Language of document : ECLI:EU:T:2015:516

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 15ης Ιουνίου 2015 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Ενιαία, σύνθετη και διαρκής παράβαση — Σύμβαση εμπορικού αντιπροσώπου — Καταλογισμός της παράνομης συμπεριφοράς του αντιπροσώπου στον αντιπροσωπευόμενο — Άγνοια του παραβάτη για την παράνομη συμπεριφορά του αντιπροσώπου — Συμμετοχή σε πτυχή της παραβάσεως και γνώση του συνολικού σχεδίου — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του 2006 — Αναλογικότητα — Αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων — Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑418/10,

voestalpine AG, με έδρα το Linz (Αυστρία),

voestalpine Wire Rod Austria GmbH, πρώην voestalpine Austria Draht GmbH, με έδρα το Sankt Peter-Freienstein (Αυστρία),

εκπροσωπούμενες από τους A. Ablasser-Neuhuber, G. Fussenegger, U. Denzel και M. Mayer, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους R. Sauer, V. Bottka και C. Hödlmayr, επικουρούμενους από τον R. Van der Hout, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως και μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 — προεντεταμένος χάλυβας), η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, και με την απόφαση C(2011) 2269 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2011,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Οκτωβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Αντικείμενο της διαφοράς

1        Η υπό κρίση προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 — προεντεταμένος χάλυβας) (στο εξής: αρχική απόφαση), για την επιβολή κυρώσεων σε προμηθευτές προεντεταμένου χάλυβα (στο εξής: APC) οι οποίοι μετείχαν σε σύμπραξη και, συγκεκριμένα, σε καθορισμό ποσοστώσεων, καταμερισμό πελατείας, καθορισμό τιμών και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικής φύσεως πληροφοριών σχετικά με τις τιμές, τις ποσότητες και τους πελάτες σε ευρωπαϊκό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.

2        Αποδέκτες της αρχικής αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν οι:

–        ArcelorMittal SA,

–        ArcelorMittal Wire France SA,

–        ArcelorMittal Fontaine SA,

–        ArcelorMittal Verderio Srl,

–        Emesa-Trefilería SA (στο εξής: Emesa),

–        Industrias Galycas SA (στο εξής: Galycas),

–        ArcelorMittal España SA,

–        Trenzas y Cables de Acero PSC, SL (στο εξής: Tycsa),

–        Trefilerías Quijano, SA (στο εξής: TQ),

–        Moreda-Riviere Trefilerías, SA (στο εξής: MRT),

–        Global Steel Wire, SA (στο εξής: GSW),

–        Socitrel — Sociedade Industrial de Trefilaria, SA (στο εξής: Socitrel),

–        Companhia Previdente — Sociedade de Controle de Participações Financeiras, SA (στο εξής: Companhia Previdente),

–        voestalpine Austria Draht GmbH, νυν voestalpine Wire Rod Austria GmbH, η δεύτερη προσφεύγουσα (στο εξής: Austria Draht),

–        voestalpine AG, η πρώτη προσφεύγουσα,

–        Fapricela Indústria de Trefilaria, SA (στο εξής: Fapricela),

–        Proderac — Productos Derivados del Acero, SA (στο εξής: Proderac),

–        Westfälische Drahtindustrie GmbH (στο εξής: WDI),

–        Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG (στο εξής: WDV),

–        Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG (στο εξής: Pampus),

–        Nedri Spanstaal BV (στο εξής: Nedri),

–        Hit Groep BV,

–        DWK Drahtwerk Köln GmbH, Saarstahl AG (στο εξής, από κοινού: DWK)

–        Ovako Hjulsbro AB,

–        Ovako Dalwire Oy AB,

–        Ovako Bright Bar AB,

–        Rautaruukki Oyj,

–        Italcables SpA (στο εξής: ITC),

–        Antonini SpA,

–        Redaelli Tecna SpA (στο εξής: Redaelli),

–        CB Trafilati Acciai SpA (στο εξής: CB),

–        ITAS — Industria Trafileria Applicazioni Speciali SpA (στο εξής: Itas),

–        Siderurgica Latina Martin SpA (στο εξής: SLM),

–        Ori Martin SA,

–        Emme Holding SpA, πρώην και κατόπιν εκ νέου Trafileria Meridionali SpA (στο εξής: Trame)

3        Η αρχική απόφαση τροποποιήθηκε δις από την Επιτροπή.

4        Πρώτον, στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2010) 6676 τελικό, για την τροποποίηση της αρχικής αποφάσεως (στο εξής: πρώτη τροποποιητική απόφαση). Με την πρώτη τροποποιητική απόφαση μειώθηκε το πρόστιμο που είχε επιβληθεί στις εξής εταιρίες: ArcelorMittal Verderio, ArcelorMittal Fontaine και ArcelorMittal Wire France, ArcelorMittal España, WDI και WDV.

5        Η πρώτη τροποποιητική απόφαση απευθυνόταν σε όλους τους αποδέκτες της αρχικής αποφάσεως.

6        Δεύτερον, στις 4 Απριλίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2011) 2269 τελικό, για την τροποποίηση της αρχικής αποφάσεως (στο εξής: δεύτερη τροποποιητική απόφαση). Με τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση μειώθηκε, μεταξύ άλλων, το πρόστιμο που είχε επιβληθεί στις εξής εταιρίες: αφενός, στις ArcelorMittal, ArcelorMittal Verderio, ArcelorMittal Fontaine και ArcelorMittal Wire France και, αφετέρου, στις SLM και Ori Martin. Αποδέκτες της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως ήταν μόνον οι εταιρίες αυτές.

7        Το Γενικό Δικαστήριο κοινοποίησε, για παν ενδεχόμενο, το κείμενο της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως σε όλες τις εταιρίες που άσκησαν προσφυγή κατά της αρχικής αποφάσεως.

8        Οι Voestalpine και Austria Draht ερωτήθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με τις ενδεχόμενες συνέπειες των τροποποιήσεων αυτών της αρχικής αποφάσεως στο περιεχόμενο των επιχειρημάτων τους και τους δόθηκε η δυνατότητα να προσαρμόσουν τους λόγους της προσφυγής και τα αιτήματά τους, λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω συνέπειες.

9        Συνεπώς, η αρχική απόφαση, όπως έχει τροποποιηθεί με την πρώτη και τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση αποτελεί, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, την «προσβαλλόμενη απόφαση».

10      Κατά της αρχικής αποφάσεως, της πρώτης τροποποιητικής αποφάσεως, της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως ή των εγγράφων με τα οποία η Επιτροπή απαντούσε σε αιτήματα που είχαν υποβάλει ορισμένοι από τους αποδέκτες της αρχικής αποφάσεως για επανεκτίμηση της ικανότητάς τους να καταβάλουν το πρόστιμο ασκήθηκαν δεκαοχτώ προσφυγές (υποθέσεις T‑385/10, ArcelorMittal Wire France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑388/10, Productos Derivados del Acero κατά Επιτροπής, T‑389/10, SLM κατά Επιτροπής, T‑391/10, Nedri Spanstaal κατά Επιτροπής, T‑393/10, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑398/10, Fapricela κατά Επιτροπής, T‑399/10, ArcelorMittal España κατά Επιτροπής, T‑406/10, Emesa-Trefilería και Industrias Galycas κατά Επιτροπής, T‑413/10, Socitrel κατά Επιτροπής, T‑414/10, Companhia Previdente κατά Επιτροπής, T‑418/10, voestalpine και voestalpine Wire Rod Austria κατά Επιτροπής, T‑419/10, Ori Martin κατά Επιτροπής, T‑422/10, Trafilerie Meridionali κατά Επιτροπής, T‑423/10, Redaelli Tecna κατά Επιτροπής, T‑426/10, Moreda-Riviere Trefilerías κατά Επιτροπής, T‑427/10, Trefilerías Quijano κατά Επιτροπής, T‑428/10, Trenzas y Cables de Acero κατά Επιτροπής, T‑429/10, Global Steel Wire κατά Επιτροπής, T‑436/10, Hit Groep κατά Επιτροπής, T‑575/10, Moreda‑Riviere Trefilerías κατά Επιτροπής, T‑576/10, Trefilerías Quijano κατά Επιτροπής, T‑577/10, Trenzas y Cables de Acero κατά Επιτροπής, T‑578/10, Global Steel Wire κατά Επιτροπής, T‑438/12, Global Steel Wire κατά Επιτροπής, T‑439/12, Trefilerías Quijano κατά Επιτροπής, T‑440/12, Moreda-Riviere Trefilerías κατά Επιτροπής, T‑441/12, Trenzas y Cables de Acero κατά Επιτροπής, T‑409/13, Companhia Previdente και Socitrel κατά Επιτροπής.

 Ιστορικό της διαφοράς

I –  Ο κλάδος που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής

 Α — Προϊόν

11      H σύμπραξη για την οποία επέβαλε κυρώσεις η Επιτροπή αφορούσε τον APC. Με τον όρο APC προσδιορίζονται μεταλλικά καλώδια και κλώνοι από συρματόσχοινα και, ιδίως, αφενός, ο χάλυβας για προεντεταμένο σκυροκονίαμα, το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή μπαλκονιών, θεμελίων ή αγωγών, και, αφετέρου, το προεντεταμένο σκυρόδεμα, το οποίο χρησιμοποιείται για βιομηχανικές κατασκευές, υπόγειες κατασκευές και στην κατασκευή γεφυρών (αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Στα προϊόντα APC συγκαταλέγονται πλείονα είδη μονών καλωδίων (π.χ. λεία, γυαλιστερά ή γαλβανισμένα, με εντομές, με νευρώσεις), καθώς και διάφορα είδη συρματόσχοινων (π.χ. συρματόσχοινα γυαλιστερά, με εντομές, επενδεδυμένα με πολυαιθυλένιο ή μεταλλικά). Τα συρματόσχοινα από APC αποτελούνται από τρία ή επτά σύρματα. Ο APC πωλείται σε διάφορα διαμετρήματα. Τα ειδικά συρματόσχοινα, δηλαδή τα γαλβανισμένα ή επενδεδυμένα —γρασαρισμένα ή κηρωμένα— συρματόσχοινα και τα καλώδια γεφυρών, δηλαδή γαλβανισμένα συρματόσχοινα με επένδυση και τα γαλβανισμένα καλώδια, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή γεφυρών, δεν ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή (αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται επίσης ότι, σε πολλές χώρες, απαιτείται τεχνική έγκριση από τις εθνικές αρχές. Για τις διαδικασίες πιστοποιήσεως απαιτούνται έξι περίπου μήνες (αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Β — Διάρθρωση της προσφοράς

14      Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα μέλη της συμπράξεως έλεγχαν συνολικά περίπου το 80 % των πωλήσεων εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Στις περισσότερες χώρες, πολλοί από τους μεγάλους παραγωγούς δραστηριοποιούνταν στην αγορά παράλληλα με ορισμένους τοπικούς παραγωγούς. Οι περισσότεροι από τους εν λόγω μεγάλους παραγωγούς ανήκαν σε ομίλους μεταλλουργικών επιχειρήσεων που παρήγαγαν και συρματόσχοινο, το οποίο αποτελεί πρώτη ύλη για τον APC και κύριο στοιχείο κόστους. Ενώ οι μη ανήκουσες σε ομίλους επιχειρήσεις ήταν υποχρεωμένες να αγοράζουν τις πρώτες ύλες τους από την αγορά, οι ανήκουσες σε ομίλους επιχειρήσεις βασίζονταν στον εφοδιασμό τους εντός του ομίλου στον οποίο ανήκαν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπιστωθείσας με την προσβαλλόμενη απόφαση συμπράξεως, ο συγκεκριμένος βιομηχανικός κλάδος εμφανίζει μεγάλη και διαρκή πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα APC (αιτιολογικές σκέψεις 98 και 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Το 2001, η αξία των πωλήσεων APC εντός του ΕΟΧ ανήλθε σε 365 εκατομμύρια ευρώ περίπου για συνολική ποσότητα 600 000 τόνων κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους. Οι πωλήσεις αυτές αφορούσαν, κατά 20 έως 25 %, συρματόσχοινο APC και, κατά 75 έως 80 %, κλώνους APC, με μικρές διαφοροποιήσεις ανά χώρα. Η Ιταλία παρουσίαζε τις μεγαλύτερες πωλήσεις APC (περίπου το 28 % των πωλήσεων APC εντός του ΕΟΧ). Μεγάλες πωλήσεις APC σημειώθηκαν και στην Ισπανία (16 %), καθώς και στις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Πορτογαλία (8 έως 10 % σε κάθε μία από αυτές) (αιτιολογική σκέψη 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Γ — Διάρθρωση της ζήτησης

16      Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η διάρθρωση της ζήτησης APC παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια. Οι κατασκευαστές προκατασκευασμένων οικοδομικών υλικών και οι εξειδικευμένες επιχειρήσεις δομικών έργων χρησιμοποιούσαν APC, π.χ. για κατασκευές με σκοπό τη σταθεροποίηση κτιρίων ή γεφυρών. Η πελατεία αποτελούταν από ελάχιστους μεγάλους πελάτες —π.χ. Addtek International Oy AB (στο εξής: Addtek), κατόπιν Consolis Oy AB, στην οποία αντιστοιχούσε ποσοστό μεταξύ 5 και 10 % της καταναλώσεως APC εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης— και από μεγάλο αριθμό μικρότερων πελατών (αιτιολογικές σκέψεις 101 και 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Οι εμπορικές πρακτικές διέφεραν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Οι παραγωγοί APC και οι πελάτες τους συνήθως σύναπταν συμβάσεις‑πλαίσια διάρκειας έξι ή δώδεκα μηνών. Κατά συνέπεια, ανάλογα με τη ζήτηση, οι πελάτες παράγγελναν ποσότητες εντός των συμφωνημένων ορίων και στη συμφωνημένη τιμή. Οι συμβάσεις παρατείνονταν ανά τακτά διαστήματα κατόπιν άλλων διαπραγματεύσεων (αιτιολογική σκέψη 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Δ — Εμπορικές συναλλαγές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΕΟΧ

18      Κατά τα εκτιθέμενα με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι πωλήσεις APC κατά τη διάρκεια της συμπράξεως εμφαίνουν ότι οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης ήταν εκτεταμένες. APC παραγόταν και πωλούνταν στο σύνολο του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

II –  Η Voestalpine και η Austria Draht

19      Η Austria Draht είναι αυστριακή εταιρία παραγωγής κλώνων. Από τις 24 Φεβρουαρίου 1988 έως τις 3 Δεκεμβρίου 2002, το κεφάλαιό της ανήκε κατά 95 % στην Voest-Alpine Stahl Gesellschaft GmbH και κατά 5 % στην Donauländische Baugesellschaft GmbH. Κατόπιν εσωτερικής αναδιαρθρώσεως, στις 3 Δεκεμβρίου 2002, η voestalpine Bahnsysteme GmbH, καθολικός διάδοχος της Voest-Alpine Stahl Gesellschaft, απέκτησε το 99,95 % του κεφαλαίου της Austria Draht. Τόσο η Voest-Alpine Stahl Gesellschaft όσο και η voestalpine Bahnsysteme ανήκουν εξ ολοκλήρου στην αυστριακή εταιρία voestalpine (αιτιολογικές σκέψεις 44 και 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Στην Ιταλία, η Austria Draht ανέθεσε την πώληση APC σε αντιπρόσωπο, την ιταλική εταιρία Studio Crema CAP Srl (στο εξής: Studio Crema), διαχειριστής και εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο G. Το πρόσωπο αυτό δεν ήταν εξουσιοδοτημένο να υπογράφει τις συμβάσεις της Austria Draht με τους πελάτες, καθώς αυτές συνάπτονταν απευθείας από την Austria Draht (αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Κατά τη φορολογική χρήση 1η Απριλίου 2001 έως 31 Μαρτίου 2002, η voestalpine πραγματοποίησε κύκλο εργασιών 18,27 εκατομμυρίων ευρώ περίπου εντός ΕΟΧ στον κλάδο του APC, τον οποίο έλαβε υπόψη της η Επιτροπή. Ο εν λόγω κύκλος εργασιών προήλθε αποκλειστικά από τις πωλήσεις που πραγματοποίησε η Austria Draht. Κατά τη φορολογική χρήση 1η Απριλίου 2009 έως 31 Μαρτίου 2010, ο συνολικός παγκόσμιος κύκλος εργασιών της voestalpine ανήλθε σε 8,55 δισεκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

III –  Διοικητική διαδικασία

22      Στις 9 Ιανουαρίου 2002, η Bundeskartellamt (αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή της Γερμανίας) διαβίβασε στην Επιτροπή έγγραφα σχετικά με υπόθεση εκκρεμή ενώπιον τοπικού δικαστηρίου της Γερμανίας, με αντικείμενο την απόλυση πρώην εργαζομένου της WDI. Ο εν λόγω εργαζόμενος διατεινόταν ότι είχε εμπλακεί σε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον APC. Στο πλαίσιο αυτό, κατονόμασε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και παρέσχε τις πρώτες σχετικές με την παράβαση πληροφορίες (αιτιολογική σκέψη 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Α — Πρώτη αίτηση επιείκειας και απαλλαγή της DWK από τα πρόστιμα

23      Στις 18 Ιουνίου 2002, η DWK υπέβαλε στην Επιτροπή υπόμνημα σχετικά με παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον APC, με το οποίο ενέπλεκε την ίδια, καθώς και άλλες επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η DWK διευκρίνισε ότι ήλπιζε να εφαρμοστεί ως προς αυτήν η ανακοίνωση της Επιτροπής της 19ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί επιείκειας) (αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Στις 3 Ιουλίου 2002, οι εκπρόσωποι της DWK συναντήθηκαν με την Επιτροπή και συζήτησαν τα σχετικά με τη διαδικασίας της επιείκειας. Στις 19 Ιουλίου 2002, η Επιτροπή χορήγησε στην DWK υπό όρους απαλλαγή από το πρόστιμο, βάσει του σημείου 8, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί επιείκειας, δεδομένου ότι η DWK ήταν η πρώτη που προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή επρόκειτο να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, σχετικά με σύμπραξη μεταξύ παραγωγών APC σε όλη την Ένωση (αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Β — Επιτόπιοι έλεγχοι και αιτήσεις παροχής πληροφοριών

25      Στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή διεξήγαγε επιτόπιους ελέγχους στα γραφεία, μεταξύ άλλων, των WDI, DWK, Tycsa, Nedri, ITC, Redaelli, Itas, SLM και Edilsider (εταιρία ανήκουσα σε εμπορικό αντιπρόσωπο της Tréfileurope Italia Srl, κατόπιν ArcelorMittal Verderio), καθώς στα γραφεία των θυγατρικών τους, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 22) (αιτιολογική σκέψη 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Αρχής γενομένης από τις 19 Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή απέστειλε πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 17 και το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εϕαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 1, σ. 1), στις επιχειρήσεις που ήταν αποδέκτριες της αρχικής αποφάσεως, στις μητρικές εταιρίες τους, σε άλλες επιχειρήσεις, σε ορισμένα φυσικά πρόσωπα (έναν συνταξιούχο εργαζόμενο της Redaelli και εν συνεχεία εμπορικό σύμβουλο και έναν εμπορικό αντιπρόσωπο της Tréfileurope Italia, μέσω της Edilsider) και σε ορισμένες επαγγελματικές ενώσεις (αιτιολογική σκέψη 109 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

