Language of document : ECLI:EU:C:2023:914

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 23ης Νοεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας – Οδηγία 2014/26/ΕΕ – Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων – Οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως – Οδηγία 2004/48/ΕΚ – Μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκαταστάσεως που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας – Άρθρο 4 – Πρόσωπα νομιμοποιούμενα να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπονται στην οδηγία 2004/48/ΕΚ – Οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως εγκεκριμένος να χορηγεί συλλογικές άδειες με διευρυμένη ισχύ – Ενεργητική νομιμοποίηση για την προάσπιση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας»

Στην υπόθεση C‑201/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) με απόφαση της 15ης Μαρτίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Kopiosto ry

κατά

Telia Finland Oyj,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Z. Csehi, M. Ilešič (εισηγητή), I. Jarukaitis και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Kopiosto ry, εκπροσωπούμενος από τη S. Lapiolahti και τον B. Rapinoja, asianajajat,

–        η Telia Finland Oyj, εκπροσωπούμενη από τον M. Manner, asianajaja,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Pere,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον S. L. Kalėda, την J. Samnadda και την I. Söderlund,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Μαΐου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ 2004, L 157, σ. 45, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 195, σ. 16, και ΕΕ 2007, L 204, σ. 27), καθώς και τα άρθρα 17 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Kopiosto ry και της Telia Finland Oyj (στο εξής: Telia), σχετικά με την εκ μέρους της Telia αναμετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών που υποστηρίζεται ότι προσβάλλουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των δημιουργών που εκπροσωπεί ο Kopiosto.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2004/48

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 10 και 18 της οδηγίας 2004/48 έχουν ως εξής:

«(3)      […] χωρίς αποτελεσματικά μέσα επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, η καινοτομία και η δημιουργικότητα αποθαρρύνονται και οι επενδύσεις μειώνονται. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο να ληφθεί μέριμνα ώστε το ουσιαστικό δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο σήμερα εμπίπτει σε μεγάλο βαθμό στο κοινοτικό κεκτημένο, να εφαρμόζεται αποτελεσματικά εντός της [Ευρωπαϊκής] Κοινότητας. Από την άποψη αυτή, τα μέσα επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας αποκτούν κεφαλαιώδη σημασία για την επιτυχία της εσωτερικής αγοράς.

[…]

(10)      Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προσέγγιση των νομοθετικών συστημάτων προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό, ισοδύναμο και ομοιογενές επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά.

[…]

(18)      Τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης [που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία] δεν θα πρέπει να είναι μόνο οι δικαιούχοι δικαιωμάτων, αλλά και πρόσωπα με άμεσο συμφέρον και ικανότητα διαδίκου, εφόσον το επιτρέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία και σύμφωνα με αυτήν, μεταξύ των οποίων μπορούν να περιλαμβάνονται οι επαγγελματικές οργανώσεις διαχείρισης των εν λόγω δικαιωμάτων ή προάσπισης των συλλογικών και ατομικών συμφερόντων τα οποία έχουν αναλάβει να προστατεύουν.»

4        Στο κεφάλαιο I της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων το άρθρο 1 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο» και το οποίο ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αφορά τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο όρος “δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας” εμπεριέχει τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας.»

5        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/48, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη των μέσων που προβλέπονται ή ενδέχεται να προβλεφθούν με την κοινοτική ή την εθνική νομοθεσία, καθόσον τα εν λόγω μέσα μπορεί να είναι ευνοϊκότερα για τους δικαιούχους, τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3, σε οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας όπως προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία ή/και την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους.»

6        Το κεφάλαιο II της ίδιας οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 3 έως 15, φέρει τον τίτλο «Μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκατάστασης».

7        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2004/48, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενική υποχρέωση», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που απαιτούνται για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που ρυθμίζονται με την παρούσα οδηγία. Τα εν λόγω μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης πρέπει να είναι θεμιτά και δίκαια, να μην είναι περίπλοκα και δαπανηρά άνευ λόγου και να μην προβλέπουν παράλογες προθεσμίες ούτε να συνεπάγονται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις.

2.      Τα εν λόγω μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκατάστασης πρέπει επίσης να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά και να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία εμποδίων στο νόμιμο εμπόριο και να προβλέπονται εγγυήσεις κατά της κατάχρησής τους.»

8        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης», ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ως πρόσωπα που έχουν δικαίωμα να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης του παρόντος κεφαλαίου:

α)      τους δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας·

β)      κάθε άλλο πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί να χρησιμοποιεί τα εν λόγω δικαιώματα, […] εφόσον το επιτρέπουν οι διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας και σύμφωνα με αυτές·

γ)      τους οργανισμούς [συλλογικής διαχείρισης] δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στους οποίους αναγνωρίζεται [προσηκόντως] το δικαίωμα να εκπροσωπούν δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, εφόσον το επιτρέπουν οι διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας και σύμφωνα με αυτές·

δ)      τους οργανισμούς προάσπισης επαγγελματικών συμφερόντων στους οποίους αναγνωρίζεται [προσηκόντως] το δικαίωμα να εκπροσωπούν τους δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, εφόσον το επιτρέπουν οι διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας και σύμφωνα με αυτές.»

