Language of document : ECLI:EU:C:2022:775

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ANTHONY M. COLLINS

της 13ης Οκτωβρίου 2022 (1)

Υπόθεση C435/22 PPU

Generalstaatsanwaltschaft München

κατά

HF

[αίτηση του Oberlandesgericht München (εφετείου Μονάχου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν – Άρθρο 54 – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 50 – Αρχή ne bis in idem – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ιθαγένεια της Ένωσης – Έκδοση υπηκόου τρίτης χώρας από κράτος μέλος προς τις Ηνωμένες Πολιτείες δυνάμει διμερούς συνθήκης έκδοσης – Υπήκοος τρίτης χώρας που έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για τις ίδιες πράξεις σε άλλο κράτος μέλος και έχει εκτίσει το σύνολο της ποινής του στο κράτος αυτό – Συμφωνία περί έκδοσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής – Άρθρο 351 ΣΛΕΕ»






 Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το Oberlandesgericht München (εφετείο Μονάχου, Γερμανία) στο πλαίσιο αίτησης που υπέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για την έκδοση υπηκόου τρίτης χώρας με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης για πράξεις για τις οποίες αυτός έχει ήδη καταδικαστεί αμετάκλητα, σε άλλο κράτος μέλος, σε ποινή την οποία έχει εκτίσει εξ ολοκλήρου.

2.        Μπορεί η αρχή ne bis in idem, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990 και τέθηκε σε εφαρμογή στις 26 Μαρτίου 1995 (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 610/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 (ΕΕ 2013, L 182, σ. 1) (στο εξής: ΣΕΣΣ) (2), σε συνδυασμό με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), να εφαρμοστεί σε τέτοια περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είναι πολίτης της Ένωσης; Είναι διμερής συνθήκη έκδοσης που συνήφθη μεταξύ του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης και του οικείου τρίτου κράτους ικανή να εμποδίσει την επίκληση της αρχής ne bis in idem ως λόγου άρνησης έκδοσης του εν λόγω προσώπου; Ποια θα μπορούσε να είναι η σημασία του άρθρου 351 ΣΛΕΕ εν τοιαύτη περιπτώσει; Αυτά είναι, κατ’ ουσίαν, τα κύρια ερωτήματα που τίθενται στην υπό κρίση υπόθεση.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η ΣΕΣΣ

3.        Το άρθρο 20, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ, που περιλαμβάνεται στο τιτλοφορούμενο «Όροι κυκλοφορίας των αλλοδαπών» κεφάλαιο 4 του τίτλου ΙΙ, προβλέπει τα εξής:

«Αλλοδαποί μη υποκείμενοι στην υποχρέωση θεωρήσεως μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών επί 90 ημέρες [κατ’ ανώτατο όριο] εντός οιασδήποτε περιόδου 180 ημερών, εφόσον πληρούν τους όρους εισόδου που προβλέπονται από το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ), δ) και ε).» (3)

4.        Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, που περιλαμβάνεται στο τιτλοφορούμενο «Εφαρμογή της αρχής ne bis in idem» κεφάλαιο 3 του τίτλου ΙΙ, προβλέπει τα εξής:

«Όποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.»

 Το πρωτόκολλο για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

5.        Η ΣΕΣΣ περιελήφθη στο δίκαιο της Ένωσης με το πρωτόκολλο για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (4) στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ως «κεκτημένο του Σένγκεν», όπως ορίζεται στο παράρτημα του πρωτοκόλλου αυτού.

6.        Από το άρθρο 2 της αποφάσεως 1999/436/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1999, για τον καθορισμό, δυνάμει των οικείων διατάξεων της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της νομικής βάσης για κάθε διάταξη ή απόφαση που συνιστά το κεκτημένο του Σένγκεν (5) και από το παράρτημα Α της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το Συμβούλιο όρισε τα άρθρα 34 και 31 ΕΕ (6) ως νομικές βάσεις των άρθρων 54 έως 58 της ΣΕΣΣ.

 Η Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την έκδοση

7.        Το άρθρο 1 της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την έκδοση, της 25ης Ιουνίου 2003 (7) (στο εξής: Συμφωνία ΕΕ-Η.Π.Α.), το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και σκοπός», προβλέπει τα εξής:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, να προβούν σε ενίσχυση της συνεργασίας στα πλαίσια των ισχυουσών σχέσεων σε θέματα έκδοσης μεταξύ των κρατών μελών και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής όσον αφορά την έκδοση εγκληματιών.»

8.        Το άρθρο 17 της Συμφωνίας αυτής, με τίτλο «Μη παρέκκλιση», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η παρούσα συμφωνία δεν επηρεάζει την προβολή, από το προς ό η αίτηση κράτος, λόγων άρνησης σχετικά με θέμα που δεν διέπεται από την παρούσα συμφωνία, αλλά το οποίο προβλέπεται σε διμερή συνθήκη έκδοσης μεταξύ κράτους μέλους και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

2.      Όταν οι συνταγματικές αρχές ή αμετάκλητες δεσμευτικές δικαστικές αποφάσεις του προς ό η αίτηση κράτους ενδέχεται να θέτουν εμπόδιο στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του έκδοσης και η επίλυση του θέματος δεν προβλέπεται στην παρούσα συμφωνία ή την εφαρμοστέα διμερή συνθήκη, πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις μεταξύ του αιτούντος και του προς ό η αίτηση κράτους.»

 Ο κώδικας συνόρων του Σένγκεν

9.        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (8), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, για τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών και Αδειοδότησης Ταξιδιού (ETIAS), καθώς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1077/2011, (ΕΕ) αριθ. 515/2014, (ΕΕ) 2016/399, (ΕΕ) 2016/1624 και (ΕΕ) 2017/2226 (9) (στο εξής: κώδικας συνόρων του Σένγκεν), προβλέπει τα εξής:

«Για σκοπούμενη παραμονή στην επικράτεια των κρατών μελών που δεν υπερβαίνει σε διάρκεια τις 90 ημέρες εντός οιασδήποτε περιόδου 180 ημερών, που περιλαμβάνει τον συνυπολογισμό της τελευταίας περιόδου 180 ημερών πριν από κάθε ημέρα παραμονής, οι προϋποθέσεις εισόδου για τους υπηκόους τρίτων χωρών είναι οι εξής:

α)      να διαθέτουν έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο ή έγγραφο που δίνει το δικαίωμα στον κάτοχο για διέλευση των συνόρων και πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)      ισχύει τουλάχιστον επί τρεις μήνες μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία αναχώρησης από την επικράτεια των κρατών μελών. Σε αιτιολογημένη επείγουσα περίσταση, η υποχρέωση αυτή δύναται να αίρεται,

ii)      εκδόθηκε εντός της προηγούμενης δεκαετίας·

β)      να διαθέτουν έγκυρη θεώρηση, εφόσον απαιτείται σύμφωνα με τον [κανονισμό (ΕΕ) 2018/1806 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου) της 14ης Νοεμβρίου 2018, περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή (10)] ή έγκυρη άδεια ταξιδιού, εφόσον απαιτείται σύμφωνα με [τον ίδιο κανονισμό], εκτός εάν διαθέτουν έγκυρο τίτλο διαμονής ή έγκυρη θεώρηση μακράς διαρκείας·

γ)      να αιτιολογούν τον σκοπό και τις συνθήκες της προβλεπόμενης παραμονής, να διαθέτουν δε επαρκή μέσα διαβίωσης, τόσο για την προβλεπόμενη περίοδο παραμονής όσο και για την επιστροφή στη χώρα προέλευσης ή τη διέλευση προς τρίτη χώρα στην οποία η είσοδός τους είναι εξασφαλισμένη, ή να μπορούν να εξασφαλίσουν νομίμως τα μέσα αυτά·

δ)      δεν είναι καταχωρισμένοι στο [σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS)] ως ανεπιθύμητοι·

ε)      δεν θεωρούνται απειλή για τη δημόσια τάξη, την εσωτερική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία ή τις διεθνείς σχέσεις ενός εκ των κρατών μελών, ιδίως, δε, δεν είναι καταχωρισμένοι ως ανεπιθύμητοι στις εθνικές βάσεις δεδομένων των κρατών μελών για τους ίδιους λόγους.

στ)      παρέχουν τα βιομετρικά δεδομένα […]»

10.      Το άρθρο 20, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ πρέπει να θεωρείται ότι παραπέμπει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Συγκεκριμένα, η τελευταία αυτή διάταξη αντικατέστησε το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (11), το οποίο, με τη σειρά του, είχε αντικαταστήσει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ.

 Ο κανονισμός 2018/1806

11.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1806 προβλέπει τα εξής:

«Οι υπήκοοι των τρίτων χωρών οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος Ι πρέπει να διαθέτουν θεώρηση κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών.»

12.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού:

«Οι υπήκοοι των τρίτων χωρών οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ απαλλάσσονται από την υποχρέωση του άρθρου 3 παράγραφος 1 για διαμονή η συνολική διάρκεια της οποίας δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες εντός οποιασδήποτε περιόδου 180 ημερών.»

13.      Η Σερβία συγκαταλέγεται μεταξύ των τρίτων χωρών που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του εν λόγω παραρτήματος ΙΙ.