27      Στις 7 και 8 Ιουνίου 2006, η Επιτροπή διενήργησε έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού 1/2003 στις εγκαταστάσεις («στούντιο») μέλους της οικογένειας πρώην εργαζομένου της Redaelli (αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Γ — Άλλες αιτήσεις επιείκειας και απαντήσεις της Επιτροπής

28      Ορισμένες από τις εταιρίες που ήταν αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως οι ITC, Nedri, SLM, Redaelli και WDI, υπέβαλαν επισήμως αιτήσεις επιείκειας βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας. Η Tycsa επιβεβαίωσε την ύπαρξη αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνεννοήσεων, χωρίς όμως να υποβάλει αίτηση επιείκειας (αιτιολογική σκέψη 110 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29      H ITC υπέβαλε αίτηση επιείκειας στις 21 Σεπτεμβρίου 2002, προσκομίζοντας νέα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις συσκέψεις των παραγωγών APC μεταξύ 1979 και 2002. Στις 11 Νοεμβρίου 2002, υπέβαλε επίσης δήλωση επιχειρήσεως. Στις 10 Ιανουαρίου 2003, η Επιτροπή χορήγησε προσωρινώς στην ITC μείωση του προστίμου, κατά 30 έως 50 %, υπό τον όρο ότι θα εξακολουθήσει να τηρεί τις προϋποθέσεις του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί επιείκειας (αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

30      Στις 17 Οκτωβρίου 2002, η Tycsa, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, παραδέχθηκε ορισμένα περιστατικά και προσκόμισε ενοχοποιητικά γι’ αυτήν αποδεικτικά στοιχεία. Στις 21 Οκτωβρίου 2002, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η Redaelli προσκόμισε ενοχοποιητικά γι’ αυτήν αποδεικτικά στοιχεία και, στις 20 Μαρτίου 2003, υπέβαλε επισήμως αίτηση να εφαρμοστεί ως προς αυτήν η ανακοίνωση περί επιείκειας. Στις 23 Οκτωβρίου 2002, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η Nedri προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία, ζητώντας να εφαρμοστεί ως προς αυτή η ανακοίνωση περί επιείκειας. Στις 30 Οκτωβρίου 2002, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, η SLM υπέβαλε αίτηση μειώσεως του προστίμου. Στις 4 Νοεμβρίου 2002 και, εν συνεχεία, στις 6 Μαρτίου 2003 και στις 11 Ιουνίου 2003, η Tréfileurope προσκόμισε πληροφορίες ενοχοποιητικές για την ίδια, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, και υπέβαλε δήλωση επιχειρήσεως, προκειμένου να τύχει της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιείκειας. Στις 17 Μαρτίου 2004, η Galycas, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, παραδέχθηκε τα πραγματικά περιστατικά και προέβη σε ενοχοποιητικές για την ίδια δηλώσεις. Στις 19 Μαΐου 2004, η WDI υπέβαλε δήλωση επιχειρήσεως, προκειμένου να τύχει της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιείκειας. Στις 28 Ιουνίου 2007, στο πλαίσιο άλλων επαφών με την Επιτροπή, η ArcelorMittal υπέβαλε αίτηση επιείκειας, η οποία περιείχε ως επί το πλείστον χειρόγραφες σημειώσεις που κρατούσε πρώην υπάλληλος της Emesa μεταξύ 1992 και 2002 (στο εξής: σημειώσεις της Emesa) (αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

31      Κατόπιν των αιτήσεων επιείκειας, η Επιτροπή απέστειλε στις ArcelorMittal, Nedri και WDI έγγραφο με ημερομηνία 19 Σεπτεμβρίου 2008, με το οποίο τους γνωστοποιούσε ότι δεν μπορούν να τύχουν απαλλαγής από το πρόστιμο και ότι σκόπευε, βάσει του σημείου 26 της ανακοινώσεως περί επιείκειας, να προβεί σε μείωση του προστίμου εντός των ορίων του σημείου 23, στοιχείο β΄, της εν λόγω ανακοινώσεως. Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή απέστειλε επίσης έγγραφο στη Redaelli και στην SLM, απορρίπτοντας τις αιτήσεις τους επιείκειας (αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Δ — Κίνηση της διαδικασίας και ανακοίνωση αιτιάσεων

32      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2008, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων, την οποία κοινοποίησε σε πλείονες εταιρίες, περιλαμβανομένων των voestalpine και Austria Draht.

33      Όλοι οι αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων υπέβαλαν έγγραφες παρατηρήσεις σε απάντηση των διατυπωμένων από την Επιτροπή αιτιάσεων.

 Ε — Πρόσβαση στον φάκελο, ακρόαση και δυνατότητα καταβολής του προστίμου

34      Στους αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων δόθηκε πρόσβαση στον φάκελο της Επιτροπής υπό μορφή αντιγράφου σε DVD. Παράλληλα, στις εταιρίες κοινοποιήθηκε κατάλογος στον οποίο απαριθμούνται τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο της έρευνας και αναγράφεται ο βαθμός προσβασιμότητας εκάστου εγγράφου. Τους γνωστοποιήθηκε ότι το DVD τους επιτρέπει την πλήρη πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που η Επιτροπή συγκέντρωσε κατά την έρευνα, εξαιρουμένων των εγγράφων ή των τμημάτων εγγράφων που περιείχαν επαγγελματικά απόρρητα ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες. Η πρόσβαση στα σχετικά με τις αιτήσεις επιείκειας έγγραφα επιτράπηκε εντός των γραφείων της Επιτροπής.

35      Στις 11 και 12 Φεβρουαρίου 2009 πραγματοποιήθηκε ακρόαση. Σε αυτή μετέσχον όλες οι επιχειρήσεις που ήταν αποδέκτριες της ανακοινώσεως αιτιάσεων, εξαιρουμένης της Hit Groep, της Emesa και της Galycas.

36      Δεκατέσσερις επιχειρήσεις επικαλέστηκαν επίσης αδυναμία καταβολής κατά την έννοια του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006). Παρέθεσαν τους λόγους που δικαιολογούν το αίτημά τους.

 ΣΤ — Συμπληρωματικές αιτήσεις παροχής πληροφοριών

37      Εν συνεχεία, η Επιτροπή απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις GSW, MRT, Tycsa, TQ, Companhia Previdente και Socitrel, προς αποσαφήνιση ορισμένων στοιχείων, όπως η διάρθρωση της επιχειρήσεως. Οι εταιρίες αυτές απάντησαν κατά το διάστημα μεταξύ 6ης Μαρτίου και 15ης Απριλίου 2009.

38      Επίσης, η Επιτροπή απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών σε όλους τους αποδέκτες της αρχικής αποφάσεως, προκειμένου να διαπιστώσει την αξία των πωλήσεων των επίμαχων προϊόντων, καθώς και τον κύκλο εργασιών των ομίλων. Όλοι οι αποδέκτες απάντησαν στις αιτήσεις αυτές.

IV –  Προσβαλλόμενη απόφαση

39      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά σύμπραξη μεταξύ των προμηθευτών APC, οι οποίοι μετείχαν σε καθορισμό ποσοστώσεων, καταμερισμό πελατείας, καθορισμό τιμών και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικής φύσεως πληροφοριών σχετικά με τις τιμές, τις ποσότητες και τους πελάτες σε ευρωπαϊκό («Ομάδα Ζυρίχης», «Ομάδα Ευρώπης», …), περιφερειακό και εθνικό επίπεδο («Ομάδα Ιταλίας», «Ομάδα España»). Κατά την αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επιχειρήσεις αυτές υπέπεσαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ. Οι παράνομες ενέργειες πραγματοποιήθηκαν από τις αρχές του 1984 τουλάχιστον και συνεχίστηκαν έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002.

40      Η έρευνα αφορούσε 18 επιχειρήσεις. Οι συνεννοήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας περιγράφονται εν γένει στις αιτιολογικές σκέψεις 122 έως 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως και παρατίθενται στις σκέψεις 67 επ. κατωτέρω.

41      Σε αμφότερες τις Voestalpine και Austria Draht καταλογίστηκε ευθύνη για συμμετοχή στη σύμπραξη από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002 (άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

42      Για την παράβαση αυτή, επιβληθηκε στις voestalpine και Austria Draht πρόστιμο 22 εκατομμυρίων ευρώ, για την καταβολή του οποίου ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον (άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

43      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Σεπτεμβρίου 2010, οι voestalpine και Austria Draht άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

44      Με απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2010, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες ότι δύνανται να τροποποιήσουν τους λόγους ακυρώσεως και τα αιτήματά τους, κατόπιν των τροποποιήσεων που επήλθαν με την πρώτη τροποποιητική απόφαση.

45      Οι voestalpine και Austria Draht δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις επί της πρώτης τροποποιητικής αποφάσεως με το υπόμνημα απαντήσεως που κατέθεσαν την 1η Ιουνίου 2011.

46      Με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει έγγραφα.

47      Στις 29 Ιουνίου 2011, η Επιτροπή γνωστοποίησε τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση.

48      Την 1η Αυγούστου 2011, οι voestalpine και Austria Draht υπέβαλαν παρατηρήσεις επί της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως.

49      Στις 14 Οκτωβρίου 2011, οι voestalpine και Austria Draht κατέθεσαν έγγραφο το οποίο προστέθηκε στη δικογραφία στις 8 Νοεμβρίου 2011 και με το οποίο επικαλούνταν, βάσει του άρθρου 66, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των παρεχομένων με την προσφυγή διευκρινίσεων.

50      Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για δηλώσεις οι οποίες είχαν καταρτιστεί και υποβλήθηκαν μετά την κατάθεση του υπομνήματος απαντήσεως, με τις οποίες ένα στέλεχος της Redaelli, ένα στέλεχος της SLM και ένα στέλεχος της ITC δηλώνουν ότι ο G. δεν εκπροσώπησε τις προσφεύγουσες στις συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας.

51      Με το προαναφερθέν έγγραφο της 14ης Οκτωβρίου 2011, οι voestalpine και Austria Draht ζητούν επίσης, ως αποδεικτικό μέσο, κατά την έννοια του άρθρου 68, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, την εξέταση των ως άνω στελεχών της Redaelli και της SLM ως μαρτύρων.

52      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε αρχικώς στις 20 Οκτωβρίου 2011, με την κατάθεση υπομνήματος ανταπαντήσεως από την Επιτροπή στη γλώσσα διαδικασίας, καθώς και των παρατηρήσεών της επί των παρατηρήσεων των voestalpine και Austria Draht επί της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως.

53      Στις 24 Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου των voestalpine και Austria Draht της 14ης Οκτωβρίου 2011, το οποίο είχε προστεθεί στη δικογραφία στις 8 Νοεμβρίου 2011, με συνέπεια την επανεκκίνηση της έγγραφης διαδικασίας.

54      Στις 24 Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή κατέθεσε έγγραφο τροποποιητικό του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

55      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

56      Η προκαταρκτική έκθεση που προβλέπεται από το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991 κοινοποιήθηκε στο έκτο τμήμα στις 19 Μαρτίου 2014.

57      Στις 28 Απριλίου 2014, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις και από την Επιτροπή να προσκομίσει έγγραφα, μεταξύ των οποίων και αντίγραφο του φακέλου που κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία.

58      Στις 13 Ιουνίου 2014, οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα αυτά.

59      Στις 16 Ιουλίου 2014, στο πλαίσιο των αποδεικτικών μέσων του άρθρου 65 του Κανονισμού του Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το Γενικό Δικαστήριο διέταξε την Επιτροπή να προσκομίσει τα έγγραφα που είχε αρνηθεί να προσκομίσει με την απάντησή της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 28ης Απριλίου 2014.

60      Στις 23 Ιουλίου 2014, η Επιτροπή προσκόμισε τα ζητηθέντα έγγραφα και δόθηκε στις προσφεύγουσες η δυνατότητα να τα μελετήσουν πριν την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

61      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις έγγραφες και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Οκτωβρίου 2014.

62      Οι voestalpine και Austria Draht ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        επικουρικώς, να μειώσει το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

63      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

64       Κατ’ ουσίαν, οι voestalpine και Austria Draht προσάπτουν στην Επιτροπή ότι τους επέβαλε πρόστιμο 22 εκατομμυρίων ευρώ για συμμετοχή σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση, ήτοι σε «σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον κλάδο του APC στην εσωτερική αγορά» (στο εξής: σύμπραξη ή ενιαία παράβαση), που συνίστανται, ως προς αυτές:

–        αφενός, και ειδικότερα, στη συμμετοχή της Austria Draht στην Ομάδα Ιταλίας, μία από τις περιφερειακές συμφωνίες στο πλαίσιο της συμπράξεως συμπράξεως, διά του αντιπροσώπου της στην Ιταλία, G., ο οποίος εργαζόταν και για άλλον μετέχοντα στη σύμπραξη (CB)·

–        αφετέρου, σε σποραδική εμπλοκή, αποδεικνυόμενη από πλείονες ενδείξεις, της Austria Draht σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διά των οποίων είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει για το συγκεκριμένο επίπεδο της συμπράξεως σε αρχικό στάδιο αυτής.

65      Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, τον καταλογισμό στον αντιπροσωπευόμενο της επιλήψιμης συμπεριφοράς του αντιπροσώπου της Austria Draht στην Ιταλία, θεωρώντας ότι ο καταλογισμός αυτός παραβαίνει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, τη διαπίστωση ότι η Austria Draht μετέσχε σε ενιαία παράβαση. Συγκεκριμένα, η Austria Draht, πέραν του ότι δεν γνώριζε την επιλήψιμη συμπεριφορά του αντιπροσώπου της εντός της Ομάδας Ιταλίας, αγνοούσε επίσης την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως, με την οποία ουδέποτε σχετίστηκε και από την οποία ήταν, σε κάθε περίπτωση, παγίως αποστασιοποιημένη.

66      Βάσει των επισημάνσεων αυτών επί της ενιαίας παραβάσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το πρόστιμο και το ύψος του. Ειδικότερα, προβάλλουν ότι το πρόστιμο είναι δυσανάλογο, διότι δεν γνώριζαν την επιλήψιμη συμπεριφορά του αντιπροσώπου της Austria Draht στην Ιταλία (Ομάδα Ιταλίας) και δεν μετείχαν σε άλλες πτυχές της συμπράξεως (Ομάδα Zurich, Ομάδα Ευρώπης, Ομάδας España, attribution du client Addtek, …). Επομένως, σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, να θεωρηθεί ότι η αξία των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη είναι η αξία των πωλήσεων APC που πραγματοποιούν οι προσφεύγουσες σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

I –  Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 A – Περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως

67      Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι voestalpine και Austria Draht παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, μετέχοντας, από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002, σε «σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον κλάδο του APC στην εσωτερική αγορά και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, εντός του ΕΟΧ».

1.     Συνιστώσες της συμπράξεως και χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως ενιαίας

68      Στην αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η σύμπραξη περιγράφεται ως «συνεννόηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αποτελούμενη από τις λεγόμενες “συνεννοήσεις της Ζυρίχης” και από τις λεγόμενες “ευρωπαϊκές συνεννοήσεις” και/ή από συνεννοήσεις σε εθνικό/περιφερειακό επίπεδο κατά περίπτωση». Στις αιτιολογικές σκέψεις 123 έως 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίθενται εν συντομία οι διάφορες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες εν συνεχεία εκτίθενται αναλυτικά και εξετάζονται βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

69      Σχηματικά, η σύμπραξη συνίσταται στις εξής συνεννοήσεις:

–        η Ομάδα Zurich αποτέλεσε το πρώτο στάδιο της συμφωνίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η συμφωνία αυτή διάρκεσε από την 1η Ιανουαρίου 1984 έως τις 9 Ιανουαρίου 1996 και αποσκοπούσε στον καθορισμό ποσοστώσεων ανά χώρα (Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία και Μπενελουξ), την κατανομή πελατών, τον καθορισμό των τιμών και την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών. Σε αυτή μετείχαν οι εταιρίες Tréfileurope, Nedri, WDI, DWK και Redaelli, η οποία εκπροσωπούσε πολλές άλλες ιταλικές επιχειρήσεις τουλάχιστον από το 1993 και το 1995, και, εν συνεχεία, συνέπραξαν με αυτές η Emesa το 1992 και η Tycsa το 1993·

–        η Ομάδα Ιταλίας αποτέλεσε συνεννόηση σε εθνικό επίπεδο, η οποία διάρκεσε από τις 5 Δεκεμβρίου 1995 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002. Η συμφωνία αυτή είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό ποσοστώσεων για την Ιταλία, καθώς και για τις εξαγωγές από τη χώρα αυτή προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Σε αυτή μετείχαν οι ιταλικές επιχειρήσεις Redaelli, ITC, CB και Itas και, εν συνεχεία, προσχώρησαν οι Tréfileurope και Tréfileurope Italia (στις 3 Απριλίου 1995), η SLM (στις 10 Φεβρουαρίου 1997), η Trame (στις 4 Μαρτίου 1997), η Tycsa (στις 17 Δεκεμβρίου 1996), DWK (στις 24 Φεβρουαρίου 1997) και η Austria Draht (στις 15 Απριλίου 1997) ·

–        η συμφωνία του Νότου ήταν περιφερειακή συνεννόηση, την οποία διαπραγματεύτηκαν και, στα τέλη του 1996, σύναψαν οι ιταλικές επιχειρήσεις Redaelli, ITC, CB και Itas, με την Tycsa και την Tréfileurope, και με την οποία καθοριζόταν ο βαθμός διεισδύσεως εκάστου των συμμετεχόντων στις χώρες του Νότου (Βέλγιο Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία και Λουξεμβούργο) και δεσμεύονταν οι συμβαλλόμενοι να διαπραγματευτούν το σύνολο των ποσοστώσεων με τους λοιπούς παραγωγούς της Βόρειας Ευρώπης·

–        η Ομάδα Ευρώπης αποτέλεσε το δεύτερο στάδιο της πανευρωπαϊκής συμφωνίας. Η συμφωνία αυτή συνάφθηκε τον Μάιο του 1997 από τις Tréfileurope, Nedri, WDI, DWK, Tycsa και Emesa (τις επονομαζόμενες «μόνιμα μέλη» ή «έξι παραγωγοί») και διάρκεσε έως τον Σεπτέμβριο του 2002. Σκοπός της συμφωνίας ήταν η υπέρβαση της κρίσεως στο εσωτερικό της Ομάδας Zurich, η κατανομή νέων ποσοστώσεων (οι οποίες είχαν υπολογιστεί για το χρονικό διάστημα μεταξύ τετάρτου τριμήνου του 1995 και πρώτου τριμήνου του 1997), η κατανομή πελατών και ο καθορισμός των τιμών. Οι έξι παραγωγοί συμφώνησαν κανόνες συντονισμού και όρισαν συντονιστές υπεύθυνους για την υλοποίηση των συνεννοήσεων ανά χώρα και για τον συντονισμό με άλλες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνταν στις ίδιες χώρες ή είχαν τους ίδιους πελάτες. Πραγματοποιούνταν τακτικές συναντήσεις εκπροσώπων τους σε διαφορετικά επίπεδα, με σκοπό την εποπτεία της υλοποιήσεως των συνεννοήσεων. Αντάλλαξαν ευαίσθητα εμπορικής φύσεως στοιχεία. Σε περίπτωση αποκλίσεως από τη συμφωνηθείσα εμπορική πρακτική, εφαρμοζόταν σύστημα αντισταθμίσεως·

