Language of document : ECLI:EU:F:2007:128

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ολομέλεια)

της 11ης Ιουλίου 2007 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Συντάξεις – Αύξηση του ποσοστού εισφοράς στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ΚΥΚ όπως τροποποιήθηκε από 1ης Μαΐου 2004»

Στην υπόθεση F‑105/05,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA,

Dieter Wils, υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Altrier (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενος από τους G. Vandersanden και C. Ronzi, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπουμένου από τους J. F. De Wachter και M. Mustapha Pacha,

καθού,

υποστηριζομένου από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τις M. Arpio Santacruz και M. Simm,

και από

την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. Currall και D. Martin,

παρεμβαίνοντες,

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια),

συγκείμενο από τους P. Mahoney, Πρόεδρο, H. Kreppel και S. Van Raepenbusch, προέδρους τμήματος, I. Boruta, H. Kanninen, Χ. Ταγαρά και S. Gervasoni (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: W. Hakenberg,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Φεβρουαρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 21 Οκτωβρίου 2005 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο του δικογράφου κατατέθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2005), ο D. Wils ζητεί την ακύρωση του εκκαθαριστικού σημειώματος αποδοχών του του Ιανουαρίου 2005, στον βαθμό που, κατ’ εφαρμογήν του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκε από 1ης Μαΐου 2004 (στο εξής: ΚΥΚ ή νέος ΚΥΚ), στο εν λόγω σημείωμα το ποσοστό εισφοράς στο συνταξιοδοτικό σύστημα αυξάνεται σε 9,75 %, αναδρομικώς από 1ης Ιουλίου 2004.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 83 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως είχε πριν την 1η Μαΐου 2004 (στο εξής: παλαιός ΚΥΚ), όριζε τα εξής:

«1.      Η καταβολή των παροχών που προβλέπονται στο παρόν σύστημα συνταξιοδοτήσεως βαρύνει τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Τα κράτη μέλη εγγυώνται συλλογικά την καταβολή αυτών των παροχών σύμφωνα με την κλίμακα κατανομής που καθορίζεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών αυτών.

[…]

2.      Οι υπάλληλοι συμβάλλουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση αυτού του συστήματος συνταξιοδοτήσεως. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται στο 8,25 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συντελεστές αναπροσαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 64. Η εν λόγω συνεισφορά αφαιρείται μηνιαίως από τον μισθό του ενδιαφερομένου.

[…]

4. Αν η ασφαλιστική αποτίμηση του συστήματος συνταξιοδοτήσεως που πραγματοποιείται από έναν ή περισσότερους ειδικευμένους εμπειρογνώμονες, κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], αποδεικνύει ότι το ποσό της συνεισφοράς των υπαλλήλων είναι ανεπαρκές για την εξασφάλιση της χρηματοδοτήσεως του ενός τρίτου των προβλεπομένων παροχών στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως, οι αρμόδιες επί του προϋπολογισμού αρχές, αποφαινόμενες σύμφωνα με τη διαδικασία του προϋπολογισμού και κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 10, καθορίζουν τις τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν στο ποσοστό των συνεισφορών ή στην ηλικία συνταξιοδοτήσεως.»

3        Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (EE L 124, σ. 1), τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004. Το άρθρο 83 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκε από 1ης Μαΐου 2004, προβλέπει πλέον τα εξής:

«1. Η καταβολή των παροχών που προβλέπονται στο παρόν σύστημα συνταξιοδοτήσεως βαρύνει τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Τα κράτη μέλη εγγυώνται συλλογικά την καταβολή αυτών των παροχών σύμφωνα με την κλίμακα κατανομής που καθορίζεται για τη χρηματοδότηση αυτών των δαπανών αυτών.

[…]

2. Οι υπάλληλοι συμβάλλουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση αυτού του συστήματος συνταξιοδοτήσεως. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται στο 9,25 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συντελεστές αναπροσαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 64. Η εν λόγω συνεισφορά αφαιρείται μηνιαίως από το μισθό του ενδιαφερομένου. Η συνεισφορά αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο Παράρτημα VII.

3. Ο τρόπος εκκαθαρίσεως των συντάξεων των υπαλλήλων που άσκησαν τα καθήκοντά τους εν μέρει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακος και Χάλυβος ή που ανήκουν στα όργανα ή στις κοινές υπηρεσίες των Κοινοτήτων, καθώς και η κατανομή των βαρών που προκύπτουν από την εκκαθάριση των συντάξεων αυτών μεταξύ του ταμείου συντάξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος και των προϋπολογισμών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας ρυθμίζονται βάσει κανονισμού, εκδιδομένου με κοινή συμφωνία των Συμβουλίων και της Επιτροπής των Προέδρων της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.»

4        Επιπλέον, ο κανονισμός 723/2004 προσέθεσε ένα νέο άρθρο 83α στον ΚΥΚ, σύμφωνα με το οποίο:

«1.      Η ισορροπία του συστήματος συνταξιοδοτήσεως εξασφαλίζεται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στο Παράρτημα XII λεπτομερείς κανόνες.

2.      Οι Υπηρεσίες οι οποίες δεν επιδοτούνται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταβάλλουν, στον εν λόγω προϋπολογισμό, το πλήρες ποσό των εισφορών που είναι αναγκαίες για τη χρηματοδότηση του συστήματος.

3.      Επ’ ευκαιρία της ανά πενταετία διενεργούμενης αναλογιστικής αποτίμησης σύμφωνα με το Παράρτημα XII, και με σκοπό να εξασφαλίζεται η ισορροπία του συστήματος, το Συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με το ποσοστό της εισφοράς και την ενδεχόμενη τροποποίηση της ηλικίας συνταξιοδότησης.

4.      Η Επιτροπή υποβάλλει κάθε έτος στο Συμβούλιο ενημερωμένη μορφή της αναλογιστικής αποτίμησης, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2 του Παραρτήματος XII. Εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη απόκλισης τουλάχιστον 0,25 τοις εκατό μεταξύ του ποσοστού της τρέχουσας εισφοράς και του ποσοστού που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας, το Συμβούλιο εξετάζει κατά πόσον είναι σκόπιμη η αναπροσαρμογή του ποσοστού, σύμφωνα με τους καθοριζόμενους στο Παράρτημα XII κανόνες.

5.      Για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο αποφασίζει, προτάσει της Επιτροπής, με ειδική πλειοψηφία, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 205, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση της Συνθήκης ΕΚ. Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, η πρόταση της Επιτροπής υποβάλλεται κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»

5        Το παράρτημα XII του ΚΥΚ, που περιέχει τις διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 83α, προβλέπει, στο άρθρο του 1, τα εξής:

«1.      Για τον καθορισμό της εισφοράς των υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό καθεστώς που αναφέρεται στο άρθρο 83α, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή πραγματοποιεί ανά πενταετία, αρχής γενομένης το 2004, την αναλογιστική αποτίμηση της ισορροπίας του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 83α, παράγραφος 3, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης. Η αξιολόγηση αυτή αναφέρει εάν η εισφορά των υπαλλήλων επαρκεί να χρηματοδοτήσει το ένα τρίτο της δαπάνης που προβλέπεται από το συνταξιοδοτικό καθεστώς.

2.      Για την εξέταση που αναφέρεται στο άρθρο 83α, παράγραφος 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή πραγματοποιεί, κάθε έτος, ενημέρωση της εν λόγω αναλογιστικής αποτίμησης, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη του πληθυσμού, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 του παρόντος Παραρτήματος, του επιτοκίου που ορίζεται στο άρθρο 10 του παρόντος Παραρτήματος και του ποσοστού ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ορίζεται στο άρθρο 11 του παρόντος Παραρτήματος.

3.      Η αποτίμηση και οι ενημερώσεις πραγματοποιούνται κάθε έτος n, βάσει του πληθυσμού των ενεργών μελών του συνταξιοδοτικού καθεστώτος στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους (n-1).»

6        Το άρθρο 2 του παραρτήματος XII του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«1.      Η αναπροσαρμογή του ποσοστού της εισφοράς γίνεται με ισχύ από 1ης Ιουλίου, ταυτόχρονα με την ετήσια αναπροσαρμογή των αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Κάθε αναπροσαρμογή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα εισφορά μεγαλύτερη ή μικρότερη από 1 % σε σχέση με την εισφορά που ίσχυε το προηγούμενο έτος.

2. Η αναπροσαρμογή που αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 2004 δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αύξηση της εισφοράς πέραν του 9,75 %. Η αναπροσαρμογή που αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 2005 δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αύξηση της εισφοράς πέραν του 10,25 %.

3. Η διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της αναπροσαρμογής του ποσοστού της εισφοράς που θα προέκυπτε από τον αναλογιστικό υπολογισμό και της αναπροσαρμογής που προκύπτει από την αναφερόμενη στην παράγραφο 2 μεταβολή, δεν οδηγεί ποτέ σε ανάκτηση ή, κατ’ ακολουθία, σε συνυπολογισμό της κατά τους μεταγενέστερους αναλογιστικούς υπολογισμούς. Το ποσοστό της εισφοράς που θα προκύψει από τον αναλογιστικό υπολογισμό αναφέρεται στην έκθεση αποτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος.»

7        Σύμφωνα με το άρθρο 4 του παραρτήματος XII του ΚΥΚ:

«1.      Η αναλογιστική ισορροπία αξιολογείται με βάση τη μέθοδο υπολογισμού που αναφέρεται στο παρόν κεφάλαιο.

2.      Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, η “αναλογιστική αξία” των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία του υπολογισμού αντιπροσωπεύει υποχρέωση προηγούμενης υπηρεσίας, ενώ η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα αποκτηθούν κατά το έτος υπηρεσίας που αρχίζει την ημερομηνία του υπολογισμού, αντιπροσωπεύει το “κόστος υπηρεσίας”.

3.      Εξυπακούεται ότι όλες οι συνταξιοδοτήσεις (εκτός για αναπηρία) θα επέλθουν σε καθορισμένη μέση ηλικία r. Η μέση ηλικία συνταξιοδότησης ενημερώνεται μόνο κατά την πενταετή αναλογιστική αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος και μπορεί να διαφέρει για τις διάφορες ομάδες προσωπικού.

4.      Για τον καθορισμό των αναλογιστικών αξιών:

α)      λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές μεταβολές στο βασικό μισθό κάθε υπαλλήλου μεταξύ της ημερομηνίας υπολογισμού και της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης·

β)      δεν λαμβάνονται υπόψη τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία υπολογισμού.

5.      Όλες οι σχετικές διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης (ιδίως στα Παραρτήματα VIII και XIII) λαμβάνονται υπόψη κατά την αναλογιστική αποτίμηση του κόστους υπηρεσίας.

6.      Εφαρμόζεται διαδικασία εξομάλυνσης για τον καθορισμό του πραγματικού προεξοφλητικού επιτοκίου και του ποσοστού ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών των κοινοτικών υπαλλήλων. Η εξομάλυνση προκύπτει από κινητό μέσο όρο 12ετίας για το επιτόκιο και για την αύξηση στις κλίμακες μισθών.»

8        Σύμφωνα με το άρθρο 10 του παραρτήματος XII του ΚΥΚ:

«1.      Τα επιτόκια που λαμβάνονται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς βασίζονται στα παρατηρούμενα μέσα ετήσια επιτόκια του μακροχρόνιου δημόσιου χρέους των κρατών μελών, τα οποία δημοσιεύονται από την Επιτροπή. Για τον υπολογισμό του αντίστοιχου επιτοκίου μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, το οποίο χρειάζεται για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, χρησιμοποιείται ο κατάλληλος δείκτης τιμών καταναλωτή.

2.      Το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο που λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, είναι ο μέσος όρος των πραγματικών μέσων επιτοκίων για τα [δώδεκα] έτη που προηγούνται του τρέχοντος έτους.»

9        Η τεχνική εκτέλεση του παραρτήματος XII του ΚΥΚ ανατέθηκε στη Eurostat, η οποία επικουρείται από ένα ή περισσότερους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες με τα απαιτούμενα προσόντα για τη διενέργεια των αναλογιστικών αποτιμήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 13 του παραρτήματος XII του ΚΥΚ:

«[…]

3.      Η Eurostat υποβάλλει κάθε έτος την 1η Σεπτεμβρίου έκθεση σχετικά με τις αποτιμήσεις και τις ενημερώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος.

4.      Τα ενδεχόμενα ζητήματα μεθοδολογίας που ανακύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος εξετάζονται από την Eurostat σε συνεργασία με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες των αρμοδίων υπηρεσιών των κρατών μελών και με τον ανεξάρτητο ειδικευμένο εμπειρογνώμονα. Προς τούτο, η Eurostat συγκαλεί συνεδρίαση της εν λόγω ομάδας, τουλάχιστον άπαξ του έτους. Εντούτοις, η Eurostat μπορεί να συγκαλεί συχνότερες συνεδριάσεις, εάν το κρίνει αναγκαίο.»

10      Η απόφαση του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 1981, περί θεσπίσεως μιας διαδικασίας τριμερούς διαβουλεύσεως όσον αφορά τις σχέσεις με το προσωπικό (στο εξής: απόφαση της 23ης Ιουνίου 1981), προβλέπει τα εξής:

«I.      [Διαβούλευση] στο πλαίσιο της επιτροπής [διαβουλεύσεως]

1.      Οι σχέσεις μεταξύ Συμβουλίου και προσωπικού, που εκπροσωπείται από τις συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις, στηρίζονται σε διαδικασία [διαβουλεύσεως] στην οποία λαμβάνουν μέρος οι διοικητικές αρχές των θεσμικών και των εξομοιουμένων προς αυτά οργάνων και στη διάρκεια της οποίας εξετάζονται όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες και οι θέσεις των ενδιαφερομένων μερών με σκοπό κατά το μέτρο του δυνατού τη διευκόλυνση συγκλίσεως των θέσεων και την εξασφάλιση ότι οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών, πριν πάρουν οποιαδήποτε οριστική θέση, θα γνωρίζουν τις απόψεις του προσωπικού και των διοικητικών αρχών.

2.      α)     Η διαβούλευση γίνεται στα πλαίσια επιτροπής που αποτελείται:

–        από ένα αντιπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος,

–        από ίσο αριθμό εκπροσώπων του προσωπικού πού ορίζονται από τις συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις,

–        από τον προϊστάμενο διοικήσεως κάθε οργάνου (δηλαδή από τον Γραμματέα του Δικαστηρίου [των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων] και τους Γενικούς Γραμματείς των άλλων οργάνων) ή από πρόσωπο που ο ίδιος ορίζει για να τον εκπροσωπεί.

[…]

3.      Η διαδικασία [διαβουλεύσεως] δύναται να εφαρμόζεται μόνο στις προτάσεις που υποβάλλει η Επιτροπή στο Συμβούλιο για την τροποποίηση του ΚΥΚ […] ή του καθεστώτος πού εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή για την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω ΚΥΚ ή καθεστώτος που αφορούν τις αποδοχές ή τις συντάξεις. Εφαρμόζεται στις προτάσεις αυτές όποτε το ζητήσει ένα μέλος της επιτροπής διαβουλεύσεως.

[…]

7.      Η επιτροπή [διαβουλεύσεως] συντάσσει έκθεση επί των πορισμάτων της εξετάσεως της προτάσεως, την οποία διαβιβάζει […] στην Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων για να υποβληθεί στο Συμβούλιο.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

11      Ο προσφεύγων είναι υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπου εργάζεται από το 1991. Προτού τοποθετηθεί στη μονάδα «Μεταφορές και μετακομίσεις», υπήρξε προϊστάμενος της υπηρεσίας «Συντάξεις» του Κοινοβουλίου.

12      Κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του νέου ΚΥΚ, ο προσφεύγων διαπίστωσε ότι η μεταρρύθμιση του ΚΥΚ μπορούσε να συνεπάγεται αύξηση της συνεισφοράς του στη χρηματοδότηση του κοινοτικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος.

13      Με επιστολή της 23ης Ιουλίου 2004, ο προσφεύγων υπέβαλε στον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου μια σειρά από 41 ερωτήματα και αιτήματα που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα του νέου ΚΥΚ και του παραρτήματός του XII.