 Η οδηγία 2014/26/ΕΕ

9        Οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 9, 12 και 49 της οδηγίας 2014/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων καθώς και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2014, L 84, σ. 72, και διορθωτικό ΕΕ 2015, L 14, σ. 48), έχουν ως εξής:

«(8)      Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι ο συντονισμός των εθνικών κανόνων που αφορούν στην πρόσβαση στη διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων από οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, τους όρους διακυβέρνησής τους, και το εποπτικό πλαίσιό τους […]

(9)      Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι επίσης ο καθορισμός απαιτήσεων που ισχύουν για τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης προκειμένου να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο διακυβέρνησης, οικονομικής διαχείρισης, διαφάνειας και λογοδοσίας. […]

[…]

(12)      Η παρούσα οδηγία, αν και εφαρμόζεται σε όλους τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, […] δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει στις ρυθμίσεις που αφορούν στη διαχείριση των δικαιωμάτων στα κράτη μέλη όπως η ατομική διαχείριση, το επεκτατικό αποτέλεσμα μιας συμφωνίας μεταξύ ενός αντιπροσωπευτικού οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και ενός χρήστη, δηλαδή διευρυμένη συλλογική χορήγηση αδειών, υποχρεωτική συλλογική διαχείριση, τεκμήρια εκπροσώπησης και μεταβίβαση δικαιωμάτων σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης.

[…]

(49) […] Σκόπιμο είναι επίσης να απαιτείται από τα κράτη μέλη να προβλέψουν ανεξάρτητες, αμερόληπτες και αποτελεσματικές διαδικασίες επίλυσης διαφορών, μέσω οργάνων με πείρα στο δίκαιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας ή μέσω δικαστηρίων κατάλληλων για τη διευθέτηση εμπορικών διαφορών μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και των χρηστών σε σχέση με τους ισχύοντες ή προτεινόμενους όρους αδειοδότησης ή σε σχέση με παραβίαση σύμβασης.»

10      Το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)      ως “οργανισμός συλλογικής διαχείρισης” νοείται κάθε οργανισμός που εξουσιοδοτείται από τον νόμο ή μέσω εκχώρησης, άδειας ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής συμφωνίας, για τη διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων εξ ονόματος περισσοτέρων του ενός δικαιούχων, για το συλλογικό όφελος αυτών των δικαιούχων, ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό του, και ο οποίος πληροί ένα από ή αμφότερα τα ακόλουθα κριτήρια:

i)      ανήκει στα μέλη του ή ελέγχεται από αυτά·

ii)      έχει οργανωθεί σε μη κερδοσκοπική βάση».

11      Το άρθρο 35 της οδηγίας 2014/26, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επίλυση διαφορών», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διαφορές μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και χρηστών που αφορούν ιδίως στους ισχύοντες και προτεινόμενους όρους αδειοδότησης ή την παραβίαση της σύμβασης μπορούν να παραπεμφθούν σε δικαστήριο ή, κατά περίπτωση, σε άλλο ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο επίλυσης διαφορών όταν το όργανο αυτό διαθέτει εμπειρία στο δίκαιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας.

2.      Τα άρθρα 33 και 34 και η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου δεν θίγουν το δικαίωμα των μερών να διεκδικούν και να προασπίζονται τα δικαιώματά τους προσφεύγοντας στα δικαστήρια.»

 Το φινλανδικό δίκαιο

12      Το άρθρο 26 του tekijänoikeuslaki (404/1961) (νόμου 404/1961 περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας), της 8ης Ιουλίου 1961, όπως τροποποιήθηκε με τον laki tekijänoikeuslain muuttamisesta (607/2015) (νόμο 607/2015 για την τροποποίηση του νόμου περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας), της 22ας Μαΐου 2015 (στο εξής: νόμος περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας), το οποίο φέρει τον τίτλο «Συμβατική άδεια εκμεταλλεύσεως», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι οι διατάξεις του νόμου περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σχετικά με τις συμβατικές άδειες εκμεταλλεύσεως τυγχάνουν εφαρμογής επί συμφωνίας συναπτομένης μεταξύ χρήστη και εγκεκριμένου από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού οργανισμού ο οποίος εκπροσωπεί, σε συγκεκριμένο κλάδο, πολλούς δημιουργούς έργων τα οποία χρησιμοποιούνται στη Φινλανδία, όσον αφορά τη χρήση έργων δημιουργών που εμπίπτουν στον ίδιο κλάδο. Βάσει της εν λόγω συμφωνίας, ένας εγκεκριμένος οργανισμός θεωρείται ότι έχει εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπεί τους δημιουργούς και άλλων έργων στο πλαίσιο του ίδιου κλάδου. Ο κάτοχος συμβατικής άδειας εκμεταλλεύσεως κτηθείσας βάσει της ως άνω συμφωνίας δύναται, σύμφωνα με τους όρους αυτής, να χρησιμοποιεί όλα τα έργα των δημιουργών που εμπίπτουν στον ίδιο κλάδο.

