Language of document : ECLI:EU:T:2016:282

Υπόθεση T‑529/13

Balázs-Árpád Izsák

και

Attila Dabis

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Θεσμικό δίκαιο – Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών – Πολιτική συνοχής – Περιφέρειες με εθνικές μειονότητες – Απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως – Καταφανής έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής – Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 211/2011»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 10ης Μαΐου 2016

1.      Ένδικη διαδικασία – Προβολή νέων λόγων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Προϋποθέσεις – Περαιτέρω ανάπτυξη υφιστάμενου λόγου – Παραδεκτό

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρα 44 § 1, στοιχείο γʹ, και 48 § 2]

2.      Ιθαγένεια της Ένωσης – Δικαιώματα του πολίτη – Υποβολή πρωτοβουλίας πολιτών – Κανονισμός 211/2011 – Προϋποθέσεις καταχωρίσεως – Πληροφορίες από τις οποίες πρέπει να συνοδεύεται μια πρόταση – Πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο, τους στόχους και το πλαίσιο – Προαιρετικός χαρακτήρας – Συνέπειες της υποβολής των πληροφοριών αυτών – Υποχρέωση εξετάσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή

[Κανονισμός 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, στοιχείο βʹ, και παράρτημα II]

3.      Ιθαγένεια της Ένωσης – Δικαιώματα του πολίτη – Υποβολή πρωτοβουλίας πολιτών – Κανονισμός 211/2011 – Προϋποθέσεις καταχωρίσεως – Πρόταση η οποία πρέπει να εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής – Διαπίστωση, κατόπιν αρχικής εξετάσεως, της καταφανούς ελλείψεως αρμοδιότητας – Απόρριψη της προτάσεως – Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως – Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· κανονισμός 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4 § 2, στοιχείο βʹ, και 10 § 1, στοιχείο γʹ)

4.      Πράξεις των οργάνων – Επιλογή της νομικής βάσεως – Επιλογή η οποία πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο

(Άρθρο 5 ΣΕΕ)

5.      Οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή – Αρμοδιότητα της Ένωσης – Πεδίο – Έκδοση πράξεως αποσκοπούσας στην απονομή ιδιαίτερου καθεστώτος στις περιφέρειες με εθνικές μειονότητες ανεξάρτητα από την πολιτική, διοικητική και θεσμική πραγματικότητα των οικείων κρατών μελών – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 4 § 2 ΣΕΕ· άρθρα 174 ΣΛΕΕ έως 178 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1059/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 5)

6.      Οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή – Αρμοδιότητα της Ένωσης – Πεδίο – Έκδοση πράξεως αποσκοπούσας στην αποτροπή οποιασδήποτε αποκλίσεως ως προς την ανάπτυξη των περιφερειών με εθνικές μειονότητες λόγω των ιδιαίτερων εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών χαρακτηριστικών τους – Δεν εμπίπτει

(Άρθρα 2 ΣΕΕ και 6 § 1 ΣΕΕ· άρθρο 174, εδ. 3, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 21 § 1 και 51 § 1)

7.      Πολιτισμός – Αρμοδιότητα της Ένωσης – Πεδίο – Έκδοση πράξεως αποσκοπούσας στη θέσπιση, στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής, ορισμένων εγγυήσεων για τη διατήρηση των εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών χαρακτηριστικών των περιφερειών με εθνικές μειονότητες – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 3 § 3 ΣΕΕ· άρθρο 167 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 22)

8.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Αρμοδιότητες – Καταπολέμηση των διακρίσεων – Περιεχόμενο – Έκδοση πράξεως αποσκοπούσας στην αποτροπή οποιασδήποτε αποκλίσεως ως προς την ανάπτυξη των περιφερειών με εθνικές μειονότητες λόγω των ιδιαίτερων εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών χαρακτηριστικών τους – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 19 § 1 ΣΛΕΕ)

9.      Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Κατάχρηση εξουσίας — Έννοια

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

1.      Κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του 1991, απαγορεύεται η προβολή νέων λόγων μετά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, λόγος ο οποίος συνιστά ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, ρητώς ή εμμέσως, με το δικόγραφο της προσφυγής και ο οποίος συνδέεται στενά με αυτόν πρέπει να κριθεί παραδεκτός.