–        συντονισμός όσον αφορά τον πελάτη Addtek. Στο πλαίσιο της συμπράξεως αυτής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τα μόνιμα μέλη, ενίοτε με τη συμμετοχή των Ιταλών παραγωγών και της Fundia, προέβαιναν σε διμερείς (ή πολυμερείς) επαφές και μετείχαν στον καθορισμό των τιμών και στην κατανομή των πελατών κατά περίπτωση, εφόσον είχαν συμφέρον προς τούτο. Επί παραδείγματι, οι Tréfileurope, Nedri, WDI, Tycsa, Emesa, CB και Fundia συντόνιζαν από κοινού τις τιμές και τις ποσότητες των πωλήσεων για τον πελάτη Addtek. Τα έργα αυτά αφορούσαν κυρίως τη Φινλανδία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία, αλλά και τις Κάτω Χώρες, τη Γερμανία, τις Βαλτικές χώρες, την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη·

–        οι συζητήσεις μεταξύ της Ομάδας Ευρώπης και της Ομάδας Ιταλίας. Κατά το διάστημα τουλάχιστον από τον Σεπτέμβριο του 2000 έως τον Σεπτέμβριο του 2002, οι έξι παραγωγοί, η ITC, καθώς και οι CB, Redaelli, Itas και SLM πραγματοποιούσαν τακτικές συσκέψεις με σκοπό την ένταξη των ιταλικών επιχειρήσεων στην Ομάδα Ευρώπης ως μονίμων μελών. Οι ιταλικές επιχειρήσεις επιθυμούσαν την αύξηση της ποσοστώσεως της Ιταλίας στην Ευρώπη, ενώ η Ομάδα Ευρώπης ήταν υπέρ της διατηρήσεως του υφιστάμενου καθεστώτος. Προς τούτο, πραγματοποιήθηκαν συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας για τον καθορισμό ενιαίας θέσεως, συσκέψεις της Ομάδας Ευρώπης για την εξέταση της θέσεως αυτής και για τον καθορισμό της θέσεως της εν λόγω ομάδας και συσκέψεις μεταξύ των μετεχόντων στην Ομάδα Ευρώπης και Ιταλούς εκπροσώπους, προς επίτευξη συμφωνίας για την κατανομή της ποσοστώσεως της Ιταλίας σε συγκεκριμένη αγορά. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αντάλλασσαν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες. Προς επίτευξη της ανακατανομής της ευρωπαϊκής ποσοστώσεως, με σκοπό την ενσωμάτωση των Ιταλών παραγωγών, οι επιχειρήσεις αυτές συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν νέο διάστημα αναφοράς (30 Ιουνίου 2000-30 Ιουνίου 2001). Οι εν λόγω επιχειρήσεις συμφώνησαν επίσης όσον αφορά τον συνολικό όγκο εξαγωγών των ιταλικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη να κατανέμονται αυτές ανά χώρα. Παράλληλα, συζήτησαν για τις τιμές, οι δε μετέχοντες στην Ομάδα Ευρώπης επιδίωκαν να ισχύσει σε ευρωπαϊκή κλίμακα ο μηχανισμός καθορισμού των τιμών που ίσχυε στο πλαίσιο της Ομάδας Ιταλίας·

–        Ομάδα España. Παράλληλα με τη συνεννόηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και στο πλαίσιο της Ομάδας Ιταλίας, πέντε ισπανικές επιχειρήσεις (οι Trefilerías Quijano, Tycsa, Emesa, Galycas και Proderac, η τελευταία από τον Μάιο του 1994) και δύο πορτογαλικές επιχειρήσεις (Socitrel, από τον Απρίλιο του 1994, και η Fapricela, από τον Δεκέμβριο του 1998) συμφώνησαν, όσον αφορά την Ισπανία και την Πορτογαλία, να διατηρήσουν σταθερά τα μερίδιά τους αγοράς και να καθορίσουν ποσοστώσεις, να κατανείμουν πελάτες, περιλαμβανομένων των δημοσίων έργων, και να καθορίσουν τις τιμές και τους όρους πληρωμής. Αντάλλαξαν, επίσης, ευαίσθητες πληροφορίες εμπορικής φύσεως.

70      Κατά την Επιτροπή, όλες οι περιγραφείσες στη σκέψη 69 ανωτέρω συνεννοήσεις έχουν τα χαρακτηριστικά ενιαίας παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 135 και 609 καθώς και τμήμα 12.2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

71      Ειδικότερα, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι προαναφερθείσες συνεννοήσεις αποτελούσαν μέρος συνολικού σχεδίου με το οποίο καθοριζόταν η πολιτική των μετεχόντων στη σύμπραξη σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές και ότι «οι επιχειρήσεις αυτές περιόρισαν την ατομική εμπορική τους δραστηριότητα προς επίτευξη ενός αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενιαίου σκοπού και αντίθετους προς τους κανόνες του ανταγωνισμού εμπορικούς στόχους, δηλαδή να νοθεύσουν ή να εξουδετερώσουν τις κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά του APC εντός του ΕΟΧ, και να επιβάλουν μια συνολική ισορροπία, ιδίως διά του καθορισμού των τιμών, την κατανομή των πελατών και την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών» (αιτιολογική σκέψη 610 και τμήμα 9.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

72      Η Επιτροπή ανέφερε συναφώς τα εξής:

«Το σχέδιο στο οποίο μετείχαν οι DWK, WDI, Tréfileurope, Tycsa, Emesa, Fundia, Austria Draht, Redaelli, CB, ITC, Itas, SLM, Trame, Proderac, Fapricela, Socitrel, Galycas και Trefilerías Quijano (όχι όλες ταυτόχρονα) εκπονήθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή επί δεκαοκτώ έτη τουλάχιστον, μέσω ενός συνόλου αθέμιτων συνεννοήσεων, συγκεκριμένων συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών. Ενιαίος και κοινός σκοπός ήταν ο περιορισμός του ανταγωνισμού μεταξύ των μετεχόντων, διά της χρήσεως παρόμοιων μηχανισμών προς επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού (βλ. τμήμα 9.3.1). Ακόμη και όταν μια συνεννόηση καθίστατο προβληματική, άλλες συνέχιζαν να λειτουργούν κανονικά» (αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως 612).

2.     Στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη όσον αφορά τις Austria Draht και voestalpine

73      Η συμμετοχή των Austria Draht και voestalpine στη σύμπραξη για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώθηκε ότι διάρκεσε από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002.

74      Τα κύρια στοιχεία που καθιστούν δυνατή τη στοιχειοθέτηση της συμμετοχής στη σύμπραξη είναι τα εξής.

 Σύμβαση με τον G.

75      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι μετά το 1984 η Austria Draht ανέθεσε το μάρκετινγκ και τις πωλήσεις στην Ιταλία σε αντιπρόσωπο, τη Studio Crema, διαχειριστής και εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο G. Ο αντιπρόσωπος δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να υπογράφει συμβάσεις, οι οποίες συνάπτονταν απευθείας μεταξύ της Austria Draht και του πελάτη με ρητή επιβεβαίωση κάθε παραγγελίας που περιερχόταν στον G. (αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως 46).

 Ομάδα Ιταλίας (από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002)

76      Η Επιτροπή θεώρησε ότι η Austria Draht μετείχε στην Ομάδα Ιταλίας από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 124 και 385 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 479 έως 483 του τμήματος 9.2.1.8, με τίτλο «Συμμετοχή στην Ομάδα Ιταλίας»).

77      Ειδικότερα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι «σύμφωνα με πολλά σύγχρονα με την παράβαση έγγραφα και επιβεβαιωτικές δηλώσεις των ITC, Redaelli, Itas, CB, SLM, Tréfileurope και DWK εμφαίνουν ότι από τις αρχές του 1995 τουλάχιστον και έως τις ημερομηνίες διενέργειας των επιτόπιων ελέγχων από την Επιτροπή, ήτοι στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 2002, […], οι CB, ITC, Itas, Redaelli, Tréfileurope και Tréfileurope Italia, Tycsa, SLM, Trame και οι δραστηριοποιούμενοι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο παραγωγοί DWK και Austria Draht μετείχαν σε συσκέψεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, κατά τις οποίες δεσμεύονταν: 1) να γνωστοποιούν και να ανταλλάσσουν ευαίσθητες από εμπορικής απόψεως πληροφορίες σχετικά, ειδικότερα, με την πελατεία, τις τιμές και τις πωλούμενες ποσότητες, 2) να κατανέμουν την αγορά διά του καθορισμού ποσοστώσεων τόσο στην αγορά της Ιταλίας όσο και στις εξαγωγές από την Ιταλία προς την υπόλοιπη Ευρώπη […], 3) να καθορίζουν τις τιμές ανάλογα με την εξέλιξη του κόστους των πρώτων υλών, περιλαμβανομένου του καθορισμού κατώτατης τιμής/τιμολογιακών αυξήσεων στην Ιταλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (ανά πελάτη) και ενός επιπλέον ποσού (το λεγόμενο “συμπλήρωμα”) […] και 4) να κατανέμουν τους πελάτες […]». Επιπλέον, «είχε θεσπιστεί σύστημα εποπτείας, μέσω ανεξάρτητου τρίτου, […], καθώς και μηχανισμός αντισταθμίσεως […]» (αιτιολογική σκέψη 385 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

78      Προς στοιχειοθέτηση της ατομικής συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ιταλίας, η Επιτροπή ανέφερε ότι διαθέτει αποδείξεις ότι η εν λόγω εταιρία «μετείχε συστηματικά σε περισσότερες από σαράντα συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002, η δε απουσία της έχει επανειλημμένως καταγραφεί ρητώς, πράγμα που εμφαίνει ότι η παρουσία της στις συσκέψεις ήταν αναμενόμενη» (αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

79      Σε υποσημείωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κάνει λόγο, μεταξύ άλλων, για τις εξής συσκέψεις: αφενός, «τουλάχιστον» 14 συσκέψεις παρουσία του G., κατά τις οποίες συζητήθηκε η περίπτωση της Austria Draht και, αφετέρου, «δεκαέξι άλλες συσκέψεις» κατά τις οποίες η περίπτωση της Austria Draht συζητήθηκε απουσία του G. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε τα εξής:

«Παράρτημα 3 της αποφάσεως: σε τουλάχιστον 14 συσκέψεις, παρουσία του [G.], συζητήθηκε η περίπτωση της Austria Draht, μεταξύ άλλων στις 15.4.1997 (κατανομή ποσοστώσεων/πελατείας και καθορισμός τιμών), στις 24.6.1997 (αναζήτηση “σημείου εξισορροπήσεως της αγοράς” και ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά τις τιμές), 11.3.1998 (συζητήσεις για κατανομή ποσοστώσεων και καθορισμό τιμών, γίνεται αναφορά στην Austria Draht, αλλά χωρίς καταχώριση), 30.3.1998 (συζητήσεις για κατανομή ποσοστώσεων), 18.5.1998 (συζητήσεις για κατανομή ποσοστώσεων και καθορισμό τιμών), 19.10.1998 (κατανομή πελατών), 18.1.1999 (συζήτηση για κατανομή ποσοστώσεων και καθορισμό τιμών), 14.12.1999 (συζητήσεις για την κατανομή ποσοστώσεων), 12.1.2000 (συζητήσεις για την κατανομή ποσοστώσεων), 19.9.2000 (συζητήσεις για την κατανομή ποσοστώσεων), 10.6.2001 (κατανομή ποσοστώσεων), 23.10.2001 (γίνεται αναφορά στην Austria Draht, αλλά χωρίς καταχώριση), 11.1.2002 (ανταλλαγή πληροφοριών για το προηγούμενο έτος και προσπάθεια κατανομής ποσοστώσεων για το 2002), 30.4.2002 (αναφέρεται ρητώς ότι ο [G.] εγγυηθεί την ποσότητα, διαφορετικά η [Austria Draht] θα “εξοβελιστεί” ως το καλοκαίρι· στα σχετικά με τις δεκαέξι άλλες συσκέψεις στοιχεία, δεν αναφέρεται παρουσία του [G.] (σε μερικές συσκέψεις καταγράφεται ρητώς ως απών), πλην όμως συζητούνται τα σχετικά με την Austria Draht στοιχεία: στις 7.4.1997 (κατανομή ποσοστώσεων, ανταλλαγή πληροφοριών)· 13.5.1997 (ανταλλαγή πληροφοριών, ήτοι ο [G.] πρότεινε ειδική τιμή σε πελάτη (αναφέρεται ονομαστικά) κατόπιν οριστικής παραγγελίας προερχόμενης από την Austria Draht), 14.10.1997 (συζητήσεις για κατανομή ποσοστώσεων), 16.12.1997 (συζητήσεις για την κατανομή ποσοστώσεων, ανταλλαγή πληροφοριών), 22.12.1997 και 14.1.1998 (πίνακες με αναλυτικά στοιχεία για την Austria Draht, τις ποσοστώσεις και τους πελάτες […])· 16.7.1998 (γίνεται αναφορά στην Austria Draht, αλλά χωρίς ρητή αναφορά σε συμμετοχή της), 6.5.1999 (τηλεομοιοτυπία σχετική με την κατανομή πελατών και την ποσόστωση της Austria Draht, μεταξύ άλλων), 13.5.1999 (ανταλλαγή πληροφοριών), 31.5.1999 (συζητήσεις για κατανομή ποσοστώσεων), 10.7.2000 (συζητήσεις για κατανομή ποσοστώσεων), 27.9.2000 (ανταλλαγή πληροφοριών), 13.7.2001 (ηλεκτρονική επιστολή με αρχείο Excel, όπου καταγράφεται αναλυτικά η κατανομή ποσοστώσεων και πελατών ανά επιχείρηση για τους κλώνους το 2001), και 4.2.2002 (ηλεκτρονική επιστολή με αρχείο Excel, όπου καταγράφεται αναλυτικά η κατανομή ποσοστώσεων και πελατών ανά επιχείρηση για τους κλώνους το 2002), 23.7.2001 (συζητήσεις για την κατανομή ποσοστώσεων), 25.7.2001 (συζητήσεις για κατανομή ποσοστώσεων/ανταλλαγή πληροφοριών).»

80      Στην υποσημείωση αυτή γίνεται λόγος και για μια τρίτη δέσμη συσκέψεων ή εσωτερικών σημειωμάτων:

«Σε εννέα συσκέψεις (ή εσωτερικά σημειώματα), ο [G.] αναφέρεται ρητώς ως εκπρόσωπος της Austria Draht: 15.4.1997, 12.5.1997, 13.5.1997, 24.6.1997, 22.10.1997, 11.3.1998, 18.5.1998, 29.11.1999 και 17.1.2000. Η Austria Draht καταγράφεται ρητώς ως απούσα, πράγμα που σημαίνει ότι αναμενόταν η παρουσία της στις συσκέψεις της 7.9.1998 και της 12.7.1999· στη σύσκεψη της 14.10.1997, η απουσία του [G.] χαρακτηρίζεται αδικαιολόγητη και στη σύσκεψη της 15.5.2002, ζητείται ειδικά από τον [G.] να είναι παρών στη σύσκεψη της 5-6.6.2002. Αξιοσημείωτες είναι και οι συσκέψεις κατά τις οποίες αναφέρεται ότι απαιτείται επικοινωνία με την Austria Draht: 20.9.1999 και καλοκαίρι 2002.»

81      Όσον αφορά την αρχή της ατομικής συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ιταλίας, η Επιτροπή αναφέρει τα εξής:

«Σύμφωνα με τα πρακτικά συσκέψεως της 13ης Φεβρουαρίου 1996 […], η Austria Draht δεν μετείχε στις συνεννοήσεις στην Ιταλία. Ωστόσο, η Επιτροπή διαθέτει αδιάσειστες αποδείξεις ότι η Austria Draht μετέχει στην Ομάδα Ιταλίας από το 1997 και, το αργότερο, από τις 15 Απριλίου 1997, καθώς, την ημερομηνία αυτή, καταγράφεται ρητώς η παρουσία της, διά του εμπορικού αντιπροσώπου της, του [G.] […]. Κατά τη σύσκεψη αυτή, δόθηκε στην Austria Draht ποσόστωση και δηλώθηκε ρητώς ότι η Austria Draht δεν θα εφοδιάζει συγκεκριμένη ομάδα πελατών (αναφέρονται ονομαστικά) […] Η σύσκεψη αυτή πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των συσκέψεων που διεξάχθηκαν αμέσως πριν ή αμέσως μετά: 1) κατά τη σύσκεψη της 17ης Δεκεμβρίου 1996, διανεμήθηκε πίνακας με την κατανομή των τόνων ανά πελάτη και την επωνυμία των κύριων προμηθευτών για ορισμένους πελάτες στην αγορά της Ιταλίας για το 1997. Μολονότι οι σχετικές με την Austria Draht στήλες είναι κενές, το γεγονός ότι η Austria Draht περιλαμβάνεται παρά ταύτα στον πίνακα αποτελεί ένδειξη ότι οι μετέχοντες σκόπευαν τουλάχιστον να προβούν σε συζητήσεις· 2) τούτο επιβεβαιώνεται από τη σύσκεψη της 4ης Μαρτίου 1997 κατά την οποία ανταλλάχθηκαν πληροφορίες σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων της Austria Draht στην αγορά της Ιταλίας· 3) μολονότι η Austria Draht δεν καταγράφεται ως παρούσα στις 7 Απριλίου 1997, η Επιτροπή διαπιστώνει την απόδοση συγκεκριμένης ποσότητας στην Austria Draht· 4) σε έκθεση επί της επισκέψεως της Tréfileurope στη CB της 24ης Ιουνίου 1997 επιβεβαιώνεται ότι διεξάγονταν με την Austria Draht συζητήσεις με περιεχόμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού με την Austria Draht και ότι η Austria Draht εκπροσωπούνταν “από τον [G.]”. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί την 15η Απριλίου 1997 ως ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ιταλίας» (αιτιολογική σκέψη 480 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

82      Όσον αφορά τον καταλογισμό της συμπεριφοράς του G. στην Austria Draht, η Επιτροπή διευκρινίζει τα εξής με τις αιτιολογικές σκέψεις 481 έως 483 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«(481)      Το γεγονός ότι η Austria Draht μετείχε σε συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας διά του αντιπροσώπου της, [G.], επιβεβαιώνεται από τις δηλώσεις των DWK και ITC και από έγγραφα της εποχής που κατασχέθηκαν από τις ITC και Tréfileurope. Οι μετέχοντες στη σύμπραξη θεωρούσαν την Austria Draht αναπόσπαστο μέρος της συμπράξεως, διά του [G.] […]

(482)      Η Austria Draht παραδέχεται ότι είχε εξ ολοκλήρου αναθέσει την εμπορική πολιτική στην αγορά της Ιταλίας στη Studio Crema (η οποία εκπροσωπούνται από τον γενικό διευθυντή της, [G.]) από το 1984. Ο [G.] υπείχε, έναντι της Austria Draht, απόλυτη υποχρέωση ενημερώσεως, χωρίς να αναλαμβάνει κανένα χρηματοοικονομικό κίνδυνο όσον αφορά τις συναλλαγές και τις ενέργειές του, καθώς η Austria Draht είχε αποκλειστική ευθύνη για τους σχετικούς κινδύνους, όπως, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση μη παραδόσεως, πλημμελούς παραδόσεως και αφερεγγυότητας του πελάτη, αντάμειβε δε τον [G.] με ποσοστό καθορισμένο βάσει της πωληθείσας ποσότητας (ανά πελάτη). Ο [G.] είχε την υποχρέωση να υποβάλει μηνιαίως έγγραφη έκθεση στην Austria Draht σχετικά με τις ενέργειές του και, ειδικότερα, τις δραστηριότητες των ανταγωνιστών και “πωλήσεις και τις εμπορικές σχέσεις” στην περιοχή της αντιπροσωπείας της (Ιταλία). Όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία εμφαίνουν σαφώς ότι η Austria Draht είχε απόλυτο έλεγχο επί των ενεργειών του αντιπροσώπου της, [G.] […].

