Language of document : ECLI:EU:T:2012:370

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2012

Υπόθεση T‑308/10 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Φώτιου Νανόπουλου

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Καθήκον αρωγής — Άρθρο 24 του ΚΥΚ — Εξωσυμβατική ευθύνη — Άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ — Υποβολή του αιτήματος αποζημιώσεως εντός ευλόγου προθεσμίας — Προθεσμία απαντήσεως — Κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας — Κριτήριο που απαιτεί “κατάφωρη παράβαση” — Διαρροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον Τύπο — Μη ανάθεση σε υπάλληλο καθηκόντων που αντιστοιχούν στον βαθμό του — Ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (πρώτο τμήμα) της 11ης Μαΐου 2010, F‑30/08, Νανόπουλος κατά Επιτροπής, με αίτημα, αφενός, την αναίρεση της αποφάσεως αυτής και, αφετέρου, εφόσον δεν συντρέχει λόγος αναιρέσεως της εν λόγω αποφάσεως, τον καθορισμό του ακριβούς ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε ο Φώτιος Νανόπουλος στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Αυτοτέλεια σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως — Όρια — Αίτημα αποζημιώσεως με το οποίο επιδιώκεται να παρακαμφθεί το απαράδεκτο μιας προσφυγής ακυρώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Καθυστερημένη λήψη αποφάσεως σε σχέση με υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24, 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση — Περιεχόμενο — Καθυστερημένη λήψη αποφάσεως — Υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να θεμελιώσει ευθύνη της Διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24, 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προθεσμίες — Αίτημα αποζημιώσεως απευθυνόμενο σε θεσμικό όργανο — Τήρηση ευλόγου προθεσμίας — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 1)

5.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Προπαρασκευαστική πράξη — Κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

6.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από την απόφαση περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας — Παραδεκτό που εξαρτάται από την τήρηση της προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

7.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Θεμελιώδη δικαιώματα — Τεκμήριο αθωότητας και δικαιώματα άμυνας — Περιεχόμενο

(Άρθρο 6 § 2 ΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1)

8.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας — Προσβολή της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 86 § 2)

9.      Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής αιτιολογία — Χρήση έμμεσης αιτιολογίας από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 36 και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1)

10.    Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων — Προϋποθέσεις — Αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας σε υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού — Καθήκον αρωγής που υπέχει η Διοίκηση — Περιεχόμενο

(Άρθρα 235 ΕΚ, 236 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

11.    Υπάλληλοι — Άσκηση των καθηκόντων — Επαγγελματική υπόληψη — Σοβαρές κατηγορίες — Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24 και 90)

12.    Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση — Δυνατότητα του υπαλλήλου να στραφεί κατά του υπαιτίου της ζημίας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου προτού απαντήσει η Διοίκηση επί της αιτήσεως αρωγής του — Ανάγκη να καθορίσει ο υπάλληλος, από κοινού με τη Διοίκηση, τις συνέπειες που έχει το καθήκον εχεμύθειας στο ένδικο βοήθημα που αυτός ασκεί

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 17, 24 και 91)

13.    Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας — Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, τίτλος VI)

14.    Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Υποχρέωση διενέργειας ελέγχου πριν από την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

15.    Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής αιτιολογία — Κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης για τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως που επιδικάστηκε ως χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 61 και 62)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 28 Ιουνίου 1996, T‑500/93, Y κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑335 και II‑977, σκέψη 64· 28 Μαΐου 1997, T‑59/96, Burban κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑109 και II‑331, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 17 Δεκεμβρίου 2003, T‑342/02, McAuley κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑337 και II‑1657, σκέψη 91

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 63)

3.      Η καθυστερημένη λήψη ρητής αποφάσεως δεν είναι, αυτή καθαυτή, πράξη δεκτική ακυρώσεως, αλλά συμπεριφορά της Διοικήσεως η οποία, σε συνάρτηση με τις περιστάσεις κάθε υποθέσεως, μπορεί να προξενήσει ηθική βλάβη στον ενδιαφερόμενο και να θεμελιώσει την ευθύνη του θεσμικού οργάνου. Η ημερομηνία λήψεως της αποφάσεως ουδόλως είναι παρεπόμενο στοιχείο αυτής και ενδέχεται να έχει καθοριστική σημασία για τον υπάλληλο που ζητεί αρωγή.

