Language of document : ECLI:EU:T:2020:542

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 18ης Νοεμβρίου 2020 (*)

«Ενέργεια – Άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) 714/2009 – Απόφαση του ACER με την οποία απορρίφθηκε αίτημα απαλλαγής σχετικά με τις νέες ηλεκτρικές γραμμές διασύνδεσης – Προσφυγή ασκηθείσα ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ACER – Ένταση του ελέγχου»

Στην υπόθεση T‑735/18,

Aquind Ltd, με έδρα το Wallsend (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από την S. Goldberg, solicitor, τον E. White, δικηγόρο, και τον C. Davis, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), εκπροσωπούμενου από τους P. Martinet, E. Tremmel, C. Gence‑Creux και A. Hofstadter,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως A‑001‑2018 του συμβουλίου προσφυγών του ACER, της 17ης Οκτωβρίου 2018, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση 05/2018 του ACER, της 19ης Ιουνίου 2018, περί απορρίψεως αιτήματος απαλλαγής σχετικά με ηλεκτρική γραμμή διασύνδεσης η οποία συνδέει το βρετανικό και το γαλλικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, και, αφετέρου, της εν λόγω αποφάσεως του ACER,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, P. Škvařilová‑Pelzl και I. Nõmm (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: B. Lefebvre, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιουνίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Aquind Ltd, είναι ανώνυμη εταιρία συσταθείσα στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι ο φορέας υλοποίησης ενός έργου ηλεκτρικής γραμμής διασύνδεσης η οποία συνδέει τα βρετανικά και τα γαλλικά δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: γραμμή διασύνδεσης Aquind).

2        Στις 17 Μαΐου 2017, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα απαλλαγής για τη γραμμή διασύνδεσης Aquind βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΚ) 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1228/2003 (ΕΕ 2009, L 211, σ. 15). Το εν λόγω αίτημα απαλλαγής υποβλήθηκε στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι, αντιστοίχως, στην Commission de régulation de l’énergie (CRE) και στην Office of Gas and Electricity Markets Authority (OFGEM).

3        Δεδομένου ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου δεν κατέληξαν σε συμφωνία επί του αιτήματος απαλλαγής, το διαβίβασαν, αντιστοίχως στις 29 Νοεμβρίου και στις 19 Δεκεμβρίου 2017, στον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 5, του κανονισμού 714/2009, προκειμένου αυτός να λάβει την απόφαση.

4        Στις 12 Μαρτίου, στις 22 Μαρτίου και στις 16 Μαΐου 2018, η προσφεύγουσα εξέθεσε τις απόψεις της στο πλαίσιο ακροάσεων ενώπιον του ACER.

5        Στις 26 Απριλίου 2018, η γραμμή διασύνδεσης Aquind χαρακτηρίστηκε ως έργο κοινού ενδιαφέροντος.

6        Με την απόφαση 05/2018 της 19ης Ιουνίου 2018 (στο εξής: απόφαση του Οργανισμού), ο ACER απέρριψε το αίτημα απαλλαγής για τη γραμμή διασύνδεσης Aquind. Έκρινε ότι, καίτοι η προσφεύγουσα πληρούσε τις αναγκαίες για τη χορήγηση απαλλαγής προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ έως στʹ, του κανονισμού 714/2009, εντούτοις δεν πληρούνταν η προϋπόθεση του στοιχείου βʹ της ίδιας διατάξεως, κατά την οποία ο βαθμός κινδύνου μιας επένδυσης είναι τέτοιος που η επένδυση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εφόσον χορηγηθεί απαλλαγή. Ειδικότερα, ο ACER επισήμανε ότι, τον Απρίλιο του 2018, η γραμμή διασύνδεσης Aquind είχε χαρακτηριστεί ως έργο κοινού ενδιαφέροντος, ότι, για τον λόγο αυτό, η προσφεύγουσα μπορούσε να ζητήσει την εφαρμογή του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΕ) 347/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2013, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές, την κατάργηση της απόφασης αριθ. 1364/2006/ΕΚ και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 713/2009, (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και (ΕΚ) αριθ. 715/2009 (ΕΕ 2013, L 115, σ. 39), το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους, αλλά ότι δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής. Ως εκ τούτου, ο ACER έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να είναι διαθέσιμη για τη γραμμή διασύνδεσης Aquind χρηματοοικονομική στήριξη προβλεπόμενη από το ρυθμιζόμενο καθεστώς και εξ αυτού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με την απαιτούμενη βεβαιότητα την ύπαρξη κινδύνου οφειλόμενου στην έλλειψη χρηματοοικονομικής στήριξης μέσω του ρυθμιζόμενου καθεστώτος όσον αφορά την εν λόγω γραμμή διασύνδεσης. Ο ACER έκρινε, εξάλλου, ότι ο κίνδυνος που συνδέεται με τα έσοδα, ο εξαιρετικός κίνδυνος που συνδέεται με την αγορά, ο κίνδυνος που συνδέεται με τον άμεσο ανταγωνισμό με τις λοιπές γραμμές διασύνδεσης και με την αβεβαιότητα ως προς τα έσοδα από τη συμφόρηση, ο κίνδυνος αποκοπής του βρετανικού δικτύου, ο κίνδυνος που συνδέεται με την κατασκευή της γραμμής διασύνδεσης Aquind καθώς και οι πολιτικοί και μακροοικονομικοί κίνδυνοι που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με το Brexit δεν αρκούσαν ή δεν είχαν αποδειχθεί.

7        Στις 17 Αυγούστου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ACER.

8        Στις 26 Σεπτεμβρίου 2018, το συμβούλιο προσφυγών του ACER πραγματοποίησε ακρόαση κατά τη διάρκεια της οποίας άκουσε, μεταξύ άλλων, τη μαρτυρία πέντε εμπειρογνωμόνων που είχε καλέσει η προσφεύγουσα.

9        Με την απόφαση A‑001‑2018 της 17ης Οκτωβρίου 2018 (στο εξής: απόφαση του συμβουλίου προσφυγών), το συμβούλιο προσφυγών του ACER επικύρωσε την απόφαση του Οργανισμού και απέρριψε, ως εκ τούτου, το αίτημα απαλλαγής για τη γραμμή διασύνδεσης Aquind. Πρώτον, το συμβούλιο προσφυγών υπενθύμισε ότι ο Οργανισμός διαθέτει διακριτική ευχέρεια όταν εξετάζει κατά πόσον πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη χορήγηση απαλλαγής του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 και ότι η αξιολόγηση των εν λόγω προϋποθέσεων προϋποθέτει μια περίπλοκη εκτίμηση. Δεύτερον, παραπέμποντας στη νομολογία η οποία προβλέπει περιορισμένο δικαστικό έλεγχο οσάκις οι εκτιμήσεις της διοικήσεως έχουν περίπλοκο οικονομικό ή τεχνικό χαρακτήρα, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε ότι ο έλεγχος σε δεύτερο βαθμό είναι περιορισμένος όταν οι εκτιμήσεις έχουν τέτοιο χαρακτήρα και ότι το συμβούλιο όφειλε να περιοριστεί στη διαπίστωση αν ο Οργανισμός είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009. Τρίτον, απορρίπτοντας την προβληθείσα κατά του Οργανισμού αιτίαση ότι είχε λάβει υπόψη, για την εκτίμηση του κινδύνου που συνδέεται με την επένδυση, τη δυνατότητα προσφυγής στη διαδικασία διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους η οποία προβλέπεται στο άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε απαλλαγεί από το βάρος αποδείξεως το οποίο έφερε, διότι δεν είχε αποδείξει ότι το ρυθμιζόμενο καθεστώς που προβλέπει ο κανονισμός 347/2013 δεν αρκούσε για την πραγματοποίηση της επένδυσης και ότι, κατά συνέπεια, καμία επένδυση δεν θα πραγματοποιούνταν χωρίς την απαλλαγή κατά το άρθρο 17 του κανονισμού 714/2009.

10      Τέταρτον, εξετάζοντας την προβληθείσα από την προσφεύγουσα αιτίαση ότι ο Οργανισμός υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως απαιτώντας «εξαιρετικό επίπεδο κινδύνου», το συμβούλιο προσφυγών έκρινε, κατόπιν αναλύσεως του τμήματος 6.6 της αποφάσεως του Οργανισμού, ότι από κανένα στοιχείο δεν ήταν δυνατόν να συναχθεί ότι ο Οργανισμός απέστη από το κριτήριο του κινδύνου που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009. Το συμβούλιο προσφυγών προσέθεσε συναφώς ότι ο Οργανισμός δεν είχε αναφέρει ότι απαιτείται εξαιρετικό επίπεδο κινδύνου για τη χορήγηση απαλλαγής ούτε είχε υιοθετήσει συλλογιστική η οποία να ακολουθεί την προσέγγιση αυτή.

11      Πέμπτον, απορρίπτοντας την αιτίαση που στηριζόταν στην προβαλλόμενη ύπαρξη νομικών περιορισμών στη Γαλλία οι οποίοι εμπόδιζαν την υπαγωγή της προσφεύγουσας στο ρυθμιζόμενο καθεστώς, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε ότι οι κίνδυνοι στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009 έπρεπε να είναι κυρίως κίνδυνοι συνδεόμενοι με την αγορά ή οικονομικοί κίνδυνοι και δεν αφορούσαν τους ενδεχόμενους «κινδύνους» που απορρέουν από τη γαλλική νομοθεσία.

