Language of document : ECLI:EU:T:2011:286

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-204/08 και T-212/08

Team Relocations NV κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο – Απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός τιμών – Κατανομή της αγοράς – Καταστρατήγηση διαγωνισμών – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Καταλογισμός των πράξεων που συνιστούν την παράβαση – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του έτους 2006»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Έννοια

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Κύκλος εργασιών

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής § 13)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Αρχή του προσωποπαγούς των κυρώσεων

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Διάρκεια της παραβάσεως

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Εκτίμηση

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής § 25)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Εκτίμηση

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής § 29)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Ελαφρυντικές περιστάσεις –Συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού η οποία επετράπη ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής § 29, τελευταία περίπτωση)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μείωση λόγω της χρηματοοικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως – Προϋποθέσεις

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής § 35)

1.      Θα ήταν τεχνητή η κατάτμηση μιας συνεχούς συμπεριφοράς χαρακτηριζομένης από έναν και τον αυτό σκοπό, αναλύοντάς την σε πλείονες και χωριστές παραβάσεις, ενώ, αντιθέτως, πρόκειται για ενιαία παράβαση η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε σταδιακώς τόσο με συμφωνίες όσο και με εναρμονισμένες πρακτικές.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε παράβαση με ενέργειές της εμπίπτουσες στην έννοια της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, οι οποίες απέβλεπαν στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για ενέργειες στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως.

Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των συμμετεχόντων και ότι γνώριζε τις συγκεκριμένες ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβαιναν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο.

Ειδικότερα, οι συμπράξεις μπορούν να θεωρηθούν συστατικά στοιχεία ενιαίας συμφωνίας θίγουσας των ανταγωνισμό μόνον αν αποδειχθεί ότι εντάσσονται σε συνολικό σχέδιο με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός. Επιπροσθέτως, μόνον αν η επιχείρηση, όταν μετείχε στις συμπράξεις αυτές, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι, διά της συμμετοχής της αυτής, εντασσόταν στην ενιαία συμφωνία, μπορεί η συμμετοχή της στις εν λόγω συμπράξεις να αποτελεί την έκφραση της προσχωρήσεώς της στη συμφωνία αυτή.

Συνεπώς, πρέπει να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις προκειμένου να αποδειχθεί η συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση, ήτοι η ύπαρξη συνολικού σχεδίου με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός, η εν γνώσει συμμετοχή της επιχειρήσεως στο σχέδιο αυτό και το γεγονός ότι αυτή τελούσε σε (αποδεδειγμένη ή τεκμαιρόμενη) γνώση των παραβατικών συμπεριφορών των άλλων συμμετεχόντων.

Όσον αφορά την ύπαρξη συνολικού σχεδίου με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός, η έννοια του κοινού σκοπού δεν μπορεί να καθορισθεί με γενική αναφορά στη στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αφορώσα την παράβαση αγορά, καθόσον ο επηρεασμός του ανταγωνισμού συνιστά, είτε ως αντικείμενο είτε ως αποτέλεσμα, ένα από τα συστατικά στοιχεία κάθε συμπεριφοράς εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας του κοινού σκοπού θα ενείχε τον κίνδυνο του εν μέρει περιορισμού του περιεχομένου της έννοιας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, διότι θα είχε ως συνέπεια ότι πολλές σχετικές με τον οικονομικό τομέα συμπεριφορές, απαγορευόμενες από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, θα έπρεπε να χαρακτηρίζονται συστηματικώς ως συστατικά ενιαίας παραβάσεως στοιχεία. Συνεπώς, για να μπορούν να χαρακτηριστούν διάφορες ενέργειες ως ενιαία και διαρκής παράβαση, πρέπει να ληφθεί υπόψη κάθε περίσταση ικανή να επιβεβαιώσει ή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη συμπληρωματικότητα αυτή, όπως το χρονικό διάστημα εφαρμογής, το περιεχόμενο (συμπεριλαμβανομένων των χρησιμοποιουμένων μεθόδων) και, συνακόλουθα, ο σκοπός των διαφόρων υπό εξέταση ενεργειών.

(βλ. σκέψεις 33-37, 40)

2.      Η παράγραφος 13 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι: «Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα […]». Από τη διάταξη αυτή ουδόλως προκύπτει ότι για τον υπολογισμό της αξίας των οικείων πωλήσεων μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον η αξία των πωλήσεων που απορρέουν από μετακομίσεις οι οποίες όντως επηρεάστηκαν από τις παραβατικές πρακτικές. Συγκεκριμένα, το γράμμα της παραγράφου 13 των ανωτέρω κατευθυντήριων γραμμών κάνει λόγο για «πωλήσεις […] με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα» και όχι για «πωλήσεις που επηρεάζονται από την παράβαση». Από τη διατύπωση της παραγράφου 13 προκύπτει, συνεπώς, ότι πρόκειται για πωλήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στη σχετική αγορά.