14      Με επιστολή της 30ής Νοεμβρίου 2004, το Κοινοβούλιο απάντησε μερικώς στον προσφεύγοντα, αφήνοντας ωστόσο αναπάντητα ή μη ικανοποιώντας ορισμένα από τα ερωτήματα και αιτήματά του.

15      Μετά από την παραλαβή της προαναφερθείσας επιστολής της 30ής Νοεμβρίου 2004, ο προσφεύγων διαπίστωσε ότι το εκκαθαριστικό σημείωμα των αποδοχών του Ιανουαρίου 2005 ανέφερε ότι η εισφορά του στο συνταξιοδοτικό σύστημα είχε αυξηθεί αναδρομικώς από 1ης Ιουλίου 2004 και ανερχόταν πλέον στο 9,75 %.

16      Με επιστολή της 28ης Φεβρουαρίου 2005, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, με την οποία αμφισβήτησε τις απαντήσεις που έδωσε το Κοινοβούλιο με την προαναφερθείσα επιστολή της 30ής Νοεμβρίου 2004 και ζήτησε την ακύρωση του ως άνω σημειώματος του Ιανουαρίου 2005.

17      Με επιστολή της 13ης Ιουλίου 2005, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου απέρριψε τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Η υπό κρίση προσφυγή πρωτοκολλήθηκε αρχικώς στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με τον αριθμό T‑399/05.

19      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE L 333, σ. 7), παρέπεμψε την παρούσα υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ. Η προσφυγή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ με τον αριθμό F‑105/05.

20      Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με τηλεομοιοτυπία την 1η Δεκεμβρίου 2005 (του οποίου το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2005), το Συμβούλιο ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία προς στήριξη των αιτημάτων του Κοινοβουλίου. Με διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 2006, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ επέτρεψε την παρέμβαση αυτή.

21      Με χωριστό δικόγραφο, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 3 Απριλίου 2006 με τηλεομοιοτυπία, (του οποίου το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 5 Απριλίου 2006), το Συμβούλιο προέβαλε ένσταση βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, που έχει εφαρμογή mutatis mutandis στο Δικαστήριο ΔΔ δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2004/752, μέχρι τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού Διαδικασίας του τελευταίου αυτού. Με το δικόγραφο αυτό, ζητήθηκε από το Δικαστήριο ΔΔ να αποσυρθεί από τη δικογραφία της παρούσας υποθέσεως η γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου της 10ης Απριλίου 2003, την οποία ο προσφεύγων είχε επισυνάψει στην προσφυγή του.

22      Με διάταξη της 20ής Ιουνίου 2006, το Δικαστήριο ΔΔ δέχθηκε το αίτημα του Συμβουλίου, αφαιρώντας τη γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας, της 10ης Απριλίου 2003, από τη δικογραφία, και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

23      Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Δικαστήριο ΔΔ αποφάσισε, στις 4 Οκτωβρίου 2006, αφού άκουσε τους διαδίκους, να παραπέμψει την υπόθεση στην ολομέλεια.

24      Βάσει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Δικαστήριο ΔΔ ζήτησε από τους διαδίκους, από το παρεμβαίνον και από την Επιτροπή, που τότε δεν μετείχε στη διαδικασία, να απαντήσουν σε γραπτές ερωτήσεις και να του κοινοποιήσουν έγγραφα.

25      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία προς στήριξη των αιτημάτων του Κοινοβουλίου. Κατ’ εφαρμογή των άρθρων 115, παράγραφος 1, και 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ, με διάταξη της 10ης Ιανουαρίου 2007, επέτρεψε στην Επιτροπή να παρέμβει κατά την προφορική διαδικασία.

26      Με τηλεομοιοτυπία που περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 8 Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή ζήτησε, εξ ονόματος των τριών θεσμικών οργάνων που μετείχαν στη διαδικασία, να επιτραπεί σε υπάλληλο της Eurostat να έλθει να εκθέσει ορισμένα τεχνικά στοιχεία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Λαμβανομένου υπόψη του τεχνικού χαρακτήρα των ζητημάτων που ανακύπτουν από τη διαφορά, το Δικαστήριο ΔΔ επέτρεψε στους υπαλλήλους των θεσμικών οργάνων να μπορούν να επικουρούνται, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, για τις ανάγκες της υπεράσπισης, από υπάλληλο της Eurostat. Ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντος, ενημερωθείς από το Δικαστήριο ΔΔ σχετικά με την παρουσία του εν λόγω υπαλλήλου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση με τηλεομοιοτυπία της 9ης Φεβρουαρίου 2007, δεν διατύπωσε αντιρρήσεις, ιδίως κατά την ημέρα της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ως προς τη δυνατότητα του υπαλλήλου αυτού να απαντά σε τεχνικής φύσεως ερωτήσεις του Δικαστηρίου ΔΔ

27      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Δικαστήριο ΔΔ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Φεβρουαρίου 2007.

28      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει το εκκαθαριστικό σημείωμα των αποδοχών του Ιανουαρίου 2005, αναδρομικώς από 1ης Ιουλίου 2004,

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

29      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να κρίνει την προσφυγή εν μέρει απαράδεκτη και, κατά τα λοιπά, αβάσιμη,

–        να αποφανθεί κατά νόμον επί των δικαστικών εξόδων.

30      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, παρεμβαίνοντες, υποστηρίζουν τα αιτήματα του Κοινοβουλίου.

 Σκεπτικό

31      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η αύξηση στο 9,75 % του ποσοστού εισφοράς στο συνταξιοδοτικό σύστημα, που περιλαμβάνεται στο εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών του Ιανουαρίου 2005, στερείται νομικής βάσεως, στον βαθμό που το εν λόγω ποσοστό εισφοράς καθορίστηκε κατ’ εφαρμογήν του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, του οποίου ο ενδιαφερόμενος αμφισβητεί τη νομιμότητα.

32      Η έλλειψη νομιμότητας του παραρτήματος XII του ΚΥΚ που προβάλλει ο προσφεύγων στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε πέντε λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από το ότι ο κανονισμός 723/2004 εκδόθηκε κατά παράβαση της διαδικασίας διαβουλεύσεως που προβλέπει η απόφαση της 23ης Ιουνίου 1981. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από το ότι το παράρτημα XII του ΚΥΚ είναι πλημμελές λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών η οποία οδήγησε σε πλάνη περί το δίκαιο. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Ο τέταρτος λόγος από κατάχρηση εξουσίας. Ο πέμπτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 1. Επί του εννόμου συμφέροντος

33      Η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι πουθενά στο δικόγραφο της προσφυγής δεν γίνεται λόγος για την προσωπική κατάσταση του προσφεύγοντος, αλλά μόνο για θεσμικά, πολιτικά και συνδικαλιστικά ζητήματα. Η προσφυγή ασκήθηκε υπέρ του νόμου και μόνον και πρέπει, για τον λόγο αυτό, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

34      Είναι αληθές, καταρχάς, ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως της προσφυγής αντλούνται από την έλλειψη νομιμότητας του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, το οποίο δεν αφορά ατομικώς τον προσφεύγοντα, υπό την έννοια ότι δεν τον θίγει λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που προσιδιάζουν σε αυτόν ή λόγω κάποιας πραγματικής καταστάσεως που τον χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο, αλλά τον αφορά μόνον όπως αφορά και κάθε άλλο υπάλληλο. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ο προσφεύγων δεν μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει ευθέως την ακύρωση του εν λόγω παραρτήματος XII (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937· απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2006, T‑35/05, T‑61/05, T‑107/05, T‑108/05 και T‑139/05, Agne-Dapper κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συμβουλίου, Επιτροπής, Ελεγκτικού Συνεδρίου και ΟΚΕ, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 58).

35      Ωστόσο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 241 ΕΚ, ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα να προβάλει, παρεμπιπτόντως, την έλλειψη νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων γενικής ισχύος που τον αφορούν κατά τρόπο όχι ατομικό, ειδικότερα δε του ΚΥΚ, τούτο δε υπό την ιδιότητά του ως υπαλλήλου. Κατά το Δικαστήριο, από τη δυνατότητα αυτή εξαρτάται μάλιστα και ο σεβασμός του δικαιώματος επί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 40). Για τον λόγο αυτό, η απαίτηση περί άμεσου και ατομικού συνδέσμου μεταξύ του προσφεύγοντος και της πράξεως γενικής ισχύος την οποία προσβάλλει δεν μπορεί να αντιταχθεί σε παρεμπίπτουσα προσφυγή ασκηθείσα βάσει του άρθρου 241 ΕΚ.

36      Το παραδεκτό της αμφισβητήσεως, παρεμπιπτόντως, της νομιμότητας κοινοτικής πράξεως γενικής ισχύος εξαρτάται μόνον από τη ρητή προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη ατομική πράξη πρέπει να έχει εκδοθεί κατ’ άμεση εφαρμογή της πράξεως γενικής ισχύος (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2000, C‑432/98 P και C‑433/98 P, Συμβούλιο κατά Chvatal κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑8535, σκέψη 33) και ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει έννομο συμφέρον για την προσβολή της ατομικής αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας προσφυγής (προπαρατεθείσα απόφαση Agne-Dapper κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συμβουλίου, Επιτροπής, Ελεγκτικού Συνεδρίου και ΟΚΕ, σκέψεις 42 και 43).

37      Εν προκειμένω όμως, δεν αμφισβητείται ότι η αύξηση του ποσοστού εισφοράς για τις συντάξεις που περιλαμβάνεται στο εκκαθαριστικό σημείωμα των αποδοχών του προσφεύγοντος του Ιανουαρίου 2005 αποφασίστηκε κατ’ άμεση εφαρμογή του παραρτήματος XII του ΚΥΚ ούτε ότι ο προσφεύγων έχει συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της αυξήσεως αυτής.

38      Δεύτερον, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι ο προσφεύγων δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς υπέρ του νόμου ή προς το συμφέρον των θεσμικών οργάνων και μπορεί να προβάλλει, προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως, μόνον τις αιτιάσεις που τον αφορούν προσωπικώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 1983, 85/82, Schloh κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1983, σ. 2105, σκέψη 14). Η απαίτηση αυτή όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι σημαίνει ότι ο κοινοτικός δικαστής δέχεται το παραδεκτό αιτιάσεως μόνον υπό την προϋπόθεση ότι συνδέεται με την προσωπική κατάσταση του προσφεύγοντος και μόνο. Όπως και η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον αν ο προσφεύγων έχει προσωπικό συμφέρον για την ακύρωση της πράξεως την οποία προσβάλλει (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3253, σκέψη 44, και, a contrario, διάταξη του Πρωτοδικείου της 24ης Ιανουαρίου 2000, T‑179/98, Cuenda Guijarro κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑1 και II‑1, σκέψη 60), έτσι και οι αιτιάσεις του προσφεύγοντος είναι παραδεκτές μόνον αν μπορούν να στηρίξουν ακύρωση από την οποία αυτός μπορεί να επωφεληθεί, ήτοι για την οποία έχει προσωπικό συμφέρον (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1973, 37/72, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972‑1973, σ. 503, σκέψη 7, και της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 124/75, Perinciolo κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1976, σ. 1953, σκέψη 26). Ομοίως, μια ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι παραδεκτή μόνον αν είναι ικανή, με το αποτέλεσμά της, να προσπορίσει όφελος στον διάδικο που την προέβαλε (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2006, T‑135/05, Campoli κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 132).

39      Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ένας υπάλληλος του Συμβουλίου δεν είχε συμφέρον να παραπονείται ότι η επίδικη κενή θέση δεν γνωστοποιήθηκε στο προσωπικό των άλλων κοινοτικών οργάνων εκτός από το Συμβούλιο, εφόσον επρόκειτο για παράλειψη η οποία δεν του προκαλούσε βλάβη (προπαρατεθείσα απόφαση Schloh κατά Συμβουλίου, σκέψεις 13 και 14). Το Πρωτοδικείο έχει επίσης κρίνει, με την προπαρατεθείσα απόφασή του Campoli κατά Επιτροπής (σκέψη 133), ότι, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι θα μπορούσε να αντλήσει οικονομικό όφελος από απόφαση του Πρωτοδικείου με την οποία θα κρινόταν παράνομη η θέσπιση ελάχιστου διορθωτικού συντελεστή 100 % εφαρμοστέου στις συντάξεις για τα κράτη μέλη όπου το κόστος ζωής είναι το λιγότερο υψηλό, η αιτίαση αυτή, που προβλήθηκε στο πλαίσιο ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας στρεφομένης κατά του άρθρου 20 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, ήταν, κατά συνέπεια, απαράδεκτη.

40      Στην υπό κρίση διαφορά, είναι αληθές ότι οι λόγοι που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη του ισχυρισμού περί ελλείψεως νομιμότητας του παραρτήματος XII του ΚΥΚ δεν αφορούν μόνον την προσωπική του κατάσταση. Ωστόσο, αντλούνται όλες από παρατυπίες ικανές να τον έχουν βλάψει. Ο ενδιαφερόμενος έχει συγκεκριμένα συμφέρον να προβάλει ενώπιον δικαστηρίου, παρεμπιπτόντως, τον ισχυρισμό ότι κατά τη θέσπιση του εν λόγω παραρτήματος δεν τηρήθηκαν οι περί διαβουλεύσεως κανόνες που είχε θέσει το Συμβούλιο, ότι η μέθοδος υπολογισμού της συνταξιοδοτικής του εισφοράς είναι προδήλως εσφαλμένη και απρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού της αναλογιστικής ισορροπίας του συνταξιοδοτικού συστήματος ή ενέχει κατάχρηση εξουσίας, και ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που είχε ως προς την τήρηση των κανόνων χρηματοδοτήσεως του εν λόγω καθεστώτος έπρεπε να προστατευθεί δεόντως.

41      Έτσι, το γεγονός ότι οι αιτιάσεις του προσφεύγοντος στηρίζονται σε θεσμικής, πολιτικής και συνδικαλιστικής φύσεως λόγους και δεν αφορούν μόνον την προσωπική του κατάσταση δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο των αιτιάσεων αυτών.

42      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

 2. Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της διαδικασίας διαβουλεύσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

43      Ο προσφεύγων υποστηρίζει με την προσφυγή του (στο σημείο 31 και στην υποσημείωση αριθ. 9) ότι η διαδικασία θεσπίσεως της μεταρρυθμίσεως του κοινοτικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος υπήρξε πλημμελής, δεδομένου ότι η προβλεπομένη από την απόφαση της 23ης Ιουνίου 1981 διαβούλευση δεν πραγματοποιήθηκε βάσει τυπικής προτάσεως της Επιτροπής.

44      Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε το Κοινοβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως, ο προσφεύγων δεν αποδεικνύει ότι η γνώμη της επιτροπής διαβουλεύσεως δεν μπορούσε να συζητηθεί παρά μόνον επί τυπικής προτάσεως της Επιτροπής προς το Συμβούλιο. Η απόφαση της 23ης Ιουνίου 1981 ουδόλως αναφέρει την απαίτηση αυτή.

45      Ο προσφεύγων υποστηρίζει εκ νέου, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι το παράρτημα XII του ΚΥΚ θεσπίστηκε κατά παράβαση της διαδικασίας διαβουλεύσεως που προβλέπει η απόφαση της 23ης Ιουνίου 1981. Συγκεκριμένα, μολονότι στην επιτροπή διαβουλεύσεως έπρεπε να υποβληθεί κάθε πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 3 της αποφάσεως της 23ης Ιουνίου 1981, η γνώμη της επιτροπής διαβουλεύσεως ζητήθηκε μόνον επί της αρχικής προτάσεως περί του παραρτήματος XII που υπέβαλε η Επιτροπή και όχι επί της δεύτερης προτάσεως της Επιτροπής, η οποία είχε λάβει υπόψη τις κατευθύνσεις που συνήγαγε το Συμβούλιο στις 19 Μαΐου 2003 (τον συμβιβασμό της ελληνικής προεδρίας). Το Συμβούλιο θα έπρεπε να ζητήσει ευθέως τη γνώμη της επιτροπής διαβουλεύσεως επί του συμβιβασμού της εν λόγω προεδρίας. Δεδομένου ότι η Επιτροπή υπέβαλε την τροποποιημένη πρότασή της μόλις τον Νοέμβριο του 2003, η τελική μορφή του παραρτήματος XII δεν υποβλήθηκε στην επιτροπή διαβουλεύσεως από την Επιτροπή και, συνεπώς, δεν έλαβε την έγκριση των οργανώσεων που εκπροσωπούν το προσωπικό.