 Η συνθήκη έκδοσης μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

14.      Το άρθρο 1 της Auslieferungsvertrag zwischen der Bundesrepublik Deutschland und den Vereinigten Staaten von Amerika (συνθήκης έκδοσης μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής) της 20ής Ιουνίου 1978 (12) (στο εξής: συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α.), το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρέωση έκδοσης», προβλέπει τα εξής:

«(1)      Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση αμοιβαίας παράδοσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συνθήκης, των προσώπων που διώκονται για αδίκημα που διαπράχθηκε στο έδαφος του αιτούντος κράτους ή με σκοπό την εκτέλεση ποινής ή μέτρου ασφαλείας, και τα οποία βρίσκονται στο έδαφος του έτερου συμβαλλόμενου μέρους.

(2)      Εάν το αδίκημα διαπράχθηκε εκτός της επικράτειας του αιτούντος κράτους, το κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση προβαίνει στην έκδοση σύμφωνα με την παρούσα συνθήκη εάν

a.      τέτοιο αδίκημα που διαπράττεται υπό παρεμφερείς συνθήκες θα μπορούσε να τιμωρηθεί βάσει της νομοθεσίας του, ή

b.      το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση είναι υπήκοος του αιτούντος κράτους.»

15.      Το άρθρο 2 της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α., με τίτλο «Αδικήματα δυνάμενα να επισύρουν έκδοση», όπως τροποποιήθηκε από την Zusatzvertrag zum Auslieferungsvertrag zwischen der Bundesrepublik Deutschland und den Vereinigten Staaten von Amerika (συμπληρωματική συνθήκη έκδοσης μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής), της 21ης Οκτωβρίου 1986 (13) (στο εξής: πρώτη συμπληρωματική συνθήκη), προβλέπει τα εξής:

«(1)      Δυνάμενα να επισύρουν έκδοση βάσει της παρούσας συνθήκης είναι τα αδικήματα τα οποία διώκονται ποινικά σύμφωνα με το δίκαιο αμφότερων των συμβαλλόμενων μερών. Για να διαπιστωθεί αν πρόκειται για αδίκημα το οποίο επισύρει έκδοση, είναι άνευ σημασίας το ζήτημα αν το δίκαιο των συμβαλλόμενων μερών κατατάσσει το αδίκημα στην ίδια κατηγορία αδικημάτων, αν το αδίκημα εμπίπτει στην ίδια έννοια, ή αν το διττό αξιόποινο προκύπτει από το ομοσπονδιακό, το πολιτειακό δίκαιο ή το δίκαιο των ομόσπονδων κρατών. […]

(2)      Η έκδοση χωρεί για αδίκημα δυνάμενο να επισύρει έκδοση

a.      με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης, οσάκις, δυνάμει του δικαίου αμφότερων των συμβαλλόμενων μερών, το αδίκημα τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας άνω του έτους […]

[…]»

16.      Κατά το άρθρο 8 της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. με τίτλο «Ne bis in idem»:

«Η έκδοση δεν επιτρέπεται εάν το διωκόμενο πρόσωπο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί αμετάκλητα από τις αρμόδιες αρχές του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση για το αδίκημα σχετικά με το οποίο ζητείται η έκδοση.»

17.      Το άρθρο 34 της συνθήκης αυτής, με τίτλο «Επικύρωση, έναρξη ισχύος, καταγγελία», προβλέπει στην παράγραφο 4 τα εξής:

«Η παρούσα συνθήκη εξακολουθεί να ισχύει για ένα έτος από την ημερομηνία κατά την οποία ένα συμβαλλόμενο μέρος κοινοποιεί εγγράφως την καταγγελία της Συνθήκης στο έτερο μέρος.»

18.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. προσαρμόστηκε στη Συμφωνία Ε.Ε.-Η.Π.Α. με τη Zweiter Zusatzvertrag zum Auslieferungsvertrag zwischen der Bundesrepublik Deutschland und den Vereinigten Staaten von Amerika (δεύτερη συμπληρωματική συνθήκη έκδοση μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής), της 18ης Απριλίου 2006 (14) (στο εξής: δεύτερη συμπληρωματική συνθήκη).

 Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

19.      Στις 20 Ιανουαρίου 2022 ο HF, Σέρβος υπήκοος, τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση στο Μόναχο (Γερμανία) βάσει ερυθράς αγγελίας που εκδόθηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Interpol) κατόπιν αιτήματος των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι αρχές αυτές ζήτησαν την έκδοση του HB με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης για αδικήματα που φέρεται να διέπραξε κατά το διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2008 και Δεκεμβρίου 2013. Η εν λόγω ερυθρά αγγελία στηριζόταν σε ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2018 από το US District Court for the District of Columbia (ομοσπονδιακό πρωτοδικείο των Ηνωμένων Πολιτειών για την περιφέρεια της Κολούμπια) για τις κατηγορίες της «συνωμοσίας για συμμετοχή σε διεφθαρμένους οργανισμούς ευρισκόμενους υπό εγκληματική επιρροή και [της] συνωμοσίας για διάπραξη τραπεζικής απάτης και απάτης μέσω τηλεπικοινωνιών», σύμφωνα με τον τίτλο 18 του U. S. Code (Κώδικα των Ηνωμένων Πολιτειών), άρθρο 1962 [d] και άρθρο 1349, αντίστοιχα (15). Ο HF τελεί επί του παρόντος υπό κράτηση εν αναμονή της έκδοσης αυτής.

20.      Με επιστολή της 25ης Ιανουαρίου 2022, οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών ζήτησαν από τις γερμανικές αρχές να συλλάβουν προσωρινά τον HF και τους διαβίβασαν το ένταλμα σύλληψης της 4ης Δεκεμβρίου 2018 καθώς και το κατηγορητήριο που εκδόθηκε από το grand jury του United States Court of Appeals for the District of Columbia Circuit (ομοσπονδιακό εφετείο των Ηνωμένων Πολιτειών για την περιφέρεια της Κολούμπια) την ίδια ημέρα. Με επιστολή της 17ης Μαρτίου 2022, οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών διαβίβασαν στις γερμανικές αρχές τα απαιτούμενα έγγραφα για την αίτηση έκδοσης.

21.      Κατά τον χρόνο της σύλληψής του, ο HF δήλωσε ότι διέμενε στη Σλοβενία και επέδειξε σερβικό διαβατήριο εκδοθέν στις 11 Ιουλίου 2016 με ισχύ έως τις 11 Ιουλίου 2026, άδεια διαμονής στη Σλοβενία που εκδόθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2017 και έληξε στις 3 Νοεμβρίου 2019, καθώς και κοσοβαρική ταυτότητα. Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, το 2020, οι σλοβενικές αρχές απέρριψαν αίτηση του HF για την ανανέωση της άδειας διαμονής του.

22.      Κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου και της Generalstaatsanwaltschaft München (γενικής εισαγγελίας Μονάχου, Γερμανία), οι σλοβενικές αρχές γνωστοποίησαν τις ακόλουθες πληροφορίες:

–        με απόφαση του Okrožno sodišče v Mariboru (περιφερειακού δικαστηρίου Μάριμπορ, Σλοβενία), της 6ης Ιουλίου 2012, η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 19 Οκτωβρίου 2012, ο HF καταδικάσθηκε για το αδίκημα της «επίθεσης στο σύστημα πληροφοριών», κατά την έννοια του άρθρου 221, παράγραφος IV, σε συνδυασμό με την παράγραφο II του Kazenski zakonik (ποινικού κώδικα), το οποίο διεπράχθη κατά το διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 2009 και Ιουνίου 2010, σε ποινή φυλάκισης 1 έτους και 3 μηνών, η οποία αντικαταστάθηκε με 480 ώρες κοινωφελούς εργασίας·

–        ο HF εξέτισε το σύνολο της ποινής αυτής έως τις 25 Ιουνίου 2015·

–        με απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, το Okrožno sodišče v Kopru (περιφερειακό δικαστήριο Koper, Σλοβενία) απέρριψε αίτηση έκδοσης του HF που υποβλήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης, για τον λόγο ότι τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθεντο στην αίτηση αυτή είχαν κριθεί αμετάκλητα για το διάστημα έως τον Ιούνιο του 2010 με την απόφαση του Okrožno sodišče v Mariboru (περιφερειακού δικαστηρίου Μάριμπορ)·

–        όσον αφορά τα περαιτέρω πραγματικά περιστατικά που εκτίθεντο στην αίτηση έκδοσης για το διάστημα μετά τον Ιούνιο του 2010, δεν υφίσταντο υπόνοιες τέλεσης αξιόποινων πράξεων·

–        η ανωτέρω απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020 επικυρώθηκε με την απόφαση του Višje sodišče v Kopru (εφετείου Koper, Σλοβενία), της 8ης Οκτωβρίου 2020, και έχει καταστεί αμετάκλητη.

23.      Κατά την απόφαση περί παραπομπής, η απευθυνόμενη στις σλοβενικές αρχές αίτηση έκδοσης και η επίμαχη εν προκειμένω αίτηση έκδοσης αφορούν τα ίδια αδικήματα. Επιπλέον, τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το Okrožno sodišče v Mariboru (περιφερειακό δικαστήριο Μάριμπορ) εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση είναι ίδια ακριβώς με τα πραγματικά περιστατικά της επίμαχης εν προκειμένω αίτησης έκδοσης, στο μέτρο που περιγράφουν αδικήματα που διαπράχθηκαν έως τον Ιούνιο του 2010.