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τον σκοπό των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ένωσης. Για τον καθορισμό του βασικού ποσού των επιβαλλομένων προστίμων στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει ποιες είναι οι συγκεκριμένες πωλήσεις που επηρεάσθηκαν από τη σύμπραξη. Πράγματι, μια τέτοια υποχρέωση ουδέποτε επιβλήθηκε από το δίκαιο της Ένωσης, ουδόλως δε προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να επιβάλει μια τέτοια υποχρέωση με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Εξάλλου, είναι αναπόφευκτο, στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις οι οποίες είναι εκ της φύσεώς τους μυστικές, να μην αποκαλύπτονται ορισμένα έγγραφα που αποδεικνύουν τις εκδηλώσεις των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών.

Επιπροσθέτως, το μέρος του κύκλου εργασιών που προέρχεται από εμπορεύματα τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παραβάσεως δύναται να αποτελέσει επαρκή ένδειξη του μεγέθους της παραβάσεως στην οικεία αγορά. Ειδικότερα, ο πραγματοποιηθείς κύκλος εργασιών για προϊόντα που αποτέλεσαν αντικείμενο περιοριστικής πρακτικής αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο παρέχον επαρκή ένδειξη του πόσο επιζήμια είναι η εν λόγω πρακτική για τον ανταγωνισμό υπό συνήθεις όρους.

(βλ. σκέψεις 61-66)

3.      Όταν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πολλές επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς από αυτές στην παράβαση. Το συμπέρασμα αυτό είναι λογικό επακόλουθο της αρχής του προσωποπαγούς των ποινών και των κυρώσεων δυνάμει της οποίας σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνο για τα γεγονότα που της προσάπτονται ατομικώς, αρχή η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων βάσει των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού. Η βαρύτητα της παραβάσεως πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς εκτιμήσεως που λαμβάνει υπόψη πολλά στοιχεία, όπως είναι, ιδίως, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων. Το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν συμμετείχε σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι η συμμετοχή της ήταν ήσσονος σημασίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

Εντούτοις, η εκτίμηση των ατομικών περιστάσεων δεν γίνεται στο πλαίσιο εκτιμήσεως της βαρύτητας της παραβάσεως, δηλαδή κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, αλλά στο πλαίσιο αναπροσαρμογής του βασικού ποσού βάσει ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων.

Η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να λάβει υπόψη ορισμένες πτυχές της «βαρύτητας» κατά την έννοια του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 στο πλαίσιο των ελαφρυντικών και επιβαρυντικών περιστάσεων, και όχι στο πλαίσιο της «βαρύτητας» κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών της για τον υπολογισμό των προστίμων.

Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές επέφεραν μια θεμελιώδη αλλαγή στη μεθοδολογία για τον υπολογισμό των προστίμων. Πρώτον, καταργήθηκε η κατάταξη των παραβάσεων σε τρεις κατηγορίες («λιγότερο σοβαρή», «σοβαρή» και «πολύ σοβαρή»). Το ισχύον σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει μια κλίμακα από 0 έως 30 %, παρέχει τη δυνατότητα ακριβέστερης διαφοροποιήσεως βάσει της βαρύτητας των παραβάσεων. Δεύτερον, καταργήθηκαν τα κατ’ αποκοπήν ποσά. Εφεξής, το βασικό ποσό υπολογίζεται βάσει της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποιεί κάθε επιχείρηση ατομικώς και οι οποίες τελούν σε άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση. Αυτή η νέα μεθοδολογία παρέχει, συνεπώς, τη δυνατότητα να λαμβάνεται ευχερέστερα υπόψη η έκταση της ατομικής συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως στην παράβαση στο πλαίσιο εκτιμήσεως της βαρύτητάς της. Παρέχει, επίσης, τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως της ενδεχόμενης μειωμένης βαρύτητας μιας ενιαίας παραβάσεως με την πάροδο του χρόνου.

Καίτοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής στην παράβαση και οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, η Επιτροπή εξακολουθεί να μπορεί, κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, να προβεί σε μια τέτοια συνεκτίμηση κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας της παραβάσεως ή την αναπροσαρμογή του βασικού ποσού βάσει ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων. Στις περιπτώσεις που ακολουθείται η εν λόγω δεύτερη προσέγγιση από την Επιτροπή, κατά την εκτίμηση των ελαφρυντικών και επιβαρυντικών περιστάσεων πρέπει, εντούτοις, να μπορεί να ληφθεί επαρκώς υπόψη η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής σε ενιαία παράβαση και η ενδεχόμενη διαφοροποίηση της εν λόγω βαρύτητας με την πάροδο του χρόνου.

(βλ. σκέψεις 84-87, 89-90, 92)

4.      Όσον αφορά τον πολλαπλασιασμό του ποσού που καθορίζεται βάσει της αξίας των πωλήσεων με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση, το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 επισημαίνει μόνον ότι «[ο] καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης», χωρίς εντούτοις να προσδιορίζει επακριβώς πώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια αυτή. Ο πολλαπλασιασμός με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση που προβλέπεται με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 αντιστοιχεί σε προσαύξηση του ποσού αυτού κατά 100 % ανά έτος. Η προσέγγιση αυτή συνιστά θεμελιώδη αλλαγή της μεθοδολογίας όσον αφορά τη συνεκτίμηση της διάρκειας της συμπράξεως. Το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ουδόλως αποκλείει μια τέτοια εξέλιξη.

