Language of document : ECLI:EU:C:2024:287

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 11ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023 – Διαδικασίες αναδιάρθρωσης, αφερεγγυότητας και απαλλαγής από τα χρέη – Άρθρο 20 – Πρόσβαση σε απαλλαγή – Άρθρο 20, παράγραφος 1 – Πλήρης απαλλαγή από τα χρέη – Άρθρο 23 – Παρεκκλίσεις – Άρθρο 23, παράγραφος 4 – Εξαίρεση συγκεκριμένων κατηγοριών χρεών από την απαλλαγή από τα χρέη – Εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου – Δικαιολόγηση βάσει του εθνικού δικαίου – Έννομα αποτελέσματα των οδηγιών – Υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας»

Στην υπόθεση C‑687/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Audiencia Provincial de Alicante (εφετείο Αλικάντε, Ισπανία) με απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Νοεμβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Julieta,

Rogelio

κατά

Agencia Estatal de la Administración Tributaria,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή), N. Wahl, J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Gavela Llopis,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun και J. L. Buendía Sierra,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Δεκεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 4, της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, περί πλαισίου για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών, καθώς και περί μέτρων βελτίωσης των διαδικασιών αυτών, και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (Οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα) (ΕΕ 2019, L 172, σ. 18, στο εξής: οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, δύο φυσικών προσώπων τα οποία έχουν καταστεί αφερέγγυα (στο εξής: οφειλέτες) και, αφετέρου, της Agencia Estatal de la Administración Tributaria (φορολογικής αρχής, Ισπανία) (στο εξής: AEAT), σχετικά με αίτηση περί απαλλαγής από τα χρέη την οποία υπέβαλαν οι οφειλέτες στο πλαίσιο της εις βάρος τους διαδικασίας αφερεγγυότητας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 78 και 81 της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα:

«(1)      Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να άρει εμπόδια στην άσκηση θεμελιωδών ελευθεριών, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και η ελευθερία εγκατάστασης, τα οποία απορρέουν από διαφορές μεταξύ των εθνικών δικαίων και διαδικασιών για την προληπτική αναδιάρθρωση, την αφερεγγυότητα, την απαλλαγή από τα χρέη και την ανικανότητα ή την έκπτωση. Χωρίς να θίγει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των εργαζομένων, η παρούσα οδηγία επιδιώκει να άρει τα εν λόγω εμπόδια διασφαλίζοντας ότι οι βιώσιμες επιχειρήσεις και οι επιχειρηματίες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες θα έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικά εθνικά πλαίσια προληπτικής αναδιάρθρωσης τα οποία θα τους επιτρέψουν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους· ότι οι έντιμοι αφερέγγυοι ή υπερχρεωμένοι επιχειρηματίες θα μπορούν να απαλλάσσονται πλήρως από τα χρέη τους μετά από εύλογο διάστημα που θα τους προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία· και ότι θα βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών αναδιάρθρωσης, αφερεγγυότητας και απαλλαγής από το χρέος, ιδίως περιορίζοντας τη διάρκειά τους.

[…]

(78)      Η πλήρης απαλλαγή από τα χρέη ή η λήξη της ανικανότητας ή της έκπτωσης εντός τριών ετών δεν ενδείκνυται πάντοτε, και μπορούν συνεπώς να θεσπιστούν δεόντως αιτιολογημένες παρεκκλίσεις για λόγους που ορίζονται στις εθνικές νομοθεσίες. […]

[…]

(81)      Όταν υπάρχει δεόντως αιτιολογημένος λόγος κατά την εθνική νομοθεσία, είναι ενδεχομένως σκόπιμο να περιορίζεται η δυνατότητα απαλλαγής για ορισμένες κατηγορίες χρέους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αποκλείσουν τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα χρέη από τη δυνατότητα απαλλαγής μόνο μέχρι την αξία της ασφάλειας όπως καθορίζεται από την εθνική νομοθεσία, ενώ το υπόλοιπο των χρεών θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μη ασφαλισμένο χρέος. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν επιπλέον κατηγορίες χρεών αν δικαιολογείται.»

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με:

α)      πλαίσια προληπτικής αναδιάρθρωσης που τίθενται στη διάθεση του οφειλέτη με οικονομικές δυσχέρειες όταν υπάρχει πιθανότητα αφερεγγυότητας με σκοπό να αποτρέψουν την αφερεγγυότητά του και να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητά του·

β)      διαδικασίες που οδηγούν σε απαλλαγή χρέους που έχει δημιουργηθεί από αφερέγγυους επιχειρηματίες· και

γ)      μέτρα για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών που αφορούν την αναδιάρθρωση, την αφερεγγυότητα και την απαλλαγή από τα χρέη.»

5        Το άρθρο 20 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόσβαση σε απαλλαγή», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αφερέγγυοι επιχειρηματίες να έχουν πρόσβαση σε τουλάχιστον μία διαδικασία που μπορεί να οδηγεί σε πλήρη απαλλαγή από τα χρέη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν ως προϋπόθεση τη διακοπή της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας με την οποία σχετίζονται τα χρέη ενός αφερέγγυου επιχειρηματία.