46      Το Συμβούλιο υποστηρίζει, με το υπόμνημα παρεμβάσεως, ότι, ως κοινοτική αρχή αρμόδια για την τροποποίηση του ΚΥΚ, εξέδωσε τον κανονισμό 723/2004 βάσει προτάσεως της Επιτροπής, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το έγγραφο COM (2003) 721 της 18ης Νοεμβρίου 2003, και κατόπιν διαβουλεύσεως με τα οικεία θεσμικά όργανα, σύμφωνα με το άρθρο 283 ΕΚ. Επιπλέον, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι η αρχική πρόταση της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2002, περιείχε ήδη ένα νέο παράρτημα XII του ΚΥΚ, το οποίο προέβλεπε μια μέθοδο για την εξασφάλιση της ισορροπίας του συνταξιοδοτικού συστήματος. Για λόγους επείγοντος, η Επιτροπή δεν περιέλαβε στην αρχική αυτή πρόταση τις λεπτομέρειες της μεθόδου υπολογισμού. Κατόπιν των διαπραγματεύσεων, η μέθοδος αυτή περιελήφθη στη δεύτερη πρόταση της Επιτροπής, της 18ης Νοεμβρίου 2003. Το παράρτημα XII του ΚΥΚ θεσπίστηκε συνεπώς βάσει τυπικής προτάσεως της Επιτροπής και αφού ζητήθηκε τυπικώς η γνώμη της επιτροπής διαβουλεύσεως. Η αιτιολογική σκέψη 38 του κανονισμού 723/2004 αναφέρει εξάλλου ότι οι νέοι κανόνες έγιναν δεκτοί «από τις οργανώσεις που εκπροσωπούν το προσωπικό και των οποίων η γνώμη ζητήθηκε στο πλαίσιο της επιτροπής διαβουλεύσεως που συστήθηκε με την απόφαση […] της 23ης Ιουνίου 1981».

47      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται, κυρίως, ότι ο λόγος που αντλείται από παράβαση της διαδικασίας διαβουλεύσεως δεν προβλήθηκε τυπικώς από τον προσφεύγοντα παρά μόνο στο στάδιο της απαντήσεως και ότι ο λόγος αυτός πρέπει, κατά συνέπεια, να κηρυχθεί απαράδεκτος. Επικουρικώς, το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι μια διαδικαστική παρατυπία δεν συνεπάγεται την ακύρωση αποφάσεως παρά μόνον αν αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της παρατυπίας αυτής, η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Εν προκειμένω όμως, ο προσφεύγων δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι, αν είχε ζητηθεί τυπικώς η γνώμη της επιτροπής διαβουλεύσεως επί της δεύτερης προτάσεως κανονισμού, της 18ης Νοεμβρίου 2003, το περιεχόμενο του παραρτήματος XII του ΚΥΚ θα ήταν διαφορετικό. Τέλος, η απόφαση της 23ης Ιουνίου 1981 δεν επιβάλλει να ζητείται η γνώμη της επιτροπής διαβουλεύσεως σχετικά με τροποποιητική πρόταση κανονισμού, εξαρτώντας από την προϋπόθεση αυτή τη νομιμότητα του εκδιδομένου κανονισμού.

48      Τέλος, σύμφωνα με τη γνώμη που εξέφρασε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων δεν έχει κανένα προσωπικό συμφέρον για να επικρίνει το σύννομο της διαδικασίας διαβουλεύσεως και συνεπώς η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

49      Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι μια πρώτη πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υποβλήθηκε από την Επιτροπή τον Απρίλιο του 2002. Η πρόταση αυτή δεν προέβλεπε σημαντική τροποποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Με απόφαση της 19ης Μαΐου 2003, το Συμβούλιο καθόρισε τις κατευθύνσεις της μεταρρυθμίσεως του συνταξιοδοτικού συστήματος και αποφάσισε να συνδέσει τη μεταρρύθμιση αυτή με τη μεταρρύθμιση του ΚΥΚ. Η διαδικασία διαβουλεύσεως διεξήχθη, από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2003, βάσει της πρώτης προτάσεως της Επιτροπής και των κατευθύνσεων του Συμβουλίου. Στις 18 Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή υπέβαλε δεύτερη πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου, λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθύνσεις που καθόρισε το Συμβούλιο στις 19 Μαΐου 2003 και τα αποτελέσματα της διαδικασίας διαβουλεύσεως.

50      Η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος περί του μη συννόμου της διαδικασίας διαβουλεύσεως έχει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αντλείται από το ότι, αντίθετα προς τις διατάξεις της αποφάσεως της 23ης Ιουνίου 1981, η διαβούλευση δεν πραγματοποιήθηκε βάσει τυπικής προτάσεως της Επιτροπής, αλλά κατόπιν πρωτοβουλίας του Συμβουλίου και βάσει κειμένου καταρτισθέντος ευθέως από αυτό. Σύμφωνα με το δεύτερο σκέλος, η δεύτερη πρόταση της Επιτροπής που περιείχε τη νέα μορφή του παραρτήματος XII του ΚΥΚ δεν υποβλήθηκε στην επιτροπή διαβουλεύσεως.

51      Πρώτον, σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου I 3 της αποφάσεως της 23ης Ιουνίου 1981, η διαδικασία διαβουλεύσεως μπορεί να εφαρμόζεται μόνο στις προτάσεις που υποβάλλει στο Συμβούλιο η Επιτροπή και αφορούν την τροποποίηση του ΚΥΚ ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων, ή αφορούν τη σχετική με τις αμοιβές ή τις συντάξεις διατάξεις του εν λόγω ΚΥΚ ή του εν λόγω καθεστώτος. Οι διατάξεις αυτές εξαρτούν την οργάνωση μιας διαδικασίας διαβουλεύσεως από τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων, ήτοι από μια πρόταση Επιτροπής προς το Συμβούλιο στον σχετικό τομέα και από μια αίτηση ενός μέλους της επιτροπής διαβουλεύσεως. Οι διατάξεις αυτές δεν αποσκοπούν, αντιθέτως, στο να απαγορεύσουν στην επιτροπή διαβουλεύσεως, πράγμα που εξάλλου θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό της διαδικασίας, να περιλάβει στη διαβούλευση και άλλα στοιχεία πέραν αυτών που περιέχει η πρόταση της Επιτροπής και να λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία, που παρέχουν οι συνδικαλιστικές ή επαγγελματικές οργανώσεις, τα κράτη μέλη ή τα θεσμικά όργανα, προκειμένου να επιτελέσει την αποστολή της που συνίσταται στην τριμερή διαβούλευση. Κατά συνέπεια, η απόφαση της 23ης Ιουνίου 1981 δεν εμπόδιζε, αντίθετα προς τα όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων με το πρώτο σκέλος της επιχειρηματολογίας του, την επιτροπή διαβουλεύσεως να εξετάσει, όπως εν προκειμένω, τις τροποποιήσεις που το Συμβούλιο σχεδίαζε να ζητήσει από την Επιτροπή να επιφέρει στην πρώτη πρότασή της.

52      Δεύτερον, όπως μόλις υπενθυμίστηκε, η διαδικασία διαβουλεύσεως εφαρμόζεται στις προτάσεις της Επιτροπής μόνον αν ένα μέλος της επιτροπής διαβουλεύσεως υποβάλει σχετική αίτηση. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στο να αποφεύγεται το ενδεχόμενο διεξαγωγής της διαδικασίας διαβουλεύσεως όταν η διαδικασία αυτή δεν φαίνεται να παρουσιάζει κρισιμότητα γι’ αυτούς ακριβώς που έχουν την ευθύνη της διεξαγωγής της. Η εν λόγω διάταξη μπορεί, μεταξύ άλλων, να παράσχει τη δυνατότητα στην επιτροπή διαβουλεύσεως να παραλείψει την εξέταση των τροποποιητικών προτάσεων της Επιτροπής, όταν η πρώτη πρόταση έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο διαβουλεύσεως η οποία έχει κριθεί επαρκής.

53      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο ισχυρίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι κανένα μέλος της επιτροπής διαβουλεύσεως δεν ζήτησε την εφαρμογή της διαδικασίας διαβουλεύσεως όσον αφορά τη δεύτερη τροποποιητική πρόταση της Επιτροπής, που υποβλήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2003. Συνεπώς, δεν υφίστατο καμία νομική υποχρέωση κινήσεως της διαδικασίας διαβουλεύσεως επί της προτάσεως αυτής, αντίθετα προς τα όσα προϋποθέτει το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας του προσφεύγοντος.

54      Τέλος και ως εκ περισσού, αποτελεί πάγια νομολογία ότι μια διαδικαστική παρατυπία δεν μπορεί να καταστήσει ελαττωματική μια πράξη παρά μόνον αν αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της παρατυπίας αυτής, η εν λόγω πράξη θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 2003, T‑24/01, Staelen κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑79 και II‑423, σκέψη 53).

55      Από τα στοιχεία της δικογραφίας όμως δεν προκύπτει ότι το γεγονός ότι η δεύτερη πρόταση της Επιτροπής, της 18ης Νοεμβρίου 2003, δεν υποβλήθηκε για διαβούλευση μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενο του παραρτήματος XII του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, ναι μεν ο προσφεύγων ισχυρίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της διαβουλεύσεως η νέα μορφή του εν λόγω παραρτήματος XII, που περιελήφθη στη δεύτερη πρόταση της Επιτροπής, πλην όμως δεν αναφέρει επακριβώς ποια είναι τα στοιχεία τα οποία, ως εκ τούτου, αποκλείστηκαν από τη διαβούλευση. Αντιθέτως, από το σημείο 18 των πορισμάτων της επιτροπής διαβουλεύσεως, που κοινοποιήθηκαν στο Δικαστήριο ΔΔ με τηλεομοιοτυπία στις 8 Δεκεμβρίου 2006 από το Συμβούλιο σε απάντηση στις από 26 Οκτωβρίου 2006 γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου ΔΔ, προκύπτει ότι η επιτροπή διαβουλεύσεως ενέκρινε την αναλογιστική μέθοδο που τελικώς περιελήφθη στο παράρτημα XII του ΚΥΚ, ήτοι τη μέθοδο που προκύπτει από μελέτη της Eurostat του Σεπτεμβρίου 2003, τροποποιημένη σε τρία σημεία. Η πλειοψηφία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ειδικότερα, συμφώνησε με τη μεταρρύθμιση, όπως υπενθύμισε και το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

56      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν αποδείχθηκε ότι, αν η διαδικασία διαβουλεύσεως είχε εφαρμοστεί στη δεύτερη πρόταση της Επιτροπής, το παράρτημα XII του ΚΥΚ θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το παράρτημα XII του ΚΥΚ είναι πλημμελές λόγω σχετικής διαδικαστικής παρατυπίας, μια τέτοια παρατυπία δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να καταστήσει μη σύννομο το εν λόγω παράρτημα.

57      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος που αντλείται από παράβαση της διαδικασίας διαβουλεύσεως πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το παραδεκτό του.

 Επί του δευτέρου και τρίτου λόγου, που αντλούνται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

58      Εν προκειμένω, οι δύο αυτές αιτιάσεις πρέπει να συνεξεταστούν λόγω της στενής τους σχέσεως.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

59      Όσον αφορά, πρώτον, τον λόγο που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, η πλάνη αυτή κατέστησε πλημμελή, κατά τον προσφεύγοντα, την προβλεπόμενη στο άρθρο 10, παράγραφος 2, του παραρτήματος XII του ΚΥΚ επιλογή υπολογισμού του πραγματικού μέσου επιτοκίου στο χρονικό διάστημα των δώδεκα προ του τρέχοντος έτους ετών. Συγκεκριμένα, στην πραγματοποιηθείσα το 2003 αναλογιστική αποτίμηση, η Eurostat και η ομάδα των εθνικών εμπειρογνωμόνων συμφώνησαν σχετικά με το χρονικό διάστημα των είκοσι προ του τρέχοντος έτους ετών. Η περίοδος αναφοράς των δώδεκα ετών επελέγη προκειμένου να καταλήξει ο υπολογισμός σε υψηλότερο ποσοστό εισφοράς των υπαλλήλων. Ο προσφεύγων τονίζει ότι τα πρακτικά της διεξαχθείσας στις 7 Ιουνίου 2004 συνεδριάσεως της ομάδας εμπειρογνωμόνων που όφειλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, παράγραφος 4, του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, να επικουρήσει τη Eurostat στο έργο της τεχνικής εκτελέσεως του εν λόγω παραρτήματος (στο εξής: ομάδα εργασίας του άρθρου 83), αναφέρουν ότι η περίοδος αναφοράς των είκοσι ετών, η οποία ωστόσο είχε προταθεί με την αναλογιστική μελέτη που πραγματοποίησε η εταιρία KPMG το 1998 και περιελήφθη στην έκθεση της Eurostat το 2003, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα IAS αριθ. 19, αντικαταστάθηκε από μια περίοδο αναφοράς δώδεκα ετών κατόπιν πολιτικών διαπραγματεύσεων. Η παράμετρος αυτή δεν επελέγη συνεπώς για να εξασφαλισθεί η αναλογιστική ισορροπία του συστήματος. Εναπόκειται στο Κοινοβούλιο ή στο Συμβούλιο να εξηγήσουν τους λόγους της επιλογής αυτής.

60      Το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι ο λόγος που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως που οδήγησε σε πλάνη περί το δίκαιο δεν προβλήθηκε με τη διοικητική ένσταση και ότι είναι κατά συνέπεια απαράδεκτος. Επί της ουσίας, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει το Συμβούλιο ως νομοθέτης όσον αφορά τις διατάξεις του ΚΥΚ, μόνο μια πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη από τον δικαστή και η επιλογή μιας περιόδου αναφοράς δώδεκα ετών δεν συνιστά τέτοια πλάνη. Εξάλλου, ένας ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας, η εταιρία Ernst & Young Actuaires-Conseils, επιβεβαίωσε ότι οι χρησιμοποιούμενες αναλογιστικές διαδικασίες και υποθέσεις είναι κατάλληλες και αξιόπιστες.

61      Το Συμβούλιο τονίζει με το υπόμνημα παρεμβάσεως ότι, ναι μεν είναι αληθές ότι η μείωση της περιόδου αναφοράς από τα είκοσι στα δώδεκα έτη είχε ως αποτέλεσμα μείωση του συντελεστή αναγωγής της τρέχουσας αξίας που χρησιμοποιήθηκε κατά την αναλογιστική αποτίμηση στις 31 Δεκεμβρίου 2003 (3,9 % αντί του 4,7 %) και ότι η ως άνω μείωση του συντελεστή αυτού εξηγεί εν μέρει την αύξηση του ποσοστού εισφοράς (από 10,43 %, πριν από την εφαρμογή του κανόνα περί ανωτάτου ορίου στο 9,75 %, όπου περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος XII του ΚΥΚ), πλην όμως από τη διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το ληφθέν μέτρο δεν είναι κατάλληλο για να εξασφαλισθεί η αναλογιστική ισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος.

