Language of document : ECLI:EU:T:2010:281

Υπόθεση T-411/07

Aer Lingus Group plc

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Απόφαση κηρύσσουσα πράξη συγκεντρώσεως ασύμβατη προς την κοινή αγορά – Έννοια της συγκεντρώσεως – Διάθεση του συνόλου των αποκτηθεισών μετοχών προς επαναφορά της καταστάσεως που επικρατούσε πριν από την πραγματοποίηση συγκεντρώσεως – Άρνηση διαταγής κατάλληλων μέτρων – Αναρμοδιότητα της Επιτροπής»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία αρνήθηκε να κινήσει διαδικασία βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004 – Συγκέντρωση κηρυχθείσα ασύμβατη προς την κοινή αγορά – Απόκτηση ποσοστού συμμετοχής μη παρέχοντος δυνατότητα ελέγχου – Συγκέντρωση μη πραγματοποιηθείσα – Δεν εφαρμόζεται το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 4 και 5)

2.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Υποχρέωση αναστολής της συγκεντρώσεως – Παρέκκλιση σε περίπτωση δημόσιας προσφοράς εξαγοράς – Προϋποθέσεις – Αποτελέσματα

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 2)

3.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Εξουσία να λαμβάνει δεσμευτικά μέτρα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004 – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 21 § 3)

1.      Όταν πράξη συγκεντρώσεως κοινοποιηθείσα και κηρυχθείσα ασύμβατη προς την κοινή αγορά δεν έχει «πραγματοποιηθεί» και μία από τις δύο επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην πράξη απέκτησε ποσοστό συμμετοχής στην άλλη επιχείρηση, χωρίς να της παρέχει δυνατότητα ελέγχου, η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει αίτημα περί κινήσεως της διαδικασίας βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/204, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, και να αρνηθεί να λάβει προσωρινά μέτρα βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, ακόμη και αν, κατά την εκτίμηση του συμβατού της πράξεως, η Επιτροπή χαρακτήρισε ως «ενιαία συγκέντρωση» την πράξη και την απόκτηση ποσοστού συμμετοχής.

Συγκεκριμένα, προκειμένου να κριθεί η νομιμότητα τέτοιας αποφάσεως ενόψει της απονεμηθείσας στην Επιτροπή αρμοδιότητας να διατάσσει επιχείρηση για τη λύση συγκεντρώσεως, επιβάλλεται η αναγωγή στον κρίσιμο χρόνο κατά το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, το οποίο προβλέπει «συγκέντρωση» η οποία «έχει ήδη πραγματοποιηθεί» και η οποία «έχει κηρυχθεί ασύμβατη προς την κοινή αγορά».

Συνεπώς, κάθε πράξη ή σύνολο πράξεων που προκαλεί «μόνιμη μεταβολή του ελέγχου» παρέχοντας τη «δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της δραστηριότητας της οικείας επιχειρήσεως» συνιστά συγκέντρωση η οποία θεωρείται πραγματοποιηθείσα κατά την έννοια του κανονισμού περί συγκεντρώσεων. Κοινό χαρακτηριστικό των συγκεντρώσεων αυτών είναι το εξής: ενώ προ της διενέργειας δεδομένης οικονομικής δραστηριότητας υπήρχαν δύο διακριτές επιχειρήσεις, μετά τη διενέργειά της δεν υπάρχει πλέον παρά μόνο μία. Επομένως, εκτός από την περίπτωση της συγχωνεύσεως όπου προβλέπεται η εξαφάνιση της μίας εκ των δύο οικείων επιχειρήσεων, η Επιτροπή οφείλει να διαπιστώνει αν η πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως συνεπάγεται την παροχή σε μία από τις οικείες επιχειρήσεις εξουσίας ελέγχου της άλλης, εξουσία την οποία δεν διέθετε προηγουμένως. Αυτή η εξουσία ελέγχου συνίσταται στη δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της δραστηριότητας μίας επιχειρήσεως, ιδίως όταν η ελέγχουσα επιχείρηση μπορεί να της επιβάλει επιλογές σχετικά με τις στρατηγικές της αποφάσεις. Η απόκτηση ποσοστού συμμετοχής το οποίο δεν παρέχει, καθαυτό, δυνατότητα ελέγχου κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, δεν συνιστά συγκέντρωση θεωρούμενη ως «πραγματοποιηθείσα».