2.      Τα κράτη μέλη στα οποία η πλήρης απαλλαγή από τα χρέη τελεί υπό τον όρο της μερικής αποπληρωμής των χρεών από τον επιχειρηματία διασφαλίζουν ότι η σχετική υποχρέωση αποπληρωμής βασίζεται στην ατομική κατάσταση του επιχειρηματία και, ιδίως, ότι είναι αναλογική προς το δεκτικό κατάσχεσης ή διαθέσιμο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία του επιχειρηματία κατά την περίοδο απαλλαγής και λαμβάνει υπόψη το συμφέρον των πιστωτών σύμφωνα με τους κανόνες της ευθυδικίας.

[…]»

6        Το άρθρο 23 της οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Παρεκκλίσεις», προβλέπει στην παράγραφο 4 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν συγκεκριμένες κατηγορίες χρεών από την απαλλαγή από τα χρέη ή να περιορίζουν την πρόσβαση στην απαλλαγή από τα χρέη [ή] να θεσπίζουν μεγαλύτερη περίοδο απαλλαγής στις περιπτώσεις που οι εν λόγω εξαιρέσεις, περιορισμοί ή μεγαλύτερες περίοδοι απαλλαγής αιτιολογούνται δεόντως, όπως στην περίπτωση:

α)      εμπραγμάτως ασφαλισμέν[ων] χρ[εών]·

β)      χρ[εών] που προκύπτουν από ή σε σχέση με ποινικές κυρώσεις·

γ)      χρε[ών] που προκύπτουν από αδικοπρακτική ευθύνη·

δ)      χρε[ών] που αφορούν υποχρεώσεις διατροφής οι οποίες απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις, σχέσεις συγγένειας εξ αίματος, γάμου ή αγχιστείας·

ε)      χρε[ών] που γεννώνται μετά την υποβολή αίτησης για την κίνηση [ή μετά την κίνηση] της διαδικασίας που οδηγεί σε απαλλαγή από τα χρέη· και

στ)      χρε[ών] που απορρέουν από την υποχρέωση καταβολής του κόστους της διαδικασίας που οδηγεί σε απαλλαγή από τα χρέη.»

7        Το άρθρο 34, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο στις 17 Ιουλίου 2021 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία, με την εξαίρεση των διατάξεων που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 28 στοιχεία α), β) και γ) και οι οποίες θεσπίζονται και δημοσιεύονται το αργότερο στις 17 Ιουλίου 2024 και των διατάξεων που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 28 στοιχείο δ) και οι οποίες θεσπίζονται και δημοσιεύονται το αργότερο στις 17 Ιουλίου 2026. Ανακοινώνουν αμέσως στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία από τις 17 Ιουλίου 2021, με την εξαίρεση των διατάξεων που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 28 στοιχεία α), β) και γ) και οι οποίες εφαρμόζονται από τις 17 Ιουλίου 2024 και των διατάξεων που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 28 στοιχείο δ) και οι οποίες εφαρμόζονται από τις 17 Ιουλίου 2026.»

8        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 35 της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει ότι η οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οδηγία άρχισε να ισχύει στις 16 Ιουλίου 2019.

 Το ισπανικό δίκαιο

9        Το Real Decreto-ley 1/2015 de mecanismo de segunda oportunidad, reducción de carga financiera y otras medidas de orden social (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2015 περί μηχανισμού δεύτερης ευκαιρίας, μειώσεως των οικονομικών επιβαρύνσεων και άλλων κοινωνικών μέτρων), της 27ης Φεβρουαρίου 2015 (BOE αριθ. 51, της 28ης Φεβρουαρίου 2015, σ. 19058), το οποίο κυρώθηκε χωρίς τροποποιήσεις με τον νόμο 25/2015 της 28ης Ιουλίου 2015, τροποποίησε τον Ley 22/2003 concursal (νόμο 22/2003 περί αφερεγγυότητας), της 9ης Ιουλίου 2003 (ΒΟΕ αριθ. 164, της 10ης Ιουλίου 2003, σ. 26905), εισάγοντας σ’ αυτόν νέο άρθρο 178bis για τη ρύθμιση του ευεργετήματος της απαλλαγής από τα χρέη. Το άρθρο 178bis θέσπισε ένα καθεστώς παρέχον στον ενδιαφερόμενο οφειλέτη τη δυνατότητα να επιλέξει είτε την άμεση απαλλαγή του από τα χρέη (άρθρο 178bis, παράγραφος 3, σημείο 4) είτε την απαλλαγή του σε μεταγενέστερο στάδιο βάσει προγράμματος πληρωμών (άρθρο 178bis, παράγραφος 3, σημείο 5). Όσον αφορά την τελευταία απαλλαγή, το άρθρο 178bis, παράγραφος 5, σημείο 1, προέβλεπε τα εξής:

«Το ευεργέτημα της απαλλαγής από τα χρέη το οποίο χορηγείται στους οφειλέτες που μνημονεύονται στην παράγραφο 3, σημείο 5, καταλαμβάνει τις ακόλουθες απαιτήσεις κατά το μέρος που παραμένουν ανεξόφλητες:

1°      Τις εγχειρόγραφες και τις μη προνομιούχες απαιτήσεις που παραμένουν ανεξόφλητες κατά την ημερομηνία περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ανεξαρτήτως του εάν έχουν αναγγελθεί ή όχι, εξαιρουμένων των απαιτήσεων δημοσίου δικαίου και των απαιτήσεων διατροφής.