12      Έκτον, το συμβούλιο προσφυγών παρατήρησε καταρχάς ότι στην προσφεύγουσα απέκειτο να αποδείξει ότι κανένας επενδυτής, ήτοι καμία κατηγορία επενδυτών, δεν θα είχε, ελλείψει απαλλαγής, θεωρήσει ελκυστική την επένδυση στη γραμμή διασύνδεσης Aquind, καθόσον η εφαρμογή διαφορετικού νομικού κριτηρίου ισοδυναμούσε με την παροχή στους αιτούντες απαλλαγή της δυνατότητας να καταστρατηγήσουν την απαίτηση του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009 περιορίζοντας τεχνητά την ομάδα των πιθανών επενδυτών. Εν συνεχεία, το συμβούλιο προσφυγών διαπίστωσε, παραθέτοντας σχετικά παραδείγματα, ότι το κλίμα ήταν ευνοϊκό για τις επενδύσεις σε γραμμές διασύνδεσης στα γαλλοβρετανικά σύνορα. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που συνδέονται με το μέγεθος της γραμμής διασύνδεσης Aquind, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε ότι ο Οργανισμός είχε εφαρμόσει ορθώς το κριτήριο ελέγχου που συνίστατο στην αξιολόγηση της δυνατότητας πραγματοποιήσεως επενδύσεων χωρίς απαλλαγή, καθόσον δεν είχε αμφισβητήσει την επιλογή του μεγέθους του φορέα υλοποίησης της γραμμής διασύνδεσης Aquind, αλλά είχε μάλλον λάβει υπόψη το γεγονός ότι η εν λόγω γραμμή διασύνδεσης αποτελούσε τμήμα μιας ομάδας δυνητικώς ανταγωνιστικών «έργων κοινού ενδιαφέροντος» στα γαλλοβρετανικά σύνορα και είχε αξιολογήσει το συνολικό μέγεθος όλων αυτών των έργων στο πλαίσιο της εν λόγω ομάδας. Τέλος, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε ότι ο Οργανισμός ορθώς είχε θεωρήσει ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει επαρκώς ότι οι προβαλλόμενοι κίνδυνοι υλοποίησης και κατασκευής, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλους κινδύνους, συνεπάγονταν ότι, ελλείψει απαλλαγής, καμία επένδυση δεν θα πραγματοποιούνταν.

13      Έβδομον, εξετάζοντας την αιτίαση με την οποία προβλήθηκε μη συνεκτίμηση του σωρευτικού αποτελέσματος των κινδύνων, το συμβούλιο προσφυγών υπογράμμισε ότι ο Οργανισμός είχε αναλύσει όλους τους κινδύνους που η προσφεύγουσα είχε προσδιορίσει στο αίτημά της περί απαλλαγής και είχε προβεί σε αιτιολογημένη αξιολόγηση καθενός από τους κινδύνους αυτούς, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επικαλεσθεί σε κανένα σημείο, στο αίτημά της περί απαλλαγής, την ύπαρξη σωρευτικού αποτελέσματος των κινδύνων και ότι δεν είχε τεκμηριώσει το επιχείρημα αυτό με την προσφυγή της.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Δεκεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, η οποία περιλαμβάνει αίτημα για κατά προτεραιότητα εκδίκαση, δυνάμει του άρθρου 67, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Το υπόμνημα αντικρούσεως, το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν την 1η Απριλίου, στις 20 Μαΐου και στις 4 Ιουλίου 2019.

15      Με απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2019, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ανέθεσε την υπόθεση σε νέο εισηγητή δικαστή, τοποθετημένο στο δεύτερο τμήμα.

16      Με απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2020, η οποία ελήφθη βάσει του άρθρου 69, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού έλαβε τις παρατηρήσεις των διαδίκων, αποφάσισε να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως εν αναμονή της αποφάσεως στην υπόθεση C‑454/18, Baltic Cable. Η αναστολή τερματίστηκε με την έκδοση, στις 11 Μαρτίου 2020, της αποφάσεως Baltic Cable (C‑454/18, EU:C:2020:189).

17      Στις 18 Μαρτίου 2020, οι διάδικοι κλήθηκαν, στο πλαίσιο αυτό, να υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους όσον αφορά τις συνέπειες της αποφάσεως της 11ης Μαρτίου 2020, Baltic Cable (C‑454/18, EU:C:2020:189), επί της υπό κρίση προσφυγής. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο εν λόγω μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

18      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε στις 20 Απριλίου 2020 να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς να δώσει συνέχεια στο αίτημα της προσφεύγουσας για κατά προτεραιότητα εκδίκαση.

19      Στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 23ης Απριλίου 2020, ληφθέντος βάσει του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, υποβλήθηκαν στους διαδίκους δύο γραπτές ερωτήσεις, προκειμένου να απαντηθούν προφορικά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

20      Με έγγραφα της 3ης και της 15ης Ιουνίου 2020, ο ACER επισήμανε ότι, λόγω της υγειονομικής κρίσεως που συνδέεται με τον COVID 19, οι εκπρόσωποί του δεν ήταν σε θέση να μεταβούν στο Λουξεμβούργο για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και ζήτησε να του επιτραπεί να εκπροσωπηθεί σε αυτή μέσω τηλεδιάσκεψης. Η προσφεύγουσα ανέφερε ότι δεν είχε καμία αντίρρηση να εκπροσωπηθεί ο ACER μέσω τηλεδιάσκεψης.

21      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών και την απόφαση του Οργανισμού·

–        να αποφανθεί επί των κύριων νομικών λόγων που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής, ήτοι, αφενός, του τέταρτου λόγου, με τον οποίο προβάλλεται ότι ο Οργανισμός και το συμβούλιο προσφυγών κακώς έκριναν ότι η προσφεύγουσα έπρεπε καταρχάς να ζητήσει και να επιτύχει την έκδοση αποφάσεως περί διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013, πριν ληφθεί απόφαση δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 714/2009, και, αφετέρου, του έκτου λόγου, με τον οποίο προβάλλεται ότι ο Οργανισμός και το συμβούλιο προσφυγών δεν έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι, χωρίς απαλλαγή, ήταν νομικώς αδύνατη για την προσφεύγουσα η εκμετάλλευση της προτεινόμενης γραμμής διασύνδεσης Aquind στη Γαλλία·

–        να αποφανθεί χωριστά ως προς έκαστο των λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε άλλη αμφισβήτηση σχετικά με τα επίδικα αυτά σημεία όταν ο Οργανισμός θα επανεξετάσει το αίτημα απαλλαγής·

–        να καταδικάσει τον ACER στα δικαστικά έξοδα.

22      Ο ACER ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφυγή καθόσον αφορά την απόφαση του Οργανισμού·

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής κατά της αποφάσεως του Οργανισμού

23      Ο ACER φρονεί ότι η προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη καθόσον στρέφεται κατά της αποφάσεως του Οργανισμού. Προβάλλει συναφώς ένσταση απαραδέκτου, διότι φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να επιληφθεί μόνον προσφυγής κατά αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών.

24      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν γίνουν δεκτά τα αιτήματά της στην υπόθεση αυτή, ο ACER θα υποχρεωθεί να λάβει όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 266 ΣΛΕΕ. Ισχυρίζεται ότι ο ACER δεν θα λάμβανε όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως αν θεωρούσε ότι η απόφαση του Οργανισμού παρέμενε σε ισχύ και για τον λόγο αυτό φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

25      Προκειμένου να εξεταστεί το παραδεκτό της προσφυγής που στρέφεται κατά της αποφάσεως του Οργανισμού, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού (ΕΚ) 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΕΕ 2009, L 211, σ. 1), αναφέρει ότι, «[ό]ταν ο Οργανισμός έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες, θα πρέπει να παρέχεται στους ενδιαφερομένους, για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, δικαίωμα προσφυγής σε συμβούλιο προσφυγών, το οποίο θα πρέπει μεν να υπάγεται στον Οργανισμό αλλά ταυτόχρονα να είναι ανεξάρτητο από τη διοικητική και ρυθμιστική δομή του […]», και προσθέτει ότι «[η] απόφαση του συμβουλίου προσφυγών είναι δυνατόν να προσβληθεί ενώπιον του [Γενικού Δικαστηρίου] ή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».

26      Εν συνεχεία, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 713/2009 προβλέπει ότι «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, δύναται να προσβάλει απόφαση που αναφέρεται στα άρθρα 7, 8 ή 9, η οποία απευθύνεται σε αυτό […]». Παρατηρείται ότι το άρθρο 9 στο οποίο αναφέρεται η ως άνω διάταξη αφορά «αποφάσεις σχετικά με εξαιρέσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 του κανονισμού […] αριθ. 714/2009». Η απόφαση, όμως, του Οργανισμού είναι ακριβώς απόφαση περί απαλλαγής η οποία λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 5, του κανονισμού 714/2009.

27      Επιπλέον, παρατηρείται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 713/2009, το συμβούλιο προσφυγών δύναται να ασκεί κάθε εξουσία που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Οργανισμού ή να παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο του Οργανισμού, το οποίο θα δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών.

28      Τέλος, επισημαίνεται ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 713/2009 προβλέπει ότι «είναι δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του [Γενικού Δικαστηρίου] […] κατά αποφάσεων του συμβουλίου προσφυγών ή, στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναρμόδιο, κατά αποφάσεων του Οργανισμού». Το άρθρο 20, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι «ο Οργανισμός οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να συμμορφώνεται προς τις αποφάσεις του [Γενικού Δικαστηρίου] ή του Δικαστηρίου».

29      Σκοπός των διατάξεων αυτών είναι, αφενός, να παράσχει στο συμβούλιο προσφυγών τη δυνατότητα να δεχθεί, ενδεχομένως, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από τον Οργανισμό και, αφετέρου, σε περίπτωση που το συμβούλιο επικυρώσει την απόρριψη, να του παράσχει τη δυνατότητα να εκθέσει με σαφήνεια τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που οδήγησαν σε αυτήν, ούτως ώστε ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του νομιμότητας επί της απορριπτικής αποφάσεως.

30      Εν προκειμένω, η απόφαση του Οργανισμού μπορούσε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19 του κανονισμού 713/2009, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών. Επομένως, το συμβούλιο προσφυγών όφειλε να λάβει απόφαση και, στο πλαίσιο αυτό, να ασκήσει, ενδεχομένως, τις αρμοδιότητες του Οργανισμού.

31      Κατά συνέπεια, μόνον η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Στην παράγραφο 2 του διατακτικού της αποφάσεώς του, το συμβούλιο προσφυγών ανέφερε σαφώς ότι «κατά της αποφάσεως αυτής» –ήτοι της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών– μπορούσε να ασκηθεί προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη δημοσίευσή της στην ιστοσελίδα του ACER ή από την επίδοσή της στην προσφεύγουσα.