24.      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το επιτρεπτό της έκδοσης του HF στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσον αφορά τα αδικήματα που του αποδίδονται με το ένταλμα σύλληψης και το κατηγορητήριο που εκδόθηκαν στις 4 Δεκεμβρίου 2018 για το χρονικό διάστημα έως τον Ιούνιο του 2010.

25.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση της 12ης Μαΐου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Ερυθρά αγγελία της Interpol) (16) δεν επαρκούν προκειμένου να ληφθεί απόφαση επί της εκκρεμούς ενώπιόν του υποθέσεως, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών που παρουσιάζει η επίμαχη υπόθεση σε σχέση με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση. Ειδικότερα, επισημαίνει ότι εν προκειμένω, πρώτον, ο ενδιαφερόμενος δεν είναι πολίτης της Ένωσης, δεύτερον, η υπόθεση αφορά επίσημη αίτηση έκδοσης και όχι προσωρινή σύλληψη συνεπεία ερυθράς αγγελίας της Interpol, και, τρίτον, σε περίπτωση που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όφειλε να αρνηθεί την έκδοση του HF λόγω της επιβαλλόμενης από το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωσης τήρησης της αρχής ne bis in idem, θα παρέβαινε την υποχρέωση έκδοσης που απορρέει από τη συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, εν προκειμένω, οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υπέβαλαν τα έγγραφα τα οποία, δυνάμει του άρθρου 14 της συνθήκης αυτής, πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση έκδοσης, ότι η συμπεριφορά που αποδίδεται στον HF διώκεται ποινικά τόσο κατά το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής όσο και κατά το γερμανικό δίκαιο (17), και ότι τα επίμαχα αδικήματα τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας 20 ή 30 ετών κατά το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας 2 έως 10 ετών κατά το γερμανικό δίκαιο (18).

26.      Επομένως, στο παρόν στάδιο δεν υφίστανται εμπόδια όσον αφορά το επιτρεπτό της έκδοσης του HF υπό το πρίσμα των άρθρων 2 επ. του Gesetz über die internationale Rechtshilfe in Strafsachen (IRG) (νόμου σχετικά με τη διεθνή δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις), της 23ης Δεκεμβρίου 1982 (19), και των άρθρων 4 επ. της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α.

27.      Ειδικότερα, όσον αφορά την αρχή ne bis in idem την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 8 της συνθήκης αυτής, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το γεγονός ότι ο HF έχει ήδη καταδικαστεί αμετάκλητα με απόφαση του Okrožno sodišče v Mariboru (περιφερειακού δικαστηρίου Μάριμπορ) της 6ης Ιουλίου 2012, για τα αδικήματα που διεπράχθησαν έως τον Ιούνιο του 2010, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της επίμαχης αίτησης έκδοσης, και ότι η επιβληθείσα ποινή έχει ήδη εκτελεσθεί στο σύνολό της δεν αποκλείουν την έκδοση του HF στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συγκεκριμένα, καταρχάς, από το γράμμα του εν λόγω άρθρου προκύπτει σαφώς ότι αυτό αφορά μόνο την περίπτωση κατά την οποία το διωκόμενο πρόσωπο έχει καταδικασθεί αμετάκλητα από τις αρμόδιες αρχές του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, εν προκειμένω της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Δεν είναι δυνατή η ερμηνεία του υπό την έννοια ότι αφορά και καταδικαστικές αποφάσεις σε άλλα κράτη μέλη. Περαιτέρω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής συμφώνησαν, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α., ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται σε τρίτες χώρες δεν εμποδίζουν την έκδοση. Εξάλλου, η δεύτερη συμπληρωματική συνθήκη, με την οποία προσαρμόστηκε η συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. στη Συμφωνία ΕΕ-Η.Π.Α., δεν προέβλεψε ειδικές διατάξεις για την επέκταση της απαγόρευσης της επιβολής διπλής ποινής σε όλα τα κράτη μέλη, ούτε τροποποίησε το άρθρο 8 της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. Τέλος, κατά τη νομολογία του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συναταγματικού Δικαστηρίου, Γερμανία) δεν υφίσταται ακόμη αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου κατά την οποία η απαγόρευση αυτή να ισχύει και σε περίπτωση καταδικαστικών αποφάσεων σε τρίτες χώρες.

28.      Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 50 του Χάρτη σε συνδυασμό με το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ επιβάλλουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να αρνηθεί την έκδοση του HF στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής όσον αφορά τα αδικήματα για τα οποία έχει ήδη καταδικασθεί από το Okrožno sodišče v Mariboru (περιφερειακό δικαστήριο Μάριμπορ), ήτοι αυτά που συνδέονται με τις πράξεις τις οποίες αφορά η επίμαχη αίτηση έκδοσης και οι οποίες διεπράχθησαν έως τον Ιούνιο του 2010.

29.      Συναφώς, καταρχάς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι προϋποθέσεις που προκύπτουν από τον συνδυασμό των διατάξεων των δύο αυτών άρθρων πληρούνται εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, πρώτον, ο HF έχει καταδικασθεί αμετάκλητα από δικαστήριο κράτους μέλους, ήτοι το Okrožno sodišče v Mariboru (περιφερειακό δικαστήριο Μάριμπορ), και η επιβληθείσα ποινή έχει εκτιθεί στο σύνολό της. Δεύτερον, οι διατάξεις αυτές δεν συνδέονται με την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης ή του υπηκόου κράτους μέλους. Τρίτον, από τις σκέψεις 94 και 95 της αποφάσεως Ερυθρά αγγελία της Interpol προκύπτει ότι η προσωρινή κράτηση, από συμβαλλόμενο κράτος (20), προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί ερυθρά αγγελία της Interpol κατόπιν αιτήματος τρίτου κράτους συνιστά «ποινική δίωξη» κατά την έννοια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Ως εκ τούτου, απόφαση επί του επιτρεπτού της έκδοσης που οδηγεί στην παράδοση του ενδιαφερόμενου προσώπου σε τρίτο κράτος με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης πρέπει επίσης να θεωρείται ως «ποινική δίωξη». Τέταρτον, απόφαση επί του επιτρεπτού της έκδοσης στις Ηνωμένες Πολιτείες υπηκόου τρίτης χώρας που έχει συλληφθεί σε κράτος μέλος της Ένωσης συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51 του Χάρτη, δεδομένου ότι αφορά εν πάση περιπτώσει τη Συμφωνία ΕΕ‑Η.Π.Α. Κατά την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής πρέπει επομένως να λαμβάνονται υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη. Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, κατά τον χρόνο σύλληψής του, ο HF είχε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κώδικα συνόρων του Σένγκεν καθώς και με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1806, δεδομένου ότι ως Σέρβος υπήκοος απαλλασσόταν από την υποχρέωση θεώρησης. Και για αυτόν τον λόγο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα.

30.      Πλην όμως, δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 50 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, δύναται να συνεπάγεται απαγόρευση έκδοσης υπηκόου τρίτης χώρας στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες δεν είναι ούτε συμβαλλόμενο μέρος στη ΣΕΣΣ ούτε κράτος μέλος. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο σκεπτικό της αποφάσεως Ερυθρά αγγελία της Interpol, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, του προσώπου για το οποίο είχε εκδοθεί ερυθρά αγγελία στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, ήτοι ενός Γερμανού υπηκόου. Ωστόσο, ο HF, ως Σέρβος υπήκοος, δεν απολαύει του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Έχει, όμως, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας κατά την έννοια του άρθρου 20 της ΣΕΣΣ, καθόσον απαλλάσσεται από την υποχρέωση θεώρησης. Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, στη σκέψη 98 της αποφάσεως Ερυθρά Αγγελία της Interpol, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η υποβληθείσα στη συγκεκριμένη υπόθεση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορούσε την προσωρινή κράτηση προσώπου για το οποίο είχε εκδοθεί ερυθρά αγγελία από την Interpol κατόπιν αιτήματος τρίτου κράτους, και όχι την έκδοσή του προς το εν λόγω κράτος. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί κατάστασης όπως η προκείμενη, η οποία αφορά ακριβώς αίτηση έκδοσης.

31.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 50 του Χάρτη δεν αποκλείουν, στην προκείμενη περίπτωση, την έκδοση του HF στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεδομένου ότι πρέπει να τηρηθεί η υποχρέωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας βάσει του διεθνούς δικαίου να εκδώσει το διωκόμενο πρόσωπο.

32.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο συντάσσεται με την άποψη που διατυπώνεται στη νομική θεωρία, κατά την οποία το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εφαρμόζεται επί συμφωνιών οι οποίες, μολονότι συνήφθησαν από κράτος μέλος μετά την 1η Ιανουαρίου 1958, αφορούν τομέα για τον οποίο η Ένωση απέκτησε αρμοδιότητα μόνο μεταγενέστερα «λόγω διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων [η οποία] δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατ’ αντικειμενική κρίση από το κράτος μέλος κατά τη σύναψη [της οικείας συμφωνίας]». Στις προτάσεις της στην υπόθεση Commune de Mesquer (21), η γενική εισαγγελέας J. Kokott συμμερίζεται την ίδια άποψη. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η Συμφωνία του Σένγκεν και η ΣΕΣΣ είναι μεταγενέστερες της ημερομηνίας έναρξης ισχύος, στις 30 Ιουλίου 1980, της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας–Η.Π.Α. και ότι η Συμφωνία του Σένγκεν ενσωματώθηκε στην έννομη τάξη της Ένωσης με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ μόλις το 1997. Επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει το 1978 και το 1980 ότι τα ζητήματα της αρχής ne bis in idem που εφαρμόζεται «σε ευρωπαϊκό επίπεδο» ή της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις θα περιλαμβάνονταν στον τομέα αρμοδιοτήτων της Ένωσης.