[…]»

10      Το Real Decreto Legislativo 1/2020 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley Concursal (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2020 περί εγκρίσεως του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας), της 5ης Μαΐου 2020 (ΒΟΕ αριθ. 127, της 7ης Μαΐου 2020, σ. 31518, στο εξής: TRLC), τροποποίησε εκ νέου τον νόμο 22/2003 περί αφερεγγυότητας αντικαθιστώντας το άρθρο 178bis του νόμου αυτού με νέο κεφάλαιο και εξαιρώντας τις απαιτήσεις του Δημοσίου από το πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής από τα χρέη, ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για άμεση απαλλαγή ή για απαλλαγή σε μεταγενέστερο στάδιο.

11      Το άρθρο 491, παράγραφος 1, του TRLC είχε ως ακολούθως:

«Εφόσον έχουν ικανοποιηθεί πλήρως οι απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας και οι προνομιούχες απαιτήσεις, και υπό τον όρο ότι ο οφειλέτης που πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις αποπειράθηκε να επιτύχει εξωδικαστικό συμβιβασμό για την πληρωμή των χρεών του, το ευεργέτημα της απαλλαγής από υπολειπόμενα χρέη καταλαμβάνει το σύνολο των απαιτήσεων που δεν έχουν ικανοποιηθεί, εξαιρουμένων των απαιτήσεων δημοσίου δικαίου και των απαιτήσεων διατροφής.»

12      Το άρθρο 497, παράγραφος 1, του TRLC όριζε τα εξής:

«Το ευεργέτημα της απαλλαγής από υπολειπόμενα χρέη που χορηγείται στους οφειλέτες που έχουν δεχθεί να υπαχθούν σε ορισμένο πρόγραμμα πληρωμών καταλαμβάνει και τις ακόλουθες απαιτήσεις κατά το μέρος που θα παραμείνουν ανεξόφλητες στο πλαίσιο του προγράμματος πληρωμών:

1°      Τις εγχειρόγραφες και τις μη προνομιούχες απαιτήσεις που παραμένουν ανεξόφλητες κατά την ημερομηνία περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ανεξαρτήτως του εάν έχουν αναγγελθεί ή όχι, εξαιρουμένων των απαιτήσεων δημοσίου δικαίου και των απαιτήσεων διατροφής.

[…]»

13      Ο Ley 16/2022 de reforma del texto refundido de la Ley Concursal, aprobado por el Real Decreto Legislativo 1/2020, para la transposición de la Directiva (UE) 2019/1023 [νόμος 16/2022 περί τροποποιήσεως του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας, που εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2020 για τη μεταφορά της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023 στο εσωτερικό δίκαιο], της 5ης Σεπτεμβρίου 2022 (BOE αριθ. 214, της 6ης Σεπτεμβρίου 2022, σ. 123682, στο εξής: νόμος 16/2022), επιβεβαίωσε την προσέγγιση που είχε υιοθετηθεί με το TRLC, εξαιρώντας με τη σειρά του τις απαιτήσεις δημοσίου δικαίου από το πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής από τα χρέη, ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για άμεση απαλλαγή ή για απαλλαγή σε μεταγενέστερο στάδιο.

14      Το προοίμιο του νόμου 16/2022 αναφέρει, στο τμήμα IV, τα εξής:

«[…]

Η [οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα] υποχρεώνει όλα τα κράτη μέλη να θεσπίσουν μηχανισμό δεύτερης ευκαιρίας προκειμένου να αποτρέπεται το ενδεχόμενο να επιδιώκουν οι οφειλέτες τη μετεγκατάστασή τους σε άλλες χώρες στις οποίες προβλέπονται ήδη τέτοιοι μηχανισμοί, με το κόστος που αυτό συνεπάγεται τόσο για τον οφειλέτη όσο και για τους πιστωτές του. Ταυτοχρόνως, η θέσπιση ομοιόμορφων κανόνων στον συγκεκριμένο τομέα θεωρείται ουσιώδης για τη λειτουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.

[…]

Έχουν θεσπιστεί δύο ρυθμίσεις απαλλαγής από τα χρέη: η απαλλαγή με ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και η απαλλαγή που συνοδεύεται από πρόγραμμα πληρωμών […]

[…]

Η απαλλαγή από τα χρέη καταλαμβάνει το σύνολο των απαιτήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας και των απαιτήσεων κατά της πτωχευτικής περιουσίας. Οι εξαιρέσεις από την απαλλαγή στηρίζονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην ιδιαίτερη σημασία που έχει η ικανοποίηση των απαιτήσεων στο πλαίσιο μιας δίκαιης και αλληλέγγυας κοινωνίας η οποία βασίζεται στο κράτος δικαίου (όπως χρέη που αφορούν υποχρέωση διατροφής, χρέη που απορρέουν από απαιτήσεις δημοσίου δικαίου, χρέη που προκύπτουν από ποινικά αδικήματα ή χρέη που προκύπτουν από αδικοπρακτική ευθύνη). Κατά συνέπεια, η απαλλαγή από τα χρέη που απορρέουν από απαιτήσεις δημοσίου δικαίου υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς και μπορεί να λάβει χώρα μόνον κατά την πρώτη απαλλαγή και όχι στο πλαίσιο τυχόν επόμενης απαλλαγής. […]

[…]»