(483)      Δεδομένης της αυστηρής σχέσεως εκπροσωπήσεως και της τακτικής συμμετοχής του [G.] στις συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας με αντικείμενο τις ποσοστώσεις, τις τιμές και τους πελάτες […], είναι πρόδηλο ότι ο [G.] γνωστοποιούσε ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες σχετικά με τις θέση της Austria Draht στους λοιπούς μετέχοντες στην Ομάδα Ιταλίας και αποσπούσε πληροφορίες προς όφελος της Austria Draht κατά τις συσκέψεις. Η Επιτροπή θεωρεί, ως εκ τούτου ότι Austria Draht μετείχε στην Ομάδα Ιταλίας από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002.»

 Ομάδα Ευρώπης και πανευρωπαϊκό σύστημα

83      Προκειμένου να στοιχειοθετήσει, ως προς τις voestalpine και Austria Draht, τον ενιαίο και διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως και, ιδίως, «την επίγνωση της εν λόγω εταιρίας ότι μετέχει σε ένα ευρύτερο σύστημα» (βλ. τίτλο του τμήματος 12.2.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή επισημαίνει τα εξής:

«(652)      Η Austria Draht παραδέχεται τη συμμετοχή της σε ορισμένες συσκέψεις της Ομάδας Ευρώπης, πλην όμως διατείνεται ότι κατά τις συσκέψεις αυτές δεν διεξήχθησαν καθόλου συζητήσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν καταλογίζει στην Austria Draht ευθύνη για απευθείας συμμετοχή στην Ομάδα Zurich ή στην Ομάδα Ευρώπης […]. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι η Austria Draht μετείχε σποραδικά σε συζητήσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και ότι, ως εκ τούτου, γνώρισε σε αρχικό στάδιο την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως.

(653)      Πρώτον, ήδη το 1995-1996, ήτοι πριν την, κατά την Επιτροπή, ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής της Austria Draht στην παράβαση (15 Απριλίου 1997), η εν λόγω εταιρία παρέστη σε συσκέψεις της Ομάδας Zurich κατά τις οποίες συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, το ενδεχόμενο οργανώσεως νέας συνεννοήσεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά τις ποσοστώσεις. Επιπλέον, κατά τη σύσκεψη της Ομάδας Ιταλίας που διεξήχθη στις 16 Δεκεμβρίου 1997, αναφέρθηκε ότι η Austria Draht “δεν μετέχει στη συγκεκριμένη ομάδα (Europe), αλλά επιθυμεί να ενημερώνεται”. Σε άλλες, μεταγενέστερες συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας, στις οποίες παρέστη ο αντιπρόσωπος της Austria Draht [G.], οι μετέχοντες ενημερώθηκα για συζητήσεις και συμφωνίες στο στο πλαίσιο της Ομάδας Ευρώπης […] Επιπλέον, η Austria Draht παραδέχεται τη συμμετοχή της σε πλείονες συσκέψεις της Ομάδας Ευρώπης […] κατά τις οποίες, τουλάχιστον στη σύσκεψη της 28ης Φεβρουαρίου 2000, συζητήθηκε το ζήτημα των ποσοτήτων και των τιμών. Κατά τη σύσκεψη της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, η Austria Draht κλήθηκε να μετάσχει στη διευρυμένη Ομάδα Ευρώπης. Πολλές ενδείξεις εμφαίνουν ότι, κατά το διάστημα επεκτάσεως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο […], η Austria Draht μετέσχε σε συζητήσεις σχετικά με την κατανομή ποσοτήτων και πελατών σε ορισμένες χώρες και παρέστη, διά του [G.], σε τουλάχιστον έξι συσκέψεις με αντικείμενο τη διεύρυνση της Ομάδας Ευρώπης, περιλαμβανομένης της συσκέψεως της 6ης Νοεμβρίου 2001, κατά την οποία ο [G.] ορίστηκε εξάλλου εθνικός συντονιστής αρμόδιος για την Ιταλία, από κοινού με τους [A.] (Itas) και [C.] (CB).

(654)      Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η Austria Draht, ως μετέχουσα στην Ομάδα Ιταλίας, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπαιγνία στο πλαίσιο της ομάδας αυτής αποτελούσε μέρους ευρύτερου σχεδίου με σκοπό τη σταθεροποίηση της αγοράς του APC και την αποτροπή της μειώσεως των τιμών, σχέδιο στο οποίο η Ομάδα Ιταλίας μετείχε με άλλες ομάδες επιχειρήσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.»

 3. Αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως και χρονικό διάστημα συμμετοχής στην παράβαση, για το οποίο καταλογίζεται ευθύνη

84      Για τον προσδιορισμό της ευθύνης των εμπλεκομένων εταιριών, η Επιτροπή διαχωρίζει, με τις αιτιολογικές σκέψεις 769 έως 789 της προσβαλλομένης αποφάσεως την περίπτωση της Austria Draht και από την περίπτωση της voestalpine, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη Studio Crema.

 Η Austria Draht

85      Για τον προσδιορισμό της ευθύνης της Austria Draht, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εταιρία αυτή μετείχε ευθέως στην Ομάδα Ιταλίας διά του αντιπροσώπου της στην Ιταλία από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 769 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

86      Προς στοιχειοθέτηση της εκτιμήσεως αυτής, η Επιτροπή, πρώτον, απέρριψε την επιχειρηματολογία της Austria Draht, κατά με την οποία ο G., ο αντιπρόσωπός της στην Ιταλία, δεν την εκπροσωπούσε κατά τις συσκέψεις στο πλαίσιο της συμπράξεως. Η Austria Draht επικαλέστηκε, συναφώς, δήλωση του εν λόγω αντιπροσώπου, ο οποίος αρνείται ότι εκπροσωπούσε την Austria Draht στις συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας, καθώς και δήλωση του αντιπροσώπου της Tréfileurope Italia, V., ο οποίος φρονεί ότι η Austria Draht δεν μετείχε στην εν λόγω ομάδα και ότι, κατά τις συσκέψεις στις οποίες ο V. ήταν παρών, ο G. δεν μετέσχε σε συμφωνίες στο πλαίσιο της συμπράξεως εξ ονόματος της Austria Draht, πράγμα που σαφώς πίστευαν και οι λοιποί μετέχοντες. Η Austria Draht προέβαλε επίσης ότι μόνο σε πέντε από τις 60 και πλέον συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας που αναφέρει η Επιτροπή διευκρινίζεται ότι ο G. ενήργησε εξ ονόματος της Austria Draht και ότι σε άλλες συσκέψεις ο G. είτε παρίστατο ως εκπρόσωπος της CB (χωρίς αναφορά στην Austria Draht) είτε δεν διευκρινίζεται ποια επιχείρηση εκπροσωπούσε (αιτιολογική σκέψη 770 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

87      Απαντώντας στην επιχειρηματολογία αυτή, η Επιτροπή αναφέρει ότι «η εμπλοκή της Austria Draht σε συζητήσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού διά του εμπορικού αντιπροσώπου της G., έχει ωστόσο αποδειχθεί επαρκώς: πρώτον, οι δύο δηλώσεις που προσκόμισε η Austria Draht δεν είναι αξιόπιστες: η δήλωση του G. έχει καταρτιστεί εκ των υστέρων και ως επί το πλείστον στο πλαίσιο της απαντήσεως της Austria Draht στην ανακοίνωση αιτιάσεων· όσον αφορά τη δήλωση του V., η εν λόγω δήλωση αποτυπώνει την προσωπική γνώμη του σχετικά μόνο με τις συσκέψεις στις οποίες αυτός συμμετείχε. Οι δύο δηλώσεις αναιρούνται, άλλωστε, από αποδεικτικά στοιχεία» (αιτιολογική σκέψη 771 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

88      Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία είναι, κατά την Επιτροπή, τα εξής (αιτιολογική σκέψη 772 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

–        δύο αιτούντες επιείκεια (οι DWK και ITC) επιβεβαιώνουν ότι η Austria Draht μετείχε σε συσκέψεις της συμπράξεως διά του εμπορικού αντιπροσώπου της, G.·

–        τούτο επιβεβαιώνεται από πολλές σύγχρονες με τα περιστατικά αποδείξεις·

–        η περίπτωση της Austria Draht συζητούνταν τακτικά και μετείχε στην κατανομή ποσοστώσεων και πελατών καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως έως τη διενέργεια των ελέγχων. Συγκεκριμένα, ο G. ήταν παρών σε δεκατέσσερις τουλάχιστον συσκέψεις κατά τις οποίες συζητήθηκε η περίπτωση της Austria Draht· ο G. απουσίαζε από δεκαέξι άλλες συσκέψεις κατά τις οποίες εξετάστηκαν όμως τα σχετικά με την Austria Draht στοιχεία και, τέλος, σε εννέα συσκέψεις ο G. εμφανίζεται ρητώς ως μετέχων εξ ονόματος της Austria Draht·

–        οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη προδήλως θεωρούσαν ότι η Austria Draht μετέχει στη σύμπραξη διά του G. και τόνιζαν την ανάγκη «σεβασμού» της συμπράξεως από την Austria Draht·

–        το γεγονός ότι ο G. εκπροσωπούσε και την CB σε ορισμένες ή πολλές από τις συναντήσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αναιρεί τα αποδεικτικά στοιχεία που εμφαίνουν ότι εκπροσωπούσε και την Austria Draht. Επισημαίνεται ότι, στις περισσότερες από τις συσκέψεις, η CB μετείχε με δικούς της εργαζομένους, οπότε ο ρόλος του G. ως εκπροσώπου της CB μπορεί να θεωρηθεί λιγότερο σημαντικός σε σχέση με τον ρόλο του ως εκπροσώπου της Austria Draht, η οποία δεν μετείχε ευθέως, αλλά είχε αναθέσει το σύνολο της εμπορικής δραστηριότητάς της στην Ιταλία στον G.

89      Προς αντίκρουση της επιχειρηματολογίας της Austria Draht, η οποία εν συνεχεία υποστήριξε ότι δεν μπορεί να της καταλογιστεί ευθύνη για τη συμπεριφορά του G., καθώς δεν σχημάτιζαν ενιαία οικονομική οντότητα, δεδομένου ότι ο G. ήταν ανεξάρτητος και όχι αποκλειστικός εμπορικός αντιπρόσωπος, επί του οποίου η Austria Draht δεν είχε καμία δυνατότητα ελέγχου, η Επιτροπή ανέφερε τα εξής στην απόφασή της (αιτιολογική σκέψη 774 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

–        από τη σύμβαση αντιπροσωπείας και από τη δήλωση της Austria Draht προκύπτει ότι ο G. ενεργούσε πραγματικά ως αντιπρόσωπος αυτής·

–        οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι που αναλάμβανε ο G. ήταν πολύ περιορισμένοι. Πρώτον, οι συμβάσεις συνάπτονταν αποκλειστικά μεταξύ της Austria Draht και του πελάτη της, καθώς η Austria Draht μπορούσε να δεχθεί ή να απορρίψει τις παραγγελίες που είχε διαπραγματευθεί ο αντιπρόσωπος. Δεύτερον, η Austria Draht ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για τους συναφείς κινδύνους, όπως, μεταξύ άλλων, η μη παράδοση, οι πλημμελής παράδοση και η αφερεγγυότητα του πελάτη. Τρίτον, η αμοιβή συνίστατο σε ποσοστό καθοριζόμενο βάσει της πωληθείσας ποσότητας σε κάθε πελάτη (γίνεται παραπομπή στη σκέψη 133 της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑66/99, Minoan Lines κατά Επιτροπής, Συλλογή, στο εξής: απόφαση Minoan Lines, EU:T:2003:337)·

–        λόγω της μη αναλήψεως χρηματοοικονομικού ή εμπορικού κινδύνου ή της περιορισμένης αναλήψεως κινδύνων, ο G. ή η Studio Crema πρέπει να θεωρηθούν επικουρικό όργανο που αποτελεί μέρος της επιχειρήσεως Austria Draht. Όπως ένας εργαζόμενος στον εμπορικό κλάδο συναποτελεί, με την επιχείρηση αυτή, ενιαία οικονομική οντότητα (παραπομπή στη σκέψη 480 της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή, στο εξής: απόφαση Suiker Unie, EU:C:1975:174)·

–        τούτο συμβαδίζει με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 13ης Οκτωβρίου 2000 — Κατευθυντήριες γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς (ΕΕ C 291, σ. 1, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς)·

–        κατά συνέπεια, πρέπει να καταλογιστεί στην Austria Draht ευθύνη για τη συμμετοχή του G. στις συσκέψεις της συμπράξεως.

90      Όσον αφορά το γεγονός ότι ο G. ενεργούσε επίσης εξ ονόματος άλλου μετέχοντα στη σύμπραξη, της CB, και ότι η εκπροσώπηση δεν ήταν αποκλειστική κατά τη στενή του όρου έννοια, η Επιτροπή φρονεί ότι το συμπέρασμά της μάλλον ενισχύεται, παρά αναιρείται (αιτιολογική σκέψη 775 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

91      Συναφώς, η Επιτροπή ανέφερε τα εξής:

«(775)      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι ο εντολοδόχος “προβαίνει, ως ανεξάρτητος έμπορος, σε συναλλαγές σημαντικής εκτάσεως στην αγορά του οικείου προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας” δεν συνηγορεί υπέρ της αποκλειστικότητας και, συνεπώς, υπέρ της διαπιστώσεως περί σχηματισμού ενιαίας οικονομικής οντότητας με τον αντιπροσωπευόμενο [γίνεται παραπομπή στη σκέψη 544 της αποφάσεως Suiker Unie]. Τούτο δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Ο [G.] δεν δραστηριοποιούνταν προσωπικά στη συγκεκριμένη αγορά και, συνεπώς, [δεν προέβαινε σε συναλλαγές σημαντικής εκτάσεως επ’ ονόματί του], αλλά εκπροσωπούσε δύο ανταγωνιστές ταυτόχρονα κατά τις συσκέψεις της συμπράξεως.

(776)      Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, το γεγονός ότι δύο ανταγωνιστές έχουν τον ίδιο εκπρόσωπο στις συσκέψεις της συμπράξεως μάλλον συμβάλλει στη βελτίωση του συντονισμού και διευκολύνει τη λειτουργία της συμπράξεως, παρά απαλλάσσει τους αντιπροσωπευομένους από την ευθύνη τους. Τυχόν διαφορετικό συμπέρασμα, θα έθετε στη διάθεση των επιχειρήσεων που μετέχουν σε σύμπραξη διά αντιπροσώπου έναν ευχερή τρόπο αποφυγής των ευθυνών τους, απλώς διά του ορισμού κοινού εκπροσώπου με άλλον μετέχοντα στη σύμπραξη. Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, επισημαίνεται επίσης ότι η CB παρίστατο κατά κανόνα άνευ εκπροσώπου στις συσκέψεις της συμπράξεως και ότι ο [G.]/[Studio Crema] ενεργούσε εν γένει ως εκπρόσωπος της Austria Draht.»

