Language of document : ECLI:EU:T:2023:52

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Φεβρουαρίου 2023 (*)

«Ενέργεια – Διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές – Κανονισμός (ΕΕ) 347/2013 – Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός για την τροποποίηση του καταλόγου των έργων κοινού ενδιαφέροντος – Άρθρο 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Μη έγκριση από κράτος μέλος έργου ηλεκτρικής διασύνδεσης ενόψει της χορήγησης του καθεστώτος έργου κοινού ενδιαφέροντος – Μη συμπερίληψη από την Επιτροπή του έργου στον τροποποιημένο κατάλογο – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αρχή χρηστής διοίκησης – Ίση μεταχείριση – Ασφάλεια δικαίου – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αναλογικότητα – Άρθρο 10 της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας»

Στην υπόθεση T‑295/20,

Aquind Ltd, με έδρα το Wallsend (Ηνωμένο Βασίλειο),

Aquind SAS, με έδρα τη Ρουέν (Γαλλία),

Aquind Energy Sàrl, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο),

εκπροσωπούμενες από την S. Goldberg, τον C. Davis, τον J. Bille, solicitors, και τον E. White, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την O. Beynet και τον B. De Meester,

καθής,

υποστηριζόμενης από

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller και την S. Costanzo,

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την M. Ruiz Sánchez,

και

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την A.-L. Desjonquères, την A. Daniel, τον W. Zemamta και τον R. Bénard,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, P. Škvařilová-Pelzl και M. I. Nõmm (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την παρούσα

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησαν δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες, Aquind Ltd, Aquind SAS και Aquind Energy Sàrl, ζητούν την ακύρωση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2020/389 της Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 347/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον ενωσιακό κατάλογο έργων κοινού ενδιαφέροντος (ΕΕ 2020, L 74, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Οι προσφεύγουσες είναι οι φορείς υλοποίησης έργου ηλεκτρικής διασύνδεσης των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας (στο εξής: έργο διασύνδεσης Aquind).

3        Το έργο διασύνδεσης Aquind περιλήφθηκε στον ενωσιακό κατάλογο «έργων κοινού ενδιαφέροντος» (στο εξής: ΕΚΕ) με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/540 της Επιτροπής, της 23ης Νοεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 347/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον ενωσιακό κατάλογο έργων κοινού ενδιαφέροντος (ΕΕ 2018, L 90, σ. 38), και θεωρήθηκε, επομένως, θεμελιώδους σημασίας έργο μεταξύ των αναγκαίων υποδομών για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Το καθεστώς του ΕΚΕ της Ένωσης παρέχει σε φορέα υλοποίησης έργων τη δυνατότητα, πρώτον, να επωφεληθεί από ορθολογική, συντονισμένη και ταχεία διαδικασία χορήγησης αδειών, δεύτερον, να υποβάλει αίτηση επένδυσης και διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους στις αρμόδιες εθνικές ρυθμιστικές αρχές, ώστε να καλυφθούν από τους διαχειριστές των δικτύων οι πράγματι προκύψασες επενδυτικές δαπάνες, και, τρίτον, να ζητήσει χρηματοδότηση στο πλαίσιο του μηχανισμού «Συνδέοντας την Ευρώπη».

4        Ο κατάλογος που καταρτίστηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2018/540 αντικαταστάθηκε με τον κατάλογο που καταρτίστηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό. Στον νέο κατάλογο που παρατίθεται στο παράρτημα του προσβαλλόμενου κανονισμού, το έργο διασύνδεσης Aquind περιλαμβάνεται στον πίνακα έργων που δεν θεωρούνται πλέον ως ΕΚΕ της Ένωσης.

 Αιτήματα των διαδίκων

5        Οι προσφεύγουσες ζητούν, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό καθόσον αυτός αφαιρεί τη διασύνδεση Aquind από τον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο σύνολό του·

–        να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

6        Η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

7        Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

8        Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή τουλάχιστον όσον αφορά το άρθρο 10, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας, η οποία υπεγράφη στη Λισσαβώνα στις 17 Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ 1994, L 380, p. 24), και να αποσαφηνίσει το ζήτημα της μη εφαρμογής του άρθρου 26 του ίδιου Χάρτη επί των ενδοενωσιακών σχέσεων.

 Σκεπτικό

9        Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν επτά λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται σε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, ο δεύτερος σε παράβαση των διαδικαστικών και ουσιαστικών απαιτήσεων που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) 347/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2013, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές, την κατάργηση της απόφασης αριθ. 1364/2006/ΕΚ και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 713/2009, (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και (ΕΚ) αριθ. 715/2009 (ΕΕ 2013, L 115, σ. 39), μεταξύ άλλων το άρθρο του 5, παράγραφος 8, ο τρίτος σε παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας, ο τέταρτος σε προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης που κατοχυρώνει το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ο πέμπτος σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ο έκτος σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και ο έβδομος σε παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

10      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετασθούν από κοινού ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται, αντιστοίχως, προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, και να εξετασθεί τελευταίος ο τρίτος λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως

11      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, κατά τις ίδιες, η αφαίρεση του έργου διασύνδεσης Aquind δεν αιτιολογείται ούτε στον προσβαλλόμενο κανονισμό ούτε στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής το οποίο συνοδεύει τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

12      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας και τη Γαλλική Δημοκρατία, αντικρούει τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως.

13      Κατά τη νομολογία, κατ’ αρχάς, η αιτιολογία την οποία επιτάσσει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Η απαίτηση περί αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλόμενων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 150· βλ., επίσης, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C-417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 10ης Ιουνίου 2020, Spliethoff’s Bevrachtingskantoor κατά Επιτροπής, T-564/15 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:252, σκέψη 108). Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου γνωστού στον θιγόμενο, το οποίο του επιτρέπει να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Terna κατά Επιτροπής, T-387/16, EU:T:2018:699, σκέψη 53).

14      Περαιτέρω, για να εκτιμηθεί η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των επίμαχων αποφάσεων, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον που μπορούν να έχουν οι προσφεύγοντες ως προς την παροχή διευκρινίσεων (πρβλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2019, Portigon κατά CRU, T-365/16, EU:T:2019:824, σκέψη 164). Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί αναγκαία προέκταση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Ειδικότερα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως ενέχει πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο προσβολής του κύρους της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στον τελευταίο τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξης αυτής (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C‑208/02 P και C-213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 462).

15      Τέλος, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα, στο δε Γενικό Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2011, General Technic-Otis κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-141/07, T-142/07, T-145/07 και T-146/07, EU:T:2011:363, σκέψη 302).

16      Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών πρέπει να εξετασθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

17      Κατά πρώτον, πρέπει να καθοριστούν, αφενός, οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή δεν περιέλαβε το έργο διασύνδεσης Aquind, ως ΕΚΕ της Ένωσης, στον προσβαλλόμενο κανονισμό και, αφετέρου, πού παρατίθενται οι λόγοι αυτοί.

18      Πρώτον, οι αιτιολογικές σκέψεις του προσβαλλόμενου κανονισμού περιέχουν σύντομη σύνοψη του περιεχομένου του κανονισμού 347/2013, μνημονεύουν την ανάθεση στην Επιτροπή της αρμοδιότητας έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων για την κατάρτιση του ενωσιακού καταλόγου ΕΚΕ, υπενθυμίζουν την υποχρέωση κατάρτισης νέου καταλόγου ανά διετία και τονίζουν ότι τα προτεινόμενα προς συμπερίληψη στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ αξιολογούνται από τις περιφερειακές ομάδες και ότι οι εν λόγω ομάδες επιβεβαίωσαν ότι τα επίμαχα σχέδια πληρούσαν τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 347/2013.

19      Ο προσβαλλόμενος κανονισμός κάνει γενική αναφορά, σε δύο αιτιολογικές του σκέψεις, στη Συνθήκη ΛΕΕ και τον κανονισμό 347/2013.

20      Η αιτιολογική σκέψη 5 του προσβαλλόμενου κανονισμού διευκρινίζει ότι «τα σχέδια περιφερειακών καταλόγων ΕΚΕ είχαν συμφωνηθεί από τις περιφερειακές ομάδες σε συνεδριάσεις τεχνικού επιπέδου» και ότι «[μ]ετά τις γνωμοδοτήσεις του [Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας («ACER»)], για τη συνεκτική εφαρμογή των κριτηρίων αξιολόγησης και της ανάλυσης κόστους-οφέλους σε όλες τις περιοχές, τα όργανα λήψης αποφάσεων των περιφερειακών ομάδων ενέκριναν τους περιφερειακούς καταλόγους στις 4 Οκτωβρίου 2019». Αναφέρει επίσης ότι, «[σ]ύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, [στοιχείο] αʹ, του κανονισμού […] αριθ. 347/2013, πριν από την έγκριση των περιφερειακών καταλόγων [είχαν] εγκριθεί όλα τα προτεινόμενα έργα από τα κράτη μέλη την επικράτεια των οποίων αφορούν».

21      Στο τμήμα Α του παραρτήματος VII του κανονισμού 347/2013 (όπως τροποποιήθηκε από τον προσβαλλόμενο κανονισμό), με τίτλο «Αρχές που εφαρμόστηκαν για την κατάρτιση του ενωσιακού καταλόγου [ΕΚΕ]», περιλαμβάνεται το σημείο 3, με τίτλο «Έργα που δεν θεωρούνται πλέον ΕΚΕ […]». Στο εν λόγω σημείο 3, η Επιτροπή επισήμανε:

«Ορισμένα έργα που περιλαμβάνονται στον ενωσιακό κατάλογο που καταρτίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1391/2013 και τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/89 [δεν θεωρούνταν] πλέον ενωσιακά ΕΚΕ για έναν ή περισσότερους από τους εξής λόγους:

–        το έργο έχει ήδη τεθεί σε λειτουργία ή πρόκειται να τεθεί σε λειτουργία στο εγγύς μέλλον και, ως εκ τούτου, δεν θα υπαχθεί στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 347/2013·

–        σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, το έργο δεν πληροί τα γενικά κριτήρια·

–        ο φορέας υλοποίησης δεν υπέβαλε εκ νέου το έργο στη διαδικασία επιλογής για τον παρόντα ενωσιακό κατάλογο [των ΕΚΕ], ή·

–        το έργο ιεραρχήθηκε σε κατώτερη θέση στη διαδικασία επιλογής σε σύγκριση με άλλα υποψήφια ΕΚΕ.

[…]»

22      Οι προσφεύγουσες ορθώς τονίζουν ότι, μεταξύ των τεσσάρων αυτών λόγων, ο δεύτερος –κατά τον οποίο «σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, το έργο δεν πληροί τα γενικά κριτήρια»– είναι ο μόνος που θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογήσει τη μη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ.

23      Η έννοια των «γενικών κριτηρίων» η οποία διαλαμβάνεται στον δεύτερο επίμαχο λόγο είναι ωστόσο αρκετά αόριστη. Δεν είναι σαφές αν η έννοια αυτή περιορίζεται σε εκείνη που διαλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 347/2013 –και, ως εκ τούτου, στις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, τις οποίες πρέπει να πληρούν τα σχέδια ΕΚΕ– ή αν η έκφραση «γενικά κριτήρια» αφορά, πέραν των προϋποθέσεων που περιλαμβάνονται στην ανωτέρω διάταξη, το σύνολο των προϋποθέσεων που πρέπει να πληροί ένα έργο προκειμένου να περιληφθεί στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ.

24      Δεύτερον, τονίζεται ότι η Επιτροπή επισήμανε, στα έγγραφά της, ότι ο λόγος για τον οποίο δεν περιέλαβε, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, το έργο διασύνδεσης Aquind ως ΕΚΕ της Ένωσης σχετιζόταν με την άρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας να εγκρίνει τη συμπερίληψη του εν λόγω έργου στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Διευκρίνισε ότι η Γαλλική Δημοκρατία είχε αιτιολογήσει την άρνηση της επικαλούμενη, αφενός, την ύπαρξη κινδύνου πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας λόγω της ύπαρξης πλειόνων έργων στην ίδια περιφέρεια και, αφετέρου, το γεγονός ότι το έργο διασύνδεσης Aquind θεωρείτο ως το πλέον αβέβαιο. Ωστόσο, η Επιτροπή παραδέχεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν περιέχει μνεία της άρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας ούτε, κατά μείζονα λόγο, των λόγων για τους οποίους η τελευταία αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεσή της.