13      Βάσει του άρθρου 26, παράγραφος 4, του νόμου περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, οι όροι που καθορίζονται από τον διαλαμβανόμενο στην παράγραφο 1 οργανισμό όσον αφορά την κατανομή των αμοιβών για την αναπαραγωγή, την παρουσίαση ή τη μετάδοση των έργων μεταξύ των δημιουργών τους οποίους εκπροσωπεί ο οργανισμός ή όσον αφορά τη χρήση των αμοιβών των δημιουργών για κοινούς σκοπούς ισχύουν και για τους δημιουργούς του ίδιου κλάδου οι οποίοι δεν εκπροσωπούνται άμεσα από τον συγκεκριμένο οργανισμό.

14      Το άρθρο 25h του νόμου περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αναμετάδοση ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκπομπής», ορίζει στην παράγραφο 1 ότι έργο που περιλαμβάνεται σε ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή δύναται να αναμεταδοθεί, χωρίς μεταβολή της εκπομπής, βάσει συμβατικής αδείας εκμεταλλεύσεως, όπως προβλέπει το άρθρο 26 του εν λόγω νόμου, με σκοπό την ταυτόχρονη με την αρχική μετάδοση παρουσίασή του στο κοινό.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Ο Kopiosto είναι οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/26, ο οποίος διαχειρίζεται και χορηγεί άδειες εκμεταλλεύσεως για λογαριασμό μεγάλου αριθμού δημιουργών, βάσει των εξουσιοδοτήσεων που του παρέχουν οι συγκεκριμένοι δημιουργοί. Ο Kopiosto έχει επίσης λάβει έγκριση από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ως οργανισμός στον οποίο έχει ανατεθεί η χορήγηση συμβατικών αδειών εκμεταλλεύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 26 του νόμου περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την αναμετάδοση έργων περιλαμβανομένων σε ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή, κατά την έννοια του άρθρου 25, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου.

16      Η Telia εκμεταλλεύεται δίκτυο καλωδιακής τηλεόρασης το οποίο μεταδίδει προς δημόσια λήψη το τηλεοπτικό σήμα εθνικών τηλεοπτικών σταθμών ελεύθερης λήψεως.

17      Στις 24 Ιανουαρίου 2018 ο Kopiosto άσκησε ενώπιον του markkinaoikeus (δικαστηρίου οικονομικών υποθέσεων, Φινλανδία) αγωγή με αίτημα να διαπιστωθεί ότι η Telia είχε αναμεταδώσει τηλεοπτικές εκπομπές, κατά την έννοια του άρθρου 25h του νόμου περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, και ότι, ελλείψει αδείας χορηγηθείσας προγενέστερα από τον Kopiosto, η αναμετάδοση αυτή συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των δημιουργών που εκπροσωπεί ο εν λόγω φορέας, κυρίως, ως οργανισμός στον οποίον έχει ανατεθεί η χορήγηση συμβατικών αδειών εκμεταλλεύσεως και, επικουρικώς, βάσει των εξουσιοδοτήσεων τις οποίες του έχουν παράσχει οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

18      Η Telia υποστηρίζει ότι ο Kopiosto δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να ασκήσει αγωγή λόγω προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

19      Με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2019, το markkinaoikeus (δικαστήριο οικονομικών υποθέσεων) απέρριψε, μεταξύ άλλων, ως απαράδεκτα τα αιτήματα του Kopiosto τα οποία στηρίζονταν σε προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, με το σκεπτικό ότι ο Kopiosto δεν εδύνατο να ασκήσει ιδίω ονόματι αγωγή λόγω προσβολής των δικαιωμάτων αυτών για λογαριασμό των δικαιούχων τους οποίους εκπροσωπεί ως οργανισμός εξουσιοδοτημένος να χορηγεί συμβατικές άδειες εκμεταλλεύσεως στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 26 του νόμου περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι ο Kopiosto δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς ούτε να ασκήσει αγωγή λόγω προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των δικαιούχων εκείνων οι οποίοι είχαν εξουσιοδοτήσει τον συγκεκριμένο οργανισμό να διαχειρίζεται τα δικαιώματά τους και να τους εκπροσωπεί ενώπιον των δικαστηρίων.

20      Ο Kopiosto άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Korkein oikeus (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Φινλανδία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας, κυρίως, ότι, λόγω της ιδιότητάς του ως οργανισμού στον οποίο έχει ανατεθεί η χορήγηση συμβατικών αδειών εκμεταλλεύσεως, έχει, όπως απαιτεί το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, άμεσο έννομο συμφέρον να ασκεί ένδικα βοηθήματα σε περίπτωση παράνομης χρήσεως των έργων των δημιουργών τους οποίους εκπροσωπεί και, επικουρικώς, ότι έχει, τουλάχιστον, δικαίωμα να ασκεί αγωγές όσον αφορά την άνευ αδείας εκμετάλλευση των έργων των δημιουργών των οποίων διαχειρίζεται τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας βάσει εξουσιοδοτήσεων περί διαχειρίσεως και δικαστικής εκπροσωπήσεως που του έχουν παρασχεθεί από τους συγκεκριμένους δημιουργούς.