92      Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι «η Austria Draht δεν μπορεί να αποσείσει τις ευθύνες της, επικαλούμενη απουσία ελέγχου, άγνοια ή μη (αναδρομική) έγκριση της συμμετοχής του αντιπροσώπου της στη σύμπραξη» (αιτιολογική σκέψη 777 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

93      Η Επιτροπή παραθέτει συναφώς τα εξής επιχειρήματα:

–        η Austria Draht συναποτελεί με τον αντιπρόσωπό της ενιαία οικονομική οντότητα (αιτιολογικές σκέψεις 697, 480 και 481 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και υπέχει, ως εκ τούτου, ευθύνη για τη συμμετοχή του στη σύμπραξη, ανεξαρτήτως του αν γνώριζε, είχε υπό τον έλεγχό της ή είχε εγκρίνει τη συμμετοχή αυτή [γίνεται παραπομπή στη σκέψη 54 της αποφάσεως της 15ης Ιουνίου 2005, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, EU:T:2005:220, και στην απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑97/08 P, Συλλογή, EU:C:2009:536] (αιτιολογική σκέψη 777 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        επιπλέον, εάν μια επιχείρηση αποφασίσει να αναθέσει την εμπορική δραστηριότητά της σε συγκεκριμένη χώρα ή αγορά σε αντιπρόσωπο, υποχρεούται να διασφαλίσει τον έλεγχό της επ’ αυτού (αιτιολογική σκέψη 777 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        εξάλλου, «ακόμη και δεν αποδεικνύεται ευθέως η παροχή οδηγιών ή/και η εκ των υστέρων ενημέρωση σε σχέση με τις συσκέψεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μεταξύ της Austria Draht και του [G.], η συμπεριφορά της Austria Draht είχε επηρεαστεί από τη συμμετοχή του αντιπροσώπου της στις συσκέψεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού». Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι «ο [G.] πράγματι μετείχε τακτικά στις συσκέψεις της συμπράξεως της Ομάδας Ιταλίας, παρέχοντας, μεταξύ άλλων, στους ανταγωνιστές ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες σχετικά με τις ποσοστώσεις, τις τιμές και τους πελάτες της Austria Draht και λαμβάνοντας εξίσου ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες από τους ανταγωνιστές της, και συνεννοούμενος με αυτούς σχετικά με τις τιμές, την κατανομή πελατών και την κατανομή ποσοστώσεων […]». Αναφέρει, επιπροσθέτως, ότι «οι πληροφορίες αυτές επηρέασαν την εμπορική δραστηριότητα της Austria Draht στην Ιταλία (διά του [G.])» και ότι, «από τη σύμβαση αντιπροσωπείας και τις προσκομισθείσες από την Austria Draht εσωτερικές εκθέσεις προκύπτει ότι ο [G.] ενημέρωνε τακτικά την Austria Draht για τις εξελίξεις στην αγορά της Ιταλίας, ιδίως όσον αφορά τους ανταγωνιστές, τις πωλήσεις και τις εμπορικές σχέσεις στην Ιταλία […]». Τέλος, επισημαίνει ότι «μπορεί βασίμως να υποτεθεί ότι ο [G.] διαβίβαζε στην Austria Draht τουλάχιστον τις σχετικές ευαίσθητες από εμπορικής απόψεως πληροφορίες που περιέρχονταν σε αυτόν κατά τις συσκέψεις της συμπράξεως» (αιτιολογική σκέψη 778 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

94      Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι «ο [G.] και η Austria Draht συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα και ότι στην Austria Draht πρέπει να καταλογιστεί ευθύνη για τη συμμετοχή του [G.] στη σύμπραξη» (αιτιολογική σκέψη 779 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

95      Εξάλλου, απαντώντας στην Austria Draht, η οποία αμφισβητούσε γενικώς τη συμμετοχή της στη σύμπραξη, η Επιτροπή τόνισε ότι τα διαθέσιμα στοιχεία αποδεικνύουν επαρκώς ότι η Austria Draht μετείχε στην Ομάδα Ιταλίας συνεχώς και αδιαλείπτως, όπως διευκρινίζεται με στην αιτιολογική σκέψη 772 και στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογική σκέψη 780 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

96      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επισήμανε ότι, από τον Σεπτέμβριο του 1998 έως το καλοκαίρι του 2002, η Austria Draht καταγραφόταν συστηματικά ως απούσα από πολλές συσκέψεις, πράγμα που σημαίνει ότι οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη θεωρούσαν δεδομένη τη συμμετοχή της σε αυτήν (αιτιολογική σκέψη 780 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

97      Ομοίως, η Επιτροπή ανέφερε ότι, κατά τη σύσκεψη της 30ής Απριλίου 2002, οι μετέχοντες στη σύμπραξη απείλησαν ότι «θα εξοβελίσουν» την Austria Draht από τη σύμπραξη, εάν αρνούνταν να εγγυηθεί την ποσότητα «έως το καλοκαίρι (του 2002)», πράγμα που εμφαίνει προδήλως ότι η Austria Draht εξακολουθούσε να μετέχει στη σύμπραξη (αιτιολογική σκέψη 780 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

98      Εξάλλου, στις επισημάνσεις της Austria Draht ότι, πρώτον, στα περισσότερα από τα σύγχρονα με τα περιστατικά έγγραφα που αφορούσαν τις ποσοστώσεις, τις τιμές ή τους πελάτες στο πλαίσιο της Ομάδας Ιταλίας υπάρχει μνεία στις κύριες ιταλικές επιχειρήσεις, αλλά όχι στην ίδιά και ότι τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται η ίδια δεν εμφαίνουν πειστικά τη συμμετοχή της· δεύτερον, οι αναφορές σε παραδόσεις που απαντούν σε έγγραφα περιλαμβανόμενα στον φάκελο της υποθέσεως αποτελούν απλώς εκτιμήσεις άλλων εμπλεκομένων, πληροφορίες σχετικές με παλαιότερες παραδόσεις, πληροφορίες προερχόμενες από τους πελάτες και στοιχεία αντληθέντα από δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, ειδικότερα λόγω της σχετικά αυξημένης διαφάνειας της αγοράς και του ότι τα σχετικά με την Αυστρία αριθμητικά στοιχεία αφορούσαν αποκλειστικά αυτή, ως μόνη αυστριακή επιχείρηση, και, τρίτον, ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο L. P. είχε ελέγξει τα σχετικά με την Austria Draht αριθμητικά στοιχεία, η Επιτροπή «παραδέχθηκε ότι τα σχετικά με την Ομάδα Ιταλίας έγγραφα δεν εμφαίνουν όλα εμπλοκή της Austria Draht». Κατά την Επιτροπή, «τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι η Austria Draht δεν συγκαταλεγόταν στα βασικά μέλη της εν λόγω ομάδας, όπως ήταν οι Redaelli, ITC, CB και Itas […], και, κατά συνέπεια, μετείχε στις συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας λιγότερο τακτικά απ’ ό,τι τα βασικά μέλη». Η Επιτροπή εκτίμησε, ωστόσο, ότι «η συμμετοχή της Austria Draht στη σύμπραξη ουδέποτε διακόπηκε από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002» (αιτιολογικές σκέψεις 781 και 782 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

99      Εξάλλου, η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν είναι αξιόπιστη η θέση ότι οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες σχετικά με την Austria Draht ήταν δημόσια διαθέσιμες ή ότι αποτελούσαν απλώς εκτιμήσεις, διότι οι εν λόγω πληροφορίες που ανταλλάσσονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της Austria Draht στη σύμπραξη ήταν συγκεκριμένες, εμπιστευτικές και πρόσφατες. Κατά την Επιτροπή, «τέτοιες πληροφορίες μπορεί να προέρχονται μόνον από την Austria Draht, είτε απευθείας είτε από τον εμπορικό αντιπρόσωπό της, [G.]» (αιτιολογική σκέψη 782 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

100    Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι «η έλλειψη ελέγχου από τον [L. P., (συνταξιούχο εργαζόμενο της Redaelli, κατόπιν εμπορικό σύμβουλο, βλ. σκέψη 26 ανωτέρω)] δεν αποτελεί σημαντικό ούτε, κατά μείζονα λόγο, καθοριστικό στοιχείο προς αντίκρουση της διαπιστώσεως περί συμμετοχής της Austria Draht στις συσκέψεις υπό το πρίσμα όλων των διαθέσιμων αποδείξεων σε βάρος της Austria Draht και του ότι η Austria Draht δεν θεωρούνταν βασικό μέλος της Ομάδας Ιταλίας, οπότε οι έλεγχοι του [L. P.] ενδέχεται να μη θεωρούνταν σημαντικοί γι’ αυτήν» (αιτιολογική σκέψη 782 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

101    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε να «καταλογίσει στην Austria Draht ευθύνη για τις δραστηριότητές της στο πλαίσιο της συμπράξεως και, ειδικότερα, για τη συμμετοχή της στην Ομάδα Ιταλίας από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002» (αιτιολογική σκέψη 783 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Η voestalpine

102    Όσον αφορά τη voestalpine, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η εν λόγω εταιρία υπέχει, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την Austria Draht, ευθύνη για το διάστημα από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002, διότι ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής της (αιτιολογικές σκέψεις 784 έως 789 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα που οι διάδικοι δεν αμφισβητούν εν προκειμένω.

 4. Υπολογισμός του επιβλθέντος στις voestalpine και Austria Draht προστίμου

103    Προκαταρκτικώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το πρόστιμο υπολογίστηκε βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 (αιτιολογικές σκέψεις 918 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά τις voestalpine και Austria Draht, το πρόστιμο των 22 εκατομμυρίων ευρώ υπολογίστηκε ως εξής.

104    Πρώτον, στις voestalpine και Austria Draht καταλογίστηκε ευθύνη για συμμετοχή σε γενική σύμπραξη στην αγορά του APC εντός του ΕΟΧ. Συνεπώς, για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή δήλωσε ότι έλαβε υπόψη της, σύμφωνα με το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, την «αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται ευθέως ή έμμεσα, στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του ΕΟΧ» κατά τη διάρκεια της τελευταίας πλήρους χρήσεως της συμμετοχής της στην παράβαση (αιτιολογικές σκέψεις 929 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

105    Ως προς την Austria Draht, η αξία των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη ανερχόταν σε 18 207 306 ευρώ (πρώτη τροποποιητική απόφαση, σημείο 5). Πρόκειται για την αξία των πωλήσεων APC στη γεωγραφική περιοχή στην οποία εκδηλώθηκε η παράβαση, ήτοι, κατά τη διαπιστωθείσα διάρκεια της συμμετοχής των voestalpine και Austria Draht σε αυτήν: Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Αυστρία, Πορτογαλία, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία και Νορβηγία (αιτιολογικές σκέψεις 931 και 932 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

106    Δεύτερον, το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, όπως έχει υπολογιστεί κατά τα προεκτεθέντα, εξαρτάται από τη σοβαρότητα της παραβάσεως αυτής καθαυτήν. Συναφώς, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, εν προκειμένω, τη φύση της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, το γεωγραφικό εύρος της παραβάσεως, καθώς και το εάν υλοποιήθηκε ή όχι (αιτιολογικές σκέψεις 936 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

107    Όσον αφορά τη φύση της παραβάσεως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η σύμπραξη συνολικά συνίστατο σε κατανομές αγορών, κατανομές πελατών και οριζόντιες συμφωνίες επί των τιμών (αιτιολογική σκέψη 939 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

108    Η Επιτροπή συνεκτίμησε επίσης το γεγονός ότι το συνολικό μερίδιο αγοράς των εμπλεκομένων στην παράβαση επιχειρήσεων ανερχόταν σε 80 % περίπου (αιτιολογική σκέψη 946 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι η παράβαση κάλυπτε σημαντικό μέρος του ΕΟΧ. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξε η Austria Draht, ο κύκλος εργασιών της στην Πορτογαλία και στην Ισπανία δεν έπρεπε να αφαιρεθεί από την αξία των πωλήσεων, επειδή δεν είχε ενεργό συμμετοχή στην Ομάδα España, δεδομένου ότι οι δύο αυτές χώρες καλύπτονταν από την Ομάδα Ιταλίας, στην οποία η Austria Draht συμμετείχε (αιτιολογικές σκέψεις 947 και 948 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, όσον αφορά τις Socitrel, Proderac, Fapricela και Fundia, οι οποίες μετείχαν μόνο στην Ομάδα España (η οποία κάλυπτε μόνον την Ισπανία και την Πορτογαλία) ή, όσον αφορά την τελευταία επιχείρηση, στη συνεννόηση σχετικά με την Addtek, και ως προς τις οποίες αποδείχθηκε ότι απέκτησαν γνώση για την ενιαία και διαρκή παράβαση σε πολύ μεταγενέστερο στάδιο αυτής (17 Μαΐου 2001 οι Socitrel, Proderac και Fapricela και 14 Μαΐου 2001 η Fundia), η Επιτροπή έλαβε υπόψη της πολύ μικρότερη γεωγραφική έκταση κατά τον προσδιορισμό της αξίας των πωλήσεων. Κατά την Επιτροπή, είναι πολύ διαφορετική η περίπτωση των λοιπών μετεχόντων στην Ομάδα España (Emesa/Galycas, Tycsa/Trefilerías Quijano), οι οποίες μετείχαν ταυτόχρονα σε διάφορα επίπεδα της συμπράξεως ή αποδείχθηκε ότι γνώριζαν για την ενιαία και διαρκή παράβαση πολύ νωρίτερα. Ομοίως, η περίπτωση των μετεχόντων στην Ομάδα Ιταλίας διαφέρει από αυτή των Socitrel, Proderac και Fapricela, δεδομένου ότι η καλυπτόμενη από την Ομάδα Ιταλίας γεωγραφική περιοχή συνέπιπτε ως επί το πλείστον με την καλυπτόμενη από τις συμφωνίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και υπερέβαινε κατά πολύ την καλυπτόμενη από την Ομάδα España (Ισπανία και Πορτογαλία) (αιτιολογική σκέψη 949 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

109    Όσον αφορά την υλοποίηση των συνεννοήσεων, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, αν και αυτή δεν ήταν πάντα επιτυχής, οι εν λόγω συνεννοήσεις πάντως υλοποιήθηκαν (αιτιολογική σκέψη 950 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

110    Δεδομένων των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και βάσει των προαναφερθέντων κριτηρίων, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η αξία των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη ανέρχεται σε 16 % για τη Fundia, 18 % για τις Socitrel, Fapricela και Proderac, και 19 % για όλες τις λοιπές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών (αιτιολογική σκέψη 953 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

111    Τρίτον, η διάρκεια της παραβάσεως ορίστηκε, ως προς τις voestalpine και Austria Draht, σε πέντε έτη και πέντε μήνες, ήτοι από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 956 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

112    Τέταρτον, όσον αφορά το ποσοστό που πρέπει να συμπεριληφθεί στο βασικό ποσό, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση, η Επιτροπή όρισε ως εύλογο ποσό το 16 % για τη Fundia, το 18 % για τις Socitrel, Fapricela και Proderac, και το 19 % για όλες τις λοιπές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών (αιτιολογική σκέψη 962 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

113    Απαντώντας στην Austria Draht, η οποία προέβαλε ότι δεν γνώριζε για το σύνολο της συνεννοήσεως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και, συνεπώς, η Επιτροπή είτε δεν έπρεπε να υπολογίσει στην περίπτωσή της επιπρόσθετο ποσό είτε να ορίσει χαμηλότερο συντελεστή (15 %), η Επιτροπή επισημαίνει ότι η εν λόγω επιχείρηση γνώριζε για το σύνολο της συνεννοήσεως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (αιτιολογικές σκέψεις 652 έως 654 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι μετείχε επίσης σε συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας κατά τις οποίες καθορίζονταν τιμές και αποφασιζόταν η κατανομή πελατών και ποσοστώσεων (αιτιολογικές σκέψεις 478 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως), οπότε ο συντελεστής που καθορίστηκε ως προς την Austria Draht δεν έπρεπε να είναι διαφορετικός από αυτόν που ορίστηκε για άλλες επιχειρήσεις που μετείχαν σε ανάλογες πρακτικές (αιτιολογικές σκέψεις 958 και 959 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

114    Πέμπτον, η Επιτροπή απέρριψε τις ελαφρυντικές περιστάσεις τις οποίες επικαλέστηκαν οι voestalpine και Austria Draht κατά τη διοικητική διαδικασία. Επρόκειτο κυρίως για επιχειρήματα περί αμέλειας (αιτιολογική σκέψη 976 της προσβαλλομένης αποφάσεως), περί περιορισμένου ρόλου των προσφευγουσών στη σύμπραξη (αιτιολογικές σκέψεις 982 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως), περί συμμετοχής τους σε μέρος μόνον της συμπράξεως (αιτιολογικές σκέψεις 996 έως 998 της προσβαλλομένης αποφάσεως), περί μη υλοποιήσεως των συμφωνιών (αιτιολογικές σκέψεις 1013 επ. και, ειδικότερα, αιτιολογικές σκέψεις 1016 και 1018 έως 1022 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και του καταλογισμού ευθύνης μόνο στον αντιπροσωπευόμενο για ενέργειες του αντιπροσώπου, χωρίς όμως να καταλογίζεται ευθύνη στον δεύτερο (αιτιολογική σκέψη 1034 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

115    Χωρίς ελαφρυντικές περιστάσεις, η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν υπάρχει λόγος να μη στηριχθεί στο βασικό ποσό που υπολογίστηκε βάσει της καθορισμένης με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 μεθόδου, με συνέπεια το πρόστιμο να οριστεί σε 22 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 1057 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογική σκέψη 1072 όσον αφορά την εφαρμογή του ορίου του 10 %).

 Β – Υπόμνηση των γενικών αρχών

1.     Απόδειξη της υπάρξεως και της διάρκειας της παραβάσεως

116    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει όχι μόνον την ύπαρξη της συμπράξεως αλλά και τη διάρκειά της. Ειδικότερα, όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή πρέπει να αποδεικνύει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν παράβαση. Ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση. Επομένως, ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση και/ή η τροποποίηση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ένωσης και κατοχυρώθηκε με το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που αφορούν παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού και είναι δυνατό να καταλήξουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών. Επομένως, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, T‑147/09 και T‑148/09, Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:T:2013:259, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Εξάλλου, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πράξεις, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Επομένως, ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων, οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (βλ. απόφαση Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, EU:T:2013:259, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

118    Επιπλέον, η νομολογία απαιτεί, όταν δεν υπάρχουν στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια παραβάσεως, να στηρίζεται η Επιτροπή, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (απόφαση Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, EU:T:2013:259, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 2. H έννοια της ενιαίας παραβάσεως ως σύνθετης παραβάσεως

119    Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΕΚ χωρεί όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από συνεχιζόμενη συμπεριφορά, έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της συνεχιζόμενης συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, εξεταζόμενα αφ’ εαυτών και μεμονωμένα, παράβαση της εν λόγω διάταξης. Στο πλαίσιο αυτό, όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση, η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της (αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, C‑49/92 P, Συλλογή, EU:C:1999:356, σκέψη 81, της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Συλλογή, EU:C:2004:6, σκέψη 258, και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, Συλλογή, EU:C:2012:778, σκέψη 41).

120    Επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε μια τέτοια ενιαία και σύνθετη παράβαση με ενέργειές της, εμπίπτουσες στην έννοια της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΕΚ, οι οποίες απέβλεπαν στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για ενέργειες στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση που η εν λόγω επιχείρηση είχε ως σκοπό να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς που επιδιώκουν οι μετέχοντες στη σύμπραξη και γνώριζε τις παραβατικές συμπεριφορές που σχεδιάζονταν ή εφαρμόστηκαν από άλλες επιχειρήσεις προς εκπλήρωση του ίδιου σκοπού, ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ήταν έτοιμη να αναλάβει τον σχετικό κίνδυνο (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:1999:356, σκέψεις 83, 87 και 203, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψη 83, και Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψη 42).

121    Επομένως, η επιχείρηση μπορεί να έχει μετάσχει ευθέως στο σύνολο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που συνθέτουν την ενιαία και διαρκή παράβαση, οπότε η Επιτροπή ορθώς της καταλογίζει την ευθύνη για το σύνολο των συμπεριφορών αυτών και, συνεπώς, για την εν λόγω παράβαση στο σύνολό της. Η επιχείρηση μπορεί επίσης να έχει συμμετάσχει ευθέως σε μέρος μόνον των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που συνθέτουν την ενιαία και διαρκή παράβαση, αλλά να γνώριζε το σύνολο των λοιπών παραβατικών συμπεριφορών τις οποίες είχαν κατά νου ή ανέπτυσσαν οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή να μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και να αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ορθώς καταλογίζει στην επιχείρηση αυτή την ευθύνη για το σύνολο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που συνθέτουν την εν λόγω παράβαση και, συνεπώς, για την παράβαση στο σύνολό της (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψη 43).

122    Αντιθέτως, στην περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση μετείχε ευθέως σε μία ή περισσότερες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες που συνθέτουν ενιαία και διαρκή παράβαση, αλλά δεν αποδεικνύεται ότι, με τη δική της συμπεριφορά, ήθελε να συμβάλει σε όλους τους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκαν οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη, ούτε ότι ήταν ενήμερη και για όλες τις άλλες παράνομες συμπεριφορές που αυτοί σχεδίαζαν ή εφάρμοζαν προς επίτευξη των ίδιων σκοπών, ούτε ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει, αποδεχόμενη τον σχετικό κίνδυνο, η Επιτροπή μπορεί να της καταλογίσει ευθύνη μόνο για εκείνες τις συμπεριφορές στις οποίες μετείχε ευθέως, καθώς και για εκείνες τις οποίες αποδεικνύεται ότι γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, ενώ σχεδιάζονταν ή εφαρμόζονταν από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη προς επίτευξη των ίδιων σκοπών με αυτούς που επιδίωκε η ίδια (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψη 44).