Συνεπώς, ακόμα και όταν υφίσταται ρητή απόφαση που απαντά σε αίτηση αρωγής υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, η δε απόφαση αυτή δεν έχει προσβληθεί εντός της προθεσμίας που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, είναι δυνατόν να υποβληθεί αίτηση αποζημιώσεως στο μέτρο που, ανεξαρτήτως της ληφθείσας αποφάσεως, στηρίζεται στη φερόμενη ως υπαίτια συμπεριφορά της Διοικήσεως που συνίσταται στην καθυστέρησή της να λάβει την εν λόγω απόφαση.

(βλ. σκέψεις 67 και 68)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 75 έως 77)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 5 Οκτωβρίου 2004, T‑144/02, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3381, σκέψεις 65 και 66· 5 Οκτωβρίου 2004, T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3315, σκέψη 59· 14 Δεκεμβρίου 2011, Τ‑433/10 P, Allen κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 26

5.      Η απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να κινήσει πειθαρχική διαδικασία δεν συνιστά παρά προπαρασκευαστικό στάδιο της διαδικασίας. Δεν προδικάζει την τελική θέση της Διοικήσεως και δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί βλαπτική πράξη, υπό την έννοια του άρθρου 91 του ΚΥΚ. Επομένως, μπορεί να προσβληθεί μόνον παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο ενδίκου βοηθήματος κατά τελικής πειθαρχικής αποφάσεως βλαπτικής για τον υπάλληλο.

(βλ. σκέψη 85)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 8 Ιουλίου 2008, T‑48/05, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1585, σκέψη 340

6.      Καίτοι η απόφαση περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας δεν μπορεί να αποτελέσει, αυτή καθαυτή, αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, μπορεί, αντιθέτως, να θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη του θεσμικού οργάνου οσάκις λαμβάνεται απόφαση περί περατώσεως της πειθαρχικής διαδικασίας.

Επομένως, όταν η πειθαρχική διαδικασία κινήθηκε παρανόμως, ενδέχεται να προκληθεί βλάβη στον υπάλληλο τον οποίο αφορά η διαδικασία αυτή, με αποτέλεσμα να έχει αυτός, όταν η εν λόγω διαδικασία περατωθεί χωρίς άλλη περαιτέρω ενέργεια, έννομο συμφέρον να προβάλει τον ενδεχόμενο παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αυτής στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως.

Εντούτοις, προκειμένου να επιτύχει αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την απόφαση περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας, ο οικείος υπάλληλος πρέπει να τηρήσει προηγουμένως την προβλεπόμενη στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ διαδικασία προ της ασκήσεως αγωγής, η οποία περιλαμβάνει δύο στάδια.

(βλ. σκέψεις 86 και 96)

7.      Το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέχει στους ιδιώτες δικαιώματα την τήρηση των οποίων διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης.

Κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το προμνησθέν άρθρο 6, παράγραφος 2, ρυθμίζει το σύνολο της ποινικής διαδικασίας, ανεξαρτήτως της εκβάσεως των διώξεων, και όχι μόνον την εξέταση του βασίμου της κατηγορίας. Η διάταξη αυτή εξασφαλίζει σε κάθε άτομο ότι δεν θα θεωρηθεί ούτε θα αντιμετωπιστεί ως ένοχος αξιόποινης πράξεως πριν η ενοχή του αποδειχθεί από δικαστήριο. Επομένως, απαιτεί, μεταξύ άλλων, από τα μέλη του δικαστηρίου, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, να μη βασίζονται σε ήδη σχηματισθείσα άποψη περί του ότι ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται. Το τεκμήριο αθωότητας προσβάλλεται από δηλώσεις ή αποφάσεις οι οποίες δημιουργούν την εντύπωση ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος, παρακινούν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του κατηγορουμένου ή προδικάζουν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τον αρμόδιο δικαστή.

