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2012, το οποίο παραπέμπει στο πρώτο άρθρο, δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που ευρίσκονται στην ιδιοκτησία, την κατοχή ή ελέγχονται από, μεταξύ άλλων, πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που ευθύνονται για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή άσκηση βίας εις βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, ή των οποίων οι δραστηριότητες υποσκάπτουν σοβαρά, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τη δημοκρατία ή το κράτος δικαίου στη Λευκορωσία (στο εξής: επίμαχο γενικό κριτήριο).

6        Η επωνυμία της προσφεύγουσας καταχωρίστηκε με τις αρχικές πράξεις στους καταλόγους των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών τους οποίους αφορούν τα περιοριστικά μέτρα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της απόφασης 2012/642 και στο παράρτημα I του κανονισμού 765/2006 (στο εξής, από κοινού: επίμαχοι κατάλογοι).

7        Στις αρχικές πράξεις, το Συμβούλιο δικαιολόγησε την καταχώριση της επωνυμίας της προσφεύγουσας στους επίμαχους καταλόγους ως εξής:

«Η υπό κρατική ιδιοκτησία επιχείρηση BELAERONAVIGATSIA είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας της Λευκορωσίας. Επομένως, φέρει ευθύνη για την εκτροπή της [πτήσης FR4978] προς το αεροδρόμιο του Μινσκ χωρίς την κατάλληλη αιτιολογία στις 23 Μαΐου 2021. Πρόκειται για απόφαση πολιτικής σκοπιμότητας με στόχο τη σύλληψη και κράτηση του δημοσιογράφου της αντιπολίτευσης Raman Pratasevich και της Sofia Sapega και αποτελεί μορφή καταστολής κατά της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στη Λευκορωσία.

Κατά συνέπεια, η υπό κρατική ιδιοκτησία επιχείρηση BELAERONAVIGATSIA είναι υπεύθυνη για την καταστολή σε βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.»

8        Με επιστολή της 22ας Ιουνίου 2021, το Συμβούλιο κοινοποίησε ατομικώς στην προσφεύγουσα την καταχώριση της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους, επισυνάπτοντας αντίγραφο των αρχικών πράξεων. Με την επιστολή αυτή το Συμβούλιο ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι είχε τη δυνατότητα να ζητήσει την επανεξέταση της απόφασης περί καταχωρίσεως της επωνυμίας της στους καταλόγους και να προσβάλει την απόφαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

9        Με επιστολή της 3ης Νοεμβρίου 2021, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την καταχώριση της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους και ζήτησε από το Συμβούλιο να προβεί σε επανεξέταση της απόφασης περί καταχωρίσεως.

10      Με επιστολή της 17ης Ιανουαρίου 2022, το Συμβούλιο απάντησε στην αίτηση επανεξετάσεως της προσφεύγουσας και της διαβίβασε το έγγραφο WK 15389/2021 INIT. Με την ίδια επιστολή ενημέρωσε την προσφεύγουσα, αφενός, για την πρόθεσή του να διατηρήσει την επωνυμία της στους επίμαχους καταλόγους και, αφετέρου, για τη δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων συναφώς μέχρι τις 2 Φεβρουαρίου 2022.

11      Με επιστολές της 26ης Ιανουαρίου και της 1ης Φεβρουαρίου 2022, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τη σημασία των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν συγκεντρωθεί στο έγγραφο WK 15389/2021 INIT και ζήτησε από το Συμβούλιο να επανεξετάσει την καταχώριση της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους.

12      Με τις πράξεις περί διατηρήσεως, η καταχώριση της επωνυμίας της προσφεύγουσας στους επίμαχους καταλόγους διατηρήθηκε μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2023, η δε αιτιολόγηση της διατήρησης αυτής έχει ως εξής:

«Η κρατική επιχείρηση Belaeronavigatsia είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας της Λευκορωσίας. Επομένως, φέρει ευθύνη για την εκτροπή της [πτήσης FR4978] προς το αεροδρόμιο του Μινσκ χωρίς την κατάλληλη αιτιολογία στις 23 Μαΐου 2021. Αυτή η απόφαση πολιτικής σκοπιμότητας ελήφθη με στόχο τη σύλληψη και κράτηση του δημοσιογράφου της αντιπολίτευσης Raman Pratasevich και της Sofia Sapega και αποτελεί μορφή καταστολής κατά της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στη Λευκορωσία.

Κατά συνέπεια, η κρατική επιχείρηση Belaeronavigatsia είναι υπεύθυνη για την καταστολή σε βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.»

13      Με επιστολή της 25ης Φεβρουαρίου 2022, το Συμβούλιο απάντησε στις προαναφερθείσες στη σκέψη 11 επιστολές της προσφεύγουσας και της διαβίβασε τα έγγραφα WK 1795/2022 INIT και WK 1795/2022 ADD 1. Με την ίδια επιστολή, το Συμβούλιο ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την απόφασή του να διατηρήσει την επωνυμία της στους επίμαχους καταλόγους.

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Με την προσφυγή της, η οποία ασκήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 2021, η προσφεύγουσα προσέβαλε καταρχάς τις αρχικές πράξεις κατά το μέρος που την αφορούν. Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Μαΐου 2022, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της ώστε να καλύπτουν και τις πράξεις περί διατηρήσεως, καθόσον την αφορούν.