15      Το άρθρο 489 του TRLC όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 16/2022 έχει ως ακολούθως:

«1.      Η απαλλαγή από τα χρέη καταλαμβάνει το σύνολο των υπολειπομένων χρεών, εξαιρουμένων των ακόλουθων:

[…]

5º      Των χρεών που απορρέουν από απαιτήσεις δημοσίου δικαίου. Ωστόσο, ως προς τα χρέη για την είσπραξη των οποίων αρμόδια είναι η [ΑΕΑΤ] ισχύει δυνατότητα απαλλαγής έως του μέγιστου ποσού των 10 000 ευρώ ανά οφειλέτη· για τα πρώτα 5 000 ευρώ οφειλής, η απαλλαγή είναι πλήρης και, από το ποσό αυτό και μετά, η απαλλαγή ανέρχεται στο 50 % της οφειλής έως το αναφερόμενο μέγιστο ποσό. Ομοίως, ως προς τα χρέη έναντι φορέων κοινωνικής ασφάλισης ισχύει δυνατότητα απαλλαγής μέχρι το ίδιο ποσό και υπό τους ίδιους όρους. Για το ποσό της απαλλαγής, μέχρι το προαναφερθέν ανώτατο όριο, ισχύει η αντίστροφη σειρά σε σχέση με τη σειρά κατάταξης που προβλέπει ο παρών νόμος και, εντός της κάθε τάξης, η χρονική προτεραιότητα.

[…]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Στο πλαίσιο της κινηθείσας εις βάρος τους διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι οφειλέτες υπέβαλαν στις 3 Μαρτίου 2021 αίτηση πλήρους απαλλαγής από τα χρέη τους. Η AEAT αντιτάχθηκε στην αίτηση καθ’ ο μέρος με αυτή συμπεριελήφθη στην απαλλαγή χρέος ύψους 192 366,21 ευρώ του οποίου είναι δανείστρια και το οποίο συνιστά προνομιούχο απαίτηση του Δημοσίου.

17      Με διάταξη της 30ής Ιουλίου 2021, το Juzgado de Primera Instancia n.o 1 de Denia (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 1 Dénia, Ισπανία) κήρυξε την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας αφερεγγυότητας και χορήγησε στους οφειλέτες απαλλαγή από τα χρέη τους, εξαιρουμένων των απαιτήσεων δημοσίου δικαίου και των απαιτήσεων διατροφής.

18      Οι οφειλέτες άσκησαν έφεση κατά της διατάξεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προκειμένου να συμπεριληφθεί η οφειλόμενη στην AEAT απαίτηση του Δημοσίου στην απαλλαγή από τα χρέη.

19      Λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως των οφειλετών για απαλλαγή από τα χρέη τους, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι έχει εν προκειμένω εφαρμογή ο νόμος 22/2003 περί αφερεγγυότητας όχι ως είχε μετά την τροποποίησή του με τον νόμο 16/2022, με τον οποίο μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη η οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα, αλλά ως είχε μετά την τροποποίησή του με το TRLC, που εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2020, δημοσιευθέν μετά τη θέση της εν λόγω οδηγίας σε ισχύ και πριν από την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς της στις εθνικές έννομες τάξεις. Διευκρινίζει, ωστόσο, ότι σε αμφότερα τα ως άνω εθνικά νομοθετικά κείμενα προβλέπεται η εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη.

20      Το αιτούν δικαστήριο κάνει λόγο για την ύπαρξη αντιφατικών εθνικών δικαστικών αποφάσεων όσον αφορά το κύρος των εθνικών διατάξεων που προβλέπουν την εξαίρεση αυτή και επισημαίνει ότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των διατάξεων αυτών με την οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα.

21      Αφενός, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν η προβλεπόμενη από το ισπανικό δίκαιο εξαίρεση αιτιολογείται δεόντως. Διευκρινίζει ότι το άρθρο 23 της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα επιτρέπει παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 20, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, κατά τον οποίο η απαλλαγή από τα χρέη είναι πλήρης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 23, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εξαιρούν συγκεκριμένες κατηγορίες χρεών από την απαλλαγή από τα χρέη, υπό την προϋπόθεση ότι η εξαίρεση «αιτιολογείται δεόντως».

22      Ωστόσο, αντιθέτως προς τον νόμο 16/2022, στο προοίμιο του οποίου ο εθνικός νομοθέτης περιέλαβε κάποια αιτιολογία, αναφέροντας ότι οι εξαιρέσεις από την απαλλαγή από τα χρέη «στηρίζονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην ιδιαίτερη σημασία που έχει η ικανοποίηση των απαιτήσεων στο πλαίσιο μιας δίκαιης και αλληλέγγυας κοινωνίας η οποία βασίζεται στο κράτος δικαίου», το TRLC, που εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2020, ουδόλως αιτιολογεί την εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη.

23      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα απαρίθμηση των συγκεκριμένων κατηγοριών χρεών που δύνανται να εξαιρεθούν από την απαλλαγή από τα χρέη είναι εξαντλητική, καθότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, ο νόμος 22/2003 περί αφερεγγυότητας, όπως τροποποιήθηκε με το TRLC, που εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2020, θα αντέβαινε στην ως άνω διάταξη. Αντιθέτως, εάν η εν λόγω απαρίθμηση είναι απλώς ενδεικτική, ο συγκεκριμένος νόμος θα ήταν σύμφωνος με την εν λόγω διάταξη.