21      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου η Telia υποστηρίζει ότι ο Kopiosto, ως οργανισμός στον οποίο έχει ανατεθεί η χορήγηση συμβατικών αδειών εκμεταλλεύσεως, είναι εξουσιοδοτημένος να χορηγεί άδειες για την αναμετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών και να εισπράττει τα αντίστοιχα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως. Αντιθέτως, κατά την αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, μόνον ο αρχικός δικαιούχος του οικείου δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή το πρόσωπο στο οποίο μεταβιβάσθηκε το δικαίωμα δύναται να ασκήσει αγωγή λόγω προσβολής του εν λόγω δικαιώματος.

22      Το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι, προκειμένου να επιλύσει τη διαφορά της κύριας δίκης, απαιτείται, ελλείψει σχετικής διατάξεως του εθνικού δικαίου, να δοθεί απάντηση στο ζήτημα ποιες είναι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένας οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/26, νομιμοποιείται να ζητήσει την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως που διαλαμβάνονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας 2004/48. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν αρκεί προς τούτο, κατά το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας, το ότι ο οργανισμός στον οποίο έχει ανατεθεί η χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως διαθέτει τη γενική ικανότητα διαδίκου και έχει το δικαίωμα να διαπραγματεύεται και να χορηγεί τέτοιες άδειες αναμεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών για λογαριασμό όλων των δικαιούχων δικαιωμάτων του οικείου κλάδου ή εάν η ως άνω ενεργητική νομιμοποίηση εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω οργανισμός πρέπει να εξουσιοδοτείται ρητώς, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, να ασκεί ιδίω ονόματι αγωγή λόγω προσβολής των σχετικών δικαιωμάτων.

23      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, κατ’ αρχάς, ότι, με την απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, SNB-REACT (C‑521/17, EU:C:2018:639), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ως άνω νομιμοποίηση προϋποθέτει ότι ο οργανισμός συλλογικής εκπροσωπήσεως των δικαιούχων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας πρέπει να θεωρείται βάσει της εθνικής νομοθεσίας ως έχων άμεσο συμφέρον για την προάσπιση τέτοιων δικαιωμάτων και ότι η νομοθεσία αυτή του παρέχει τη δυνατότητα να παρίσταται προς τούτο ενώπιον δικαστηρίου, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται αν η δεύτερη αυτή προϋπόθεση αφορά τη γενική ικανότητα ενός τέτοιου οργανισμού να παρίσταται ως διάδικος ενώπιον δικαστηρίου ή αν πρέπει το εθνικό δίκαιο να προβλέπει ρητώς, ή τουλάχιστον να επιτρέπει, τη δυνατότητα οργανισμού που είναι εξουσιοδοτημένος να χορηγεί συλλογικές άδειες εκμεταλλεύσεως με διευρυμένη ισχύ να ασκεί αγωγή λόγω προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

24      Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, υπό το πρίσμα των σκέψεων 34 και 35 της ως άνω αποφάσεως, δεν προκύπτει σαφώς αν το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι αποσκοπεί στην εναρμόνιση της έννοιας του «άμεσου συμφέροντος» οργανισμού, κατά την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2004/48, για την προάσπιση των δικαιωμάτων των δικαιούχων τους οποίους εκπροσωπεί ή αν τούτο πρέπει να καθορίζεται βάσει του εθνικού δικαίου. Ούτε από το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 18 αυτής, προκύπτει με σαφήνεια εάν οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως έχει άμεσο συμφέρον να προασπίζει τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας απλώς και μόνον επειδή έχει το δικαίωμα, βάσει αφενός της συλλογικής αδείας εκμεταλλεύσεως με διευρυμένη ισχύ και αφετέρου των εξουσιοδοτήσεων τις οποίες του παρέσχον οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων, να παραχωρεί δικαιώματα εκμεταλλεύσεως επί των έργων και να εισπράττει για λογαριασμό των δικαιούχων των δικαιωμάτων τις οφειλόμενες βάσει των δικαιωμάτων αμοιβές, προκειμένου να τις καταβάλλει σε αυτούς.