32      Στο πλαίσιο αυτό, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ύπαρξη λειτουργικής συνέχειας μεταξύ των εξεταστικών οργάνων του ACER και του συμβουλίου προσφυγών –η οποία επιτρέπει στο τελευταίο να ασκεί τις αρμοδιότητες των εν λόγω εξεταστικών οργάνων– δεν συνεπάγεται, πάντως, ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει την αρχική απόφαση. Συγκεκριμένα, το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του Οργανισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στην πραγματικότητα ζητείται να λάβει το Γενικό Δικαστήριο την απόφαση την οποία όφειλε να λάβει το συμβούλιο προσφυγών όταν επελήφθη της προσφυγής. Υπενθυμίζεται, όμως, ότι καίτοι το Γενικό Δικαστήριο δύναται, βάσει της εξουσίας μεταρρυθμίσεως που έχει, να μεταρρυθμίσει τις αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών [πρβλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2004, MFE Marienfelde κατά ΓΕΕΑ ‐ Vétoquinol (HIPOVITON), T‑334/01, EU:T:2004:223, σκέψη 19, της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Koipe κατά ΓΕΕΑ – Aceites del Sur (La Española), T‑363/04, EU:T:2007:264, σκέψεις 29 και 30, και της 11ης Φεβρουαρίου 2009, Bayern Innovativ κατά ΓΕΕΑ – Life Sciences Partners Perstock (LifeScience), T‑413/07, μη δημοσιευθείσα, σκέψεις 15 και 16], γεγονός παραμένει ότι δύναται να πράξει τούτο μόνον εφόσον ο νομοθέτης τού έχει ρητώς απονείμει την εξουσία αυτή. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε από τις διατάξεις του κανονισμού 713/2009 ούτε από τις διατάξεις του κανονισμού 714/2009 προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να παράσχει στο Γενικό Δικαστήριο τέτοια εξουσία μεταρρυθμίσεως.

33      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ζητήσει παραδεκτώς την ακύρωση της αποφάσεως του Οργανισμού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Heli‑Flight κατά EASA, T‑102/13, EU:T:2014:1064, σκέψη 30).

34      Επομένως, η προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη καθόσον στρέφεται κατά της αποφάσεως του Οργανισμού.

 Επί του παραδεκτού του δεύτερου και του τρίτου αιτήματος

35      Με το δεύτερο και το τρίτο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί των κύριων νομικών λόγων που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής.

36      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δύνανται, οποτεδήποτε, να ερευνούν αυτεπαγγέλτως τους λόγους απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά τη νομολογία, οι προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής. Ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου δεν περιορίζεται επομένως στις ενστάσεις απαραδέκτου που προβάλλουν οι διάδικοι (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, T‑95/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:507, σκέψη 35).

37      Υπογραμμίζεται επίσης ότι οι διάδικοι, ανταποκρινόμενοι στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 23ης Απριλίου 2020 το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 19 ανωτέρω, ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επί του ζητήματος του παραδεκτού του δεύτερου και του τρίτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής υπό το πρίσμα των αποφάσεων της 11ης Ιουλίου 1996, Bernardi κατά Κοινοβουλίου (T‑146/95, EU:T:1996:105, σκέψη 23), και της 17ης Φεβρουαρίου 2017, Mayer κατά EFSA (T‑493/14, EU:T:2017:100, σκέψη 37).

38      Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, τα αιτήματα που σκοπούν αποκλειστικά στη διαπίστωση πραγματικών ή νομικών στοιχείων δεν μπορούν να αποτελέσουν αφ’ εαυτών έγκυρα αιτήματα (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, Bernardi κατά Κοινοβουλίου, T‑146/95, EU:T:1996:105, σκέψη 23, και της 17ης Φεβρουαρίου 2017, Mayer κατά EFSA, T‑493/14, EU:T:2017:100, σκέψη 37).

39      Η ανάλυση των στοιχείων που απαριθμούνται στα δύο αυτά αιτήματα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ανεξάρτητα από την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως η οποία λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών. Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται περί έγκυρων αιτημάτων.

40      Επομένως, τα δύο αυτά αιτήματα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

 Επί της ουσίας

41      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει εννέα λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται σε πλάνη όσον αφορά το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει ο ACER για τη χορήγηση απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της ίδιας αυτής διατάξεως, κατά την οποία το αίτημα απαλλαγής πρέπει να γίνεται δεκτό μόνον ως έσχατη λύση. Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση του βάρους και του βαθμού αποδείξεως που απαιτούνται για τη χορήγηση απαλλαγής. Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκ μέρους του συμβουλίου προσφυγών ερμηνεία όσον αφορά τη σχέση που υφίσταται μεταξύ του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 και του άρθρου 12 του κανονισμού 347/2013 και, κατά συνέπεια, διερωτάται ως προς τη δυνατότητα να υπαχθεί το έργο της που αφορά γραμμή διασύνδεσης σε διαδικασία διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους, και υποστηρίζει ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη διαδικασία διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους δεν ελήφθησαν υπόψη. Ο πέμπτος λόγος στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ο έκτος λόγος στηρίζεται στο ότι, στο πλαίσιο του κινδύνου, δεν ελήφθη υπόψη το νομικό κώλυμα που απορρέει από το γαλλικό δίκαιο. Ο έβδομος λόγος στηρίζεται στην άρνηση του ACER να λάβει υπόψη την ανάγκη μακροπρόθεσμης ασφάλειας των εσόδων. Ο όγδοος λόγος στηρίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009, καθόσον δεν ελήφθη υπόψη η συνολική επίπτωση των ιδιαίτερων κινδύνων που συνδέονται με τη γραμμή διασύνδεσης. Στο πλαίσιο του ένατου λόγου, προσάπτεται στο συμβούλιο προσφυγών ότι προέβη σε περιορισμένο μόνον έλεγχο όσον αφορά τις περίπλοκες εκτιμήσεις τεχνικής και οικονομικής φύσεως.

42      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατά προτεραιότητα τον ένατο λόγο ακυρώσεως, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσεως του λόγου αυτού, που αφορά την άσκηση, αυτή καθεαυτήν, από το συμβούλιο προσφυγών της αρμοδιότητάς του ελέγχου των αποφάσεων του Οργανισμού.

 Επί του ένατου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε ανεπαρκή εξέταση της αποφάσεως του Οργανισμού

43      Στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο συμβούλιο προσφυγών ότι, κατά την εξέταση της προσφυγής της, περιόρισε τον έλεγχό του στον έλεγχο της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και υποστηρίζει ότι ένας τέτοιος περιορισμένος έλεγχος συνιστά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 713/2009.

44      Ο ACER φρονεί ότι το άρθρο 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 713/2009 σε καμία περίπτωση δεν υποχρεώνει το συμβούλιο προσφυγών να ασκεί τον ίδιο έλεγχο με εκείνον τον οποίο διενεργεί ο Οργανισμός και ότι, επομένως, το συμβούλιο προσφυγών είναι ελεύθερο να μην εξετάσει την υπόθεση με τον ίδιο βαθμό λεπτομέρειας που θα το έπραττε ο Οργανισμός. Ο ACER εκτιμά ότι το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009. Συναφώς, υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία, οι εκτιμήσεις που αφορούν περίπλοκα οικονομικά και τεχνικά ζητήματα αποτελούν, στο πλαίσιο προσφυγής, αντικείμενο ελέγχου περιοριζόμενου στα πρόδηλα σφάλματα. Υπογραμμίζει ότι το άρθρο 19 του κανονισμού 713/2009 δεν εμποδίζει, εξάλλου, το συμβούλιο προσφυγών να δέχεται τις εκτιμήσεις τεχνικής και οικονομικής φύσεως στις οποίες προέβη ο Οργανισμός. Λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων οικονομικών και τεχνικών ζητημάτων, της αρχής της διαδικαστικής οικονομίας και της σύντομης προθεσμίας την οποία προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 713/2009, το συμβούλιο προσφυγών δεν είναι σε θέση να προβεί σε τόσο ενδελεχή εξέταση όσο εκείνη του Οργανισμού και ενδέχεται να περιοριστεί στη διαπίστωση αν ο Οργανισμός υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Ο ACER επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι μια περισσότερο ενδελεχής εξέταση θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα και ότι οι μαρτυρίες των εμπειρογνωμόνων, τις οποίες επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, ελήφθησαν δεόντως υπόψη και αξιολογήθηκαν. Υποστηρίζει επίσης ότι, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η προσφεύγουσα, ήταν άσκοπο να υποβληθούν ερωτήσεις προς τη CRE, διότι η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών δεν εξαρτάτο από την απάντηση της τελευταίας στις ερωτήσεις σχετικά με τη δυνατότητα υπαγωγής, στη Γαλλία, στο ρυθμιζόμενο καθεστώς σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013 και σχετικά με το συμβατό των περιορισμών με το δίκαιο της Ένωσης.

45      Το κύριο ζήτημα που τίθεται στο πλαίσιο του λόγου αυτού είναι αν ο έλεγχος που ασκεί το συμβούλιο προσφυγών επί της αποφάσεως του Οργανισμού είναι σύμφωνος με τις διατάξεις του κανονισμού 713/2009 σχετικά με τον καθορισμό των εξουσιών του εν λόγω συμβουλίου προσφυγών.

46      Προκαταρκτικώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την ένταση του ελέγχου που ασκούν οι αρχές της Ένωσης, κατά πάγια νομολογία, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ιδίως όσον αφορά την αξιολόγηση των άκρως περίπλοκων πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως προκειμένου να καθορίσουν τη φύση και την έκταση των μέτρων που υιοθετούν, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος αν η άσκηση της εξουσίας αυτής ενέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή, ακόμη, αν οι εν λόγω αρχές υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς τους (διάταξη της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Rütgers Germany κ.λπ. κατά ECHA, C‑290/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2174, σκέψη 25, και απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, ICdA κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑456/11, EU:T:2013:594, σκέψη 45). Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως, δεδομένου ότι, και στην περίπτωση αυτή, ο δικαστής της Ένωσης ασκεί περιορισμένο έλεγχο (αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C‑290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 66, και της 9ης Μαρτίου 2017, Ελληνικός Χρυσός κατά Επιτροπής, C‑100/16 P, EU:C:2017:194, σκέψεις 18 και 19).

47      Δεύτερον, πρέπει να καθοριστεί η ένταση του ελέγχου τον οποίο άσκησε το συμβούλιο προσφυγών όσον αφορά την απόφαση του Οργανισμού. Στηριζόμενο ρητώς στις αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2005, Επιτροπή κατά Tetra Laval (C‑12/03 P, EU:C:2005:87, σκέψη 39), της 21ης Ιουνίου 2012, BNP Paribas και BNL κατά Επιτροπής (C‑452/10 P, EU:C:2012:366, σκέψη 103), και της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής (T‑201/04, EU:T:2007:289, σκέψη 95), οι οποίες προβλέπουν περιορισμένο δικαστικό έλεγχο οσάκις οι εκτιμήσεις της διοικήσεως έχουν περίπλοκο οικονομικό ή τεχνικό χαρακτήρα, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε, στα σημεία 51 και 52 της αποφάσεώς του, ότι ο έλεγχος σε δεύτερο βαθμό ήταν περιορισμένος όταν οι εκτιμήσεις της διοικήσεως είχαν τέτοιο χαρακτήρα και ότι, επομένως, το ίδιο όφειλε να περιοριστεί στη διαπίστωση αν ο Οργανισμός είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009.