Επομένως, μολονότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων της δίκαιης ποινικής δίκης που επιτάσσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας συμβάσεως, δεν αποτελεί απλώς δικονομική εγγύηση στον ποινικό τομέα: το περιεχόμενό της είναι ευρύτερο και απαιτεί να μη προβαίνει οιοσδήποτε εκπρόσωπος του κράτους σε δηλώσεις περί της ενοχής κάποιου προσώπου προτού αποδειχθεί από δικαστήριο η ενοχή αυτού. Πράγματι, η προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας μπορεί να προέρχεται όχι μόνον από δικαστή ή δικαστήριο, αλλά και από άλλες δημόσιες αρχές.

(βλ. σκέψεις 90 έως 92)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 4 Οκτωβρίου 2006, T‑193/04, Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3995, σκέψη 121· Franchet και Byk κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 209 έως 211

8.      Η κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας δεν προσβάλλει, από μόνη της, το τεκμήριο αθωότητας. Συγκεκριμένα, η απόφαση περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας θεωρείται εμπιστευτική και δεν γνωστοποιείται στο κοινό. Επομένως, η απόφαση αυτή σχετικά με μια διαδικασία, η οποία τελικώς περατώθηκε χωρίς άλλη περαιτέρω ενέργεια, δεν θα μπορούσε, αυτή καθαυτή, να παρέχει στον υπάλληλο τον οποίο αφορά η εν λόγω διαδικασία έννομο συμφέρον να επικαλεσθεί την εν λόγω απόφαση στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως.

(βλ. σκέψεις 93 και 94)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 18 Δεκεμβρίου 1997, T‑12/94, Daffix κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑453 και II‑1197, σκέψη 76· 9 Ιουλίου 2002, T‑21/01, Ζαββός κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑101 και II‑483, σκέψη 341· 13 Μαρτίου 2003, T‑166/02, Pessoa e Costa κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑89 και II‑471, σκέψεις 55 και 56

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 97)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 20 Μαΐου 2010, C‑583/08 P, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑4469, σκέψη 30

10.    Οι υπαλληλικές διαφορές βάσει του άρθρου 236 ΕΚ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που σκοπούν στην αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε υπάλληλο ή από μέλος του λοιπού προσωπικού, υπόκεινται σε ειδικούς κανόνες αποκλίνοντες από εκείνους που απορρέουν από τις γενικές αρχές που διέπουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στο πλαίσιο του άρθρου 235 ΕΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ. Συγκεκριμένα, από τον ΚΥΚ προκύπτει ιδίως ότι, αντιθέτως προς τους άλλους ιδιώτες, ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης συνδέεται με το όργανο στο οποίο εργάζεται με νομική σχέση που βασίζεται σε ισορροπία συγκεκριμένων, αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, γεγονός που αντανακλάται στο καθήκον αρωγής του θεσμικού οργάνου έναντι του ενδιαφερομένου. Η ισορροπία αυτή αποσκοπεί κυρίως στη διαφύλαξη της σχέσεως εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των οργάνων και των υπαλλήλων τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί στους πολίτες η εκπλήρωση των καθηκόντων γενικού συμφέροντος που έχει ανατεθεί στα θεσμικά όργανα. Ως εκ τούτου, όταν ενεργεί ως εργοδότης, η Ένωση υπέχει αυξημένη ευθύνη η οποία αντανακλάται στην υποχρέωσή της να αποκαθιστά τις ζημίες που προκαλεί στο προσωπικό με οιαδήποτε παράνομη πράξη την οποία διαπράττει ως εργοδότης.