Επιπλέον, η έννοια της συγκεντρώσεως δεν μπορεί να καλύψει και περιπτώσεις όπου, ελλείψει αποκτήσεως ελέγχου, το αποκτηθέν ποσοστό συμμετοχής δεν παρέχει καθαυτό τη δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της δραστηριότητας μίας επιχειρήσεως, αλλά εντάσσεται μάλλον στο πλαίσιο εξετασθείσας από την Επιτροπή κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως και κηρυχθείσας ασύμβατης προς την κοινή αγορά κατά το πέρας της εξετάσεως αυτής, χωρίς να υπάρχει μεταβολή του ελέγχου κατά την προαναφερθείσα έννοια. Συγκεκριμένα, δεν απονέμεται τέτοια εξουσία στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού περί συγκεντρώσεων. Κατά τους ίδιους τους όρους του άρθρου 8, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, υφίσταται εξουσία διαταγής για τη διάθεση του συνόλου των αποκτηθεισών από μία επιχείρηση μετοχών μίας άλλης μόνον προκειμένου να «επανέλθει η κατάσταση που επικρατούσε πριν από την πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως». Χωρίς απόκτηση ελέγχου, η Επιτροπή δεν διαθέτει εξουσία να λύσει την εν λόγω συγκέντρωση.

Η προηγηθείσα κρίση δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή εκτιμά, κατά τη διάρκεια της εξεταστικής διαδικασίας, ότι η απόκτηση του ποσοστού συμμετοχής εμπίπτει στο πεδίο της κοινοποιηθείσας πράξεως και συνιστά με αυτήν «ενιαία συγκέντρωση» Πράγματι, κατά το στάδιο της εξεταστικής διαδικασίας, η Επιτροπή δεν ενδιαφέρεται για την «επαναφορά της καταστάσεως που επικρατούσε πριν από την πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως», σε περίπτωση λήψεως αποφάσεως περί ασυμβατότητας, εφόσον πραγματοποιηθεί η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση. Ο προβληματισμός αυτός γεννάται μόνον από της εκδόσεως τελικής αποφάσεως, οπότε είναι σκόπιμο να εντοπισθούν οι συνέπειες εφόσον αποδειχθεί ότι η κατάσταση δεν συμμορφώνεται προς αυτήν.

(βλ. σκέψεις 58-59, 63-66, 79, 88)

2.      Η υποχρέωση αναστολής της πραγματοποιήσεως της συγκεντρώσεως μέχρι την έγκρισή της από την Επιτροπή αποτελεί αντικείμενο αυτόματης παρεκκλίσεως σε περίπτωση δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή αποκτήσεως ελέγχου μέσω σειράς συναλλαγών σε τίτλους που προϋποθέτει διαφόρους πωλητές. Προκειμένου να απολαύουν της εν λόγω παρεκκλίσεως, οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να κοινοποιούν αμελλητί τη συγκέντρωση στην Επιτροπή και να μην ασκούν τα δικαιώματα ψήφου που απορρέουν από τους εν λόγω τίτλους τους. Η παρέκκλιση αυτή συνεπάγεται τη μεταφορά του κινδύνου απαγορεύσεως της συγκεντρώσεως στον αποκτώντα. Αν η Επιτροπή κρίνει κατά το πέρας της εξεταστικής διαδικασίας ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση πρέπει να απαγορευθεί, οι αποκτηθέντες για την πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως τίτλοι πρέπει να διατεθούν.

(βλ. σκέψη 82)

3.      Το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, ορίζει ότι «τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν την εθνική τους νομοθεσία περί ανταγωνισμού στις συγκεντρώσεις επιχειρήσεων με κοινοτική διάσταση» και δεν απονέμει στην Επιτροπή την εξουσία να λαμβάνει μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα επιχειρήσεως που συμμετέχει σε πράξη συγκεντρώσεως.

(βλ. σκέψη 90)