48      Ως εκ τούτου, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε άνευ αμφισημίας, στηριζόμενο στη νομολογία, ότι η ένταση του ελέγχου του επί των περίπλοκων εκτιμήσεων οικονομικής και τεχνικής φύσεως ήταν η ίδια με εκείνη του περιορισμένου δικαστικού ελέγχου που ο δικαστής της Ένωσης ασκεί όταν προβαίνει σε εκτιμήσεις αυτού του είδους.

49      Υπό το πρίσμα ακριβώς των ανωτέρω δύο προκαταρκτικών παρατηρήσεων πρέπει να εξετασθεί η προσέγγιση την οποία υποστήριξε ο ACER ζητώντας να γίνει δεκτό ότι ο έλεγχος που ασκεί το συμβούλιο προσφυγών επί των περίπλοκων εκτιμήσεων τεχνικής και οικονομικής φύσεως μπορεί να είναι ανάλογος με τον περιορισμένο δικαστικό έλεγχο που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης.

50      Ο περιορισμός, από το συμβούλιο προσφυγών, της εντάσεως του ελέγχου του επί της αποφάσεως του Οργανισμού σχετικά με αίτημα απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 είναι νομικώς εσφαλμένος από πολλές απόψεις.

51      Κατά πρώτον, υπογραμμίζεται ότι η σύσταση του συμβουλίου προσφυγών του ACER εντάσσεται σε ένα ρεύμα το οποίο προωθεί ο νομοθέτης της Ένωσης και το οποίο αποσκοπεί στη θέσπιση ενός μηχανισμού προσφυγής ενώπιον «δευτεροβάθμιου οργάνου» εντός των οργανισμών της Ένωσης, οσάκις στους οργανισμούς αυτούς έχει ανατεθεί σημαντική εξουσία λήψεως αποφάσεων επί περίπλοκων τεχνικών ή επιστημονικών ζητημάτων, επηρεάζουσα άμεσα τη νομική κατάσταση των ενδιαφερομένων. Το σύστημα του δευτεροβάθμιου οργάνου αποτελεί συναφώς πρόσφορο μέσο για την προστασία των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων, στο πλαίσιο του οποίου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 46 ανωτέρω, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του αν η άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως περίπλοκων πραγματικών στοιχείων επιστημονικής, τεχνικής και οικονομικής φύσεως ενέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας.

52      Συναφώς, και κατά δεύτερον, από τις διατάξεις που αφορούν την οργάνωση και τις εξουσίες του συμβουλίου προσφυγών του ACER διαπιστώνεται ότι το εν λόγω δευτεροβάθμιο όργανο δεν συστάθηκε με σκοπό να προβαίνει απλώς σε περιορισμένο έλεγχο περίπλοκων εκτιμήσεων τεχνικής και οικονομικής φύσεως.

53      Συγκεκριμένα, πρώτον, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 713/2009 προέβλεψε ότι το συμβούλιο προσφυγών απαρτίζεται από έξι μέλη και έξι αναπληρωτές που επιλέγονται μεταξύ εν ενεργεία ή πρώην ανώτατων υπαλλήλων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, των αρχών ανταγωνισμού ή άλλων εθνικών θεσμικών οργάνων ή οργάνων της Ένωσης «με κατάλληλη πείρα στον τομέα της ενεργείας». Επομένως, πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να παράσχει στο συμβούλιο προσφυγών του ACER την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη, ώστε να μπορεί να προβαίνει το ίδιο σε εκτιμήσεις που αφορούν περίπλοκα πραγματικά στοιχεία τεχνικής και οικονομικής φύσεως στον τομέα της ενέργειας. Επισημαίνεται ότι αυτός ήταν επίσης ο επιδιωκόμενος σκοπός κατά την ίδρυση άλλων οργανισμών της Ένωσης, όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας (EASA) ή ακόμη ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA), των οποίων τα τμήματα προσφυγών απαρτίζονται από ειδικούς με προσόντα που αντικατοπτρίζουν τις ιδιαιτερότητες του οικείου τομέα.

54      Δεύτερον, οι εξουσίες του συμβουλίου προσφυγών, όπως περιγράφονται στο άρθρο 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 713/2009, συνηγορούν επίσης υπέρ ενός ελέγχου διαφορετικού από εκείνον τον οποίο ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί των περίπλοκων εκτιμήσεων. Καταρχάς, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι το συμβούλιο προσφυγών δύναται να ασκεί κάθε εξουσία που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Οργανισμού ή να παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο του Οργανισμού, το δε αρμόδιο όργανο δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει μόνον τις αρμοδιότητες που διαθέτει το συμβούλιο προσφυγών κατόπιν διαπιστώσεως του βασίμου της ασκηθείσας ενώπιόν του προσφυγής. Αναγνωρίζει στο συμβούλιο προσφυγών διακριτική ευχέρεια, στο πλαίσιο της ασκήσεως της οποίας το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να εξετάσει αν τα στοιχεία τα οποία έχει στη διάθεσή του, κατόπιν της εξέτασης της προσφυγής, τού παρέχουν τη δυνατότητα να εκδώσει την απόφασή του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, BASF Grenzach κατά ECHA, T‑125/17, EU:T:2019:638, σκέψεις 66 και 118).

55      Επομένως, επισημαίνεται ότι, κατ’ ουσίαν, το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει, δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού 713/2009, όχι μόνον το σύνολο των εξουσιών που διαθέτει ο ίδιος ο ACER, αλλά και εξουσίες που του έχουν ανατεθεί ως δευτεροβάθμιου οργάνου του Οργανισμού. Αν το συμβούλιο προσφυγών επιλέξει να παραπέμψει την υπόθεση στον Οργανισμό, έχει τη δυνατότητα να κατευθύνει τις αποφάσεις που θα λάβει ο Οργανισμός, στο μέτρο που ο τελευταίος δεσμεύεται από την αιτιολογία του συμβουλίου προσφυγών.

56      Επιπλέον, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 713/2009, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, δύναται να προσβάλει απόφαση που αναφέρεται στα άρθρα 7, 8 ή 9 του ίδιου κανονισμού η οποία απευθύνεται σε αυτό ή απόφαση η οποία αφορά άμεσα και προσωπικά το συγκεκριμένο πρόσωπο. Από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει ότι η παράβαση της νομοθεσίας της Ένωσης από τον Οργανισμό συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών. Επομένως, και αντιθέτως προς τον δικαστή της Ένωσης, το συμβούλιο προσφυγών είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο ελέγχου σκοπιμότητας, να ακυρώνει ή να αντικαθιστά αποφάσεις του Οργανισμού, βάσει αποκλειστικώς και μόνον τεχνικών και οικονομικών εκτιμήσεων.

57      Τρίτον, το άρθρο 20 του κανονισμού 713/2009 μαρτυρεί επίσης τη βούληση του νομοθέτη να παράσχει στο συμβούλιο προσφυγών εντονότερη εξουσία ελέγχου από εκείνη του περιορισμένου ελέγχου. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι «[ε]ίναι δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του [Γενικού Δικαστηρίου] [της Ένωσης] ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο [263 ΣΛΕΕ], κατά αποφάσεων του συμβουλίου προσφυγών ή, στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναρμόδιο, κατά αποφάσεων του Οργανισμού».

58      Από τη διάταξη αυτή, καθώς και από τη συλλογιστική που εκτίθεται στις σκέψεις 25 έως 34 ανωτέρω, προκύπτει ότι, όσον αφορά τα αιτήματα απαλλαγής, μόνον οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών που εκδίδονται βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 713/2009 και του άρθρου 17, παράγραφος 5, του κανονισμού 714/2009 δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν δύναται παραδεκτώς να προσβάλει την απόφαση του Οργανισμού ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ενισχύει το συμπέρασμα ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν μπορεί να ασκεί περιορισμένο έλεγχο επί της αποφάσεως του Οργανισμού, ανάλογο με τον δικαστικό έλεγχο που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης. Πράγματι, αν γινόταν δεκτό ότι ο έλεγχος που ασκεί το συμβούλιο προσφυγών είναι περιορισμένος προκειμένου περί σύνθετων εκτιμήσεων τεχνικής και οικονομικής φύσεως, τούτο θα σήμαινε ότι το Γενικό Δικαστήριο θα ασκούσε περιορισμένο έλεγχο επί αποφάσεως η οποία θα ήταν και η ίδια προϊόν περιορισμένου ελέγχου. Είναι πρόδηλο ότι ένα σύστημα «περιορισμένου ελέγχου επί περιορισμένου ελέγχου» δεν παρέχει τις εγγυήσεις αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που πρέπει να ισχύουν για επιχειρήσεις των οποίων αίτημα απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 απορρίφθηκε.

59      Κατά τρίτον, το άρθρο 19, παράγραφος 6, του κανονισμού 713/2009 προέβλεψε, κατ’ ουσίαν, ότι στο συμβούλιο προσφυγών απόκειται να θεσπίσει τους ενώπιόν του κανόνες οργάνωσης και διαδικασίας. Επισημαίνεται ότι η απόφαση 1‑2011 του συμβουλίου προσφυγών του ACER, που εκδόθηκε την 1η Δεκεμβρίου 2011, για τη θέσπιση των κανόνων οργάνωσης και διαδικασίας του συμβουλίου προσφυγών, προέβλεψε, στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει τους «νομικούς λόγους» και τα προβαλλόμενα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άσκηση περιορισμένου ελέγχου από το συμβούλιο προσφυγών. Πράγματι, το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ρητώς στο άρθρο 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 713/2009 ότι το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει το σύνολο των εξουσιών που έχει ο ίδιος ο ACER επιβεβαιώνει σαφώς ότι θέλησε να του αναθέσει ως αποστολή τον έλεγχο των αποφάσεων του Οργανισμού με ένταση η οποία δεν μπορεί να είναι απλώς εκείνη του περιορισμένου ελέγχου.