25      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες, όσον αφορά ειδικότερα το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποιήσεως φορέα λόγω της ιδιότητάς του ως οργανισμού εξουσιοδοτημένου να χορηγεί συλλογικές άδειες εκμεταλλεύσεως με διευρυμένη ισχύ, ως προς την προσήκουσα ερμηνεία του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 υπό το πρίσμα, αφενός, της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Χάρτη και, αφετέρου, του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής κατά το άρθρο 47 του Χάρτη. Συναφώς, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) επισημαίνει ότι αν γίνει δεκτό ότι ο οργανισμός χορηγήσεως συλλογικών αδειών εκμεταλλεύσεως με διευρυμένη ισχύ νομιμοποιείται να ασκεί ιδίω ονόματι αγωγή λόγω προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, τούτο θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του δικαιώματος του δικαιούχου να ασκήσει ο ίδιος ένδικο βοήθημα. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται να εξετασθεί αν η αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως τέτοιου οργανισμού, σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δημιουργών οι οποίοι δεν μεταβίβασαν το αποκλειστικό δικαίωμά τους, πρέπει να θεωρηθεί δυσανάλογη επέμβαση στο δικαίωμά τους να διαθέτουν τα προϊόντα της διανοίας τους. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ανωτέρω επέμβαση μπορεί να δικαιολογηθεί, μεταξύ άλλων, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως μπορούν να επεμβαίνουν αποτελεσματικότερα από ό,τι ο ίδιος ο δικαιούχος δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Νοείται όσον αφορά τους οργανισμούς χορήγησης συμβατικών αδειών εκμετάλλευσης, οι οποίοι διαχειρίζονται συλλογικώς τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, ότι η προβλεπόμενη στο εθνικό δίκαιο γενική ικανότητα διαδίκου σε ένδικες διαφορές αρκεί αφ’ εαυτής για την αναγνώριση του δικαιώματος των εν λόγω οργανισμών να είναι διάδικοι σε δίκη προς προάσπιση των ως άνω δικαιωμάτων, που αποτελεί προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης βάσει του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, ή μήπως για την ύπαρξη ενεργητικής νομιμοποίησης πρέπει να προβλέπεται από τις εθνικές διατάξεις ρητώς αναγνωρισμένο δικαίωμα για την ιδίω ονόματι άσκηση ενδίκου βοηθήματος προς προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων;

2)      Πρέπει, στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48, η φράση “άμεσο συμφέρον προς προάσπιση των πνευματικών δικαιωμάτων των δικαιούχων που εκπροσωπούνται από τον ίδιο” να ερμηνεύεται κατά τρόπο ενιαίο σε όλα τα κράτη μέλη, όταν πρόκειται για το δικαίωμα οργανισμού συλλογικής διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/26 να ασκεί ιδίω ονόματι αγωγές λόγω προσβολής στις περιπτώσεις κατά τις οποίες:

α)      πρόκειται για χρήσεις έργων επί των οποίων ο φορέας διαχείρισης ως οργανισμός χορήγησης συμβατικών αδειών εκμετάλλευσης κατά την έννοια του νόμου περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας έχει την εξουσία να χορηγεί συλλογικές άδειες με διευρυμένη ισχύ οι οποίες επιτρέπουν στον κάτοχο της άδειας να χρησιμοποιεί ακόμη και έργα δημιουργών του ιδίου κλάδου οι οποίοι δεν έχουν εξουσιοδοτήσει τον οργανισμό να διαχειρίζεται τα δικαιώματα τους·

β)      πρόκειται για χρήσεις έργων ως προς τα οποία ο οργανισμός είναι εντεταλμένος από τους δημιουργούς βάσει συμβάσεως ή πληρεξουσίου να διαχειρίζεται τα πνευματικά τους δικαιώματα, χωρίς όμως να έχουν μεταβιβασθεί στον οργανισμό τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας;

3)      Εάν γίνει δεκτό ότι ο οργανισμός χορήγησης συμβατικών αδειών εκμετάλλευσης έχει άμεσο συμφέρον και νομιμοποιείται ενεργητικώς ιδίω ονόματι προς άσκηση ενδίκων βοηθημάτων: Ποια σημασία έχει κατά την εκτίμηση της ενεργητικής νομιμοποίησης, ενδεχομένως υπό το πρίσμα των άρθρων 17 και 47 του [Χάρτη], το γεγονός ότι ως οργανισμός χορήγησης αδειών εκμετάλλευσης εκπροσωπεί ακόμη και δημιουργούς οι οποίοι δεν τον έχουν εξουσιοδοτήσει να διαχειρίζεται τα πνευματικά τους δικαιώματα και ότι δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση ως προς το δικαίωμα του οργανισμού να ασκήσει αγωγή προς προάσπιση των δικαιωμάτων των εν λόγω δημιουργών;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

27      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι, πέραν της προϋποθέσεως περί άμεσου συμφέροντος για την προάσπιση των οικείων δικαιωμάτων, η αναγνώριση της νομιμοποιήσεως των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας να ζητούν ιδίω ονόματι την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας εξαρτάται αποκλειστικώς από την ικανότητα διαδίκου των εν λόγω οργανισμών ή αν απαιτεί ρητή κατοχύρωση, κατά το εφαρμοστέο δίκαιο, της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των συγκεκριμένων οργανισμών για την προάσπιση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.

28      Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι από την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2004/48, υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να ερμηνεύεται το άρθρο της 4, προκύπτει ότι, κατά τη βούληση του νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητούν την εφαρμογή των προβλεπόμενων στο κεφάλαιο II της οδηγίας μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης δεν θα πρέπει να είναι μόνον οι δικαιούχοι δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, αλλά και πρόσωπα με άμεσο συμφέρον προς προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων καθώς και ικανότητα διαδίκου, εφόσον το επιτρέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία και σύμφωνα με αυτήν (απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, SNB-REACT, C‑521/17, EU:C:2018:639, σκέψη 33).

