Language of document : ECLI:EU:T:2008:80

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 18ης Μαρτίου 2008 (*)

«Προσωρινά μέτρα – Έλεγχος των συγκεντρώσεων – Απαγόρευση κοινοποιηθείσας πράξης – Άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 – Αίτηση εντολής προς την Επιτροπή να λάβει μέτρα κατά του ετέρου μέρους στην απαγορευθείσα συγκέντρωση – Μέτρο ασυμβίβαστο με την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των θεσμικών οργάνων – Εξουσίες της Επιτροπής – Εντολή απευθυνόμενη προς παρεμβαίνοντα – Αίτηση για αναστολή της πράξης – Παραδεκτό – “Fumus bοni juris” – Επείγον – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Η επέλευση της ζημίας εξαρτάται από περιστατικά μέλλοντα και αβέβαια – Ανεπαρκείς λόγοι – Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων»

Στην υπόθεση T-411/07 R,

Aer Lingus Group plc, εδρεύουσα στο Δουβλίνο (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τον A. Burnside, solicitor, και τους B. van de Walle de Ghelcke και T. Snels, δικηγόρους,

αιτούσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους X. Lewis, E. Gippini Fournier και S. Noë,

καθής,

υποστηριζομένης από

τη Ryanair Holdings plc, εδρεύουσα στο Δουβλίνο (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους J. Swift, QC, V. Power, A. McCarthy και D. Hull, solicitors, και τον G. M. Berrisch, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο, πρώτον, αίτηση εντολής προς την Επιτροπή να λάβει ορισμένα μέτρα σχετικά με τη συμμετοχή της Ryanair Holdings plc στην αιτούσα, δεύτερον, επικουρικώς, οποιασδήποτε εντολής παρομοίου περιεχομένου κατά της Επιτροπής ή της Ryanair Holdings plc, και, τρίτον, αναστολή εφαρμογής της αποφάσεως της Επιτροπής C (2007) 4600, της 11ης Οκτωβρίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της προσφεύγουσας περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1), και περί λήψεως προσωρινών μέτρων κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Νομικό πλαίσιο

1        Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1, στο εξής: κανονισμός):

«1.      Συγκέντρωση θεωρείται ότι υπάρχει όταν προκύπτει μόνιμη μεταβολή του ελέγχου από:

α)      τη συγχώνευση δύο ή περισσότερων προηγουμένως ανεξάρτητων επιχειρήσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων, ή

β)      την απόκτηση, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ελέγχουν ήδη μία τουλάχιστον επιχείρηση ή από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, άμεσα ή έμμεσα, με την αγορά τίτλων ή στοιχείων του ενεργητικού, με σύμβαση ή με άλλο τρόπο, ελέγχου στο σύνολο ή σε τμήματα μιας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων.

2.      Ο έλεγχος απορρέει από δικαιώματα, συμβάσεις ή άλλα μέσα τα οποία, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με άλλα, και λαμβανομένων υπόψη των σχετικών πραγματικών ή νομικών συνθηκών, παρέχουν τη δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της δραστηριότητας μιας επιχείρησης, και ιδίως από:

α)      δικαιώματα κυριότητας ή χρήσης επί του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης·

β)      δικαιώματα ή συμβάσεις που παρέχουν δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της σύνθεσης, των συσκέψεων ή των αποφάσεων των οργάνων μιας επιχείρησης.

3.      Ο έλεγχος αποκτάται από πρόσωπα ή επιχειρήσεις τα οποία:

α)      είναι υποκείμενα αυτών των δικαιωμάτων ή δικαιούχοι από τις συμβάσεις αυτές· ή

β)      χωρίς να είναι υποκείμενα των δικαιωμάτων ή δικαιούχοι από τις συμβάσεις αυτές, δικαιούνται να ασκούν τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές.

[…]»

2        Το άρθρο 8 του κανονισμού ορίζει:

«[…]

4.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μια συγκέντρωση:

α)      έχει ήδη πραγματοποιηθεί και ότι η συγκέντρωση αυτή έχει κηρυχθεί ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά· ή

β)      έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση ενός όρου που συνοδεύει απόφαση που ελήφθη δυνάμει της παραγράφου 2, με την οποία έχει διαπιστωθεί ότι, αν δεν υπήρχε ο όρος αυτός, η συγκέντρωση θα πληρούσε το κριτήριο που καθορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, δεν θα πληρούσε τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης,

η Επιτροπή μπορεί:

–        να απαιτεί από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να λύσουν τη συγκέντρωση, ιδίως με τη διάλυση της συγχώνευσης ή τη διάθεση όλων των μετοχών ή στοιχείων του ενεργητικού που έχουν αποκτήσει, ούτως ώστε να επανέλθει η κατάσταση που επικρατούσε πριν από την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης. Στις περιπτώσεις που η αποκατάσταση αυτή δεν είναι δυνατή μέσω της λύσης της συγκέντρωσης, η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέτρο για την κατά το δυνατόν επίτευξη αυτής της επανόδου στην προτέρα κατάσταση,

–        να διατάσσει τη λήψη άλλου κατάλληλου μέτρου για να εξασφαλίζει τη λύση της συγκέντρωσης από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις, ή τη λήψη άλλων μέτρων αποκατάστασης, που απαιτεί η απόφασή της.

Στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο στοιχείο α΄ του πρώτου εδαφίου τα μέτρα αυτά μπορούν να επιβάλλονται είτε με απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου 3 είτε με χωριστή απόφαση.

5.      Η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει προσωρινά μέτρα κατάλληλα για την αποκατάσταση ή τη διατήρηση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην περίπτωση που μια συγκέντρωση:

α)      έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση του άρθρου 7 και δεν έχει ακόμα ληφθεί απόφαση ως προς τη συμβατότητα της συγκέντρωσης με την κοινή αγορά·

β)      έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση ενός όρου που συνοδεύει μια απόφαση βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου·

γ)      έχει ήδη πραγματοποιηθεί και έχει κηρυχθεί ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.»

 Πραγματικά περιστατικά

3        Η αιτούσα, Aer Lingus Group plc (στο εξής: αιτούσα ή Aer Lingus), είναι ανώνυμη εταιρία και η μη εμπορική εταιρία χαρτοφυλακίου της Aer Lingus Limited, διεθνών αερογραμμών χαμηλού κόστους και χαμηλών τιμών που εδρεύει στην Ιρλανδία και παρέχει υπηρεσίες προγραμματισμένων αερομεταφορών από και προς τα αεροδρόμια του Δουβλίνου, του Cork και του Shannon. Μετά την ιδιωτικοποίησή της, το 2006, από την Ιρλανδική Κυβέρνηση, που διατήρησε το 25,35 % των μετοχών, οι μετοχές της Aer Lingus εισήχθησαν στην αγορά στις 2 Οκτωβρίου 2006.

4        Στις 23 Οκτωβρίου 2006, η Ryanair Holdings plc (στο εξής: Ryanair), η οποία είχε προηγουμένως αγοράσει, μεταξύ 27ης Σεπτεμβρίου και 5ης Οκτωβρίου 2006, μέσω της εξ ολοκλήρου θυγατρικής της Coinside Limited, το 19.21 % των συμμετοχών στην Aer Lingus, εξέδωσε δημόσια προσφορά εξαγοράς για το σύνολο των συμμετοχών στην Aer Lingus.

5        Στις 30 Οκτωβρίου 2006, η Ryanair κοινοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο συγκεντρώσεως σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, σχετικά με τη σχεδιαζόμενη αγορά της Aer Lingus.

6        Κατά την περίοδο ισχύος της προσκλήσεως, η Ryanair αγόρασε και άλλες μετοχές της Aer Lingus και στις 28 Νοεμβρίου 2006 κατείχε το 25,17 % των μετοχών της Aer Lingus.

7        Στις 20 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού και κίνησε τη δεύτερη φάση της διαδικασίας. Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή θεωρεί ότι η προαναφερθείσα χωριστή αγορά μετοχών και η δημόσια προσφορά εξαγοράς της Ryanair συνιστούν απλή συγκέντρωση κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού.

8        Στις 27 Ιουνίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C (2007) 3104 με την οποία κήρυξε ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (στο εξής: απόφαση περί απαγορεύσεως), σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού. Η Επιτροπή κατέληξε ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση θα παρακώλυε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσης της Ryanair και της Aer Lingus σε 35 δρομολόγια από και προς το Δουβλίνο, το Shannon και το Cork, και της δημιουργίας ή της ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης σε 15 άλλα δρομολόγια από και προς το Δουβλίνο και το Cork.

9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Σεπτεμβρίου 2007, το οποίο πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑342/07, η Ryanair άσκησε προσφυγή περί ακυρώσεως της απόφασης περί απαγορεύσεως.

10      Μετά την έκδοση της απόφασης περί απαγορεύσεως, η Ryanair αγόρασε περαιτέρω το 4,3 % των μετοχών της Aer Lingus, ανεβάζοντας τη συνολική συμμετοχή της σε ποσοστό 29,4 %.

11      Κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής πριν την έκδοση της απόφασης περί απαγορεύσεως, η Aer Lingus υποστήριξε ότι η Επιτροπή οφείλει να λάβει απόφαση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού και να καλέσει τη Ryanair να διαθέσει τη μειοψηφική συμμετοχή της στην Aer Lingus αν η Επιτροπή απαγορεύσει τη συγκέντρωση.

12      Στις 27 Ιουνίου 2007, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού απηύθυνε επιστολή στην αιτούσα επισημαίνοντας ότι, κατά την άποψη των αρμοδίων για τον έλεγχο των συγχωνεύσεων υπηρεσιών, η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία εκ του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού να διατάξει τη Ryanair να διαθέσει τη μειοψηφική συμμετοχή της, εφόσον δεν υπάρχει ένδειξη ότι, με το 25,22 % των μετοχών της Aer Lingus, η Ryanair θα ήταν σε θέση να ασκήσει de jure ή de facto έλεγχο επί της Aer Lingus κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού. Για τους ίδιους λόγους, η επιστολή αναφέρει ότι η Επιτροπή δεν θα είχε την εξουσία να λάβει προσωρινά μέτρα βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού.

13      Στις 17 Αυγούστου 2007, η Aer Lingus ζήτησε από την Επιτροπή να κινήσει κατά της Ryanair τη διαδικασία του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού και να λάβει προσωρινά μέτρα κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού εμποδίζοντας τη Ryanair να ασκήσει τα οικεία δικαιώματα ψήφου στην Aer Lingus ή, επικουρικώς, να δηλώσει ρητά ότι η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να λάβει τέτοια μέτρα. Επιπλέον, η Aer Lingus ζήτησε από την Επιτροπή να λάβει ρητά θέση όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 21 του κανονισμού.

14      Στις 11 Οκτωβρίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C (2007) 4600 τελικό, με την οποία απέρριψε το αίτημα της Aer Lingus (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

15      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού, συγκέντρωση υπάρχει μόνον οσάκις μια επιχείρηση αποκτά τον έλεγχο, ο δε έλεγχος ορίζεται ως η δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού. Όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η διάταξη αυτή της δίνει την εξουσία, οσάκις η συγκέντρωση έχει ήδη πραγματοποιηθεί, να απαιτεί από τις μετέχουσες επιχειρήσεις να λύσουν τη συγκέντρωση, ιδίως με τη διάθεση όλων των μετοχών ή στοιχείων του ενεργητικού που έχουν αποκτήσει, ούτως ώστε να επανέλθει η προϋπάρξασα της πραγματοποίησης της συγκέντρωσης κατάσταση.

16      Η Επιτροπή διαπίστωσε όμως ότι η εξεταζόμενη συγκέντρωση δεν είχε πραγματοποιηθεί εφόσον η Ryanair δεν είχε αποκτήσει τον έλεγχο της Aer Lingus. Συνεπώς, οι συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της Επιτροπής δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι συνιστούν πραγματοποίηση της κοινοποιηθείσας συγκέντρωσης.