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις κατά το μέρος που την αφορούν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

16      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται σε σφάλμα εκτιμήσεως και ο δεύτερος σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται σφάλμα εκτιμήσεως

18      Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι θεώρησε το επίμαχο γενικό κριτήριο ως αντικειμενικό κριτήριο, το οποίο δεν απαιτούσε να αποδειχθεί ότι το πρόσωπο ή η οντότητα που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα είχε την πρόθεση να συμμετάσχει στην τελεσθείσα πράξη καταστολής. Συναφώς, χωρίς να προβάλει τον παράνομο χαρακτήρα του επίμαχου γενικού κριτηρίου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι η έκφραση «που ευθύνονται […] για άσκηση βίας» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης 2012/642 και η έκφραση «που ευθύνονται […] για τα κατασταλτικά μέτρα» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 765/2006 καταδεικνύουν ότι το εν λόγω κριτήριο προϋποθέτει την ύπαρξη του στοιχείου της πρόθεσης και, επομένως, πρέπει να αποδειχθεί ότι το πρόσωπο ή η οντότητα που υπόκειται στα περιοριστικά μέτρα είχε την πρόθεση να συμμετάσχει στην πράξη καταστολής που της προσάπτεται.

19      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο όχι μόνον δεν μπορούσε να αρκεστεί στην απόδειξη του αντικειμενικού καταλογισμού ως προς την εκτροπή της πτήσης FR4978 προς το αεροδρόμιο του Μινσκ (Λευκορωσία) στις 23 Μαΐου 2021, αλλά και ότι όφειλε επιπλέον να αποδείξει ότι συνέτρεχε το στοιχείο της πρόθεσης, ήτοι ότι η προσφεύγουσα σκοπίμως συμμετείχε με τις πράξεις της στην καταστολή εις βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Ισχυρίζεται δε ότι, ελλείψει τέτοιας απόδειξης, το Συμβούλιο δεν μπορεί να θεωρήσει ότι υπάρχει επαρκής πραγματική βάση για να αποδειχθεί η πρόθεση της προσφεύγουσας να μετάσχει στην καταστολή εις βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.

20      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι οι ενέργειές της δεν υπαγορεύθηκαν από πολιτική σκοπιμότητα, αλλά, αντιθέτως, από τις υποχρεώσεις που υπέχει στον τομέα της εναέριας ασφάλειας ως κρατική επιχείρηση επιφορτισμένη με τη ρύθμιση του εναέριου χώρου και την παροχή βοήθειας στην εναέρια κυκλοφορία σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες είναι μέρος η Λευκορωσία. Συνεπώς, η προσφεύγουσα ενήργησε σύμφωνα με τη Σύμβαση για την καταστολή παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας, η οποία συνήφθη στο Μόντρεαλ (Καναδάς) στις 23 Σεπτεμβρίου 1971, και τη Σύμβαση για τη διεθνή πολιτική αεροπορία, η οποία συνήφθη στο Σικάγο (Ηνωμένες Πολιτείες) στις 7 Δεκεμβρίου 1944.

21      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μπορούσε να έχει χειραγωγηθεί από τις υπηρεσίες εκτός της επιχείρησής της, οι οποίες την ενημέρωσαν για την παρουσία βόμβας στην πτήση FR4978, καθώς και ότι, καθόσον δεν είχε στην κατοχή της τον κατάλογο των επιβατών, δεν είχε λόγους να υποπτευθεί τέτοια χειραγώγηση. Το γεγονός, το οποίο αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, ότι το αεροδρόμιο του Μινσκ έλαβε το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για την απειλή βόμβας 24 λεπτά μετά την κοινοποίησή του στον πιλότο της πτήσης FR4978, δεν αποκλείει την καλή της πίστη, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, ενήργησε αποκλειστικά βάσει των πληροφοριών που έλαβε από τις υπηρεσίες ασφαλείας του αεροδρομίου του Μινσκ. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την εκτροπή της πτήσης FR4978, καθόσον η ίδια μόνον σύσταση απηύθυνε στον πιλότο και ήταν αυτός που έλαβε την απόφαση να προσγειώσει το αεροσκάφος στη Λευκορωσία.

22      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

23      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης 2012/642 και το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 765/2006, δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία, κατοχή ή ελέγχονται από, μεταξύ άλλων, πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που ευθύνονται για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή την καταστολή εις βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, ή των οποίων οι δραστηριότητες υποσκάπτουν σοβαρά καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη δημοκρατία ή το κράτος δικαίου στη Λευκορωσία.

24      Όσον αφορά τον χαρακτήρα του επίμαχου γενικού κριτηρίου, διαπιστώνεται ότι η έννοια της έκφρασης «που ευθύνονται […] για άσκηση βίας» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης 2012/642 και της έκφρασης «που ευθύνονται […] για τα κατασταλτικά μέτρα» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 765/2006, δεν ορίζεται ούτε από τις διατάξεις αυτές ούτε από άλλες διατάξεις της απόφασης 2012/642 ή του κανονισμού 765/2006.

25      Κατά συνέπεια, η σημασία και το περιεχόμενο των ανωτέρω εκφράσεων πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθομιλουμένη, λαμβανομένου ταυτοχρόνως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2005, EasyCar, C-336/03, EU:C:2005:150, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 7ης Μαΐου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, T-239/17, EU:T:2019:289, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Συναφώς, πρώτον, διαπιστώνεται ότι, στην καθομιλουμένη, ως «υπεύθυνος» νοείται εκείνος ή εκείνη του οποίου/της οποίας οι πράξεις και/ή οι δραστηριότητες οδήγησαν σε συνέπεια την οποία αυτός/ή γνωρίζει ή δεν μπορεί ευλόγως να αγνοεί.

