Language of document : ECLI:EU:T:2021:568

Υπόθεση T359/19

Daimler AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο πενταμελές τμήμα) της 15ης Σεπτεμβρίου 2021

«Περιβάλλον – Κανονισμός (ΕΚ) 443/2009 – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΚ) 725/2011 – Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2015/158 – Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/583 – Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα – Μέθοδος δοκιμών – Επιβατικά οχήματα»

1.      Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Κανονισμός 443/2009 – Πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα – Μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που επιτυγχάνεται από τις καινοτόμες τεχνολογίες – Διαδικασία για την έγκριση και πιστοποίηση των εν λόγω τεχνολογιών – Ad hoc επαλήθευση από την Επιτροπή – Χρήση διαφορετικής μεθόδου δοκιμών σε σχέση με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας για την έγκριση – Δεν επιτρέπεται – Παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της ασφάλειας δικαίου

(Κανονισμός 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· κανονισμός 725/2011 της Επιτροπής, αιτιολογική σκέψη 13 και άρθρα 10 § 2 και 12· απόφαση 2015/158 της Επιτροπής)

(βλ. σκέψεις 70-77)

2.      Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Κανονισμός 443/2009 – Πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα – Μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που επιτυγχάνεται από τις καινοτόμες τεχνολογίες – Διαδικασία για την έγκριση και πιστοποίηση των εν λόγω τεχνολογιών – Ad hoc επαλήθευση από την Επιτροπή – Διαφορά μεταξύ της εξοικονόμησης που πιστοποιήθηκε από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και της εξοικονόμησης που επαλήθευσε η Επιτροπή – Δικαίωμα της Επιτροπής να μη συνεκτιμήσει την πιστοποιημένη εξοικονόμηση για το ημερολογιακό έτος που προηγείται της επαλήθευσης – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 4 και 5· κανονισμός 725/2011 της Επιτροπής, άρθρο 12 §§ 2 και 3)

(βλ. σκέψεις 87-93)

Σύνοψη

Στο πλαίσιο εφαρμογής του κανονισμού 443/2009 (1), για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από ελαφρά οχήματα, κάθε κατασκευαστής επιβατικών αυτοκινήτων πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι εκπομπές CO2 δεν υπερβαίνουν τον στόχο των ειδικών εκπομπών που έχει καθορισθεί (2). Αποβλέποντας, επίσης, στην παροχή κινήτρων για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, ο κανονισμός προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι εξοικονομήσεις εκπομπών που επιτυγχάνονται με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών αφαιρούνται από τις ειδικές εκπομπές CO2 των οχημάτων στα οποία χρησιμοποιούνται οι τεχνολογίες αυτές(3). Προς τούτο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε εκτελεστικό κανονισμό (4) σχετικά με την καθιέρωση διαδικασίας για την έγκριση και πιστοποίηση των καινοτόμων τεχνολογιών.

Το 2015, η Επιτροπή ενέκρινε, με την εκτελεστική απόφαση 2015/158 (5), δύο μοντέλα εναλλακτών υψηλής απόδοσης ως οικολογικές καινοτομίες για τη μείωση των εκπομπών CO2 από επιβατικά οχήματα. Ενόψει της έγκρισής τους, ορισμένοι από τους επίμαχους εναλλάκτες είχαν προετοιμαστεί με διάφορες μεθόδους οι οποίες προσδιορίζονται με τον γενικό όρο προπαρασκευή.

Η Daimler AG, γερμανική εταιρία κατασκευής αυτοκινήτων που τοποθετεί σε ορισμένα επιβατικά οχήματα εναλλάκτες υψηλής αποδόσεως, ζήτησε και έλαβε από τις αρμόδιες γερμανικές αρχές την πιστοποίηση των εξοικονομήσεων των εκπομπών CO2 που προέκυψαν από τη χρήση των επίμαχων εναλλακτών.

Εντούτοις, κατά τη διάρκεια του έτους 2017, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο πλαίσιο της ad hoc επανεξέτασης των ως άνω πιστοποιημένων εξοικονομήσεων, ότι οι εξοικονομήσεις που είχαν πιστοποιηθεί κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου δοκιμών που περιλαμβάνει προπαρασκευή ήταν πολύ υψηλότερες από τις εξοικονομήσεις που μπορούσαν να αποδειχθούν διά της εφαρμογής της μεθόδου η οποία προβλέπεται από την εκτελεστική απόφαση 2015/158 (6) και η οποία, κατά τη γνώμη της, δεν περιλαμβάνει προπαρασκευή. Κατά συνέπεια, με την εκτελεστική απόφαση 2019/583 (7) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή έκρινε ότι οι εξοικονομήσεις που αποδίδονται στις οικολογικές καινοτομίες της Daimler AG δεν πρέπει να συνεκτιμηθούν για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 για το έτος 2017 (8).

Η Daimler AG άσκησε, κατά συνέπεια, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον η απόφαση αυτή δεν συνυπολογίζει, σχετικά με εκείνη, τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2 και τις εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 από τις οικολογικές καινοτομίες. Με την απόφασή του, το δεύτερο πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου κάνει δεκτή την προσφυγή ακυρώσεως, εκτιμώντας ότι η Επιτροπή παρέβη τον εκτελεστικό κανονισμό κατά την ad hoc επανεξέταση των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον απέκλεισε, στο πλαίσιο της ad hoc επαληθεύσεως των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2, τη χρήση της μεθόδου δοκιμών η οποία περιλαμβάνει προπαρασκευή και η οποία χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας για την έγκριση των επίμαχων εναλλακτών. Επισημαίνει ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν συνάδει προς το άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού που προβλέπει, ιδίως, τον τρόπο διενέργειας της επαληθεύσεως.