17      Ειδικότερα, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι το μειοψηφικό πακέτο μετοχών που κατείχε η Ryanair δεν της παρείχε, de jure ή de facto, τον έλεγχο επί της Aer Lingus κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού. Η Επιτροπή πρόσθεσε ότι, ναι μεν η μειοψηφική συμμετοχή μπορεί υπό ορισμένες περιστάσεις να οδηγήσει στη διαπίστωση υπάρξεως ελέγχου, πλην όμως δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι εν προκειμένω συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή, τα δικαιώματα της Ryanair ως μειοψηφούντος μετόχου (ειδικότερα το δικαίωμα παρεμποδίσεως της λήψεως των καλουμένων «ειδικών αποφάσεων» κατά το ιρλανδικό δίκαιο των εταιριών) συνδέονται αποκλειστικά με δικαιώματα αναγόμενα στην προστασία των μειοψηφούντων μετόχων και δεν παρέχουν έλεγχο επί της Aer Lingus. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι η ίδια η Aer Lingus δεν υποστήριξε ότι το αποκτηθέν μειοψηφικό πακέτο μετοχών θα οδηγούσε στον έλεγχο της Aer Lingus από τη Ryanair.

18      Τέλος, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει από την περίπτωση παλαιοτέρων υποθέσεων όπου είχε εφαρμοστεί το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού όπως με την απόφαση της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό μέτρων επαναφοράς των συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 4064/89 (Υπόθεση COMP/M. 2416 – Tetra Laval/Sidel) (ΕΕ 2004, L 38, σ. 1, στο εξής: υπόθεση Tetra Laval/Sidel), και με την απόφαση 2004/276/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2002, με την οποία η Επιτροπή ζήτησε από ορισμένες επιχειρήσεις να χωριστούν σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 4064/89 (Υπόθεση COMP/M.2283 – Schneider/Legrand) (ΕΕ 2004, L 101, σ. 134, στο εξής: υπόθεση Schneider/Legrand). Πράγματι, στις υποθέσεις εκείνες, αντίθετα προς την παρούσα υπόθεση, η απόκτηση είχε ήδη ολοκληρωθεί επιτυχώς και ο αποκτήσας είχε πλέον τον έλεγχο του στόχου.

19      Όσον αφορά το αίτημα της Aer Lingus να λάβει η Επιτροπή προσωρινά μέτρα κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού, η Επιτροπή επισήμανε ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στην περίπτωση που η συγκέντρωση «έχει ήδη πραγματοποιηθεί και έχει κηρυχθεί ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά» και κατέληξε, συνεπώς, στο συμπέρασμα ότι δεν είχε την εξουσία να λάβει προσωρινά μέτρα στην υπόθεση αυτή.

20      Αναφορικά με το αίτημα της Aer Lingus να λάβει η Επιτροπή θέση ως προς την ερμηνεία του άρθρου 21 του κανονισμού, η Επιτροπή επισήμανε ότι το αίτημα αυτό ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με αίτημα νομικώς δεσμευτικής ερμηνείας μιας διάταξης του κοινοτικού δικαίου απευθυνόμενης προς κράτη μέλη και ότι η Επιτροπή δεν έχει προδήλως την εξουσία να εκδίδει τέτοιες πράξεις.

 Διαδικασία και παρατηρήσεις των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Νοεμβρίου 2007 και πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T-411/07, η αιτούσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως βάσει της διατάξεως του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

22      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία αυθημερόν, το οποίο πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T-411/07 R, η αιτούσα ζήτησε τη λήψη προσωρινών μέτρων και την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως βάσει των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ και του άρθρου 104 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

23      Στις 12 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις επί της αιτήσεως προσωρινών μέτρων.

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Νοεμβρίου 2007, η Ryanair ζήτησε την άδεια να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

25      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Δεκεμβρίου 2007, η Aer Lingus δεν προέβαλε αντιρρήσεις στην αίτηση παρεμβάσεως της Ryanair και δήλωσε ότι δεν διατυπώνει αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως για κανένα από τα έγγραφα που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-411/07 R.

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή δεν προέβαλε αντιρρήσεις στην αίτηση παρεμβάσεως της Ryanair.

27      Με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Δεκεμβρίου 2007, επετράπη στη Ryanair να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής και να καταθέσει υπόμνημα παρεμβάσεως το οποίο και κατέθεσε στις 19 Δεκεμβρίου 2007.

28      Στις 24 Ιανουαρίου 2008, πραγματοποιήθηκε η επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Αιτήματα

29      Η αιτούσα ζητεί από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να απαιτήσει από τη Ryanair, μέχρις εκδόσεως αποφάσεως στην κύρια υπόθεση ή στην υπόθεση T‑342/07, και δη την εξ αυτών μεταγενέστερη:

–        να μην ασκήσει τα οικεία δικαιώματα ψήφου ή οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα συνδεόμενα ή απορρέοντα από τη συμμετοχή της Ryanair στην Aer Lingus (περιλαμβανομένων, ανεξαιρέτως, παραστάσεως ή ψήφου κατά τις συνεδριάσεις, ή τη σύγκληση γενικών συνελεύσεων) εκτός αν η Επιτροπή επιτρέψει παρέκκλιση·

–        να καταθέσει τις επίδικες μετοχές σε μεσεγγύηση και να μη διαθέσει καμία παρά μόνον προς πώληση και σύμφωνα με διαδικασία που θα εγκρίνει η Επιτροπή·

–        να μην αυξήσει περαιτέρω τις μετοχές της στην Aer Lingus·

–        επικουρικώς, να απευθύνει οποιαδήποτε παρόμοια εντολή κατά της Επιτροπής και/ή της Ryanair κατά την κρίση του·

–        να αναστείλει την εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής C (2007) 4600 τελικό, της 11ης Οκτωβρίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της αιτούσας περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού, στο μέτρο του αναγκαίου·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30      Η Επιτροπή ζητεί από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου:

–        να απορρίψει την αίτηση αναστολής εκτελέσεως·

–        να απορρίψει την αίτηση προσωρινών μέτρων·

–        να καταδικάσει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα.

31      Η Ryanair ζητεί από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου:

–        να απορρίψει την αίτηση·

–        να καταδικάσει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα της παρεμβάσεως.

 Σκεπτικό

32      Κατά τα άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 225, παράγραφος 1, ΕΚ, το Πρωτοδικείο δύναται, εφόσον εκτιμά ότι το επιβάλλουν οι περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

33      Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορίζει ότι η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της δίκης, τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει το επείγον και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που αποδεικνύουν prima facie το βάσιμο του ζητουμένου προσωρινού μέτρου. Κατόπιν αυτού, ο δικαστής που εκδικάζει την αίτηση μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της πράξεως και/ή προσωρινά μέτρα αν αποδεικνύεται ότι δικαιολογούνται, prima facie, από τα πραγματικά και νομικά περιστατικά και αν είναι επείγοντα υπό την έννοια ότι είναι ανάγκη, για την αποφυγή σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν αποτελέσματα πριν από την έκδοση της αποφάσεως στην κύρια δίκη. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι τα προσωρινά μέτρα πρέπει να απορρίπτονται αν ελλείπει μία από αυτές [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C‑268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4971, σκέψη 30]. Αν παρίσταται ανάγκη, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει επίσης να σταθμίσει τα εμπλεκόμενα συμφέροντα (βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C‑445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτής της σφαιρικής εξέτασης, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τη σειρά και τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν επιβάλλει κάποιο προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C‑149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I‑2165, σκέψη 23, και διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου της 3ης Απριλίου 2007, C‑459/06 P(R), Vischim κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 25].

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση προσωρινών μέτρων πρέπει να απορριφθεί διότι κανένα από τα ζητούμενα μέτρα δεν ανήκει σε αυτά που μπορούν να χορηγηθούν στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

36      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα υπερακοντίζουν την έκταση αυτού που η αιτούσα θα μπορούσε να επιτύχει στην κύρια δίκη που δεν θα μπορούσε να συνίσταται στην αυτόματη διάθεση της μειοψηφίας μετοχών της Ryanair. Αν το αίτημα της Aer Lingus ευδοκιμήσει στην κύρια δίκη, τότε η Επιτροπή θα οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Πρωτοδικείου σύμφωνα με το άρθρο 233 ΕΚ.

37      Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αιτούσα ζητεί τη λήψη μέτρων που θα παραγάγουν αποτελέσματα μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση στην κύρια δίκη ή στην υπόθεση T‑342/07, και δη η εξ αυτών μεταγενέστερη. Κατά την Επιτροπή, η χρονική επέκταση της διάρκειας των ζητουμένων μέτρων πέραν της περατώσεως της κύριας δίκης ισοδυναμεί με άρση του προσωρινού χαρακτήρα της διαδικασίας προσωρινών μέτρων. Υποστηρίζει επίσης ότι η παρούσα αίτηση προσωρινών μέτρων δεν μπορεί να συνδέεται με διαφορετική και χωριστή δίκη στην οποία η αιτούσα δεν είναι διάδικος.

38      Δεύτερον, όσον αφορά το αίτημα αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν μπορεί να γίνει λόγος κατ’ αρχήν για αναστολή εκτελέσεως αρνητικής απόφασης της διοίκησης.

39      Τρίτον, όσον αφορά το αίτημα εντολής του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων προς την Επιτροπή να διατάξει τη Ryanair να μην ασκήσει τα οικεία μειοψηφικά δικαιώματα ψήφου ή να προβεί σε συγκεκριμένες θετικές ενέργειες, η Επιτροπή επισημαίνει ότι με τον τρόπο αυτόν η αιτούσα ζητεί να αποφύγει την εφαρμογή της πάγιας νομολογίας κατά την οποία ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να απευθύνει εντολές σε πρόσωπα που δεν είναι διάδικοι.

40      Κατά την άποψη της Επιτροπής, το γεγονός ότι η Ryanair έλαβε την άδεια να παρέμβει δεν της προσδίδει την ιδιότητα του διαδίκου.

41      Τέταρτον, όσον αφορά το αίτημα να εκδώσει κατά την κρίση του, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου οποιαδήποτε διάταξη παρομοίου περιεχομένου κατά της Επιτροπής και/ή κατά της Ryanair, η Επιτροπή φρονεί ότι το αίτημα αυτό είναι ασαφές και αόριστο και συνεπώς δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

42      Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η Ryanair υποστηρίζει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής και θεωρεί ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, επισημαίνει ότι η ζητουμένη διάταξη υπερακοντίζει αυτό που θα μπορούσε να επιτύχει η αιτούσα στην κύρια δίκη και καλεί τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να αγνοήσει τη θεσμική ισορροπία μεταξύ των οργάνων της Κοινότητας και να αναλάβει τον ρόλο της Επιτροπής. Επιπλέον, η Ryanair υποστηρίζει ότι τα προσωρινά μέτρα στην ουσία δεν ζητούνται κατά της Επιτροπής, αλλά κατά της Ryanair που δεν είναι διάδικος. Ως μη διάδικος, η Ryanair, καθώς και άλλα θιγόμενα πρόσωπα, δεν έχει τις δικονομικές εγγυήσεις που έχουν οι διάδικοι βάσει του κανονισμού καθώς και των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, δεν έχει τα δικά τους δικαιώματα άμυνας.

 Εκτίμηση του Προέδρου

43      Η Επιτροπή, χωρίς να υποστηρίζει σαφώς ότι η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη εξ ολοκλήρου παρατηρεί ότι κανένα από τα μέτρα που ζητεί η αιτούσα δεν μπορεί να διαταχθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

44      Κάθε ένα από τα μέτρα αυτά πρέπει να εξεταστεί χωριστά.