123    Τούτο δεν μπορεί όμως να οδηγήσει στην απαλλαγή της επιχείρησης αυτής από την ευθύνη της για τις συμπεριφορές στις οποίες δεν αμφισβητείται η συμμετοχή της ή για τις οποίες δεν αμφισβητείται ότι μπορεί πράγματι να της καταλογιστεί ευθύνη. Εντούτοις, η απόφαση της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μία συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση δεν είναι εφικτό να διαιρεθεί παρά μόνον εάν, αφενός, η εν λόγω επιχείρηση ήταν σε θέση, κατά τη διοικητική διαδικασία, να αντιληφθεί ότι κατηγορείται επίσης και για κάθε μία από τις συμπεριφορές που συνθέτουν τη σύμπραξη, και επομένως να μπορέσει να τις αντικρούσει, και εάν, αφετέρου, η εν λόγω απόφαση είναι αρκούντως σαφής επ’ αυτού (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψεις 45 και 46).

124    Επομένως, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν έχει μετάσχει σε όλες τις επιμέρους πτυχές μιας συμπράξεως ή έχει διαδραματίσει ήσσονα ρόλο στις πτυχές στις οποίες έχει μετάσχει πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και κατά τον υπολογισμό του προστίμου (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:1999:356, σκέψη 90, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψη 86, και Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψη 45).

 3. Η έννοια της αποστασιοποιήσεως σε περίπτωση συμμετοχής σε σύσκεψη

125    Τρίτον, από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι η οικεία επιχείρηση μετέσχε σε συσκέψεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές, προκειμένου να αποδείξει επαρκώς τη συμμετοχή της εν λόγω επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συσκέψεις, στην επιχείρηση αυτή απόκειται να προβάλει ενδείξεις ικανές να στοιχειοθετήσουν ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συσκέψεις δεν στρεφόταν κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συσκέψεις αυτές υπό διαφορετικό έναντι αυτών πρίσμα (βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

126    Η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται η νομική αυτή αρχή είναι ότι η επιχείρηση, εφόσον μετέσχε στην εν λόγω σύσκεψη χωρίς να λάβει δημοσίως αποστάσεις από το περιεχόμενό της, έδωσε στους λοιπούς μετασχόντες στη συνάντηση την εντύπωση ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και θα συμμορφωνόταν προς αυτό. Συναφώς, το γεγονός ότι μια επιχείρηση εγκρίνει σιωπηρώς μια παράνομη πρωτοβουλία, χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από το περιεχόμενό της ή να την καταγγείλει στις διοικητικές αρχές, έχει ως αποτέλεσμα να ενθαρρύνει τη συνέχιση της παραβάσεως και δυσχεραίνει την αποκάλυψή της. Η συνέργια αυτή συνιστά παθητικό τρόπο συμμετοχής στην παράβαση και είναι συνεπώς ικανή να θεμελιώσει την ευθύνη της επιχειρήσεως στο πλαίσιο μιας ενιαίας συμφωνίας (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψεις 82 και 84).

127    Επιπλέον, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν δίνει συνέχεια στα αποτελέσματα μιας συσκέψεως αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν αποκλείει την απορρέουσα από τη συμμετοχή της σε σύμπραξη ευθύνη, εκτός αν έχει λάβει δημοσίως αποστάσεις από το περιεχόμενό της. Το ότι μια επιχείρηση δεν έχει μετάσχει σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι έχει διαδραματίσει ήσσονα ρόλο σε όσες πτυχές έχει μετάσχει δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής. Το στοιχείο αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψεις 85 και 86).

128    Όταν η ευθύνη των επιχειρήσεων για αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορές προκύπτει, κατά την Επιτροπή, από τη συμμετοχή τους σε συσκέψεις έχουσες ως αντικείμενο τέτοιες συμπεριφορές, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν παρασχέθηκε στην επιχειρήσεις αυτές η δυνατότητα, τόσο κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας όσο και κατά την ενώπιόν του δίκη, να ανατρέψουν τα ούτως συναχθέντα συμπεράσματα και, ενδεχομένως, να αποδείξουν περιστατικά που φωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα και επιτρέπουν έτσι να υποκατασταθεί στην εξήγηση στην οποία κατέληξε το εν λόγω όργανο μια άλλη εξήγηση των πραγματικών περιστατικών (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψη 87).

129    Υπό το πρίσμα του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως και λαμβανομένων υπόψη των ως άνω αρχών πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα των διαδίκων, όπως αυτά παρατίθενται αναλυτικά στην έκθεση ακροατηρίου που γνωστοποιήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο.

II –  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως της Επιτροπής ότι οι προσφεύγουσες μετείχαν σε πτυχή της ενιαίας παραβάσεως διά του αντιπροσώπου τους στην Ιταλία

130    Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι voestalpine και Austria Draht προβάλλουν ότι, παρά το γεγονός ότι δεν μετείχαν στη διαπιστωθείσα από την Επιτροπή παράβαση, εντούτοις τους επιβλήθηκε πρόστιμο 22 εκατομμυρίων ευρώ με το αιτιολογικό ότι ο αντιπρόσωπός τους στην Ιταλία, G., παρέστη σε ορισμένες συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν μπορεί να συναγάγει εξ αυτού ότι παρέβησαν, διά του εν λόγω αντιπροσώπου, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

131    Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λόγου, οι προσφεύγουσες επικαλούνται, πρώτον, τον ρόλο του G., ο οποίος διενεργούσε τις περισσότερες από τις ενέργειες αυτές εξ ονόματος της CB, δεύτερον, τις δηλώσεις του G., του V. (Tréfileurope) και πολλών εμπλεκομένων στην παράβαση εταιριών, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι η Austria Draht δεν μετείχε στην Ομάδα Ιταλίας, τρίτον, το γεγονός ότι τα στοιχεία που παρατίθενται προς απόδειξη της συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ιταλίας διά του G. δεν είναι πειστικά, τέταρτον, τον καταλογισμό της συμπεριφοράς του G. στην Austria Draht, παρά το γεγονός ότι δεν συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα και κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύει ότι η Austria Draht είχε γνώση των παράνομων ενεργειών του αντιπροσώπου της, και, πέμπτον, επικουρικώς, την προσδιορισθείσα από την Επιτροπή διάρκεια της παραβάσεως, διότι, σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή δεν απέδειξε συμμετοχή των προσφευγουσών στην Ομάδα Ιταλίας πριν τον Ιανουάριο του 2000.

 Α – Καταλογισμός της συμπεριφοράς του αντιπροσώπου στον αντιπροσωπευόμενο

132    Για τον προσδιορισμό της ευθύνης της Austria Draht, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η εταιρία είχε άμεση συμμετοχή στην Ομάδα Ιταλίας διά του αντιπροσώπου της στην Ιταλία από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002. Η Επιτροπή αντέκρουσε έτσι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις παρατηρήσεις των προσφευγουσών ότι δεν υπήρχε ενιαία οικονομική οντότητα μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, ότι τον οικονομικό κίνδυνο είχε αναλάβει ο αντιπρόσωπος, ότι δεν επρόκειτο για αποκλειστικό αντιπρόσωπο κατά την αυστηρή του όρου έννοια και ότι ο αντιπροσωπευόμενος δεν γνώριζε την παράνομη συμπεριφορά του αντιπροσώπου. Η ανάλυση αυτή της Επιτροπής καταλήγει στην εκτίμηση που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 779 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «ο [G.] και η Austria Draht συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα και η Austria Draht είναι υπαίτια για τη συμμετοχή του [G.] στη σύμπραξη» (βλ. σκέψεις 85 έως 94 ανωτέρω).

133    Υπό το πρίσμα της συλλογιστικής αυτής πρέπει να εξεταστεί εάν είναι ορθή η διαπίστωση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, ότι η Austria Draht είναι υπαίτια για τη συμπεριφορά του αντιπροσώπου της στην Ιταλία.

1.     Προϋποθέσεις καταλογισμού της συμπεριφοράς του αντιπροσώπου στον αντιπροσωπευόμενο

134    Όπως προκύπτει επίσης από πάγια νομολογία, η έννοια της επιχειρήσεως, από απόψεως του δικαίου περί ανταγωνισμού, εκλαμβάνεται ως υποδηλώνουσα ενιαία οικονομική οντότητα από απόψεως αντικειμένου της επίδικης συμφωνίας, έστω και αν, από νομικής απόψεως, η οικονομική αυτή οντότητα απαρτίζεται από πλείονα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm Gerätebau, Συλλογή, EU:C:1984:271, σκέψη 11, και Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2003:337, σκέψη 121).

135    Μια τέτοια ενιαία οικονομική οντότητα συνίσταται σε ενιαία οργάνωση προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων, τα οποία έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού, η οποία οργάνωση δύναται να συντελέσει στη διάπραξη παραβάσεως προβλεπομένης από τα άρθρα 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ή 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ. Επομένως, οσάκις ένας όμιλος εταιριών αποτελεί ενιαία επιχείρηση, η Επιτροπή ορθώς καταλογίζει ευθύνη για παράβαση διαπραχθείσα από την εν λόγω επιχείρηση και επιβάλλει πρόστιμο στην εταιρία που ήταν υπεύθυνη για τις ενέργειες του ομίλου στο πλαίσιο της παραβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2003:337, σκέψη 122).

136    Το Δικαστήριο έχει επίσης τονίσει ότι, για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, ο τυπικός διαχωρισμός μεταξύ δύο εταιριών, απόρροια της χωριστής νομικής προσωπικότητάς τους, δεν έχει αποφασιστική σημασία, διότι εκείνο που προέχει είναι το αν έχουν ή όχι ενιαία συμπεριφορά στην αγορά (απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2003:337, σκέψη 123).

137    Επομένως, μπορεί να είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί αν δύο εταιρίες με χωριστές νομικές προσωπικότητες αποτελούν ή ανήκουν σε ενιαία επιχείρηση, θεωρούμενη ως οικονομική οντότητα συμπεριφερόμενη κατά τρόπο ενιαίο στην αγορά (απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2003:337, σκέψη 124).

138    Από τη νομολογία προκύπτει ότι τούτο μπορεί να συμβαίνει όχι μόνον σε περίπτωση που οι εταιρίες διατηρούν σχέσεις μητρικής προς θυγατρική, αλλά και, υπό ορισμένες περιστάσεις, στις σχέσεις μεταξύ εταιρίας και του αντιπροσώπου ή του εντολοδόχου της. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, το αν ο αντιπροσωπευόμενος και ο αντιπρόσωπος ή ο εντολοδόχος συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα, οπότε ο δεύτερος είναι ως βοηθητικό όργανο ενταγμένος στην επιχείρηση του πρώτου, είναι σημαντικό προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συγκεκριμένη συμπεριφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων αυτών. Όπως έχει κριθεί, όταν ο εντολοδόχος ασκεί δραστηριότητα υπέρ του εντολέα του, μπορεί κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ως βοηθητικό όργανο ενσωματωμένο στην επιχείρησή του, υποχρεωμένο να ακολουθεί τις οδηγίες του εντολέα, αποτελώντας έτσι με την επιχείρηση αυτή ενιαία οικονομική οντότητα όπως ο εμπορικός υπάλληλος (βλ., συναφώς, απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:C:1975:174, σκέψη 480, και απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2003:337, σκέψη 125).

139    Όσον αφορά εταιρίες έχουσες κάθετη σχέση, όπως είναι η σχέση μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και του αντιπροσώπου ή εντολοδόχου, δύο στοιχεία έχουν επιλεγεί ως οι κύριες παράμετροι αναφοράς για να διαπιστωθεί εάν υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα: αφενός, το αν ο εντολοδόχος αναλαμβάνει οικονομικό κίνδυνο και, αφετέρου, το αν ο εντολοδόχος παρέχει αποκλειστικές υπηρεσίες (απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2003:337, σκέψη 126).

140    Όσον αφορά την ανάληψη του οικονομικού κινδύνου, έχει κριθεί ότι ο εντολοδόχος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βοηθητικό όργανο ενσωματωμένο στην επιχείρηση του αντιπροσωπευομένου, οσάκις η συναφθείσα με τον αντιπροσωπευόμενο σύμβαση του αναθέτει ενέργειες οι οποίες προσιδιάζουν, από οικονομικής απόψεως, σε ανεξάρτητο έμπορο, λόγω του ότι προβλέπει την ανάληψη από τον εντολοδόχο των οικονομικών κινδύνων που συνδέονται με την πώληση ή με την εκτέλεση συμβάσεων που συνήφθησαν με τρίτους (απόφαση Suiker Unie, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:C:1975:174, σκέψη 482, και απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2003:337, σκέψη 127).

141    Όσον αφορά τον αποκλειστικό χαρακτήρα των παρεχομένων από τον εντολοδόχο υπηρεσιών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν συνηγορεί υπέρ της ιδέας της ενιαίας οικονομικής οντότητας ενότητας το γεγονός ότι, παραλλήλως προς τις ασκούμενες για λογαριασμό του εντολέα δραστηριότητες, ο εντολοδόχος προβαίνει, ως ανεξάρτητος έμπορος, σε συναλλαγές σημαντικής εκτάσεως στην αγορά του οικείου προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας (απόφαση Suiker Unie, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:C:1975:174, σκέψη 544, και απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2003:337, σκέψη 128).

2.     Σύμβαση αντιπροσωπείας και ανάληψη του οικονομικού κινδύνου

142    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν κατ’ ουσίαν, ότι, εφόσον ο G. εκπροσωπούσε τόσο τη CB όσο και την Austria Draht και οι δραστηριότητες που ασκούσε εξ ονόματος CB ήταν σημαντικότερες από πλευράς εσόδων σε σχέση με αυτές που ασκούσε εξ ονόματος της Austria Draht, δεν συντρέχει το στοιχείο της αποκλειστικότητας των παρεχομένων από τον αντιπρόσωπο υπηρεσιών. Επομένως, ελλείψει του δεύτερου στοιχείου για το οποίο γίνεται λόγος στην απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω (EU:T:2003:337), δεν ευσταθεί η διαπίστωση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας.

143    Ωστόσο, για να διαπιστωθεί ότι ο G. και η Austria Draht αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα, και όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα νομολογία, πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί εάν και κατά πόσον ο αντιπρόσωπος έχει αναλάβει οικονομικούς κινδύνους συνδεόμενους με την πώληση ή με την εκτέλεση συμβάσεων που συνήφθησαν με τρίτους στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχει οριστεί από τον αντιπροσωπευόμενο. Δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη το πρώτο στοιχείο που απορρέει από την απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω (EU:T:2003:337).

144    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η σύμβαση μεταξύ της Austria Draht και της Studio Crema ορίζει ότι, σύμφωνα με τις εντολές της Austria Draht, ο G. αναλαμβάνει να πωλεί APC της Austria Draht στην Ιταλία «εξ ονόματος και και για λογαριασμό» αυτής. Η σύμβαση υποχρεώνει, μεταξύ άλλων, τον G. να μην ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα «για δικό του λογαριασμό» και «να τηρεί αυστηρά τις οδηγίες, τις εντολές όσον αφορά τις τιμές, καθώς και τους όρους πληρωμής, πωλήσεως και παραδόσεως» της Austria Draht. Στη σύμβαση διευκρινίζεται επίσης ότι «το εμπόρευμα παραδίδεται και τιμολογείται» από την Austria Draht. Επομένως, κατά τη σύμβαση αυτή, ο πελάτης συνάπτει την πώληση με την Austria Draht και όχι με τον G. (αιτιολογική σκέψη 774 της προσβαλλομένης αποφάσεως και άρθρο 2 της συμβάσεως αντιπροσωπείας).

145    Η σύμβαση αυτή όντως αποτελεί σύμβαση αντιπροσωπείας. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία «ανατίθεται σε ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο (αντιπρόσωπος) η εξουσία να διαπραγματεύεται ή και να συνάπτει συμβάσεις για λογαριασμό άλλου προσώπου (αντιπροσωπευόμενος) είτε στο όνομα του ίδιου του αντιπροσώπου είτε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, […] για την πώληση αγαθών ή υπηρεσιών που προμηθεύει ο αντιπροσωπευόμενος» (βλ., συναφώς, τον ορισμό της συμβάσεως αντιπροσωπείας στο σημείο 12 των κατευθυντήριων γραμμών για τους κάθετους περιορισμούς, όσον αφορά την εξέταση των κάθετων συμφωνιών βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ).

146    Επιπλέον, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 774 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τη σύμβαση δεν προκύπτει ότι ο G. αναλαμβάνει «τους συναφείς κινδύνους, όπως, μεταξύ άλλων, η μη παράδοση, οι πλημμελής παράδοση και η αφερεγγυότητα του πελάτη» όσον αφορά τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει οριστεί από την Austria Draht. Επίσης, καμία διάταξη της συμβάσεως δεν δικαιολογεί την εκτίμηση ότι ο G. βαρύνεται με τη χρηματοδότηση των αποθεμάτων και ότι είναι απαραίτητο να προβεί σε ειδικές επενδύσεις, προκειμένου να αντιπροσωπεύει την Austria Draht στην Ιταλία. Επομένως, ο οικονομικός κίνδυνος που σχετίζεται με τις πωλήσεις για τις οποίες διαπραγματεύεται ο G. και τις οποίες συνάπτει η Austria Draht στην Ιταλία βαρύνει τον αντιπροσωπευόμενο και όχι τον αντιπρόσωπό της.

147    Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες δεν αμφιβητούν την ερμηνεία αυτή του οικονομικού κινδύνου. Προβάλλουν, απλώς, ότι η ανάληψη από τον G. ορισμένων δαπανών (δαπάνες συμβούλων και μετακινήσεων, δαπάνες σχετιζόμενες με παρεπόμενες υποχρεώσεις που συνδέονται με τη σύναψη των συμβάσεων, δαπάνες μεταφράσεως κ.λπ.), οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν παρεπόμενες σε σχέση με τις ανατεθείσες δραστηριότητες ή να θεωρηθεί ότι καλύπτονται από την κατ’ αποκοπήν αμοιβή που καταβάλλεται από την Austria Draht υπό μορφή προμήθειας. Οι δαπάνες αυτές, όμως, δεν αποδεικνύουν ότι, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που του έχει αναθέσει η Austria Draht, ο G. έχει αναλάβει αμελητέους ή περιορισμένους οικονομικούς κινδύνους.

148    Εν προκειμένω, η Επιτροπή βασίμως εκτίμησε ότι, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία, ο G. ενεργούσε για λογαριασμό της Austria Draht στην Ιταλία, χωρίς να αναλαμβάνει οικονομικό κίνδυνο, αντίστοιχο προς αυτόν θα αναλάμβανε εάν, βάσει της συμβάσεως που τον συνδέει με την εν λόγω εταιρία, του είχαν ανατεθεί αρμοδιότητες οι οποίες προσιδιάζουν, από οικονομικής απόψεως, σε ανεξάρτητο έμπορο.