33.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε η πρώτη συμπληρωματική συνθήκη και η δεύτερη συμπληρωματική συνθήκη δεν μεταβάλλουν την κατάσταση αυτή. Η πρώτη συμπληρωματική συνθήκη δεν συνιστούσε ουσιώδη επαναδιαπραγμάτευση της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. και είχε τεθεί σε ισχύ ήδη στις 11 Μαρτίου 1993. Με τη δεύτερη συμπληρωματική συνθήκη, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μετέφερε απλώς στο εσωτερικό δίκαιο τη Συμφωνία ΕΕ-Η.Π.Α. και δεν περιελήφθη στη συνθήκη αυτή καμία ειδική διάταξη για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem σε «ευρωπαϊκό επίπεδο».

34.      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, δεδομένου ότι η Συμφωνία ΕΕ-Η.Π.Α. δεν προβλέπει την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem σε «ευρωπαϊκό επίπεδο», όπως οι διατάξεις του άρθρου 50 του Χάρτη σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, μπορεί να συναχθεί εξ αντιδιαστολής ότι εξακολουθεί να υφίσταται υποχρέωση τήρησης διμερούς συνθήκης έκδοσης η οποία προβλέπει την υποχρέωση τήρησης της εν λόγω αρχής μόνο σε εθνικό επίπεδο.

35.      Σε ακριβώς αυτό το πλαίσιο, με απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Ιουλίου 2022, το Oberlandesgericht München (εφετείο Μονάχου, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 54 της [ΣΕΣΣ], σε συνδυασμό με το άρθρο 50 του [Χάρτη], την έννοια ότι οι εν λόγω νομικές διατάξεις αποκλείουν την έκδοση από τις αρχές κράτους συμβαλλόμενου στην εν λόγω σύμβαση και κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπηκόου τρίτης χώρας που δεν είναι πολίτης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, προς τρίτη χώρα, εάν το θιγόμενο πρόσωπο έχει ήδη καταδικασθεί αμετάκλητα από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ίδιες πράξεις που αφορά η αίτηση έκδοσης και η απόφαση αυτή έχει εκτελεσθεί, η δε απόφαση μη έκδοσης του προσώπου αυτού στην τρίτη χώρα θα ήταν δυνατή μόνο κατά παράβαση υφιστάμενης διμερούς συνθήκης έκδοσης με την εν λόγω τρίτη χώρα;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

36.      Δεδομένου ότι ο HF έχει στερηθεί της ελευθερίας του από τις 20 Ιανουαρίου 2022 και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά ζητήματα του τίτλου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ (22), το αιτούν δικαστήριο ζήτησε επίσης από το Δικαστήριο, με την ίδια απόφαση, να εκδικαστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

37.      Με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2022, το Δικαστήριο αποφάσισε να κάνει δεκτό το εν λόγω αίτημα.

38.      Η Generalstaatsanwaltschaft München (γενική εισαγγελία Μονάχου), ο HF, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις με τις οποίες απάντησαν, μεταξύ άλλων, στις ερωτήσεις με αίτημα γραπτής απαντήσεως που τους έθεσε το Δικαστήριο. Οι ίδιοι αυτοί διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 13 Σεπτεμβρίου 2022.

 Ανάλυση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

39.      Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, που καθιερώνει την αρχή ne bis in idem, αντιτίθεται στην εκ μέρους συμβαλλόμενου κράτους δίωξη προσώπου για τις ίδιες πράξεις για τις οποίες αυτό έχει ήδη δικασθεί αμετάκλητα σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, υπό τον όρον ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του τελευταίου κράτους.

40.      Το άρθρο 50 του Χάρτη ανάγει την αρχή αυτή σε θεμελιώδες δικαίωμα, προβλέποντας ότι «[κ]ανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο».

41.      Επιπλέον, όπως προκύπτει από τα δύο ανωτέρω άρθρα, η αρχή ne bis in idem απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις τόσο των κρατών μελών όσο και των συμβαλλόμενων κρατών. Επομένως, το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 50 του Χάρτη, του οποίου διασφαλίζει το ουσιώδες περιεχόμενο (23).

42.      Κατά πάγια νομολογία, ως απόρροια της αρχής του δεδικασμένου, η αρχή ne bis in idem έχει ως αντικείμενο την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της επιείκειας, διασφαλίζοντας ότι ο ενδιαφερόμενος, εφόσον έχει διωχθεί και, ενδεχομένως, τιμωρηθεί, θα έχει τη βεβαιότητα ότι δεν θα διωχθεί εκ νέου για την ίδια παράβαση (24).

43.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, θα εξετάσω, καταρχάς, κατά πόσον οι αρχές τις οποίες διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ μπορούν να τύχουν εφαρμογής και σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, εν συνεχεία, αν τυχόν αρνούμενη να εκδώσει τον HF στις Ηνωμένες Πολιτείες βάσει της αρχής ne bis in idem η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α., σε συνδυασμό με τη Συμφωνία ΕΕ-Η.Π.Α., και, τέλος, ως προέκταση του τελευταίου αυτού ζητήματος, κατά πόσον το άρθρο 351 ΣΛΕΕ είναι ικανό να επηρεάσει την ερμηνεία που ζητεί το αιτούν δικαστήριο.

 Επί της δυνατότητας εφαρμογής εν προκειμένω των αρχών που τέθηκαν με την απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol

44.      Με την απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ καθώς και το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 50 του Χάρτη, δεν αντιτίθενται στην προσωρινή κράτηση, από τις αρχές συμβαλλόμενου κράτους ή από τις αρχές κράτους μέλους, προσώπου για το οποίο η Interpol έχει εκδώσει ερυθρά αγγελία κατόπιν αιτήματος τρίτου κράτους, εκτός εάν αποδεικνύεται, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση εκδοθείσα σε συμβαλλόμενο κράτος ή σε κράτος μέλος, ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει ήδη δικασθεί αμετάκλητα αντίστοιχα από συμβαλλόμενο κράτος ή από κράτος μέλος αντιστοίχως, για τις ίδιες πράξεις με εκείνες στις οποίες στηρίζεται η ερυθρά αγγελία.

45.      Εν προκειμένω, από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι, με την απόφασή του της 6ης Ιουλίου 2012, το Okrožno sodišče v Mariboru (περιφερειακό δικαστήριο Μάριμπορ), ήτοι δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους, αποφάνθηκε αμετάκλητα επί των προσαπτόμενων στον HF πράξεων έως τον Ιούνιο του 2010, και ότι ο HF εξέτισε πλήρως την επιβληθείσα εις βάρος του ποινή. Ομοίως, προκύπτει από τις διαπιστώσεις αυτές ότι οι εν λόγω πράξεις (25) ταυτίζονται με εκείνες τις οποία αφορά η αίτηση έκδοσης του HF που υπέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, καθότι στην αίτηση αυτή περιγράφονται αδικήματα που διαπράχθηκαν έως τον Ιούνιο του 2010. Κατά την απόφαση περί παραπομπής, η εκ μέρους των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αίτηση έκδοσης αφορά γενικότερα αδικήματα που διέπραξε ο HF κατά το διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2008 έως τον Δεκέμβριο του 2013. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά ωστόσο μόνο τις πράξεις που συνδέονται με τα αδικήματα που διαπράχθηκαν έως τον Ιούνιο του 2010. Για τους σκοπούς των παρουσών προτάσεων και της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί πρέπει να γίνει δεκτή η παραδοχή από την οποία εκκινεί το υποβληθέν ερώτημα, ήτοι ότι οι επίμαχες πράξεις –και συνεπώς τα αδικήματα– ταυτίζονται. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, και όχι στο Δικαστήριο, να κρίνει αν οι πράξεις επί των οποίων αποφάνθηκαν αμετάκλητα τα σλοβενικά δικαστήρια ταυτίζονται με εκείνες τις οποίες αφορά η αίτηση έκδοσης.

46.      Για να μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, απαιτείται επίσης, μεταξύ άλλων, να έχουν ασκηθεί νέες ποινικές «διώξεις» κατά του HF από άλλο συμβαλλόμενο κράτος, ήτοι από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, για τις ίδιες ακριβώς πράξεις. Στην απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσωρινή κράτηση προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί ερυθρά αγγελία της Interpol από συμβαλλόμενο κράτος με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης από το ίδιο εις βάρος του προσώπου αυτού, συνιστά πράξη του συμβαλλόμενου κράτους η οποία εντάσσεται επομένως στο πλαίσιο ποινικών διώξεων που διεξάγονται στο έδαφος των συμβαλλόμενων κρατών (26). Κατά τη γνώμη μου, η λύση αυτή μπορεί κάλλιστα να τύχει εφαρμογής στην υπόθεση της κύριας δίκης, ακόμη και αν, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η εν λόγω διαφορά αφορά απόφαση σχετικά με επίσημη αίτηση έκδοσης. Όπως ορθά υποστηρίζει η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, αν μια τέτοια προσωρινή κράτηση, σκοπός της οποίας είναι ακριβώς η προετοιμασία έκδοσης, εμπίπτει ήδη στην έννοια της «δίωξης» κατά το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση αποφάσεως επί αίτησης έκδοσης. Με την άποψη αυτή συντάσσεται εξάλλου και το αιτούν δικαστήριο.