45      Πρώτον, όσον αφορά τη διάρκεια ισχύος των ζητουμένων μέτρων, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η διάταξη του είδους που ζητεί η αιτούσα έχει μόνον προσωρινό χαρακτήρα και δεν προδικάζει την κρίση του Πρωτοδικείου επί της κυρίας υποθέσεως. Εξ αυτού έπεται ότι, κατ’ αρχήν, η διάρκεια ισχύος μιας τέτοιας διάταξης δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια της κύριας δίκης με την οποία συνδέεται. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που το αίτημα για μέτρα «μέχρις εκδόσεως της αποφάσεως στην κύρια δίκη ή στην υπόθεση T-342/07, και δη της εξ αυτών μεταγενέστερης», συνεπάγεται την εφαρμογή προσωρινών μέτρων πέραν της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως στην κύρια υπόθεση, πρέπει να απορριφθεί. Αν χορηγηθούν προσωρινά μέτρα στην παρούσα δίκη, τα μέτρα αυτά μπορούν να ισχύσουν μόνο μέχρις εκδόσεως της αποφάσεως στην κύρια δίκη.

46      Δεύτερον, όσον αφορά το αίτημα αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι δεν μπορεί καταρχήν να γίνει λόγος για αναστολή εκτελέσεως κατά αρνητικής αποφάσεως της διοίκησης, δεδομένου ότι η χορήγηση αναστολής δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα να μεταβάλει την κατάσταση του αιτούντος [διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου της 31ης Ιουλίου 1989, C-206/89 R, S. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2841, σκέψη 14, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 1997, C‑89/97 P(R), Moccia Irme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑2327, σκέψη 45, και της 21ης Φεβρουαρίου 2002, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑486/01 P(R) και C‑488/01 P(R), Front national και Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I-1843, σκέψη 73].

47      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα της αιτούσας να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού και να λάβει προσωρινά μέτρα βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού, προκειμένου να εμποδίσει τη Ryanair να ασκήσει τα οικεία δικαιώματα ψήφου στην Aer Lingus, ή να δηλώσει ρητά ότι η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να το πράξει. Η αναστολή εκτελέσεως αυτής της αρνητικής αποφάσεως της διοίκησης δεν θα είχε καταρχήν κανένα αποτέλεσμα επί των όρων που διέπουν την άσκηση των δικαιωμάτων εκ της μειοψηφικής συμμετοχής της Ryanair στην Aer Lingus και συνεπώς δεν θα βοηθούσε την αιτούσα.

48      Δεδομένου ότι μια διάταξη περί αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θα βοηθούσε την αιτούσα, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, εκτός αν η αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως θα ήταν ενδεχομένως αναγκαία για την ικανοποίηση άλλου αιτήματος προσωρινών μέτρων της Aer Lingus, αν ο Πρόεδρος το θεωρήσει παραδεκτό και βάσιμο.

49      Τρίτον, όσον αφορά το αίτημα της αιτούσας για την έκδοση διατάξεως που θα υποχρεώνει την Επιτροπή να απαιτήσει από τη Ryanair να μην ασκήσει κανένα δικαίωμα συνδεόμενο ή απορρέον από τη συμμετοχή της στην Aer Lingus, να καταθέσει τις επίδικες μετοχές σε μεσεγγύηση και να μη διαθέσει καμιά από αυτές παρά μόνον προς πώληση, και να μην αυξήσει περαιτέρω τη συμμετοχή της στην Aer Lingus, σημειωτέον ότι καταρχήν τα προσωρινά μέτρα που θα συνιστούσαν παρέμβαση στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, ασυμβίβαστη με την κατανομή εξουσιών μεταξύ των διαφόρων κοινοτικών οργάνων κατά τη βούληση των συντακτών της Συνθήκης ΕΚ, δεν μπορούν να χορηγηθούν (βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 2ας Οκτωβρίου 1997, T-213/97 R, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. II-1609, σκέψη 40, και της 11ης Ιουλίου 2002, T‑107/01, Sacilor Lormines κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3193, σκέψεις 52 και 53).

50      Στην υπό κρίση υπόθεση, αν κριθεί με την απόφαση στην κύρια δίκη ότι, όπως υποστηρίζει η αιτούσα, η Επιτροπή έχει την εξουσία να διατάξει τα μέτρα του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού, τότε η Επιτροπή θα οφείλει, αν το θεωρήσει αναγκαίο στο πλαίσιο των εξουσιών ελέγχου που της ανατίθεται στον τομέα των συγκεντρώσεων, να εκδώσει τα επανορθωτικά μέτρα που θα θεωρήσει κατάλληλα και να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 233 ΕΚ. Κατά συνέπεια, αν ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων ικανοποιήσει το αίτημα αυτό, τούτο θα ισοδυναμούσε με εντολή για την επέλευση συγκεκριμένων συνεπειών από την ακυρωτική απόφαση και μια τέτοια διάταξη θα υπερακόντιζε τις εξουσίες που έχει το Πρωτοδικείο στην κύρια δίκη (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 16ης Ιανουαρίου 2004, T‑369/03 R, Arizona Chemical κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑205, σκέψη 67).

51      Στο πλαίσιο του συστήματος κατανομής εξουσιών που θεσπίζει η Συνθήκη ΕΚ και ο κανονισμός, στην Επιτροπή εναπόκειται πάντως, αν το κρίνει αναγκαίο στο πλαίσιο των εξουσιών ελέγχου που της έχουν ανατεθεί στον τομέα των συγκεντρώσεων, και συγκεκριμένα, με το άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού, να λαμβάνει τα μέτρα επανορθώσεως που θεωρεί κατάλληλα. Εξ αυτού έπεται ότι, στο μέτρο που το πρώτο αίτημα της αιτούσας είναι να εκδώσει ο Πρόεδρος διάταξη καλούσα την Επιτροπή να εφαρμόσει το άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού κατά συγκεκριμένο τρόπο, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

52      Σε σχέση με το αίτημα της αιτούσας να εκδώσει ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου οποιαδήποτε άλλη παρόμοια διάταξη ή διατάξεις κατά της Επιτροπής και/ή της Ryanair κατά την κρίση του, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό είναι πολύ αόριστο και συνεπώς απαράδεκτο. Η Επιτροπή στηρίζει το επιχείρημα αυτό στην πάγια νομολογία του κοινοτικού δικαστή ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων του άρθρου 243 ΕΚ δεν μπορούν να είναι ασαφείς και αόριστες (βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 12ης Φεβρουαρίου 1996, T‑228/95 R, Lehrfreund κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑111, σκέψη 58, και της 2ας Ιουλίου 2004, T-78/04 R, Sumitomo Chemical κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2049, που επικυρώθηκε ως προς το σημείο αυτό στο πλαίσιο αναιρέσεως που οδήγησε στην έκδοση της διατάξεως του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2004, C-381/04 P(R), Sumitomo Chemical κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

53      Πάντως, σε υποθέσεις που το περιεχόμενο των μέτρων που ζητεί ο αιτών είναι αρκούντως σαφές από τα λοιπά στοιχεία της αιτήσεως, ο δικαστής που εκδικάζει την αίτηση μπορεί να κρίνει ότι το αίτημα δεν είναι ασαφές και αόριστο κατά τη φύση, οπότε να το θεωρήσει παραδεκτό. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το πρώτο αίτημα προκύπτει σαφώς ότι η αιτούσα ζητεί τη χορήγηση προσωρινών μέτρων προκειμένου να εξασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, ότι η Ryanair δεν θα ασκήσει τα οικεία δικαιώματα μετόχου μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της υποθέσεως. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή στο σημείο 25 των παρατηρήσεών της, «αυτό που ζητεί η αιτούσα στην πραγματικότητα είναι να εμποδίσει τη Ryanair να ασκήσει τα οικεία μειοψηφικά δικαιώματα ψήφου». Το περιεχόμενο των ζητουμένων μέτρων διευκρινίζεται με το πρώτο αίτημα της αιτούσας. Κατά συνέπεια, το αίτημα «οποιαδήποτε παρόμοια διάταξη ή διατάξεις κατά της Επιτροπής και/ή της Ryanair, κατά την κρίση του Προέδρου» είναι εν προκειμένω αρκούντως σαφές ώστε να ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις του Κανονισμού Διαδικασίας.

54      Στο μέτρο κατά το οποίο με το αίτημα αυτό ζητείται στην πραγματικότητα η έκδοση διατάξεως του Προέδρου του Πρωτοδικείου που θα καλεί την Επιτροπή να ασκήσει τη διακριτική εξουσία της κατά το άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού με ορισμένο τρόπο το αίτημα αυτό είναι, κατά τα προεκτεθέντα, απαράδεκτο.

55      Εξάλλου στο μέτρο που με το αίτημα ζητείται η έκδοση διατάξεως του Προέδρου απευθείας προς την παρεμβαίνουσα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να απευθύνει εντολές προς άτομα που δεν είναι διάδικοι, ότι η Ryanair δεν μπορεί να θεωρηθεί διάδικος και ότι συνεπώς δεν μπορεί να είναι αποδέκτης προσωρινών μέτρων. Επιπλέον, ακόμη και αν η Ryanair θεωρηθεί διάδικος λόγω της ιδιότητάς της ως «παρεμβαίνουσας», η Επιτροπή υποστηρίζει, επικαλούμενη την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ότι σε περίπτωση όπως η εν προκειμένω όπου τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα μπορούν να θίξουν σε μεγάλο βαθμό τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τρίτων, στους οποίους περιλαμβάνονται εν προκειμένω και άλλοι μέτοχοι της Aer Lingus οι οποίοι, μη όντες διάδικοι, δεν είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους, τα μέτρα αυτά μπορούν να δικαιολογηθούν μόνον αν προκύπτει ότι, αν δεν διαταχθούν, ο αιτών μπορεί να βρεθεί σε κατάσταση που θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή του (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 1993, T‑12/93 R, CCE Vittel και CE Pierval κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑785, σκέψη 20).

56      Επισημαίνεται ότι το άρθρο 243 ΕΚ ορίζει ότι «στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν του, το Δικαστήριο δύναται να διατάσσει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα». Η ευρεία αυτή διατύπωση σκοπεί προδήλως να παράσχει επαρκή εξουσία στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να διατάσσει οποιοδήποτε μέτρο θεωρεί αναγκαίο για να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία που διασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 2001, C‑180/01 P-R, Επιτροπή κατά NALOO, Συλλογή 2001, σ. I-5737, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, για να εξασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα του άρθρου 243 ΕΚ, δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να επιβάλει μέτρα απευθείας σε τρίτους αν παρίσταται ανάγκη. Αυτή η ευρεία εξουσία πρέπει να ασκείται με προσήκοντα σεβασμό των δικονομικών δικαιωμάτων και ειδικότερα του δικαιώματος των αποδεκτών των προσωρινών μέτρων και των μερών που θίγονται άμεσα από αυτά να διατυπώσουν την άποψή τους. Βεβαίως, όταν ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κρίνει αν θα χορηγήσει τα προσωρινά μέτρα που ζητούνται σε τέτοιες υποθέσεις, θα λάβει δεόντως υπόψη επιπλέον και το prima facie βάσιμο και την άμεση απειλή σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης των εμπλεκομένων συμφερόντων. Ακόμη και στην περίπτωση που ο τρίτος δεν είχε την ευκαιρία να διατυπώσει την άποψή του στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, δεν αποκλείεται η επιβολή προσωρινών μέτρων εις βάρος του, σε εξαιρετικές περιστάσεις και λαμβανομένης υπόψη της προσωρινής φύσεως των μέτρων αυτών, αν προκύπτει ότι, χωρίς αυτά τα μέτρα, ο αιτών περιέρχεται σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή του.

57      Η Ryanair έλαβε την άδεια να παρέμβει στην παρούσα δίκη με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Δεκεμβρίου 2007 και κατέθεσε τις παρατηρήσεις της στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Επιπλέον, η Ryanair, όπως και όλοι οι άλλοι διάδικοι, είχε την ευκαιρία να διατυπώσει διά μακρών τις απόψεις της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Συνεπώς, οι απόψεις της Ryanair λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα δίκη.

58      Συνεπώς, το αίτημα εκδόσεως διάταξης ή διατάξεων παρομοίου περιεχομένου κατά της Ryanair, κατά την κρίση του Προέδρου, είναι παραδεκτό.