25      Κατά δεύτερον, πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν, παρά τη ρητή αυτή έλλειψη μνείας, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, του λόγου της άρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας, οι προσφεύγουσες ήταν σε θέση να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το έργο τους διασύνδεσης Aquind δεν περιλήφθηκε στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Τούτο προϋποθέτει να καθοριστεί αν, κατά την έννοια της μνημονευόμενης στη σκέψη 13 ανωτέρω νομολογίας, η μη συμπερίληψη του εν λόγω έργου συντελέστηκε υπό συνθήκες γνωστές στις προσφεύγουσες, οι οποίες θα τους επέτρεπαν να κατανοήσουν το μέτρο που ελήφθη έναντι αυτών, και αν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβανόταν έμμεση αιτιολογία στον προβαλλόμενο κανονισμό.

26      Πρώτον, οι προσφεύγουσες δεν δύνανται να αγνοούν το νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε ο προσβαλλόμενος κανονισμός. Το εν λόγω νομοθετικό πλαίσιο διέπεται από το άρθρο 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι οι προσανατολισμοί και τα ΕΚΕ που αφορούν το έδαφος κράτους μέλους απαιτούν την έγκριση του κράτους μέλους. Το νομοθετικό πλαίσιο διέπεται επίσης από το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 347/2013, το οποίο προβλέπει την αναγκαιότητα έγκρισης, από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, κάθε επιμέρους πρότασης ΕΚΕ όταν μια ομάδα καταρτίζει τον περιφερειακό της κατάλογο, και από το άρθρο 3, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 347/2013, το οποίο προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις με τις οποίες καταρτίζεται ο ενωσιακός κατάλογος ΕΚΕ, με την επιφύλαξη της έγκρισης του κράτους μέλους την επικράτεια του οποίου αφορά το ΕΚΕ.

27      Δεύτερον, όσον αφορά το πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε ο προσβαλλόμενος κανονισμός, υπενθυμίζεται ότι ο εν λόγω κανονισμός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 11 Μαρτίου 2020. Από πλείονα, όμως, στοιχεία μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι προσφεύγουσες είχαν λάβει γνώση, πριν από την εν λόγω δημοσίευση, των επιφυλάξεων που διατύπωσε η Γαλλική Δημοκρατία επί του έργου διασύνδεσης Aquind καθώς επίσης, εν τέλει, της άρνησής της να εγκρίνει το εν λόγω έργο.

28      Κατ’ αρχάς, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 11ης Ιουλίου 2019 προς τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή τις ενημέρωσε ότι η Γαλλική Δημοκρατία είχε διατυπώσει επιφυλάξεις επί του έργου διασύνδεσης Aquind κατά τη συνεδρίαση της περιφερειακής ομάδας σε τεχνικό επίπεδο της 5ης Ιουλίου 2019 και ότι τους σύστηνε να έρθουν σε επαφή με το οικείο υπουργείο προκειμένου να λάβουν περισσότερες λεπτομέρειες.

29      Εν συνεχεία, κατά τη συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019 της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο αρμόδιος για θέματα ενέργειας Επίτροπος απάντησε σε ερώτηση δύο μελών του Κοινοβουλίου υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τους λόγους της αφαίρεσης του έργου διασύνδεσης Aquind από τον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Ο αρμόδιος για θέματα ενέργειας Επίτροπος επισήμανε, πρώτον, ότι η Γαλλική Δημοκρατία θεωρούσε ότι τα τέσσερα έργα που θα συνέδεαν το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία θα οδηγούσαν σε πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, δεύτερον, ότι το εν λόγω κράτος μέλος εκτιμούσε ότι το έργο διασύνδεσης Aquind θεωρείτο ως το πλέον αβέβαιο έργο και, τρίτον, ότι το εν λόγω κράτος μέλος είχε ζητήσει ως εκ τούτου να μη συμπεριληφθεί το επίμαχο έργο στον νέο κατάλογο ΕΚΕ. Ο αρμόδιος για θέματα ενέργειας Επίτροπος διευκρίνισε ότι τα κράτη μέλη είχαν το δικαίωμα να εγκρίνουν έργα που αφορούσαν την επικράτειά τους και ότι η Επιτροπή υποχρεούτο να σεβαστεί το δικαίωμα αυτό.

30      Στην απάντησή τους σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες παραδέχονται ότι έλαβαν γνώση της απάντησης του αρμόδιου για θέματα ενέργειας Επιτρόπου την ίδια την ημέρα της συνεδρίασης, ήτοι στις 5 Δεκεμβρίου 2019.

31      Τέλος, σε απάντησή τους σε άλλη γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες επισήμαναν ότι, σε απάντηση στην επιστολή τους της 24ης Οκτωβρίου 2019, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Ενέργεια» της Επιτροπής τούς επισήμανε, με επιστολή της 20ής Φεβρουαρίου 2020, ότι η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία να περιλαμβάνει έργα στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ μετά τη λήψη των αποφάσεων των περιφερειακών ομάδων και επισήμανε ότι η Γαλλική Δημοκρατία είχε διατυπώσει αντιρρήσεις κατά του έργου διασύνδεσης Aquind.

32      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες έλαβαν γνώση του λόγου για τον οποίο η Επιτροπή δεν περιέλαβε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το έργο διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ, λόγου ο οποίος συνίστατο στο γεγονός ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε εγκρίνει το έργο αυτό. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες σημείωσαν ότι, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, υφίστατο κίνδυνος πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας λόγω της ύπαρξης πλειόνων έργων και ότι το έργο διασύνδεσης Aquind ήταν το πλέον αβέβαιο.

33      Κατά τρίτον, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η αιτιολογία της άρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας να εγκρίνει τη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ και οι διευκρινίσεις του εν λόγω κράτους μέλους σχετικά με τον κίνδυνο πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και με το γεγονός ότι το επίμαχο έργο ήταν το πλέον αβέβαιο είναι ανεπαρκείς. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αρκεσθεί σε μια τέτοια αιτιολογία, αλλά όφειλε να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να αιτιολογήσει περαιτέρω την άρνησή του.

34      Προκειμένου να καθοριστεί αν ήταν επαρκής η παρατιθέμενη στη σκέψη 32 ανωτέρω αιτιολογία, πρέπει να γίνει προκαταρκτικώς γνωστό το απαιτούμενο επίπεδο αιτιολογίας κατά την απόφαση περί συμπερίληψης ή μη έργου στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ.

35      Η εξέταση του εν λόγω ζητήματος προϋποθέτει την εξέταση της κατανομής και της έκτασης των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης των ενωσιακών καταλόγων ΕΚΕ. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν παρέχει στα κράτη μέλη δικαίωμα αρνησικυρίας δυνάμενο να ασκηθεί απολύτως κατά το δοκούν όσον αφορά τη συμπερίληψη ΕΚΕ στον ενωσιακό κατάλογο και ότι η Επιτροπή διαθέτει, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 347/2013, διακριτική ευχέρεια για την έκδοση του ενωσιακού καταλόγου ΕΚΕ. Η δε Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν μπορούσε να περιλάβει το έργο διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ, καθόσον δεν μπορούσε, κατά την εκτίμησή της, να αγνοήσει τη άρνηση έγκρισης εκ μέρους κράτους μέλους.

36      Συναφώς, υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία κατά την οποία, όταν ερμηνεύεται διάταξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της και οι σκοποί που επιδιώκει, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης [βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου (Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Υψίρρυθμα δίκτυα), C-543/17, EU:C:2019:573, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2019, Liaño Reig κατά CRU, T-557/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:771, σκέψη 59]

37      Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι η γραμματική του ερμηνεία συνηγορεί σαφώς υπέρ της θέσης της Επιτροπής. Πράγματι, το γράμμα της εν λόγω διάταξης δεν δύναται επ’ ουδενί να ερμηνευθεί κατά πλείονες τρόπους και δεν παρουσιάζει συνεπώς καμία δυσκολία ερμηνείας.

38      Λαμβανομένου υπόψη του σαφούς γράμματος του άρθρου 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω άρθρο παρέχει διακριτική ευχέρεια, ήτοι ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, στο οικείο κράτος μέλος να εγκρίνει ή να μην εγκρίνει τη συμπερίληψη έργου στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ.

39      Τούτο επιβεβαιώνεται από την τελολογική και συστηματική ερμηνεία του άρθρου 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Πράγματι, η επιλογή του νομοθέτη να προβλεφθεί ένα είδος δικαιώματος αρνησικυρίας υπέρ του ενδιαφερομένου κράτους μέλους εξηγείται από το γεγονός ότι η πολιτική των διευρωπαϊκών δικτύων έχει και ορισμένες εδαφικές πτυχές και, ως εκ τούτου, άπτεται, κατά κάποιον τρόπο, του καθορισμού των χρήσεων της γης, ενός τομέα ο οποίος εμπίπτει κατά παράδοση στην εθνική κυριαρχία των κρατών μελών (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Bot στην υπόθεση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-121/14, EU:C:2015:526, σημεία 157 και 158).

40      Άλλωστε, αυτή είναι και η έννοια των προμνησθεισών στη σκέψη 26 ανωτέρω διατάξεων του κανονισμού 347/2013. Ως εκ τούτου, και σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αγνοήσει την εν λόγω άρνηση έγκρισης.

41      Λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας του κράτους μέλους, πρέπει να καθοριστεί κατά πόσον πρέπει να αιτιολογείται η άρνησή του. Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, και το παράρτημα ΙΙΙ, δεύτερο μέρος, σημείο 10, του κανονισμού 347/2013 ορίζουν ότι, όταν μια ομάδα καταρτίζει τον περιφερειακό της κατάλογο, το οικείο κράτος μέλος που αρνείται να εγκρίνει έργο οφείλει να προβάλει δεόντως αιτιολογημένους λόγους για την άρνησή του στην περιφερειακή αυτή ομάδα. Οι εν λόγω διατάξεις διευκρινίζουν ότι το όργανο λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο της οικείας περιφερειακής ομάδας δύναται να εξετάσει τους λόγους άρνησης έγκρισης «κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους» της ως άνω περιφερειακής ομάδας. Συνεπώς, ο νομοθέτης εξέφρασε τη βούλησή του, σε συνέχεια του άρθρου 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να εμπίπτει στην αρμοδιότητα των οικείων κρατών μελών το ζήτημα της άρνησης έγκρισης ενός έργου ως έργου με καθεστώς ενωσιακού ΕΚΕ.

42      Εν προκειμένω, από τα πρακτικά της συνεδρίασης των οργάνων λήψης αποφάσεων σε τεχνικό επίπεδο και τα πρακτικά της συνεδρίασης του οργάνου λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο προκύπτει ότι η Γαλλική Δημοκρατία είχε αιτιολογήσει την άρνησή της να εγκρίνει τη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον τέταρτο ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ και ότι κανένα κράτος μέλος της οικείας περιφερειακής ομάδας δεν είχε ζητήσει εξέταση της εν λόγω αιτιολογίας.