47.      Συνεπώς, η υπό κρίση υπόθεση αφορά κατάσταση στην οποία πρόσωπο που έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για ορισμένες πράξεις σε συμβαλλόμενο κράτος διώκεται εκ νέου για τις ίδιες πράξεις σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος.

48.      Μια άλλη διαφορά που εντοπίζει το αιτούν δικαστήριο μεταξύ της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol και της υπόθεσης της κύριας δίκης συνίσταται ότι, στην πρώτη, ο ενδιαφερόμενος ήταν πολίτης της Ένωσης, ο οποίος απέλαυε ως εκ τούτου του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας που διασφαλίζει το άρθρο 21, παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, ενώ στη δεύτερη ο ενδιαφερόμενος είναι υπήκοος τρίτης χώρας.

49.      Συναφώς, πρώτον, παρατηρείται ότι το γράμμα του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ αφορά «όποιον» καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο κράτος, χωρίς να περιορίζεται στα πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους ή συμβαλλόμενου κράτους. Ομοίως, το άρθρο 50 του Χάρτη, χρησιμοποιώντας την αόριστη αντωνυμία «κανείς», δεν προβαίνει σε κανένα συσχετισμό με την ιθαγένεια της Ένωσης. Το τελευταίο αυτό άρθρο δεν υπάγεται εξάλλου στο κεφάλαιο V, με τίτλο «Δικαιώματα των πολιτών», αλλά στο κεφάλαιο VI, με τίτλο «Δικαιοσύνη».

50.      Δεύτερον, είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο, στην απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol, όταν προβαίνει σε ερμηνεία του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού του, στηρίζεται στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, ιδίως των πολιτών της Ένωσης. Ειδικότερα, στη σκέψη 79 της αποφάσεως αυτής, επισημαίνει ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στο εν λόγω άρθρο, αποσκοπεί στην αποτροπή, εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, του ενδεχομένου ένα πρόσωπο που έχει δικαστεί αμετάκλητα να διώκεται, λόγω του ότι κάνει χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας, για τις ίδιες πράξεις στο έδαφος περισσότερων του ενός συμβαλλόμενων κρατών. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, πρέπει το άρθρο αυτό να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ (27). Ειδικότερα, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι πρόσωπο το οποίο έχει ήδη δικασθεί αμετακλήτως πρέπει να μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα χωρίς να φοβάται νέες ποινικές διώξεις για τις ίδιες πράξεις σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος. Είναι επίσης αληθές ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση, το σκεπτικό του Δικαστηρίου, καθόσον αφορά τα υπό εξέταση ζητήματα (28), περιλαμβάνει πολλές αναφορές στο άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (29).

51.      Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, δεν συνάγεται από τις διαπιστώσεις αυτές, όπως υποστηρίζουν η Generalstaatsanwaltschaft München (γενική εισαγγελία Μονάχου) και η Γερμανική Κυβέρνηση, ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ περιορίζεται στους πολίτες της Ένωσης που ασκούν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας.

52.      Φρονώ ότι οι διάφορες αυτές παραπομπές στο άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό από το πλαίσιο στο οποίο εντασσόταν η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol. Συγκεκριμένα, ο ενδιαφερόμενος ήταν Γερμανός υπήκοος που είχε ζητήσει από το οικείο γερμανικό αιτούν δικαστήριο να υποχρεώσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την απόσυρση της ερυθράς αγγελίας που τον αφορούσε, καθόσον ανησυχούσε κυρίως ότι η ύπαρξή της τον εμπόδιζε να μεταβεί σε κράτος μέλος ή συμβαλλόμενο κράτος πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο σύλληψης. Ως εκ τούτου, δύο εκ των υποβληθέντων στο Δικαστήριο προδικαστικών ερωτημάτων αφορούσαν ρητώς το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

53.      Όσον αφορά την εκτίμηση του Δικαστηρίου που μνημονεύθηκε στο σημείο 50 των παρουσών προτάσεων και επαναλαμβάνεται από τη Γερμανική Κυβέρνηση, κατά την οποία το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, το οποίο περιλαμβάνει αναφορά στην έννοια του «πολίτη της Ένωσης», δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, καθοριστικής σημασίας. Ειδικότερα, με την απόφαση Spasic (30), το Δικαστήριο προέβη σε τέτοια ερμηνεία παρά το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος ήταν Σέρβος υπήκοος. Ομοίως, η προγενέστερη νομολογία ερμήνευε ήδη το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ υπό το πρίσμα της προϊσχύσασας του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ διάταξης, ήτοι του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, τέταρτη περίπτωση, ΕΕ (31), καίτοι η τελευταία αυτή διάταξη δεν παρέπεμπε στην εν λόγω έννοια (32).

54.      Κατά συνέπεια, είμαι της γνώμης ότι η αρχή ne bis in idem η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ προστατεύει κάθε πρόσωπο που απολαύει του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας εντός του χώρου Σένγκεν, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του ως πολίτη της Ένωσης.

55.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως ορθά επισημαίνουν το αιτούν δικαστήριο και η Επιτροπή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ιδίως αν διαθέτουν έγκυρο τίτλο διαμονής ή απαλλάσσονται από την υποχρέωση θεώρησης, οι υπήκοοι τρίτων χωρών έχουν επίσης δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας εντός του χώρου Σένγκεν, τουλάχιστον για ορισμένο χρονικό διάστημα. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι, κατά τον χρόνο σύλληψής του, ο HF είχε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ, δεδομένου ότι απαλλασσόταν από την υποχρέωση θεώρησης ως Σέρβος υπήκοος. Επομένως, η κατάσταση των εν λόγω υπηκόων στο πλαίσιο της ΣΕΣΣ είναι παρεμφερής με εκείνη των πολιτών της Ένωσης, πράγμα που, όπως επισημαίνει και η Επιτροπή, ενδέχεται να αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους τα συμβαλλόμενα στην εν λόγω σύμβαση μέρη δεν περιόρισαν την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στην τελευταία ως άνω κατηγορία προσώπων.

56.      Βεβαίως, όπως επισημαίνουν η Generalstaatsanwaltschaft München (γενική εισαγγελία Μονάχου) και η Γερμανική Κυβέρνηση, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που αναγνωρίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στους υπηκόους τρίτων χωρών και το δικαίωμα του οποίου απολαύουν οι πολίτες της Ένωσης δεν είναι ισοδύναμα. Πλην όμως, γεγονός παραμένει ότι η επιείκεια και η επιταγή να μη «διωχθούν εκ νέου» (33) επιβάλλουν, όπως ακριβώς και στην περίπτωση των πολιτών της Ένωσης, οι υπήκοοι αυτοί, για τους οποίους έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση σε συμβαλλόμενο κράτος, να μπορούν να κάνουν χρήση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας εντός του χώρου Σένγκεν χωρίς να φοβούνται νέες ποινικές διώξεις για τα ίδια πραγματικά περιστατικά σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος.

57.      Τρίτον, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι η αρχή ne bis in idem του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ δεν έχει ως αποκλειστικό σκοπό να διασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, μολονότι ο σκοπός αυτός διαδραματίζει αναμφίβολα σημαντικό ρόλο στη σχετική νομολογία (34). Συγκεκριμένα η αρχή αυτή αποσκοπεί επίσης, εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στην εδραίωση της ασφάλειας δικαίου μέσω της συμμορφώσεως προς αποφάσεις κρατικών οργάνων που έχουν καταστεί απρόσβλητες, λαμβανομένης υπόψη της απουσίας εναρμονίσεως ή προσεγγίσεως των ποινικών νομοθεσιών των κρατών μελών (35). Το γεγονός ότι η αρχή ne bis in idem, της οποίας το πεδίο εφαρμογής αρχικά περιοριζόταν στο έδαφος κάθε επιμέρους χώρας, αποκτά, δυνάμει του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, «διακρατική» ισχύ αποτελεί έκφραση του χώρου αυτού ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που βασίζεται στις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις. Ειδικότερα, με την απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol, όπως και με πολλές προγενέστερες αποφάσεις, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο αυτό προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη των συμβαλλόμενων κρατών στα οικεία συστήματα ποινικής δικαιοσύνης και ότι καθένα από τα κράτη αυτά αποδέχεται την εφαρμογή του ποινικού δικαίου που ισχύει στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη, έστω και εάν η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας του θα οδηγούσε σε διαφορετική λύση (36). Όπως ορθά υποστηρίζει η Επιτροπή, αν ήταν δυνατόν, εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, να ασκούνται πολλαπλές ποινικές διώξεις κατά του ίδιου προσώπου για τις ίδιες πράξεις, τούτο θα αντέβαινε στον σκοπό ενός τέτοιου χώρου και θα παραβίαζε τις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις.