62      Το Συμβούλιο δέχεται ότι η μείωση του αριθμού των ετών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του πραγματικού επιτοκίου καθιστά το τελευταίο αυτό, όπως και το ποσοστό εισφοράς, περισσότερο ευμετάβλητο, αλλά υποστηρίζει ότι η επιλογή αυτή δεν έχει αντίκτυπο στην ισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος μακροπρόθεσμα, δεδομένου ότι τα επιτόκια επανυπολογίζονται κάθε έτος, πράγμα που καθιστά δυνατή την ετήσια προσαρμογή του ποσοστού εισφοράς για να εξασφαλίζεται η αναλογιστική ισορροπία. Δεν υπάρχει στοιχείο βάσει του οποίου μπορεί να υποστηριχθεί ότι το μέσο πραγματικό επιτόκιο που υπολογίζεται με βάση τα δώδεκα έτη θα είναι στο μέλλον σημαντικά κατώτερο από το μέσο πραγματικό επιτόκιο που υπολογίζεται με βάση τα είκοσι έτη. Το Συμβούλιο επισημαίνει, επιπλέον, ότι η δωδεκαετία χρησιμοποιήθηκε επίσης για τον καθορισμό του γενικού ποσοστού αυξήσεως των μισθών που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, στο άρθρο 4, παράγραφος 6, του παραρτήματος XII του ΚΥΚ.

63      Η συλλογιστική σχετικά με την αναλογιστική ισορροπία προϋποθέτει μια μακροπρόθεσμη θεώρηση. Δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι διατάξεις του παραρτήματος XII του ΚΥΚ δεν είναι κατάλληλες από το γεγονός και μόνον ότι από τους αναλογιστικούς υπολογισμούς θα προέκυπτε για ένα συγκεκριμένο έτος αύξηση του ποσοστού της συνταξιοδοτικής εισφοράς.

64      Όσον αφορά, δεύτερον, την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, αυτή προκύπτει, κατά τον προσφεύγοντα, από το ότι η αύξηση του ποσού της εισφοράς των υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε προσήκουσα για την εξασφάλιση της αναλογιστικής ισορροπίας. Ενόψει των στοιχείων που διέθετε ο νομοθέτης, ιδίως της εκθέσεως της Eurostat του Σεπτεμβρίου 2003, η αύξηση του ποσοστού εισφοράς φαίνεται να είναι προδήλως δυσανάλογη. Από την εν λόγω έκθεση της Eurostat αποδεικνύεται ότι μια αύξηση του ποσοστού εισφοράς στο 8,7 % αρκούσε για να εξασφαλιστεί η αναλογιστική ισορροπία. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι αυτό που οδήγησε στον υπολογισμό ενός σαφώς υψηλότερου ποσοστού εισφοράς είναι η επιλογή μιας δωδεκαετίας για τον υπολογισμό του μέσου πραγματικού επιτοκίου, αντί μιας εικοσαετίας. Σύμφωνα όμως με την έκθεση του αναλογιστή EIS Belgium, την κατάρτιση της οποίας ζήτησε ο προσφεύγων, το χρονικό αυτό διάστημα των δώδεκα ετών είναι λιγότερο προσήκον.

65      Το Κοινοβούλιο φρονεί ότι ο λόγος που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να κριθεί απαράδεκτος, καθόσον δεν υποβλήθηκε ρητώς με την προηγηθείσα διοικητική ένσταση και καθόσον η ένσταση αυτή δεν περιείχε κανένα στοιχείο από το οποίο το Κοινοβούλιο θα μπορούσε να συναγάγει ότι ο προσφεύγων είχε την πρόθεση να προβάλει τον ως άνω λόγο.

66      Επικουρικώς, το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, ο νομοθέτης διαθέτει στον οικονομικό τομέα ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Η νομολογία αυτή έχει επίσης εφαρμογή στον τομέα του ΚΥΚ, όσον αφορά την εκτίμηση της αναλογιστικής ισορροπίας του συνταξιοδοτικού συστήματος. Κατά συνέπεια, μόνον ο προδήλως ακατάλληλος χαρακτήρας ενός μέτρου λαμβανομένου στον τομέα αυτό, σε σχέση με τον σκοπό που τα αρμόδια θεσμικά όργανα επιδιώκουν, θα μπορούσε να επηρεάσει τη νομιμότητα ενός τέτοιου μέτρου. Η μέθοδος όμως του παραρτήματος XII του ΚΥΚ και οι παράμετροί της, ειδικότερα δε ο καθορισμός στα δώδεκα έτη της περιόδου αναφοράς για τον υπολογισμό του μέσου πραγματικού επιτοκίου, δεν είναι προδήλως ακατάλληλες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ήτοι την εξασφάλιση της αναλογιστικής ισορροπίας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

–       Επί του εύρους του ελέγχου που διενεργεί ο δικαστής σχετικά με τις διατάξεις του παραρτήματος XII του ΚΥΚ

67      Ο κοινοτικός δικαστής ασκεί, κατ’ αρχήν, πλήρη και ουσιαστικό έλεγχο της πράξεως, ήτοι έλεγχο τόσο των νομικών και πραγματικών λόγων στους οποίους στηρίζεται η πράξη όσο και του περιεχομένου της. Στην περίπτωση αυτή, ο κοινοτικός δικαστής ελέγχει, μεταξύ άλλων, το κύρος των σχετικών με τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεων στις οποίες προέβη το όργανο που εξέδωσε την πράξη.

68      Ωστόσο, στους τομείς που προϋποθέτουν περίπλοκη εκτίμηση, ιδίως οικονομικών καταστάσεων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 1998, C‑150/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I‑7235, σκέψη 54) ή στατιστικών μεθόδων (βλ. για την προσαρμογή των διορθωτικών συντελεστών των αμοιβών, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Νοεμβρίου 2000, T‑158/98, Bareyt κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑235 και II‑1085, σκέψη 57, και της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑201/00 και T‑384/00, Ajour κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑167 και II‑885, σκέψη 48), καθώς και κατά την άσκηση πολιτικών καθηκόντων που αναθέτουν οι Συνθήκες (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I‑7285, σκέψη 96· απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Δεκεμβρίου 1999, T‑125/96 και T‑152/96, Boehringer κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑3427, σκέψη 74), ο κοινοτικός δικαστής αναγνωρίζει στα θεσμικά όργανα ευρεία εξουσία εκτιμήσεως.

69      Επομένως, ελέγχοντας την άσκηση μιας τέτοιας αρμοδιότητας, ο δικαστής πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του αν η πράξη που υπόκειται στον έλεγχό του είναι ελαττωματική λόγω πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας ή ακόμη αν το θεσμικό όργανο υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας του εκτιμήσεως (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 1979, 98/78, Racke, Συλλογή 1979/I, σ. 55, σκέψη 5· της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψη 40, και της 25ης Οκτωβρίου 2001, C‑120/99, Ιταλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑7997, σκέψεις 44 και 45).

70      Εν προκειμένω, η αναλογιστική ισορροπία του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, της οποίας το παράρτημα XII του ΚΥΚ ορίζει τους λεπτομερείς κανόνες, προϋποθέτει τη συνεκτίμηση μακροπρόθεσμα των οικονομικών εξελίξεων και χρηματοοικονομικών μεταβλητών και απαιτεί την πραγματοποίηση πολύπλοκων στατιστικών υπολογισμών. Για τον λόγο αυτόν, ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για να θεσπίζει τους λεπτομερείς κανόνες της αναλογιστικής ισορροπίας του εν λόγω συνταξιοδοτικού συστήματος. Το Πρωτοδικείο έχει, επιπλέον, κρίνει ότι το Συμβούλιο διαθέτει, για τη θέσπιση του νέου κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, που αντιστοιχεί στις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτει η Συνθήκη (προπαρατεθείσα απόφαση Campoli κατά Επιτροπής, σκέψεις 143 και 144).

71      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο έλεγχος που το Δικαστήριο ΔΔ ασκεί επί των διατάξεων του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, που ο προσφεύγων προσβάλλει παρεμπιπτόντως, ειδικότερα δε επ’ αυτών του άρθρου 10, παράγραφος 2, αφορά μόνον πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

72      Δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, το σύννομο μιας κοινοτικής ρυθμίσεως εξαρτάται επίσης από την προϋπόθεση ότι τα μέσα που αυτή θέτει σε εφαρμογή είναι κατάλληλα για την υλοποίηση του σκοπού που θεμιτώς επιδιώκει η εν λόγω ρύθμιση και δεν βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του, με δεδομένο ότι, όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφόρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να χρησιμοποιείται, κατ’ αρχήν, το λιγότερο καταναγκαστικό (απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 1996, T‑162/94, NMB Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑427, σκέψη 69, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Ωστόσο, αποτελεί πάγια νομολογία ότι, όσον αφορά έναν τομέα στον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει, όπως εν προκειμένω, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως η οποία αντιστοιχεί στις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτει η Συνθήκη, ο έλεγχος της αναλογικότητας περιορίζεται στην εξέταση αποκλειστικά του προδήλως ακατάλληλου χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου σε σχέση με τον σκοπό που το αρμόδιο θεσμικό όργανο επιδιώκει (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Συμβουλίου, σκέψεις 44 και 45· προπαρατεθείσες αποφάσεις NMB Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70, και Campoli κατά Επιτροπής, σκέψη 143).

74      Λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου ελέγχου που ασκεί ο δικαστής επί των επίμαχων κανονιστικών διατάξεων, η Επιτροπή εξέφρασε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση την ανησυχία της όσον αφορά την ακρίβεια και τον τεχνικό χαρακτήρα των γραπτών ερωτήσεων, καθώς και την έκταση των αιτημάτων περί προσκομίσεως εγγράφων, που απέστειλε το Δικαστήριο ΔΔ στους διαδίκους και στους παρεμβαίνοντες, τονίζοντας ότι ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να αποδείξει, ως όφειλε, ότι εν προκειμένω ο κοινοτικός νομοθέτης παραβίασε έναν υπέρτερο κανόνα δικαίου. Κατά το εν λόγω θεσμικό όργανο, τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που αποφάσισε το Δικαστήριο ΔΔ μπορούν μάλιστα να θίξουν την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον υπάρχει ο κίνδυνος το Δικαστήριο ΔΔ να επεξεργαστεί μόνο του την επίλυση της διαφοράς, ανεξάρτητα από τα επιχειρήματα των διαδίκων.

75      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί, στην υπό κρίση υπόθεση, να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, ο ασκούμενος εν προκειμένω δικαστικός έλεγχος, έστω και αν είναι περιορισμένου περιεχομένου, απαιτεί το Συμβούλιο, που εξέδωσε την επίμαχη πράξη, να είναι σε θέση να αποδείξει ενώπιον του κοινοτικού δικαστή ότι η πράξη εκδόθηκε κατόπιν αποτελεσματικής ασκήσεως της εξουσίας του εκτιμήσεως, η οποία προϋποθέτει τη συνεκτίμηση όλων των κρίσιμων στοιχείων και περιστατικών της καταστάσεως που η πράξη αυτή θέλησε να ρυθμίσει (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Ισπανία κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 122).

76      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο πρέπει, τουλάχιστον, να μπορεί να προσκομίσει και να εκθέσει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τα βασικά στοιχεία που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για να στηριχθούν τα αμφισβητούμενα μέτρα και από τα οποία εξηρτάτο η άσκηση της εξουσίας του εκτιμήσεως (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Ισπανία κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 123).

77      Ο προσφεύγων όμως προσκόμισε, προς στήριξη των λόγων που αντλούνται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, επαρκώς ακριβείς, αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις που δικαιολόγησαν την άμεση παρέμβαση του Δικαστηρίου ΔΔ στην αναζήτηση των αποδεικτικών στοιχείων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1611, σκέψη 113), προκειμένου να ελέγξει αν το Συμβούλιο είχε κάνει προδήλως εσφαλμένη ή μη προσήκουσα χρήση της ευρείας εξουσίας του εκτιμήσεως.

78      Ο προσφεύγων στήριξε την επιχειρηματολογία του σε διάφορα έγγραφα, ήτοι 47 συνολικά έγγραφα που προσάρτησε στα διάφορα υπομνήματά του, και παράγγειλε την πραγματοποίηση από ένα αναλογιστή την EIS Belgium, μιας συγκριτικής μελέτης των αναλογιστικών μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν στις εκθέσεις της Eurostat του Σεπτεμβρίου 2003 και του Σεπτεμβρίου 2004. Έτσι, προσκόμισε όσα στοιχεία είχε στη διάθεσή του, μάλιστα δε και ένα έγγραφο το οποίο δεν εδικαιούτο να προσκομίσει και του οποίου την απόσυρση από τη δικογραφία αποφάσισε το Δικαστήριο ΔΔ με διάταξη της 20ής Ιουνίου 2006.

79      Αντιθέτως, τα θεσμικά όργανα προσκόμισαν αυθορμήτως μόνον ολίγα ή δεν προσκόμισαν καθόλου έγγραφα: το Κοινοβούλιο δεν προσκόμισε κανένα παράρτημα και το Συμβούλιο προσάρτησε δύο έγγραφα στο υπόμνημα παρεμβάσεως.

80      Δύο όμως από τις τρεις αναλογιστικές μελέτες βάσει των οποίων καταρτίσθηκε η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, ήτοι η μελέτη την οποία πραγματοποίησε η εταιρία KPMG, τον Δεκέμβριο του 1998, και μια μελέτη που πραγματοποίησε ο αναλογιστής Watson Wyatt Brans & Co, τον Δεκέμβριο του 2002, δεν περιείχοντο στη δικογραφία, μολονότι μνημονεύθηκαν επανειλημμένως από τους διαδίκους και παρατέθηκαν, ως αποδεικτικό στοιχείο, από το Συμβούλιο στο υπόμνημά του παρεμβάσεως. Ομοίως, οι διάδικοι συζητούσαν για τις υποχρεώσεις που απέρρεαν για το Συμβούλιο από την απόφαση της 23ης Ιουνίου 1981 και από το διεθνές αναλογιστικό πρότυπο IAS αριθ. 19, χωρίς να έχουν κοινοποιήσει τα κείμενα αυτά. Για τον λόγο αυτόν, το Δικαστήριο ΔΔ ζήτησε να περιληφθούν τα έγγραφα αυτά στη δικογραφία.

81      Επιπλέον, δεδομένου ότι ούτε το Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο ανέφεραν στα υπομνήματά τους τους λόγους για τους οποίους ο νομοθέτης επέλεξε την περίοδο αναφοράς των δώδεκα ετών, προβάλλοντας μόνον την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως του Συμβουλίου, το Δικαστήριο ΔΔ θεώρησε ότι όφειλε να αναζητήσει τους λόγους αυτούς στις προπαρασκευαστικές εργασίες του παραρτήματος XII του ΚΥΚ και να ζητήσει, κατά συνέπεια, την κοινοποίησή τους, προκειμένου να είναι σε θέση να εκτιμήσει μετά λόγου γνώσεως το βάσιμο των αιτιάσεων που αντλούνται από τον προδήλως εσφαλμένο ή προδήλως ακατάλληλο χαρακτήρα της επιλογής αυτής της περιόδου αναφοράς.

82      Επιπλέον, το γεγονός ότι το Δικαστήριο ΔΔ, θεωρώντας ότι δεν έχει επαρκώς διαφωτιστεί επί ορισμένων σημείων, αποφάσισε, χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να απευθύνει στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο διάφορες γραπτές ερωτήσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ασύμβατο προς τα δικαιώματα άμυνας.

83      Τέλος, για τους ίδιους λόγους, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε αναγκαίο, λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο της Επιτροπής, ειδικότερα δε της Eurostat, στην κατάρτιση του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, να απευθύνει ερωτήσεις και στο θεσμικό αυτό όργανο.

–       Επί της περιόδου αναφοράς των δώδεκα ετών

84      Όπως προκύπτει από τις συναφείς διατάξεις του άρθρου 83α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και του άρθρου 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος XII του εν λόγω ΚΥΚ, ο σκοπός της μεθόδου υπολογισμού που εκτίθεται στο παράρτημα αυτό συνίσταται στην εξασφάλιση της αναλογιστικής ισορροπίας του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 5 του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, το ποσοστό εισφοράς των υπαλλήλων πρέπει να καθορίζεται σε επίπεδο επαρκές για τη χρηματοδότηση του ενός τρίτου της δαπάνης του συστήματος, υπολογιζομένης σε αναλογιστική βάση.

