Language of document : ECLI:EU:T:2009:27

Υπόθεση T-145/06

Omya AG

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Αίτηση παροχής πληροφοριών – Άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 – Αναγκαίος χαρακτήρας των αιτουμένων πληροφοριών – Αναλογικότητα – Εύλογη προθεσμία – Κατάχρηση εξουσίας – Προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή – Αίτημα να απευθυνθεί διαταγή σε θεσμικό όργανο – Αίτημα εκδόσεως αναγνωριστικής αποφάσεως – Απαράδεκτο

(Άρθρο 230 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες από τα κοινοποιούντα μέρη – Αίτημα περί διορθώσεως των κοινοποιηθεισών πληροφοριών – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 11)

3.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 11)

4.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες από τα κοινοποιούντα μέρη – Αίτημα περί διορθώσεως των κοινοποιηθεισών πληροφοριών – Αναστολή των προθεσμιών

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρα 10 και 11)

5.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες από τα κοινοποιούντα μέρη – Ανακοίνωση αιτιάσεων από την οποία δεν μπορεί να καθοριστεί η αναγκαιότητα ή η ακρίβεια των πληροφοριών

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρα 2, 11 και 18 § 3)

6.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες από τα κοινοποιούντα μέρη – Αίτημα περί διορθώσεως των κοινοποιηθεισών πληροφοριών

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 11)

7.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες από τα κοινοποιούντα μέρη – Αίτημα περί διορθώσεως των κοινοποιηθεισών πληροφοριών

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 11)

1.      Το Πρωτοδικείο δεν έχει αρμοδιότητα, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας που στηρίζεται στο άρθρο 230 ΕΚ, να εκδίδει αναγνωριστικές αποφάσεις ή διαταγές, έστω και αν αυτές αφορούν τον τρόπο εκτελέσεως των αποφάσεών του, οπότε πρέπει να κηρύσσεται προδήλως απαράδεκτο το αίτημα με το οποίο ζητείται από το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί των συνεπειών της ακυρώσεως της προσβαλλομένης πράξεως.

(βλ. σκέψη 23)

2.      Η Επιτροπή δεν μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες που της παρέχει το άρθρο 11 του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, παρά μόνο στο μέτρο που φρονεί ότι δεν διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί του συμβατού της επίμαχης συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά.

Συναφώς, για την έκδοση αποφάσεως περί συγκεντρώσεως, η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει, δυνάμει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 2 του κανονισμού 139/2004, τα αποτελέσματα της επίμαχης πράξης σε όλες τις αγορές όπου υπάρχει ο κίνδυνος να παρακωλυθεί σημαντικά ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της.

Επιπλέον, το γεγονός ότι η περί αναγκαιότητας απαίτηση πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με την απόφαση περί του συμβατού προς την κοινή αγορά της επίμαχης συγκεντρώσεως συνεπάγεται ότι η αναγκαιότητα των πληροφοριών τις οποίες αφορά αίτημα υποβληθέν δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 139/2004 πρέπει να εκτιμάται με βάση την αντίληψη που νομίμως μπορούσε να έχει η Επιτροπή, κατά τη διατύπωση του σχετικού αιτήματος, του εύρους των πληροφοριών που απαιτούνται για την εξέταση της συγκεντρώσεως. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να στηρίζεται στην πραγματική αναγκαιότητα των πληροφοριών κατά τη μετέπειτα διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, η οποία εξαρτάται από πλήθος παραγόντων και δεν μπορεί συνεπώς να προσδιοριστεί με βεβαιότητα κατά τον χρόνο διατυπώσεως του αιτήματος περί παροχής πληροφοριών.

Συναφώς, ναι μεν το γεγονός ότι οι πληροφορίες για τις οποίες υποβλήθηκε αίτηση βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 139/2004 χρησιμοποιήθηκαν εν συνεχεία μπορεί να αποτελεί ένδειξη για την αναγκαιότητά τους, πλην όμως η έλλειψη της χρήσης τους δεν ισοδυναμεί με απόδειξη περί του αντιθέτου.

Όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση αποφάσεως εκδοθείσας βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, με την οποία η Επιτροπή ζητεί τη διόρθωση των πληροφοριών που της παρέσχε ο κοινοποιήσας και οι οποίες αποδεικνύονται ανακριβείς, η αναγκαιότητα της διόρθωσης αυτής εκτιμάται βάσει του κριτηρίου του ουσιώδους χαρακτήρα των εντοπισθέντων σφαλμάτων, το οποίο είναι προσήκον, εν όψει του γράμματος και της οικονομίας του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση των πληροφοριών που παρέχονται από ένα μέρος και οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ως εσφαλμένες, αν υπάρχει κίνδυνος τα εντοπισθέντα σφάλματα να ενδέχεται να έχουν σημαντική επίπτωση στην εκτίμηση του συμβατού προς την κοινή αγορά της επίμαχης συγκεντρώσεως. Το προαναφερθέν κριτήριο δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά, καθόσον το πρόταγμα της ταχύτητας που χαρακτηρίζει τη γενική οικονομία του κανονισμού 139/2004 πρέπει να συμβιβάζεται με τον σκοπό του αποτελεσματικού ελέγχου του συμβατού των συγκεντρώσεων προς την κοινή αγορά που πρέπει να διενεργεί η Επιτροπή με μεγάλη προσοχή και για τον οποίο απαιτείται να λαμβάνει η Επιτροπή πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες.

(βλ. σκέψεις 24, 28-31, 33, 41-42, 45, 60-61)

3.      Στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως των θεμάτων οικονομικής φύσεως και ο έλεγχος που ασκείται από τον κοινοτικό δικαστή πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της τήρησης των κανόνων της διαδικασίας και της αιτιολογίας, καθώς και της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, της έλλειψης πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και κατάχρησης εξουσίας. Ωστόσο, τούτο δεν συνεπάγεται ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία στοιχείων οικονομικής φύσεως και, ειδικότερα, την εκτίμησή της σχετικά με την αναγκαιότητα των πληροφοριών που ζητήθηκαν δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, καθώς και τον ουσιώδη χαρακτήρα των σφαλμάτων τα οποία οι πληροφορίες αυτές φέρονται να έχουν.

(βλ. σκέψη 32)

4.      Η εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση των εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 11 του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλει οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών. Ειδικότερα, η υποχρέωση παροχής πληροφοριών που επιβάλλεται σε επιχείρηση πρέπει να μην αποτελεί γι’ αυτή δυσανάλογη επιβάρυνση σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας.

Όσον αφορά απόφαση εκδοθείσα βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, με την οποία η Επιτροπή ζητεί τη διόρθωση των πληροφοριών που της παρέσχε ο κοινοποιήσας και οι οποίες αποδεικνύονται ανακριβείς, εφόσον η διάρκεια της αναστολής των προθεσμιών του άρθρου 10 του κανονισμού 139/2004, που προκαλείται από την έκδοση της αποφάσεως αυτής, εξαρτάται από την ημερομηνία της γνωστοποίησης των αναγκαίων πληροφοριών, η Επιτροπή δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας αναστέλλοντας τη διαδικασία, εφόσον δεν της έχουν γνωστοποιηθεί οι πληροφορίες αυτές.

(βλ. σκέψη 34)

5.      Στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου πράξεως συγκεντρώσεως περί της οποίας υποβάλλεται αίτηση παροχής πληροφοριών διά της εκδόσεως αποφάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, η ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν καθιστά δυνατό τον εξαντλητικό καθορισμό των πληροφοριών που η Επιτροπή θεωρούσε αναγκαίες κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση των αιτιάσεων περιλαμβάνει μόνον τις εκτιμήσεις της Επιτροπής που την οδήγησαν να εντοπίσει πιθανά προβλήματα ως προς τον ανταγωνισμό και συνεπώς παραλείπει, καταρχήν, τις αγορές στις οποίες δεν εντοπίστηκαν κίνδυνοι. Ως εκ τούτου, το αντικείμενο της ανακοινώσεως είναι σαφώς πιο περιορισμένο από εκείνο της εξετάσεως που είχε πραγματοποιήσει προηγουμένως η Επιτροπή. Ομοίως, η ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την εκτίμηση της θέσης της Επιτροπής όσον αφορά την ακρίβεια των πληροφοριών που χρησιμοποιήθηκαν για την εκ μέρους της εξέταση της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως.

(βλ. σκέψεις 46, 77)

6.      Ως κατάχρηση εξουσίας νοείται το να χρησιμοποιεί μια διοικητική αρχή τις εξουσίες της για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίον της έχουν απονεμηθεί. Μια απόφαση θεωρείται εκδοθείσα κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον αν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, κρισίμων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι ελήφθη για έναν τέτοιο σκοπό. Εφόσον επιδιώκονται περισσότεροι του ενός σκοποί, ακόμη και αν μεταξύ των αιτιολογικών σκέψεων μιας αποφάσεως υπάρχουν και ορισμένες μη έγκυρες, η απόφαση αυτή δεν ενέχει κατάχρηση εξουσίας, εφόσον δεν αφίσταται του βασικού σκοπού

Η έλλειψη αποδείξεως παραβάσεως της ισχύουσας νομοθεσίας δεν επηρεάζει την πιθανή ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας εκ μέρους της διοικητικής αρχής.