24      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον μη εξαντλητικό χαρακτήρα της εν λόγω απαρίθμησης, ακόμη και μετά τη δημοσίευση του διορθωτικού σχετικά με την απόδοση του άρθρου 23, παράγραφος 4, στην ισπανική γλώσσα (ΕΕ 2022, L 43, σ. 94), το οποίο αποσαφηνίζει, στη γλώσσα αυτή, με την προσθήκη της λέξεως «όπως», ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή δυνατότητα εφαρμόζεται inter alia στις κατηγορίες απαιτήσεων που μνημονεύονται σ’ αυτήν. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τον σκοπό που εξυπηρετεί μια τέτοια απαρίθμηση εάν ο εθνικός νομοθέτης είναι απολύτως ελεύθερος να καθορίσει τις κατηγορίες απαιτήσεων τις οποίες επιθυμεί να εξαιρέσει από την απαλλαγή από τα χρέη, υπό την προϋπόθεση ότι τέτοιου είδους εξαίρεση αιτιολογείται δεόντως. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι οι κατηγορίες απαιτήσεων περί των οποίων γίνεται λόγος στη διάταξη αυτή παρουσιάζουν ορισμένη συνοχή η οποία θα διαρρηγνυόταν εάν ο εθνικός νομοθέτης διέθετε τέτοια ελευθερία. Το γεγονός ότι οι απαιτήσεις του Δημοσίου, οι οποίες έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν περιλαμβάνονται στην απαρίθμηση των κατηγοριών απαιτήσεων που διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη ότι η απαρίθμηση αυτή είναι εξαντλητική. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η ελευθερία αυτή θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Audiencia Provincial de Alicante (εφετείο Αλικάντε) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι δυνατή η εφαρμογή της αρχής της σύμφωνης προς το άρθρο 23, παράγραφος 4, της [οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα] ερμηνείας, όταν τα πραγματικά περιστατικά (όπως στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας υποβολής του αιτήματος περί απαλλαγής από τα χρέη) έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ενάρξεως ισχύος της εν λόγω οδηγίας και της καταληκτικής ημερομηνίας για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, η δε εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση [ήτοι το TRLC που εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2020] δεν είναι εκείνη που μεταφέρει την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο ([ήτοι ο νόμος 16/2022]);

2)      Είναι συμβατή με το άρθρο 23, παράγραφος 4, της [οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα] και με τις κατευθυντήριες αρχές της σχετικά με την απαλλαγή από τα χρέη εθνική ρύθμιση όπως η ισπανική, κατά τα προβλεπόμενα [στο TRLC που εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2020], η οποία δεν παρέχει καμία αιτιολόγηση όσον αφορά την εξαίρεση των απαιτήσεων δημοσίου δικαίου από την απαλλαγή από ανεξόφλητες απαιτήσεις; Διακυβεύει ή υπονομεύει η εν λόγω ρύθμιση την επίτευξη των σκοπών της ως άνω οδηγίας, στο μέτρο που αποκλείει τις απαιτήσεις δημοσίου δικαίου από τη δυνατότητα απαλλαγής από τα χρέη και στερείται της δέουσας αιτιολογήσεως;

3)      Περιέχει το άρθρο 23, παράγραφος 4, της [οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα] εξαντλητική και αποκλειστική απαρίθμηση των κατηγοριών απαιτήσεων που μπορούν να εξαιρεθούν από την απαλλαγή ή πρόκειται, αντιθέτως, για αμιγώς ενδεικτική απαρίθμηση, ώστε ο εθνικός νομοθέτης είναι απολύτως ελεύθερος να καθορίσει κατά την κρίση του τις κατηγορίες απαιτήσεων που μπορούν να εξαιρεθούν από την απαλλαγή, εφόσον αυτές αιτιολογούνται δεόντως βάσει του εθνικού του δικαίου;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

26      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξετασθεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατά την ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη της αιτήσεώς του, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ένδικη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί αφορά δυνητικώς μεγάλο αριθμό προσώπων, δεδομένου ότι η οικονομική κρίση με την οποία ήλθε αντιμέτωπο το Βασίλειο της Ισπανίας οδήγησε σε μεγάλο αριθμό διαδικασιών αφερεγγυότητας, οι οποίες είναι ακόμη εκκρεμείς, στις οποίες εμπλέκονται φυσικά πρόσωπα και στο πλαίσιο των οποίων έχει υποβληθεί πολύ μεγάλος αριθμός αιτήσεων για την απαλλαγή των οφειλετών από τα χρέη τους δυνάμει του TRLC. Επομένως, η ταχεία εξέταση της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής θα καθιστούσε δυνατή την ορθή και ταχεία επίλυση των πολυάριθμων ένδικων διαφορών με το ίδιο αντικείμενο.

27      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας.