27      Δεύτερον, από το πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιούνται οι εκφράσεις «υπεύθυνοι για άσκηση βίας» και «υπεύθυνοι για τα κατασταλτικά μέτρα», και ιδίως από τη χρήση της διατύπωσης, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης 2012/642 και στο άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 765/2006 αντίστοιχα, «πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που ευθύνονται […] για [την] άσκηση βίας εις βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, ή των οποίων οι δραστηριότητες υποσκάπτουν σοβαρά, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τη δημοκρατία ή το κράτος δικαίου στη Λευκορωσία, προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να εμπίπτει εν γένει στο επίμαχο γενικό κριτήριο οποιοδήποτε πρόσωπο, οντότητα ή φορέας του οποίου οι δραστηριότητες υποσκάπτουν σοβαρά τη δημοκρατία ή το κράτος δικαίου στη Λευκορωσία. Επιπλέον, η χρήση του λεκτικού συμπλέγματος «καθ’ οιονδήποτε τρόπο» στο δεύτερο μέρος των εν λόγω διατάξεων καταδεικνύει την πρόθεση του νομοθέτη να θεωρηθεί η καταστολή σε βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης ως μορφή δραστηριότητας που υποσκάπτει σοβαρά τη δημοκρατία ή το κράτος δικαίου στη Λευκορωσία. Τέλος, η χρήση του όρου «δραστηριότητες» υποδηλώνει την πρόθεση του νομοθέτη να εμπίπτουν στο ανωτέρω κριτήριο τα πρόσωπα, οι οντότητες ή οι φορείς των οποίων οι δραστηριότητες υποσκάπτουν σοβαρά τη δημοκρατία ή το κράτος δικαίου στη Λευκορωσία για τον λόγο ότι οι δραστηριότητες αυτές συμβάλλουν στην υπόσκαψη της δημοκρατίας, ανεξάρτητα από την ύπαρξη του στοιχείου της πρόθεσης.

28      Τρίτον, όσον αφορά τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκουν η απόφαση 2012/642 και ο κανονισμός 765/2006, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι κατά το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ, η εδραίωση και η στήριξη της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των αρχών του διεθνούς δικαίου στη διεθνή σκηνή αποτελούν έναν από τους σκοπούς της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).

29      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1 της απόφασης 2012/642, τα περιοριστικά μέτρα κατά της Λευκορωσίας ελήφθησαν λόγω της εμμένουσας παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στη χώρα αυτή. Τα εν λόγω μέτρα αποσκοπούν στην άσκηση πίεσης στο καθεστώς του Προέδρου Λουκασένκο προκειμένου αυτός να θέσει τέλος στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την καταστολή εις βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.

30      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσέγγιση που συνίσταται στην στοχοποίηση προσώπων, οντοτήτων και φορέων των οποίων οι πράξεις και/ή οι δραστηριότητες συμβάλλουν στην καταστολή εις βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης ανταποκρίνεται κατά τρόπο συνεκτικό στον σκοπό που μνημονεύεται στη σκέψη 29 ανωτέρω και, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απρόσφορη υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 147). Συγκεκριμένα, οι πράξεις και/ή οι δραστηριότητες που συμβάλλουν στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην καταστολή της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης πρέπει να παύουν τόσο στην περίπτωση κατά την οποία τελέστηκαν εκ προθέσεως όσο και στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να διαπιστωθεί η πρόθεση των δραστών.

31      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το επίμαχο γενικό κριτήριο έχει την έννοια ότι υπεύθυνοι για την καταστολή εις βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης είναι τα πρόσωπα, οι οντότητες ή οι φορείς των οποίων οι πράξεις και/ή οι δραστηριότητες συμβάλλουν στην εν λόγω καταστολή, ανεξαρτήτως της προθέσεώς τους, εφόσον γνωρίζουν ή δεν μπορούν ευλόγως να αγνοούν τις συνέπειες που απορρέουν από τις πράξεις και/ή τις δραστηριότητές τους.

32      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα περιοριστικά μέτρα δεν συνιστούν μέτρα τιμωρητικού χαρακτήρα για τα οποία απαιτείται να αποδειχθεί πρόθεση του προσώπου που προέβη στις επίμαχες πράξεις και/ή δραστηριότητες.

33      Συγκεκριμένα, η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δεν συνιστά διοικητική κύρωση ούτε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

34      Πρώτον, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν προσδίδει ποινικό χαρακτήρα στα περιοριστικά μέτρα δέσμευσης κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που λαμβάνονται σε βάρος προσώπου, οντότητας ή φορέα βάσει διατάξεων σχετικών με την ΚΕΠΠΑ. Πράγματι, πρόκειται περί στοχευμένων προληπτικών μέτρων τα οποία αποσκοπούν, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ, στην εδραίωση και στήριξη της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των αρχών του διεθνούς δικαίου στη διεθνή σκηνή.

35      Δεύτερον, οι διατάξεις της απόφασης 2012/642 για τη θέσπιση του καθεστώτος δέσμευσης κεφαλαίων και οικονομικών πόρων κατά της Λευκορωσίας δεν αποσκοπούν ούτε στο να τιμωρήσουν ούτε στο να εμποδίσουν την επανάληψη οιασδήποτε συμπεριφοράς. Μοναδικό τους αντικείμενο είναι να διατηρηθούν τα περιουσιακά στοιχεία προσώπων, οντοτήτων και φορέων που εμπίπτουν στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης 2012/642, σύμφωνα με τους σκοπούς που μνημονεύονται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Εzz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T-256/11, EU:T:2014:93, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, τα κεφάλαια και τα περιουσιακά στοιχεία των ενδιαφερομένων δεν δημεύονται, αλλά υπόκεινται σε συντηρητική δέσμευση.