60      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 20 της αποφάσεως 1‑2011, με τίτλο «[α]ρμοδιότητα», προέβλεπε ότι το συμβούλιο προσφυγών μπορούσε να ασκεί κάθε εξουσία που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Οργανισμού. Θεσπίζοντας τη διάταξη αυτή, το συμβούλιο προσφυγών μετέφερε, στο πλαίσιο των κανόνων του περί οργάνωσης και διαδικασίας, την εξουσία ελέγχου την οποία του απένειμε το άρθρο 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 713/2009, εξουσία ελέγχου η οποία δεν μπορεί να περιορίζεται σε έλεγχο της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως. Συναφώς είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι, στις 5 Οκτωβρίου 2019, το συμβούλιο προσφυγών περιόρισε την εξουσία του τροποποιώντας το εν λόγω άρθρο 20 (νυν άρθρο 21). Στο εξής, το συμβούλιο προσφυγών απλώς επικυρώνει την απόφαση του Οργανισμού ή παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο του Οργανισμού. Επομένως, δεν τίθεται πλέον ζήτημα να «ασκεί κάθε εξουσία που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Οργανισμού». Υπό την επιφύλαξη τυχόν αντιθέσεως προς τον κανονισμό 713/2009 της ως άνω διατάξεως με την οποία το συμβούλιο προσφυγών περιόρισε σε κάθε περίπτωση την εξουσία του, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή δεν ήταν ακόμη εφαρμοστέα κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών.

61      Κατά τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν έχει εφαρμογή στον έλεγχο που διενεργούν τα δευτεροβάθμια όργανα των οργανισμών της Ένωσης η νομολογία κατά την οποία οι περίπλοκες εκτιμήσεις τεχνικής, επιστημονικής και οικονομικής φύσεως υπόκεινται στον περιορισμένο έλεγχο του δικαστή της Ένωσης. Έχει συναφώς κριθεί, όσον αφορά το συμβούλιο προσφυγών του ECHA, ότι ο έλεγχος, από το συμβούλιο προσφυγών, των εκτιμήσεων επιστημονικής φύσεως που περιέχονται σε απόφαση του ECHA δεν περιορίζεται στην επαλήθευση της ύπαρξης περιπτώσεων πρόδηλης πλάνης, αλλά ότι, αντιθέτως, το εν λόγω συμβούλιο προσφυγών, στηριζόμενο στις νομικές και επιστημονικές ικανότητες των μελών του, πρέπει να εξετάζει αν τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων είναι ικανά να αποδείξουν ότι οι εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση του ECHA ενέχουν πλάνη (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, BASF Grenzach κατά ECHA, T‑125/17, EU:T:2019:638, σκέψεις 87 έως 89). Η ένταση του ελέγχου που διενεργεί το συμβούλιο προσφυγών είναι επομένως υψηλότερη της έντασης του ελέγχου που διενεργεί ο δικαστής της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, BASF Grenzach κατά ECHA, T‑125/17, EU:T:2019:638, σκέψη 124). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, ότι θα ήταν αντίθετο προς την ίδια τη φύση των δευτεροβάθμιων οργάνων που ιδρύονται στο πλαίσιο των οργανισμών της Ένωσης να ασκούν τον περιορισμένο έλεγχο που ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης.

62      Συναφώς, παρατηρείται ότι, ανταποκρινόμενος στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 23ης Απριλίου 2020, με το οποίο οι διάδικοι εκλήθησαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των σκέψεων 87 έως 89 και 124 της αποφάσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, BASF Grenzach κατά ECHA (T‑125/17, EU:T:2019:638), ο ACER υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η νομολογία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο συμβούλιο προσφυγών του ACER, το οποίο διαφέρει εντελώς από το συμβούλιο προσφυγών του ECHA.

63      Πρώτον, ο ACER επικαλείται το γεγονός ότι τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών του ECHA διαθέτουν νομική και τεχνική κατάρτιση και εργάζονται με σχέση πλήρους απασχόλησης, καθώς και ότι υποστηρίζονται στο έργο τους από ένδεκα μέλη του προσωπικού, πλήρους απασχόλησης, επιφορτισμένα με την εκτέλεση καθηκόντων νομικοτεχνικής υποστήριξης και γραμματείας. Εκτιμά ότι τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση του συμβουλίου προσφυγών του ACER, για τον λόγο ότι αυτό αποτελείται από έξι μόνο μέλη με πείρα στον τομέα της ενέργειας –γεγονός το οποίο, κατά την άποψή του, δεν εγγυάται ότι το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη για την εκτίμηση όλων των σχετικών περίπλοκων πραγματικών στοιχείων–, για τον λόγο επίσης ότι τα εν λόγω μέλη δεν είναι πλήρους απασχόλησης και λαμβάνουν συμβολική μόνον αμοιβή, καθώς και ότι το συμβούλιο προσφυγών επικουρείται μόνον από δύο νομικούς.

64      Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Συγκεκριμένα, η σύνθεση και οι εξουσίες του συμβουλίου προσφυγών του ECHA είναι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο ACER, παρεμφερείς με εκείνες του συμβουλίου προσφυγών του ACER.

65      Αφενός, τόσο τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών του ECHA όσο και εκείνα του συμβουλίου προσφυγών του ACER επιλέγονται με βάση κατάλογο υποψηφίων που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι οποίοι έχουν την απαιτούμενη πείρα και εμπειρογνωμοσύνη στους αντίστοιχους τομείς. Πράγματι, όσον αφορά το συμβούλιο προσφυγών του ECHA, σύμφωνα με το άρθρο 89, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 396, σ. 1), «[ο] πρόεδρος, τα άλλα μέλη και οι αναπληρωτές τους […] διορίζονται με βάση τη σχετική πείρα και εμπειρογνωμοσύνη τους στον τομέα της χημικής ασφάλειας, των φυσικών επιστημών ή των ρυθμιστικών και δικαστικών διαδικασιών από κατάλογο υποψηφίων με τα κατάλληλα προσόντα που εγκρίνει η Επιτροπή». Όσον αφορά το συμβούλιο προσφυγών του ACER, στη σκέψη 53 ανωτέρω υπογραμμίσθηκε ότι, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 713/2009, το συμβούλιο αυτό «απαρτίζεται από έξι μέλη και έξι αναπληρωτές που επιλέγονται μεταξύ εν ενεργεία ή πρώην ανώτατων υπαλλήλων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, των αρχών ανταγωνισμού ή άλλων εθνικών ή κοινοτικών θεσμικών οργάνων με κατάλληλη πείρα στον τομέα της ενεργείας». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε να παράσχει τόσο στο συμβούλιο προσφυγών του ECHA όσο και στο συμβούλιο προσφυγών του ACER την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη ώστε να μπορούν να προβαίνουν τα ίδια σε εκτιμήσεις που αφορούν περίπλοκα πραγματικά στοιχεία επιστημονικής, τεχνικής και οικονομικής φύσεως.

66      Εξάλλου, το γεγονός ότι τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών του ECHA, σε αντίθεση με τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών του ACER, απασχολούνται με σχέση πλήρους απασχόλησης ουδόλως επηρεάζει την ένταση του ελέγχου τον οποίο ασκούν. Η ανάγκη του συμβουλίου προσφυγών του ECHA να διαθέτει μια μονιμότερη διοικητική οργάνωση δύναται να εξηγηθεί από τον όγκο των προς εξέταση υποθέσεων, ο οποίος είναι σαφώς μεγαλύτερος από τον όγκο των υποθέσεων που υποβάλλονται στο συμβούλιο προσφυγών του ACER. Γενικότερα, επισημαίνεται ότι στον ACER απόκειται να λαμβάνει όλα τα εσωτερικά οργανωτικά μέτρα που είναι αναγκαία για την ενεργοποίηση των μέσων που τίθενται στη διάθεσή του προς επίτευξη των σκοπών του, όπως αυτοί ορίζονται στον κανονισμό 713/2009. Η επίτευξη των εν λόγω σκοπών δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε τη σύσταση μονίμου συμβουλίου προσφυγών.

67      Αφετέρου, παρατηρείται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006, το συμβούλιο προσφυγών του ECHA «μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Οργανισμού ή να παραπέμψει την υπόθεση στον αρμόδιο φορέα του Οργανισμού προς περαιτέρω ενέργειες». Ομοίως, και όπως προκύπτει από τη σκέψη 27 ανωτέρω, το συμβούλιο προσφυγών του ACER δύναται «να ασκεί κάθε εξουσία που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Οργανισμού ή να παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο του Οργανισμού», το δε όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών. Επομένως, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι εξουσίες που ανατίθενται στα εν λόγω δευτεροβάθμια όργανα είναι παρόμοιες και ο έλεγχος, από τα όργανα αυτά, των εκτιμήσεων επιστημονικής, τεχνικής και οικονομικής φύσεως δεν περιορίζεται στην ύπαρξη προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως.

68      Δεύτερον, ο ACER υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς τον ECHA και τους τρεις άλλους οργανισμούς της Ένωσης, ο μηχανισμός προηγούμενης εγκρίσεως της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 58α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν τον αφορά, τούτο, δε, σημαίνει ότι ο έλεγχος που ασκεί το συμβούλιο προσφυγών του ACER επί των αποφάσεων του Οργανισμού διαφέρει από εκείνον τον οποίο ασκεί το συμβούλιο προσφυγών του ECHA. Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι το άρθρο 58α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με την ένταση του ελέγχου τον οποίο καλούνται να ασκήσουν τμήματα προσφυγών      στο πλαίσιο οργανισμών της Ένωσης.

69      Ως εκ τούτου, ο έλεγχος από το συμβούλιο προσφυγών των περίπλοκων εκτιμήσεων τεχνικής και οικονομικής φύσεως που περιλαμβάνονται σε απόφαση του Οργανισμού σχετικά με αίτημα απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 δεν πρέπει να συνίσταται απλώς στον περιορισμένο έλεγχο της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως. Αντιθέτως, το συμβούλιο προσφυγών, στηριζόμενο στις νομικές και επιστημονικές ικανότητες των μελών του, πρέπει να εξετάζει αν τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων είναι ικανά να αποδείξουν ότι οι εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίζεται η εν λόγω απόφαση του ACER ενέχουν πλάνη.