Προκειμένου να θεωρηθεί ως ανάπτυξη λόγου ή αιτιάσεως που είχε προβληθεί προηγουμένως, ένα νέο επιχείρημα πρέπει να έχει αρκούντως στενό σύνδεσμο με τους λόγους ή τις αιτιάσεις που είχαν αρχικώς αναπτυχθεί στο δικόγραφο της προσφυγής ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της φυσιολογικής εξελίξεως της συζητήσεως στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 32, 33)

2.      Από το άρθρο 4 του κανονισμού 211/2011, σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών, και από το παράρτημά II αυτού προκύπτει ότι η Επιτροπή εξετάζει τις πληροφορίες τις οποίες γνωστοποιούν οι διοργανωτές για να εκτιμήσει αν η πρόταση πρωτοβουλίας πολιτών πληροί τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ως άνω κανονισμού. Συναφώς, σε ό,τι αφορά το δικαίωμα των διοργανωτών να παράσχουν τις «πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το παράρτημα II», στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 4 του ως άνω κανονισμού, οι πληροφορίες αυτές δεν περιορίζονται στις ελάχιστες πληροφορίες οι οποίες, βάσει του ως άνω παραρτήματος, πρέπει να παρασχεθούν στο μητρώο.

Ειδικότερα, το αναγνωριζόμενο στο παράρτημα II του κανονισμού 211/2011 δικαίωμα των διοργανωτών της προτάσεως πρωτοβουλίας να υποβάλουν συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο, τους στόχους και το πλαίσιο της προτάσεως αυτής ή και σχέδιο νομικής πράξεως της Ένωσης συνεπάγεται την υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάσει τις εν λόγω πληροφορίες, όπως και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία η οποία παρέχεται κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω παραρτήματος, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως. Επομένως, ανεξαρτήτως του αν είναι επαρκείς οι παρασχεθείσες στο μητρώο απαιτούμενες πληροφορίες, για να εκτιμήσει αν μια πρόταση πληροί τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει τις συμπληρωματικές πληροφορίες.

Εξάλλου, απόκειται στους διοργανωτές μιας προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών να εκτιμήσουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν έχουν συμφέρον να ασκήσουν το δικαίωμά τους, που αναγνωρίζεται στο παράρτημα II του κανονισμού 211/2011, να παράσχουν τις εν λόγω συμπληρωματικές πληροφορίες, δεδομένης της αντίστοιχης υποχρεώσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή να εξετάσει τις εν λόγω πληροφορίες προκειμένου να εκτιμήσει, ιδίως, αν η πρόταση πρωτοβουλίας πολιτών πρέπει να καταχωρισθεί. Αφού όμως οι διοργανωτές έχουν αποφασίσει να ασκήσουν το δικαίωμά τους και να παράσχουν τέτοιες συμπληρωματικές πληροφορίες, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη τις πληροφορίες αυτές, χωρίς να έχει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση να διερωτηθεί αν η συνεκτίμηση των εν λόγω πληροφοριών είναι ή όχι προς το συμφέρον των διοργανωτών.

(βλ. σκέψεις 47-50, 56)

3.      Από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών, προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε μια αρχική εξέταση των στοιχείων τα οποία έχει στη διάθεσή της προκειμένου να εκτιμήσει μήπως η πρόταση πρωτοβουλίας πολιτών κείται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της, διευκρινιζομένου ότι πληρέστερη εξέταση προβλέπεται σε περίπτωση καταχωρίσεως της προτάσεως. Ειδικότερα, το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 211/2011 ορίζει ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή λάβει την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών, εντός τριών μηνών, εκθέτει σε ανακοίνωση τα νομικά και πολιτικά συμπεράσματά της σχετικά με την εν λόγω πρωτοβουλία, τις ενδεχόμενες ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί και τους λόγους για τους οποίους θα προβεί ή δεν θα προβεί στις εν λόγω ενέργειες.

Συναφώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή παραβίαση της κατοχυρούμενης στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχής της χρηστής διοικήσεως, δεδομένου ότι ορθώς απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως μιας προτάσεως πρωτοβουλίας πολιτών η οποία δεν πληρούσε τις κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011 προϋποθέσεις καταχωρίσεως.

(βλ. σκέψεις 60, 124, 125)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 66)

5.      Από τον συνδυασμό των άρθρων 174 ΣΛΕΕ έως 178 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει την εξουσία να θεσπίζει μέτρα για την προαγωγή της αρμονικής αναπτύξεως του συνόλου της Ένωσης και ιδίως για τη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και τη μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών, παρέχοντας, συναφώς, ιδιαίτερη προσοχή στις αγροτικές περιοχές, τις περιοχές στις οποίες συντελείται βιομηχανική μετάβαση και τις περιοχές που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα, όπως οι υπερβόρειες περιοχές που είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένες και οι νησιωτικές, διασυνοριακές και ορεινές περιοχές.