58.      Οι ανωτέρω εκτιμήσεις επιρρωννύονται, εξάλλου, από τη σκέψη 89 της αποφάσεως Ερυθρά αγγελία της Interpol, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον διαπιστώνεται ότι η αρχή ne bis in idem εφαρμόζεται σε πρόσωπο για το οποίο η Interpol έχει εκδώσει ερυθρά αγγελία «τόσο η […] αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, την οποία καθιερώνει μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, όσο και το κατοχυρωμένο στο άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 50 του Χάρτη, αντιτίθενται στην προσωρινή κράτηση του εν λόγω προσώπου από τις […] αρχές [συμβαλλόμενου κράτους ή κράτους μέλους προς το οποίο μετακινείται το πρόσωπο αυτό] ή, ενδεχομένως, στη διατήρησή της» (37). Με την κρίση του αυτή, το Δικαστήριο δεν εξάρτησε την εφαρμογή του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ από την εφαρμογή του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ούτε ερμήνευσε την πρώτη διάταξη υπό το πρίσμα της δεύτερης.

59.      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, φρονώ ότι οι αρχές τις οποίες διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ έχουν εφαρμογή σε πραγματική και νομική κατάσταση όπως η προκείμενη. Καθόσον η ΣΕΣΣ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Ένωσης (38), πρέπει, επιπλέον, να γίνει δεκτό ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, οι αρχές του κράτους μέλους εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη και, συνεπώς, οφείλουν να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από αυτόν, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα ενός προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια παράβαση, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη (39). Κατά συνέπεια, φρονώ ότι απόφαση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να εκδώσει τον HF στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης για τις ίδιες ακριβώς πράξεις με εκείνες για τις οποίες έχει ήδη καταδικασθεί αμετάκλητα στη Σλοβενία σε ποινή που εξέτισε πλήρως θα αντέβαινε στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, σε συνδυασμό με το άρθρο 50 του Χάρτη.

60.      Η ορθότητα των συμπερασμάτων αυτών δεν αναιρείται, κατά τη γνώμη μου, από το επιχείρημα της Generalstaatsanwaltschaft München (γενικής εισαγγελίας Μονάχου) κατά το οποίο επέκταση της αρχής ne bis in idem στον τομέα της έκδοσης προς τρίτα κράτη, σε συνδυασμό με μια συσχέτιση με καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε τρίτα κράτη διαφορετικά από το κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, ενέχει τον κίνδυνο δράστες αξιόποινων πράξεων να επικαλούνται καταχρηστικά την ανωτέρω αρχή για να αποφύγουν την ποινική δίωξη. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό –το οποίο, κατά τα λοιπά, είναι δυσνόητο- έχει αμιγώς υποθετικό χαρακτήρα (40). Εξάλλου, ο προβαλλόμενος κίνδυνος μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να συντρέχει και σε καταστάσεις που εμπλέκονται μόνο συμβαλλόμενα κράτη ή πολίτες της Ένωσης. Τέλος, ουδόλως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής ότι ο HF επικαλείται καταχρηστικά την αρχή ne bis in idem.

 Επί της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. και της Συμφωνίας ΕΕ-Η.Π.Α.

61.      Κατόπιν των ανωτέρω συμπερασμάτων, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον, όπως υποστηρίζει το αιτούν δικαστήριο, αρνούμενη την έκδοση του HF στις Ηνωμένες Πολιτείες, βάσει της αρχής ne bis in idem, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα παρέβαινε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α., ενδεχομένως σε συνδυασμό με τη Συμφωνία ΕΕ-Η.Π.Α., και σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν τούτο μπορεί να αποκλείσει μια τέτοια άρνηση.

62.      Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στην απόφαση περί παραπομπής, οι οποίες εκτέθηκαν στα σημεία 25 έως 27 των παρουσών προτάσεων, φαίνεται ότι, εν προκειμένω, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, οι γερμανικές αρχές υποχρεούνται, καταρχήν, να εκδώσουν τον HF στις Ηνωμένες Πολιτείες βάσει του άρθρου 1 της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α., καθόσον κατά τα φαινόμενα συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη συνθήκη αυτή. Ειδικότερα, όσον αφορά τον λόγο άρνησης που προβλέπεται στο άρθρο 8 (με τίτλο «Ne bis in idem») της εν λόγω συνθήκης, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η προγενέστερη αμετάκλητη απόφαση έχει εκδοθεί από τις σλοβενικές αρχές και όχι από τις αρχές του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, ήτοι την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

63.      Το αιτούν δικαστήριο επικαλείται τη Συμφωνία ΕΕ-Η.Π.Α., επισημαίνοντας ότι δεν προβλέπει τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem σε «ευρωπαϊκό επίπεδο», για να συναγάγει εξ αντιδιαστολής το συμπέρασμα ότι η υποχρέωση έκδοσης που απορρέει από τη συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. πρέπει να τηρηθεί.

64.      Συναφώς, συμμερίζομαι την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου και της Επιτροπής ότι η Συμφωνία ΕΕ-Η.Π.Α., σκοπός της οποίας είναι η ενίσχυση της συνεργασίας στο πλαίσιο των ισχυουσών σχέσεων σε θέματα έκδοσης μεταξύ των κρατών μελών και του τρίτου αυτού κράτους όσον αφορά την έκδοση, έχει εφαρμογή σε κατάσταση όπως η προκείμενη (41). Όπως ορθά διευκρινίζει η Επιτροπή, η Συμφωνία αυτή «παρέχει ένα κοινό πλαίσιο που συμπληρώνει και επικαλύπτει τις διμερείς συμφωνίες έκδοσης οι οποίες έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών και των Ηνωμένων Πολιτειών [της Αμερικής] και εφαρμόζεται επομένως, καταρχήν, στο σύνολο των ζητημάτων έκδοσης μεταξύ των μερών αυτών». Από καμία διάταξη της Συμφωνίας αυτής δεν συνάγεται ότι οι διμερείς συνθήκες έκδοσης που έχουν συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών υπερισχύουν αυτής. Ειδικότερα, ενδεχόμενη υποχώρηση της Συμφωνίας ΕΕ-Η.Π.Α. έναντι των εν λόγω διμερών συνθηκών δεν προκύπτει ούτε από το άρθρο 3, κατά το οποίο ορισμένες διατάξεις της Συμφωνίας αυτής εφαρμόζονται μόνο εν απουσία αντίστοιχων διατάξεων στις διμερείς συνθήκες, ούτε από το άρθρο 17, παράγραφος 1, κατά το οποίο το κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση διατηρεί τη δυνατότητα να επικαλεστεί λόγους άρνησης που προβλέπονται σε διμερή συνθήκη έκδοσης και αφορούν ζήτημα που δεν διέπεται από τη Συμφωνία ΕΕ-Η.Π.Α. Αντιθέτως, άλλες διατάξεις της Συμφωνίας αυτής, όπως το άρθρο 18 από το οποίο προκύπτει ότι μετά την έναρξη ισχύος της μπορούν να συνάπτονται μόνο διμερείς συνθήκες μεταξύ κράτους μέλους και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που συνάδουν με τη Συμφωνία αυτή, επιβεβαιώνουν ότι η εν λόγω Συμφωνία είναι γενικής εφαρμογής.

65.      Βεβαίως, όπως επισημαίνει το Δικαστήριο στη σκέψη 97 της αποφάσεως Ερυθρά αγγελία της Interpol, η Συμφωνία ΕΕ-Η.Π.Α. δεν προβλέπει ρητώς ότι η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem επιτρέπει στις αρχές των κρατών μελών να αρνηθούν έκδοση την οποία ζητούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Γενικότερα, η συμφωνία αυτή δεν προβλέπει αυτοτελείς λόγους αρνήσεως της εκδόσεως, εκτός από το άρθρο 13 που αφορά τη θανατική ποινή (42). Όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek στις προτάσεις του στην υπόθεση Bundesrepublik Deutschland (Ερυθρά αγγελία της Interpol) (43), ελλείψει σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως της Ένωσης, οι κανόνες περί εκδόσεως εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα οποία μπορούν, στο πλαίσιο αυτό, να συνάπτουν διμερείς (ή πολυμερείς) συμφωνίες με τρίτα κράτη. Εντούτοις, τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν την εν λόγω αρμοδιότητα τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, διασφαλίζοντας τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, μεταξύ των οποίων η αρχή ne bis in idem που διατυπώνεται στο άρθρο 50, και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αναλάβουν δεσμεύσεις που δεν συνάδουν προς τις απορρέουσες από το δίκαιο της Ένωσης υποχρεώσεις τους.

66.      Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι η εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, η οποία στηρίζεται σε εξ αντιδιαστολής ερμηνεία της Συμφωνίας ΕΕ-Η.Π.Α., δεν ευσταθεί και ότι, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 351 ΣΛΕΕ, που θα εξεταστούν στη συνέχεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορεί να επικαλεσθεί τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α προκειμένου να αποδεχτεί την αίτηση έκδοσης του HF.