36      Τρίτον, τα αποτελέσματα των διατάξεων αυτών είναι χρονικά περιορισμένα και ανακλητά. Η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που προβλέπουν εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 8 της απόφασης 2012/642, για συγκεκριμένη περίοδο, το δε Συμβούλιο, το οποίο εξασφαλίζει τη διαρκή της επανεξέταση, δύναται ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει την άρση της.

37      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το επίμαχο γενικό κριτήριο αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο συνδεόμενο με τις πράξεις και/ή τις δραστηριότητες του προσώπου το οποίο υπόκειται στα περιοριστικά μέτρα, ενώ δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο είχε την πρόθεση να συμμετάσχει, με τις επίμαχες πράξεις και/ή δραστηριότητες, στην καταστολή της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στη Λευκορωσία.

38      Επομένως, εν προκειμένω, αρκεί ο φάκελος του Συμβουλίου να περιλαμβάνει δέσμη αρκούντως συγκεκριμένων, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων από τις οποίες να προκύπτει ότι οι πράξεις που προσάπτονται στην προσφεύγουσα κατά την εκτροπή της πτήσης FR4978 συνέβαλαν στην καταστολή της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στη Λευκορωσία και ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ή δεν μπορούσε ευλόγως να αγνοεί αυτή τη συνέπεια των πράξεών της.

39      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ούτε το γεγονός ότι η πράξη που της προσάπτεται συνιστά, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, μεμονωμένη πράξη ούτε το γεγονός ότι αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου επιφορτισμένο με τη ρύθμιση του εναέριου χώρου και την παροχή βοήθειας στην εναέρια κυκλοφορία στη Λευκορωσία μπορούν να έχουν συνέπειες ως προς την έκταση του δικαστικού ελέγχου και ως προς το βάρος αποδείξεως που φέρει το Συμβούλιο, δοθέντος ότι ούτε το άρθρο 29 ΣΕΕ ούτε το άρθρο 215 ΣΛΕΕ αλλά ούτε και οι προσβαλλόμενες πράξεις που θεσπίστηκαν δυνάμει των διατάξεων αυτών διακρίνουν ως προς τον μεμονωμένο ή επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα των επικρινόμενων πράξεων και/ή των δραστηριοτήτων ή ως προς τη φύση των πράξεων και/ή των δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώπων επί των οποίων μπορούν να επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα.

40      Όσον αφορά την έκταση του εν λόγω ελέγχου, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη επιβάλλει στον δικαστή της Ένωσης να βεβαιώνεται ότι η απόφαση με την οποία ελήφθησαν ή διατηρήθηκαν περιοριστικά μέτρα και η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή την ενδιαφερόμενη οντότητα, στηρίζεται σε επαρκώς στέρεα πραγματική βάση (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 119). Η εκτίμηση περί του ότι τα πραγματικά στοιχεία που έλαβε υπόψη το Συμβούλιο είναι αρκούντως βάσιμα πρέπει να πραγματοποιείται με την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών όχι μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται. Πράγματι, το Συμβούλιο ανταποκρίνεται στο βάρος αποδείξεως που φέρει εφόσον προβάλλει ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης δέσμη αρκούντως συγκεκριμένων, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη επαρκούς συνδέσμου μεταξύ της υποκείμενης σε μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων οντότητας και του καθεστώτος ή, εν γένει, των καταστάσεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν (βλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Badica και Kardiam κατά Συμβουλίου, Τ‑619/15, EU:T:2017:532, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η προσφεύγουσα, αφενός, είναι η κρατική επιχείρηση της Λευκορωσίας που είναι επιφορτισμένη με τη ρύθμιση του εναέριου χώρου και την παροχή βοήθειας στην εναέρια κυκλοφορία και, αφετέρου, ότι αυτή συνέστησε, μέσω του δικού της ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας που βρισκόταν σε επαφή με τον κυβερνήτη του αεροσκάφους στην πτήση FR4978 (στο εξής: ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας), την εκτροπή της πτήσης προς το αεροδρόμιο του Μινσκ και την προσγείωση του αεροσκάφους εκεί, γεγονός που κατέστησε δυνατή τη σύλληψη του δημοσιογράφου της αντιπολίτευσης Raman Pratassevitch και της Sofia Sapega από τις λευκορωσικές αρχές.

42      Συναφώς, πρέπει ιδίως να υπογραμμιστεί ότι η σύσταση περί εκτροπής της επίμαχης πτήσης προς το αεροδρόμιο του Μινσκ δεν προήλθε ούτε από την αεροπορική εταιρεία που εκτελούσε τη συγκεκριμένη πτήση ούτε από τα αεροδρόμια αναχώρησης ή άφιξης, αλλά αποκλειστικώς από την προσφεύγουσα, όπως προκύπτει από την απομαγνητοφώνηση της επικοινωνίας μεταξύ του κυβερνήτη στην πτήση FR4978 και του ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας, η οποία κοινοποιήθηκε από τις λευκορωσικές αρχές και της οποίας το περιεχόμενο αναπαράγεται σε άρθρο δημοσιευθέν στις 25 Μαΐου 2021 στον ιστότοπο Reuters, το οποίο συγκαταλέγεται στα αποδεικτικά στοιχεία του Συμβουλίου που έχουν συγκεντρωθεί στο έγγραφο WK 6825/2021 INIT και στα οποία στηρίζεται η καταχώριση της επωνυμίας της προσφεύγουσας στους επίμαχους καταλόγους με τις αρχικές πράξεις.