43      Επομένως, η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως αναφερόμενη στην άρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας να εγκρίνει τη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον κατάλογο των ενωσιακών ΕΚΕ. Ομοίως, δεν μπορεί να της προσαφθεί το γεγονός ότι δεν ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία διευκρινίσεις επί της λεπτομερούς αιτιολογίας της εν λόγω αρνήσεως. Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, και το παράρτημα ΙΙΙ, δεύτερο μέρος, σημείο 10, του κανονισμού 347/2013 δεν της επέτρεπαν να παρέμβει, με οποιονδήποτε τρόπο, επί της αιτιολογίας που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία. Πρέπει να προστεθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν τον μη σύννομο χαρακτήρα των ως άνω διατάξεων και δεν δύνανται συνεπώς να προσάψουν στην Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως ενώ ενήργησε σύμφωνα με αυτές (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, Raffinerie Heide κατά Επιτροπής, T-631/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:830, σκέψεις 41 έως 44, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi στις υποθέσεις DK Recycling und Roheisen κατά Επιτροπής, Arctic Paper Mochenwangen κατά Επιτροπής, Raffinerie Heide κατά Επιτροπής και Romonta κατά Επιτροπής, C-540/14 P, C-551/14 P, C-564/14 P και C-565/14 P, EU:C:2016:147, σημεία 90 και 91).

44      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 347/2013, το οποίο προβλέπει ότι «[ο]ι εξουσίες λήψης αποφάσεων στις ομάδες περιορίζονται στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή, που για τον σκοπό αυτό ορίζονται ως όργανο λήψης αποφάσεων των [οικείων περιφερειακών] ομάδων», καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 4, και το άρθρο 16 του κανονισμού 347/2013, με τα οποία εξουσιοδοτείται η Επιτροπή για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν έχουν την έννοια ότι η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για ενδεχόμενη παρανομία την οποία διαπράττει κράτος μέλος όταν αυτό αρνείται να εγκρίνει ένα έργο και ότι θα έπρεπε συνεπώς να είναι υπόλογη για τυχόν παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως στην οποία υπέπεσε το εν λόγω κράτος μέλος. Πράγματι, μια τέτοια προσέγγιση δεν θα ήταν σύμφωνη με τους κανόνες που διέπουν την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 172 ΣΛΕΕ και υπενθυμίζεται στον κανονισμό 347/2013.

45      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον τον προσβαλλόμενο κανονισμό και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των διαδικαστικών και ουσιαστικών απαιτήσεων που προβλέπει ο κανονισμός 347/2013, ιδίως το άρθρο του 5, παράγραφος 8

46      Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι παραβιάστηκαν διαδικαστικοί και ουσιαστικοί κανόνες. Ο λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει κατ’ ουσίαν πέντε αιτιάσεις.

47      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη συναφώς από το Βασίλειο της Ισπανίας και τη Γαλλική Δημοκρατία, αντικρούει τις αιτιάσεις αυτές και τον λόγο ακυρώσεως στο σύνολό του.

48      Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει διασφαλίσει, ως θεσμικό όργανο αρμόδιο για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, την κατάρτιση του ενωσιακού καταλόγου ΕΚΕ σύμφωνα με όλες τις σχετικές νόμιμες απαιτήσεις. Ωστόσο, κατά την άποψή τους, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 347/2013 διότι δεν τηρήθηκε, για πλείονες λόγους, η διαδικασία που ορίζεται στο παράρτημα III.2 του κανονισμού.

49      Πρώτον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται το γεγονός ότι ο ACER επισήμανε ότι δεν ήταν σε θέση, λόγω ορισμένων ελλείψεων στις πληροφορίες που του είχαν παρασχεθεί, να γνωμοδοτήσει σχετικά με τη συνεπή εφαρμογή των κριτηρίων και την ανάλυση κόστους-οφέλους σε όλες τις περιοχές. Ωστόσο, οι προσφεύγουσες δεν υποδεικνύουν κατά πόσον οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στη γνωμοδότηση του ACER δύνανται να έχουν πράγματι επιρροή, όσον αφορά το έργο διασύνδεσης Aquind, επί της νομιμότητας του προσβαλλόμενου κανονισμού.

50      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν περιέλαβε το έργο διασύνδεσης Aquind στον νέο ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ για τον λόγο ότι δεν είχε δώσει την έγκρισή της η Γαλλική Δημοκρατία, καθώς το εν λόγω κράτος μέλος θεωρούσε ότι υφίστατο κίνδυνος πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και ότι το έργο διασύνδεσης Aquind ήταν το πλέον αβέβαιο. Επομένως, το ζήτημα της συνεπούς εφαρμογής των κριτηρίων και η ανάλυση κόστους-οφέλους σε όλες τις περιοχές δεν είχε καμία επιρροή επί της απόφασης περί μη συμπερίληψης του εν λόγω έργου στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ.

51      Δεύτερον, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το όργανο λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο της οικείας περιφερειακής ομάδας και η Επιτροπή παρέβησαν τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙΙ, δεύτερο μέρος, σημείο 13, του κανονισμού 347/2013, για τον λόγο ότι δεν έλαβαν υπόψη τη γνωμοδότηση του ACER σχετικά με τη συνεπή εφαρμογή των κριτηρίων αξιολόγησης και την ανάλυση κόστους-οφέλους σε όλες τις περιοχές, είναι ασαφές και αστήρικτο.

52      Κατ’ αρχάς, γενικώς, ο προσβαλλόμενος κανονισμός αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 5, ότι το όργανο λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο της οικείας περιφερειακής ομάδας έλαβε δεόντως υπόψη, κατά την κατάρτιση του οριστικού περιφερειακού καταλόγου του, τη γνωμοδότηση του ACER. Περαιτέρω, η γνωμοδότηση του ACER περιλαμβάνει το τμήμα A.4.1.3, το οποίο αφορά ειδικώς το έργο διασύνδεσης Aquind και στο οποίο αναδεικνύονται οι αποκλίσεις μεταξύ των ρυθμιστικών αρχών της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και οι λόγοι για τους οποίους η γαλλική ρυθμιστική αρχή, ήτοι η Commission de régulation de l’énergie (Ρυθμιστική Επιτροπή Ενέργειας, Γαλλία, στο εξής: CRE), ήταν αντίθετη στη συμπερίληψη του εν λόγω έργου στον οριστικό περιφερειακό κατάλογο. Τέλος, εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία αρνήθηκε να εγκρίνει το έργο αυτό για λόγους που συνδέονται με τον κίνδυνο πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και με το γεγονός ότι το έργο διασύνδεσης Aquind θεωρείτο ως το πλέον αβέβαιο, ότι το όργανο λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο και η Επιτροπή δεσμεύονταν από την εν λόγω άρνηση και ότι δεν μπορούσε, υπό τις συνθήκες αυτές, να τους προσαφθεί μη συνεκτίμηση της γνωμοδότησης του ACER.

53      Τρίτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν διασφάλισε τη διασυνοριακή συνέπεια σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 347/2013, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι σημαντικός αριθμός έργων που σημείωσαν μικρή πρόοδο ή επαναπρογραμματίζονταν τακτικά περιλήφθηκαν στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ και ότι, ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός ότι το έργο διασύνδεσης Aquind ήταν το πλέον αβέβαιο δεν αποτελούσε πρόσκομμα στην επιλεξιμότητά του ως ενωσιακού ΕΚΕ.

54      Το επιχείρημα αυτό δεν δύναται να ευδοκιμήσει. Οι προσφεύγουσες περιορίζονται στην επανάληψη, στο σημείο αυτό, της γνωμοδότησης του ACER, δεν αποδεικνύουν ωστόσο ότι τούτο θα μπορούσε να κλονίσει τον σύννομο χαρακτήρα του προσβαλλόμενου κανονισμού όσον αφορά το έργο διασύνδεσης Aquind.

55      Συγκεκριμένα, τονίζεται ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη την άρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας να εγκρίνει τη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ και ότι δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την αιτιολογία κατά την οποία το εν λόγω έργο ήταν το πλέον αβέβαιο. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 347/2013 προβλέπει ότι, «[ό]ταν μια ομάδα καταρτίζει τον περιφερειακό της κατάλογο, για κάθε επιμέρους πρόταση έργου κοινού ενδιαφέροντος απαιτείται έγκριση από τα κράτη μέλη την επικράτεια των οποίων αφορά το έργο» και ότι, «εάν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να μη χορηγήσει την έγκρισή του, προβάλλει λόγους δεόντως αιτιολογημένους για την απόφασή του αυτή στην οικεία [περιφερειακή] ομάδα». Το παράρτημα ΙΙΙ, δεύτερο μέρος, σημείο 10, του ίδιου κανονισμού διευκρινίζει ότι, εφόσον ζητηθεί από κράτος μέλος της εν λόγω περιφερειακής ομάδας, το όργανο λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο οφείλει να προβεί στην εξέταση των λόγων αυτών. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν είχε εξουσιοδοτηθεί να ζητήσει την εξέταση των λόγων που επικαλέστηκε η Γαλλική Δημοκρατία και δεν υπέπεσε, επομένως, σε σφάλμα συναφώς. Εν προκειμένω, κανένα κράτος μέλος δεν ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία να παράσχει διευκρινίσεις επί των λόγων της άρνησής της.

56      Αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ότι η διαπίστωση της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι το έργο διασύνδεσης Aquind ήταν το πλέον αβέβαιο ανάγεται σε πλάνη εκτιμήσεως, η Επιτροπή δεν διέθετε την αρμοδιότητα να την άρει, όπως και το Γενικό Δικαστήριο δεν διαθέτει την αρμοδιότητα να εξετάσει το ίδιο το εν λόγω ζήτημα. Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία επισήμανε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και χωρίς να αντικρουσθεί επ’ αυτού από τις προσφεύγουσες, ότι η άρνησή της να εγκρίνει τη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ προσβλήθηκε ενώπιον του tribunal administratif de Paris (διοικητικού πρωτοδικείου Παρισιού, Γαλλία).

57      Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην περιφερειακή ομάδα ότι παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 347/2013, καθόσον δεν ενέκρινε εσωτερικό κανονισμό.

58      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 347/2013 προβλέπει ότι κάθε περιφερειακή ομάδα εγκρίνει τον κανονισμό της, τηρουμένων των διατάξεων του παραρτήματος III. Από τα προσκομισθέντα, όμως, από τις ίδιες τις προσφεύγουσες έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο εσωτερικός κανονισμός θεσπίστηκε υπό τη μορφή εντολής πλειόνων περιφερειακών ομάδων φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένου του «υπεράκτιου δικτύου των Βορείων Θαλασσών» –ήτοι του διαδρόμου και πεδίου προτεραιότητας και της γεωγραφικής κάλυψης όπου εντάσσεται το έργο διασύνδεσης Aquind. Οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι έλαβαν οι ίδιες γνώση του εν λόγω εσωτερικού κανονισμού και τον μεταφόρτωσαν μέσω της διαδικτυακής πύλης των ΕΚΕ της Ένωσης.

59      Το γεγονός ότι ο εσωτερικός κανονισμός περιλάμβανε την ένδειξη «Σχέδιο» δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, όπως αναγνωρίζουν οι ίδιες οι προσφεύγουσες στα δικόγραφά τους, παρά την εν λόγω ένδειξη, είχαν πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι επρόκειτο για την τελική έκδοση του εσωτερικού κανονισμού, όπερ βεβαιώνεται κατά τα λοιπά από το γεγονός ότι η ονομασία του ηλεκτρονικού εγγράφου περιλάμβανε τη λέξη «Τελικό». Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αρκεσθούν στον ασαφή και αστήρικτο ισχυρισμό ότι η περιφερειακή ομάδα του «υπεράκτιου δικτύου των Βορείων Θαλασσών» δεν εξέδωσε εσωτερικό κανονισμό και ότι, ως εκ τούτου, η διαδικασία στερείτο διαφάνειας και δεν τους παρείχε τις ελάχιστες εγγυήσεις.

60      Η τρίτη αιτίαση στηρίζεται στο γεγονός ότι οι καθυστερήσεις στη θέση σε λειτουργία του έργου διασύνδεσης Aquind δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο αιτιολόγησης της μη συμπερίληψης του έργου στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η περιφερειακή ομάδα είχε ήδη εξετάσει το ζήτημα αυτό, δεν είχε διαπιστώσει κανένα πρόβλημα που να συνδέεται με τις εν λόγω καθυστερήσεις και δεν τις είχε, εξάλλου, καλέσει να παράσχουν εξηγήσεις επί του σημείου αυτού.