Συναφώς, τα άρθρα 174 ΣΛΕΕ έως 178 ΣΛΕΕ δεν δύνανται να αποτελέσουν νομικές βάσεις για την έκδοση πράξεως που να συνεπάγεται επαναπροσδιορισμό της κατά τις εν λόγω διατάξεις έννοιας της περιφέρειας, απονέμοντας στις περιφέρειες με εθνικές μειονότητες ένα ιδιαίτερο καθεστώς, ανεξάρτητα από την πολιτική, διοικητική και θεσμική πραγματικότητα που επικρατεί στα οικεία κράτη μέλη. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, η Ένωση οφείλει, στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής, να σέβεται την κρατούσα στα κράτη μέλη πολιτική, διοικητική και θεσμική πραγματικότητα. Επομένως, όταν, με σκοπό και μόνο τη συγκρισιμότητα των στατιστικών δεδομένων των περιφερειών, το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 1059/2003, για τη θέσπιση μιας κοινής ονοματολογίας των εδαφικών στατιστικών μονάδων, προβλέπει τη συνεκτίμηση κριτηρίων όπως είναι η γεωγραφική, κοινωνικο-οικονομική, ιστορική, πολιτιστική ή περιβαλλοντική πραγματικότητα, επιδιώκει απλώς την ομαδοποίηση, σε μη διοικητική μονάδα με επαρκές πληθυσμιακό μέγεθος, των υφιστάμενων στα οικεία κράτη μέλη διοικητικών μονάδων με μόνο σκοπό τη συγκρισιμότητα των στατιστικών στοιχείων σχετικά με το επίπεδο ανάπτυξης των διαφόρων αυτών διοικητικών μονάδων.

Συνεπώς, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θα μπορούσε, χωρίς να υποπίπτει σε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, να εκδώσει πράξη η οποία θα όριζε περιφέρειες με εθνικές μειονότητες, που δικαιούνται ιδιαίτερης προσοχής στο πλαίσιο της ενωσιακής πολιτικής συνοχής, βάσει αυτοτελών κριτηρίων και, κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από την υφιστάμενη στα οικεία κράτη μέλη πολιτική, διοικητική και θεσμική πραγματικότητα. Εξάλλου, έστω και αν υποτεθεί ότι οι περιφέρειες με εθνικές μειονότητες μπορούν να αντιστοιχούν σε υφιστάμενες στα οικεία κράτη μέλη διοικητικές μονάδες ή ομαδοποιήσεις τέτοιων μονάδων, η διατήρηση των ιδιαίτερων εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών χαρακτηριστικών των περιφερειών αυτών δεν συνιστά σκοπό δυνάμενο να δικαιολογήσει την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης επί τη βάσει των άρθρων 174 ΣΛΕΕ, 176 ΣΛΕΕ, 177 ΣΛΕΕ και 178 ΣΛΕΕ.

(βλ. σκέψεις 69, 72, 74-77)

6.      Κατά το άρθρο 2 ΣΕΕ, η Ένωση βασίζεται στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Εξάλλου, το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας. Το δε άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ ορίζει ότι η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες, ενώ το άρθρο 51, παράγραφος 1, του εν λόγω Χάρτη διευκρινίζει ότι οι διατάξεις του απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, κατά την άσκηση της συντρέχουσας αρμοδιότητάς τους στον τομέα της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, η Ένωση και τα κράτη μέλη δεν πρέπει να προβαίνουν σε διάκριση εις βάρος προσώπων και πληθυσμών για τον λόγο ότι ανήκουν σε εθνική μειονότητα.

Συναφώς, ούτε το άρθρο 2 ΣΕΕ, ούτε το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ούτε άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων, ιδίως δε οι διατάξεις που στηρίζονται στην ιδιότητα μέλους εθνικής μειονότητας, δεν μπορούν να παράσχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να προτείνει, στο πλαίσιο της ενωσιακής πολιτικής συνοχής, την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης σκοπούσας στην αποτροπή οποιαδήποτε αποκλίσεως ή καθυστερήσεως ως προς την οικονομική ανάπτυξη των περιφερειών με εθνικές μειονότητες σε σύγκριση με τις γειτνιάζουσες περιφέρειες, εξαιτίας του μειονεκτήματος που συνιστούν, για τις πρώτες, τα ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά τους. Ειδικότερα, ενώ το άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ διαπιστώνει ότι οι υπερβόρειες περιοχές που είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένες και οι νησιωτικές, διασυνοριακές και ορεινές περιοχές πλήττονται από φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα λόγω του νησιωτικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα τους, του αναγλύφου τους, της απομόνωσής τους, του γεγονότος ότι είναι αραιοκατοικημένες έως εξαιρετικά αραιοκατοικημένες, δεν αναφέρει τις περιφέρειες των οποίων τα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά διαφέρουν από εκείνα των γειτνιαζουσών περιφερειών.