85      Σε αντίθεση προς τα λεγόμενα «διανεμητικά» συστήματα, των οποίων η ισορροπία, που ορίζεται με βάση τον προϋπολογισμό, επιτυγχάνεται αν το σύνολο των πόρων που αποτελούνται από τις εισφορές που καταβάλλουν ο εργοδότης και οι εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια του έτους καλύπτουν το σύνολο των παροχών που καταβάλλονται κατά το ίδιο έτος στους συνταξιούχους, το κοινοτικό συνταξιοδοτικό καθεστώς βρίσκεται σε ισορροπία, κατά την αναλογιστική έννοια του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, αν το επίπεδο των εισφορών που πρέπει να καταβάλλουν κάθε έτος οι εν ενεργεία υπάλληλοι καθιστά δυνατή τη χρηματοδότηση του μελλοντικού ύψους των δικαιωμάτων που οι υπάλληλοι αυτοί απέκτησαν κατά το ίδιο έτος. Αντίθετα προς τη βάσει του προϋπολογισμού προσέγγιση, η αναλογιστική προσέγγιση στηρίζεται στη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Το άρθρο 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προβλέπει ότι οι υπάλληλοι συμβάλλουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος, τα δε υπόλοιπα δύο τρίτα βαρύνουν τα θεσμικά όργανα.

86      Το παράρτημα XII του ΚΥΚ χρησιμοποιεί τη μέθοδο που αποκαλείται της «προβεβλημένης πιστωτικής μονάδας», την οποία συστήνει το διεθνές λογιστικό πρότυπο IAS αριθ. 19. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, το σύνολο των αναλογιστικών αξιών των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησαν όλοι οι εν ενεργεία υπάλληλοι εντός ενός έτους, που οι αναλογιστές αποκαλούν «κόστος της υπηρεσίας», μεταφέρεται στο ετήσιο σύνολο των βασικών τους αποδοχών. Το ποσοστό εισφοράς των υπαλλήλων ισούται προς το ένα τρίτο της μεταφοράς αυτής, λαμβανομένης υπόψη της αναλογίας κατανομής της χρηματοδότησης που προκύπτει από το άρθρο 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Για τον υπολογισμό του κόστους της υπηρεσίας απαιτούνται αναλογιστικές υποθέσεις, ήτοι εκτιμήσεις της μελλοντικής αξίας διαφόρων παραμέτρων (επιτοκίου, θνησιμότητας, μισθολογικής εξέλιξης κ.λπ.). Για να λαμβάνονται υπόψη οι πράγματι παρατηρούμενες αξίες, απαιτείται, για την τήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας, περιοδική προσαρμογή των εν λόγω υποθέσεων, η οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος XII, να πραγματοποιείται ετησίως.

87      Όπως τόνισαν όλοι οι διάδικοι και οι παρεμβαίνοντες, το ποσοστό της συνταξιοδοτικής εισφοράς επηρεάζεται, ειδικότερα, πάρα πολύ από τις διακυμάνσεις των πραγματικών επιτοκίων που χρησιμοποιούνται για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς. Αν ληφθούν υπόψη χαμηλά πραγματικά επιτόκια, τούτο καταλήγει σε σημαντική αύξηση του ποσοστού της συνταξιοδοτικής εισφοράς. Αντιστρόφως, αν χρησιμοποιηθούν για τον αναλογιστικό υπολογισμό υψηλά πραγματικά επιτόκια, τούτο έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του ποσοστού εισφοράς. Δεδομένου αυτού του επηρεασμού του ποσοστού εισφοράς από τις διακυμάνσεις των πραγματικών επιτοκίων και προκειμένου να αποφευχθούν συχνές τροποποιήσεις ή ακόμη και απότομες αλλαγές του ποσοστού εισφοράς, οι αναλογιστές συστήνουν τη χρησιμοποίηση ενός μέσου πραγματικού επιτοκίου υπολογιζομένου σε μια μακρά περίοδο.

88      Έτσι, το άρθρο 10, παράγραφος 2, του παραρτήματος XII του ΚΥΚ ορίζει το επιτόκιο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον αναλογιστικό υπολογισμό ως τον μέσον όρο των πραγματικών μέσων επιτοκίων για τα προ του τρέχοντος έτους δώδεκα έτη.

89      Ο προσφεύγων αμφισβητεί την επιλογή της περιόδου αυτής. Ισχυρίζεται, ορθώς, ότι όλες οι αναλογιστικές μελέτες που διέθετε το Συμβούλιο για να καθορίσει τη μέθοδο του παραρτήματος XII του ΚΥΚ χρησιμοποιούσαν μια μακρότερη περίοδο, είκοσι ετών, για τον υπολογισμό του μέσου πραγματικού επιτοκίου. Τούτο πράγματι ισχύει όσον αφορά τη μελέτη της εταιρίας KPMG του Δεκεμβρίου 1998, τη μελέτη του αναλογιστή Watson Wyatt Brans & Co, του Δεκεμβρίου 2002, και την έκθεση της Eurostat του Σεπτεμβρίου 2003. Φαίνεται συνεπώς ότι το παράρτημα XII του ΚΥΚ αφίσταται της συνήθους πρακτικής των αναλογιστών επί του σημείου αυτού.

90      Επιπλέον, από τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που διέταξε το Δικαστήριο ΔΔ κατέστη προφανές ότι το Συμβούλιο δεν διέθετε, κατά τη θέσπιση του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, καμία αναλογιστική μελέτη του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος που να έχει πραγματοποιηθεί με χρησιμοποίηση δωδεκαετίας. Αντιθέτως, από τα πρακτικά της συνεδριάσεως της ομάδας εργασίας «άρθρο 83» της 7ης Ιουνίου 2004, που επισυνάπτεται στο υπόμνημα απαντήσεως, προκύπτει ότι η περίοδος μειώθηκε από τα είκοσι στα δώδεκα έτη «κατόπιν πολιτικών διαπραγματεύσεων».

91      Το Συμβούλιο, αφού ισχυρίστηκε απλώς, με το υπόμνημα παρεμβάσεως, ότι η επιλογή της δωδεκαετίας ενέπιπτε στην ευρεία εξουσία του εκτιμήσεως, εξήγησε, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου ΔΔ, τους λόγους για τους οποίους απέστη της αναλογιστικής πρακτικής που ακολουθούν οι τρεις μελέτες τις οποίες διέθετε: η επιλογή της περιόδου των δώδεκα ετών αποτελεί το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού, που εγκρίθηκε από τις οργανώσεις που εκπροσωπούν το προσωπικό, μεταξύ μιας περιόδου είκοσι ετών που πρότεινε η Επιτροπή και μιας περιόδου πέντε ετών που επιθυμούσαν ορισμένα κράτη μέλη.

92      Από τα στοιχεία της δικογραφίας και, ειδικότερα, το «non-paper» της προεδρίας της Επιτροπής των Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper), της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, που προσκομίστηκε από το Συμβούλιο σε απάντηση σε αίτημα προσκομίσεως εγγράφων που του απηύθυνε το Δικαστήριο ΔΔ καθίσταται δυνατή η συμπλήρωση των εξηγήσεων αυτών. Δεδομένου ότι τα ετήσια επιτόκια ήσαν ιδιαίτερα χαμηλά κατά τη διάρκεια των προ του 2004 ετών, το μέσο πραγματικό επιτόκιο θα ήταν μάλλον χαμηλό αν είχε υπολογιστεί σε μια βραχεία περίοδο πριν από το εν λόγω έτος. Στον βαθμό που το επιτόκιο αυτό χρησιμεύει για τον υπολογισμό της μέλλουσας αξίας των εισφορών που καταβάλλουν οι υπάλληλοι κατά το τρέχον έτος, όσο χαμηλότερο είναι το επιτόκιο αυτό τόσο υψηλότερες πρέπει να είναι οι εισφορές των υπαλλήλων για να εξασφαλιστεί η αναλογιστική ισορροπία του συστήματος. Έτσι, από το «non-paper» της 23ης Σεπτεμβρίου 2003 προκύπτει ότι, δεδομένου ότι οι υπόλοιπες συνθήκες παραμένουν ίδιες, η επιλογή μιας περιόδου πέντε ετών για τον υπολογισμό του μέσου πραγματικού επιτοκίου θα είχε καταλήξει σε ποσοστό εισφοράς 12,4 % την 1η Ιανουαρίου 2004, αντί του 8,9 %, που θα προέκυπτε αν είχε χρησιμοποιηθεί περίοδος είκοσι ετών. Από τη σύγκριση αυτή προκύπτει ότι η σμίκρυνση της περιόδου αναφοράς, που τελικά μειώθηκε στα δώδεκα έτη, αποφασίστηκε προκειμένου να επιτευχθεί σημαντικότερη άμεση αύξηση του ποσοστού εισφοράς των υπαλλήλων.

93      Η διαπίστωση αυτή, ωστόσο, δεν συνεπάγεται ότι η δωδεκαετία πρέπει να θεωρηθεί προδήλως εσφαλμένη ή προδήλως ακατάλληλη παράμετρος για τους σκοπούς του αναλογιστικού υπολογισμού.

94      Συγκεκριμένα, πρώτον, ναι μεν οι αναλογιστές χρησιμοποιούν κατά προτίμηση μια περίοδο είκοσι ετών, πλην όμως η πρακτική τους δεν αποτελεί υποχρεωτικό κανόνα. Ειδικότερα, το διεθνές λογιστικό πρότυπο IAS αριθ. 19, που επικαλείται ο προσφεύγων και το οποίο στερείται δεσμευτικής ισχύος για τον κοινοτικό νομοθέτη, δεν συστήνει τον υπολογισμό του μέσου πραγματικού επιτοκίου στη βάση συγκεκριμένης περιόδου.

95      Δεύτερον, όπως εκτέθηκε και στη σκέψη 87 της παρούσας αποφάσεως, ο υπολογισμός του μέσου όρου των επιτοκίων σε μια συγκεκριμένη περίοδο πριν από το τρέχον έτος αποσκοπεί στην αποφυγή του ενδεχομένου το ποσοστό εισφοράς να κυμαίνεται κάθε έτος ανάλογα με το ετήσιο επιτόκιο. Η χρησιμοποίηση όμως ενός μέσου όρου σε μια δωδεκαετία, αντί για ένα μέσο όρο σε μια περίοδο είκοσι ετών, δεν θίγει την αναλογιστική ισορροπία.

96      Βεβαίως, το Συμβούλιο δέχεται με το υπόμνημα παρεμβάσεως ότι η μείωση του αριθμού των ετών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του μέσου πραγματικού επιτοκίου καθιστά το τελευταίο αυτό επιτόκιο, και μαζί του το ποσοστό συνταξιοδοτικής εισφοράς, «πιο ευμετάβλητο». Δεδομένου ότι ο σκοπός της περιόδου αναφοράς συνίσταται ακριβώς στον περιορισμό του ευμετάβλητου του ποσοστού εισφοράς, η εικοσαετία φαίνεται να είναι, κατά συνέπεια, πιο κατάλληλη από την περίοδο των δώδεκα ετών, όπως τονίζει και η αναλογιστική μελέτη της EIS Belgium που ο προσφεύγων έθεσε στη δικογραφία.

97      Ωστόσο, η επιλογή μιας περιόδου αναφοράς δώδεκα ετών δεν θίγει το κύρος της αναλογιστικής μεθόδου που όρισε το Συμβούλιο. Αφενός, η προβαλλόμενη στο μέλλον αξία ενός μέσου πραγματικού επιτοκίου υπολογιζομένου στη βάση μιας παρελθούσας περιόδου είναι εν πάση περιπτώσει κατά προσέγγιση, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Αφετέρου, όπως προελέχθη, η διάρκεια της περιόδου αναφοράς δεν μπορεί να επηρεάσει την αναλογιστική ισορροπία, υπό την επιφύλαξη ότι η παράμετρος δεν θα τροποποιηθεί σε μια μακρά διάρκεια. Όπως εξέθεσε ο υπάλληλος της Eurostat κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μόνον αν, στο μέλλον, η διάρκεια της περιόδου αυτής, λαμβανομένης υπόψη της εξελίξεως των επιτοκίων, αυξανόταν ή μειωνόταν, προκειμένου να διατηρηθεί σε χαμηλό επίπεδο το μέσο πραγματικό επιτόκιο που χρησιμοποιείται κατά τον αναλογιστικό υπολογισμό και, κατά συνέπεια, σε υψηλό επίπεδο το ποσοστό εισφοράς των υπαλλήλων, η αντικειμενικότητα της μεθόδου υπολογισμού θα μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση και να θιγεί ο σκοπός της εξασφαλίσεως της αναλογιστικής ισορροπίας σε διαφανείς και αναμφισβήτητες βάσεις.

98      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η περίοδος των δώδεκα ετών, την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, και το άρθρο 4, παράγραφος 6, του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, δεν είναι ούτε προδήλως εσφαλμένη ούτε προδήλως ακατάλληλη. Επομένως, οι λόγοι που αντλούνται από το ότι η αναλογιστική μέθοδος του παραρτήματος XII του ΚΥΚ είναι ελαττωματική επί του σημείου αυτού λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθούν, χωρίς να χρειάζεται, κατά συνέπεια, να κριθούν οι ισχυρισμοί περί απαραδέκτου που προβλήθηκαν κατά των λόγων αυτών.

 Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

99      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η μέθοδος υπολογισμού του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, που υποτίθεται ότι αποσκοπεί στην εξασφάλιση της αναλογιστικής ισορροπίας του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, καταρτίστηκε, στην πραγματικότητα, για να δικαιολογήσει αύξηση του ποσοστού εισφοράς των υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Ο σκοπός της αυξήσεως αυτής είναι, αφενός, να μεταθέσει στους υπαλλήλους το βάρος του ελλείμματος του συνταξιοδοτικού συστήματος, το οποίο συσσωρεύτηκε καθόσον τα κράτη μέλη παρέλειψαν επί μακρόν να καταβάλουν την εισφορά τους στο σύστημα αυτό, και, αφετέρου, να ευθυγραμμίσει το κοινοτικό σύστημα με τα λιγότερο ευνοϊκά εθνικά συστήματα.

100    Το παράρτημα XII του ΚΥΚ είναι, αφενός, αντίθετο προς το άρθρο 83, παράγραφος 4, του παλαιού ΚΥΚ, που προέβλεπε ότι η συνεισφορά των υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό σύστημα δεν μπορούσε να αυξηθεί παρά μόνο για να εξασφαλιστεί η αναλογιστική ισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος και, αφετέρου, είναι ελαττωματικό λόγω καταστρατήγησης της διαδικασίας.

101    Τα κράτη μέλη θέλησαν να επιβαρύνουν τους υπαλλήλους με τη χρηματοδότηση του ελλείμματος του συνταξιοδοτικού συστήματος, μολονότι αυτό δεν μπορούσε να τους καταλογιστεί. Η ύπαρξη ελλείμματος προϋπάρχοντος της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ προκύπτει από την έκθεση της γενικής εισηγήτριας της επιτροπής προϋπολογισμών, της κας Dührkop Dührkop, σχετικά με το σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 1999 (στο εξής: έκθεση Dührkop Dührkop), που υπολόγισε το έλλειμμα αυτό στα 14,3 δισεκατομμύρια ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 1997. Με την έκθεση αυτή διαπιστώθηκε ότι, μέχρι το 1997, τα κράτη μέλη δεν είχαν ή δεν είχαν εξ ολοκλήρου καταβάλει το τμήμα των εισφορών στο συνταξιοδοτικό σύστημα που βαρύνει τον εργοδότη. Μέχρι το 1982, δεν είχε καταβληθεί καμία εργοδοτική εισφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα και, από το 1982 μέχρι το 1998, μερική μόνον καταβολή αυτής έγινε. Σύμφωνα με την έκθεση Dührkop Dührkop, «δεδομένου ότι ο αριθμός των υπαλλήλων της Κοινότητας αυξάνεται συνεχώς, όσο επεκτείνονται οι αρμοδιότητες της Κοινότητας και διευρύνεται η Ένωση […], η “βιολογική απόδοση” του συστήματος ήταν, μέχρι προσφάτως, επαρκής για τη διατήρηση της ισορροπίας του συστήματος, ήτοι το σύνολο των παροχών που καταβάλλονταν βάσει του συνταξιοδοτικού συστήματος δεν ήταν μεγαλύτερο από το άθροισμα των εισφορών των εργαζομένων και της εργοδοτική πλευράς[·] επιπλέον, μέχρι το 1982, η συνεισφορά από τους μισθούς, που ισοδυναμεί με το ένα τρίτο της χρηματοδοτήσεως, αρκούσε από μόνη της για να καλύψει το σύνολο των παροχών που καταβάλλονταν βάσει του συνταξιοδοτικού συστήματος[·] το 1998, το σύνολο των καταβληθεισών παροχών [υπερέβη] το θεωρητικό σύνολο […] των μισθολογικών [συνεισφορών] για τη σύνταξη, […] του υποθετικού ή ονομαστικού εργοδοτικού μέρους και […] της εξαγοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που εκτήθησαν βάσει εθνικών συστημάτων».