67.      Τούτου λεχθέντος, βάσει ακριβώς της Συμφωνίας ΕΕ-Η.Π.Α., θα μπορούσε να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι άρνηση έκδοσης του HF στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν συνιστά κατ’ ανάγκη παραβίαση της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 17, παράγραφος 2, της συνθήκης αυτής προκύπτει ότι «οι συνταγματικές αρχές ή αμετάκλητες δεσμευτικές δικαστικές αποφάσεις του προς ό η αίτηση κράτους» ενδέχεται «να θέτουν εμπόδιο στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του έκδοσης» και ότι, αν «η επίλυση του θέματος δεν προβλέπεται στην [εν λόγω] συμφωνία ή την εφαρμοστέα διμερή συνθήκη, πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις μεταξύ του αιτούντος και του προς ό η αίτηση κράτους». Μολονότι πράγματι η διάταξη αυτή προβλέπει σε αυτήν την περίπτωση ως μόνη νομική συνέπεια την υποχρέωση διαβούλευσης μεταξύ των οικείων κρατών, αποτυπώνει τη βούληση των συμβαλλομένων στη Συμφωνία ΕΕ-Η.Π.Α. μερών να αναγνωρίσουν ότι ορισμένες περιστάσεις που δεν προβλέπονται ρητώς από την εφαρμοστέα διμερή συνθήκη έκδοσης ενδέχεται να συνιστούν εμπόδιο στην έκδοση (44).

68.      Πέραν του ότι η απόφαση του Okrožno sodišče v Mariboru (περιφερειακού δικαστηρίου Μάριμπορ) της 6ης Ιουλίου 2012 μπορεί να θεωρηθεί ως «αμετάκλητη δικαστική απόφαση δεσμευτική» για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, φρονώ ότι μεταξύ των «συνταγματικών αρχών» κράτους μέλους συγκαταλέγονται η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Κατά τη γνώμη μου, συνεπώς, σε κατάσταση όπως η επίμαχη εν προκειμένω, εναπόκειται πρωτίστως στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση να εκκινήσει διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Μολονότι συμμερίζομαι την εκτίμηση της Επιτροπής κατά την οποία οι διαβουλεύσεις αυτές δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα το εν λόγω κράτος μέλος να αγνοήσει το «εμπόδιο» που θέτει το δίκαιο της Ένωσης, δεν θα έφτανα μέχρι του σημείου να συμπεράνω, όπως το εν λόγω θεσμικό όργανο, ότι η συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. σε συνδυασμό με τη Συμφωνία ΕΕ-Η.Π.Α δεν αντιβαίνουν, εν τέλει, στο δίκαιο της Ένωσης. Αν οι διαβουλεύσεις αυτές δεν καταλήξουν σε ανάκληση ή, ενδεχομένως, σε περιορισμό της αίτησης έκδοσης από τις αρμόδιες αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά να αναγνωρίσει υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι των υποχρεώσεών του που απορρέουν από τη διμερή συνθήκη έκδοσης.

 Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 351 ΣΛΕΕ

69.      Μένει να εξεταστεί αν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μπορεί να επικαλεστεί το πρώτο εδάφιο του άρθρου 351 ΣΛΕΕ προκειμένου να εκπληρώσει την απορρέουσα από τη συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. υποχρέωσή της να εκδώσει τον HF στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής παρότι η υποχρέωση αυτή δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης (45).

70.      Το άρθρο 351 ΣΛΕΕ προβλέπει, στο πρώτο εδάφιο, ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 1958 ή, για τα κράτη που προσχωρούν, πριν από την ημερομηνία της προσχώρησής τους, μεταξύ ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών αφενός, και ενός ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, αφετέρου, δεν θίγονται από τις Συνθήκες (46).

71.      Η συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. υπογράφηκε στις 20 Ιουνίου 1978 και τέθηκε σε ισχύ στις 30 Ιουλίου 1980, ήτοι μετά την 1η Ιανουαρίου 1958, ημερομηνία κατά την οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν ήδη μέλος της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Συνεπώς, αν γίνει δεκτή αυτή η στενή ερμηνεία του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πρέπει να κριθεί ότι η διάταξη αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω.

72.      Εντούτοις, όπως ακριβώς το αιτούν δικαστήριο, η Generalstaatsanwaltschaft München (γενική εισαγγελία Μονάχου), η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, φρονώ ότι πρέπει να προκριθεί μια ευρεία ερμηνεία του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, υπό την έννοια ότι αφορά επίσης, κατ’ αναλογίαν, τις συμβάσεις που συνήφθησαν από κράτος μέλος μετά την 1η Ιανουαρίου 1958 ή την ημερομηνία προσχώρησής του, αλλά πριν την ημερομηνία κατά την οποία η Ένωση απέκτησε αρμοδιότητα στο πεδίο που ρυθμίζουν οι εν λόγω συμβάσεις.

73.      Εν προκειμένω, μόνο μετά την έναρξη ισχύος, αρχικά, της Συνθήκης του Μάαστριχτ, την 1η Νοεμβρίου 1993, και, εν συνεχεία, της Συνθήκης του Άμστερνταμ, την 1η Μαΐου 1999, η Ένωση απέκτησε αρμοδιότητα στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, οι δε ημερομηνίες αυτές είναι μεταγενέστερες της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. Η διαπίστωση αυτή δεν αλλάζει και αν ληφθούν υπόψη η Συμφωνία του Σένγκεν και η ΣΕΣΣ, οι οποίες υπογράφηκαν στις 14 Ιουνίου 1985 και στις 19 Ιουνίου 1990, αντίστοιχα, και ενσωματώθηκαν στο δίκαιο της Ένωσης μόλις με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ.

74.      Κατά συνέπεια, μπορεί κατ’ εμέ να γίνει δεκτό ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όταν συνήψε με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής τη συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α., βρισκόταν σε κατάσταση ανάλογη με τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

75.      Σημαίνει αυτό ότι, εν προκειμένω, το εν λόγω κράτος μέλος επιτρέπεται να αποδεχτεί την αίτηση έκδοσης του HF στις Ηνωμένες Πολιτείες; Κατά τη γνώμη μου, όχι.

76.      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ότι το άρθρο 307 ΕΚ, το οποίο ίσχυε πριν το άρθρο 351 ΣΛΕΕ, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει παρέκκλιση από τις αρχές που συνιστούν τα θεμέλια της έννομης τάξης της Ένωσης, μεταξύ των οποίων η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (47). Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, οι αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση αυτή μπορούν να εφαρμοστούν πλήρως εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, κατά την οποία ορισμένα θα ήταν σημαντικότερα άλλων (48). Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει βάσει υποχρέωσης συμμόρφωσης στη συνθήκη έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α την παραβίαση της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη, την οποία θα συνεπαγόταν η έκδοση του HF στις Ηνωμένες Πολιτείες.

77.      Επιπλέον, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 351 ΣΛΕΕ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προσφεύγουν σε όλα τα πρόσφορα μέσα για να αίρουν τα τυχόν ασυμβίβαστα μεταξύ των συμβάσεων και των Συνθηκών. Τα μέσα αυτά ενδέχεται να επιβάλουν στα δικαστήρια των κρατών μελών να εξετάζουν αν τέτοιο ασυμβίβαστο μπορεί να εξαλειφθεί μέσω σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας της συμβάσεως, κατά το μέτρο του δυνατού και τηρουμένου του διεθνούς δικαίου (49). Εάν δεν μπορούν να προβούν σε σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία της σύμβασης, τα κράτη μέλη μπορούν, σε περίπτωση όπως η προκείμενη, να προβούν σε διαβουλεύσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, της Συμφωνίας ΕΕ-Η.Π.Α., και είναι μάλιστα δυνατόν να υποχρεωθούν, εάν αντιμετωπίζουν δυσχέρειες που καθιστούν αδύνατη την τροποποίηση σύμβασης, να την καταγγείλουν (50). Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, επισημαίνεται ότι το άρθρο 34, παράγραφος 4, της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α. περιλαμβάνει ρήτρα που προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα αμφότερων των μερών να καταγγείλουν την εν λόγω συνθήκη.

 Πρόταση

78.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Oberlandesgericht München (εφετείο Μονάχου, Γερμανία) ως εξής:

Το άρθρο 54 της σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990 και τέθηκε σε εφαρμογή στις 26 Μαρτίου 1995, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 610/2013, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σε συνδυασμό με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

οι διατάξεις αυτές αποκλείουν την έκδοση προσώπου, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του ως πολίτη της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, από τις αρχές κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τρίτο κράτος, εάν το πρόσωπο αυτό έχει ήδη καταδικασθεί αμετάκλητα σε άλλο κράτος μέλος για τις ίδιες πράξεις με εκείνες που αφορά η αίτηση έκδοσης την οποία υποβάλλει το εν λόγω τρίτο κράτος και η απόφαση αυτή έχει εκτελεσθεί, τούτο δε ακόμη και αν η απόφαση άρνησης έκδοσης θα ήταν δυνατή μόνο κατά παράβαση υφιστάμενης διμερούς συνθήκης έκδοσης με το εν λόγω τρίτο κράτος.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2000, L 239, σ. 19. Η ΣΕΣΣ συνήφθη προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή της Συμφωνίας μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν στις 14 Ιουνίου 1985 (ΕΕ 2000, L 239, σ. 13, στο εξής: Συμφωνία του Σένγκεν).


3      Βλ. σημείο 10 των παρουσών προτάσεων.


4      ΕΕ 1997, C 340, σ. 93.