59      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι τα προσωρινά μέτρα που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αναστολή των δικαιωμάτων της Ryanair από τη συμμετοχή της στην Aer Lingus θα είχαν επιπτώσεις σε τρίτους και, ειδικότερα, στους λοιπούς μετόχους της Aer Lingus, και ότι, αφού τα άλλα μέρη δεν διατύπωσαν την άποψή τους στην παρούσα δίκη, δεν μπορεί να εκδοθεί διάταξη που θα είχε τέτοιες συνέπειες γι’ αυτούς. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, βάσει των προεκτεθέντων, οι ευρείες εξουσίες του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων περιορίζονται μόνον όσον αφορά την επίπτωση επί των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των τρίτων, στις περιπτώσεις όπου αυτά τα δικαιώματα και τα συμφέροντα ενδέχεται να επηρεαστούν σοβαρά (διάταξη CCE Vittel και CE Pierval κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 20). Επιπλέον, ακόμη και αν τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα μπορούν να έχουν σοβαρή επίπτωση στα δικαιώματα και στα συμφέροντα τρίτων, μπορούν παρ’ όλ’ αυτά να χορηγηθούν «αν καθίσταται εμφανές ότι χωρίς αυτά οι αιτούσες θα μπορούσαν να εκτεθούν σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή τους» (διάταξη CCE Vittel και CE Pierval κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει σε τέτοιες εκτιμήσεις όταν σταθμίζει τα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα. Κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται, αν πληρούνται όλες οι σχετικές προϋποθέσεις, να χορηγηθούν προσωρινά μέτρα στην παρούσα δίκη, παρά τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στα δικαιώματα και στα συμφέροντα άλλων μετόχων της Aer Lingus.

 Επί της ουσίας

 Fumus bοni juris

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

60      Η αιτούσα υποστηρίζει ότι τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που εκτίθενται κατωτέρω αποδεικνύουν ότι υπάρχει σοβαρή αντιδικία σχετικά με το βάσιμο της ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού από την Επιτροπή εντός της προσβαλλομένης αποφάσεως.

61      Καταρχάς, η αιτούσα αμφισβητεί τον ισχυρισμό του σημείου 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι «δεν μπορούν να προκύψουν αρνητικές επιπτώσεις δεδομένου ότι η Ryanair δεν έχει αποκτήσει, και δεν μπορεί να αποκτήσει τον έλεγχο της Aer Lingus». Κατά τη γνώμη της αιτούσας ο ισχυρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά περιστατικά, στην υγιή οικονομική αντίληψη και στις προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής.

62      Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, η αιτούσα επισημαίνει ότι η Ryanair χρησιμοποίησε τη συμμετοχή της για να επιδιώξει πρόσβαση στα απόρρητα στρατηγικά σχέδια της Aer Lingus, απέτρεψε ειδικές αποφάσεις που θα είχαν βοηθήσει την Aer Lingus στην εξεύρεση κεφαλαίων και/ή στην απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, ζήτησε δύο έκτακτες γενικές συνελεύσεις με αντικείμενο την ανατροπή στρατηγικών αποφάσεων της Aer Lingus και απείλησε τους διευθυντές της με ένδικες ενέργειες σε περίπτωση παράβασης νομίμων υποχρεώσεων τους έναντι αυτής ως μετόχου.

63      Κατά την αιτούσα, τα περιστατικά αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την παρακώλυση της διεύθυνσης της Aer Lingus, την εμπλοκή της εταιρίας σε αντιδικίες με τη Ryanair και, αναπόφευκτα, την εξασθένιση της Aer Lingus ως αποτελεσματικού ανταγωνιστή της Ryanair.

64      Σχετικά με το δεύτερο επιχείρημα, η αιτούσα υποστηρίζει ότι οι ορθές οικονομικές αρχές υποδεικνύουν ότι οι μειοψηφούντες μέτοχοι όπως η Ryanair στην Aer Lingus στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των οικείων εταιριών. Ειδικότερα, δεδομένου ότι ο μέτοχος της Aer Lingus έχει το δικαίωμα να εισπράττει ένα μέρος των κερδών της Aer Lingus, η Ryanair δεν έχει κίνητρο να ανταγωνιστεί την Aer Lingus, διότι έχει αντίθετο συμφέρον στη μεγιστοποίηση της αξίας της συμμετοχής της και στην εξασφάλιση της αποδοτικότητας της Aer Lingus. Συμμετοχές όπως της Ryanair, σύμφωνα με την Aer Lingus, συμβάλλουν σημαντικά σε αποτελέσματα βλαπτικά για τον ανταγωνισμό.

65      Σχετικά με το τρίτο επιχείρημα, προς στήριξη του αιτήματός της, η αιτούσα επικαλείται τις αποφάσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις Tetra Laval/Sidel και Schneider/Legrand.

66      Στις δύο εκείνες αποφάσεις, η Επιτροπή παρατήρησε ότι υπό ιδιαίτερες περιστάσεις η κατοχή μειοψηφικής συμμετοχής παρεμποδίζει την αποκατάσταση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού και έχει δυσανάλογα αποτελέσματα επί της συγκεκριμένης εταιρίας.

67      Δεύτερον, κατά την αιτούσα, η ερμηνεία που δίνει η Επιτροπή στο άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού είναι εσφαλμένη. Κατά την αιτούσα, η Επιτροπή ακολούθησε καθαρά γραμματική προσέγγιση, ενώ η διασταλτική ερμηνεία είναι συνεπέστερη προς τον σκοπό του κανονισμού.

68      Κατά την άποψη της αιτούσας, το Δικαστήριο, στην απόφαση της 31ης Μαρτίου 1998, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-68/94 και C‑30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-1375), και το Πρωτοδικείο, στην απόφαση της 25ης Μαρτίου 1999, T‑102/96, Gencor κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑753), εξετάζοντας δύο πιθανές ερμηνείες διατάξεων του κανονισμού διαφορετικών από τις επίδικες εν προκειμένω, επισήμαναν ότι η συσταλτική ερμηνεία θα στερούσε εν μέρει από τον κανονισμό την αποτελεσματικότητά του, ενώ η διασταλτική ανταποκρίνεται καλύτερα σ’ αυτόν καίτοι δεν προβλέπεται ρητά.

69      Με το ίδιο πνεύμα, η αιτούσα υποστηρίζει ότι η φυσική ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού ανταποκρίνεται στη χρήση των εξουσιών που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές για την αντιμετώπιση των μειοψηφούντων μετόχων όπως είναι η Ryanair, ενώ η ερμηνεία που υιοθετεί η Επιτροπή αφήνει την Κοινότητα ανίκανη απέναντι στη στρέβλωση του ανταγωνισμού που δημιουργεί η μειοψηφική συμμετοχή της Ryanair, η οποία αποκτήθηκε στο πλαίσιο απαγορευμένης συγκέντρωσης και συνεπώς αντιβαίνει στον σκοπό του κανονισμού.

70      Ειδικότερα, η αιτούσα υποστηρίζει ότι η ερμηνεία της Επιτροπής δεν λαμβάνει υπόψη τις ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού: 2, 5, 6, 7, 8, 14, 20 και 23.

71      Όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού η Επιτροπή, αντί να καθοδηγηθεί από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού, υιοθετεί μια καθαρά γραμματική προσέγγιση στο σημείο 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως και διατυπώνει την κρίση ότι «η εξεταζόμενη στην παρούσα υπόθεση συγκέντρωση δεν έχει πραγματοποιηθεί» και ότι «συνεπώς οι συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της Επιτροπής δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μέρος πραγματοποιηθείσας συγκέντρωσης».

72      Το πρώτο σφάλμα της Επιτροπής, κατά την αιτούσα, είναι ότι θεώρησε τις «συναλλαγές» που εξέτασε ως κάτι διαφορετικό από τη συγκέντρωση που αξιολόγησε με την απαγορευτική απόφαση. Κατά την αιτούσα, από τη σκέψη 12 της απόφασης περί απαγορεύσεως προκύπτει ότι οι διάφορες «συναλλαγές» που μνημονεύονται αποτελούν μέρος της απαγορευμένης συγκέντρωσης. Συνεπώς, κατά την αιτούσα, η Επιτροπή, που είχε ήδη κρίνει με την απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2006 ότι οι συναλλαγές αυτές και η δημόσια προσφορά εξαγοράς αποτελούν μέρος μιας και μόνο συγκέντρωσης κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού, προσδιόρισε εσφαλμένα τη συγκέντρωση στην οποία έχει εφαρμογή το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού. Για να έχει εφαρμογή το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: ότι υπάρχει συγκέντρωση και ότι αυτή κρίνεται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

73      Δεδομένου ότι συντρέχει η δεύτερη προϋπόθεση, κατά την αιτούσα, το κύριο ερώτημα είναι να κριθεί αν η συγκέντρωση αυτή έχει πραγματοποιηθεί. Συναφώς, η αιτούσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εσφαλμένα εξισώνει τις έννοιες «πραγματοποιηθεί» στο άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού με «απόκτηση ελέγχου» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού. Κατά την άποψη της αιτούσας, το άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού δεν αναφέρεται στην «απόκτηση ελέγχου» και χρησιμοποιεί μόνον τη λέξη «πραγματοποιηθεί». Κατά την άποψη της αιτούσας, το γεγονός ότι η συγκέντρωση ουδέποτε ολοκληρώθηκε πλήρως, διότι η Επιτροπή την απέτρεψε, δεν σημαίνει ότι η συγκέντρωση δεν πραγματοποιήθηκε, έστω μερικώς, μέσω των συναλλαγών στις οποίες αναφέρεται η σκέψη 12 της απόφασης περί απαγορεύσεως.

74      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η αιτούσα επιδίωξε να παρουσιάσει ως νέο αποδεικτικό στοιχείο, δημοσιεύματα Τύπου της Επιτροπής που, κατά την αιτούσα, αποδεικνύουν ότι αποτελεί συνήθη πρακτική για την Επιτροπή να θεωρεί ενέργειες που δεν μαρτυρούν έλεγχο ως «πραγματοποίηση». Η αιτούσα υποστηρίζει ότι τα έγγραφα αυτά αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή διεξήγαγε στο παρελθόν αιφνιδιαστικούς ελέγχους προκειμένου να εξετάσει αν τα μέλη συγκεκριμένης συγκέντρωσης είχαν πραγματοποιήσει απόκτηση την οποία εξέταζε η Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού.

75      Τρίτον, η αιτούσα προβάλλει ένα νομικό λόγο στηριζόμενο στο άρθρο 7 του κανονισμού. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού μια συγκέντρωση με κοινοτική διάσταση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού ορίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεν εμποδίζει την πραγματοποίηση δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή μιας σειράς συναλλαγών σε τίτλους, υπό την προϋπόθεση ότι η συγκέντρωση κοινοποιείται στην Επιτροπή και ότι ο αποκτών δεν ασκεί τα δικαιώματα ψήφου που απορρέουν από τους αποκτηθέντες τίτλους εκτός αν η Επιτροπή επιτρέψει παρέκκλιση βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3.

76      Η Aer Lingus υποστηρίζει ότι οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 7 του κανονισμού, εξεταζόμενες από κοινού, εμποδίζουν τη Ryanair να ασκήσει τα δικαιώματα ψήφου της εκτός αν η Επιτροπή έχει επιτρέψει παρέκκλιση βάσει της παραγράφου 3.

77      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αιτούσα δεν απέδειξε το fumus bοni juris που θα δικαιολογούσε τη λήψη των ζητουμένων προσωρινών μέτρων. Πρώτον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο κανονισμός έχει εφαρμογή μόνο σε συγκεντρώσεις υπό την έννοια του άρθρου 3 και όχι στην απόκτηση μειοψηφικής συμμετοχής που δεν απονέμει τον έλεγχο κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, δηλαδή αποφασιστικό επηρεασμό, και δεν αμφισβητείται ότι η συμμετοχή της Ryanair στην Aer Lingus δεν της απονέμει τον έλεγχο της εταιρίας αυτής.