3.     Συνέπεια της αναληφθείσας από τον αντιπρόσωπο διπλής εκπροσωπήσεως

149    Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο που απορρέει από την απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω (EU:T:2003:337), η Επιτροπή παραδέχεται, με την αιτιολογική σκέψη 775 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι ο G. ενεργούσε και εξ ονόματος άλλου μετέχοντα στη σύμπραξη, της CB, έχει ως συνέπεια ότι η εκπροσώπηση δεν ήταν αποκλειστική κατά την αυστηρή του όρου έννοια.

150    Παρά ταύτα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή και αντιθέτως προς ό,τι διατείνονται οι προσφεύγουσες, οι ιδιαιτερότητες της υπό κρίση υποθέσεως δεν οδηγούν άνευ ετέρου στο συμπέρασμα ότι ο G. και η Austria Draht δεν συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα όσον αφορά τις δραστηριότητες που του είχαν ανατεθεί βάσει της συμβάσεως αντιπροσωπείας.

151    Συναφώς, είναι μεν αληθές ότι, παράλληλα με τις δραστηριότητες που ασκούσε για λογαριασμό της Austria Draht, ο G. ασκούσε δραστηριότητες και για λογαριασμό της CB, πλην όμως είναι ορθή η επισήμανση της Επιτροπής ότι, εν προκειμένω, «ο [G.] δεν δραστηριοποιούνταν προσωπικά στη συγκεκριμένη αγορά και, συνεπώς, δεν προέβαινε σε συναλλαγές σημαντικής εκτάσεως επ’ ονόματί του ως ανεξάρτητος αντιπρόσωπος» (αιτιολογική σκέψη 775 της προσβαλλομένης αποφάσεως) (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Suiker Unie, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:C:1975:174, σκέψη 544, και απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2003:337, σκέψη 128).

152    Συγκεκριμένα, ο G. εκπροσωπούσε δύο επιχειρήσεις αντί μίας, ήτοι, κυρίως την CB, από την οποία προερχόταν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της Studio Crema (περίπου το 75 % κατά τη διάρκεια της προσαπτόμενης στις προσφεύγουσες παραβάσεως), αλλά και την Austria Draht, από την οποία προερχόταν όχι αμελητέο μέρος των εσόδων του (περίπου το 25 % κατά το ίδιο διάστημα).

153    Σε μια τέτοια περίπτωση, για να διαπιστωθεί εάν υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα μεταξύ του αντιπροσώπου και ενός εκ των εντολέων του, πρέπει να εξεταστεί εάν ο αντιπρόσωπος αυτός έχει τη δυνατότητα, βάσει των δραστηριοτήτων που του έχουν ανατεθεί από τον αντιπροσωπευόμενο, να ενεργεί ως ανεξάρτητος έμπορος, ελεύθερος να καθορίζει τη δική του εμπορική στρατηγική. Εάν ο αντιπρόσωπος δεν έχει τη δυνατότητα να ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι δραστηριότητες που ασκεί για λογαριασμό του εν λόγω αντιπροσωπευομένου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των δραστηριοτήτων του δεύτερου.

154    Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 774 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το καθοριστικό στοιχείο για να διαπιστωθεί εάν ο G. και η Austria Draht συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα έγκειται στην εκτίμηση των οικονομικών κινδύνων που σχετίζονται με την πώληση ή την εκτέλεση συμβάσεων που συνήφθησαν με τρίτους διά του G. Εάν αυτός ενεργεί ως προέκταση της Austria Draht, εξομοιώνεται με «επικουρικό όργανο που αποτελεί μέρος της Austria Draht, όπως ένας εργαζόμενος στον εμπορικό κλάδο», πράγμα δεν ισχύει στην περίπτωση του ανεξάρτητου εμπόρου.

155    Εν προκειμένω, πάντως, έχει διαπιστωθεί ότι, βάσει της συμβάσεώς του αντιπροσωπείας με την Austria Draht, ο G. δεν έχει τη δυνατότητα να ενεργεί, κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού, ως ανεξάρτητος έμπορος όσον αφορά τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει οριστεί.

156    Εξάλλου, όσον αφορά τη φύση της σχέσεως μεταξύ G. και CB, από τη δικογραφία προκύπτει, επίσης, ότι η συμπεριφορά του G. δεν μπορεί να εξομοιωθεί, υπό το πρίσμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ, προς τη συμπεριφορά ανεξάρτητου εμπόρου APC παραγωγής της CB. Συγκεκριμένα, ο G. ασκούσε για λογαριασμό της CB καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά του διευθυντή πωλήσεων. Ελλείψει έγγραφης συμβάσεως αντιπροσωπείας μεταξύ του G. και της CB, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ασκούσε τις δραστηριότητες που του είχαν ανατεθεί από την εν λόγω εταιρία υπό την ιδιότητα του ανεξάρτητου εμπόρου και όχι για λογαριασμό και με κίνδυνο της CB. Αντιθέτως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι ενεργούσε ως επικουρικό όργανο, ενσωματωμένο στην επιχείρηση αυτή. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο G. εμφανίστηκε στην ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής ως μέλος της ομάδας εκπροσωπήσεως της CB, γεγονός που έχει επισημανθεί και από τις προσφεύγουσες.

157    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, παρά το γεγονός ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από περιπτώσεις που έχουν εξεταστεί παλαιότερα από τη νομολογία, ιδίως με την απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω (EU:T:2003:337), κατά τις οποίες η αποκλειστικότητα της σχέσεως μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου απέρρεε από τη σύμβαση και την εφαρμογή της (σκέψεις 131 και 132 της αποφάσεως αυτής), το γεγονός ότι ο G. εκπροσωπούσε παράλληλα τόσο τη CB όσο και την Austria Draht δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι, όσον αφορά τις ανατεθείσες από την Austria Draht στον G. δραστηριότητες, δεν του είχαν ανατεθεί καθήκοντα που να προσιδιάζουν, από οικονομικής απόψεως, σε ανεξάρτητο έμπορο.

158    Συμπερασματικώς, όπως επισημαίνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο G., ή η Studio Crema την οποία εκπροσωπεί, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητος επιχειρηματίας, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του περιεχομένου της συμβάσεως αντιπροσωπείας με την Austria Draht υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού, διότι ο G. είτε δεν αναλαμβάνει είτε αναλαμβάνει πολύ περιορισμένους οικονομικούς κινδύνους που απορρέουν από τις συμβάσεις πωλήσεως που συνάπτονταν μέσω αυτού με την Austria Draht και ενεργεί de facto ως επικουρικό όργανο που αποτελεί μέρος της εν λόγω εταιρίας.

159    Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν συναφώς οι προσφεύγουσες δεν είναι ικανό να αναιρέσει τη διαπίστωση αυτή. Συγκεκριμένα, η επιχειρηματολογία αυτή συνίσταται ως επί το πλείστον στην υπόμνηση του περιεχομένου των αποφάσεων Suiker Unie, σκέψη 89 ανωτέρω (EU:C:1975:174), και Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω (EU:T:2003:337), πλην όμως δεν είναι εν προκειμένω δυνατή η επίκληση των αποφάσεων αυτών προς στήριξη της θέσεως ότι, επειδή δεν υφίσταται σχέση αποκλειστικότητας κατά την αυστηρή του όρου έννοια μεταξύ του G. και της Austria Draht, δεν μπορεί να υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα μεταξύ τους.

160    Ομοίως, το γεγονός ότι ο G. εργάζεται και για τη CB και οι δραστηριότητες που ασκεί για λογαριασμό της CB αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή εσόδων για τη Studio Crema, σε σύγκριση με τα έσοδα από την Austria Draht, δεν αρκεί για να αποδειχθεί η εμπορική ανεξαρτησία του G. Όπως προαναφέρθηκε, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο G. αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα τόσο με τη CB όσο και με την Austria Draht. Τούτο ισχύει, τόσο για τη CB όσο και για την Austria Draht μόνον ως προς τις δραστηριότητες που του έχουν ανατεθεί από τη μία και την άλλη εταιρία.

161    Ωστόσο, για τον λόγο αυτόν, δεν ευσταθεί η εκτίμηση της Επιτροπής ότι, «[εν] πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, επισημαίνεται επίσης ότι η CB παρίστατο κατά κανόνα άνευ εκπροσώπου στις συσκέψεις της συμπράξεως και ότι ο [G.]/[Studio Crema] ενεργούσε εν γένει ως εκπρόσωπος της Austria Draht» (τέλος της αιτιολογικής σκέψεως 776 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων που να στοιχειοθετούν την εκτίμηση αυτή, η παρουσία του G. σε σύσκεψη της Ομάδας Ιταλίας μπορεί να σημαίνει μόνον ότι στη συγκεκριμένη σύσκεψη παρίστατο πρόσωπο το οποίο, αφενός, ασκούσε καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά του διευθυντή πωλήσεων για τη CB και, αφετέρου, ήταν επίσης ο αντιπρόσωπος της Austria Draht στην Ιταλία. Ωστόσο, ο G., ως εκπρόσωπος δύο εντολέων, μπορούσε να έχει πρόσβαση σε ευαίσθητες από εμπορικής απόψεως πληροφορίες προερχόμενες από δύο πηγές, οπότε είναι ορθή η επισήμανση της Επιτροπής ότι η ιδιαιτερότητα αυτή συμβάλλει στη βελτίωση του συντονισμού στο πλαίσιο της συμπράξεως (αρχή της αιτιολογικής σκέψεως 776 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

162    Όσον αφορά την εκ μέρους των προσφευγουσών επίκληση της πρακτικής στο πλαίσιο προγενέστερων αποφάσεων, και συγκεκριμένα των αποφάσεων C(2006) 5700 τελικό της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.638 — Καουτσούκ από βουταδιένιο και καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος), και C(2008) 5476 τελικό της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39181 — Kηροί κηροποιίας), οι αποφάσεις αυτές δεν αρκούν προς θεμελίωση της θέσεως ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει ενιαία οικονομική οντότητα μεταξύ του G. και της Austria Draht στην υπό κρίση υπόθεση. Αντιθέτως, τα δεδομένα των υποθέσεων αυτών εντάσσονται στην προαναφερθείσα λογική που διέπει την απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω (EU:T:2003:337), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, ως προς τις υποθέσεις αυτές, τον αποκλειστικό χαρακτήρα της εκπροσωπήσεως, χωρίς, όμως, τούτο να σημαίνει ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, όπως έπραξε εν προκειμένω η Επιτροπή, το γεγονός ότι ο G. εκπροσωπούσε δύο εντολείς.

163    Συνεπώς, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε, κυρίως βάσει της συμβάσεως αντιπροσωπείας, ότι ο G. ενεργούσε για λογαριασμό της Austria Draht, η οποία αναλάμβανε τον οικονομικό κίνδυνο της αντιπροσωπεύσεως. Εν προκειμένω, ο G. πρέπει όντως να θεωρηθεί επικουρικό όργανο που αποτελεί μέρος της επιχειρήσεως Austria Draht (ήτοι των Austria Draht/voestalpine συνολικά) και, όπως ένας εργαζόμενος στον εμπορικό κλάδο, συναποτελεί, με την επιχείρηση αυτή, ενιαία οικονομική οντότητα.

4.     Απουσία γνώσεως, ελέγχου και εγκρίσεως

164    Κατά το στάδιο αυτό, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η κατά τα προεκτεθέντα προσδιορισθείσα αντικειμενική κατάσταση δεν αρκεί για να μπορεί να καταλογιστεί η παράνομη συμπεριφορά του αντιπροσώπου στον αντιπροσωπευόμενο. Απαιτείται, επιπλέον, να διαπιστωθεί εάν ο αντιπροσωπευόμενος γνώριζε ή μπορούσε να γνωρίζει για τη συμπεριφορά αυτή.

165    Συναφώς, η Επιτροπή εκτίμησε, πρώτον, ότι δεν είναι απαραίτητο να εξετάζει τα περί «απουσίας ελέγχου, άγνοιας ή μη (αναδρομικής) εγκρίσεως της συμμετοχής του αντιπροσώπου στη σύμπραξη», διότι «η Austria Draht δεν μπορεί να αποσείσει τις ευθύνες της», προβάλλοντας τέτοια επιχειρήματα (αιτιολογική σκέψη 777 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή ανέφερε επίσης ότι, εφόσον «η Austria Draht συναποτελεί με τον αντιπρόσωπό της ενιαία οικονομική οντότητα», «υπέχει, ως εκ τούτου, ευθύνη για τη συμμετοχή του στη σύμπραξη, ανεξαρτήτως του αν [η Austria Draht] γνώριζε, είχε υπό τον έλεγχό της ή είχε εγκρίνει τη συμμετοχή αυτή» (αιτιολογική σκέψη 777 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

166    Δεύτερον, η Επιτροπή συμπλήρωσε την προπαρατεθείσα ανάλυση, επισημαίνοντας ότι, «ακόμη και δεν αποδεικνύεται ευθέως η παροχή οδηγιών ή/και η εκ των υστέρων ενημέρωση σε σχέση με τις συσκέψεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού» μεταξύ της Austria Draht και του [G.], «από τη σύμβαση αντιπροσωπείας και τις προσκομισθείσες από την Austria Draht εσωτερικές εκθέσεις προκύπτει ότι ο [G.] ενημέρωνε τακτικά την Austria Draht για τις εξελίξεις στην αγορά της Ιταλίας» και, ως εκ τούτου, «μπορεί βασίμως να υποτεθεί ότι ο [G.] διαβίβαζε στην Austria Draht τουλάχιστον τις σχετικές ευαίσθητες από εμπορικής απόψεως πληροφορίες που περιέρχονταν σε αυτόν κατά τις συσκέψεις της συμπράξεως» (αιτιολογική σκέψη 778 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

167    Συναφώς, οι προσφεύγουσες επικαλούνται τη λύση που απορρέει από την απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω (EU:T:2003:337). Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή δεν απορρίπτεται εξ αρχής, αλλά δίδεται αναλυτική και διεξοδική απάντηση σε επιχειρηματολογία όμοια με αυτή που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στην υπό κρίση υπόθεση, καθώς ο αντιπροσωπευόμενος είχε προβάλει ενώπιον του δικαστηρίου άγνοια των δραστηριοτήτων του αντιπροσώπου, καθώς και έλλειψη εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων εγκρίσεως τέτοιων δραστηριοτήτων (απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2003:337, σκέψη 139).

168    Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, πρώτον, εάν οι προσαπτόμενες στον αντιπρόσωπο κολάσιμες πράξεις σχετίζονταν με τις δραστηριότητες που είχαν ανατεθεί από τον αντιπροσωπευόμενο· δεύτερον, εάν ο αντιπροσωπευόμενος ενημερωνόταν τακτικά για τις ανατεθείσες στον αντιπρόσωπο δραστηριότητες, περιλαμβανομένων των προσαπτομένων σε αυτόν κολάσιμων πράξεων, και, τρίτον, εάν ο αντιπροσωπευόμενος είχε απαγορεύσει στον αντιπρόσωπο να προβαίνει σε τέτοιες πράξεις (απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2003:337, σκέψεις 140 έως 146).

169    Απαντώντας στα επιχειρήματα του αντιπροσωπευομένου, περί άγνοιας ή μη εγκρίσεως των πράξεων του αντιπροσώπου του, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, με τη σκέψη 147 της αποφάσεως Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω (EU:T:2003:337), ότι, από τις δικανικές διαπιστώσεις στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υποθέσεως προκύπτει ότι ο καθορισμός των ναύλων και των όρων που ισχύουν για τα πλοία του αντιπροσωπευομένου τα οποία εκτελούν τα διεθνή δρομολόγια ενέπιπτε στη σφαίρα δραστηριότητας του αντιπροσώπου του, ότι η προσφεύγουσα ενημερωνόταν τακτικά για τις δραστηριότητες του αντιπροσώπου του, περιλαμβανομένων των επαφών που διατηρούσε με τις άλλες εταιρίες, για τις οποίες ο αντιπρόσωπος επιδίωκε να λάβει εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων έγκριση και, τέλος, ότι ο αντιπροσωπευόμενος είχε τη δυνατότητα και την εξουσία να απαγορεύσει στον αντιπρόσωπό του να προβαίνει σε συγκεκριμένες πράξεις, μολονότι άσκησε τη δυνατότητα και την εξουσία αυτή μόλις μετά τους ελέγχους της Επιτροπής.

170    Σημειωτέον επίσης ότι, με το γενικό συμπέρασμά του επί των αιτιάσεων περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (τότε άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ), λόγω εσφαλμένου καταλογισμού των πράξεων του αντιπροσώπου, το Γενικό Δικαστήριο συσχέτισε τη διαπίστωση περί υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας με το πόρισμα της προηγηθείσας εξετάσεως (απόφαση Minoan Lines, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2003:337, σκέψη 148), διαπιστώνοντας ότι, από την εξέταση των τηλετυπημάτων που ανταλλάχθηκαν μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου και μεταξύ αντιπροσώπου και των άλλων εταιριών που μετείχαν στην παράβαση, των απαντήσεων της του αντιπροσώπου στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής και των λοιπών περιστάσεων που εξετάσθηκαν με την απόφαση, προκύπτει ότι ο αντιπρόσωπος ενεργούσε στην αγορά έναντι των τρίτων, των πελατών, των υποπρακτόρων και των ανταγωνιστών του αντιπροσωπευομένου ως βοηθητικό όργανο αυτού και ότι οι δύο αυτές εταιρίες αποτελούσαν, επομένως, ενιαία οικονομική οντότητα ή επιχείρηση, από πλευράς εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή καταλόγισε στον αντιπροσωπευόμενο την αντιβαίνουσα στο άρθρο 81 ΕΚ συμπεριφορά, την οποία κολάζει η επίδικη απόφαση, και στο πλαίσιο της οποίας έπαιξε σημαντικό ρόλο ο αντιπρόσωπος.

171    Υπό το πρίσμα της αναλύσεως αυτής, δεν είναι βάσιμη, αφενός, η θέση της Επιτροπής ότι «δεν αποδεικνύεται ευθέως η παροχή οδηγιών ή/και η εκ των υστέρων ενημέρωση σε σχέση με τις συσκέψεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού» μεταξύ της Austria Draht και του G. και, αφετέρου, η επισήμανση ότι, «από τη σύμβαση αντιπροσωπείας και τις προσκομισθείσες από την Austria Draht εσωτερικές εκθέσεις [σε απάντηση αιτήσεων παροχής πληροφοριών] προκύπτει ότι ο [G.] ενημέρωνε τακτικά την Austria Draht για τις εξελίξεις στην αγορά της Ιταλίας» και, ως εκ τούτου, «μπορεί βασίμως να υποτεθεί ότι ο [G.] διαβίβαζε στην Austria Draht τουλάχιστον τις σχετικές ευαίσθητες από εμπορικής απόψεως πληροφορίες που περιέρχονταν σε αυτόν κατά τις συσκέψεις της συμπράξεως» (βλ. σκέψη 166 ανωτέρω).