43      Εξάλλου, από διάφορα άρθρα του Τύπου που έχουν συγκεντρωθεί στο έγγραφο WK 6825/2021 INIT προκύπτει ότι η σύλληψη του δημοσιογράφου και αντιφρονούντος Raman Pratassevitch και της Sofia Sapega, οι οποίοι ήταν επιβάτες της πτήσης FR4978, οφείλεται στην εκτροπή της εν λόγω πτήσης.

44      Επομένως, οι πληροφορίες που διέθετε το Συμβούλιο κατά τον χρόνο έκδοσης των αρχικών πράξεων συνιστούν δέσμη αρκούντως συγκεκριμένων, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων που αποδεικνύουν ότι, χωρίς τη σύσταση της προσφεύγουσας να προσγειωθεί το αεροσκάφος στο αεροδρόμιο του Μινσκ, η πτήση FR4978 δεν θα είχε εκτραπεί προς το αεροδρόμιο αυτό και ότι η σύλληψη του δημοσιογράφου της αντιπολίτευσης Raman Pratassevitch και της Sofia Sapega οφείλεται στην εν λόγω εκτροπή.

45      Η σύλληψη αυτή συνιστά πράξη καταστολής εις βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει το Συμβούλιο, ο αντιφρονών δημοσιογράφος Raman Pratassevitch συνελήφθη επειδή κατηγορούνταν από τις λευκορωσικές αρχές για τρομοκρατία λόγω των δραστηριοτήτων του ως δημοσιογράφου και διαφωνούντος με το καθεστώς του Προέδρου Λουκασένκο. Επιπλέον, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει το Συμβούλιο προκύπτει ότι η σύλληψη πραγματοποιήθηκε μετά τις προεδρικές εκλογές της 9ης Αυγούστου 2020, οι οποίες κρίθηκαν από την Ένωση ως ασυμβίβαστες με τα διεθνή πρότυπα και ακολουθήθηκαν από επίταση της εμμένουσας καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της βίαιης καταστολής εις βάρος των διαφωνούντων με το καθεστώς του Προέδρου Λουκασένκο.

46      Όσον αφορά τη διατήρηση της καταχώρισης της επωνυμίας της προσφεύγουσας στους επίμαχους καταλόγους, διαπιστώνεται ότι οι πληροφορίες που κατέστησαν διαθέσιμες μετά την έκδοση των αρχικών πράξεων, ήτοι διάφορα άρθρα του Τύπου που περιλαμβάνονται στο έγγραφο WK 15389/2021 INIT, η προκαταρκτική έκθεση που δημοσιεύθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2022 από τον Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας (ΔΟΠΑ) κατόπιν μιας πρώτης έρευνας ως προς τα πραγματικά περιστατικά της αναγκαστικής προσγείωσης της πτήσης FR4978, η οποία περιλαμβάνεται και στα έγγραφα WK 1795/2022 INIT και WK 795/2022 INIT, καθώς και η μαρτυρία του ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας ενώπιον των πολωνικών δικαστικών αρχών και η απομαγνητοφώνηση από τον ίδιο των συζητήσεων που έλαβαν χώρα στον πύργο ελέγχου κατά την εκτροπή της πτήσης, όπως περιλαμβάνεται στο έγγραφο WK 1795/2022 ADD 1, απλώς επιβεβαιώνουν και αποσαφηνίζουν τα πραγματικά στοιχεία τα οποία ήταν διαθέσιμα κατά την έκδοση των αρχικών πράξεων. Συνεπώς, από τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για την απειλή βόμβας το οποίο έλαβε, μεταξύ άλλων, το αεροδρόμιο του Μινσκ, εστάλη –δήθεν από το κίνημα Hamas το οποίο γρήγορα διέψευσε ότι ήταν ο αποστολέας– μετά την ενημέρωση του κυβερνήτη για τη δήθεν απειλή. Επιπλέον, η προσφεύγουσα κήρυξε κατάσταση συναγερμού μόνον όταν ο κυβερνήτης εξέδωσε το σήμα κινδύνου «Mayday» και ενημέρωσε τον ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας για την απόφαση προσγείωσης στο αεροδρόμιο του Μινσκ.

47      Επιπλέον, σημειώνεται ότι, αν και δημοσιεύθηκε στις 19 Ιουλίου 2022, δηλαδή μετά την έκδοση των πράξεων περί διατηρήσεως, η τελική έκθεση του ΔΟΠΑ επιβεβαιώνει τις πληροφορίες που περιέχονται στην προκαταρκτική έκθεσή του της 7ης Ιανουαρίου 2022 (βλ., σχετικά με το αντιτάξιμο πληροφορίας που παρασχέθηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Souruh κατά Συμβουλίου, T-440/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:115, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι, πρώτον, θα μπορούσε να έχει χειραγωγηθεί από τις υπηρεσίες εκτός της επιχείρησής της, οι οποίες την ενημέρωσαν για την παρουσία βόμβας στην πτήση FR4978 και, δεύτερον, δεν είχε στην κατοχή της τον κατάλογο των επιβατών, συνεπώς, δεν είχε λόγους να υποπτευθεί τη χειραγώγηση, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, και ιδίως από τη μαρτυρία του ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας ενώπιον των πολωνικών δικαστικών αρχών, η οποία εξάλλου περιλήφθηκε στην οριστική έκθεση του ΔΟΠΑ της 19ης Ιουλίου 2022, τα διευθυντικά στελέχη και το οικείο προσωπικό της προσφεύγουσας είχαν πλήρη επίγνωση της συμμετοχής τους σε επιχείρηση με σκοπό την εκτροπή της πτήσης FR4978 προς το αεροδρόμιο του Μινσκ για λόγους που ουδόλως συνδέονταν με την ασφάλεια του εναέριου χώρου.