61      H αιτίαση αυτή είναι αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του έργου διασύνδεσης Aquind δεν προβλήθηκαν από τη Γαλλική Δημοκρατία ως λόγοι για την άρνησή της –εντός του οργάνου λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο της περιφερειακής ομάδας «υπεράκτιο δίκτυο των Βορείων Θαλασσών»– να εγκρίνει το έργο διασύνδεσης Aquind.

62      Προκύπτει, βεβαίως, από τη γνωμοδότηση του ACER της 25ης Σεπτεμβρίου 2019 ότι η CRE αναφέρθηκε στην καθυστέρηση στην υλοποίηση του έργου διασύνδεσης Aquind και ότι η καθυστέρηση αυτή συνιστά έναν εκ των λόγων για τους οποίους η CRE ήταν αντίθετη προς τη συμπερίληψη του έργου στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Ωστόσο, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, η θέση εθνικής ρυθμιστικής αρχής δεν δύναται να θεωρηθεί ως η θέση ενός κράτους μέλους εντός του οργάνου λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο της οικείας περιφερειακής ομάδας. Δεν προκύπτει, εξάλλου, από κανένα έγγραφο ότι η Γαλλική Δημοκρατία υιοθετεί τους λόγους που επικαλείται η εν λόγω εθνική ρυθμιστική αρχή.

63      Για τον ίδιο λόγο, είναι επίσης αλυσιτελές το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις, κατά τη συνεδρίαση της περιφερειακής ομάδας του «υπεράκτιου δικτύου των Βορείων Θαλασσών» της 28ης Μαΐου 2019, επί της καθυστέρησης στην υλοποίηση του έργου διασύνδεσης Aquind, επί της οποίας οι προσφεύγουσες δεν κλήθηκαν να υποβάλουν παρατηρήσεις.

64      Όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση, με την οποία προβάλλονται οι ανακολουθίες και οι ανακρίβειες που περιλαμβάνονται στη μελέτη Artelys σχετικά με την ανάλυση κόστους-οφέλους, η αιτίαση αυτή είναι, όπως και η τρίτη αιτίαση, αλυσιτελής.

65      Συγκεκριμένα, ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν περιέλαβε το έργο διασύνδεσης Aquind στον προσβαλλόμενο κανονισμό στηρίζεται στην αντίθεση της Γαλλικής Δημοκρατίας προς το έργο αυτό, η οποία εδράζεται σε λόγους άσχετους με τη μελέτη Artelys. Συναφώς, από το σημείο A.4.1.3 της γνωμοδότησης του ACER της 25ης Σεπτεμβρίου 2019 προκύπτει ότι στην εν λόγω μελέτη στηρίχθηκε ιδίως η CRE, και όχι η Γαλλική Δημοκρατία, προκειμένου να αιτιολογήσει την αντίθεσή της στο έργο διασύνδεσης Aquind.

66      Στο πλαίσιο της πέμπτης αιτίασης, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το έργο Aquind μπορούσε να αφαιρεθεί από τον κατάλογο των ενωσιακών ΕΚΕ μόνο στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 8, του κανονισμού 347/2013. Υποστηρίζουν ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 347/2013 υποχρεώνει κράτος μέλος που απορρίπτει επιμέρους πρόταση ΕΚΕ να προβάλει τους «λόγους» της απόρριψης, οπότε η απόφασή του δεν μπορεί να είναι καθαρά αυθαίρετη. Διαπιστώνουν, όμως, ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν αιτιολόγησε την άρνησή της να εγκρίνει το έργο διασύνδεσης Aquind και ότι η Επιτροπή φαίνεται, συνεπώς, να θεώρησε ότι η αφαίρεση του έργου ήταν δυνατή για λόγο άλλον από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 5, παράγραφος 8, του κανονισμού 347/2013, ήτοι εάν το έργο δεν υποστηριζόταν πλέον από το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου επρόκειτο να υλοποιηθεί.

67      Πρώτον, ο κανονισμός 347/2013 διαλαμβάνει, στο άρθρο 5, παράγραφος 8, μόνον τις περιπτώσεις κατά τις οποίες έργο που έχει ήδη περιληφθεί στον κατάλογο των ενωσιακών ΕΚΕ αφαιρείται από αυτόν, ήτοι εάν η συμπερίληψη του στον κατάλογο είχε βασισθεί σε εσφαλμένες πληροφορίες που ήσαν καθοριστικός παράγοντας για τη συμπερίληψη του έργου ή εάν το έργο αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης. Η εν λόγω διάταξη δεν αφορά, επομένως, τη συμπερίληψη έργων στον νέο κατάλογο ανά διετία.

68      Συναφώς, τονίζεται ότι το έργο διασύνδεσης Aquind δεν «αφαιρέθηκε» από τον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ, αλλά, αντιθέτως, δεν περιλήφθηκε στον νέο κατάλογο κατά το πέρας της διαδικασίας κατάρτισής του. Επομένως, το άρθρο 5, παράγραφος 8, του κανονισμού 347/2013 δεν έχει σημασία για την υπό κρίση υπόθεση.

69      Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού 347/2013. Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφέρει σαφώς ότι κάθε δύο χρόνια καταρτίζεται «νέος» ενωσιακός κατάλογος ΕΚΕ, ότι τα υφιστάμενα ΕΚΕ που πρόκειται να περιληφθούν στον επόμενο ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ υπόκεινται στην ίδια διαδικασία επιλογής, ως προτεινόμενα έργα, για την κατάρτιση των ενωσιακών καταλόγων ΕΚΕ και ότι τα ΕΚΕ που δεν πληρούν πλέον τα σχετικά κριτήρια και τις απαιτήσεις που θέτει ο ίδιος κανονισμός δεν θα πρέπει να τίθενται στον επόμενο ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Τα έργα που έχουν ήδη περιληφθεί σε προηγούμενο ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ δεν διαθέτουν, επομένως, κανένα πλεονέκτημα έναντι των νέων έργων. Ο κανονισμός 347/2013 περιορίζεται, στην αιτιολογική σκέψη 24, σε ρεαλιστική θεώρηση ορίζοντας ότι, για τη μέγιστη δυνατή ελαχιστοποίηση του διοικητικού φόρτου για τα παλαιότερα έργα, πρέπει να εφαρμόζεται η κατά το δυνατόν ευρύτερη χρήση πληροφοριών που έχουν υποβληθεί νωρίτερα και να συνεκτιμώνται οι ετήσιες εκθέσεις των φορέων υλοποίησης των ως άνω παλαιότερων έργων.

70      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται ατελέσφορα το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 347/2013 για να υποστηρίξουν ότι η άσκηση του δικαιώματος αρνησικυρίας του κράτους μέλους κατά της συμπερίληψης έργου στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ περιορίζεται στην πρώτη συμπερίληψη του έργου στον κατάλογο αυτό.

71      Συγκεκριμένα, το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 347/2013 προβλέπει ότι, «[ό]ταν μια ομάδα καταρτίζει τον περιφερειακό της κατάλογο[,] για κάθε επιμέρους πρόταση [ΕΚΕ] απαιτείται έγκριση από τα κράτη μέλη την επικράτεια των οποίων αφορά το έργο» και ότι, «εάν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να μη χορηγήσει την έγκρισή του, προβάλλει λόγους δεόντως αιτιολογημένους για την απόφασή του αυτή στην οικεία [περιφερειακή] ομάδα». Το παράρτημα ΙΙΙ, δεύτερο μέρος, σημείο 10, του κανονισμού διευκρινίζει ότι, εάν το ζητήσει κράτος μέλος, το όργανο λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο της οικείας περιφερειακής ομάδας πρέπει να προβεί στην εξέταση των λόγων αυτών.

72      Οι ως άνω διατάξεις του κανονισμού 347/2013 δεν διακρίνουν ανάλογα με το αν ζητείται για πρώτη φορά η συμπερίληψη έργου ή αν το έργο έχει ήδη περιληφθεί στον προηγούμενο κατάλογο. Εφαρμόζονται, επομένως, σε κάθε κατάρτιση νέου καταλόγου και αφορούν συνεπώς κάθε έργο στο οποίο αντιτάσσεται ένα κράτος μέλος.

73      Το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να παρουσιάσει τους λόγους άρνησης έγκρισης έργου και ότι το όργανο λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο της οικείας περιφερειακής ομάδας οφείλει να τους εξετάσει κατόπιν αιτήματος άλλου κράτους μέλους της ομάδας αυτής δεν σημαίνει ωστόσο ότι το δικαίωμα αρνησικυρίας του κράτους μέλους μπορεί να ασκηθεί μόνον βάσει κριτηρίου προβλεπόμενου από τον κανονισμό 347/2013. Συγκεκριμένα, αφενός, το κράτος μέλος διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ να μην εγκρίνει τη συμπερίληψη έργου στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Αφετέρου, και υπ’ αυτήν την έννοια, δεν προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 347/2013, ούτε από άλλες διατάξεις του κανονισμού, ότι οι «λόγοι» βάσει των οποίων το κράτος μέλος δύναται να αρνηθεί να εγκρίνει το έργο περιορίζονται στις περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται μη συμμόρφωση προς τον κανονισμό 347/2013 ειδικώς ή προς το δίκαιο της Ένωσης εν γένει.

74      Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν παραβιάστηκε το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 347/2013, καθώς η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, στην προκειμένη περίπτωση, ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρουσίασε τους λόγους της άρνησης της έγκρισης της συμπερίληψης του έργου διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Συγκεκριμένα, τα πρακτικά της συνεδρίασης των οργάνων λήψης αποφάσεων σε τεχνικό επίπεδο και της συνεδρίασης του οργάνου λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο της οικείας περιφερειακής ομάδας αναφέρουν ότι η Γαλλική Δημοκρατία θεώρησε ότι τα τέσσερα έργα διασύνδεσης μεταξύ της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου θα οδηγούσαν σε πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και ότι το έργο διασύνδεσης Aquind ήταν το πλέον αβέβαιο εξ αυτών.

75      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται, αντιστοίχως, προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

76      Ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως στηρίζονται, αντιστοίχως, σε προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή είναι επιφορτισμένη με την τροποποίηση του ενωσιακού καταλόγου ΕΚΕ και έχει ως εκ τούτου το δικαίωμα και το καθήκον να μεριμνά για την τήρηση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης, καθώς και των λοιπών γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Τονίζουν ότι δεν τους παρασχέθηκε η δυνατότητα να τύχουν ακρόασης κατά τις συνεδριάσεις του οργάνου λήψης αποφάσεων σε τεχνικό επίπεδο ή του οργάνου λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο. Υποστηρίζουν επίσης ότι η Επιτροπή οφείλει, ως μέλος όλων των «οργάνων λήψης αποφάσεων», να εγκρίνει τον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης και ότι είναι επομένως σε θέση να τροποποιήσει τους περιφερειακούς καταλόγους που προτείνουν τα όργανα.

77      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας και τη Γαλλική Δημοκρατία, αντικρούει τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως.

78      Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνεται μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχονται από την έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες και κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Alfamicro κατά Επιτροπής, T-831/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:804, σκέψη 165 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη προβλέπει ότι «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης». Το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη ορίζει ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει ιδίως το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του.

79      Επιπροσθέτως, η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης ή της μη εισαγωγής διακρίσεων, η οποία απαιτεί να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Gualtieri κατά Επιτροπής, C-485/08 P, EU:C:2010:188, σκέψη 70). Πάντως, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει να συνάδει με την τήρηση της νομιμότητας (απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, T-346/11 και T-347/11, EU:T:2013:23, σκέψη 109).

80      Κατά δεύτερον, η εξέταση του τετάρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως συνεπάγεται τον καθορισμό, αφενός, των ρόλων που αναθέτει ο κανονισμός 347/2013 σε καθέναν από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία καταχώρισης των προτάσεων στον κατάλογο των ενωσιακών ΕΚΕ και, αφετέρου, της εξέλιξης της εν λόγω διαδικασίας.