(βλ. σκέψη 103)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Δεκεμβρίου 2010, Τ-143/09 P, Επιτροπή κατά Petrilli, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

11.    Οσάκις λαμβάνει αίτηση παροχής αρωγής, η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την επιλογή των μέτρων και των μέσων εκτιμήσεως του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Οφείλει, σε περίπτωση σοβαρών και αβασίμων κατηγοριών σχετικών με την επαγγελματική υπόληψη υπαλλήλου κατά την άσκηση των καθηκόντων του, να απορρίψει αυτές τις κατηγορίες και να λάβει κάθε μέτρο προκειμένου να αποκαταστήσει τη θιγείσα υπόληψη του ενδιαφερομένου. Ειδικότερα, η Διοίκηση πρέπει να επεμβαίνει όσο το δυνατόν δραστικότερα και να αντιδρά επιδεικνύοντας την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούνται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 90 του ΚΥΚ προθεσμία απαντήσεως έχει ως μοναδικό αντικείμενο την αποτροπή του ενδεχομένου να καταστεί η απουσία αντιδράσεως εκ μέρους της Διοικήσεως εμπόδιο για την προσφυγή στη δικαιοσύνη, χωρίς να αποτελεί προθεσμία απαντήσεως η οποία, στο πλαίσιο αιτήσεως αρωγής υποβληθείσας βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, θα έπρεπε αυτή καθαυτή να χαρακτηρίζεται ως εύλογη, η ταχύτητα και η μέριμνα της Διοικήσεως πρέπει να εκτιμώνται κατά περίπτωση, σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της εκάστοτε υποθέσεως.

Εντούτοις, στην περίπτωση που αίτηση αρωγής ενός υπαλλήλου έπεται της δημοσιεύσεως άρθρων του Τύπου που τον αφορούν, ο κίνδυνος αποκλεισμού των δικαιωμάτων του που συνδέεται με τις σύντομες προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον ορισμένων εθνικών δικαστηρίων στον τομέα των διά του Τύπου τελούμενων αδικημάτων δεν συνιστά κριτήριο βάσει του οποίου να μπορεί να εκτιμηθεί κατά πόσον η Διοίκηση απάντησε στην αίτηση αυτή με την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούνται. Δεδομένου, όμως, ότι η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την επιλογή των μέτρων που πρέπει να λάβει για να απαντήσει σε αίτηση βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, η αρωγή μπορεί να είναι επαρκής όταν παρέχεται, παραδείγματος χάριν, υπό τη μορφή ανακοινωθέντος Τύπου ή δικαιώματος απαντήσεως εκ μέρους της υπηρεσίας που είναι εργοδότης του υπαλλήλου τον οποίο αφορά ευθέως το δημοσιευθέν άρθρο.

(βλ. σκέψεις 111, 117, 120 και 121)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 17 Μαρτίου 1998, T‑183/95, Carraro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑123 και II‑329, σκέψεις 31 και 33· 4 Μαΐου 2005, T‑144/03, Schmit κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑101 και II‑465, σκέψεις 97 και 98

12.    Εν αναμονή της απαντήσεως της Διοικήσεως σε αίτηση παροχής αρωγής υποβληθείσα βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, ο υπάλληλος δεν κωλύεται να ασκήσει, εφόσον το επιθυμεί, ένδικο βοήθημα για αδίκημα τελούμενο διά του Τύπου ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στον υπάλληλο εναπόκειται να λάβει την πρωτοβουλία για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, κατά το άρθρο 24, δεύτερο εδάφιο, in fine, του ΚΥΚ, κατά των υπευθύνων της ζημίας που εκτιμά ότι υπέστη και, ενόψει της προετοιμασίας ενός τέτοιου ενδίκου βοηθήματος, να συζητήσει με τη Διοίκηση τις λεπτομέρειες της υποχρεώσεως εχεμύθειας που υπέχει δυνάμει του άρθρου 17 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψη 122)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 26 Οκτωβρίου 1993, T‑59/92, Caronna κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1129, σκέψη 37· 6 Νοεμβρίου 1997, T‑223/95, Ronchi κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑321 και II‑879, σκέψη 60