70      Αρκούμενο απλώς στη διενέργεια περιορισμένου ελέγχου, το συμβούλιο προσφυγών προέβη, στην πραγματικότητα, σε έλεγχο ανεπαρκούς εντάσεως υπό το πρίσμα των εξουσιών που του απένειμε ο νομοθέτης και, ως εκ τούτου, έκανε περιορισμένη μόνον και ατελή χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει. Επομένως, η μόνη πράξη που εκδόθηκε κατά πλήρη ενάσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως της διοικήσεως είναι η απόφαση του Οργανισμού. Για τους λόγους, όμως, που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 25 έως 34, 57 και 58 ανωτέρω, η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών είναι η μόνη η οποία μπορεί να υποβληθεί στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να εξετάσει τα ενδεχόμενα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως στα οποία έχει υποπέσει ο Οργανισμός όσον αφορά τις περίπλοκες εκτιμήσεις τεχνικής και οικονομικής φύσεως, δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν, κατ’ ανάγκην, να αφορούν παρά μόνον την αρχική απόφαση (πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Heli‑Flight κατά EASA, T‑102/13, EU:T:2014:1064, σκέψη 32).

71      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στο σημείο 52 της αποφάσεώς του, ότι ήταν δυνατό να ασκήσει περιορισμένο μόνον έλεγχο επί εκτιμήσεων τεχνικού ή περίπλοκου χαρακτήρα και, επομένως, να αρκεστεί στην εξέταση του κατά πόσον ο Οργανισμός είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009.

72      Κανένα από τα επιχειρήματα του ACER δεν δύναται να κλονίσει το ανωτέρω συμπέρασμα.

73      Πρώτον, ο ACER επικαλείται το γεγονός ότι, σε αντίθεση με το συμβούλιο προσφυγών του ECHA, το οποίο δεν δεσμεύεται από κάποια μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας, το συμβούλιο προσφυγών του ACER υποχρεούται να προβεί σε εξέταση της προσφυγής εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 713/2009 και, ως εκ τούτου, δεν είναι σε θέση να προβεί σε ενδελεχή εξέταση.

74      Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 51 έως 69 ανωτέρω, η περιοριστική δίμηνη προθεσμία που έχει στη διάθεσή του το συμβούλιο προσφυγών για την εξέταση της προσφυγής δεν αρκεί για να θεωρηθεί αποκαλυπτική της πρόθεσης του νομοθέτη να περιορίσει τον έλεγχο που ασκεί το συμβούλιο προσφυγών σε έλεγχο μόνον της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

75      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η εξέταση της προσφυγής δεν είναι απεριόριστη και ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της «εκτάσεως του ελέγχου» και της «εντάσεως του ελέγχου» τον οποίο ασκεί το συμβούλιο προσφυγών.

76      Όσον αφορά την «έκταση του ελέγχου», το άρθρο 19 του κανονισμού 713/2009 προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι το συμβούλιο προσφυγών περιορίζεται στην εξέταση του κατά πόσον τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος είναι ικανά να αποδείξουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει σφάλμα.

77      Αφενός, επισημαίνεται ότι η διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών έχει κατ’ αντιπαράθεση χαρακτήρα. Οι διάδικοι καλούνται να διατυπώσουν παρατηρήσεις επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους και μπορούν να προβούν σε προφορική παρουσίαση.

78      Αφετέρου, η προσφυγή πρέπει να αναφέρει τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται. Επομένως, το αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών καθορίζεται από τους λόγους που προβάλλει ο προσφεύγων. Στο πλαίσιο της εξετάσεως του βασίμου μιας τέτοιας προσφυγής, το εν λόγω συμβούλιο περιορίζεται στην εξέταση του αν οι λόγοι που προβάλλει ο προσφεύγων είναι ικανοί να αποδείξουν ότι η ενώπιόν του προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει σφάλματα.

79      Ο κατ’ αντιπαράθεση χαρακτήρας της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών διαδικασίας δεν θίγεται από το άρθρο 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 713/2009, το οποίο ορίζει ότι το συμβούλιο προσφυγών δύναται να ασκεί κάθε εξουσία που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Οργανισμού ή να παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο του Οργανισμού προς περαιτέρω ενέργειες. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή ρυθμίζει μόνον τις αρμοδιότητες που διαθέτει το συμβούλιο προσφυγών κατόπιν διαπιστώσεως του βασίμου της ασκηθείσας ενώπιόν του προσφυγής. Η εν λόγω διάταξη παρέχει στο συμβούλιο προσφυγών διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της ασκήσεως της οποίας το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να εξετάσει αν τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, κατόπιν της εξέτασης της προσφυγής, του παρέχουν τη δυνατότητα να εκδώσει την απόφασή του. Αντιθέτως, δεν ρυθμίζει την έκταση του ελέγχου που διενεργεί το συμβούλιο προσφυγών όσον αφορά το βάσιμο της ασκηθείσας ενώπιόν του προσφυγής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, BASF Grenzach κατά ECHA, T‑125/17, EU:T:2019:638, σκέψεις 66 και 118).

80      Κατά συνέπεια, προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών κατά αποφάσεως του Οργανισμού σχετικά με αίτημα απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 μπορεί να έχει ως αντικείμενο μόνον την εξέταση του αν τα στοιχεία που υπέβαλε η προσφεύγουσα είναι ικανά να αποδείξουν ότι η απόφαση αυτή ενέχει σφάλμα. Επομένως, αντιθέτως προς τα τμήματα προσφυγών του EUIPO, το συμβούλιο προσφυγών δεν υποχρεούται να προβεί σε εξέταση «de novo».

81      Εξ αυτού συνάγεται ότι, όσον αφορά την «ένταση του ελέγχου» που πρέπει να ασκηθεί, ο έλεγχος των σφαλμάτων εκτιμήσεως πρέπει να διενεργείται μόνον επί των ζητημάτων που έθεσε ο προσφεύγων και, επομένως, δεν εκτείνεται σε ζητήματα ευρισκόμενα εκτός του πεδίου της προσφυγής ούτε, εξ ορισμού, σε περίπλοκα οικονομικά και τεχνικά ζητήματα τα οποία δεν προβλήθηκαν με την προσφυγή και τα οποία δεν έχουν σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που κατέθεσε ο προσφεύγων.

82      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της επιστημονικής ποιότητας των μελών που το απαρτίζουν, το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη για να προβεί σε ενδελεχή έλεγχο εντός χρονικού διαστήματος το οποίο δεν θα επαρκούσε στις δικαστικές αρχές.

83      Δεύτερον, ανταποκρινόμενος στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 23ης Απριλίου 2020, το οποίο μνημονεύεται στις σκέψεις 19 και 62 ανωτέρω, ο ACER υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι είχε επικαλεσθεί πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως μόνο στο μέτρο που η ίδια η προσφεύγουσα είχε περιλάβει σχετική αναφορά στην προσφυγή της. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 47 ανωτέρω, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε εξαρχής, στα σημεία 51 και 52 της αποφάσεώς του, ότι ο έλεγχος που ασκούσε επί ζητημάτων περίπλοκου χαρακτήρα από τεχνικής ή οικονομικής απόψεως περιοριζόταν στον έλεγχο της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και επιβεβαίωσε ρητώς, στο σημείο 47 της αποφάσεώς του, ότι η αξιολόγηση των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη χορήγηση απαλλαγής του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 προϋπέθετε περίπλοκη εκτίμηση.

84      Τρίτον, ο ACER υποστηρίζει, ομοίως αλυσιτελώς, ότι, εν πάση περιπτώσει, το συμβούλιο προσφυγών εξέτασε το σύνολο των λόγων ακυρώσεως, των ισχυρισμών και των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα.

85      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της προβαλλόμενης εξετάσεως του συνόλου των λόγων ακυρώσεως, των ισχυρισμών και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα όσον αφορά την αξιολόγηση της προϋποθέσεως του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 714/2009 –εξέτασης η οποία, όπως επιβεβαίωσε το ίδιο το συμβούλιο προσφυγών, προϋπέθετε περίπλοκες εκτιμήσεις–, το συμβούλιο προσφυγών διενήργησε, όπως προκύπτει από τη σκέψη 83 ανωτέρω, περιορισμένο μόνον έλεγχο, αρκούμενο στον έλεγχο της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

86      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στο πλαίσιο της αναλύσεως των ζητημάτων που αφορούν τους κινδύνους κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009, τα οποία η προσφεύγουσα ήγειρε, μεταξύ άλλων, με τα σημεία 129 έως 156 και 158 έως 172 της προσφυγής της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών και στα οποία αναφέρθηκαν επίσης οι εμπειρογνώμονες κατά την ακρόασή τους ενώπιον του τελευταίου, το συμβούλιο προσφυγών, στα σημεία 70 έως 74 και 94 έως 98 της αποφάσεώς του, διενήργησε περιορισμένο μόνον έλεγχο της αποφάσεως του Οργανισμού επί των ζητημάτων αυτών τα οποία απαιτούσαν περίπλοκες εκτιμήσεις τεχνικής και οικονομικής φύσεως.

87      Τέταρτον, ο ACER εσφαλμένως υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι μια ενδελεχέστερη εξέταση θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

88      Ασφαλώς, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παρατυπίας αφορώσας τη μη τήρηση προθεσμίας ή την αρχή της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξεως σε περίπτωση που, αν δεν υφίστατο η παρατυπία αυτή, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2017, Kerstens κατά Επιτροπής, T‑270/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:74, σκέψη 74, της 12ης Ιουλίου 2017, Εσθονία κατά Επιτροπής, T‑157/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:483, σκέψη 151, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, T‑463/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:606, σκέψη 133). Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, στην περίπτωση της ασκήσεως, από την οικεία αρχή, ελέγχου ανεπαρκούς εντάσεως υπό το πρίσμα των εξουσιών που της έχει απονείμει ο νομοθέτης και, ως εκ τούτου, ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως κατά τρόπο περιορισμένο και ελλιπή, ούτε η προσφεύγουσα ούτε το Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να αποδείξουν αν η διαδικασία θα μπορούσε ή όχι, αν δεν υφίστατο η παρατυπία αυτή, να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

89      Πράγματι, είναι εξ ορισμού αδύνατο για την προσφεύγουσα να αποδείξει ότι η εκτίμηση στην οποία προέβη το συμβούλιο προσφυγών επί των περίπλοκων τεχνικών και οικονομικών ζητημάτων θα ήταν διαφορετική αν δεν υφίστατο η παρατυπία, δεδομένου ότι το συμβούλιο προσφυγών άσκησε, στην πραγματικότητα, την εξουσία εκτιμήσεως κατά τρόπο περιορισμένο και ελλιπή όσον αφορά τα εν λόγω ζητήματα.