81      Πρώτον, όπως προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 347/2013, απόκειται στην οικεία περιφερειακή ομάδα να καταρτίσει τον περιφερειακό κατάλογο προτεινόμενων ΕΚΕ. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η οικεία ομάδα απαρτίζεται από εκπροσώπους των κρατών μελών, των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς, καθώς επίσης και της Επιτροπής, του ACER και του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. παράρτημα III, μέρος 1, σημείο 1, του κανονισμού 347/2013).

82      Οι φορείς υλοποίησης έργου εν δυνάμει επιλέξιμου ως ΕΚΕ το οποίο επιθυμούν να υπαχθεί στο καθεστώς των έργων κοινού ενδιαφέροντος υποβάλλουν στην ομάδα αίτηση επιλογής ως ΕΚΕ (βλ. παράρτημα ΙΙΙ, δεύτερο μέρος, σημείο 1, του κανονισμού 347/2013). Για προτεινόμενα έργα όπως έργα ηλεκτρικής διασύνδεσης, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές και, αν είναι αναγκαίο, ο ACER ελέγχουν τη συνεπή εφαρμογή των κριτηρίων και της μεθοδολογίας ανάλυσης κόστους-οφέλους, αξιολογούν το διασυνοριακό ενδιαφέρον και υποβάλλουν την αξιολόγησή τους στην ομάδα (βλ. παράρτημα III, δεύτερο μέρος, σημείο 7, του κανονισμού 347/2013).

83      Υπενθυμίζεται ότι η νομοθεσία προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι η περιφερειακή ομάδα οφείλει να λαμβάνει υπόψη, όταν καταρτίζει τον περιφερειακό της κατάλογο προτεινόμενων ενωσιακών ΕΚΕ, ότι για κάθε επιμέρους πρόταση ΕΚΕ απαιτείται έγκριση από τα κράτη μέλη την επικράτεια των οποίων αφορά το έργο. Κράτος μέλος που αποφασίζει να μη χορηγήσει την έγκρισή του οφείλει να προβάλει λόγους δεόντως αιτιολογημένους για την απόφασή του αυτή στην οικεία ομάδα [βλ. άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 347/2013]. Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπεται ότι, εφόσον το ζητήσει κράτος μέλος της ομάδας, το όργανο λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο της ομάδας αυτής οφείλει να εξετάσει τους τεκμηριωμένους λόγους που επικαλείται το κράτος μέλος προκειμένου να μην εγκρίνει έργο κοινού ενδιαφέροντος που αφορά την επικράτειά του (βλ. παράρτημα III, δεύτερο μέρος, σημείο 10, του κανονισμού 347/2013).

84      Το σχέδιο περιφερειακών καταλόγων προτεινόμενων έργων, το οποίο έχει καταρτίσει η ομάδα, υποβάλλεται στον ACER. Ο ACER αξιολογεί το εν λόγω σχέδιο καταλόγων και εκδίδει γνωμοδότηση σχετικά με αυτό –η οποία αφορά ιδίως τη συνεπή εφαρμογή των κριτηρίων και την ανάλυση κόστους-οφέλους σε όλες τις περιοχές [βλ. άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, και παράρτημα III, δεύτερο μέρος, σημείο 12, του κανονισμού 347/2013].

85      Κατόπιν της γνωμοδότησης του ACER, το όργανο λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο της οικείας περιφερειακής ομάδας «εκδίδει» τον τελικό περιφερειακό κατάλογο προτεινόμενων ενωσιακών ΕΚΕ, βάσει της πρότασης της ομάδας και λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση του ACER και την αξιολόγηση των αρμόδιων εθνικών ρυθμιστικών αρχών. Το εν λόγω όργανο υποβάλλει τον τελικό περιφερειακό κατάλογο στην Επιτροπή.

86      Δυνάμει παροχής εξουσιοδότησης, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις με τις οποίες καταρτίζεται ο ενωσιακός κατάλογος ΕΚΕ. Ωστόσο, η αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 347/2013 επισημαίνει ότι η ανάθεση στην Επιτροπή της αρμοδιότητας έγκρισης και επανεξέτασης του εν λόγω καταλόγου σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ διενεργείται «χωρίς να καταστρατηγείται το δικαίωμα των κρατών μελών να εγκρίνουν [ΕΚΕ της Ένωσης] που αφορούν την επικράτειά τους». Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού υπενθυμίζει ότι η αρμοδιότητα έκδοσης πράξεως με την οποία καταρτίζεται ο ενωσιακός κατάλογος των ΕΚΕ ασκείται «με την επιφύλαξη του άρθρου 172, [δεύτερο] εδάφιο, [ΣΛΕΕ]». Το άρθρο 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι τα ΕΚΕ της Ένωσης που αφορούν το έδαφος κράτους μέλους απαιτούν την έγκριση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

87      Δεύτερον, από την περιγραφή των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας που προβλέπεται στον κανονισμό 347/2013 δύνανται να συναχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα.

88      Κατ’ αρχάς, ούτε το όργανο λήψης αποφάσεων σε τεχνικό επίπεδο της οικείας περιφερειακής ομάδας (το οποίο καταρτίζει τον περιφερειακό κατάλογο προτεινόμενων ΕΚΕ της Ένωσης), ούτε το όργανο λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο της ως άνω περιφερειακής ομάδας (το οποίο εκδίδει τον περιφερειακό ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ), ούτε η Επιτροπή (η οποία εκδίδει την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με την οποία καταρτίζεται οριστικά ο ενωσιακός κατάλογος ΕΚΕ) δύνανται να συμπεριλάβουν, στους ως άνω καταλόγους, επιμέρους πρόταση έργου που δεν έχει λάβει έγκριση από το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να υλοποιηθεί το έργο.

89      Περαιτέρω, και όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η Επιτροπή δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια για την οριστική κατάρτιση του ενωσιακού καταλόγου ΕΚΕ, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν οι προσφεύγουσες.

90      Πράγματι, οι κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιότητες της Επιτροπής –τις οποίες της αναθέτουν το άρθρο 3, παράγραφος 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του κανονισμού 347/2013– να εκδίδει τον οριστικό ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ πρέπει να ασκούνται εντός των ορίων των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ και του κανονισμού 347/2013. Όπως, όμως, ήδη τονίστηκε στη σκέψη 86 ανωτέρω, η ανάθεση στην Επιτροπή της αρμοδιότητας να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ασκείται «με την επιφύλαξη του άρθρου 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ». Η Επιτροπή δεν διαθέτει επομένως αρμοδιότητα να προσθέσει στον επίμαχο κατάλογο έργο που δεν έχει εγκριθεί από κράτος μέλους στην επικράτεια του οποίου θα υλοποιείτο το εν λόγω έργο.

91      Στο ίδιο πνεύμα, από το άρθρο 3, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 347/2013 προκύπτει ότι το καθήκον διασφάλισης της κατάρτισης, ανά διετία, του ενωσιακού καταλόγου ΕΚΕ και το καθήκον της έγκρισης του εν λόγω καταλόγου, τα οποία απόκεινται στην Επιτροπή, ασκούνται «με βάση τους περιφερειακούς καταλόγους» προτεινόμενων ενωσιακών ΕΚΕ.

92      Στο πλαίσιο του καθήκοντος αυτού, οι αρμοδιότητες της Επιτροπής ορίζονται επακριβώς ως αρμοδιότητα να «διασφαλίζει ότι περιλαμβάνονται [στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ] μόνο τα έργα που πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 4 [του κανονισμού 347/2013] […]» (άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 347/2013), να «διασφαλίζει τη διασυνοριακή συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση του A[CER]» (άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 347/2013) και να «έχει ως στόχο ο συνολικός αριθμός [έργων] του ενωσιακού καταλόγου [ΕΚΕ] να είναι διαχειρίσιμος» (άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 347/2013).

93      Οι τρεις, όμως, προμνησθείσες αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή μπορούν κατά λογική ακολουθία να ασκηθούν μόνον επί έργων που περιλαμβάνονται στους περιφερειακούς ενωσιακούς καταλόγους ΕΚΕ. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δύναται να εξετάσει την τήρηση των κριτηρίων για τα ΕΚΕ, τα οποία διαλαμβάνονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 347/2013, μόνον όσον αφορά τα έργα που περιλαμβάνονται στους καταλόγους. Η εξέταση της τήρησης των κριτηρίων αυτών δεν δύναται να αφορά έργο το οποίο, λόγω της πρότερης άρνησης του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου υλοποιείται το έργο, δεν εξετάζεται καν υπό το πρίσμα των ως άνω κριτηρίων από τα όργανα λήψης αποφάσεων της οικείας περιφερειακής ομάδας. Επομένως, η Επιτροπή δεν δύναται, εξ ορισμού, να προβεί σε εξέταση των κριτηρίων αυτών για έργο για το οποίο ουδέποτε διενεργήθηκε η εν λόγω εξέταση.

94      Παρόμοιο συμπέρασμα δύναται να συναχθεί όσον αφορά την αρμοδιότητα της Επιτροπής να διασφαλίζει τη διασυνοριακή συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση του ACER. Η αρμοδιότητα αυτή δύναται, κατά λογική ακολουθία, να ασκείται από την Επιτροπή μόνον όσον αφορά τα έργα που περιλαμβάνονται στους καταλόγους που καταρτίζουν τα όργανα λήψης αποφάσεων των περιφερειακών ομάδων. Δεν δύναται, συνεπώς, να αφορά έργο το οποίο δεν έχει περιληφθεί στους ως άνω καταλόγους λόγω μη έγκρισής του από κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου επρόκειτο να υλοποιηθεί.

95      Όσον αφορά την αρμοδιότητα που συνίσταται στο να διακριβωθεί αν ο συνολικός αριθμός των έργων είναι διαχειρίσιμος, το παράρτημα ΙΙΙ, δεύτερο μέρος, του κανονισμού 347/2013 ορίζει στο σημείο 14 ότι η Επιτροπή μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο να μη συμπεριλάβει ορισμένα έργα στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ αν εκτιμά ότι ο συνολικός αριθμός των προτεινόμενων ΕΚΕ υπερβαίνει έναν διαχειρίσιμο αριθμό. Αντιθέτως, καμία διάταξη του κανονισμού 347/2013 δεν της αναθέτει αρμοδιότητα που θα της παρείχε τη δυνατότητα να προσθέσει έργα που δεν επελέγησαν από τα όργανα λήψης αποφάσεων των περιφερειακών ομάδων ή, κατά συνέπεια, έργα που δεν εγκρίθηκαν από το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου επρόκειτο να υλοποιηθούν.

96      Όσον αφορά, τέλος, τους λόγους που επικαλείται το κράτος μέλος προς στήριξη της άρνησής του να παράσχει έγκριση, ο ενωσιακός νομοθέτης επιφύλαξε τη δυνατότητα να ζητούν την εξέταση των λόγων αυτών μόνον στα κράτη μέλη που ανήκουν στην οικεία περιφερειακή ομάδα, αποκλείοντας ως εκ τούτου όλα τα άλλα μέρη που αποτελούν την περιφερειακή ομάδα, ήτοι τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, τους διαχειριστές του δικτύου διανομής, καθώς και τους εκπροσώπους της Επιτροπής, του ACER και του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Συνεπώς, ο νομοθέτης θέλησε, σε συνέχεια του άρθρου 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να παραμείνει στη σφαίρα των κρατών μελών το ζήτημα της άρνησης έγκρισης έργου.

97      Τρίτον, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Γαλλική Δημοκρατία αρνήθηκε τη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ και εξέθεσε στην οικεία ομάδα τους λόγους της άρνησής της (βλ. σκέψη 74 ανωτέρω).