Μια απόφαση της Επιτροπής εκδοθείσα βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, με την οποία ζητείται η διόρθωση των πληροφοριών που της παρέσχε ο κοινοποιήσας και οι οποίες αποδεικνύονται ανακριβείς, έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας αν υπάρχουν αντικειμενικές, κρίσιμες και συγκλίνουσες ενδείξεις για το ότι η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση αυτή για να επιτύχει την αναστολή της προθεσμίας εξετάσεως της συγκεντρώσεως, αντί για τη διόρθωση των αναγκαίων για την εξέταση αυτή πληροφοριών. Συναφώς, δεν είναι ενδεικτικό καταχρήσεως εξουσίας το γεγονός ότι η Επιτροπή αναζητά συστηματικά, κατά τους συμπληρωματικούς ελέγχους της ακρίβειας των στοιχείων που γνωστοποίησαν οι κοινοποιήσαντες, σφάλματα στα στοιχεία αυτά. Ομοίως δεν αποτελεί ένδειξη καταχρήσεως εξουσίας το γεγονός ότι η Επιτροπή άρχισε τη σύνταξη αποφάσεως με την οποία ζητούνται πρόσθετα στοιχεία προτού εκτιμήσει τις επιπτώσεις των σφαλμάτων στην εκτίμησή της.

(βλ. σκέψεις 98-100, 106, 109)

7.      Το δικαίωμα για προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από την κοινοτική διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες.

Στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων, η Επιτροπή μπορεί, χωρίς να προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των κοινοποιησάντων, να θεωρήσει καταρχάς ότι τα στοιχεία που αυτοί παρέσχον είναι πλήρη και ακριβή και να αλλάξει εν συνεχεία την εκτίμηση αυτή.

Συγκεκριμένα, προς το συμφέρον του αποτελεσματικού ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως και εν όψει της υποχρεώσεως της Επιτροπής να εξετάζει, με μεγάλη προσοχή, τις συνέπειες της επίμαχης πράξεως σε όλες τις δυνητικά επηρεαζόμενες αγορές, η Επιτροπή πρέπει να διατηρεί τη δυνατότητα να ζητεί τη διόρθωση των κατ’ ουσίαν ανακριβών πληροφοριών που της έχουν κοινοποιήσει τα μέρη και οι οποίες είναι αναγκαίες για την εξέτασή της, οι δε λόγοι που την οδήγησαν να ελέγξει εκ νέου την ακρίβειά τους δεν ασκούν συναφώς επιρροή.

Επιπλέον, στον βαθμό που η εξέταση της Επιτροπής πρέπει να πραγματοποιείται εντός σχετικά αυστηρών προθεσμιών και τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη υποχρεούνται να κοινοποιούν στην Επιτροπή ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες, η διαδικασία ελέγχου των συγκεντρώσεων βασίζεται αναγκαστικά, σε μεγάλο βαθμό, στην εμπιστοσύνη, καθόσον δεν είναι δυνατόν η Επιτροπή να υποχρεούται να ελέγχει άμεσα και λεπτομερώς την ακρίβεια όλων των πληροφοριών που διαβιβάζουν τα μέρη αυτά.

Οι έλεγχοι που διενεργούνται από την Επιτροπή μετά την παραλαβή ορισμένων πληροφοριών δεν μπορούν οπωσδήποτε να αποκαλύψουν όλες τις ουσιώδεις ανακρίβειες που μπορούν να επηρεάσουν τις πληροφορίες αυτές.

Οι κοινοποιήσαντες δεν μπορούν να επικαλεστούν την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνη για να αποφύγουν τις συνέπειες της παραβάσεως της υποχρεώσεως παροχής πλήρων και ακριβών πληροφοριών, με μοναδικό αιτιολογικό ότι η παράβαση αυτή δεν διαπιστώθηκε από την Επιτροπή κατά τη διενέργεια των ανωτέρω ελέγχων.

Περαιτέρω, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή αντέδρασε κατά το παρελθόν στην κοινοποίηση πληροφοριών εντός ολίγων ημερών δεν συνιστά αρκούντως συγκεκριμένη διαβεβαίωση για το ότι η Επιτροπή δεν θα απαντήσει σε μελλοντική κοινοποίηση πληροφοριών αφού παρέλθει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Τέλος, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της πρακτικής της Επιτροπής σχετικά με αποφάσεις αφορώσες τον πλήρη χαρακτήρα των πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως κοινοποιηθείσας συγκέντρωσης όσον αφορά απόφαση περί της ακριβείας των πληροφοριών και η πρακτική αυτή δεν μπορεί συνεπώς να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

(βλ. σκέψεις 68, 117-120, 122-123)