102    Η μέθοδος την οποία ορίζει το παράρτημα XII του ΚΥΚ αποτελεί το αποτέλεσμα ενός «πολιτικού παζαριού», καθόσον πολλά κράτη μέλη ζήτησαν να φέρουν οι υπάλληλοι το βάρος των επιπρόσθετων δαπανών του συνταξιοδοτικού συστήματος. Η αρχική πρόταση και ειδικά το παράρτημα XII του ΚΥΚ που υπέβαλε στο Συμβούλιο η Επιτροπή περιείχε μόνο μερικές βασικές αρχές, αλλά, αφού διαπιστώθηκε ότι η μεθοδολογία που καθορίστηκε το 2003 δεν εξυπηρετούσε τον κύριο σκοπό της αυξήσεως του ποσοστού εισφοράς, αποφασίστηκε να περιληφθεί στο εν λόγω παράρτημα XII μια νέα λεπτομερής μέθοδος, με αυθαίρετες παραμέτρους. Για τον λόγο αυτό, οι αυξήσεις του ποσοστού εισφοράς των υπαλλήλων που προβλέπει ο ΚΥΚ δεν θα μπορούσαν να συναχθούν από τις μελέτες που πραγματοποίησε η Eurostat το 2003 σύμφωνα με το διεθνές λογιστικό πρότυπο IAS αριθ. 19 και δεν έχουν ως μοναδικό σκοπό την εξασφάλιση της αναλογιστικής ισορροπίας του συστήματος.

103    Με το υπόμνημά του αντικρούσεως, το Κοινοβούλιο παρατηρεί ότι ο προσφεύγων, ισχυριζόμενος ότι το παράρτημα XII του ΚΥΚ είναι παράνομο, επικαλείται τον λόγο που αντλείται από παραβίαση των Συνθηκών ή από παράβαση κανόνα υπέρτερου των διατάξεων του εν λόγω παραρτήματος XII. Ο προσφεύγων όμως δεν διευκρίνισε ποιος υπέρτερος του παραρτήματος αυτού κανόνας παραβιάστηκε. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις του άρθρου 83, παράγραφος 4, του παλαιού ΚΥΚ δεν έχουν μεγαλύτερη νομική αξία σε σχέση με τις διατάξεις που προσφάτως θέσπισε το Συμβούλιο, υπό τη μορφή του παραρτήματος XII του ΚΥΚ. Ελλείψει συγκεκριμένου νομικού ερείσματος, ο λόγος αυτός είναι συνεπώς απαράδεκτος. Στην περίπτωση κατά την οποία ο υπό κρίση λόγος θα ερμηνευόταν ως καταγγελία περί καταστρατηγήσεως της διαδικασίας, το Κοινοβούλιο τονίζει ότι ο λόγος αυτός δεν υποβλήθηκε ρητώς κατά το στάδιο της προηγηθείσας διοικητικής ενστάσεως και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

104    Επί της ουσίας, το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι η αύξηση του ποσοστού εισφοράς των υπαλλήλων ήταν αναγκαία για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Η αύξηση αυτή, την οποία αποφάσισε το Συμβούλιο, θεσπίστηκε με βάση μια πρόταση της Επιτροπής η οποία στηρίχθηκε σε μια έκθεση σχετική με την αναλογιστική αποτίμηση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, «για να εξασφαλιστεί η ισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος, το ποσοστό εισφοράς που είναι αναγκαίο για τη χρηματοδότηση του ενός τρίτου των παροχών που προβλέπει το [κοινοτικό] συνταξιοδοτικό σύστημα […] [ήταν] 10,43 % των βασικών αποδοχών». Η αύξηση του ποσοστού εισφοράς είχε συνεπώς ως βάση μια αναλογιστική μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις αρχές του παραρτήματος XII του ΚΥΚ και τις γενικώς αποδεκτές αναλογιστικές πρακτικές.

105    Το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει τέλος ότι κατάχρηση εξουσίας υφίσταται μόνον αν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, κατάλληλων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε με αποκλειστικό ή τουλάχιστον καθοριστικό σκοπό την επίτευξη άλλων σκοπών από αυτούς των οποίων γίνεται επίκληση. Ο προσφεύγων όμως δεν απέδειξε ότι η εκκαθάριση του ελλείμματος του προϋπολογισμού του συνταξιοδοτικού συστήματος αποτέλεσε τον αποκλειστικό ή καθοριστικό σκοπό της θεσπίσεως του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, ούτε ότι η θέσπιση του παραρτήματος αυτού εξυπηρετούσε τον αποκλειστικό ή καθοριστικό σκοπό της ευθυγράμμισης προς τα κάτω του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, προκειμένου αυτό να προσεγγίσει τα εθνικά συστήματα. Συναφώς, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι τα έγγραφα που προσκόμισε ο προσφεύγων ουδόλως συνιστούν επαρκείς ενδείξεις βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί κατά τρόπο βέβαιο ότι το παράρτημα XII του ΚΥΚ επιδίωκε σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς των οποίων έγινε επίκληση. Ακόμη και αν υποτεθεί, quod non, ότι υπήρξε «πολιτικό παζάρι», όπως ισχυρίζεται ο προσφεύγων, ο καθοριστικός σκοπός του παραρτήματος XII του ΚΥΚ συνίστατο στον καθορισμό μιας διαδικασίας παρέχουσας τη δυνατότητα να εξασφαλίζεται η αναλογιστική ισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος.

106    Με το υπόμνημά του απαντήσεως, ο προσφεύγων φρονεί ότι προέβαλε σιωπηρώς την καταστρατήγηση της διαδικασίας με την προηγηθείσα διοικητική ένσταση, μολονότι τα επιχειρήματά του δεν εκτέθηκαν με αυστηρή νομική διατύπωση. Κατά τη νομολογία, δεν μπορεί να απαιτείται να έχουν τέτοια διατύπωση οι αιτιάσεις που προβάλλονται προς στήριξη της προηγούμενης διοικητικής ένστασης.

107    Ο προσφεύγων αναφέρεται στη μελέτη την οποία πραγματοποίησε, κατόπιν παραγγελίας του, ο αναλογιστής EIS Belgium, που ανάλυσε την αλλαγή της αναλογιστικής μεθόδου που σημειώθηκε μεταξύ 2003 και 2004 και την απόκλιση των αποτελεσμάτων που απορρέουν από τη μία ή την άλλη μέθοδο. Παρά τις αιτήσεις του προσφεύγοντος, το Κοινοβούλιο ουδεμία του παρέσχε εξήγηση σχετικά με τους λόγους αυτής της αλλαγής μεθόδου. Ο προσφεύγων προτείνει στο Δικαστήριο ΔΔ να ζητήσει την προσκόμιση των εγγράφων που εξηγούν την αλλαγή αυτή.

108    Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του Κοινοβουλίου, η έκθεση που καταρτίστηκε το 2004 από την Ernst & Young Actuaires-Conseils, κατ’ αίτηση της Eurostat, δεν αναφέρει ότι η μέθοδος του παραρτήματος XII του ΚΥΚ είναι σύμφωνη προς τις αναλογιστικές πρακτικές. Η έκθεση αυτή συνίστατο μόνο σε μια εξακρίβωση της αναλογιστικής ισορροπίας όπως την ορίζει το παράρτημα XII του ΚΥΚ, βάσει στοιχείων που παρέσχε η Eurostat.

109    Ο προσφεύγων αμφισβητεί το ότι ο νομοθέτης μπορεί να αποφασίζει κατά διακριτική ευχέρεια τη μέθοδο υπολογισμού της αναλογιστικής ισορροπίας. Εφόσον αναφερόταν σε αναλογιστική ισορροπία, ο νομοθέτης έπρεπε να τηρήσει τις αρχές που χρησιμοποιούν οι ειδικοί επί του θέματος για τον υπολογισμό της ισορροπίας αυτής.

110    Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι λεπτομερείς κανόνες του υπολογισμού που καθορίστηκαν στο παράρτημα XII του ΚΥΚ ανταποκρίνονται αποκλειστικά στον κοινό, τόσο στον παλαιό όσο και στον νέο ΚΥΚ, σκοπό της εξασφαλίσεως της αναλογιστικής ισορροπίας του συνταξιοδοτικού συστήματος.

111    Το Συμβούλιο υποστηρίζει τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου. Επιπλέον, φρονεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως του συνταξιοδοτικού συστήματος των κοινοτικών υπαλλήλων, τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με υποτιθέμενη ανεπάρκεια των συνεισφορών των κρατών μελών είναι εσφαλμένα. Δεν υπάρχουν «εισφορές» των κρατών μελών μέχρι ενός ορισμένου ποσοστού του συνόλου των συντάξεων, όπως τούτο θα μπορούσε να συμβαίνει σε ένα σύστημα ταμείων συντάξεως. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να χρηματοδοτούν τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων, έτσι ώστε ο εν λόγω προϋπολογισμός να μπορεί να εξασφαλίζει την καταβολή των συντάξεων, ανεξάρτητα από το ύψος τους.

112    Κατά την έκδοση του κανονισμού 723/2004, το Συμβούλιο θεώρησε ότι έπρεπε να περιλάβει στον ΚΥΚ μια μέθοδο υπολογισμού που να εγγυάται την αναλογιστική ισορροπία του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Λαμβανομένης όμως υπόψη της μεταβλητότητας των οικονομικών παραμέτρων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, το Συμβούλιο διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως για να ορίζει τη μέθοδο αυτή. Ο προσφεύγων όμως δεν εξήγησε γιατί η μέθοδος την οποία προβλέπει το παράρτημα XII του ΚΥΚ υπερέβη αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως ούτε ποιες διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος XII θεσπίστηκαν για να χρησιμοποιηθούν οι εισφορές των υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό σύστημα για σκοπούς άλλους πέραν της εξασφαλίσεως της αναλογιστικής ισορροπίας.

113    Ο προσφεύγων δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει, αναφερόμενος στην έκθεση της Eurostat του Σεπτεμβρίου 2003, ειδικότερα δε στη στατιστική ανάλυση που περιέχει στο σημείο 8.2.3.1., ότι το ποσοστό εισφοράς των υπαλλήλων που πρέπει να εφαρμοστεί για να εξασφαλιστεί η αναλογιστική ισορροπία θα έπρεπε να είναι κατώτερο από αυτό που τελικά καθορίστηκε με τον ΚΥΚ, ήτοι 9,25 %. Συγκεκριμένα, ορισμένα μέτρα του ΚΥΚ, όπως είναι η μείωση του ποσοστού ετήσιας κτήσεως συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων (1,9 % αντί του 2 %), θα παραγάγουν τα αποτελέσματά τους στην κατεύθυνση της μειώσεως του ποσοστού της εισφοράς μόνο μακροπρόθεσμα. Ομοίως, ένα μεγάλο τμήμα των αλλαγών που προβλέπει ο ΚΥΚ δεν έχουν παρά λίγα μόνον αποτελέσματα, καθόσον δεν έχουν ή δεν έχουν εξ ολοκλήρου εφαρμογή στους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του ΚΥΚ. Αντιθέτως, η αλλαγή των κανόνων που αφορούν τον υπολογισμό του πραγματικού επιτοκίου που πρέπει να χρησιμοποιείται στους αναλογιστικούς υπολογισμούς (μέσος όρος στη διάρκεια δώδεκα αντί είκοσι ετών) είχε άμεσο αποτέλεσμα στο υπολογισθέν ποσοστό εισφοράς.

114    Ο προσφεύγων, με τις παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Συμβουλίου, υποστηρίζει ότι η μέθοδος του παραρτήματος XII του ΚΥΚ σχεδιάστηκε στο σύνολό της για να δικαιολογήσει μια αύξηση του ποσοστού εισφοράς. Το ποσοστό εισφοράς καθορίστηκε έτσι στο 9,25 %, ενώ η μελέτη της Eurostat του Σεπτεμβρίου 2003 ανέφερε σαφώς ότι ένα ποσοστό εισφοράς 8,91 % ήταν επαρκές για να εξασφαλιστεί η αναλογιστική ισορροπία και προέβλεπε μάλιστα ότι με την έναρξη ισχύος του νέου ΚΥΚ το ποσοστό αυτό μπορούσε να μειωθεί στο 8,7 % περίπου.

115    Το περιθώριο εκτιμήσεως του κοινοτικού νομοθέτη δεν δικαιολογεί την αυθαιρεσία. Συναφώς, το Συμβούλιο ουδεμία παρέσχε εξήγηση όσον αφορά την επιλογή του νομοθέτη να μειώσει από τα είκοσι στα δώδεκα έτη την περίοδο αναφοράς για τον υπολογισμό του μέσου πραγματικού επιτοκίου, που ορίζεται ως ο μέσος όρος των πραγματικών επιτοκίων στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

116    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι ο κοινοτικός δικαστής ασκεί περιορισμένο έλεγχο στις πρόδηλες ή σοβαρές πλάνες όταν ελέγχει τη νομιμότητα ενός κοινοτικού νομοθετικού κανόνα που προϋποθέτει πολύπλοκες εκτιμήσεις. Από τη μελέτη της EIS Belgium, που προσκόμισε ο προσφεύγων, δεν προέκυψε ότι το παράρτημα XII του ΚΥΚ πάσχει από κάποια σοβαρή ή πρόδηλη πλάνη. Όσον αφορά την περίοδο των δώδεκα ετών, η οποία χρησιμοποιείται στο παράρτημα αυτό για τον υπολογισμό του μέσου πραγματικού επιτοκίου, ο συντάκτης της μελέτης απλώς ανέφερε ότι η εικοσαετία θα ήταν πλέον κατάλληλη. Συγκεκριμένα, κανένας λογιστικός κανόνας δεν απαγορεύει τη χρησιμοποίηση μιας περιόδου αναφοράς δώδεκα ετών για τον υπολογισμό αυτό.

117    Ο λόγος για τον οποίο η μέθοδος που χρησιμοποίησε η έκθεση της Eurostat του Σεπτεμβρίου 2003 δεν χρησιμοποιήθηκε τελικώς είναι απλός: ο νομοθέτης έκανε χρήση του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει για να επιλέξει τη μέθοδο υπολογισμού της αναλογιστικής ισορροπίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

118    Πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλείται από αντίθεση του παραρτήματος XII του ΚΥΚ προς το άρθρο 83, παράγραφος 4, του παλαιού ΚΥΚ. Δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές καταργήθηκαν με την έναρξη ισχύος του ΚΥΚ, ο προσφεύγων δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, βασίμως να τις επικαλείται (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, T‑26/97, Antillean Rice Mills κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1347, σκέψεις 14 έως 16).

119    Όπως επανειλημμένως έχει κρίνει το Δικαστήριο, μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τους προβαλλόμενους ή με σκοπό την καταστρατήγηση μιας διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη (βλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 1958, 8/57, Groupement des hauts fourneaux et aciéries belges κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 271· βλ., επίσης, όσον αφορά τις πράξεις του κοινοτικού νομοθέτη, αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2005, C‑342/03, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. I‑1975, σκέψη 64, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Ισπανία κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 69).

120    Ο σκοπός του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 84 της παρούσας αποφάσεως και προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 723/2004, συνίσταται στην εξασφάλιση της διατήρησης της αναλογιστικής ισορροπίας του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, τηρουμένου του τρόπου κατανομής που προβλέπεται για τη χρηματοδότηση του συστήματος αυτού, με υπολογισμό ενός ποσοστού εισφοράς των υπαλλήλων που να είναι επαρκές για τη χρηματοδότηση του ενός τρίτου του κόστους της υπηρεσίας.