98      Από τα στοιχεία της υπόθεσης προκύπτει επίσης ότι κανένα κράτος μέλος της περιφερειακής ομάδας δεν ζήτησε την εξέταση των προβαλλόμενων από τη Γαλλική Δημοκρατία λόγων. Συναφώς, κακώς οι προσφεύγουσες επικαλούνται μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 20ής Νοεμβρίου 2019, το οποίο απέστειλε στην Επιτροπή το αρμόδιο όργανο του Ηνωμένου Βασιλείου, προκειμένου να ισχυρισθούν κατ’ ουσίαν ότι το πρώην αυτό κράτος μέλος ήταν αντίθετο στην αφαίρεση του έργου διασύνδεσης Aquind και, κατά συνέπεια, η περιφερειακή ομάδα ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει τους σχετικούς λόγους. Συγκεκριμένα, το ως άνω μήνυμα περιλαμβάνει αίτημα για ορισμένες τροποποιήσεις στα πρακτικά της συνεδρίασης του οργάνου λήψης αποφάσεων της 4ης Οκτωβρίου 2019, αλλά δεν περιλαμβάνει κανένα αίτημα, έστω και έμμεσο, προς την οικεία περιφερειακή ομάδα να εξετάσει τους λόγους που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία για να αρνηθεί τη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Το εν λόγω μήνυμα περιλαμβάνει μόνον τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου, με την οποία εκθέτει την άποψή του επί των τεσσάρων έργων διασύνδεσης μεταξύ του ιδίου και της Γαλλίας.

99      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορούσε να ασκήσει τις αρμοδιότητές της μόνον όσον αφορά τον κατάλογο έργων που εξέδωσε το όργανο λήψης αποφάσεων σε υψηλό επίπεδο της οικείας περιφερειακής ομάδας, ότι δεν μπορούσε να ζητήσει εξέταση των λόγων για τους οποίους η Γαλλική Δημοκρατία είχε αρνηθεί να εγκρίνει το έργο διασύνδεσης Aquind και ότι δεν μπορούσε ωσαύτως να προσθέσει το ως άνω έργο στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ.

100    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών με το οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματός τους ακροάσεως. Πράγματι, από τις προεκτεθείσες διαπιστώσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή όφειλε, χωρίς να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, να μην περιλάβει το έργο διασύνδεσης Aquind στον κατάλογο των ενωσιακών ΕΚΕ και ότι ενήργησε σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στον κανονισμό 347/2013.

101    Τονίζεται συναφώς ότι οι προσφεύγουσες ουδόλως προέβαλαν τον μη σύννομο χαρακτήρα των επίμαχων διατάξεων του κανονισμού 347/2013, ειδικότερα του άρθρου 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, και του παραρτήματος ΙΙΙ, δεύτερο μέρος, σημείο 10, του κανονισμού. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να προβάλουν προσβολή του δικαιώματος ακροάσεώς τους (πρβλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, Raffinerie Heide κατά Επιτροπής, T‑631/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:830, σκέψεις 41 έως 44, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi στις υποθέσεις DK Recycling und Roheisen κατά Επιτροπής, Arctic Paper Mochenwangen κατά Επιτροπής, Raffinerie Heide κατά Επιτροπής και Romonta κατά Επιτροπής, C-540/14 P, C-551/14 P, C-564/14 P και C-565/14 P, EU:C:2016:147, σημεία 90 και 91).

102    Επιπροσθέτως, προκειμένου να μπορέσει η προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως να καταλήξει στην ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, απέκειτο στις προσφεύγουσες να αποδείξουν ότι, ελλείψει της εν λόγω παρατυπίας, θα μπορούσαν να επικαλεστούν στοιχεία ικανά να αμφισβητήσουν τη θέση της Επιτροπής, οπότε θα μπορούσαν να επηρεάσουν, με κάποιο τρόπο, τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη η τελευταία κατά τη μη εγγραφή του έργου διασύνδεσης Aquind στον πιθανό ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Knauf Gips κατά Επιτροπής, C-407/08 P, EU:C:2010:389, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κανένα, όμως, στοιχείο δεν μπορούσε να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη θέση της Επιτροπής, λαμβανομένης υπόψη της άρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας να εγκρίνει τη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ.

103    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης.

104    Δεν μπορεί επίσης να προσαφθεί στην Επιτροπή παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Κατά την έννοια της μνημονευόμενης στη σκέψη 79 ανωτέρω νομολογίας, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει άνισα, σε σχέση με τα ανταγωνιστικά έργα, το έργο διασύνδεσης Aquind, καθώς το εν λόγω έργο δεν περιλαμβανόταν στον καταρτισθέντα από την οικεία περιφερειακή ομάδα κατάλογο προτεινόμενων ΕΚΕ, βάσει του οποίου η Επιτροπή άσκησε τις κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιότητές της, και δεν τελούσε ως εκ τούτου σε συγκρίσιμη κατάσταση με τα ανταγωνιστικά έργα που περιλαμβάνονταν στον εν λόγω κατάλογο.

105    Ειδικότερα, αφενός, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ατελέσφορα ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης για τον λόγο ότι τα έργα διασύνδεσης μεταξύ της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου (στα οποία περιλαμβάνεται και το έργο διασύνδεσης Aquind) θα ικανοποιούσαν τις ίδιες ανάγκες των ίδιων πελατών και ότι τα πορίσματα της μελέτης Artelys –βάσει των οποίων η Επιτροπή φέρεται να αρνήθηκε να εγκρίνει το εν λόγω έργο– δεν αφορούσαν ειδικώς το έργο αυτό, αλλά τα τρία λοιπά ανταγωνιστικά έργα.

106    Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη την άρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας να εγκρίνει τη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Επιπροσθέτως, από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, προκύπτει ότι τα πορίσματα της μελέτης Artelys δεν αποτελούν τον λόγο για τον οποίο το έργο διασύνδεσης Aquind δεν περιλήφθηκε στον κατάλογο προτεινόμενων έργων που κατάρτισε η οικεία ομάδα λήψης αποφάσεων ούτε αποτελούν τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή δεν περιέλαβε το ως άνω έργο στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ.

107    Αφετέρου, οι προσφεύγουσες στηρίζουν ατελέσφορα τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, στο γεγονός ότι το έργο διασύνδεσης Aquind απέσπασε καλύτερη βαθμολογία από δύο ανταγωνιστικά έργα στην ιεράρχηση των προτεινόμενων ΕΚΕ βάσει της μεθόδου αξιολόγησης και ότι, μολαταύτα, δεν περιλήφθηκε στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ.

108    Συγκεκριμένα, πέραν του γεγονότος ότι το έργο διασύνδεσης Aquind δεν περιλαμβανόταν στον περιφερειακό κατάλογο τον οποίο εξέδωσε η ομάδα λήψης αποφάσεων και ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε ως εκ τούτου να το λάβει υπόψη, η ιεράρχηση την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες δεν ασκεί, εν πάση περιπτώσει, καμία επιρροή. Ο κανονισμός 347/2013 ορίζει απερίφραστα, στο άρθρο 4, παράγραφος 4, και στο παράρτημα ΙΙΙ, δεύτερο μέρος, σημείο 14, ότι τα έργα ιεραρχούνται για εσωτερική χρήση στο πλαίσιο της ομάδας, ότι ο περιφερειακός κατάλογος και ο ενωσιακός κατάλογος ΕΚΕ δεν περιλαμβάνουν ιεράρχηση και ότι η ιεράρχηση δεν χρησιμοποιείται για άλλο σκοπό πλην των περιπτώσεων στις οποίες η Επιτροπή ασκεί την προμνησθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω αρμοδιότητα, που συνίσταται στο να εξακριβωθεί αν ο συνολικός αριθμός έργων είναι διαχειρίσιμος.

109    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα των προσφευγουσών που στηρίζεται στην απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Baltic Cable (C-454/18, EU:C:2020:189). Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι στην εν λόγω υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται τηρουμένων των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης ακόμη και όταν ο κανονισμός δεν αναθέτει στην οικεία αρχή τη ρητή αρμοδιότητα να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παρεμπόδιση κάθε διάκρισης. Υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι, ομοίως, οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή για την έκδοση των ενωσιακών καταλόγων ΕΚΕ πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται τηρουμένων των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, εν προκειμένω της αρχής της ίσης μεταχείρισης, παρότι ο κανονισμός 347/2013 δεν της αναθέτει ρητώς την εξουσία λήψης των αναγκαίων προς τον σκοπό αυτό μέτρων.

110    Το εν λόγω επιχείρημα δεν δύναται, ωστόσο, να ευδοκιμήσει. Αφενός, οι προσφεύγουσες εκκινούν από την εσφαλμένη παραδοχή ότι η θέση των εθνικών ρυθμιστικών αρχών τις οποίες αφορά η απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Baltic Cable (C-454/18, EU:C:2020:189), είναι η ίδια με εκείνη της Επιτροπής στην υπό κρίση υπόθεση. Πλην όμως, υφίσταται θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο επίμαχων καταστάσεων, λόγω του ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1228/2003 (ΕΕ 2009, L 211, σ. 15), η εθνική ρυθμιστική αρχή διέθετε την αρμοδιότητα λήψεως αποφάσεως σχετικά με τη χρήση των εσόδων του διαχειριστή του οικείου συστήματος μεταφοράς. Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν διέθετε την αρμοδιότητα να περιλάβει το έργο διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ, καθώς η Γαλλική Δημοκρατία είχε ασκήσει το δικαίωμά της, σύμφωνα με το άρθρο 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 347/2013, να μην εγκρίνει το εν λόγω έργο.

111    Αφετέρου, τονίζεται ότι, εάν η Επιτροπή είχε περιλάβει, εν ονόματι της αρχής της ίσης μεταχείρισης, το έργο διασύνδεσης Aquind στον κατάλογο των ενωσιακών ΕΚΕ, η πράξη της θα αντέβαινε στη νομοθεσία της Ένωσης και, ειδικότερα, στην ίδια τη Συνθήκη ΛΕΕ.

112    Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται, αντιστοίχως, προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

113    Στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ αρχάς, ότι η δυνατότητα και η αναγκαιότητα της αφαίρεσης του έργου διασύνδεσης Aquind από τον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ έπρεπε να είχαν εξεταστεί αυστηρότερα και λαμβανομένων δεόντως υπόψη της φύσεως του εν λόγω έργου και των συνεπειών της εν λόγω αφαίρεσης. Περαιτέρω, εκτιμούν ότι, ελλείψει πληροφοριών περί των λόγων της αφαίρεσης του έργου από τον κατάλογο, δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί ο αναλογικός χαρακτήρας του προσβαλλόμενου κανονισμού. Επιπροσθέτως, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι, με τον τρόπο με τον οποίο κατανόησε τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τήρησε τις θεμελιώδεις αρχές, δεν προχώρησε αρκετά, κατά την ερμηνεία του κανονισμού 347/2013, για την επίτευξη των σκοπών του κανονισμού. Τέλος, υποστηρίζουν ότι αντικείμενο του κανονισμού 347/2013 είναι η διευκόλυνση της υλοποίησης έργων ΕΚΕ και ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία του είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς η περίοδος της διετίας δεν επαρκεί ώστε να είναι δυνατόν να εφαρμοστεί για ένα έργο η διαδικασία επένδυσης και διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους που προβλέπει το άρθρο 12 του κανονισμού.

114    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας και τη Γαλλική Δημοκρατία, αμφισβητεί τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως.

115    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Βάσει της αρχής αυτής, οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης δεν πρέπει να υπερβαίνουν το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει το σχετικό μέτρο, ενώ εξυπακούεται ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, Fedesa κ.λπ., C-331/88, EU:C:1990:391, σκέψη 13· της 5ης Μαΐου 1998, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, C-180/96, EU:C:1998:192, σκέψη 96, και της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, BASF κατά Επιτροπής, T-472/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:432, σκέψη 108).

116    Εξάλλου, κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας ενός μέτρου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το περιθώριο εκτιμήσεως που ενδεχομένως αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατά τη θέσπισή του (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-380/03, EU:C:2006:772, σκέψη 145, και της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T-122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 68).

117    Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής πρέπει να εξετασθεί ο έκτος λόγος ακυρώσεως.