28      Εν προκειμένω, με απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2022, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, απέρριψε το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της υπό κρίση υπόθεσης στην εν λόγω ταχεία διαδικασία με την αιτιολογία ότι, κατά πάγια νομολογία, ο μεγάλος αριθμός προσώπων ή νομικών καταστάσεων που ενδεχομένως αφορά η απόφαση την οποία πρέπει να εκδώσει το αιτούν δικαστήριο μετά την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο δεν συνιστά αυτός καθεαυτόν εξαιρετική περίσταση ικανή να δικαιολογήσει την υπαγωγή της υπόθεσης σε ταχεία διαδικασία [βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, KÖGÁZ κ.λπ., C‑283/06 και C‑312/06, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:602, σκέψη 9, και απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Staatsanwaltschaft Wien (Πλαστογραφημένες εντολές πληρωμής), C‑584/19, EU:C:2020:1002, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

29      Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε το αιτούν δικαστήριο προς στήριξη της αιτήσεώς του δεν μπορεί να τεκμηριώσει ότι η φύση της υπόθεσης επιβάλλει την εξέτασή της το συντομότερο δυνατόν λόγω επείγουσας ανάγκης που δικαιολογεί την υπαγωγή της στην ταχεία διαδικασία.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

30      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας έχει εφαρμογή σε περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα μετά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα αλλά πριν από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο.

31      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση περί σύμφωνης ερμηνείας στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο αφορά το σύνολο των διατάξεων του εθνικού δικαίου, τόσο προγενέστερων όσο και μεταγενέστερων της οδηγίας για την οποία πρόκειται (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 197 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και ότι, εάν πρόκειται για κανόνα του εθνικού δικαίου που θεσπίστηκε μετά τη θέση σε ισχύ της οδηγίας, δεν ασκεί επιρροή το ότι ο κανόνας αυτός αποσκοπεί ή όχι στη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η γενική υποχρέωση που υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς μια οδηγία υφίσταται μόνον από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 115, και της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 201).

33      Εκ των ανωτέρω συνάγεται, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 29 των προτάσεών του, ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όπου τα πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα πριν από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας για τη μεταφορά της επίμαχης οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία δεν δεσμεύει ακόμη εθνικό δικαστήριο που καλείται να αποφανθεί επί των πραγματικών αυτών περιστατικών.

34      Όσον αφορά την υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο μιας οδηγίας, να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σοβαρά σε κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή αποτελέσματος (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), διαπιστώνεται ότι η υποχρέωση αυτή πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της απαντήσεως στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

35      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα μετά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα αλλά πριν από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο και την ημερομηνία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

36      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί δεύτερο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα έχει την έννοια ότι η απαρίθμηση των συγκεκριμένων κατηγοριών απαιτήσεων που διαλαμβάνεται σ’ αυτό έχει εξαντλητικό χαρακτήρα και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν άλλες συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, από την απαλλαγή από τα χρέη, εφόσον η εξαίρεση αιτιολογείται δεόντως δυνάμει του εθνικού δικαίου.

37      Όσον αφορά, πρώτον, το εάν η απαρίθμηση αυτή έχει εξαντλητικό χαρακτήρα, διαπιστώνεται ότι η απαρίθμηση εισάγεται με τη φράση «όπως στην περίπτωση» και ότι διατύπωση έχουσα το ίδιο νόημα χρησιμοποιείται και στις αποδόσεις του άρθρου 23, παράγραφος 4, στις λοιπές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης της απόδοσης της διάταξης αυτής στην ισπανική γλώσσα κατόπιν της δημοσίευσης του διορθωτικού περί του οποίου έγινε λόγος στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως. Επομένως, από το γράμμα της εν λόγω διάταξης προκύπτει ότι οι συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων που μνημονεύονται σ’ αυτήν δεν απαριθμούνται κατά τρόπο εξαντλητικό.

38      Η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα σύμφωνα με την οποία η απαρίθμηση που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή δεν έχει εξαντλητικό, αλλά ενδεικτικό χαρακτήρα, επιρρωννύεται, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 33 των προτάσεών του, από την αιτιολογική σκέψη 81 της οδηγίας, από την οποία συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεώρησε ότι τα κράτη μέλη «θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν επιπλέον κατηγορίες χρεών αν δικαιολογείται».

39      Επομένως, το άρθρο 23, παράγραφος 4, έχει την έννοια ότι η απαρίθμηση των συγκεκριμένων κατηγοριών απαιτήσεων που διαλαμβάνεται σ’ αυτό δεν έχει εξαντλητικό χαρακτήρα και ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν άλλες συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, από την απαλλαγή από τα χρέη, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.

40      Όσον αφορά, δεύτερον, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά την άσκηση της δυνατότητας αυτής, διαπιστώνεται, όπως κατέδειξε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 39 έως 43 των προτάσεών του, ότι ούτε η οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα ούτε οι προπαρασκευαστικές εργασίες για τη θέσπιση της οδηγίας αυτής περιέχουν στοιχεία ικανά να ενισχύσουν τη θέση που υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία, δεδομένης της εσωτερικής συνοχής των κατηγοριών απαιτήσεων που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να περιορίσει το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών ως προς την εξαίρεση από την απαλλαγή από τα χρέη άλλων κατηγοριών απαιτήσεων πέραν εκείνων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, όπως είναι οι απαιτήσεις του Δημοσίου. Τουναντίον, από τις παρασκευαστικές αυτές εργασίες προκύπτει ειδικότερα ότι εκπεφρασμένη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να καταλείπεται στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να μπορούν, κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό τους δίκαιο, να λαμβάνουν υπόψη την επικρατούσα οικονομική κατάσταση και τις υφιστάμενες νομικές δομές σε εθνικό επίπεδο.