90      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω, ο ένατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

91      Τούτου λεχθέντος, για λόγους που άπτονται της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται, αφενός, εσφαλμένη ερμηνεία της σχέσεως που υφίσταται μεταξύ του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 και του άρθρου 12 του κανονισμού 347/2013 και, κατά συνέπεια, της δυνατότητας υπαγωγής του έργου της προσφεύγουσας, που αφορά γραμμή διασύνδεσης, σε διαδικασία διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους, και, αφετέρου, έλλειψη συνεκτίμησης των κινδύνων που συνδέονται με μια τέτοια διαδικασία.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία της σχέσεως που υφίσταται μεταξύ του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 και του άρθρου 12 του κανονισμού 347/2013 και, κατά συνέπεια, της δυνατότητας υπαγωγής του σχεδίου διασύνδεσης σε διαδικασία διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους, καθώς και έλλειψη συνεκτίμησης των κινδύνων που συνδέονται με τη διαδικασία αυτή

92      Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το συμβούλιο προσφυγών εσφαλμένως έκρινε ότι ο κρίσιμος κίνδυνος για την αξιολόγηση βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009 μπορούσε να εκτιμηθεί ορθώς μόνον εφόσον είχε απορριφθεί αίτημα διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους υποβληθέν σύμφωνα με τον κανονισμό 347/2013. Η προσφεύγουσα διαπιστώνει ότι, κατά το συμβούλιο προσφυγών, ο μόνος τρόπος να αποδειχθεί ότι το προβλεπόμενο από τον τελευταίο κανονισμό ρυθμιστικό καθεστώς δεν καθιστούσε δυνατή την υλοποίηση του έργου ήταν να έχει ακολουθηθεί μια άκαρπη διαδικασία διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η προσέγγιση αυτή εισάγει, στην πραγματικότητα, πρόσθετη προϋπόθεση για τη χορήγηση απαλλαγής. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η εφαρμογή του ρυθμιζόμενου καθεστώτος σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013 δεν εξαλείφει όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται η γραμμή διασύνδεσης Aquind και ότι, αντιθέτως, υφίσταται μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την τελική μορφή του αιτήματος διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους και σημαντικός κίνδυνος καθυστερήσεως.

93      Ο ACER αντικρούει τον λόγο αυτό υπενθυμίζοντας, καταρχάς, ότι το ρυθμιζόμενο καθεστώς εξακολουθεί να αποτελεί τον κανόνα, οι δε παρεκκλίσεις την εξαίρεση, και ότι οι δύο κανονισμοί 714/2009 και 347/2013 πρέπει να ερμηνεύονται σε συνδυασμό μεταξύ τους και λαμβανομένου υπόψη του λόγου υπάρξεως της τρίτης δέσμης μέτρων «[ε]νέργεια». Εν συνεχεία, ο ACER υποστηρίζει ότι η απόφαση του Οργανισμού και η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών δεν αναφέρουν ότι απαλλαγή χορηγείται μόνον εφόσον του έργου κοινού ενδιαφέροντος προηγείται μια άκαρπη διαδικασία διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013. Επιπλέον, ο ACER υπογραμμίζει ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το ρυθμιστικό καθεστώς που προβλέπει η διαδικασία διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους του κανονισμού 347/2013 δεν αρκούσε για την πραγματοποίηση της επενδύσεως και ότι η ενδεχόμενη χρηματοοικονομική στήριξη του άρθρου 12 του κανονισμού 347/2013 αποτελεί παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την αξιολόγηση του κινδύνου. Τέλος, ο ACER υποστηρίζει ότι οι εκτιμήσεις σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η γραμμή διασύνδεσης Aquind δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης στο πλαίσιο του άρθρου 12 του κανονισμού 347/2013 είναι αλυσιτελείς και δεν τεκμηριώνονται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

94      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 347/2013 αφορά την απογραφή των έργων κοινού ενδιαφέροντος στον τομέα της ενέργειας, ήτοι των έργων που είναι απαραίτητα για την υλοποίηση των διαδρόμων και ζωνών προτεραιότητας στον τομέα των ενεργειακών υποδομών, και διευκολύνει την έγκαιρη υλοποίηση των εν λόγω έργων. Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπει κανόνες και καθοδήγηση για τον διασυνοριακό επιμερισμό του κόστους και κίνητρα σχετικά με τον κίνδυνο όσον αφορά τα έργα κοινού ενδιαφέροντος. Σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 347/2013, όταν ένα έργο κοινού ενδιαφέροντος που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος II, σημείο 1, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, και σημείο 2, του ίδιου κανονισμού έχει φτάσει σε επαρκή βαθμό ωριμότητας, οι φορείς υλοποίησης του έργου υποβάλλουν σε όλες τις εμπλεκόμενες εθνικές ρυθμιστικές αρχές αίτημα επένδυσης, το οποίο περιλαμβάνει αίτημα για διασυνοριακό επιμερισμό κόστους. Οι αποφάσεις σχετικά με τον επιμερισμό του επενδυτικού κόστους λαμβάνονται, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, κατόπιν διαβούλευσης με τους εμπλεκόμενους φορείς υλοποίησης του έργου, και οι επενδυτικές δαπάνες βαρύνουν κάθε διαχειριστή συστήματος στο πλαίσιο του έργου.

95      Εν προκειμένω, στο σημείο 134 της αποφάσεώς του, ο Οργανισμός θεώρησε ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το έργο της γραμμής διασύνδεσης Aquind ήταν εκτεθειμένο σε επίπεδο κινδύνου το οποίο να δικαιολογεί την απαλλαγή, έπρεπε να εκτιμηθεί αν για την εν λόγω διασύνδεση ήταν διαθέσιμο ένα ρυθμιζόμενο καθεστώς (με χρηματοοικονομική στήριξη). Κατά τον Οργανισμό, αν συνέβαινε τούτο, ο βαθμός επικινδυνότητας του έργου δεν ήταν δυνατόν να πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009, ενώ, αντιθέτως, αν μπορούσε να αποδειχθεί ότι το ρυθμιζόμενο καθεστώς δεν ήταν διαθέσιμο για την κατασκευή της γραμμής διασύνδεσης Aquind, το γεγονός αυτό θα σήμαινε ότι υφίστατο σημαντικού βαθμού οικονομικός κίνδυνος για τον φορέα υλοποίησης.

96      Σε αυτό το πνεύμα, το συμβούλιο προσφυγών επικύρωσε, ιδίως στα σημεία 59, 67 και 91 της αποφάσεώς του, τη συλλογιστική του Οργανισμού που εκτίθεται στα σημεία 134 έως 138, 143 και 144 της δικής του αποφάσεώς, κατά την οποία το καθεστώς της γραμμής διασύνδεσης Aquind ως έργου κοινού ενδιαφέροντος, η ενδεχόμενη χρηματοοικονομική στήριξη που συνδέεται με το καθεστώς αυτό –η οποία προβλέπεται στο άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013– και το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ζητήσει την εν λόγω χρηματοοικονομική στήριξη αποτέλεσαν καθοριστικά κριτήρια εκτιμήσεως όσον αφορά την άρνηση χορηγήσεως απαλλαγής. Συγκεκριμένα, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, λόγω του καθεστώτος της γραμμής διασύνδεσης Aquind ως έργου κοινού ενδιαφέροντος, η προσφεύγουσα όφειλε να ακολουθήσει μια άκαρπη διαδικασία διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013, πριν καταστεί δυνατή η χορήγηση τυχόν απαλλαγής.

97      Στο πλαίσιο αυτό, το συμβούλιο προσφυγών απαίτησε, κατ’ ουσίαν, από την προσφεύγουσα να ολοκληρώσει κατά προτεραιότητα και κατά τρόπο αποτελεσματικό τα διοικητικά διαβήματα, προκειμένου να λάβει τη χρηματοδότηση η οποία μπορούσε να χορηγηθεί στο έργο κοινού ενδιαφέροντος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12 του κανονισμού 347/2013 και έκρινε ότι υπό την προϋπόθεση αυτή και μόνον μπορούσε να εξεταστεί το αίτημα απαλλαγής βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού 714/2009. Συνεπώς, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι έπρεπε να είναι αδύνατο για την προσφεύγουσα να επωφεληθεί των πλεονεκτημάτων του ρυθμιζόμενου καθεστώτος τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013 και το εν λόγω ρυθμιζόμενο καθεστώς να μη μπορεί, επομένως, να καλύψει τον ενδεχόμενο κίνδυνο που συνδέεται με την επένδυση.

98      Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό πρέπει να εξεταστεί αν το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του καθεστώτος της γραμμής διασύνδεσης Aquind ως έργου κοινού ενδιαφέροντος, η προσφεύγουσα όφειλε να υποβάλει αίτημα χρηματοοικονομικής στήριξης σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013.

99      Συναφώς, όπως προκύπτει από τη σκέψη 94 ανωτέρω, ο μηχανισμός χρηματοοικονομικής στήριξης που προβλέπεται στο άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013 αποτελεί στοιχείο του ρυθμιζόμενου καθεστώτος. Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 προβλέπει μηχανισμό απαλλαγής από το ρυθμιζόμενο σύστημα και, κατά μείζονα λόγο, από τον μηχανισμό χρηματοοικονομικής στήριξης που προβλέπει ο κανονισμός 347/2013 και ότι μία από τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται συναφώς είναι η σημασία του κινδύνου που συνδέεται με την επένδυση.

100    Επομένως, η ύπαρξη ενδεχόμενης χρηματοοικονομικής στήριξης σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013 μπορεί βασίμως να αποτελέσει κατάλληλο κριτήριο εκτιμήσεως, προκειμένου να καθοριστεί αν υφίσταται κίνδυνος συνδεόμενος με την επένδυση ο οποίος θα δικαιολογούσε απαλλαγή από το ρυθμιζόμενο σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009.