Καίτοι στο παρελθόν η Επιτροπή έχει λάβει σε ορισμένες περιπτώσεις υπόψη την εξέλιξη της παραβάσεως με την πάροδο του χρόνου προσαυξάνοντας το ποσό του προστίμου βάσει της διάρκειάς της, καμία διάταξη των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών δεν την υποχρεώνει να εφαρμόζει σε μια τέτοια περίπτωση κατά τον πολλαπλασιασμό ως ανώτατο συντελεστή το δύο ή να μειώνει το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη βάσει της βαρύτητας της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 107-110)

5.      Η παράγραφος 25 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι: «[Α]νεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής μιας επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή θα περιλαμβάνει στο βασικό ποσό ένα ποσό που θα κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων […], προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις και από το να εισέρχονται απλώς σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής».

Εφόσον η Επιτροπή εφαρμόζει το ίδιο πρόσθετο ποσό σε όλους τους αποδέκτες της αποφάσεως της, με το αιτιολογικό ότι όλοι μετείχαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση περιλαμβάνουσα τον καθορισμό τιμών και/ή την κατανομή της αγοράς, δεν συντρέχει προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Από το γράμμα της παραγράφου 25 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών («inclura», «will include» και «fügt hinzu») προκύπτει εξάλλου ότι, όσον αφορά τις κατάφωρες παραβάσεις, η επιβολή πρόσθετου ποσού γίνεται αυτομάτως χωρίς να απαιτείται η συνδρομή άλλων παραγόντων.

(βλ. σκέψεις 116-117)

6.      Βάσει της τρίτης περιπτώσεως της παραγράφου 29 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, προκειμένου να επωφεληθεί από οποιαδήποτε μείωση του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, η οικεία επιχείρηση πρέπει να «αποδε[ίξει] ότι η συμμετοχή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και, κατά συνέπεια, ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στην παράνομη συμφωνία, απείχε κατ’ ουσία από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά».

Εντούτοις, από τη χρήση του όρου «όπως» προκύπτει ότι η απαρίθμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων στην παράγραφο 29 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών είναι ενδεικτική. Εξάλλου, οι ιδιαίτερες περιστάσεις εν προκειμένω, όπως η συμμετοχή ή μη μιας επιχειρήσεως σε όλα τα συστατικά στοιχεία της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, αν όχι κατά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως, τουλάχιστον στο πλαίσιο αναπροσαρμογής του βασικού ποσού βάσει ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αυτή ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως δεν αντιφάσκει προς την αρχή κατά την οποία η ευθύνη για τις παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού έχει προσωποπαγή χαρακτήρα. Τα κριτήρια που προβλέπονται στην τρίτη περίπτωση της εν λόγω παραγράφου 29 δεν μπορούν να εγγυηθούν από μόνα τους τη δυνατότητα αυτή.

(βλ. σκέψεις 126-127)

7.      Η παράγραφος 29, τελευταία περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι «[τ]ο βασικό ποσό του προστίμου θα μπορεί να μειωθεί […] όταν η αντιανταγωνιστική συμπεριφορά επετράπη ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή με νομοθετικά μέτρα». Συναφώς, μόνον η γνώση της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς δεν συνεπάγεται ότι η εν λόγω συμπεριφορά «επετράπη ή ενθαρρύνθηκε» σιωπηρώς από το θεσμικό όργανο, κατά την έννοια της παραγράφου 29, τελευταία περίπτωση, των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Τυχόν αδράνεια δεν μπορεί, κατ’ ουσία, να εξομοιωθεί με θετική ενέργεια όπως η έγκριση ή η ενθάρρυνση.

(βλ. σκέψεις 131, 134)

8.      Η μείωση του προστίμου, δυνάμει της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, προϋποθέτει τη σωρευτική συνδρομή τριών προϋποθέσεων, ήτοι: την υποβολή αιτήματος κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου και την αδυναμία πληρωμής της επιχειρήσεως, η οποία οφείλει να προσκομίσει αντικειμενικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η επιβολή προστίμου θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητά της και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της.

Η υποβολή αιτήματος μειώσεως του προστίμου δεν αποτελεί απλή τυπική προϋπόθεση, αλλά απαίτηση ελλείψει της οποίας δεν μπορεί να γίνει καμία έγκυρη αξιολόγηση της οικονομικής καταστάσεως, διότι η Επιτροπή δεν έχει στη διάθεσή της σχετικά στοιχεία, όπως τα εσωτερικά δεδομένα της οικείας επιχειρήσεως, που να καθιστούν δυνατή την εκτίμηση της οικονομικής βιωσιμότητάς της.

(βλ. σκέψεις 171, 176)