41      Εν είδει ενδιάμεσου συμπεράσματος, διαπιστώνεται επομένως ότι το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα έχει την έννοια ότι δεν περιορίζει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη ως προς την επιλογή άλλων κατηγοριών απαιτήσεων, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, τις οποίες προτίθενται να εξαιρέσουν από την απαλλαγή από τα χρέη.

42      Τούτου λεχθέντος, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ρητώς υπαγάγει την άσκηση της κατ’ αυτόν τον τρόπο χορηγηθείσας στα κράτη μέλη δυνατότητας, κατ’ άρθρο 23, παράγραφος 4, στην προϋπόθεση οι εν λόγω εξαιρέσεις να «αιτιολογούνται δεόντως». Εξ αυτού συνάγεται ότι, όταν ο εθνικός νομοθέτης θεσπίζει τέτοιες παρεκκλίσεις, οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπισή τους πρέπει να πηγάζουν από το εθνικό δίκαιο ή από τη διαδικασία που κατέληξε στη θέσπισή τους και ότι με τους λόγους αυτούς πρέπει να επιδιώκεται ένας θεμιτός σκοπός δημοσίου συμφέροντος.

43      Συναφώς, τόσο από την αιτιολογική σκέψη 78 της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα, η οποία κάνει λόγο για «δεόντως αιτιολογημένες παρεκκλίσεις για λόγους που ορίζονται στις εθνικές νομοθεσίες», όσο και από την αιτιολογική σκέψη 81 της οδηγίας, η οποία αναφέρεται στην ύπαρξη «δεόντως αιτιολογημέν[ου] λόγ[ου] κατά την εθνική νομοθεσία», μπορεί να συναχθεί ότι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη της Ένωσης, αρκεί η τήρηση των προβλεπόμενων σχετικώς στα διάφορα εθνικά δίκαια λεπτομερών κανόνων.

44      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα έχει την έννοια ότι η απαρίθμηση των συγκεκριμένων κατηγοριών απαιτήσεων που διαλαμβάνεται σ’ αυτό δεν έχει εξαντλητικό χαρακτήρα και ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν άλλες συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, από την απαλλαγή από τα χρέη, εφόσον η εξαίρεση αιτιολογείται δεόντως δυνάμει του εθνικού δικαίου.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

45      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ερμηνεία, από τα εθνικά δικαστήρια, εθνικής ρύθμισης εφαρμοζόμενης σε πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα μετά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα αλλά πριν από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο σύμφωνα με την οποία η εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη δεν αιτιολογείται δεόντως στο πλαίσιο της ρύθμισης ενέχει τον κίνδυνο να διακυβευθεί σοβαρά, μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, η επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία.

46      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη μνημονευθείσα στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, από την ημερομηνία κατά την οποία μια οδηγία τέθηκε σε ισχύ, τα κράτη μέλη οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σοβαρά σε κίνδυνο, μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, την επίτευξη του επιδιωκομένου από την οδηγία σκοπού.

47      Αφ’ ης στιγμής όλες οι αρχές των κρατών μελών έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η υποχρέωση αποχής που αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως επιβάλλεται και στα εθνικά δικαστήρια (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψεις 121 και 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Εκ των ανωτέρω το Δικαστήριο συνήγαγε ότι, από την ημερομηνία κατά την οποία μια οδηγία τέθηκε σε ισχύ, τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να απέχουν στο μέτρο του δυνατού από το να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο ο οποίος, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας αυτής, θα μπορούσε να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή σκοπού (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 123).

49      Επισημαίνεται επίσης ότι, δυνάμει του άρθρου 1 της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα, η οδηγία αυτή θεσπίζει κανόνες, πρώτον, σχετικά με πλαίσια προληπτικής αναδιάρθρωσης που τίθενται στη διάθεση του οφειλέτη με οικονομικές δυσχέρειες όταν υπάρχει πιθανότητα αφερεγγυότητας, δεύτερον, σχετικά με διαδικασίες που οδηγούν σε απαλλαγή χρέους που έχει δημιουργηθεί από αφερέγγυους επιχειρηματίες και, τρίτον, σχετικά με μέτρα για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών που αφορούν την αναδιάρθρωση, την αφερεγγυότητα και την απαλλαγή από τα χρέη. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη διαδικασία απαλλαγής από τα χρέη, όπως προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 1 αυτής, στόχος της είναι οι έντιμοι αφερέγγυοι ή υπερχρεωμένοι επιχειρηματίες να έχουν πρόσβαση σε τουλάχιστον μία διαδικασία που μπορεί να οδηγεί σε πλήρη απαλλαγή από τα χρέη, σύμφωνα με την οδηγία, όπερ θα τους προσέφερε μια δεύτερη ευκαιρία.

50      Ωστόσο, αφενός, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 37 έως 44 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 23, παράγραφος 4, της ίδιας οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξαιρούν συγκεκριμένες κατηγορίες χρεών από την απαλλαγή από τα χρέη εφόσον οι εξαιρέσεις αυτές αιτιολογούνται δεόντως. Αφετέρου, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 46 έως 48 της παρούσας αποφάσεως, από την ημερομηνία κατά την οποία μια οδηγία τέθηκε σε ισχύ, τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να απέχουν στο μέτρο του δυνατού από το να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο ο οποίος, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας αυτής, θα μπορούσε να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οδηγία σκοπού.