29      Τα πρόσωπα αυτά απαριθμούνται στο άρθρο 4, στοιχεία βʹ έως δʹ, της ως άνω οδηγίας. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας μνημονεύονται στο στοιχείο γʹ του εν λόγω άρθρου, βάσει του οποίου τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στους οποίους έχει αναγνωρισθεί προσηκόντως το δικαίωμα να εκπροσωπούν δικαιούχους δικαιωμάτων αποτελούν πρόσωπα νομιμοποιούμενα να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της ίδιας οδηγίας, εφόσον το επιτρέπουν οι διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας και σύμφωνα με αυτές.

30      Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναγνωρίζουν σε οργανισμό συλλογικής εκπροσωπήσεως δικαιούχων σημάτων το δικαίωμα να ζητεί, ιδίω ονόματι, τη λήψη των προβλεπόμενων στην εν λόγω οδηγία μέτρων αποκαταστάσεως με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων των δικαιούχων αυτών, καθώς και να προσφεύγει στη δικαιοσύνη, ιδίω ονόματι, προβάλλοντας τα εν λόγω δικαιώματα, υπό την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος οργανισμός έχει, κατά την εθνική νομοθεσία, άμεσο συμφέρον προς προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων και ότι η νομοθεσία αυτή του αναγνωρίζει, προς τούτο, την ικανότητα διαδίκου (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, SNB-REACT, C‑521/17, EU:C:2018:639, σκέψη 39).

31      Ως εκ τούτου, η νομιμοποίηση οργανισμού συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας να ζητεί, ιδίω ονόματι, την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας 2004/48 εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι, κατά την εφαρμοστέα νομοθεσία, γίνεται δεκτό ότι ο συγκεκριμένος οργανισμός έχει άμεσο συμφέρον για την προάσπιση τέτοιων δικαιωμάτων και ότι, βάσει της εν λόγω νομοθεσίας, του παρέχεται η δυνατότητα να προσφεύγει προς τούτο στη δικαιοσύνη.

32      Κατά συνέπεια, μολονότι ένας οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας πρέπει κατ’ ανάγκην να έχει ικανότητα διαδίκου προκειμένου να νομιμοποιείται να ζητεί, ιδίω ονόματι, την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεων που προβλέπει η ως άνω οδηγία, η συγκεκριμένη ικανότητα δεν αρκεί αφ’ εαυτής προς τούτο.

33      Κατά τα λοιπά, δεδομένου ότι η ικανότητα διαδίκου αποτελεί σύνηθες χαρακτηριστικό της νομικής προσωπικότητας την οποία διαθέτουν, κατ’ αρχήν, οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως, τυχόν διαφορετική ερμηνεία θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τη δεύτερη προϋπόθεση που διατυπώνεται στη σκέψη 39 της αποφάσεως της 7ης Αυγούστου 2018, SNB-REACT (C‑521/17, EU:C:2018:639).

34      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το ζήτημα αν η αναγνώριση της νομιμοποιήσεως οργανισμού συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας να ζητεί, ιδίω ονόματι, την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπει η οδηγία 2004/48 εξαρτάται από τη ρητή κατοχύρωσή της στην εφαρμοστέα νομοθεσία, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας παραπέμπει, κατά γενικό τρόπο, στις «διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας».

35      Ο συγκεκριμένος όρος, όμως, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι η νομιμοποίηση των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας να ζητούν, ιδίω ονόματι, την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπει η ως άνω οδηγία πρέπει να αναγνωρίζεται ρητώς από ειδική διάταξη, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη ενεργητική νομιμοποίηση μπορεί να απορρέει από γενικούς δικονομικούς κανόνες.

36      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τον σκοπό της οδηγίας 2004/48 ο οποίος, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 10 αυτής, συνίσταται ιδίως στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά (απόφαση της 17ης Ιουνίου 2021, M.I.C.M., C‑597/19, EU:C:2021:492, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Προς τούτο, το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν ένα ελάχιστο σύνολο μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκαταστάσεως αναγκαίων για τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.

37      Όπως, όμως, προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 18 της ίδιας οδηγίας, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε σκόπιμο να αναγνωρισθεί, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, ότι νομιμοποιούνται να ζητούν την εφαρμογή των προβλεπομένων από την οδηγία μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκαταστάσεως όχι μόνον οι δικαιούχοι δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, αλλά και οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως οι οποίοι διαθέτουν κατά κανόνα οικονομικούς και υλικούς πόρους που τους παρέχουν τη δυνατότητα να κινούν αποτελεσματικώς ένδικες διαδικασίες με σκοπό την καταπολέμηση των προσβολών των συγκεκριμένων δικαιωμάτων.