121    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι τα μέτρα που έλαβε το Συμβούλιο, ειδικότερα η επιλογή υπολογισμού του μέσου πραγματικού επιτοκίου με βάση τα δώδεκα αντί των είκοσι ετών, δεν είχε σχέση με τον σκοπό τον οποίο το θεσμικό αυτό όργανο υποστήριξε ότι επιδιώκει, καθόσον η άμεση δημοσιονομική μέριμνα υπερίσχυσε της μέριμνας καθορισμού, σε αντικειμενικότερες βάσεις, του υπολογισμού της αναλογιστικής ισορροπίας.

122    Συναφώς, όποιες και οσοδήποτε έντονες και αν ήταν οι αρνήσεις του Συμβουλίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι τα σχετικά με τον προϋπολογισμό στοιχεία ελήφθησαν πράγματι υπόψη κατά την επιλογή της δωδεκαετίας, όπως έχει ήδη εκτεθεί στη σκέψη 92 της παρούσας αποφάσεως.

123    Πρώτον, η επιλογή αυτή αποκλίνει από τη συνήθη πρακτική όσον αφορά τον αναλογιστικό υπολογισμό, η οποία συνίσταται, στον υπολογισμό, για την επίτευξη καλύτερης προσαρμογής της μεταβλητής, του μέσου όρου των επιτοκίων σε μια μακρότερη περίοδο είκοσι ετών. Δεύτερον, από την μελέτη που πραγματοποίησε η Eurostat τον Σεπτέμβριο 2003 προκύπτει ότι μια αύξηση του ποσοστού εισφοράς στο 8,9 %, ή και στο 8,7 %, λαμβανομένων υπόψη των σχεδιαζομένων τροποποιήσεων του ΚΥΚ, ήταν επαρκής την 1η Ιανουαρίου 2004 για να εξασφαλιστεί η αναλογιστική ισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος, αν εχρησιμοποιείτο ένα μέσο πραγματικό επιτόκιο υπολογιζόμενο στη βάση μιας περιόδου είκοσι ετών πριν από το τρέχον έτος. Τρίτον, η μελέτη την οποία πραγματοποίησε ο αναλογιστής EIS Belgium κατέστησε σαφές ότι η επιλογή της περιόδου αναφοράς εξηγεί κατ’ ουσίαν το ότι η Eurostat μπορούσε να υπολογίσει, στην έκθεσή της του Σεπτεμβρίου 2004, ένα ποσοστό εισφοράς 10,43 %. Τέλος, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της μεταρρυθμίσεως του συνταξιοδοτικού συστήματος, ιδίως από το σημείωμα του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 2003, που επισυνάπτεται στην προσφυγή, προκύπτει η δεδηλωμένη βούληση διαφόρων κρατών μελών να αυξήσουν τη συνεισφορά των υπαλλήλων προκειμένου να μειωθεί το βαρύνον τον προϋπολογισμό κόστος του συνταξιοδοτικού συστήματος.

124    Από τα ανωτέρω προκύπτει ωστόσο ότι η δημοσιονομική μέριμνα δεν επηρέασε καθοριστικά τη μέθοδο του παραρτήματος XII του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, η πρόβλεψη στον ΚΥΚ μιας αναλογιστικής μεθόδου εμποδίζει, αυτή καθεαυτή, την τροποποίηση των εισφορών των υπαλλήλων ανάλογα με τη δημοσιονομική κατάσταση, καθώς οι εισφορές του τρέχοντος έτους υπολογίζονται πλέον σε σχέση με τις μελλοντικές ανάγκες χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού συστήματος, που ορίζονται αντικειμενικά σύμφωνα με την εν λόγω αναλογιστική μέθοδο.

125    Ο υπολογισμός του μέσου πραγματικού επιτοκίου, σε μια βραχύτερη ή μακρύτερη περίοδο, δεν ασκεί καμία επιρροή, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 95 έως 97 της παρούσας αποφάσεως, στην αναλογιστική ισορροπία, καθόσον μοναδική λειτουργία της περιόδου αυτής είναι η εξασφάλιση μιας διαχρονικής προσαρμογής του επιτοκίου και, κατά συνέπεια, του ποσοστού εισφοράς. Επιπλέον, η επιλογή της Προσφεύγοντες δωδεκαετίας δεν θέτει εν αμφιβόλω την προσαρμοστική λειτουργία της περιόδου αναφοράς, όπως θα μπορούσε να συμβεί αν είχε επιλεγεί μια πραγματικά βραχεία περίοδος, όπως αυτή των πέντε ετών που είχε προταθεί από ορισμένες αντιπροσωπίες στο Συμβούλιο προκειμένου το ποσοστό εισφοράς να είναι υψηλότερο το 2004. Έτσι, μεταξύ της σταθερότητας του ποσοστού εισφοράς την οποία εγγυάται μια αρκούντως μακρά περίοδος αναφοράς και μιας σημαντικότερης άμεσης αύξησης του ποσοστού εισφοράς, το Συμβούλιο προέκρινε τον πρώτο σκοπό. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι η δωδεκαετία θεσπίστηκε αποκλειστικά, ούτε καν καθοριστικά, για δημοσιονομικούς λόγους.

126    Τέλος, από τον ΚΥΚ δεν προκύπτει ότι, κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως του νομοθέτη για την εξασφάλιση της αναλογιστικής ισορροπίας του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, η εκ μέρους του Συμβουλίου συνεκτίμηση οποιουδήποτε δημοσιονομικού στοιχείου είναι αθέμιτη. Η συνεκτίμηση αυτή είναι μάλιστα αναγκαία, εφόσον, ελλείψει κοινοτικού συνταξιοδοτικού ταμείου, η καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών συνιστά επιβάρυνση του προϋπολογισμού των Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 83, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, όπως έσοδο του προϋπολογισμού αυτού συνιστά και η εισφορά των υπαλλήλων. Εξάλλου, το άρθρο 14, παράγραφος 2, του παραρτήματος XII του ΚΥΚ προβλέπει ότι, επ’ ευκαιρία της πενταετούς αναλογιστικής αποτίμησης, το εν λόγω παράρτημα XII μπορεί να επανεξεταστεί από το Συμβούλιο όχι μόνο για να ληφθεί υπόψη η αναλογιστική ισορροπία, αλλά και «όσον αφορά τις δημοσιονομικές επιπτώσεις».

127    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος που αντλείται από το ότι το Συμβούλιο, θεσπίζοντας το παράρτημα XII του ΚΥΚ, επιδίωξε κυρίως δημοσιονομικό σκοπό και κατέστησε, κατά συνέπεια, ελαττωματικό το εν λόγω παράρτημα λόγω καταχρήσεως εξουσίας πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το παραδεκτό του λόγου αυτού.

 Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

128    Ο προσφεύγων υποστηρίζει με το δικόγραφο της προσφυγής ότι η μέθοδος του παραρτήματος XII του ΚΥΚ ορίστηκε κατά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

129    Μολονότι το Κοινοβούλιο διαβεβαίωσε επανειλημμένως τους μόνιμους και μη μόνιμους υπαλλήλους του για το ότι η εισφορά τους θα αυξανόταν μόνο στον βαθμό που θα ήταν απολύτως αναγκαίο για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας, η εισφορά αυτή αυξήθηκε πολύ περισσότερο, κατά τρόπο τεχνητό και κατά παραβίαση της αρχής της αναλογιστικής ισορροπίας. Το Κοινοβούλιο δεν τήρησε συνεπώς τις διαβεβαιώσεις που είχε παράσχει στους μόνιμους και μη μόνιμους υπαλλήλους του και προσέβαλε έτσι την εμπιστοσύνη που οι τελευταίοι αυτοί δικαιολογημένα του έδειξαν.

130    Περαιτέρω, ο προσφεύγων φρονεί ότι, μέσω μιας αδικαιολόγητης αυξήσεως του ποσοστού εισφοράς, ο εργοδότης βάρυνε τους υπαλλήλους με το έλλειμμα του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, ενώ έπρεπε ο ίδιος να φέρει το βάρος αυτό. Συγκεκριμένα, επί σειρά ετών, οι μισθολογικές και μόνον εισφορές ήσαν αρκετές για να καλύψουν τις δαπάνες του συνταξιοδοτικού συστήματος, ενώ ο εργοδότης δεν κατέβαλε τις εισφορές που ήσαν αναγκαίες για τη χρηματοδότηση του εν λόγω συστήματος. Ο προσφεύγων τονίζει ότι, σε μια επιστολή του 2001, ο Πρόεδρος της Επιτροπής είχε δεχθεί την ύπαρξη σημαντικών κεκτημένων δικαιωμάτων που αντιστοιχούν στις εισφορές του παρελθόντος για συντάξεις των οποίων οφειλόταν τότε η καταβολή και διαβεβαίωσε ότι «μια ενδεχόμενη αύξηση των εισφορών δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να έχει ως αιτία τη χρηματοδότηση αυτών των κεκτημένων δικαιωμάτων».

131    Το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει με το υπόμνημα αντικρούσεως ότι παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μπορεί να υφίσταται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία δημιουργήθηκαν στον ενδιαφερόμενο βάσιμες προσδοκίες λόγω σαφών, ανεπιφύλακτων και συγκλινουσών διαβεβαιώσεων προερχομένων από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω, καθόσον το Κοινοβούλιο, το οποίο δεν έχει αρμοδιότητα για τη θέσπιση των σχετικών με τον ΚΥΚ διατάξεων και του οποίου ζητήθηκε μόνον η γνώμη κατά τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού 723/2004, ουδέποτε μπόρεσε να παράσχει ανεπιφύλακτες διαβεβαιώσεις κατά τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Επομένως, οι ενδεχόμενες διαβεβαιώσεις που έλαβε ο προσφεύγων εκ μέρους του Κοινοβουλίου δεν μπορούσαν να του δημιουργήσουν βάσιμες προσδοκίες ότι δεν θα αυξανόταν το ποσοστό εισφοράς στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

132    Το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται επίσης ότι οι υπάλληλοι δεν μπορούν να επικαλούνται την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να θέσουν εν αμφιβόλω τη νομιμότητα μιας νέας κανονιστικής διατάξεως, ιδίως σε ένα τομέα του οποίου το αντικείμενο υφίσταται συνεχή προσαρμογή που ακολουθεί τις διακυμάνσεις της οικονομικής κατάστασης.

133    Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων τονίζει ότι μικρή σημασία έχει το ότι οι σχετικές με τον ΚΥΚ διατάξεις δεν θεσπίστηκαν από το Κοινοβούλιο, του οποίου ζητήθηκε μόνον η γνώμη, αλλά από το Συμβούλιο. Συγκεκριμένα, η γνώμη του Κοινοβουλίου αποτελεί ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της διαδικασίας, ελλείψει της οποίας ο νέος ΚΥΚ δεν θα μπορούσε να έχει θεσπιστεί. Το Κοινοβούλιο, διατυπώνοντας ευνοϊκή γνώμη σχετικά με τη μέθοδο του παραρτήματος XII, δεν τήρησε τις διαβεβαιώσεις που είχε παράσχει στους μόνιμους και μη μόνιμους υπαλλήλους του.

134    Εν τέλει, ο προσφεύγων τονίζει ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του απέρρεε όχι μόνον από τις διαβεβαιώσεις που του είχε παράσχει η ιεραρχία του Κοινοβουλίου, αλλά και από το περιεχόμενο του κειμένου του ΚΥΚ.

135    Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, το Συμβούλιο απαντά στις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος ότι η αύξηση του ποσοστού εισφοράς στο συνταξιοδοτικό σύστημα δεν θα μπορούσε να έχει ως αιτία τη χρηματοδότηση των ήδη κεκτημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Η θέσπιση του νέου ΚΥΚ και η διατήρηση της στηριζομένης στην αλληλεγγύη εγγύησης των κρατών μελών να καταβάλουν τις συντάξεις καθιέρωσαν de facto μια αναλογιστική ισορροπία στις 30 Απριλίου 2004. Λόγω της φύσεως του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, οι υπάλληλοι και το θεσμικό όργανο κάλυψαν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των μονίμων και μη μονίμων υπαλλήλων που είχαν συσσωρευθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή. Ο νέος ΚΥΚ δεν προβλέπει την ανάκτηση των ενδεχομένων θετικών ή αρνητικών διαφορών που οφείλονται σε υποθετικές αναντιστοιχίες των ποσοστών εισφοράς. Η μέθοδος της αναλογιστικής αποτίμησης την οποία ορίζει το παράρτημα XII του ΚΥΚ αποσκοπεί μόνο στη διασφάλιση του ότι τα ποσοστά εισφοράς που πρέπει να εφαρμοστούν μετά την 1η Μαΐου 2004 θα είναι επαρκή για να καλυφθούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία θα αποκτηθούν από τους υπαλλήλους μετά την ημερομηνία αυτή.

136    Με τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Συμβουλίου, ο προσφεύγων διαπιστώνει ότι όλοι οι διάδικοι δέχονται ότι οι μόνιμοι και μη μόνιμοι υπάλληλοι οφείλουν μόνο να καταβάλλουν το ένα τρίτο των εισφορών που είναι αναγκαίες προς εξασφάλιση της μελλοντικής καταβολής των δικαιωμάτων που αποκτούν σήμερα και ότι το έλλειμμα του παρελθόντος έπρεπε συνεπώς να χρηματοδοτηθεί εξ ολοκλήρου από τα κράτη μέλη μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού. Η διαφωνία αφορά την εφαρμογή της αρχής αυτής. Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, η μέθοδος του παραρτήματος XII του ΚΥΚ αύξησε τεχνητά την εισφορά των μονίμων και μη μονίμων υπαλλήλων.

137    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η τήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας εμπίπτει σε ένα πολύπλοκο τομέα του οποίου το αντικείμενο υπόκειται σε διαρκή προσαρμογή λόγω των διακυμάνσεων της οικονομικής κατάστασης. Επιπλέον, ο μεταβλητός χαρακτήρας του επιπέδου της εισφοράς προκύπτει σαφώς από τις διατάξεις του ΚΥΚ, ιδίως από το άρθρο 83, παράγραφος 4, του παλαιού ΚΥΚ. Ο προσφεύγων δεν μπορεί συνεπώς να επικαλείται την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα των νέων διατάξεων που αφορούν τη μέθοδο υπολογισμού της αναλογιστικής ισορροπίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

138    Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει καθιερωθεί από τη νομολογία ως «υπέρτερος κανόνας δικαίου» (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1975, 74/74, CNTA κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 157, σκέψη 44), ως μία από τις «θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας» (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1999, C‑104/97 P, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Συλλογή 1999, σ. I‑6983, σκέψη 52, και της 7ης Ιουνίου 2005, C‑17/03, VEMW κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑4983, σκέψη 73) ή ακόμη ως γενική αρχή (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 2001, C‑403/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑6883, σκέψη 35).

139    Η αρχή αυτή αποτελεί απόρροια της αρχής της ασφαλείας δικαίου, που επιβάλλει να είναι η κοινοτική νομοθεσία βεβαία και η εφαρμογή της προβλέψιμη από τους πολίτες, υπό την έννοια ότι αποσκοπεί, σε περίπτωση τροποποιήσεως του κανόνα δικαίου, και στη διασφάλιση της προστασίας των καταστάσεων που νομίμως απέκτησαν ένα ή περισσότερα φυσικά νομικά πρόσωπα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C‑63/93, Duff κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑569, σκέψη 20, και της 18ης Μαΐου 2000, C‑107/97, Rombi & Arkopharma, Συλλογή 2000, σ. I‑3367, σκέψη 66· απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, T‑182/96, Partex κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2673, σκέψη 191).

140    Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αναγνωρίζεται σε κάθε ιδιώτη που τελεί σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Φεβρουαρίου 1997, T‑211/95, Petit-Laurent κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑21 και II‑57, σκέψη 72, και της 5ης Νοεμβρίου 2002, T‑205/01, Ronsse κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑211 και II‑1065, σκέψη 54).