51      Πάντως, το γεγονός ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν αιτιολόγησε δεόντως, πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα, την εξαίρεση μιας κατηγορίας απαιτήσεων, όπως είναι οι απαιτήσεις του Δημοσίου, από την απαλλαγή από τα χρέη δεν είναι, αφ’ εαυτού, ικανό να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή σκοπού. Πράγματι, αφενός, παρά τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η οδηγία αυτή και ο οποίος συνίσταται στο να προσφέρει στους έντιμους αφερέγγυους ή υπερχρεωμένους επιχειρηματίες μια δεύτερη ευκαιρία παρέχοντάς τους πρόσβαση σε μια διαδικασία που μπορεί να οδηγεί σε πλήρη απαλλαγή από τα χρέη, η οδηγία επιτρέπει συγχρόνως στα κράτη μέλη να εξαιρούν κατηγορίες απαιτήσεων, όπως είναι οι απαιτήσεις του Δημοσίου, από την απαλλαγή από τα χρέη. Αφετέρου, μια τέτοια έλλειψη αιτιολόγησης, εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη, της εξαίρεσης των απαιτήσεων του Δημοσίου από τις διαδικασίες απαλλαγής από τα χρέη δεν επηρεάζει τη δυνατότητα του εθνικού νομοθέτη να παράσχει δέουσα αιτιολόγηση της επίμαχης εξαίρεσης, εφόσον διατηρήσει την εξαίρεση αυτή μετά την προθεσμία για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

52      Μολονότι εναπόκειται εν τέλει στο αιτούν δικαστήριο να αξιολογήσει εάν, στην υπόθεση της κύριας δίκης και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως αυτής, το TRLC που εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2020 μπορεί να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα στο εσωτερικό δίκαιο, την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή σκοπού, το Δικαστήριο μπορεί, επί τη βάσει των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμα στοιχεία για τη διενέργεια της εν λόγω αξιολόγησης.

53      Συναφώς, όσον αφορά την αιτιολόγηση της εξαίρεσης των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη δυνάμει του εθνικού δικαίου, επισημαίνεται, αφενός, ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, ο Ισπανός νομοθέτης αιτιολόγησε την εξαίρεση αυτή στο προοίμιο του νόμου 16/2022, με τον οποίο επιδιώκεται η μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Επομένως, προκύπτει ότι, μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της ίδιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ο Ισπανός νομοθέτης συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 23, παράγραφος 4, αυτής περί αιτιολόγησης της εν λόγω εξαίρεσης.

54      Αφετέρου, όπως διευκρίνισε το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), το προοίμιο και η αιτιολογική έκθεση που συνοδεύουν τις ισπανικές νομοθετικές διατάξεις συνιστούν αναπόσπαστο μέρος των τελευταίων και αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για την ερμηνεία τους αφ’ ης στιγμής το όργανο που εξέδωσε τα εν λόγω κείμενα εξηγεί σε αυτά τον λόγο ύπαρξής τους (ratio legis). Στο μέτρο που δεν αμφισβητείται ότι ο Ισπανός νομοθέτης αιτιολόγησε, στο προοίμιο του νόμου 16/2022, την εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη, προκύπτει, a priori, ότι ο Ισπανός νομοθέτης παρέσχε αιτιολόγηση δυνάμει του εθνικού δικαίου και ότι η έλλειψη οιασδήποτε αιτιολόγησης, ιδίως, στο εφαρμοστέο στην υπόθεση της κύριας δίκης κείμενο του TRLC δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να τεθεί σοβαρά σε κίνδυνο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα στο εσωτερικό δίκαιο, η υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή σκοπού.

55      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ερμηνεία, από τα εθνικά δικαστήρια, εθνικής ρύθμισης εφαρμοζόμενης σε πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα μετά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα αλλά πριν από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο σύμφωνα με την οποία η εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη δεν αιτιολογείται δεόντως στο πλαίσιο της ρύθμισης δεν ενέχει τον κίνδυνο να διακυβευθεί σοβαρά, μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, η επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία.

 Επί των δικαστικών εξόδων

56      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα μετά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, περί πλαισίου για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών, καθώς και περί μέτρων βελτίωσης των διαδικασιών αυτών, και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (Οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα), αλλά πριν από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο και την ημερομηνία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο.

2)      Το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας 2019/1023

έχει την έννοια ότι:

η απαρίθμηση των συγκεκριμένων κατηγοριών απαιτήσεων που διαλαμβάνεται σ’ αυτό δεν έχει εξαντλητικό χαρακτήρα και ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν άλλες συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, από την απαλλαγή από τα χρέη, εφόσον η εξαίρεση αιτιολογείται δεόντως δυνάμει του εθνικού δικαίου.

3)      Ερμηνεία, από τα εθνικά δικαστήρια, εθνικής ρύθμισης εφαρμοζόμενης σε πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα μετά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της οδηγίας 2019/1023 αλλά πριν από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο σύμφωνα με την οποία η εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη δεν αιτιολογείται δεόντως στο πλαίσιο της ρύθμισης δεν ενέχει τον κίνδυνο να διακυβευθεί σοβαρά, μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, η επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.