49      Κατ’ αρχάς, ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας δήλωσε ότι, πολύ πριν από την είσοδο της πτήσης FR4978 στον εναέριο χώρο της Λευκορωσίας, ο γενικός διευθυντής της προσφεύγουσας, συνοδευόμενος από άγνωστο πρόσωπο, για το οποίο η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ανήκε στην υπηρεσία για την ασφάλεια του Λευκορωσικού κράτους (KGB), ήλθαν για να μιλήσουν στον προϊστάμενό του και ότι, στη συνέχεια, ο τελευταίος τον ενημέρωσε ότι αναμενόταν να εισέλθει στον εναέριο χώρο της Λευκορωσίας αεροσκάφος με βόμβα, αλλά του απαγόρευσε να ειδοποιήσει αμέσως σχετικά το συγκεκριμένο αεροσκάφος, καθόσον υπήρχε κίνδυνος αυτό να προσγειωθεί στο πλησιέστερο αεροδρόμιο ή στον γειτονικό εναέριο χώρο στον οποίον βρισκόταν εκείνη τη στιγμή, εν προκειμένω, στην Ουκρανία.

50      Στη συνέχεια, ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας επισήμανε ότι ο προϊστάμενός του τον διέταξε να διαβιβάσει στον κυβερνήτη της πτήσης FR4978 την πληροφορία ότι βόμβα που βρισκόταν στο αεροσκάφος επρόκειτο να εκραγεί πάνω από το Βίλνιους (Λιθουανία) και ότι, στη συνέχεια, το άγνωστο πρόσωπο για το οποίο υποπτευόταν ότι ανήκε στην KGB παρέμενε αδιαλείπτως καθισμένο δίπλα του, υποδεικνύοντάς του πώς να απαντά στις ερωτήσεις του κυβερνήτη της πτήσης FR4978. Κατόπιν εντολής του προσώπου αυτού επισήμανε ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας στον κυβερνήτη ότι η πληροφορία περί βόμβας προερχόταν από τις υπηρεσίες ασφαλείας, ότι είχε σταλεί σχετικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ότι είχε κηρυχθεί κατάσταση κόκκινου συναγερμού. Αφού ο πιλότος εξέπεμψε το σήμα κινδύνου «Mayday» και άρχισε την κάθοδο προς το αεροδρόμιο του Μινσκ, το ανωτέρω πρόσωπο αντάλλαξε τηλεφωνικά μηνύματα με τρίτον στον οποίον επιβεβαίωσε ότι ο κυβερνήτης είχε λάβει την απόφαση να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Μινσκ.

51      Εξάλλου, από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι, λίγες ημέρες μετά την εκτροπή της πτήσης FR4978, ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας κλήθηκε στους χώρους της προσφεύγουσας, όπου οι ιεραρχικώς ανώτεροί του του ζήτησαν να τροποποιήσει τη δήλωσή του, ώστε να μην αποκαλύπτονται οι ανακολουθίες στη χρονολογική σειρά των γεγονότων.

52      Τέλος, από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι οι αμερικανικές αρχές διεξήγαγαν τη δική τους έρευνα, η οποία οδήγησε το σώμα ενόρκων (grand jury) του ομοσπονδιακού δικαστηρίου της νότιας περιφέρειας της Νέας Υόρκης (Ηνωμένες Πολιτείες) στη σύνταξη κατηγορητηρίου όσον αφορά την εκτροπή της πτήσης FR4978 εις βάρος τεσσάρων Λευκορώσων δημοσίων υπαλλήλων, ήτοι του γενικού διευθυντή και του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της προσφεύγουσας, καθώς και δύο πρακτόρων της KGB. Στο κατηγορητήριο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα πρόσωπα αυτά ήταν βασικοί συμμετέχοντες σε συνωμοσία με σκοπό την εκτροπή της πτήσης FR4978 προς το αεροδρόμιο του Μινσκ, ότι συνεργάστηκαν με το προσωπικό της προσφεύγουσας προκειμένου να διαβιβάσουν ψευδή απειλή βόμβας στην πτήση FR4978 με τον ίδιο σκοπό και ότι, εν συνεχεία, παραποίησαν εκθέσεις για να αποκρύψουν τις ενέργειές τους.

53      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων και της πολιτικής κατάστασης στη Λευκορωσία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η οποία χαρακτηριζόταν από επίταση της εμμένουσας καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της βίαιης καταστολής των διαφωνούντων με καθεστώς του Προέδρου Λουκασένκο μετά τις προεδρικές εκλογές της 9ης Αυγούστου 2020, οι οποίες κρίθηκαν ως ασυμβίβαστες με τα διεθνή πρότυπα, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε, ευλόγως τουλάχιστον, να αγνοεί ότι οι ενέργειές της για την εκτροπή της πτήσης FR4978 προς το Μινσκ για λόγους οι οποίοι ουδόλως συνδέονταν με την ασφάλεια του εναέριου χώρου συνέβαλαν στην καταστολή της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.

54      Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα, ως δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με τη ρύθμιση του εναέριου χώρου και την παροχή βοήθειας στην εναέρια κυκλοφορία στη Λευκορωσία, διά της εμπλοκής της στην εκτροπή της πτήσης FR4978, φέρει ευθύνη για την καταστολή της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στη Λευκορωσία.