38      Κατά συνέπεια, τυχόν στενή ερμηνεία του άρθρου 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 θα μπορούσε, στα κράτη μέλη που δεν έχουν θεσπίσει διάταξη διέπουσα ειδικώς το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως, να εμποδίζει τους οργανισμούς αυτούς να ζητούν, ιδίω ονόματι, την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπει η οδηγία, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η αποτελεσματικότητα των μέσων που έχει θέσει σε εφαρμογή ο νομοθέτης της Ένωσης για τον σεβασμό των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.

39      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι, πέραν της προϋποθέσεως περί άμεσου συμφέροντος για την προάσπιση των οικείων δικαιωμάτων, η αναγνώριση της νομιμοποιήσεως των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας να ζητούν ιδίω ονόματι την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας προϋποθέτει την ενεργητική νομιμοποίηση των εν λόγω οργανισμών να ασκούν ένδικα βοηθήματα με σκοπό την προάσπιση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, νομιμοποίηση η οποία μπορεί να απορρέει από ειδική προς τούτο διάταξη ή από γενικούς δικονομικούς κανόνες.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

40      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναγνωρίζουν ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στους οποίους έχει αναγνωρισθεί προσηκόντως το δικαίωμα να εκπροσωπούν δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας έχουν άμεσο συμφέρον να ζητούν, ιδίω ονόματι, την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας σε περίπτωση κατά την οποία η ύπαρξη άμεσου συμφέροντος των εν λόγω οργανισμών για την προάσπιση των οικείων δικαιωμάτων δεν προκύπτει από την εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση.

41      Υπενθυμίζεται ότι η έννοια του «άμεσου συμφέροντος», η οποία δεν διαλαμβάνεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2004/48, μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 18 της εν λόγω οδηγίας, από την οποία συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε σκόπιμο να αναγνωρισθεί ότι νομιμοποιούνται να ζητούν την εφαρμογή των προβλεπομένων από την οδηγία μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκαταστάσεως όχι μόνον οι δικαιούχοι δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, αλλά και τα πρόσωπα που έχουν άμεσο συμφέρον για την προάσπιση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων, καθώς και ικανότητα διαδίκου, «εφόσον το επιτρέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία και σύμφωνα με αυτήν».

42      Επομένως, ενώ το άρθρο 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/48 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν, σε κάθε περίπτωση, στους έχοντες δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας το δικαίωμα να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής, τα στοιχεία βʹ έως δʹ του άρθρου 4 της οδηγίας διευκρινίζουν, και τα τρία, ότι τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν το ίδιο δικαίωμα σε άλλα πρόσωπα καθώς και σε συγκεκριμένους οργανισμούς μόνον εφόσον το επιτρέπουν οι διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας και σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές (απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, SNB-REACT, C‑521/17, EU:C:2018:639, σκέψη 28).

43      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι η κατ’ άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 παραπομπή στην «εφαρμοστέα νομοθεσία» πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενη τόσο στη σχετική εθνική νομοθεσία όσο και, κατά περίπτωση, στη νομοθεσία της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, SNB-REACT, C‑521/17, EU:C:2018:639, σκέψη 31).

44      Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να διαπιστωθεί αν οι ισχύουσες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης αναγνωρίζουν την ύπαρξη άμεσου συμφέροντος των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.

45      Συναφώς, αφενός, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 41 και 42 της παρούσας αποφάσεως, η συγκεκριμένη οδηγία, καθόσον παραπέμπει προς τούτο στην εφαρμοστέα νομοθεσία, δεν ρυθμίζει η ίδια το ζήτημα αν ένας οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως έχει άμεσο συμφέρον για την προάσπιση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.

46      Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2004/48, από τις οποίες προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εγκατέλειψε την ιδέα εναρμονίσεως της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των οργανισμών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας. Πράγματι, ενώ η εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρχική πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα μέτρα και τις διαδικασίες που αποσκοπούν στη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας [COM(2003) 46 τελικό] προέβλεπε την επιβολή στα κράτη μέλη της υποχρεώσεως να αναγνωρίζουν ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως «νομιμοποιούνται να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων και διαδικασιών και να παρίστανται επί δικαστηρίου για την προάσπιση των δικαιωμάτων ή των συλλογικών ή ατομικών συμφερόντων την προστασία των οποίων έχουν αναλάβει», η συγκεκριμένη προσέγγιση απορρίφθηκε τελικά, δεδομένου ότι επελέγη η παραπομπή στην εφαρμοστέα νομοθεσία.

47      Αφετέρου, μολονότι το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/26, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψεως 49, επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ανεξάρτητες, αμερόληπτες και αποτελεσματικές διαδικασίες επιλύσεως των διαφορών μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως και των χρηστών, ιδίως διά της δικαστικής οδού, εντούτοις, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 της οδηγίας, σκοπός της δεν είναι η ρύθμιση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι εν λόγω οργανισμοί αυτοί μπορούν να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη, αλλά ο συντονισμός των εθνικών κανόνων που αφορούν την πρόσβαση των οργανισμών στη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, τους όρους διακυβερνήσεώς τους και το εποπτικό πλαίσιό τους, καθώς και η διασφάλιση υψηλού επιπέδου διακυβερνήσεως, οικονομικής διαχειρίσεως, διαφάνειας και λογοδοσίας των εν λόγω οργανισμών. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη διάταξη έχει ως σκοπό να ρυθμίσει το ζήτημα του άμεσου συμφέροντος των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν ρυθμίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως πρέπει να θεωρείται ότι έχει άμεσο συμφέρον για την προάσπιση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και ότι οι «διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας» τις οποίες μνημονεύει το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 παραπέμπουν στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.