118    Κατ’ αρχάς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διέθετε κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη μη συμπερίληψη του επίμαχου έργου μετά την άρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας να εγκρίνει τη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε παρά να δεχθεί την εν λόγω άρνηση.

119    Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 43 του κανονισμού 347/2013,«[δ]εδομένου ότι ο στόχος του [εν λόγω] κανονισμού, και ιδιαίτερα η ανάπτυξη και διαλειτουργικότητα των διευρωπαϊκών ενεργειακών δικτύων και η σύνδεση με αυτά, είναι αδύνατο να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 5 [ΣΕΕ· σ]ύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού όρια».

120    Ο κανονισμός 347/2013 δεν προβλέπει ότι οι φορείς υλοποίησης των έργων λαμβάνουν διευκρινίσεις εκ μέρους των περιφερειακών ομάδων και ότι δύνανται να υποβάλουν παρατηρήσεις πριν από την έγκριση των περιφερειακών καταλόγων και, εν συνεχεία, κατά την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων με τις οποίες η Επιτροπή καταρτίζει οριστικώς τον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν, όμως, ένσταση έλλειψης νομιμότητας των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού σχετικά με τη διαδικασία έκδοσης του ενωσιακού καταλόγου ΕΚΕ. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν δύνανται να στηριχθούν στα στοιχεία αυτά για να υποστηρίξουν ότι δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσουν αν η αφαίρεση του έργου διασύνδεσης Aquind από τον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν δύνανται ωσαύτως να προσάψουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν τους παρέσχε προκαταρτικές διευκρινίσεις ούτε ότι δεν έλαβε μέριμνα για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά τη διαδικασία κατάρτισης του καταλόγου. Πράγματι, αφενός, η Επιτροπή ενήργησε σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 347/2013 κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Αφετέρου, η δυνατότητα αμφισβήτησης των λόγων που προβάλλει ένα κράτος μέλος για να μην εγκρίνει ένα έργο επιφυλάσσεται μόνον στους εκπροσώπους των λοιπών κρατών μελών της οικείας περιφερειακής ομάδας και η Επιτροπή δεν μπορούσε ως εκ τούτου να παρέμβει προς την κατεύθυνση αυτή.

121    Επιπροσθέτως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν εσφαλμένα στην Επιτροπή ότι δεν εκτίμησε τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα της αφαίρεσης του έργου διασύνδεσης Aquind από τον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ αυστηρότερα και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του εν λόγω έργου. Πράγματι, η εξέταση των προηγούμενων λόγων ακυρώσεως, ειδικότερα η ανάλυση στις σκέψεις 87 έως 96 ανωτέρω, ανέδειξε την έλλειψη δυνατότητας της Επιτροπής να αγνοήσει την άρνηση που διατύπωσε η Γαλλική Δημοκρατία και την έλλειψη δυνατότητάς της να καταχωρίσει ως εκ τούτου το έργο διασύνδεσης Aquind, το οποίο δεν περιλαμβανόταν στον περιφερειακό κατάλογο που ενέκρινε η οικεία περιφερειακή ομάδα, στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Υπό το πρίσμα της μνημονευόμενης στη σκέψη 116 νομολογίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διέθετε περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον περιφερειακό κατάλογο ΕΚΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας λόγω της μη συμπερίληψης του έργου στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ.

122    Τέλος, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν ότι η ερμηνεία του κανονισμού 347/2013 στην οποία προέβη, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή αντιβαίνει στον επιδιωκόμενο από τον εν λόγω κανονισμό σκοπό –ήτοι στη διευκόλυνση της υλοποίησης έργων– καθόσον είναι προφανές ότι η περίοδος των δύο ετών είναι ανεπαρκής ώστε να είναι δυνατόν να εφαρμοστεί για ένα έργο η διαδικασία επένδυσης και διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους που προβλέπεται στο άρθρο 12 του κανονισμού. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, η ανάπτυξη έργων υποδομής δεν εξαρτάται από το γεγονός αν αυτά αποτελούν ή δεν αποτελούν ενωσιακά ΕΚΕ.

123    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

124    Στο πλαίσιο του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 172 ΣΛΕΕ και ο κανονισμός 347/2013 δεν έχουν την έννοια ότι το καθεστώς του ενωσιακού ΕΚΕ είναι παντελώς αβέβαιο. Παρατηρούν ότι ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως «πιθανή» η ενέχουσα δυσμενή διάκριση κατάργηση του καθεστώτος ΕΚΕ για το έργο διασύνδεσης Aquind. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι η αυθαίρετη αφαίρεση, μετά από δύο έτη, του έργου διασύνδεσης Aquind από τον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ έθιξε τις δικαιολογημένες προσδοκίες τους. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή τους, ο σκοπός της ενθάρρυνσης των έργων προτεραιότητας που προβλέπεται από τον κανονισμό 347/2013, η αρχική συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind ως ενωσιακού ΕΚΕ, οι σημαντικές προσπάθειες που κατέβαλαν και οι σημαντικές επενδύσεις που υλοποίησαν τους διασφάλιζαν ορισμένη σταθερότητα ως προς το καθεστώς του έργου. Επιπροσθέτως, τονίζουν ότι η απόρριψη από τον ACER το 2018 της χορήγησης απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 714/2009 αιτιολογείτο από το γεγονός ότι η διασύνδεση Aquind περιλαμβανόταν στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ και απέλαυε, ως εκ τούτου, των πλεονεκτημάτων που προβλέπει το άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013. Κατά την άποψή τους, η Ένωση τους παρείχε, με την απόφαση αυτή, τη διαβεβαίωση ότι το έργο διασύνδεσης Aquind δεν θα αφαιρείτο αυθαίρετα από τον εν λόγω κατάλογο. Τέλος, εκτιμούν ότι η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίσθηκε εσφαλμένα ότι δεν ήταν δυνατόν οι προσφεύγουσες να έχουν δικαιολογημένες προσδοκίες για τον λόγο ότι, κατά τους ισχυρισμούς της, τα τέσσερα έργα διασύνδεσης μεταξύ της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι η αφαίρεση του έργου διασύνδεσης Aquind από τον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ μείωσε άμεσα την ανταγωνιστική πίεση επί των λοιπών έργων και ευνόησε τα εν λόγω έργα, προκαλώντας αποτέλεσμα αντίθετο από εκείνο που συνίσταται στο να «δοθεί στην αγορά η δυνατότητα να καθορίσει ποιο ΕΚΕ πρέπει να υλοποιηθεί».

125    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας και τη Γαλλική Δημοκρατία, αντικρούει τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως.

126    Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, αναγκαίο συμπλήρωμα της οποίας συνιστά η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επιτάσσει, αφενός, να είναι οι κανόνες δικαίου σαφείς και ακριβείς και, αφετέρου, να είναι η εφαρμογή τους προβλέψιμη από τους υποκειμένους σε αυτούς (αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2005, VEMW κ.λπ., C-17/03, EU:C:2005:362, σκέψη 80, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Plantanol, C-201/08, EU:C:2009:539, σκέψη 46).

127    Κατά πάγια επίσης νομολογία, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης. Το δικαίωμα επίκλησης της εν λόγω αρχής παρέχεται σε κάθε πρόσωπο στο οποίο ένα όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Αποτελούν διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν τέτοιες προσδοκίες οι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες πληροφορίες που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιούνται. Αντιθέτως, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής αν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Ομοίως, όταν ένας προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση κοινοτικού μέτρου ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη του εν λόγω μέτρου (αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Agrargenossenschaft Neuzelle, C-545/11, EU:C:2013:169, σκέψεις 23 έως 26, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, B&S Europe κατά Επιτροπής, T-222/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:837, σκέψη 47).

128    Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η δυνατότητα επίκλησης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχεται σε όλους τους επιχειρηματίες στους οποίους εθνική αρχή γέννησε βάσιμες προσδοκίες. Εντούτοις, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να τρέφουν δικαιολογημένα προσδοκίες ως προς τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν οι εθνικές αρχές (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Plantanol, C-201/08, EU:C:2009:539, σκέψη 53, και της 11ης Ιουλίου 2019, Agrenergy και Fusignano Due, C-180/18, C-286/18 και C-287/18, EU:C:2019:605, σκέψη 31).

129    Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής πρέπει να κριθεί αν, στο πλαίσιο της έκδοσης του καταλόγου προτάσεων που κατάρτισε η περιφερειακή ομάδα και του ενωσιακού καταλόγου ΕΚΕ, μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη διατήρηση του καθεστώτος του ενωσιακού ΕΚΕ του έργου διασύνδεσης Aquind.

130    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν διέθετε κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη μη συμπερίληψη του επίμαχου έργου μετά την άρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας να εγκρίνει την καταχώριση του έργου διασύνδεσης στον κατάλογο των ενωσιακών ΕΚΕ και ότι, συνεπώς, δεν μπορούσε παρά να δεχθεί την εν λόγω άρνηση.

131    Δεύτερον, όπως τονίστηκε μεταξύ άλλων στις σκέψεις 69 έως 71 ανωτέρω, προκύπτει σαφώς από την εφαρμοστέα νομοθεσία ότι νέος ενωσιακός κατάλογος ΕΚΕ καταρτίζεται ανά διετία, ότι όλα τα έργα –συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν καταχωριστεί στον ισχύοντα ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ– υπόκεινται στην ίδια διαδικασία επιλογής, ότι τα έργα που έχουν ήδη περιληφθεί στον προηγούμενο ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ δεν απολαύουν, επομένως, πλεονεκτήματος έναντι των νέων έργων και ότι τα ενωσιακά ΕΚΕ που αφορούν την επικράτεια κράτους μέλους απαιτούν την έγκρισή του.

132    Το μη διφορούμενο περιεχόμενο του κανονισμού 347/2013 δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι ο σκοπός του –ο οποίος συνίσταται κατ’ ουσίαν στην ενθάρρυνση των επενδύσεων σε έργα προτεραιότητας– και η συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ αποτελούν διαβεβαίωση προς τις προσφεύγουσες ότι το εν λόγω έργο θα περιλαμβανόταν αυτοδικαίως στον νέο ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ.

133    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών του ACER, της 17ης Οκτωβρίου 2018, περί απορρίψεως του αιτήματός τους να χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 714/2009 για το έργο διασύνδεσης Aquind αποτελούσε διαβεβαίωση εκ μέρους της Ένωσης ότι το έργο διασύνδεσης Aquind δεν θα αφαιρείτο αυθαίρετα από τον ενωσιακό κατάλογο καθόσον πληρούσε τις προϋποθέσεις συμπερίληψής του.

134    Συναφώς, είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009, χορηγείται απαλλαγή από το ρυθμιστικό καθεστώς εφόσον «ο βαθμός κινδύνου μιας επένδυσης είναι τέτοιος που η επένδυση μπορεί να γίνει μόνον εφόσον χορηγηθεί απαλλαγή». Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η άρνηση του ACER να τους χορηγήσει την απαλλαγή αιτιολογείτο από το γεγονός ότι το έργο διασύνδεσης Aquind περιλαμβανόταν στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ και ότι απέλαυε, ως εκ τούτου, των πλεονεκτημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 12 του κανονισμού 347/2013.

135    Καίτοι είναι βεβαίως αληθές ότι ο ACER αναφέρθηκε, προκειμένου να απορρίψει το αίτημα απαλλαγής που υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009, στο καθεστώς του έργου διασύνδεσης Aquind ως ενωσιακού ΕΚΕ (και στον διασυνοριακό επιμερισμό του κόστους από τον οποίο μπορούσε ενδεχομένως να επωφεληθεί το επίμαχο έργο λόγω του συγκεκριμένου καθεστώτος), η αναφορά αυτή δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση διαβεβαίωση ικανή να δημιουργήσει στις προσφεύγουσες την προσδοκία ότι το έργο διασύνδεσης Aquind θα περιλαμβανόταν αυτοδικαίως στον νέο ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ. Η προσέγγιση του ACER πρέπει μάλλον να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, αν το επίμαχο έργο δεν περιλαμβανόταν πλέον στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ, τούτο παρείχε τη δυνατότητα να ζητηθεί εκ νέου απαλλαγή δυνάμει του προμνησθέντος άρθρου.