55      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

56      Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 20 του Χάρτη, η συνεκτίμηση της αντικειμενικής συμμετοχής της προσφεύγουσας στην εκτροπή της πτήσης FR4978 θα έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα την αυτόματη επιβολή κυρώσεων σε όλους εκείνους των οποίων έχει αποδειχθεί ο οργανικός ρόλος, συμπεριλαμβανομένου του κυβερνήτη της εν λόγω πτήσης, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο παραμένει ελεύθερο να αξιολογεί, στο πλαίσιο της άσκησης των εξουσιών που του παρέχει η Συνθήκη ΛΕΕ, τα της θέσεως σε εφαρμογή των αποφάσεων που εκδίδονται σύμφωνα με τον τίτλο V, κεφάλαιο 2, της Συνθήκης ΛΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των προσώπων τα οποία υπόκεινται σε ενδεχόμενη λήψη ατομικών περιοριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T-35/10 και T-7/11, EU:T:2013:397, σκέψη 194).

57      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ερμηνεία του επίμαχου γενικού κριτηρίου που έγινε δεκτή στη σκέψη 31 ανωτέρω δεν συνεπάγεται ότι το κριτήριο αυτό αφορά κάθε πράξη ή/και δραστηριότητα που συμβάλλει κατά τρόπο ισοδύναμο στην καταστολή εις βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, ανεξαρτήτως του ουσιαστικού χαρακτηρισμού της. Ειδικότερα, ο αντικειμενικός χαρακτήρας του κριτηρίου πρέπει κατ’ ανάγκη να καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης 2012/642 και με το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 765/2006, τα οποία αναφέρονται μόνον στις πράξεις και/ή στις δραστηριότητες που μπορούν να χαρακτηριστούν ως πράξεις καταστολής, αποκλειομένων των πράξεων που ως εκ της φύσεώς τους δεν συνδέονται εγγενώς με την καταστολή της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.

58      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στηρίζεται στην απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2021, Ελεγκτικό Συνέδριο κατά Pinxten (C‑130/19, EU:C:2021:782), και σύμφωνα με το οποίο, αφενός, ορισμένοι μόνον από τους εκπροσώπους και προστηθέντες είχαν πράγματι εμπλακεί στην προαναφερθείσα εκτροπή και, αφετέρου, η κύρωση που επιβάλλεται στο υπαίτιο μέλος ενός οργανισμού δεν πρέπει να συμπαρασύρει αυτομάτως ολόκληρο τον οργανισμό, διαπιστώνεται ότι, όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο, είναι διαφορετική η φύση, αφενός, μιας πράξης την οποία τέλεσε υπάλληλος ή μέλος οργανισμού, ενεργών για δικό του συμφέρον, εις βάρος του οργανισμού στον οποίον ανήκει και, αφετέρου, πράξης όπως η επίδικη, την οποία τέλεσαν υπάλληλοι δημόσιου οργανισμού στο όνομά του και μετερχόμενοι τα μέσα και τα προνόμια του. Συνεπώς, το εν λόγω επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

59      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η λήψη περιοριστικών μέτρων πρέπει να στηρίζεται σε ισχυρισμούς περί συστηματικών καταπατήσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διαπιστώνεται ότι το επίμαχο γενικό κριτήριο δεν προβλέπει ότι μόνον οι πράξεις και/ή οι δραστηριότητες με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα δικαιολογούν τη λήψη περιοριστικών μέτρων. Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, η εκτροπή της πτήσης FR4978 με σκοπό τη σύλληψη του δημοσιογράφου και αντιφρονούντος Raman Pratassevitch και της Sofia Sapega δεν μπορεί να διαχωριστεί από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, ήτοι το πλαίσιο των προεδρικών εκλογών της 9ης Αυγούστου 2020, οι οποίες κρίθηκαν από την Ένωση ως ασυμβίβαστες με τα διεθνή πρότυπα και ακολουθήθηκαν από επίταση της εμμένουσας καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της βίαιης καταστολής των διαφωνούντων με το καθεστώς του Προέδρου Λουκασένκο.

60      Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο έλαβε περιοριστικά μέτρα κατά της προσφεύγουσας μολονότι ο ΔΟΠΑ δεν είχε ακόμη εκδώσει τα πορίσματά του και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν λάβει σχετικά μέτρα, διαπιστώνεται, όπως υποστηρίζει και το Συμβούλιο, ότι η αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για παράβαση τεκμαίρεται αθώο μέχρις αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο, δεν αντιτίθεται στη λήψη περιοριστικών μέτρων, καθόσον αυτά δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 34 και 35 ανωτέρω.

61      Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

62      Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

63      Πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας η επιβολή κυρώσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά τόσο στην προσφεύγουσα όσο και στο διευθυντικό στέλεχός της. Επιπλέον, ακόμη και αν έχουν διαπραχθεί παραπτώματα από μέλη του προσωπικού της, δεν πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις στην προσφεύγουσα, καθόσον αυτή δεν φέρει ευθύνη για ενέργειες που συνιστούν παραπτώματα δυνάμενα να διαχωριστούν από την υπηρεσία.

64      Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, τα ληφθέντα εις βάρος της περιοριστικά μέτρα ενέχουν τον κίνδυνο διακύβευσης της αποστολής της η οποία συνίσταται στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας σε διεθνές επίπεδο. Ειδικότερα, τα μέτρα αυτά μπορούν να την εμποδίσουν να καλύψει τις τρέχουσες δαπάνες της, να εξοφλήσει τα χρέη της έναντι διαφόρων οργανισμών και επιχειρήσεων και να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις που είναι αναγκαίες για τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών της.

