Language of document :

Προσφυγή της 19ης Φεβρουαρίου 2010 - Riva Fire κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-83/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Riva Fire SpA (Μιλάνο, Ιταλία) (εκπρόσωποι: M. Merola, M. Pappalardo, και T. Ubaldi, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

Κυρίως:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, εφόσον αποδειχθεί ότι στο Σώμα των Επιτρόπων δεν είχε υποβληθεί, ενόψει της έγκρισής της, το σύνολο των πραγματικών και νομικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η εν λόγω απόφαση,

να ακυρώσει οπωσδήποτε το άρθρο 1 της απόφασης κατά το μέρος κατά το οποίο διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα μετέσχε σε διαρκή συμφωνία και/ή σε εναρμονισμένες πρακτικές σχετικά με χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος σε ράβδους ή σε ρολούς, με σκοπό ή με αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών και τον περιορισμό και/ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των πωλήσεων εντός της κοινής αγοράς,

να ακυρώσει κατά συνέπεια το άρθρο 2 της απόφασης της Επιτροπής κατά το μέρος κατά το οποίο επιβάλλει στην προσφεύγουσα πρόστιμο 26,9 εκατομμυρίων ευρώ.

Επικουρικά:

να μειώσει το πρόστιμο από τα 26,9 εκατ. ευρώ που προβλέπει για την προσφεύγουσα το άρθρο 2 της απόφασης και να καθορίσει εκ νέου το ύψος του προστίμου αυτού.

Σε κάθε δε περίπτωση:

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C(2009) 7492 τελικό, της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με παράβαση του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ (COMP/37.956 - Ράβδοι οπλισμού σκυροδέματος, επανέκδοση), όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής C(2009) 9912 τελικό, της 8ης Δεκεμβρίου 2009. Προς στήριξη της προσφυγής της, η εν λόγω εταιρία προβάλλει τους εξής λόγους ακύρωσης.

Με τον πρώτο λόγο η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ήταν αναρμόδια να διαπιστώνει παραβάσεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΕΚΑΧ σε σχέση με υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής ακόμη και μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ και να επιβάλλει κυρώσεις για τις εν λόγω παραβάσεις βάσει των άρθρων 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 1, μολονότι οι διατάξεις αυτές αναφέρονται μόνο σε παραβάσεις των άρθρων 81 και 82 ΕΚ (νυν άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ).

Με τον δεύτερο λόγο η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 10, παράγραφοι 3 και 5, του κανονισμού (ΕΟΚ) 17/62 2 και στο άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, διότι από την απόφαση αυτή δεν προκύπτει αν η Επιτροπή προέβη σε νομότυπη διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή, όπως επιβάλλεται από τα εν λόγω άρθρα, και αν η επιτροπή αυτή είχε συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που ήσαν αναγκαία για να αξιολογήσει πλήρως επί της ουσίας την παράβαση για την οποία κατηγορούνται οι επιχειρήσεις που ήταν αποδέκτες της απόφασης.

Με τον τρίτο λόγο η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 36, παράγραφος 1, ΕΚΑΧ, διότι, με την άρνησή της να γνωστοποιήσει τα κριτήρια που χρησιμοποίησε για τον καθορισμό των προστίμων που επρόκειτο να επιβάλει, περιόρισε τις δυνατότητες των αποδεκτών των αιτιάσεων να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

Με τον τέταρτο λόγο η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση αντιβαίνει στα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής 3, όπως ο κανονισμός αυτός έχει τροποποιηθεί καθ' ολοκληρία από την Επιτροπή, και προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, διότι η Επιτροπή, κατόπιν της ακύρωσης της αρχικής απόφασής της από το Πρωτοδικείο, προχώρησε στην επανέκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να αποστείλει στις επιχειρήσεις νέα γνωστοποίηση αιτιάσεων.

Με τον πέμπτο λόγο η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία της απόφασης είναι ανεπαρκής και αντιφατική, όσον αφορά αφενός το τμήμα στο οποίο η επικράτεια της Ιταλικής Δημοκρατίας χαρακτηρίζεται ως η γεωγραφική αγορά αναφοράς και αφετέρου το τμήμα στο οποίο η κατά την Επιτροπή τελεσθείσα παράβαση κρίνεται ικανή να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο ως προς την εφαρμογή της αρχής του ηπιότερου νόμου.

Με τον έκτο λόγο η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ανάλυση της Επιτροπής, όπως παρατίθεται στην απόφαση, είναι πλημμελής όσον αφορά ορισμένες εσφαλμένες εκτιμήσεις των πραγματικών περιστατικών, πράγμα που είχε ως συνέπεια την εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 65 ΕΚΑΧ σε σχέση με διάφορα στοιχεία της αμφισβητούμενης παράβασης, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ιδίως τα μέρη της συμφωνίας που αφορούσαν τον καθορισμό της βασικής τιμής των ράβδων, τον καθορισμό των τιμών των ράβδων ασυνήθων διαστάσεων, καθώς και τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής και/ή των πωλήσεων.

Με τον έβδομο λόγο η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και ελλιπώς αιτιολογημένη (λόγω επίσης πλημμελούς έρευνας) ως προς το σημείο του καταλογισμού στην προσφεύγουσα της παράβασης στο σύνολό της.

Με τον όγδοο λόγο η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, της ανακοίνωσης της Επιτροπής του 1996 σχετικά με μέτρα επιείκειας και των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής του 1998 σχετικά με τον υπολογισμό των προστίμων.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1).

2 - ΕΟΚ/Συμβούλιο: Κανονισμός αριθ. 17: Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).

3 - Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 123, σ. 18).