141    Σύμφωνα με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το Κοινοβούλιο είχε παράσχει στους υπαλλήλους του, σχετικά με το περιεχόμενο της μελλοντικής μεταρρυθμίσεως του συνταξιοδοτικού συστήματος, διαβεβαιώσεις οι οποίες δεν τηρήθηκαν, κατά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

142    Ωστόσο, μόνον οι συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που προέρχονται από την αρχή η οποία είναι αρμόδια να χορηγήσει αυτό που υπόσχεται μπορούν να στηρίξουν την ύπαρξη της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του οικείου υπαλλήλου (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 2005, T‑237/00, Reynolds κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑385 και II‑1731, σκέψη 146).

143    Το Κοινοβούλιο πάντως συμβουλευτικό μόνο ρόλο διαθέτει στη διαδικασία θεσπίσεως ή αναθεωρήσεως του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 283 ΕΚ, «το Συμβούλιο εκδίδει με ειδική πλειοψηφία, προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με τα άλλα ενδιαφερόμενα όργανα, τον ΚΥΚ […] και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού [των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων]». Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να υποστηρίζεται, καθόσον τούτο θα σήμαινε άρνηση των διατάξεων των Συνθηκών που διέπουν την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των οργάνων, ότι το Κοινοβούλιο μπορούσε να παράσχει στους υπαλλήλους του, σχετικά με τη μεταρρύθμιση του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, διαβεβαιώσεις σε σχέση με τις οποίες το Συμβούλιο δεσμεύθηκε εν συνεχεία.

144    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι δηλώσεις του Κοινοβουλίου σχετικά με τη μεταρρύθμιση της τότε μελετώμενης μεταρρύθμισης του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν βάσιμες προσδοκίες στον προσφεύγοντα.

145    Σύμφωνα με το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η εμπιστοσύνη του σε μια πολύ μικρότερη αύξηση της συνεισφοράς των υπαλλήλων στις συντάξεις στηριζόταν στις διατάξεις του ΚΥΚ που περιορίζουν την εν λόγω συνεισφορά στο ένα τρίτο των αναγκών χρηματοδοτήσεως του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος και στο γεγονός ότι κατά το παρελθόν, οι εισφορές των υπαλλήλων υπερέβαιναν το όριο αυτό. Αντίθετα προς όσα υποστήριξε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εμπιστοσύνη η οποία επικαλείται ο προσφεύγων δεν στηρίζεται συνεπώς σε μια απλή πρακτική.

146    Οι διατάξεις του άρθρου 83, παράγραφος 2, του παλαιού ΚΥΚ, που διατηρήθηκαν στον νέο ΚΥΚ, προέβλεπαν ήδη ότι οι υπάλληλοι συμβάλλουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ακόμη και πριν από την έναρξη της ισχύος του νέου ΚΥΚ, το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα έπρεπε να χρηματοδοτείται κατά τα δύο τρίτα από τον κοινοτικό εργοδότη και κατά το ένα τρίτο από τις εισφορές των μονίμων και μη μονίμων υπαλλήλων.

147    Ο προσφεύγων φρονεί ότι η μέθοδος του παραρτήματος XII του ΚΥΚ προσέβαλε αυτόν τον τρόπο κατανομής της χρηματοδοτήσεως για το παρελθόν.

148    Πρώτον, το Κοινοβούλιο αντιτείνει ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλείται την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά των διατάξεων του παραρτήματος XII του ΚΥΚ.

149    Κατά πάγια νομολογία, οι υπάλληλοι δεν μπορούν να επικαλούνται την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να θέτουν εν αμφιβόλω τη νομιμότητα μιας νέας κανονιστικής διατάξεως, ιδίως σε ένα τομέα του οποίου το αντικείμενο απαιτεί διαρκή προσαρμογή ανάλογα με τις διακυμάνσεις της οικονομικής κατάστασης (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουνίου 1994, T‑98/92 και T‑99/92, Di Marzio και Lebedef κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑167 και II‑541, σκέψη 68, και της 11ης Δεκεμβρίου 1996, T‑177/95, Barraux κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑541 και II‑1451, σκέψη 47). Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά την περίπτωση της διαρρυθμίσεως του κοινοτικού συστήματος κοινωνικής ασφάλειας, για το οποίο ο νομοθέτης διαθέτει, επιπλέον, ευρεία εξουσίας εκτιμήσεως όσον αφορά την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Campoli κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 71 και 72).

150    Ωστόσο, ναι μεν ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιφέρει ανά πάσα στιγμή στους κανόνες του ΚΥΚ τις τροποποιήσεις που κρίνει σύμφωνες με το γενικό συμφέρον και να θεσπίσει διατάξεις του ΚΥΚ ευνοϊκότερες για τους οικείους υπαλλήλους, υπό την επιφύλαξη της προβλέψεως ενδεχομένως μιας μεταβατικής περιόδου επαρκούς διάρκειας, πλην όμως οι τροποποιήσεις αυτές πρέπει να αφορούν το μέλλον (βλ. απόφαση Campoli κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 85), ήτοι η νέα ρύθμιση πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις νέες καταστάσεις και στα μελλοντικά αποτελέσματα των καταστάσεων που γεννήθηκαν υπό το κράτος της προτέρας ρυθμίσεως (βλ., a contrario, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 1979, 84/78, Tomadini, Συλλογή τόμος 1979/I, σ. 903, σκέψη 21, και της 5ης Μαΐου 1981, 112/80, Dürbeck, Συλλογή 1981, σ. 1095, σκέψη 48, και, στον τομέα των υπαλληλικών υποθέσεων, απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 1993, T‑6/92 και T‑52/92, Reinarz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1047, σκέψη 85).

151    Επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι το ως άνω ορισθέν όριο στη δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά νέας κανονιστικής διατάξεως δεν μπορεί να αντιταχθεί στον προσφεύγοντα στην υπό κρίση περίπτωση.

152    Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων δεν υποστηρίζει ότι προσβλήθηκε για το μέλλον ο τρόπος κατανομής του άρθρου 83, παράγραφος 2, του παλαιού ΚΥΚ, κατά παραβίαση της αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 146 της παρούσας αποφάσεως, οι επίμαχες διατάξεις επαναλήφθηκαν εξάλλου χωρίς αλλαγές στο άρθρο 83, παράγραφος 2, του νέου ΚΥΚ. Η αιτίαση που ο προσφεύγων διατυπώνει κατά του παραρτήματος XII του ΚΥΚ είναι ότι προσέβαλε τον τρόπο κατανομής της χρηματοδοτήσεως για την περίοδο πριν από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω παραρτήματος, ήτοι κατά τρόπο αποκλειστικά αναδρομικό.

153    Για τον λόγο αυτό, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, η προπαρατεθείσα νομολογία, που αφορά τις νέες κανονιστικές διατάξεις δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση περίπτωση και της νομολογίας αυτής συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λυσιτελώς επίκληση για να αποκλειστεί το δικαίωμα του προσφεύγοντος να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Το Δικαστήριο έχει, αντιθέτως, κρίνει παράνομη, με απόφαση της 11ης Ιουλίου 1991, C‑368/89, Crispoltoni (Συλλογή 1991, σ. I‑3695, σκέψη 21), την προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των επιχειρηματιών την οποία συνεπάγονταν δύο κοινοτικοί κανονισμοί λόγω των αναδρομικών αποτελεσμάτων τους.

154    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, το παράρτημα XII του ΚΥΚ προσέβαλε πράγματι, για τον προ της 1ης Μαΐου 2004 χρόνο, τον κανόνα χρηματοδοτήσεως του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος.

155    Από την έκθεση Dührkop Dührkop προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα δεν κατέβαλαν καμία εισφορά στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα μέχρι το 1982 και κατέβαλαν εξ ολοκλήρου το μέρος που αναλογεί στον κοινοτικό εργοδότη μόνον από το 1998 και μετά.

156    Όπως εκθέτει το Συμβούλιο με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η αναλογιστική μέθοδος την οποία ορίζει το παράρτημα XII του ΚΥΚ αποσκοπεί μόνο στην εξασφάλιση του ότι το ποσοστό συνταξιοδοτικών εισφορών που πρέπει να εφαρμοστεί μετά την 1η Μαΐου 2004 θα είναι επαρκές για να καλυφθούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που θα αποκτηθούν από τους υπαλλήλους μετά την ημερομηνία αυτή. Το γεγονός ότι το παράρτημα XII του ΚΥΚ δεν λαμβάνει υπόψη το παρελθόν έχει δύο συνέπειες οι οποίες πρέπει να διακριθούν κατά την εξέταση της επιχειρηματολογίας του προσφεύγοντος.

157    Πρώτον, η αναλογιστική ισορροπία δεν λαμβάνει υπόψη τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία του υπολογισμού, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του παραρτήματος XII του ΚΥΚ. Η διάταξη αυτή εγγυάται ότι τα ελλείμματα του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος που έχουν ενδεχομένως συσσωρευθεί μέχρι την 1η Μαΐου 2004 δεν θα βαρύνουν τους υπαλλήλους και ότι μια αύξηση του ποσοστού εισφοράς δεν θα μπορεί έτσι να έχει ως αιτία τη χρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που οι τελευταίοι αυτοί έχουν ήδη αποκτήσει, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων.

158    Δεύτερον, ο ΚΥΚ ομοίως δεν προβλέπει την ανάκτηση των ενδεχομένων θετικών ή αρνητικών διαφορών που οφείλονται σε αναντιστοιχίες του ποσοστού εισφοράς κατά το παρελθόν. Με άλλα λόγια, ο ορισμός της αναλογιστικής ισορροπίας που περιλαμβάνει το παράρτημα XII του ΚΥΚ δεν λαμβάνει υπόψη τις εισφορές που καταβλήθηκαν μέχρι τις 30 Απριλίου 2004 και θεωρεί δεδομένο ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή καλύφθηκαν σύμφωνα με τον τρόπο κατανομής της χρηματοδοτήσεως.

159    Ο προσφεύγων όμως στηρίζεται στην έκθεση Dührkop Dührkop για να υποστηρίξει ότι ο κοινοτικός εργοδότης δεν χρηματοδοτεί το συνταξιοδοτικό σύστημα κατά τα δύο τρίτα παρά μόνον από το 1998 και μετά και ότι οι υπάλληλοι συνεισέφεραν στο παρελθόν κατά πλέον του ενός τρίτου στη χρηματοδότηση του εν λόγω συστήματος.

160    Ωστόσο, η έκθεση Dührkop Dührkop, δεδομένου ότι δεν στηρίζεται σε αναλογιστική μελέτη του συνταξιοδοτικού συστήματος, περιορίζεται στη διαπίστωσή του ότι η ετήσια συνεισφορά των υπαλλήλων υπερέβη επί μακρόν το ένα τρίτο του ετήσιου δημοσιονομικού κόστους του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Οι διατάξεις όμως του άρθρου 83, παράγραφος 2, του παλαιού ΚΥΚ, που προέβλεπαν, με την ίδια διατύπωση όπως και ο νέος ΚΥΚ, ότι οι υπάλληλοι συμβάλλουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος, έπρεπε ήδη να νοούνται υπό αναλογιστική και όχι δημοσιονομική έννοια, όπως σαφώς προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 83, παράγραφος 4, του παλαιού ΚΥΚ. Οι διατάξεις αυτές σήμαιναν ότι το ένα τρίτο του αθροίσματος των αναλογιστικών αξιών των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτήσει όλοι οι εν ενεργεία υπάλληλοι κατά τη διάρκεια του έτους, ήτοι το ένα τρίτο του κόστους της υπηρεσίας, έπρεπε να χρηματοδοτείται από τους υπαλλήλους.

161    Η διαπίστωση ότι, επί δεκαετίες, ενώ το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα αφορούσε ακόμα μικρό μόνον αριθμό συνταξιούχων, το ποσό των εισφορών των υπαλλήλων υπερέβη κατά πολύ το ένα τρίτο του δημοσιονομικού κόστους του εν λόγω συστήματος δεν συνεπάγεται ότι η συνεισφορά των υπαλλήλων υπερέβη ομοίως το ένα τρίτο του κόστους της υπηρεσίας.

162    Συγκεκριμένα, καταρχάς, ένα τέτοιο συμπέρασμα θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο σε αναλογιστική μελέτη. Η Επιτροπή όμως υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι ουδεμία αναλογιστική μελέτη του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος είχε πραγματοποιηθεί πριν από το 1998. Εν συνεχεία, δεν είναι βέβαιον ότι με ποσοστά εισφοράς στο 6,75 % κατόπιν δε στο 8,25 % οι υπάλληλοι χρηματοδότησαν, κατά το παρελθόν, πλέον του ενός τρίτου του κόστους της υπηρεσίας. Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η τήρηση του τρόπου χρηματοδοτήσεως μπορεί να ελεγχθεί με βάση τα στοιχεία του προϋπολογισμού και ότι μπορεί κατά συνέπεια να γίνει δεκτό το πόρισμα της εκθέσεως Dührkop Dührkop, ότι η εισφορά του εργοδότη καταβλήθηκε μόνον εν μέρει μέχρι το 1998, μένει να εξακριβωθεί ότι το υποτιθέμενο πλεόνασμα των εισφορών των υπαλλήλων μέχρι την ημερομηνία αυτή δεν αντισταθμίστηκε από ένα πλεόνασμα των εισφορών των Κοινοτήτων μεταξύ 1998 και 2004.

163    Επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι η νέα ρύθμιση είχε ως αποτέλεσμα να προσβληθεί αναδρομικώς ο τρόπος χρηματοδοτήσεως του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος.

164    Επομένως, τεκμαιρόμενο σιωπηρώς ότι ο κανόνας αυτός είχε τηρηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, το Συμβούλιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσέβαλε την εμπιστοσύνη που οι υπάλληλοι μπορούσαν δικαιολογημένα να έχουν όσον αφορά την τήρηση του εν λόγω κανόνα.

165    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθεί καθ’ όλα τα σκέλη του.

166    Κατόπιν των ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

167    Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο ΔΔ με την απόφασή του της 26ης Απριλίου 2006, F‑16/05, Falcione κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 77 έως 86), ενόσω ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ και, ιδίως, οι συγκεκριμένες διατάξεις που αφορούν τα δικαστικά έξοδα δεν έχουν αρχίσει να ισχύουν, πρέπει, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και προκειμένου να εξασφαλιστεί στους διαδίκους επαρκής δυνατότητα προβλέψεως όσον αφορά τους κανόνες περί των δικαστικών εξόδων, πρέπει να εφαρμόζεται απλώς ο Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

168    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 88 του ίδιου κανονισμού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους.

169    Επιπλέον, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να κατανείμει τα έξοδα εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

170    Εν προκειμένω, το Κοινοβούλιο απάντησε μόνο μερικώς στη διοικητική ένσταση, δεν παράσχε με το δικόγραφό του καμία εξήγηση όσον αφορά την επιλογή της περιόδου των δώδεκα ετών, την οποία ωστόσο με σαφήνεια και ακρίβεια αμφισβήτησε ο προσφεύγων, και δεν συνήψε, απαντώντας σε μια στηριζόμενη σε πληθώρα στοιχείων επιχειρηματολογία, κανένα έγγραφο στα υπομνήματά του. Το Δικαστήριο ΔΔ, προκειμένου να συμπληρώσει τη δικογραφία ώστε να καταστεί δυνατή η εκδίκαση της υποθέσεως και να γνωρίσει τη ratio legis των προσβαλλομένων διατάξεων, αναγκάστηκε να διατάξει διάφορα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.

171    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Κοινοβούλιο πρέπει, πέραν των δικών του εξόδων, να φέρει το ήμισυ των εξόδων του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων θα φέρει το ήμισυ των δικών του εξόδων.

172    Τέλος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, που παρενέβησαν στη διαφορά, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει τα έξοδα του και το ήμισυ των εξόδων του D. Wils.

3)      Ο D. Wils φέρει το ήμισυ των εξόδων του.

4)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρουν τα δικά τους έξοδα.

Mahoney

Kreppel      

Van Raepenbusch

Boruta

Kanninen      Ταγαράς      

Gervasoni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 2007.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      P. Mahoney

Το κείμενο της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σε αυτήν αποφάσεων των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων οι οποίες δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή βρίσκονται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου των ΕΚ: www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.