78      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο χαρακτηρισμός διαφόρων συναλλαγών ως μέρος μιας συγκέντρωσης εξασφαλίζει ότι όλες οι συναλλαγές θα κοινοποιηθούν μαζί στην Επιτροπή και διαφυλάσσει την «αρχή της ενιαίας ενέργειας». Κατά την Επιτροπή, αυτό όμως δεν δίνει στην Επιτροπή την εξουσία να ελέγχει μετόχους της μειοψηφίας.

79      Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, άπαξ διαλυθεί η απλή συγκέντρωση που προσδιορίστηκε κατά τη διοικητική διαδικασία, το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού δεν εμποδίζει πλέον τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν την εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού στους εν λόγω μετόχους μειοψηφίας.

80      Τέταρτον, όσον αφορά την τελολογική ερμηνεία της υπό εξέταση διάταξης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ερμηνεία της Aer Lingus των διατάξεων αυτών αντιβαίνει στον γενικό σκοπό του κανονισμού, που είναι ο έλεγχος των συγκεντρώσεων κατά την έννοια του άρθρου 3.

81      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προηγούμενες αποφάσεις που εξέδωσε βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού δεν επιρρωννύουν τον ισχυρισμό της Aer Lingus ότι η συγκέντρωση μπορεί να θεωρηθεί ότι πραγματοποιήθηκε τη στιγμή που δεν έχει αποκτηθεί ο έλεγχος, δεδομένου ότι σε όλες τις παλαιότερες υποθέσεις ο έλεγχος είχε αποκτηθεί.

–       Εκτίμηση του Προέδρου

82      Η αιτούσα υποστηρίζει, κατά τα ουσιώδη, ότι η Επιτροπή κακώς αρνήθηκε να ενεργήσει βάσει του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού κατά της Ryanair ως μετόχου μειοψηφίας στην Aer Lingus. Συναφώς, η Aer Lingus υποστηρίζει ότι η εν λόγω μειοψηφική συμμετοχή έχει σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού και ότι η Επιτροπή κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έχει την εξουσία στην υπόθεση αυτή να ενεργήσει βάσει του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού.

83      Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό της αιτούσας, σχετικά με την κρίση στο σημείο 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «δεν μπορούν να προκύψουν αρνητικά αποτελέσματα δεδομένου ότι η Ryanair δεν απέκτησε και δεν μπορεί να αποκτήσει τον έλεγχο της Aer Lingus», μια προσεκτικότερη ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δείχνει συναφώς ότι η δήλωση αυτή είναι εκτός πλαισίου, δεν αποτελεί τη βάση της αποφάσεως της Επιτροπής να μη λάβει τα μέτρα που είχε ζητήσει η αιτούσα βάσει του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού και, συνεπώς, δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. Πράγματι, η συλλογιστική που διαπνέει την προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναμφισβήτητα ότι, κατά την Επιτροπή, δεν πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις και, συνεπώς, η Επιτροπή δεν έχει εξουσία να λάβει μέτρα βάσει του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού σε σχέση με την επίδικη μειοψηφική συμμετοχή, ασχέτως του αν η συμμετοχή αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι εγείρει προβλήματα ανταγωνισμού ή όχι.

84      Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η αιτούσα προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, δηλαδή αυτά με τα οποία επιδιώκει να αποδείξει ότι ο ισχυρισμός ανταποκρίνεται στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, στην «υγιή αντίληψη της οικονομίας», και στις παλαιότερες αποφάσεις της Επιτροπής, δεν χρήζουν περαιτέρω εξετάσεως.

85      Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων των διαδίκων όπως εκτίθενται ανωτέρω και όπως συζητήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το κύριο ζήτημα που οφείλει να εξετάσει ο Πρόεδρος στην παρούσα διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων όσον αφορά την προϋπόθεση του fumus bοni juris είναι το αν η αιτούσα απέδειξε επαρκώς ότι, prima facie, η Επιτροπή ερμήνευσε κακώς τον όρο «πραγματοποιηθεί» του άρθρου 8 υπό την έννοια ότι σημαίνει απόκτηση του ελέγχου και ότι, αντιθέτως, η προϋπόθεση της «πραγματοποίησης» πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι πληρούται με οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια που πραγματοποιεί ο κοινοποιών με σκοπό την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης. Με άλλα λόγια, το ζήτημα είναι αν η «μερική πραγματοποίηση» ή η πραγματοποίηση ενός των στοιχείων, τα οποία από κοινού συνιστούν μία κοινοποιηθείσα συγκέντρωση, μπορεί να αποτελεί «πραγματοποίηση» της συγκέντρωσης και να σηματοδοτήσει την κίνηση των εξουσιών της Επιτροπής βάσει του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού.

86      Για να στηρίξει την ερμηνεία που δίνει στο άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού η Aer Lingus επικαλείται τη νομολογία του κοινοτικού δικαστή (σκέψη 68 ανωτέρω) όπου το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο κρίνουν ότι, μεταξύ δύο πιθανών ερμηνειών του κανονισμού, πρέπει να επιλέγεται η ερμηνεία που αντανακλά καλύτερα τον σκοπό του κανονισμού.

87      Σε σχέση με τη νομολογία που επικαλείται η αιτούσα, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο, στην απόφαση Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω (σκέψη 168), το Πρωτοδικείο, στην απόφαση Gencor κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω (σκέψη 148), έκριναν ότι οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να ερμηνευθούν με γνώμονα τον σκοπό του κανονισμού διότι το ακριβές περιεχόμενο των επιδίκων διατάξεων δεν μπορούσε να προσδιοριστεί ικανοποιητικά βάσει μόνον της διατυπώσεώς τους.

88      Κατόπιν αυτού, πριν εξετασθεί το άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού σε συσχετισμό με τον σκοπό του κανονισμού, πρέπει πρώτα να κριθεί μήπως η διατύπωση των εν λόγω διατάξεων δεν είναι αρκούντως σαφής και αφήνει περιθώριο για τις δύο διαφορετικές ερμηνείες που προβάλλει η αιτούσα.

89      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι ο ορισμός του αγγλικού όρου «implementation» μπορεί να περιλάβει αμφότερες τις φράσεις «the having accomplished some aim» (επίτευξη ορισμένου στόχου) και «the carrying into effect» (πραγματοποίηση) και μπορεί να αφήσει καταρχήν περιθώριο για σύγχυση ως προς το ακριβές περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού. Ενώ η χρήση του παρακειμένου στην έκφραση «has already been implemented» στο άρθρο 8, παράγραφοι 4, στοιχείο α΄, και 5, στοιχείο γ΄, του κανονισμού είναι δυνατόν να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η έκφραση αναφέρεται στο «the having accomplished some aim», αυτή η θεώρηση και μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής για να αποδείξει, έστω και prima facie, την έκταση των εξουσιών που έχει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού.

90      Όμως, κατά πάγια νομολογία, λόγω της ανάγκης ομοιόμορφης ερμηνείας των κοινοτικών κανονισμών αποκλείεται ορισμένη διάταξη να εξετάζεται μεμονωμένη, αλλά απαιτείται σε περίπτωση αμφιβολίας να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό το φως των αποδόσεών της στις άλλες επίσημες γλώσσες (βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1996, C‑64/95, Lubella, Συλλογή 1996, σ. I-5105, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί μήπως το αγγλικό κείμενο του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού δίνει στην εν λόγω έκφραση διαφορετική σημασία από το κείμενο στις άλλες γλώσσες, και η έκφραση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί και να εφαρμοστεί υπό το φως του κειμένου στις άλλες επίσημες γλώσσες (βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1997, C‑177/95, Ebony Maritime και Loten Navigation, Συλλογή 1997, σ. I‑1111, σκέψεις 29 έως 31). Σημειωτέον συναφώς ότι στο γαλλικό κείμενο του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού η έκφραση «has already been implemented» είναι η γαλλική «a déjà été réalisée», στο ιταλικό κείμενο «è già stata realizzata» και στο γερμανικό κείμενο «vollzogen wurde». Ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται ο όρος «implemented» στις προπαρατεθείσες φράσεις των άλλων επισήμων γλωσσών δείχνει, prima facie, ότι ο ορισμός του όρου «implementation» κατά την έννοια των άρθρων 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού περιλαμβάνει την πλήρη ολοκλήρωση της συγκέντρωσης.

91      Δεύτερον, το συμπέρασμα αυτό μπορεί, prima facie, να επιβεβαιωθεί με τη σύγκριση του γαλλικού κειμένου του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού προς το γαλλικό κείμενο λοιπών κοινοτικών νομοθετημάτων, στα οποία ο όρος «réalisation» είναι σαφές ότι σημαίνει «mise en oeuvre» (πραγματοποίηση) μάλλον παρά «réalisation d’un objectif» (επίτευξη ορισμένου στόχου). Παράδειγμα τέτοιας χρήσης του όρου «réalisation» απαντά στην τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140, σ. 1), που αναφέρει ότι «[…] Τέτοιου είδους απλουστευμένες ρυθμίσεις ενδείκνυται να γίνουν δεκτές μόνον εφόσον η Επιτροπή έχει τηρηθεί ενήμερη σε τακτική βάση σχετικά με την υλοποίηση της εκάστοτε υφιστάμενης ενίσχυσης». Ο όρος «implementation» στην περίπτωση αυτή αποδίδεται στο γαλλικό κείμενο της τρίτης αιτιολογικής σκέψεως ως «mise en oeuvre» και όχι ως «réalisation».

92      Τρίτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, άπαξ σηματοδοτηθεί η άσκηση των εξουσιών της Επιτροπής βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει από τις επιχειρήσεις να «διαλύσουν τη συγκέντρωση», έκφραση η οποία, prima facie, σημαίνει την ύπαρξη συγκέντρωσης όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 του κανονισμού και συνεπώς την απόκτηση ελέγχου. Σημειωτέον, συναφώς, ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν αμφισβητείται ότι, με τη μειοψηφική συμμετοχή της στην Aer Lingus, η Ryanair δεν είναι σε θέση να ασκήσει de jure ή de facto έλεγχο επί της αιτούσας.

93      Κατόπιν αυτού και χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν λεπτομερώς τα επιχειρήματα της αιτούσας σχετικά με τον σκοπό του κανονισμού, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αιτούσα δεν απέδειξε το εκ πρώτης όψεως βάσιμο του αιτήματός της.

94      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό της αιτούσας ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι η μερική πραγματοποίηση αποκλείεται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού ακόμη και όσον αφορά τις ενέργειες που δεν συνιστούν μεταβίβαση του ελέγχου και επισημαίνει στα μέρη ότι δεν πρέπει να προβούν σε τέτοιες ενέργειες. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, καίτοι ουδέποτε έλαβε επίσημα θέση σχετικά με το ζήτημα αν το άρθρο 7 του κανονισμού αποτρέπει την απόκτηση μειοψηφικών συμμετοχών στο πλαίσιο συζητήσεων με τα κοινοποιούντα μέρη, ότι ακολουθεί την πολιτική του να ζητεί από τον αποκτήσαντα να μην ασκήσει δικαιώματα ψήφου, είτε αυτά συνδέονται με συμμετοχή ελέγχου είτε με μειοψηφική συμμετοχή, μέχρι το τέλος της διαδικασίας. Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατανομής αρμοδιοτήτων για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 42 ανωτέρω, η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου είναι έργο του Δικαστηρίου και όχι της Επιτροπής και ότι, κατά συνέπεια, η πρακτική της Επιτροπής, καίτοι γενικώς βαρύνουσα και σημαντική όσον αφορά το ζήτημα αν δικαιολογούνται ενδεχομένως νόμιμες προσδοκίες, δεν είναι καθοριστική για την παρούσα περίπτωση. Δεύτερον, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ακόμη και αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι απαγορεύει μόνον την μεταβολή του ελέγχου όσο διαρκεί η εξέταση της Επιτροπής, και όχι τις ενέργειες που δεν αποτελούν έλεγχο όπως την άσκηση δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μειοψηφικές συμμετοχές, αν ληφθούν υπόψη οι αυστηρές προθεσμίες εντός των οποίων η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και οι συνδυασμοί παραγόντων που μπορούν να οδηγήσουν σε απόκτηση ελέγχου σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, δεν παύει να είναι θεμιτό εκ μέρους της Επιτροπής το να ζητεί από τα μέρη να μην προβαίνουν σε ενέργειες που μπορούν να οδηγήσουν σε μεταβολή του ελέγχου. Επιπλέον, καίτοι αυτό δεν αποτελεί, prima facie, απαίτηση απορρέουσα από τον κανονισμό, τα κοινοποιούντα μέρη μπορεί να θεωρήσουν συμφέρον να διευκολύνουν τη διοικητική διαδικασία της Επιτροπής συμμορφούμενα με το αίτημα αυτό και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποφύγουν τον κίνδυνο να θεωρήσει η Επιτροπή αναγκαία τη διεξαγωγή ελέγχων στα γραφεία τους προκειμένου να εξετάσει αν τα κοινοποιούντα μέρη προέβησαν σε ενέργειες που συνεπάγονται μεταβολή του ελέγχου.