65      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί η κατ’ εξαίρεση άδεια αποδέσμευσης, τη χορήγηση της οποίας προβλέπουν το άρθρο 3 του κανονισμού 765/2006, ο εκτελεστικός κανονισμός 2021/999 και το άρθρο 5 της απόφασης 2021/1001. Η αδυναμία εφαρμογής της συγκεκριμένης άδειας εξηγείται ιδίως από το γεγονός ότι δεν είναι προσαρμοσμένη στη διαρθρωτική φύση των επενδύσεων στον τομέα της αεροπορικής ασφάλειας.

66      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

67      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και απαιτεί να είναι τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου της Ένωσης μέσα πρόσφορα για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου από την οικεία διάταξη σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2012, Melli Bank κατά Συμβουλίου, C-380/09 P, EU:C:2012:137, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Η νομολογία διευκρινίζει συναφώς ότι, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να αναγνωρίζεται στον νομοθέτη της Ένωσης ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε τομείς όπως η ΚΕΠΠΑ, οι οποίοι προϋποθέτουν επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως εκ μέρους του και εντός των οποίων καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις. Ως εκ τούτου, η νομιμότητα ενός μέτρου το οποίο έχει ληφθεί σε αυτούς τους τομείς θίγεται μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως απρόσφορο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο (βλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C-72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 146 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Βεβαίως, τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου διαδίκου περιορίζονται ως έναν βαθμό λόγω των ληφθέντων εις βάρος του περιοριστικών μέτρων, δεδομένου ότι αυτός στερείται, μεταξύ άλλων, την εξουσία διαθέσεως των κεφαλαίων του που βρίσκονται ενδεχομένως στο έδαφος της Ένωσης αλλά και την εξουσία μεταφοράς τους προς την Ένωση, πλην περιπτώσεων ειδικής άδειας. Ομοίως, τα μέτρα σε βάρος του ενδιαφερόμενου διαδίκου μπορούν, ενδεχομένως, να προκαλέσουν ως ένα βαθμό απέναντί του τη δυσπιστία ή την επιφυλακτικότητα των συνεργατών και των πελατών του [πρβλ. απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Kaddour κατά Συμβουλίου, T-510/18, EU:T:2020:436, σκέψη 174 (μη δημοσιευθείσα)].

70      Εντούτοις, διαπιστώνεται εν προκειμένω ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, υφίσταται εύλογη σχέση μεταξύ των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν με τις προσβαλλόμενες πράξεις και του επιδιωκόμενου σκοπού.

71      Συγκεκριμένα, στο μέτρο που, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 28 και 29 ανωτέρω, ο σκοπός αυτός είναι, μεταξύ άλλων, η προαγωγή της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου στη Λευκορωσία, η προσέγγιση που συνίσταται στη στοχοποίηση προσώπων, οντοτήτων και φορέων των οποίων οι πράξεις και/ή οι δραστηριότητες συμβάλλουν στην καταστολή εις βάρος της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στη Λευκορωσία ανταποκρίνεται στον ανωτέρω σκοπό κατά τρόπο συνεκτικό και, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απρόσφορη υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού.

72      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι τα μέτρα αφορούν ταυτόχρονα την προσφεύγουσα και το διευθυντικό στέλεχός της, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 56 ανωτέρω, το Συμβούλιο παραμένει ελεύθερο να αξιολογεί, στο πλαίσιο της άσκησης των εξουσιών που του παρέχει η Συνθήκη ΛΕΕ, τα της θέσεως σε εφαρμογή των αποφάσεων που εκδίδονται σύμφωνα με τον τίτλο V, κεφάλαιο 2, της Συνθήκης ΛΕΕ, περιλαμβανομένης της λήψης τυχόν περιοριστικών μέτρων που στηρίζονται στο άρθρο 215 ΣΛΕΕ, και ότι η σημασία του σκοπού τον οποίον επιδιώκουν οι προσβαλλόμενες πράξεις δικαιολογεί την επιβολή των περιοριστικών μέτρων στο σύνολο των υπευθύνων για πράξεις και/ή δραστηριότητες που συμβάλλουν στην καταστολή της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.

73      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων ενδέχεται να διακυβεύσει την αποστολή της προσφεύγουσας η οποία συνίσταται στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας σε διεθνές επίπεδο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως υποστηρίζει και το Συμβούλιο, από τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκύπτει ότι, παρά την επιβολή των επίμαχων μέτρων, αυτή πραγματοποίησε σημαντικά κέρδη το 2019 και το 2020. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις τις οποίες προβάλλει ή σχετικά με τα διακυβευόμενα ποσά.

74      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η κατ’ εξαίρεση άδεια αποδέσμευσης δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι έχει υποβάλει σχετική αίτηση που απορρίφθηκε και δεν προσκομίζει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι μια τέτοια άδεια δεν αρκεί για να της παράσχει τη δυνατότητα να εκπληρώσει τα καθήκοντά της στον τομέα της αεροπορικής ασφάλειας.

75      Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και, κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

76      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

77      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

78      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Επιπλέον, η Επιτροπή, ως παρεμβαίνον θεσμικό όργανο, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Belaeronavigatsia φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδωντης, τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Svenningsen

Laitenberger

Stancu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Φεβρουαρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.