101    Εντούτοις, μολονότι η ενδεχόμενη χρηματοδότηση βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 347/2013 μπορεί να συνιστά κατάλληλο κριτήριο εκτιμήσεως για τον προσδιορισμό του βαθμού του κινδύνου της επένδυσης περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009, εντούτοις το κριτήριο αυτό δεν μπορεί να συνιστά αυτοτελή προϋπόθεση η οποία θα πρέπει να πληρούται για τη χορήγηση απαλλαγής. Υπό την έννοια αυτή, η έλλειψη προηγούμενου αιτήματος χρηματοοικονομικής στήριξης σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013 για σχέδιο διασύνδεσης στο οποίο έχει αναγνωριστεί το καθεστώς του έργου κοινού ενδιαφέροντος δεν είναι δυνατόν να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, λόγο που να επιτρέπει να συναχθεί ότι ο κίνδυνος που συνδέεται με την επένδυση δεν αποδείχθηκε.

102    Απαιτώντας, ωστόσο, να έχει ζητήσει ο αιτών, ανεπιτυχώς, διασυνοριακό επιμερισμό του κόστους σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013, πριν καταστεί δυνατή η χορήγηση απαλλαγής, το συμβούλιο προσφυγών ανήγαγε, στην πραγματικότητα, την υποβολή από τον προσφεύγοντα αιτήματος χρηματοοικονομικής στήριξης σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013 σε αυτοτελή προϋπόθεση για την απόδειξη του κινδύνου που συνδέεται με την επένδυση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι μόνον η αρνητική απάντηση στο εν λόγω αίτημα χρηματοοικονομικής στήριξης και, ως εκ τούτου, η μη διαθεσιμότητα του ρυθμιζόμενου καθεστώτος για το έργο κοινού ενδιαφέροντος της προσφεύγουσας επέτρεπε να θεωρηθεί ότι υφίστατο τέτοιας σπουδαιότητας κίνδυνος συνδεόμενος με την επένδυση ώστε να επιτρέπεται η υπαγωγή της προσφεύγουσας στο εξαιρετικό καθεστώς.

103    Μια τέτοια προσέγγιση δεν δικαιολογείται ούτε υπό το πρίσμα του κανονισμού 714/2009 ούτε υπό το πρίσμα του κανονισμού 347/2013.

104    Πρώτον, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009, η απαλλαγή χορηγείται όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο αυτό. Μολονότι ο διασυνοριακός επιμερισμός του κόστους σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013 μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση του κινδύνου της επένδυσης στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009, εντούτοις δεν προβλέπεται ρητώς από τη εν λόγω διάταξη. Επομένως, η θέσπιση προϋποθέσεως η οποία δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που απαριθμούνται στο άρθρο 17 του κανονισμού 714/2009 είναι αντίθετη προς το γράμμα της εν λόγω διατάξεως και έρχεται σε αντίθεση με τη βούληση του νομοθέτη να προβλέψει τη χορήγηση απαλλαγής μόνον υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

105    Δεύτερον, καμία κανονιστική διάταξη δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι ο νομοθέτης προέβλεψε προτεραιότητα του ενός καθεστώτος έναντι του άλλου. Συγκεκριμένα, από το γράμμα του άρθρου 12 του κανονισμού 347/2013 και του άρθρου 17 του κανονισμού 714/2009 προκύπτει ότι οι φορείς υλοποίησης έχουν ελευθερία επιλογής μεταξύ του καθεστώτος έργων κοινού ενδιαφέροντος και του αιτήματος απαλλαγής. Οσάκις τα έργα έχουν το καθεστώς έργων κοινού ενδιαφέροντος, οι φορείς υλοποίησής τους έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν, αφενός, τον διασυνοριακό επιμερισμό του κόστους που προβλέπει το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013 και, αφετέρου, απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού 714/2009. Ωστόσο, όπως επισήμανε το ίδιο το συμβούλιο προσφυγών, τα αιτήματα αυτά είναι προαιρετικά και οι δύο διαδικασίες ενδέχεται να αποδώσουν ή όχι. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το αίτημα διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους το οποίο προβλέπει το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013 πρέπει να υποβληθεί κατά προτεραιότητα.

106    Τρίτον, επισημαίνεται ότι τα δύο συστήματα μπορούν να εφαρμοστούν εναλλακτικώς. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 12, παράγραφος 9, στοιχείο βʹ, και από το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 347/2013 προκύπτει ότι τα μέτρα παροχής κινήτρων που προβλέπονται από τις δύο αυτές διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή στα έργα κοινού ενδιαφέροντος στα οποία έχει χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 714/2009. Επομένως, ο δικαιούχος απαλλαγής δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις του διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους. Η αποδοχή της ερμηνείας που υποστηρίζει ο ACER θα στερούσε από τους φορείς υλοποίησης έργων διασύνδεσης, τα οποία έχουν το καθεστώς έργων κοινού ενδιαφέροντος, την ελευθερία επιλογής της διαδικασίας που έχει εφαρμογή στο έργο τους. Οι εν λόγω φορείς υλοποίησης, ωστόσο, έχουν ελευθερία επιλογής μεταξύ των εφαρμοστέων διαδικασιών, η οποία δεν μπορεί να θιγεί.

107    Τέταρτον, το βασικό κριτήριο που πρέπει να διέπει την εξέταση του αιτήματος απαλλαγής είναι εκείνο που αφορά τον «βαθμό κινδύνου της επένδυσης» το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009. Υπογραμμίζεται ότι ο εν λόγω κίνδυνος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη χορήγηση απαλλαγής μπορεί να υφίσταται ακόμη και όταν ο φορέας υλοποίησης δικαιούται χρηματοοικονομική στήριξη βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 347/2013. Με άλλα λόγια, η δυνατότητα εξασφαλίσεως χρηματοοικονομικής στήριξης βάσει της διατάξεως αυτής σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει αυτομάτως τον οικονομικό κίνδυνο που συνδέεται με την επένδυση.

108    Η προσέγγιση, ωστόσο, που υιοθέτησαν το συμβούλιο προσφυγών και ο Οργανισμός στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε μια υποθετική συλλογιστική, ήτοι στην «πιθανότητα» αίτημα βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 347/2013 να έχει ως αποτέλεσμα χρηματοοικονομική στήριξη υπέρ της προσφεύγουσας και στο γεγονός ότι δεν «θα μπορούσε να αποκλειστεί» το ενδεχόμενο μια ευνοϊκή απόφαση βάσει αυτής της διατάξεως να παρέχει επαρκή εγγύηση στους πιθανούς επενδυτές. Επομένως, δεν προέβησαν στην εκτίμηση του κριτηρίου αυτού υπό το πρίσμα του κινδύνου που συνδέεται με την επένδυση στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 και, ως εκ τούτου, συνήγαγαν σιωπηρώς ότι το αίτημα θα κατέληγε στην παροχή οικονομικού πλεονεκτήματος το οποίο θα καθιστούσε δυνατή την εξάλειψη του εν λόγω κινδύνου.

109    Στο πλαίσιο αυτό, το συμβούλιο προσφυγών δεν μπορούσε να προσάψει στην προσφεύγουσα ότι δεν απέδειξε ότι η χρηματοοικονομική στήριξη που προβλέπει το ρυθμιζόμενο καθεστώς του άρθρου 12 του κανονισμού 347/2013 δεν ήταν επαρκής για τον περιορισμό του κινδύνου που συνδέεται με την επένδυση και την πραγματοποίηση της εν λόγω επένδυσης, δεδομένου ότι το ίδιο το συμβούλιο προσφυγών δεν αξιολόγησε το κριτήριο αυτό υπό το πρίσμα του κινδύνου που συνδέεται με την επένδυση στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 ούτε, κατά μείζονα λόγο, τη σημασία του ενδεχόμενου πλεονεκτήματος που θα παρείχε στην προσφεύγουσα η εν λόγω χρηματοοικονομική στήριξη. Πράγματι, ένα τέτοιο πλεονέκτημα δεν μπορούσε απλώς να στηριχθεί σε ένα τεκμήριο ή να παρουσιαστεί ως κάτι δεδομένο.

110    Πέμπτον, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η προσφυγή στη διαδικασία διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους δεν αποτελεί εγγύηση για την εξάλειψη του συνόλου των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται οι γραμμές διασύνδεσης. Αβεβαιότητα εξακολουθεί να υφίσταται ως προς την τελική μορφή –από απόψεως αποτελέσματος και εκτάσεως– του αιτήματος της προσφεύγουσας περί διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους και ως προς τον σημαντικό κίνδυνο καθυστερήσεως. Συγκεκριμένα, αφενός, ουδεμία βεβαιότητα υφίσταται ότι το αίτημα διασυνοριακού επιμερισμού θα γίνει δεκτό και, αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4, του κανονισμού 347/2013, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν συντονισμένες αποφάσεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραλαβής του τελευταίου αιτήματος επένδυσης.

111    Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα ορθώς παρατηρεί ότι, στις 31 Οκτωβρίου 2019, η Επιτροπή εξέδωσε τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2020/389 για την τροποποίηση του κανονισμού 347/2013 όσον αφορά τον κατάλογο των έργων κοινού ενδιαφέροντος της Ένωσης (ΕΕ 2020, L 74, σ. 1), ο οποίος αντικατέστησε τον κατάλογο των έργων κοινού ενδιαφέροντος της Ένωσης και παρέλειψε να περιλάβει στον κατάλογο αυτόν τη γραμμή διασύνδεσης Aquind. Αυτή η τροποποίηση του καταλόγου, η οποία μπορεί a priori να πραγματοποιείται ανά διετία, αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι μπορεί ευλόγως να υφίστανται αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η εν λόγω χρηματοοικονομική στήριξη δύναται να συνιστά εγγύηση μεσοπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης χρηματοδοτήσεως.

112    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το συμβούλιο προσφυγών, δίνοντας έμφαση στην έλλειψη αιτήματος χρηματοοικονομικής στήριξης σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013 και μη προβαίνοντας σε αξιολόγηση του εν λόγω μηχανισμού χρηματοοικονομικής στήριξης υπό το πρίσμα του κινδύνου που συνδέεται με την επένδυση, θέσπισε εσφαλμένως μια πρόσθετη προϋπόθεση η οποία δεν προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009.

113    Για όλους αυτούς τους λόγους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος.

114    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών και να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

115    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των δικαστικών εξόδων.

116    Κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, ο ACER πρέπει να φέρει, πέραν των δικών του εξόδων, το σύνολο των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση A0012018 του συμβουλίου προσφυγών του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), της 17ης Οκτωβρίου 2018.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Ο ACER φέρει, πέραν των δικών του εξόδων, το σύνολο των δικαστικών εξόδων της Aquind Ltd.

Tomljenović

Škvařilová‑Pelzl

Nõmm

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Νοεμβρίου 2020.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα





*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.