95      Σχετικά με τα δημοσιεύματα Τύπου, που κατά την αιτούσα αποδεικνύουν ότι είναι συνήθης πρακτική της Επιτροπής να θεωρεί «πραγματοποίηση» ενέργειες που δεν αποτελούν έλεγχο, πρέπει να σημειωθεί εξ αρχής ότι η αιτούσα δεν έδωσε καμιά εξήγηση ως προς το γιατί δεν είχε πρόσβαση στα εν λόγω δημοσιεύματα Τύπου, εκ των οποίων το ένα ανάγεται στο 1997, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής της, και γιατί τα εμφάνισε στη δίκη σε τόσον ύστερη φάση. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν αυτά τα όψιμα αποδεικτικά στοιχεία είναι παραδεκτά, αρκεί να σημειωθεί ότι δεν είναι καθοριστικής σημασίας όσον αφορά την έννοια του όρου «πραγματοποίηση». Ειδικότερα, οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτά τα δημοσιεύματα Τύπου δεν φαίνεται να επηρεάζουν τις προεκτεθείσες θεωρήσεις.

96      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο δικηγόρος της παρεμβαίνουσας υπαινίχθηκε ότι η ανάλωση του χρόνου του Πρωτοδικείου από την αιτούσα με την υποβολή όψιμων αποδεικτικών στοιχείων αυτού του είδους εγγίζει την περιφρόνηση προς αυτό. Ο Πρόεδρος θεωρεί ότι παρέλκει η κρίση επί του σοβαρού αυτού ισχυρισμού και διαπιστώνει ότι αυτό το αποδεικτικό στοιχείο είναι εν πάση περιπτώσει αλυσιτελές και ότι και σ’ αυτή την περίπτωση συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αιτούσα δεν απέδειξε την ύπαρξη του fumus bοni juris.

97      Στο πλαίσιο του πρώτου ισχυρισμού της, ότι δηλαδή η συμμετοχή της Ryanair στην Aer Lingus προκαλεί σοβαρά προβλήματα ανταγωνισμού, η αιτούσα υποστήριξε ότι η άρνηση της Επιτροπής να λάβει μέτρα βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού απαιτώντας από τη Ryanair να διαθέσει τη μειοψηφική συμμετοχή της, αντιβαίνει σε προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής και αναφέρθηκε ειδικότερα στις αποφάσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις Tetra Laval/Sidel και Schneider/Legrand. Συναφώς και χάριν πληρότητας της ανάλυσης, επισημαίνεται ότι ούτε αυτό το στοιχείο αναιρεί το προαναφερθέν συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της παρούσας δίκης το γεγονός ότι στις υποθέσεις Tetra Laval/Sidel και Schneider/Legrand η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η διατήρηση μειοψηφικής συμμετοχής στη συγκεκριμένη περίπτωση της κοινοποιηθείσας συναλλαγής, την οποία απαγόρευε ο κανονισμός, θα παρεμπόδιζε την αποκατάσταση αποτελεσματικού ανταγωνισμού και για τον λόγο αυτό διέταξε τη διάθεση όλων των μετοχών που είχαν αποκτηθεί, Συγκεκριμένα, προς το προαναφερθέν συμπέρασμα συνάδει το στοιχείο ότι στις υποθέσεις εκείνες η άσκηση των εξουσιών της Επιτροπής σηματοδοτήθηκε με την «πραγματοποίηση» της συναλλαγής, με άλλα λόγια με την αλλαγή του ελέγχου. Άπαξ σηματοδοτήθηκε η άσκηση των εξουσιών της Επιτροπής, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα, όπως ρητά ορίζει το άρθρο 8, παράγραφος 4, «να απαιτεί από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να λύσουν τη συγκέντρωση, ιδίως με τη διάλυση της συγχώνευσης ή τη διάθεση όλων των μετοχών ή στοιχείων του ενεργητικού που έχουν αποκτήσει, ούτως ώστε να επανέλθει η κατάσταση που επικρατούσε πριν από την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης».

98      Όσον αφορά τον ισχυρισμό που αντλεί η αιτούσα από το άρθρο 7, ότι δηλαδή αφού η μελετωμένη απόκτηση δεν έχει ακόμη κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά, η Ryanair μπορεί να αποκτήσει τίτλους ή να πραγματοποιήσει τη δημόσια προσφορά εξαγοράς μόνο στο μέτρο που δεν ασκεί τα δικαιώματα ψήφου που απορρέουν από τους τίτλους αυτούς εκτός αν επιτρέψει παρέκκλιση η Επιτροπή, αρκεί να σημειωθεί ότι η ίδια ερμηνεία του όρου «πραγματοποίηση» που προεκτέθηκε ισχύει mutatis mutandis και για το επιχείρημα της αιτούσας σχετικά με το άρθρο 7.

99      Κατά συνέπεια, η Aer Lingus δεν απέδειξε την ύπαρξη fumus bοni juris και ως προς αυτόν τον λόγο ακυρώσεως.

100    Τέλος, η αιτούσα υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού που εφάρμοσε η Επιτροπή, σε συνδυασμό με την εκ του άρθρου 21, παράγραφος 3, απαγόρευση προς τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν την οικεία εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού σε συγκεντρώσεις με κοινοτική διάσταση, προκαλεί κενό το οποίο δεν συμβιβάζεται με τον στόχο του κανονισμού. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι το ίδιο σενάριο πραγματικών περιστατικών, όπου μια επιχείρηση έχει μειοψηφική συμμετοχή σε ανταγωνιστική επιχείρηση που δεν της παρέχει έλεγχο και όπου ο ανταγωνιστής μπορεί να θεωρήσει ότι η εν λόγω μειοψηφική συμμετοχή βλάπτει τον ανταγωνισμό, μπορεί κάλλιστα να εμφανιστεί σε περιπτώσεις όπου η μειοψηφική συμμετοχή δεν αποκτήθηκε στο πλαίσιο συγκέντρωσης. Στο σενάριο αυτό είναι σαφές ότι ο κανονισμός δεν έχει εφαρμογή και η αδυναμία της Επιτροπής να ελέγξει την εν λόγω μειοψηφική συμμετοχή βάσει του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού δεν θα θεωρείτο ότι συνιστά κενό στις δυνατότητες της Επιτροπής να εξασφαλίσει ανόθευτο ανταγωνισμό.

101    Όσον αφορά την επιρροή του άρθρου 21 του κανονισμού πρέπει να σημειωθεί πρώτον ότι το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με το άρθρο 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Το άρθρο 21, παράγραφος 1, ορίζει ότι ο κανονισμός έχει εφαρμογή μόνο σε συγκεντρώσεις που έχουν κοινοτική διάσταση όπως ορίζεται στο άρθρο 3. Κατόπιν αυτού σε περιστάσεις όπως της παρούσας υποθέσεως, όπου η συγκέντρωση έχει κοινοποιηθεί, έχει κριθεί ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά από την Επιτροπή και κατόπιν αυτού η δημόσια προσφορά εξαγοράς έχει εγκαταλειφθεί, δεν υπάρχει συγκέντρωση με κοινοτική διάσταση όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 του κανονισμού. Υπό τις περιστάσεις αυτές, εξάλλου, τα μέρη δεν μπορούν να μελετούν συγκέντρωση με κοινοτική διάσταση δεδομένου ότι αυτό θα συνιστούσε παράβαση υπάρχουσας απόφασης της Επιτροπής. Για τον λόγο αυτόν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού δεν έχει εφαρμογή, prima facie, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ούτε μελετάται συγκέντρωση στην οποία και μόνον έχει εφαρμογή ο κανονισμός. Η μειοψηφική συμμετοχή παύει, prima facie, να συνδέεται με την απόκτηση ελέγχου, παύει να αποτελεί μέρος «συγκέντρωσης» και βρίσκεται εκτός πεδίου εφαρμογής του κανονισμού. Κατά συνέπεια, το άρθρο 21, το οποίο σύμφωνα με την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού σκοπεί μεν να εξασφαλίσει ότι οι συγκεντρώσεις που δημιουργούν σοβαρές σημαντικές μεταβολές εξετάζονται αποκλειστικά από την Επιτροπή με την εφαρμογή της αρχής του ενιαίου ελέγχου, δεν εμποδίζει υπό τις συνθήκες αυτές, καταρχήν, την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού από τις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια.

102    Συναφώς, το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής που κηρύσσει τη συγκέντρωση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά προσβάλλεται ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν ασκεί επιρροή δεδομένου ότι, βάσει του άρθρου 242 ΕΚ, οι προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εξάλλου, αν οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές παραλείπουν να λάβουν οριστικά μέτρα για λόγους αναγόμενους στην οικονομία της δίκης, μπορούν πάντως να λάβουν προσωρινά μέτρα για να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενα προβλήματα που θα προέκυπταν εν αναμονή της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

103    Επιπλέον, όσον αφορά την ύπαρξη νομοθετικού κενού, επισημαίνεται ότι, ναι μεν η μειοψηφική συμμετοχή όπως η υπό κρίση δεν μπορεί, prima facie, να ρυθμιστεί στο πλαίσιο του κανονισμού, μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ και ειδικότερα τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων μετά την απόκτηση μειοψηφικής συμμετοχής. Συναφώς υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), οσάκις κρίνει ότι σημειώθηκε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ, η Επιτροπή έχει την εξουσία να επιβάλει «μέτρα συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα ανάλογα προς τη διαπραχθείσα παράβαση και αναγκαία για την παύση της».

104    Ενώ το άρθρο 81 ΕΚ είναι ίσως, prima facie, δύσκολο να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, στην οποία η παράβαση προκύπτει από την απόκτηση μετοχών στην αγορά και συνεπώς είναι δύσκολο να αποδειχθεί η αναγκαία σύμπτωση βουλήσεων, η αιτούσα μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 82 ΕΚ αν πιστεύει ότι η Ryanair κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μια ή περισσότερες αγορές την οποία και εκμεταλλεύεται καταχρηστικά, παρεμβαίνοντας στην εμπορική στρατηγική αμέσου ανταγωνιστή και/ή εκμεταλλευόμενη τη μειοψηφική συμμετοχή της σε άμεσο ανταγωνιστή προκειμένου να εξασθενήσει τη θέση του.

105    Σκόπιμο είναι να σημειωθεί επίσης ότι το σενάριο αυτό ισχύει σε υποθέσεις όπως η υπό κρίση στις οποίες όλα τα μέρη συμφωνούν ότι δεν έχει σημειωθεί αλλαγή ελέγχου κατά την έννοια του κανονισμού. Ωστόσο, αν σε μεταγενέστερο στάδιο διαπιστωθεί ότι η Ryanair έχει ή απέκτησε τον έλεγχο της Aer Lingus μέσω της μειοψηφικής συμμετοχής της, τότε μπορεί να έχει εφαρμογή το άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού.

106    Κατά συνέπεια και σε σχέση με αυτόν τον λόγο ακυρώσεως που αφορά την ύπαρξη κενού ασυμβίβαστου με τον στόχο του κανονισμού, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αιτούσα δεν απέδειξε την ύπαρξη fumus bοni juris.

107    Κατά συνέπεια, η αιτούσα δεν απέδειξε την ύπαρξη fumus bοni juris.