49      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναγνωρίζουν σε οργανισμό συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας το δικαίωμα να ζητεί την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπονται στην ως άνω οδηγία καθώς και να προσφεύγει στη δικαιοσύνη με σκοπό την προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων, ιδίως όταν κατά την εθνική νομοθεσία θεωρείται ότι ο συγκεκριμένος οργανισμός έχει άμεσο συμφέρον για την προάσπιση των δικαιωμάτων αυτών. Κατά συνέπεια, απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να κρίνουν αν τέτοιος οργανισμός έχει, βάσει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, άμεσο συμφέρον για την προάσπιση των δικαιωμάτων των δικαιούχων τους οποίους εκπροσωπεί, διευκρινιζομένου ότι, εάν η συγκεκριμένη αυτή προϋπόθεση πληρούται, το οικείο κράτος μέλος δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αναγνωρίσεως (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, SNB-REACT, C‑521/17, EU:C:2018:639, σκέψεις 34, 36 και 38).

50      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να αναγνωρίζουν ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στους οποίους έχει αναγνωρισθεί προσηκόντως το δικαίωμα να εκπροσωπούν δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας έχουν άμεσο συμφέρον να ζητούν, ιδίω ονόματι, την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας σε περίπτωση κατά την οποία η ύπαρξη άμεσου συμφέροντος των εν λόγω οργανισμών για την προάσπιση των οικείων δικαιωμάτων δεν προκύπτει από την εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

51      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί ποια σημασία έχουν, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί ενεργητικής νομιμοποιήσεως, ενδεχομένως υπό το πρίσμα των άρθρων 17 και 47 του Χάρτη, το γεγονός ότι ο οικείος οργανισμός εκπροσωπεί, ως οργανισμός στον οποίον έχει ανατεθεί η χορήγηση συμβατικών αδειών εκμεταλλεύσεως, και δημιουργούς οι οποίοι δεν τον έχουν εξουσιοδοτήσει να διαχειρίζεται τα δικαιώματά τους, καθώς και το γεγονός ότι το δικαίωμα του οργανισμού να ασκεί ένδικο βοήθημα με σκοπό την προάσπιση των δικαιωμάτων των συγκεκριμένων δημιουργών δεν προβλέπεται από τον νόμο.

52      Όπως προκύπτει από το γράμμα του, όπως διατυπώθηκε από το αιτούν δικαστήριο, το συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται για την περίπτωση κατά την οποία θεωρηθεί ότι ένας οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως έχει άμεσο συμφέρον και νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκεί ιδίω ονόματι ένδικα βοηθήματα στην περίπτωση διαφορών σχετικών με δικαιώματα τα οποία καλύπτονται από άδειες με διευρυμένη ισχύ.

53      Όπως, όμως, επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 65 των προτάσεών του, δεν συντρέχει εν προκειμένω τέτοια περίπτωση. Αφενός, πράγματι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, η ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης δεν κατοχυρώνει την ύπαρξη άμεσου συμφέροντος των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως να ζητούν, ιδίω ονόματι, την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως που διαλαμβάνονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας 2004/48. Αφετέρου, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η ενεργητική νομιμοποίηση των συγκεκριμένων οργανισμών δεν διέπεται, στο φινλανδικό δίκαιο, ούτε από ειδική προς τούτο διάταξη της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας ούτε από γενικούς δικονομικούς κανόνες.

54      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

55      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας,

έχει την έννοια ότι:

πέραν της προϋποθέσεως περί άμεσου συμφέροντος για την προάσπιση των οικείων δικαιωμάτων, η αναγνώριση της νομιμοποιήσεως των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας να ζητούν ιδίω ονόματι την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας προϋποθέτει την ενεργητική νομιμοποίηση των εν λόγω οργανισμών να ασκούν ένδικα βοηθήματα με σκοπό την προάσπιση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, νομιμοποίηση η οποία μπορεί να απορρέει από ειδική προς τούτο διάταξη ή από γενικούς δικονομικούς κανόνες.

2)      Το άρθρο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/48

έχει την έννοια ότι:

στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να αναγνωρίζουν ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στους οποίους έχει αναγνωρισθεί προσηκόντως το δικαίωμα να εκπροσωπούν δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας έχουν άμεσο συμφέρον να ζητούν, ιδίω ονόματι, την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκαταστάσεως που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας σε περίπτωση κατά την οποία η ύπαρξη άμεσου συμφέροντος των εν λόγω οργανισμών για την προάσπιση των οικείων δικαιωμάτων δεν προκύπτει από την εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.