136    Στο πνεύμα αυτό, όπως τονίζει η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν να αναμένουν «πάγωμα» της νομικής τους κατάστασης λόγω της αρχικής συμπερίληψης του έργου τους στους ενωσιακούς καταλόγους ΕΚΕ ενώ το ίδιο το νομικό πλαίσιο προέβλεπε τη δυνατότητα αλλαγών. Δεν αγνοούσαν, επίσης, ότι η απόφαση περί απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 714/2009 και η απόφαση περί έγκρισης του ενωσιακού καταλόγου ΕΚΕ λαμβάνονταν από όργανα διαφορετικά και ανεξάρτητα μεταξύ τους.

137    Τέταρτον, ουδόλως δύνανται οι προσφεύγουσες να υποστηρίζουν ότι η υπογραφή της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας δημιούργησε συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις ότι το έργο διασύνδεσης Aquind, το οποίο είχε περιληφθεί αρχικά στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ, θα περιλαμβανόταν αυτοδικαίως στον νέο ενωσιακό κατάλογο. Συγκεκριμένα, πέραν του γεγονότος ότι το επιχείρημα αυτό είναι παντελώς αστήρικτο, η υπογραφή μιας τέτοιας συνθήκης δεν δύναται να παράσχει, αυτή καθεαυτήν, διαβεβαιώσεις στους φορείς υλοποίησης συγκεκριμένου έργου διασύνδεσης ως προς το καθεστώς του έργου τους ως ενωσιακού ΕΚΕ. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, χάρη στην ύπαρξη της συνθήκης αυτής, δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί η αρχική έγκριση της Γαλλικής Δημοκρατίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ώστε να περιληφθεί το έργο διασύνδεσης Aquind στον νέο περιφερειακό κατάλογο της περιφερειακής ομάδας. Οι προσφεύγουσες γνώριζαν, όμως, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε τέτοια έγκριση.

138    Πέμπτον, δεν αμφισβητείται ότι, στο πλαίσιο της έκδοσης του νέου περιφερειακού καταλόγου προτεινόμενων έργων και του νέου ενωσιακού καταλόγου ΕΚΕ, το έργο διασύνδεσης Aquind ανταγωνιζόταν άλλα έργα διασύνδεσης μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες ήταν πλήρως ενήμερες του γεγονότος ότι τα εν λόγω έργα ήταν επαρκή για την επίτευξη των σκοπών του κανονισμού 347/2013 και ότι τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Γαλλική Δημοκρατία διέθεταν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, δυνάμει του άρθρου 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 347/2013, να εγκρίνουν ή να μην εγκρίνουν κάποιο από τα έργα αυτά.

139    Συναφώς, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αντλήσουν επιχείρημα από τη βαθμολογία που απέσπασε το έργο Aquind (καλύτερη από εκείνη των λοιπών έργων) για να ισχυρισθούν ότι κλονίστηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους. Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 108 ανωτέρω, ο περιφερειακός κατάλογος και ο ενωσιακός κατάλογος ΕΚΕ δεν περιλάμβαναν ιεράρχηση και η ιεράρχηση των προτεινόμενων ΕΚΕ βάσει της μεθόδου αξιολόγησης μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την Επιτροπή μόνον όταν ασκούσε την αρμοδιότητα που συνίστατο στο να εξακριβωθεί αν ο συνολικός αριθμός έργων ήταν διαχειρίσιμος.

140    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας

141    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας. Πρώτον, υποστηρίζουν ότι η ως άνω διάταξη έχει άμεσο αποτέλεσμα για τον λόγο, αφενός, ότι η φύση και η δομή της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας, εξεταζόμενης στο σύνολό της, την καθιστούν πρόσφορη για την απόδοση εκτελεστικών δικαιωμάτων και, αφετέρου, ότι ο ίδιος ο Χάρτης Ενέργειας είναι αρκούντως σαφής και ακριβής και δεν πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο πρόσθετων μέτρων εφαρμογής. Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι η εν λόγω διάταξη διέπει τη μεταχείριση που πρέπει να επιφυλάσσει κάθε συμβαλλόμενο μέρος στους επενδυτές των λοιπών συμβαλλομένων μερών, ότι η Ένωση και κάθε κράτος μέλος της συναποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας και ότι οι επενδυτές ενός κράτους μέλους αποτελούν επενδυτές συμβαλλόμενου μέρους διαφορετικού από την Ένωση και ως εκ τούτου οι επενδυτές αυτοί δύνανται να επικαλεστούν την εν λόγω διάταξη έναντι της Ένωσης. Τρίτον, θεωρούν ότι η προστασία που προβλέπεται από τη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας ασκεί, εν πάση περιπτώσει, επιρροή για την ερμηνεία του κανονισμού 347/2013 και την εφαρμογή των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης των οποίων πρέπει να απολαύουν όλοι οι επενδυτές των κρατών μελών.

142    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας και τη Γαλλική Δημοκρατία, αντικρούει τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως.

143    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας είναι πολυμερής συνθήκη, στην οποία συμβαλλόμενα μέρη είναι τόσο η πλειονότητα των κρατών μελών όσο και η ίδια η Ένωση.

144    Το άρθρο 10 της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας –με τίτλο «Προώθηση, προστασία και μεταχείριση των επενδύσεων»– ορίζει στην παράγραφο1 τα εξής:

«Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συνθήκης, κάθε συμβαλλόμενο μέρος ενθαρρύνει και δημιουργεί σταθερές, δίκαιες, ευνοϊκές και διαφανείς συνθήκες για τη διενέργεια επενδύσεων στην επικράτειά του από επενδυτές των άλλων συμβαλλομένων μερών. Οι όροι αυτοί περιλαμβάνουν την υποχρέωση να παρέχει πάντοτε ίση και δίκαιη μεταχείριση στις επενδύσεις των επενδυτών άλλων συμβαλλομένων μερών. Οι επενδύσεις αυτές απολαύουν επίσης απολύτως σταθερής προστασίας και ασφάλειας και κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν θίγει κατά κανένα τρόπο με παράλογα ή άνισα μέτρα τη διαχείριση, συντήρηση, χρήση, εκμετάλλευση ή διάθεσή τους […]».

145    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας απαριθμεί γενικές αρχές του δικαίου που ενυπάρχουν στο δίκαιο της Ένωσης, ήτοι τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της ίσης μεταχείρισης, της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας. Από την εξέταση, όμως, του τετάρτου και του εβδόμου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παραβίασε τις ως άνω αρχές για τον λόγο ότι δεν επέλεξε, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, το έργο διασύνδεσης Aquind ως ενωσιακό ΕΚΕ. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί επίσης να της προσαφθεί παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας.

146    Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ατελέσφορα ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση διασφάλισης δίκαιων και διαφανών συνθηκών λόγω της παράβασης της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και της παράβασης των διαδικαστικών και ουσιαστικών απαιτήσεων, οι οποίες προβάλλονται στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, καθώς οι λόγοι αυτοί απορρίφθηκαν. Έπεται ότι, κατά το μέρος που στηρίζεται σε αιτιολογία που περιλαμβάνονται στους ως άνω λόγους ακυρώσεως, το επιχείρημα που αντλείται από παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας πρέπει να απορριφθεί.

147    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι οι ιδρυτικές συνθήκες της Ένωσης, οι οποίες αποτελούν τον βασικό καταστατικό χάρτη της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, 294/83, EU:C:1986:166, σκέψη 23), σε αντίθεση με τις συνήθεις διεθνείς συνθήκες, έχουν εγκαθιδρύσει μια νέα έννομη τάξη με τα δικά της θεσμικά όργανα, υπέρ της οποίας τα κράτη μέλη έχουν περιορίσει, σε διαρκώς διευρυνόμενους τομείς, τα κυριαρχικά δικαιώματά τους και της οποίας υποκείμενα είναι όχι μόνο τα κράτη μέλη, αλλά και οι πολίτες τους [βλ. γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σκέψη 157 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

148    Κατά πάγια νομολογία, η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης, έναντι τόσο του δικαίου των κρατών μελών όσο και του διεθνούς δικαίου, δικαιολογείται λόγω των ουσιωδών χαρακτηριστικών της Ένωσης και του δικαίου της, που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη συνταγματική δομή της Ένωσης καθώς και αυτήν καθεαυτήν τη φύση του εν λόγω δικαίου. Συγκεκριμένα, χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικαίου της Ένωσης είναι η προέλευσή του από αυτόνομη πηγή δικαίου την οποία αποτελούν οι Συνθήκες, η υπεροχή του έναντι του δικαίου των κρατών μελών καθώς και το άμεσο αποτέλεσμα πλήθους διατάξεων που εφαρμόζονται στους πολίτες των κρατών μελών και στα ίδια τα κράτη μέλη. Βάσει των ανωτέρω χαρακτηριστικών έχει διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο πλέγμα αρχών, κανόνων και εννόμων σχέσεων που τελούν σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους και δεσμεύουν αμοιβαία την Ένωση και τα κράτη μέλη της, καθώς και τα κράτη μέλη μεταξύ τους [πρβλ. γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σκέψεις 165 έως 167 και 201· βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea, C-284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

149    Όσον αφορά ακριβώς τους κανόνες που δεσμεύουν αμοιβαία την ίδια την Ένωση και τα κράτη μέλη της, το άρθρο 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ παρέχει στο οικείο κράτος μέλος διακριτική ευχέρεια να εγκρίνει ή να μην εγκρίνει τη συμπερίληψη έργου στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ, όπως τούτο προκύπτει από την εξέταση των προηγούμενων λόγων ακυρώσεως (βλ., ειδικότερα, σκέψεις 38 έως 40, 45, 56, 110 και 111).

150    Επομένως, η Συνθήκη ΛΕΕ έχει θέσει σαφή όρια στην αρμοδιότητα της Ένωσης στο πεδίο των ενωσιακών ΕΚΕ, καθώς η Επιτροπή εμποδίζεται να περιλάβει, στον κατάλογο των εν λόγω ΕΚΕ, έργο που δεν έχει λάβει την έγκριση του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να υλοποιηθεί το έργο.

151    Συναφώς, οι προσφεύγουσες επιχειρούν ατελέσφορα να αμφισβητήσουν την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της Ένωσης στο πεδίο των ενωσιακών ΕΚΕ. Συγκεκριμένα, προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν παρέκαμψε την άρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας να εγκρίνει τη συμπερίληψη του έργου διασύνδεσης Aquind στον ενωσιακό κατάλογο ΕΚΕ και ότι παρέβη, κατά συνέπεια, το άρθρο 10 της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας.

152    Λαμβανομένης όμως υπόψη, αφενός, της αυτονομίας του δικαίου της Ένωσης και της ύπαρξης ενός συγκροτημένου πλέγματος αρχών, κανόνων και εννόμων σχέσεων που τελούν σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους και δεσμεύουν αμοιβαία την Ένωση και τα κράτη μέλη της και, αφετέρου, της ύπαρξης διακριτικής ευχέρειας του οικείου κράτους μέλους η οποία αναγνωρίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας δεν θα μπορούσε να έχει περιεχόμενο που να υποχρεώνει την Επιτροπή να μη λάβει υπόψη την κατανομή των αρμοδιοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και να παραβεί κατά συνέπεια το εν λόγω άρθρο.

153    Επομένως, η Επιτροπή ενήργησε σύμφωνα με το άρθρο 172, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Δεν μπορεί, συνεπώς, να της προσαφθεί παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας.

154    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

155    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

156    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

157    Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και εκείνα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

158    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Γαλλική Δημοκρατία φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Aquind Ltd, η Aquind SAS και η Aquind Energy Sàrl καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα.

3)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Γαλλική Δημοκρατία φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του.

Tomljenović

Škvařilová-Pelzl

Nõmm

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 8 Φεβρουαρίου 2023.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.