 Επείγον

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

108    Η αιτούσα υποστηρίζει ότι εν προκειμένω συντρέχει η προϋπόθεση του επείγοντος ιδίως στο μέτρο που υπάρχει ο κίνδυνος να επιβάλει η Ryanair τη βούλησή της στην Aer Lingus οποτεδήποτε.

109    Η αιτούσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι υπό την παρούσα διάρθρωση συμμετοχών της Aer Lingus η Ryanair έχει την εξουσία να αποτρέψει ειδικές αποφάσεις για τις οποίες απαιτείται πλειοψηφία 75 %. Η αιτούσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι η Ryanair έχει ήδη χρησιμοποιήσει τη μειοψηφική συμμετοχή της στην Aer Lingus για να αποτρέψει την υιοθέτηση πρότασης ειδικής απόφασης βάσει της οποίας η Aer Lingus θα είχε το δικαίωμα να εκδώσει και άλλες μετοχές μέχρι ποσοστού 5 % του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της χωρίς να υποχρεούται να προτείνει αρχικά τις μετοχές αυτές σε υπάρχοντες μετόχους.

110    Δεύτερον, το βάρος της Ryanair κατά την ψηφοφορία επί συνήθων αποφάσεων είναι στην πράξη μεγαλύτερο από το βάρος που της προσδίδει η συμμετοχή της, για διάφορους λόγους. Συγκεκριμένα, αν υποτεθεί ότι μόνον το 80 % περίπου των μετοχών της Aer Lingus θα ψηφίσουν σε μια γενική συνέλευση, που κατά την αιτούσα είναι η πιθανή εξέλιξη με βάση το προηγούμενο της πρώτης και μέχρις στιγμής μόνης γενικής συνέλευσης της Aer Lingus, το πραγματικό βάρος της ψήφου της Ryanair πλησιάζει το 40 %. Το βάρος αυτό αυξάνεται περισσότερο από το γεγονός ότι η Ryanair είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της Aer Lingus και ένας μέτοχος με μεγάλη αεροπορική εμπειρία μπορεί, σύμφωνα με την αιτούσα, να επηρεάσει ενδεχομένως σε μεγάλο βαθμό τους άλλους μετόχους.

111    Τρίτον, η αιτούσα υποστηρίζει ότι υπάρχει πιθανότητα να απόσχει η Ιρλανδική Κυβέρνηση, ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος της Aer Lingus, από αποφάσεις μετόχων επηρεάζουσες τη στρατηγική διοίκηση της εταιρίας. Επιπλέον, ενδέχεται να υπάρξουν περιστάσεις στις οποίες η Ιρλανδική Κυβέρνηση θα χρειαστεί να απόσχει από την ψηφοφορία, για παράδειγμα οσάκις είναι μέλος σε κάποια συναλλαγή. Κατά την αιτούσα, αυτό μπορεί να συμβεί στις περιπτώσεις που η Aer Lingus επιθυμεί να συνάψει συμφωνία με την ανήκουσα στο δημόσιο Dublin Airport Authority, λόγου χάρη για την αναμόρφωση των κεντρικών γραφείων της Aer Lingus. Σε τέτοιες περιστάσεις, η συμμετοχή της Ryanair ενδέχεται να αντιπροσωπεύει ποσοστό άνω του 50 % των ψήφων που θα δοθούν.

112    Επιπλέον, η Aer Lingus αναφέρει διάφορα παραδείγματα περιστάσεων στις οποίες η Ryanair μπορεί να επέμβει στη εμπορική δραστηριότητα της Aer Lingus επωφελούμενη από τα προεκτεθέντα σενάρια. Ειδικότερα, η Ryanair μπορεί να χρησιμοποιήσει τη συμμετοχή της στην Aer Lingus για να ενισχύσει τη δράση της κατά του τερματικού σταθμού 2 του αεροδρομίου του Δουβλίνου που, σύμφωνα με την αιτούσα, είναι κομβικής σημασίας για τα σχέδια επεκτάσεως της Aer Lingus. Ομοίως, η Ryanair, στηριζόμενη στην προτίμησή της για αεροσκάφη Boeing, μπορεί να παρεμποδίσει τα συμφέροντα της Aer Lingus για αγορά αεροσκαφών Airbus. Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Aer Lingus κατάγγειλε την πρόθεση της Ryanair να παρεμποδίσει την απόφαση του συμβουλίου της Aer Lingus να εγκαταλείψει ορισμένα δρομολόγια και να εγκαινιάσει άλλα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση πάντως επιβεβαιώθηκε ότι οι απόπειρες αυτές ήσαν ανεπιτυχείς. Κατά την αιτούσα, η ζημία που θα προέκυπτε από την εκ μέρους της Ryanair άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως μειοψηφούντος μετόχου, αν το αποτέλεσμα είναι ότι το συμβούλιο θα ηττηθεί σε ζήτημα εμπορικής πολιτικής, θα ήταν σοβαρή και ανεπανόρθωτη, η διακοπή δε της δραστηριότητας της Aer Lingus που θα προέκυπτε δεν θα μπορούσε να θεραπευθεί με την απόφαση του Πρωτοδικείου στην κύρια δίκη ή ίσως με κανέναν άλλο τρόπο.

113    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η αιτούσα επιχείρησε να προβάλει ως νέο αποδεικτικό στοιχείο πληροφορίες σχετικά με, inter alia, σύμβαση με την Airbus για την παράδοση των αεροσκαφών Airbus ευρείας ατράκτου, η οποία κατά την αιτούσα θα έπρεπε να εγκριθεί από τους μετόχους λίγο μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμβαση η οποία συνιστά κεντρικό στοιχείο της εμπορικής στρατηγικής της Aer Lingus να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που εμφανίζονται από το σύστημα «Open Sky». Αν οι πρωτοβουλίες του συμβουλίου σχετικά με τέτοιες ευκαιρίες δεν εγκριθούν από τους μετόχους της Aer Lingus βραχυπρόθεσμα, η Aer Lingus θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, δεδομένου ότι τέτοιες ευκαιρίες δεν θα της παρουσιαστούν πλέον μετά την απόφαση στην κύρια δίκη.

114    Τέλος, η αιτούσα υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο οφείλει στην υπό κρίση υπόθεση να εφαρμόσει την «αρχή της προφύλαξης», διότι, κατά την αιτούσα, άπαξ αποδειχθεί ότι υπάρχει υπολογίσιμος κίνδυνος να προκαλέσει η Aer Lingus ή να συμβάλει στην πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει προστατευτικά μέτρα χωρίς να περιμένει περισσότερες αποδείξεις ως προς το υποστατό του κινδύνου αυτού.

115    Η Επιτροπή υποστηρίζει κατά τα ουσιώδη ότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση του επείγοντος.

–       Εκτίμηση του Προέδρου

116    Κατά πάγια νομολογία, το επείγον μιας αιτήσεως για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο ο οποίος ζητεί το προσωρινό μέτρο. Στον διάδικο αυτόν εναπόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί τέτοια ζημία (βλ. διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Νοεμβρίου 2001, T‑151/01 R, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-3295, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Όταν η ζημία εξαρτάται από τη συνδρομή διαφόρων παραγόντων, αρκεί η ζημία να είναι προβλέψιμη και να πιθανολογείται σε επαρκή βαθμό [διάταξη Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 50 ανωτέρω, σκέψη 71· βλ. επίσης, κατ’ αυτήν την έννοια, διατάξεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1993, C‑280/93 R, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. I‑3667, σκέψεις 32 έως 34, και του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C‑335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑8705, σκέψη 67]. Ωστόσο, η αιτούσα οφείλει και πάλι να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που θεωρείται ότι δείχνουν την πιθανότητα σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας (διάταξη Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 72· βλ. επίσης, κατ’ αυτήν την έννοια, διάταξη HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 67).

118    Από τη σκοπιά αυτή επισημαίνεται ότι, για να μπορεί ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να κρίνει αν η ζημία που φοβείται ο προσφεύγων είναι σοβαρή και ανεπανόρθωτη και συνεπώς δικαιολογεί τη λήψη προσωρινών μέτρων, πρέπει να έχει σοβαρές αποδείξεις βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει τις ακριβείς συνέπειες που θα προκαλούσε κατά πάσα πιθανότητα η μη λήψη των ζητουμένων μέτρων για κάθε μια από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

119    Συνεπώς, πρέπει να σημειωθεί προκαταρκτικά ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα της αιτούσας να εφαρμόσει ο Πρόεδρος την «αρχή της προφύλαξης» και ο ισχυρισμός ότι το Πρωτοδικείο μπορεί να διατάξει «προστατευτικά μέτρα» χωρίς να αναμένει απόδειξη ως προς το υποστατό του κινδύνου που επικαλείται η αιτούσα είναι προδήλως ασυμβίβαστο με τις αρχές και τη νομολογία που διέπουν τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων.

120    Στην υπό κρίση υπόθεση, η αιτούσα υποστηρίζει ότι η παρέμβαση της μετόχου και κύριας ανταγωνίστριας της Ryanair στις εμπορικές υποθέσεις της θα την έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση και κατά συνέπεια θα υφίστατο ζημία σοβαρή και ανεπανόρθωτη. Ειδικότερα, η αιτούσα προέβαλε διάφορα σενάρια στα οποία η Ryanair θα είχε τη δυνατότητα να επηρεάσει την έκβαση της ψηφοφορίας σε διάφορα θέματα που, κατά την αιτούσα, είναι κρίσιμα για τα σχέδια επεκτάσεως που έχει καταρτίσει για την Aer Lingus το διοικητικό της συμβούλιο.

121    Επ’ αυτού πρέπει να σημειωθεί προκαταρκτικώς ότι η αιτούσα δεν ισχυρίζεται ότι η Ryanair είναι σε θέση να ασκήσει έλεγχο επί της Aer Lingus. Με βάση τον ορισμό του ελέγχου κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Ryanair δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε θέση «να ασκήσει καθοριστική επιρροή» επί της Aer Lingus.

122    Εξάλλου η αιτούσα, τόσο με τις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οσάκις είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει τη θέση της, δεν προσκόμισε επαρκή συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το είδος της ζημίας που απειλεί την Aer Lingus, την πιθανότητα να προκύψει η ζημία αυτή και το αν είναι πράγματι σοβαρή και ανεπανόρθωτη. Για παράδειγμα, η αιτούσα δεν προσκόμισε επαρκή συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για να δείξει, σε σχέση με κάθε προβαλλόμενο παράδειγμα, inter alia, αν και πότε θα πραγματοποιηθεί ψηφοφορία, διότι η ψηφοφορία πρέπει να γίνει πριν από την έκδοση της απόφασης στην κύρια δίκη, εφόσον μόνον η Ryanair θα ήταν ικανή, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να αντιταχθεί σε κάποια πρόταση του συμβουλίου ή να περάσει τη δική της απόφαση. Επιπλέον, η Aer Lingus δεν παρέσχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει τον ισχυρισμό ότι η ζημία που θα προκύψει θα είναι σοβαρή και ανεπανόρθωτη.

123    Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί που προβάλλει η αιτούσα παραμένουν υποθετικές και αναπόδεικτες καταφάσεις που δεν πληρούν την προϋπόθεση της πιθανολόγησης ζημίας σε επαρκή βαθμό.

124    Ειδικότερα, σχετικά με τον ισχυρισμό ότι υπό την παρούσα συμμετοχή και δομή της Aer Lingus, η Ryanair έχει την εξουσία να αποτρέψει ειδικές αποφάσεις που απαιτούν πλειοψηφία 75 % και το έχει ήδη πράξει μία φορά, η Aer Lingus δεν παρέσχε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που να δείχνουν ότι θα απαιτηθεί η ψήφιση κάποιας ειδικής απόφασης πριν την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου στην κύρια δίκη. Επιπλέον, η Aer Lingus δεν παρέσχε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που να δείχνουν με τον απαιτούμενο βαθμό πιθανολόγησης ότι η Ryanair θα αντιταχθεί σε τέτοια υποθετική ειδική απόφαση ούτε προέβαλε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό ότι ενδεχόμενη τέτοια αντίθεση θα προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη στην Aer Lingus. Όσον αφορά το παράδειγμα της μοναδικής ειδικής απόφασης την οποία η Ryanair απέτρεψε επιτυχώς, η Aer Lingus δεν παρέσχε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της ότι η αποτυχία του συμβουλίου να επιτύχει την κατάργηση των δικαιωμάτων προαιρέσεως των μετόχων είναι πιθανόν να προκαλέσει σοβαρές και ανεπανόρθωτες ζημίες στην Aer Lingus.