Πράγματι, χρησιμοποιώντας διαφορετική μέθοδο δοκιμών σε σχέση με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας για την έγκριση των επίμαχων εναλλακτών, η Επιτροπή κατέστησε αδύνατη τη σύγκριση μεταξύ των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών και των εξοικονομήσεων που προκύπτουν από την εκτελεστική απόφαση 2015/158.

Ως προς το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η προσέγγισή της δικαιολογείται βάσει των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της ασφάλειας δικαίου, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, αφενός, ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται όμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις κατά τον ίδιο τρόπο. Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, συναφώς, ότι η μέθοδος δοκιμών την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή και η οποία δεν λαμβάνει υπόψη τις τεχνικές ιδιαιτερότητες του κάθε εναλλάκτη και τον τρόπο με τον οποίο αυτός έχει προπαρασκευαστεί, ενέχει τον κίνδυνο να είναι ευνοϊκή ως προς ορισμένους κατασκευαστές αυτοκινήτων και δυσμενής ως προς άλλους.

Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, αφενός, ότι η τελευταία μέθοδος δεν προβλέπεται κατά τρόπο σαφή και ακριβή από κανένα νομοθετικό κείμενο και δεν αποτελεί συνήθη πρακτική στη βιομηχανία. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάλληλο μέσο για τη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

Σχετικά με τις αντιρρήσεις της Επιτροπής ως προς τη χρήση της προπαρασκευής, η οποία αποτελεί τη συνήθη πρακτική στη βιομηχανία, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να διατυπώνει αντιρρήσεις ή να ζητεί συμπληρωματικές διευκρινίσεις όσον αφορά τη μέθοδο δοκιμών κατά το στάδιο της έγκρισης των εναλλακτών και όχι κατά το στάδιο της ad hoc επαληθεύσεως.

Δεύτερον, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, το οποίο προβλέπει το δικαίωμα της Επιτροπής να μη λαμβάνει υπόψη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, «την πιστοποιημένη εξοικονόμηση εκπομπών CO2 στον υπολογισμό του μέσου όρου των ειδικών εκπομπών του εν λόγω κατασκευαστή για το επόμενο ημερολογιακό έτος», το Γενικό Δικαστήριο αποσαφηνίζει ότι το δικαίωμα αυτό αφορά μόνον το ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους κατά το οποίο διενεργήθηκε η ad hoc επαλήθευση. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, συναφώς, ότι δεν είναι δυνατόν η φράση «επόμενο ημερολογιακό έτος» να ερμηνευθεί, όπως προτείνει η Επιτροπή, υπό την έννοια ότι αφορά στην πραγματικότητα το ημερολογιακό έτος που προηγείται της ad hoc επαληθεύσεως. Πράγματι, τέτοια ερμηνεία είναι αντίθετη προς το σαφές και μη διφορούμενο γράμμα της οικείας διατάξεως και εγείρει ερωτήματα υπό το πρίσμα της αρχής της ασφάλειας δικαίου, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει αναδρομικά, δυσμενή αποτελέσματα για την Daimler AG, ενώ τα εν λόγω αποτελέσματα θα έπρεπε να αφορούν μόνον το «επόμενο ημερολογιακό έτος».

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η διάταξη του επίμαχου εκτελεστικού κανονισμού είναι σαφής και μη διφορούμενη, με συνέπεια, εν αντιθέσει προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, να μην κρίνεται αναγκαίο να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς τον βασικό κανονισμό, ήτοι τον κανονισμό 443/2009.


1      Κανονισμός (ΕΚ) 443/2009, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Κοινότητας για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα (ΕΕ 2009, L 140, σ. 1).


2      Άρθρο 4 του κανονισμού 443/2009.


3      Άρθρο 12 του κανονισμού 443/2009.


4      Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 725/2011 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2011, σχετικά με την καθιέρωση διαδικασίας για την έγκριση και πιστοποίηση καινοτομικών τεχνολογιών για τον περιορισμό των εκπομπών CO2 από επιβατικά οχήματα κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 194, σ. 19).


5      Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2015/158 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2015, για την έγκριση δύο εναλλακτών υψηλής απόδοσης «Robert Bosch GmbH» ως καινοτόμων τεχνολογιών για τη μείωση των εκπομπών CO2 από επιβατικά οχήματα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2015, L 26, σ. 31).


6      Άρθρο 1, παράγραφος 3, της εκτελεστικής αποφάσεως 2015/158.


7      Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/583 της Επιτροπής, της 3ης Απριλίου 2019, για την επιβεβαίωση ή την τροποποίηση του προσωρινού υπολογισμού των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 και των στόχων για τις ειδικές εκπομπές των κατασκευαστών επιβατικών αυτοκινήτων για το ημερολογιακό έτος 2017 και ορισμένων κατασκευαστών που ανήκουν στην σύμπραξη της Volkswagen για τα ημερολογιακά έτη 2014, 2015 και 2016 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2019, L 100, σ. 66).


8      Το δικαίωμα της Επιτροπής να διενεργήσει την εν λόγω επανεξέταση, καθώς και ο τρόπος της επανεξετάσεως αυτής, προβλέπονται στο άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011.