Language of document : ECLI:EU:T:2009:181

Υπόθεση T-152/06

NDSHT Nya Destination Stockholm Hotell & Teaterpaket AB

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσφυγή ακυρώσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 – Καταγγελία ανταγωνιστή – Έγγραφα της Επιτροπής προς τον καταγγέλλοντα – Υφιστάμενη ενίσχυση – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Απαράδεκτο»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Πράξεις που μπορούν να προσβληθούν από τον καταγγέλλοντα κρατική ενίσχυση

(Άρθρο 230 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 4, 13 και 20 § 2)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες ενισχύσεις – Υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάζει τις υφιστάμενες ενισχύσεις – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 4, 13, 17 έως 19 και 20)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες ενισχύσεις – Έγγραφο της Επιτροπής προς καταγγέλλουσα την οποία ενημερώνει για τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ενισχύσεως ως υφιστάμενης – Απαράδεκτο της προσφυγής ακυρώσεως του ως άνω εγγράφου – Δυνατότητα της καταγγέλλουσας να προσφύγει στα εθνικά δικαστήρια

(Άρθρο 88 § 3, δεύτερη περίοδος, ΕΚ)

1.      Στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκεί η Επιτροπή επί των κρατικών ενισχύσεων, το Πρωτοδικείο, για να κρίνει αν έγγραφο που αποστέλλεται σε έναν καταγγέλλοντα σε απάντηση της καταγγελίας του συνιστά πράξη κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή, πρέπει να εξετάσει αν το προσβαλλόμενο έγγραφο περιέχει, στην ουσία, απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 4, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, ή αν αποτελεί απλώς ανεπίσημη ανακοίνωση κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του ίδιου κανονισμού. Επομένως, από την εφαρμοστέα επί των καταγγελιών στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων διαδικασία, όπως την προβλέπει ο κανονισμός 659/1999 και ιδίως το άρθρο του 20, παράγραφος 2, προκύπτει ότι, καίτοι η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει αμελλητί τις πληροφορίες σχετικά με φερόμενη ως παράνομη ενίσχυση οι οποίες περιλαμβάνονται σε καταγγελία τρίτου, εντούτοις δεν υποχρεούται να εκδίδει απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού, σε απάντηση κάθε καταγγελίας. Η Επιτροπή οφείλει να εκδώσει απόφαση σε απάντηση καταγγελίας μόνο στην περίπτωση του άρθρου 13 του κανονισμού 659/1999. Το άρθρο 20, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να ενημερώσει, απλώς και μόνον, εγγράφως τον καταγγέλλοντα ότι δεν υπάρχουν αποχρώντες λόγοι για να αποφανθεί. Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 13 του κανονισμού 659/1999, αφού η καταγγελία δεν αφορά, στην πραγματικότητα, παράνομη αλλά υφιστάμενη ενίσχυση.

Έγγραφο της Επιτροπής με το οποίο χαρακτηρίζονται ως υφιστάμενες οι ενισχύσεις στις οποίες αναφέρεται καταγγελία υποβληθείσα από έναν ανταγωνιστή της επιχειρήσεως-δικαιούχου της ενισχύσεως δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της καταγγέλλουσας επιχειρήσεως. Τέτοιο έγγραφο πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ανεπίσημη ανακοίνωση, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, η οποία και δεν περιέχει απόφαση όπως την εννοεί το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 42-44, 68, 70)

2.      Στο πλαίσιο της αρμοδιότητας που παρέχεται στην Επιτροπή να εξετάζει διαρκώς τις υφιστάμενες ενισχύσεις, ένας καταγγέλλων δεν μπορεί, μέσω της καταγγελίας του προς την Επιτροπή, να την υποχρεώσει να εκτιμήσει τη συμβατότητα υφιστάμενης ενισχύσεως με την κοινή αγορά. Η Επιτροπή αν κρίνει, κατόπιν πρώτης εκτιμήσεως, ότι η καταγγελία αφορά υφιστάμενες, και όχι παράνομες, ενισχύσεις, δεν υπέχει υποχρέωση να κοινοποιήσει απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999 στο οικείο κράτος μέλος και δεν μπορεί να υποχρεωθεί να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ.

Όταν η Επιτροπή καταλήγει, με το έγγραφο που απευθύνει στην καταγγέλλουσα, στο συμπέρασμα ότι οι ενισχύσεις στις οποίες αναφέρεται η καταγγελία της είναι υφιστάμενες, εφόσον το άρθρο 13 του κανονισμού 659/1999 περί παράνομων ενισχύσεων δεν έχει εφαρμογή, δύναται μόνο να εκδώσει απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999. Μπορεί συνεπώς, σε απάντηση της καταγγελίας, να ενημερώσει απλώς και μόνο την καταγγέλλουσα ότι δεν υπήρχαν αποχρώντες λόγοι για να αποφανθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 659/1999. Συγκεκριμένα, δεν θα συμβιβαζόταν με την οικονομία της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων η άποψη ότι η Επιτροπή, όταν ενημερώνει τον καταγγέλλοντα ότι η καταγγελία του αφορά υφιστάμενη ενίσχυση, εκδίδει υποχρεωτικώς απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999. Η λύση αυτή θα συνεπαγόταν ότι η Επιτροπή, όταν επιλαμβάνεται καταγγελίας σχετικά με υφιστάμενη ενίσχυση, υποχρεούται να εξετάσει τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά. Όμως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ, η πρωτοβουλία της διεξαγωγής του διαρκούς ελέγχου των υφιστάμενων ενισχύσεων ανήκει αποκλειστικώς στην Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 60-61, 64)

3.      Το απαράδεκτο προσφυγής περί ακυρώσεως εγγράφου που απηύθυνε η Επιτροπή σε καταγγέλλουσα για να την ενημερώσει ότι οι ενισχύσεις στις οποίες αναφέρθηκε με την καταγγελία της είναι υφιστάμενες δεν συνεπάγεται στέρηση της δυνατότητάς της να υποβάλει σε δικαστικό έλεγχο τη νομιμότητα των επίμαχων ενισχύσεων. Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εγγυώνται ότι αντλούνται, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, όλες οι συνέπειες από παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ, όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων που συνεπάγονται την εκτέλεση μέτρων ενισχύσεως όσο και την ανάκτηση των χρηματοπιστωτικών ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί αντιθέτως προς τα όσα ορίζει η εν λόγω διάταξη.

(βλ. σκέψεις 71-72)