5      ΕΕ 1999, L 176, σ. 17. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων ότι «[τ]ο Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] […] καθορίζει, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των Συνθηκών, τη νομική βάση για κάθε διάταξη ή απόφαση που συνιστούν το κεκτημένο του Σένγκεν».


6      Το άρθρο 34 ΕΕ καταργήθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, ενώ το άρθρο 31 ΕΕ αντικαταστάθηκε από τα άρθρα 82, 83 και 85 ΣΛΕΕ.


7      ΕΕ 2003, L 181, σ. 27.


8      ΕΕ 2016, L 77, σ. 1.


9      ΕΕ 2018, L 236, σ. 1.


10      ΕΕ 2018, L 303, σ. 39.


11      ΕΕ 2006, L 105, σ. 1.


12      BGBl. 1980 II, σ. 646. Η απόφαση περί παραπομπής επισημαίνει ότι η συνθήκη αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 30 Ιουλίου 1980.


13      BGBl. 1988 II, σ. 1087.


14      BGBl. 2007 II, σ. 1618.


15      Η απόφαση περί παραπομπής επισημαίνει ότι τα αδικήματα αυτά, για τα οποία ο HF περιλαμβανόταν στον εθνικό κατάλογο καταζητούμενων προσώπων της Bundeskriminalamt (ομοσπονδιακής αστυνομίας διώξεως του εγκλήματος, Γερμανία), πρέπει να χαρακτηριστούν κατά το γερμανικό δίκαιο ως «σύσταση εγκληματικής οργανώσεως», ως «κατασκοπία και υποκλοπή δεδομένων» και ως «ηλεκτρονική δολιοφθορά».


16      C‑505/19, στο εξής: απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol, EU:C:2021:376. Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.


17      Πρβλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α.


18      Πρβλ. άρθρο 2, παράγραφος 2, της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α.


19      BGBl. 1982 I, σ. 2071.


20      Ως «συμβαλλόμενο κράτος» πρέπει να νοείται κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας του Σένγκεν.


21      C‑188/07, EU:C:2008:174, σημείο 95.


22      Βλ. σημείο 6 των παρουσών προτάσεων.


23      Απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol (σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


24      Απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Nordzucker κ.λπ. (C‑151/20, EU:C:2022:203, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


25      Σημειώνεται ότι στο άρθρο 50 του Χάρτη γίνεται χρήση του όρου «αδίκημα», ενώ στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ γίνεται αναφορά στην έννοια των «ίδιων πραγματικών περιστατικών». Η νομολογία έχει ερμηνεύσει την έννοια αυτή ως αφορώσα «μόνο το υποστατό των πραγματικών περιστατικών και περιελάμβανε ένα σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονταν άρρηκτα μεταξύ τους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού των ως άνω πραγματικών περιστατικών ή του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος» (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2010 Mantello, C‑261/09, EU:C:2010:683, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στο ίδιο πνεύμα, όσον αφορά την ύπαρξη μίας και της αυτής «παραβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, κατά πάγια νομολογία, το κρίσιμο κριτήριο προκειμένου να εκτιμηθεί η προϋπόθεση αυτή είναι αυτό της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, νοουμένης ως της υπάρξεως ενός συνόλου συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την απαλλαγή ή την αμετάκλητη καταδίκη του συγκεκριμένου προσώπου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Menci, C‑524/15, EU:C:2018:197, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


26      Απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol (σκέψεις 90, 94 και 95).


27      Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι «[η] Ένωση παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά […] την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας».


28      Ήτοι το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ίδια αυτή απόφαση.


29      Απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol (σκέψεις 71, 72, 85, 89, 91 έως 93, 100, 102 και 106).


30      Απόφαση της 27ης Μαΐου 2014 (C‑129/14 PPU, EU:C:2014:586, σκέψεις 61 έως 63).


31      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 2003, Gözütok και Brügge (C‑187/01 και C‑385/01, EU:C:2003:87, σκέψη 36· μία εκ των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση αυτή αφορούσε Τούρκο υπήκοο), και της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, Gasparini κ.λπ. (C‑467/04, EU:C:2006:610, σκέψεις 34 έως 37).


32      Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, τέταρτη περίπτωση, ΕΕ προέβλεπε ότι η Ένωση θέτει ως στόχους «να διατηρήσει και να αναπτύξει την Ένωση ως χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση και την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας».


33      Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, Gasparini κ.λπ. (C‑467/04, EU:C:2006:610, σκέψη 27).


34      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2003, Gözütok και Brügge (C‑187/01 και C‑385/01, EU:C:2003:87, σκέψη 38).


35      Απόφαση της 27ης Μαΐου 2014, Spasic (C‑129/14 PPU, EU:C:2014:586, σκέψη 77). Πρβλ., επίσης, τη σκέψη 79 της απόφασης Ερυθρά αγγελία της Interpol, της οποίας το περιεχόμενο παρατίθεται στο σημείο 50 των παρουσών προτάσεων.


36      Απόφαση Ερυθρά αγγελία της Interpol (σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. επίσης αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 2003, Gözütok και Brügge (C‑187/01 και C‑385/01, EU:C:2003:87, σκέψη 33), και της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, Van Straaten (C‑150/05, EU:C:2006:614, σκέψη 43).


37      Η υπογράμμιση δική μου.


38      Βλ. σημείο 5 των παρουσών προτάσεων.


39      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Garlsson Real Estate κ.λπ. (C‑537/16, EU:C:2018:193, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, σημείο 41 των παρουσών προτάσεων.


40      Στις γραπτές παρατηρήσεις της η Generalstaatsanwaltschaft München (γενική εισαγγελία Μονάχου) υποστηρίζει ότι «[τ]ο ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί σε κάθε περίπτωση να προκαλέσει την κίνηση διαδικασίας εις βάρος του καταγγέλλοντας τον εαυτό του» και ότι, αν «[το πρόσωπο αυτό] προβεί επιπλέον σε μια στοιχειώδη ομολογία δημιουργεί τη δυνατότητα επί μακρόν αναστολής χωρίς περαιτέρω ενέργειες, πράγμα αναμενόμενο αν άλλα αποδεικτικά στοιχεία δεν εμπίπτουν στη σφαίρα επιρροής της ανακριτικής αρχής και αν η αρχή δεν μπορεί να εξακριβώσει το εύρος του αδικήματος βάσει της ομολογίας».


41      Πράγμα που επιβεβαιώνει, εν ανάγκη, ότι η περίπτωση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και ότι πρέπει ιδίως να ληφθούν υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη.


42      Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018, Pisciotti (C‑191/16, EU:C:2018:222, σκέψη 38).


43      C‑505/19, EU:C:2020:939, σημεία 78 έως 80. Πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:630, σκέψη 26), και Ερυθρά αγγελία της Interpol (σκέψη 100).


44      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Bundesrepublik Deutschland (Ερυθρά αγγελία της Interpol) (C‑505/19, EU:C:2020:939, σημείο 76).


45      Το άρθρο αυτό είναι γενικής ισχύος και τυγχάνει εφαρμογής επί οποιασδήποτε διεθνούς συμβάσεως, ασχέτως περιεχομένου, που μπορεί να έχει επίπτωση στην εφαρμογή της Συνθήκης (απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑466/98, EU:C:2002:624, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, μπορεί να εφαρμοστεί υπό το πρίσμα της συνθήκης έκδοσης Γερμανίας-Η.Π.Α.


46      Κατά τη νομολογία, η διάταξη αυτή έχει απλώς ως αντικείμενο να διευκρινίσει, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, ότι η εφαρμογή των Συνθηκών δεν επηρεάζει τη δέσμευση του οικείου κράτους μέλους να σέβεται τα απορρέοντα από προγενέστερη σύμβαση δικαιώματα τρίτων κρατών και να τηρεί τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του (απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2012, Luksan, C‑277/10, EU:C:2012:65, σκέψη 61 και μνημονευόμενη νομολογία). Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας N. Jääskinen στις προτάσεις του στην υπόθεση Επιτροπή κατά Σλοβακίας «[σ]υνεπώς, η διάταξη αυτή ρυθμίζει τη σύγκρουση μεταξύ δύο ασύμβατων μεταξύ τους υποχρεώσεων προκρίνοντας την προγενέστερη υποχρέωση και ως εκ τούτου κωδικοποιεί τη γενική αρχή του διεθνούς δικαίου ότι μεταγενέστερη σύμβαση αντίθετη προς άλλη προγενέστερη δεν επηρεάζει τα δικαιώματα κράτους το οποίο αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος μόνο στην προγενέστερη σύμβαση» (C‑264/09, EU:C:2011:150, σημείο 73).


47      Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008 (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 304).


48      Εξάλλου, κατά τη διατύπωση του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στις προτάσεις του στην υπόθεση Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie, η αρχή ne bis in idem αποτελεί «έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους για κάθε νομικό σύστημα που βασίζεται στην αρχή του κράτους δικαίου» (C‑617/17, EU:C:2018:976, σημείο 18). Ομοίως, η νομολογία τη χαρακτηρίζει «θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης» (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Slovak Telekom, C‑857/19, EU:C:2021:139, σκέψη 40).


49      Απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, Ferrari (C‑720/18 και C‑721/18, EU:C:2020:854, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


50      Πρβλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, Ferrari (C‑720/18 και C‑721/18, EU:C:2020:854, σκέψη 69).