(βλ. σκέψεις 82-84, 86)

7.      Από το άρθρο 167 ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, από τις παραγράφους του 2 και 5, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της πολιτιστικής πολιτικής της Ένωσης και προκειμένου να συμβάλει στην ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών με σεβασμό προς την εθνική και περιφερειακή πολυμορφία τους, προβάλλοντας ταυτόχρονα την κοινή πολιτιστική κληρονομιά, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει την εξουσία να θεσπίζει δράσεις ενθάρρυνσης, χωρίς να εναρμονίζει τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών, ή να διατυπώνει συστάσεις που επιδιώκουν συγκεκριμένους στόχους, ήτοι, πρώτον, βελτίωση της γνώσης και της διάδοσης του πολιτισμού και της ιστορίας των ευρωπαϊκών λαών, δεύτερον, διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ευρωπαϊκής σημασίας, τρίτον, μη εμπορικές πολιτιστικές ανταλλαγές και, τέταρτον, καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργία, συμπεριλαμβανομένου του οπτικοακουστικού τομέα.

Δεν συμβάλλει στην επίτευξη κάποιου από τους στόχους της κατά το άρθρο 167 ΣΛΕΕ πολιτιστικής πολιτικής της Ένωσης μια πρόταση για την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης αποβλέπουσας στη θέσπιση, στο πλαίσιο της ενωσιακής πολιτικής συνοχής, ορισμένων εγγυήσεων υπέρ της διατηρήσεως των ιδιαίτερων εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών χαρακτηριστικών των περιφερειών με εθνικές μειονότητες. Ειδικότερα, η διατήρηση, μέσω των ως άνω χαρακτηριστικών, των περιφερειών με εθνικές μειονότητες, ή ακόμη και η αναγνώριση καθεστώτος αυτονομίας σε τέτοιες περιφέρειες, για τους σκοπούς της εφαρμογής της ενωσιακής πολιτικής συνοχής, αποτελεί σκοπό ο οποίος, αφενός, υπερβαίνει κατά πολύ την απλή συμβολή στην ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών, με σεβασμό προς την εθνική και περιφερειακή πολυμορφία τους, ή την απλή προβολή της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς και, αφετέρου, δεν συνδέεται ευθέως με κανέναν από τους στόχους στους οποίους αναφέρεται ειδικώς το άρθρο 167, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Ούτε το άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, ούτε το άρθρο 167, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ούτε το άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπουν στην Επιτροπή να προτείνει, στο πλαίσιο της ενωσιακής πολιτικής συνοχής, την έκδοση νομικής πράξεως σκοπούσας στην προστασία της πολιτιστικής πολυμορφίας την οποία αντιπροσωπεύουν οι εθνικές μειονότητες.

(βλ. σκέψεις 98-102)

8.      Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων των Συνθηκών και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που παρέχουν στην Ένωση, το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εξουσιοδοτεί τον νομοθέτη της Ένωσης να αναλάβει δράση για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει πρόσφορη νομική βάση για να προταθεί η έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης σχετικά με τις περιφέρειες με εθνικές μειονότητες η οποία δεν αποσκοπεί στην καταπολέμηση των δυσμενών διακρίσεων τις οποίες υφίστανται τα πρόσωπα ή οι πληθυσμοί που είναι εγκατεστημένοι στις περιφέρειες αυτές, για τον λόγο ότι ανήκουν σε τέτοια μειονότητα, αλλά στην αποτροπή οποιασδήποτε αποκλίσεως ή καθυστερήσεως ως προς την οικονομική ανάπτυξη των περιφερειών με εθνικές μειονότητες σε σύγκριση με τις γειτνιάζουσες περιφέρειες λόγω του μειονεκτήματος που συνιστούν, για τις πρώτες, τα ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά τους.

(βλ. σκέψεις 111-113)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 118)