125    Δεύτερον, σε σχέση με τον ισχυρισμό της Aer Lingus ότι η βαρύτητα της Ryanair κατά την ψηφοφορία επί συνήθων αποφάσεων είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερη από αυτήν που της παρέχει η συμμετοχή της, πρέπει να σημειωθεί και εδώ ότι, με το επιχείρημα αυτό, η αιτούσα δεν υποστηρίζει ότι η Ryanair είναι σε θέση να ασκήσει έλεγχο de jure ή de facto. Επιπλέον, η Aer Lingus δεν παρέσχε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει ότι η ψήφιση κάποιας συνήθους απόφασης προβλέπεται να χρειαστεί πριν από την έκδοση της απόφασης του Πρωτοδικείου στην κύρια δίκη. Επιπλέον, η Aer Lingus δεν προσκόμισε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει τον ισχυρισμό ότι η ενδεχόμενη αντίθεση είναι πιθανόν να προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία στην Aer Lingus.

126    Συναφώς, η Aer Lingus υποστήριξε ότι η συμμετοχή της Ryanair μπορεί να προξενήσει σοβαρή ζημία στον ανταγωνισμό κυρίως σε δύο περιπτώσεις και συγκεκριμένα όσον αφορά την πρόταση του συμβουλίου της Aer Lingus για αγορά αεροσκαφών Airbus και τα σχέδια του συμβουλίου σχετικά με τον τερματικό σταθμό 2 του αεροδρομίου του Δουβλίνου.

127    Όσον αφορά την πρόταση του συμβουλίου για αγορά αεροσκαφών Airbus, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι η υπόθεση της Aer Lingus ότι η Ryanair θα αντιταχθεί στην αγορά αυτή στηρίζεται στη γενική παραδοχή ότι, αφού ο στόλος της Ryanair αποτελείται μόνον από αεροσκάφη Boeing, η Ryanair θα επιδιώξει να επιβάλει την αγορά αεροσκαφών Boeing στην Aer Lingus και σε δημοσίευμα Τύπου στο οποίο η Ryanair αναφέρεται ότι δήλωσε ότι θα φροντίσει ώστε ο στόλος της Aer Lingus να μετατραπεί σε στόλο μόνον Boeing. Συναφώς, η Ryanair επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η Aer Lingus δεν προέβαλε αντίρρηση όταν εκφράστηκε η πρόθεση αυτή σε χρόνο όπου εμελετάτο η αγορά και ότι ο σκοπός της επιθυμίας μετατροπής του στόλου της Aer Lingus σε στόλο μόνον Boeing ήταν για να διευκολυνθεί η ενσωμάτωση της Aer Lingus στη Ryanair. Ενώ η Ryanair προσέβαλε την απόφαση της Επιτροπής με την οποία κηρύχθηκε η αγορά της Aer Lingus από την πρώτη ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και επί της βάσεως αυτής μπορεί να θεωρηθεί ότι εξακολουθεί να μελετά σε τελική ανάλυση τη δυνατότητα ενσωμάτωσης της Aer Lingus στη Ryanair, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα βάσει των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων ότι πιθανολογείται σε επαρκή βαθμό ότι η Ryanair θα αντιταχθεί στην πρόταση του συμβουλίου της Aer Lingus για την αγορά αεροσκαφών Airbus.

128    Επιπλέον, ενώ κατά επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Aer Lingus υποστήριξε ότι μελετάται η αγορά αεροσκαφών Airbus ευρείας ατράκτου η οποία και θα χρειαστεί να εγκριθεί από τους μετόχους λίγο μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Aer Lingus δεν απέδειξε με τον απαιτούμενο βαθμό πιθανολόγησης ότι, αν χρειαστεί τέτοια έγκριση, η συμμετοχή στη συνέλευση των μετόχων θα είναι τόσο μικρή ώστε η Ryanair θα έχει αρκετό βάρος ψήφου για να αποτρέψει την έγκριση της αγοράς αυτής και ακόμη λιγότερο για να επιβάλει την αγορά αεροσκαφών Boeing. Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Ryanair θα ήταν σε θέση να αντιταχθεί στην αγορά αεροσκαφών Airbus, η Aer Lingus δεν υποστήριξε ότι, αν η σύμβαση δεν επικυρωθεί μέχρι τη λήξη ορισμένης προθεσμίας, το δικαίωμα προαίρεσής της θα παύσει αναγκαστικά να ισχύει.

129    Ομοίως, όσον αφορά τον ισχυρισμό της Aer Lingus ότι η Ιρλανδική Κυβέρνηση μπορεί να αποφασίσει, ή μπορεί να υποχρεωθεί από την ιρλανδική νομοθεσία, να απόσχει από ορισμένες αποφάσεις των μετόχων, ουδεμία συγκεκριμένη απόδειξη προσκομίστηκε για να δειχθεί ότι το συγκεκριμένο ζήτημα σε σχέση με το οποίο η Ιρλανδική Κυβέρνηση ενδέχεται να μην ασκήσει τα δικαιώματα ψήφου της προβλέπεται ότι θα απαιτήσει την έγκριση των μετόχων πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην κύρια δίκη. Εξάλλου, η Aer Lingus δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο που να δείχνει με τον απαιτούμενο βαθμό πιθανολόγησης ότι η αποχή αυτή είναι πιθανόν να καταλήξει στην απόρριψη της πρότασης του συμβουλίου και περαιτέρω ότι αυτό θα προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία στην Aer Lingus. Αναφορικά με το συγκεκριμένο παράδειγμα του τερματικού σταθμού 2, η Aer Lingus δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι απαιτείται απόφαση των μετόχων για να εγκριθούν τα σχέδια του συμβουλίου στο ζήτημα αυτό ούτε προσκομίστηκε συγκεκριμένη απόδειξη που να δείχνει ότι η Ιρλανδική Κυβέρνηση θα είναι υποχρεωμένη από την ιρλανδική νομοθεσία να μην ασκήσει τα οικεία δικαιώματα ψήφου. Τέλος, ουδεμία απόδειξη προσκομίστηκε προς στήριξη του ισχυρισμού ότι η αποτυχία του συμβουλίου να λάβει την έγκριση των μετόχων όσον αφορά την προσέγγισή του στη χρήση του τερματικού σταθμού 2 ενδέχεται να προκαλέσει ζημία στην Aer Lingus που θα είναι σοβαρή και ανεπανόρθωτη.

130    Επιπλέον, με τις σχετικές με τα ανωτέρω θέματα παρατηρήσεις της, η αιτούσα δεν απέδειξε ότι η ζημία που υποστηρίζει ότι θα υποστεί η Aer Lingus είναι άλλου είδους από χρηματική.

131    Σε σχέση με τη χρηματική ζημία, πρέπει να σημειωθεί στο στάδιο αυτό ότι, κατά πάγια νομολογία, η ζημία αυτής της φύσεως δεν μπορεί παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις να θεωρηθεί ως ανεπανόρθωτη, αν τελικά μπορεί να αντισταθμιστεί χρηματικά. Η χρηματική ζημία μπορεί να δικαιολογήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων μόνον αν προκύπτει ότι, χωρίς τη λήψη των ζητουμένων μέτρων, ο αιτών θα περιερχόταν σε κατάσταση δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή του πριν από την έκδοση της αποφάσεως που περατώνει τη διαδικασία της κύριας προσφυγής ή να μεταβάλει ανεπανόρθωτα τη θέση του στην αγορά (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουλίου 2000, T‑169/00 R, Esedra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-2951, σκέψη 45, διάταξη του Πρωτοδικείου της 3ης Δεκεμβρίου 2002, T‑181/02 R, Neue Erba Lautex κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-5081, σκέψη 84, της 27ης Ιουλίου 2004, T‑148/04 R, TQ3 Travel Solutions Belgium κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-3027, σκέψη 46, και της 10ης Νοεμβρίου 2004, T-316/04 R, Wam κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3917, σκέψη 29). Αρκεί να σημειωθεί συναφώς ότι η αιτούσα ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι χωρίς τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα θα τεθεί σε κίνδυνο η ίδια η ύπαρξή της, ή θα μεταβληθεί ανεπανόρθωτα η θέση της στην αγορά πριν από την απόφαση που θα περατώσει τη διαδικασία στην κύρια υπόθεση.

132    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η αιτούσα πρότεινε να προσκομίσει, in camera, και απούσας της παρεμβαίνουσας, νέα και ειδικότερα στοιχεία σχετικά με τα προεκτεθέντα παραδείγματα ζημίας. Ως παράδειγμα του είδους των στοιχείων που θα μπορούσε να προσκομίσει σε συνεδρίαση in camera, η αιτούσα εξέθεσε ότι σύντομα θα απαιτηθεί η ψήφος των μετόχων για την έγκριση συμβάσεως για την αγορά αεροσκαφών Airbus, αναλυτικά στοιχεία της οποίας είναι άκρως απόρρητα. Η αιτούσα όμως δεν εξήγησε πώς τα πρόσθετα στοιχεία θα ανταποκρίνονται στην προϋπόθεση του επείγοντος για τη χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων. Επιπλέον, η αιτούσα δεν εξήγησε γιατί δεν παρέσχε τα συμπληρωματικά αυτά στοιχεία με την αίτησή της και με το αίτημα της εμπιστευτικής μεταχείρισης, και χρειάστηκε να τα προσκομίσει σε τόσο όψιμο στάδιο της δίκης. Τέλος, από τα προεκτεθέντα για το παραδεκτό του αιτήματος της λήψεως προσωρινών μέτρων έναντι της Ryanair ή μέτρων που θα επηρεάζουν τη Ryanair προκύπτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται εν απουσία της Ryanair δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση προσωρινών μέτρων, διότι αυτό θα αποτελούσε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Ryanair. Η μόνη εξαίρεση στην αρχή αυτή που στηρίζεται στην προσωρινή φύση των προσωρινών μέτρων εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου, αν δεν χορηγηθεί το ζητούμενο προσωρινό μέτρο, τίθεται σε κίνδυνο η ίδια η ύπαρξη του αιτούντος. Όπως προελέχθη, η Aer Lingus δεν υποστήριξε σε καμιά στάση της δίκης ότι, αν δεν ληφθούν προσωρινά μέτρα, θα κινδυνεύσει η ύπαρξή της.

133    Εν πάση περιπτώσει και ανεξάρτητα από το ζήτημα αν αυτά τα νέα αποδεικτικά στοιχεία είναι ή δεν είναι παραδεκτά, δεν αποδεικνύεται ότι θα είναι ικανά να μεταβάλουν την προεκτεθείσα εκτίμηση του Προέδρου.

134    Απ’ όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτούσα δεν απέδειξε το απαιτούμενο στοιχείο του fumus bοni juris και την ανάγκη της χορηγήσεως προσωρινών μέτρων για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας.

135    Απ’ όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αιτούσα δεν απέδειξε την ύπαρξη του απαιτούμενου fumus bοni juris και της ανάγκης λήψεως προσωρινών μέτρων για την πρόληψη επικείμενου κινδύνου επελεύσεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας. Συνεπώς, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 56 ανωτέρω, θα πρέπει να αποδειχθεί ιδιαίτερα έντονο το στοιχείο του fumus bοni juris και η ύπαρξη πολύ σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας για να επιβληθούν τα αιτούμενα μέτρα εις βάρος της Ryanair, λαμβανομένου υπόψη ότι τα μέτρα αυτά θα επηρεάσουν σημαντικά τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της Ryanair ως μετόχου της Aer Lingus.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση προσωρινών μέτρων.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 18 Μαρτίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.