13.    Σκοπός μιας αποφάσεως με την οποία κινείται πειθαρχική διαδικασία εις βάρος υπαλλήλου είναι να επιτραπεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να εξετάσει το υποστατό και τη σοβαρότητα των προσαπτόμενων στον συγκεκριμένο υπάλληλο πραγματικών περιστατικών και να προβεί σε ακρόασή του επί του ζητήματος, σύμφωνα με το άρθρο 87 του ΚΥΚ, προκειμένου να σχηματίσει γνώμη, αφενός, σχετικά με τη δυνατότητα είτε περατώσεως άνευ ετέρου της πειθαρχικής διαδικασίας είτε επιβολής πειθαρχικής κυρώσεως στον υπάλληλο, αφετέρου, σχετικά με την ανάγκη ενδεχόμενης παραπομπής ή μη του υπαλλήλου, πριν την επιβολή της κυρώσεως αυτής, ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, κατά την προβλεπόμενη στο παράρτημα IX του ΚΥΚ διαδικασία.

Είναι αληθές ότι μια τέτοια απόφαση συνεπάγεται απαραιτήτως λεπτές εκτιμήσεις εκ μέρους του θεσμικού οργάνου, δεδομένων των σοβαρών και ανεπανόρθωτων συνεπειών που ενδέχεται να επιφέρει η απόφαση. Το θεσμικό όργανο διαθέτει συναφώς ευρεία διακριτική ευχέρεια και ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στην επαλήθευση της τελέσεως των περιστατικών που έλαβε υπόψη η Διοίκηση για να κινήσει τη διαδικασία και της απουσίας τόσο πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των προσαπτόμενων περιστατικών όσο και καταχρήσεως εξουσίας.

Εντούτοις, προς προάσπιση των δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει, πριν κινήσει πειθαρχική διαδικασία, να διαθέτει αρκούντως ακριβή και συναφή στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 149, 150 και 152)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Μαΐου 1997, T‑273/94, N κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑97 και II‑289, σκέψη 125· 17 Μαΐου 2000, T‑203/98, Τζίκης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑91 και II‑393, σκέψη 50· Pessoa e Costa κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 36· 5 Οκτωβρίου 2005, T‑203/03, Rasmussen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑279 και II‑1287, σκέψη 41· Franchet και Byk κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 352

14.    Ουδεμία διάταξη του ΚΥΚ ούτε δε η απόφαση περί συστάσεως της Υπηρεσίας ερευνών και πειθαρχικών κυρώσεων (IDOC) επιβάλλει ρητώς στη Διοίκηση την υποχρέωση να διεξαγάγει διοικητική έρευνα προτού κινήσει πειθαρχική διαδικασία.

(βλ. σκέψη 151)

15.    Όταν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει διαπιστώσει την ύπαρξη ζημίας, μόνον αυτό είναι αρμόδιο να εκτιμήσει, εντός των ορίων του αιτήματος αποζημιώσεως, τον τρόπο και την έκταση της αποκαταστάσεως της ζημίας αυτής, υπό την επιφύλαξη ότι, προκειμένου να είναι το Γενικό Δικαστήριο σε θέση να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο επί των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να είναι αρκούντως αιτιολογημένες και, όσον αφορά την εκτίμηση ζημίας, να αναφέρουν τα κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό του ποσού που έγινε δεκτό.

(βλ. σκέψη 165)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Φεβρουαρίου 2008, C‑348/06 P, Επιτροπή κατά Girardot, Συλλογή 2008, σ. I‑833, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψη 241