172    Καταρχάς, η Επιτροπή θα μπορούσε να εντοπίσει, στις μηνιαίες έγγραφες εκθέσεις τις οποίες διαβίβαζε ο G. στην Austria Draht, σχετικά με τις δραστηριότητες των ανταγωνιστών στον κλάδο της αντιπροσωπείας, και οι οποίες διαβιβάστηκαν από την Austria Draht στην Επιτροπή σε απάντηση αιτήσεως παροχής πληροφοριών, αφενός, τις ευαίσθητες από εμπορικής απόψεως πληροφορίες που ο G. έχει ενδεχομένως κοινοποιήσει στην Austria Draht, αλλά και, αφετέρου, τις ενδείξεις βάσει των οποίων η Austria Draht θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι ο G. μετείχε εξ ονόματός της και για λογαριασμό της σε πρακτικές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού με αντικείμενο ποσοστώσεις, τιμές και πελάτες στο πλαίσιο διαφόρων συσκέψεων στις οποίες λάμβανε μέρος.

173    Ελλείψει τέτοιων στοιχείων, και μάλιστα προγενέστερων της καταγγελίας της συμπράξεως και εγγράφων συγχρόνων των πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο της Ομάδας Ιταλίας που να εμφαίνουν τη λειτουργία της, δεν ευσταθεί η παραδοχή της Επιτροπής ότι ο G. μετέφερε στην Austria Draht το περιεχόμενο όλων όσων γνώριζε και έπραττε στο πλαίσιο της Ομάδας Ιταλίας. Για να καταλήξει σ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα θα έπρεπε οι μηνιαίες έγγραφες εκθέσεις του αντιπροσώπου να περιέχουν σχετικές ενδείξεις. Επομένως, εάν, μετά την εξέταση των εγγράφων αυτών, η Επιτροπή διαπιστώνει, όπως πράττει με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι «δεν αποδεικνύεται ευθέως η παροχή οδηγιών ή/και η εκ των υστέρων ενημέρωση σε σχέση με τις συσκέψεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού», δεν είναι δυνατόν να αρνείται να εξαγάγει το συμπέρασμα που επιβάλλεται από τη διαπίστωση αυτή, δεχόμενη ότι συνάγεται το αντίθετο.

174    Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύει ότι η Austria Draht μπορούσε να έχει, διά του G., την παραμικρή πληροφορία σχετικά με την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά του αντιπροσώπου της στο πλαίσιο των διαφόρων συσκέψεων της Ομάδας Ιταλίας στις οποίες αυτός συμμετείχε. Τούτο άλλωστε παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρεί δεδομένη τη γνώση του αντιπροσωπευόμενου, χωρίς να την αποδείξει.

175    Ωστόσο, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, όπου ο αντιπρόσωπος ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, χωρίς να αναλαμβάνει τον οικονομικό κίνδυνο των δραστηριοτήτων που του έχουν ανατεθεί, η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά του εν λόγω αντιπροσώπου στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αυτών μπορεί να καταλογιστεί στον αντιπροσωπευόμενο, όπως και μπορεί να καταλογιστούν σε εργοδότη οι κολάσιμες πράξεις τις οποίες έχει διαπράξει κάποιος από τους εργαζομένους του, ακόμη και αν δεν αποδειχθεί ότι ο αντιπροσωπευόμενος γνώριζε για την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά του αντιπροσώπου.

176    Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, από τη σύμβαση αντιπροσωπείας προκύπτει ότι η Austria Draht ανέθεσε, έχοντας πλήρη επίγνωση, τη διάθεση των προϊόντων της στην Ιταλία στον G., ο οποίος ενεργούσε ήδη ως μεσάζων της CB, μιας από τις μεγαλύτερες ιταλικές επιχειρήσεις. Η Austria Draht είχε εξασφαλίσει επίσης τη δυνατότητα να ελέγχει τα αποτελέσματα που επιτύγχανε ο G., δεδομένου ότι αυτός δεν μπορούσε να θεωρηθεί ανεξάρτητος έμπορος και ότι, σε κάθε περίπτωση, οι πωλήσεις τις οποίες αυτός διαπραγματευόταν μπορούσαν να συμφωνηθούν μόνο με την Austria Draht.

177    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Austria Draht, ακόμη και αν είχε πλήρη άγνοια σχετικά με τις κολάσιμες πράξεις στις οποίες προέβαινε ο G. στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που του είχαν ανατεθεί, ήταν αυτή που ωφελούνταν κυρίως από αυτές, όπως παραδέχθηκαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

178    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, εν προκειμένω, ήταν βάσιμη, αφενός, η διαπίστωση της Επιτροπής περί ενιαίας οικονομικής οντότητας μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου όσον αφορά τις ανατεθείσες από την Austria Draht στον G. δραστηριότητες και, αφετέρου, η εκτίμησή της ότι, λόγω της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας, μπορεί να καταλογιστούν στον αντιπροσωπευόμενο οι κολάσιμες πράξεις τις οποίες είχε διαπράξει ο G. για λογαριασμό της Austria Draht στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που του είχαν ανατεθεί, χωρίς να είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι ο αντιπροσωπευόμενος γνώριζε τις πράξεις αυτές.

179    Πρέπει, συνεπώς, να προσδιοριστεί το περιεχόμενο των κολάσιμων πράξεων που διέπραξε ο G. για λογαριασμό της Austria Draht στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που του ανατέθηκαν.

 Αποδεικτικά στοιχεία της παράνομης συμπεριφοράς του αντιπροσώπου

180    Καταρχάς, η εξέταση του περιεχομένου των καταλογιζομένων στην Austria Draht κολάσιμων πράξεων πρέπει να περιοριστεί μόνο στα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την Ομάδα Ιταλίας, η οποία είναι η μόνη πτυχή της ενιαίας παραβάσεως στην οποία μετείχε η Austria Draht, όπως ρητώς αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, διά του G. (αιτιολογικές σκέψεις 769 έως 783 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα σχετικά με άλλες πτυχές της συμπράξεως αποδεικτικά στοιχεία, και ιδίως τα σχετικά με την Ομάδα Ευρώπης, ορισμένα από τα οποία παρατέθηκαν στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως από την Επιτροπή, θα εξεταστούν κυρίως στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της καταλογισθείσας στις προσφεύγουσες ενιαίας παραβάσεως.

181    Προς στοιχειοθέτηση της συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ιταλίας, η Επιτροπή αναφέρει ότι διαθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα «μετείχε συστηματικά σε περισσότερες από σαράντα συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002, η δε απουσία της έχει επανειλημμένως καταγραφεί ρητώς, πράγμα που εμφαίνει ότι η παρουσία της στις συσκέψεις ήταν αναμενόμενη» (αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψεις 78 έως 81 ανωτέρω), όπως και η εκ μέρους της Επιτροπής αντίκρουση των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία προς αμφισβήτηση της διαπιστώσεως περί εκπροσωπήσεώς της κατά τις συσκέψεις αυτές από τον G. (βλ. σκέψεις 86 έως 88 ανωτέρω) ή προς αμφισβήτηση, εν γένει, της συμμετοχής της Austria Draht στις εν λόγω συσκέψεις (βλ. σκέψεις 95 έως 100 ανωτέρω).

182    Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση περί συμμετοχής της Austria Draht σε συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας δεν τεκμηριώνουν τη διαπίστωση περί συμμετοχής της στη σύμπραξη. Ειδικότερα, υποστηρίζουν, αφενός, ότι το γεγονός ότι η περίπτωση της Austria Draht συζητήθηκε σε δεκατέσσερις συσκέψεις παρουσία του G. και άλλων προσώπων δεν αποδεικνύει τη συμμετοχή της Austria Draht στη σύμπραξη, καθώς η συμμετοχή του G. δεν ισοδυναμεί με συμμετοχή της Austria Draht, και, αφετέρου, ότι δεν θα ήταν εν γένει δυνατόν να γνωρίζουν αυτά που προσάπτονται στην Austria Draht.

183    Σε απάντηση των επιχειρημάτων αυτών, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι από τα προεκτεθέντα, εν προκειμένω, προκύπτει ότι η Επιτροπή νομίμως καταλόγισε στην Austria Draht τις κολάσιμες πράξεις που διέπραξε ο G. στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που του ανατέθηκαν.

184    Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εάν η συμπεριφορά του G. κατά τις συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας στις οποίες συμμετείχε μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Συναφώς, και όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η εξέταση αυτή δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι ο G. εκπροσωπούσε και τη CB, που ήταν ένας από τους κύριους μετέχοντες στην Ομάδα Ιταλίας. Επ’ αυτού, η Επιτροπή επισήμανε, ωστόσο, ότι, στις δεκατέσσερις συσκέψεις οι οποίες είναι οι πλέον χαρακτηριστικές της συμμετοχής G. στη σύμπραξη για λογαριασμό της Austria Draht, οι συζητήσεις όχι μόνο διεξήχθησαν παρουσία του G., αλλά, επιπλέον, είχαν ως αντικείμενο και «την περίπτωση της Austria Draht» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

185    Δεδομένου ότι, όσον αφορά τις δεκατέσσερις επίμαχες συσκέψεις, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αποδείξεως και αιτιολογήσεως που υπέχει, ιδίως όσον αφορά τα προσαπτόμενα στην Austria Draht, πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση προς στοιχειοθέτηση της παραβατικής συμπεριφοράς του G. στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που του είχαν ανατεθεί από την Austria Draht.

1.     Επί της συσκέψεως της 15ης Απριλίου 1997

186    Η πρώτη από τις δεκατέσσερις συσκέψεις που παραθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι αυτή της 15ης Απριλίου 1997, αντικείμενο της οποίας ήταν «η κατανομή ποσοστώσεων/πελατείας και ο καθορισμός τιμών» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι εκπροσωπούνται οι Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope, SLM, Tycsa, DWK και Austria Draht (διά του G.).

187    Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραθέτει τα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της συσκέψεως της 15ης Απριλίου 1997 ως εξής:

–        «[καθορισμός] των τιμών των πρώτων υλών των τιμών πωλήσεως στη Γαλλία, την Ισπανία και τη Γερμανία»·

–        «συζητήσεις για τις πωλήσεις της Redaelli σε ορισμένους πελάτες και σε προσφορές των SLM και CB σε πελάτες, για πελάτες και για ποσοστώσεις πωλήσεων»·

–        «αναφέρθηκε επίσης ότι η Austria Draht δεν θα πωλούσε προϊόντα σε ορισμένους πελάτες [και] ότι πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά τις τιμές που χρέωνε η [G.] σε ορισμένους πελάτες»·

–        «αναλυτική εξέταση των πωλήσεων που είχαν πραγματοποιηθεί από τις Redaelli, Itas, CB, ITC, Tréfileurope, Tycsa, Trame, SLM, DWK, Austria Draht [και] συζήτηση για κατανομή ποσοστώσεων (με αναγραφή συγκεκριμένου ποσοστού) για τις επιχειρήσεις αυτές»·

–        «συζήτηση με αντικείμενο τη δυνατότητα επιβολής πρόσθετων ποσών, μελέτη εισαγωγών και ζήτημα σχετικό με τις εξαγωγές».

188    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται ως επί το πλείστον από την ITC, η οποία γνωστοποίησε καταρτισθέν την ίδια εποχή πρακτικό της 15ης Απριλίου 1997, εξαιρουμένης της τελευταίας αυτής πληροφορίας, η οποίες προέρχεται από την Tréfileurope και έχει το ίδιο περιεχόμενο με έμμεση αναφορά σχετική με τη σύσκεψη αυτή, η οποία περιλαμβάνεται στην αίτηση επιείκειας (βλ. παράρτημα G.3 της απαντήσεως της Επιτροπής στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, για την ITC, παράρτημα H.1 της απαντήσεως της Επιτροπής στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, για την Tréfileurope).

189    Οι πληροφορίες που προέρχονται από το πρακτικό που καταρτίσθηκε από την ITC, το οποίο αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντικό, διότι καταρτίστηκε πριν την αποκάλυψη της συμπράξεως, σε συνδυασμό με τη δήλωση της Tréfileurope η οποία επιβεβαιώνει το περιεχόμενό του, αποδεικνύουν πράγματι το χρονικό σημείο ενάρξεως της συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ιταλίας διά του G.

190    Πρώτον, με τη συμμετοχή του στη σύσκεψη αυτή, ο G. είχε τη δυνατότητα να μετάσχει σε συζητήσεις με περιεχόμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, όπως προδήλως προκύπτει από την εξέταση του καταρτισθέντος από την ITC πρακτικού. Τούτο ισχύει για τις πληροφορίες περί «[καθορισμού] των τιμών των πρώτων υλών των τιμών πωλήσεως στη Γαλλία, την Ισπανία και τη Γερμανία» (βλ. πρώτη παύλα της σκέψεως 187 ανωτέρω) και περί «συζητήσεων για τις πωλήσεις της Redaelli σε ορισμένους πελάτες και σε προσφορές των SLM και CB σε πελάτες, για πελάτες και για ποσοστώσεις πωλήσεων» (βλ. δεύτερη παύλα της σκέψεως 187 ανωτέρω). Χάρη στις πληροφορίες αυτές, ο G. είχε τη δυνατότητα να συντονίζει τις δραστηριότητές του, περιλαμβανομένων εκείνων που του είχε αναθέσει η Austria Draht στην Ιταλία, με τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων που εκπροσωπούνταν κατά τη σύσκεψη της 15ης Απριλίου 1997.

191    Δεύτερον, όσον αφορά ειδικότερα την Austria Draht, από το καταρτισθέν από την ITC πρακτικό διαπιστώνεται, πρώτον, ότι οι εκπρόσωποι της ITC θεώρησαν ότι ο G. μετέχει στη σύσκεψη για λογαριασμό της Austria Draht και όχι για λογαριασμό της CB, η οποία εκπροσωπούνταν από τον [C].

192    Τρίτον, από το εν λόγω πρακτικό προκύπτει επίσης ότι οι μετέχοντες στη σύσκεψη συζήτησαν για ποσότητες σχετικές με διάφορες επιχειρήσεις για τις οποίες έγινε λόγος κατά τη συνάντηση αυτή, περιλαμβανομένης της Austria Draht (βλ. τέταρτη παύλα της σκέψεως 187 ανωτέρω). Βεβαίως, οι καταχωρίσεις στον πίνακα που περιλαμβάνεται στο καταρτισθέν από την ITC πρακτικό δεν έχουν τον ίδιο βαθμό ακρίβειας για κάθε επιχείρηση, δεδομένου ότι τα στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν για την πρώτη ομάδα των μετεχόντων (Redaelli, CB, Itas και ITC) και για τη δεύτερη ομάδα των μετεχόντων που προστέθηκαν εκ των υστέρων (Tréfileurope και Tycsa) είναι ακριβή, ενώ, για την τρίτη ομάδα επιχειρήσεων (Trame, η οποία ήταν απούσα από τη συνάντηση αυτή, SLM, DWK και Austria Draht), τα στοιχεία καταγράφονται με στρογγυλοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, από τον πίνακα αυτόν προκύπτει ότι η περίπτωση της Austria Draht συζητήθηκε, δεδομένου ότι, η ποσότητα των 2 000 τόνων της Austria Draht αντιστοιχούσε στο 2,6 % της ποσότητας των 78 000 τόνων που αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεως κατά τη συνάντηση αυτή.

193    Τέταρτον, στο καταρτισθέν από την ITC πρακτικό αναφέρεται επίσης ότι, κατά τη σύσκεψη της 15ης Απριλίου 1997, συζητήθηκε η ιδιαίτερη κατάσταση της Austria Draht (βλ. τρίτη παύλα της σκέψεως της σκέψεως 187 ανωτέρω). Συναφώς, είναι εύλογη η υπόθεση ότι ο G., ως αντιπρόσωπος της Austria Draht στην Ιταλία, μετείχε στην εν λόγω συζήτηση.

194    Όσον αφορά την αναφορά κατά την οποία Austria Draht δεν προμήθευσε ορισμένη ομάδα πελατών, μπορεί να θεωρηθεί ότι, όπως προβάλλουν οι προσφεύγουσες, τούτο οφείλεται στην αφερεγγυότητά τους. Τούτο θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό από οποιαδήποτε επιχείρηση διενεργεί ή ζητεί από εξειδικευμένους οργανισμούς εκτίμηση των διαθέσιμων λογιστικών στοιχείων. Η εξήγηση αυτή, την οποία οι προσφεύγουσες προέβαλαν χωρίς να τη στοιχειοθετήσουν, πιθανολογείται εξίσου βάσιμη με αυτή της Επιτροπής, κατά την οποία η άρνηση προμήθειας συνιστά έκφανση συμπεριφοράς αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, πράγμα που δεν προκύπτει σαφώς από το πρακτικό, καθώς δεν παρατίθενται σε αυτό οι λόγοι για τους οποίους δεν πραγματοποιήθηκε ο εφοδιασμός των αναφερομένων πελατών.

195    Η αμφιβολία ως προς τα ζήτημα αυτό λειτουργεί υπέρ των προσφευγουσών.

196    Αντιθέτως, όσον αφορά την ένδειξη ότι ανταλλάχθηκαν πληροφορίες σχετικά με τις τιμές που χρέωνε ο G. σε ορισμένους πελάτες, διαπιστώνεται ότι, στο καταρτισθέν από την ITC πρακτικό, το όνομα του G., ο οποίος, σύμφωνα με την ITC, εκπροσωπούσε κατά τη συνάντηση αυτή την Austria Draht, καταγράφεται πάνω από τις επωνυμίες πολλών πελατών (μεταξύ αυτών και του πελάτη «PAMA»), μαζί με αριθμητικά στοιχεία τα οποία κατά πάσα πιθανότητα αντιστοιχούν στην τιμή την οποία χρέωνε για καθέναν από τους πελάτες αυτούς. Οι πληροφορίες αυτές στοιχειοθετούν την άμεση συμμετοχή του G. σε δραστηριότητες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού κατά τη συνάντηση αυτή.

197    Τέλος, από τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά με τη σύσκεψη της Ομάδας Ιταλίας της 15ης Απριλίου 1997, προκύπτει, αφενός, ότι ο G. μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ως το πρόσωπο που γνωστοποίησε στους μετέχοντες στη σύσκεψη αυτή πληροφορίες σχετικά με τις τιμές που χρεώθηκαν σε ορισμένους από τους πελάτες του και, αφετέρου, ότι, με την παρουσία του στη σύσκεψη αυτή και μόνον, ο G. είχε τη δυνατότητα να αποσπάσει πληροφορίες σχετικά με τις σημαντικότερες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ιταλία, πληροφορίες οι οποίες αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την κατανομή ποσοστώσεων και τον καθορισμό των τιμών.

198    Με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία καθίσταται δυνατό να στοιχειοθετηθεί επαρκώς κατά νόμον η έναρξη της συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ιταλίας διά του G.

2.     Επί της συσκέψεως της 24ης Ιουνίου 1997

199    H δεύτερη σύσκεψη είναι αυτή της 24ης Ιουνίου 1997, με αντικείμενο την «αναζήτηση «σημείου εξισορροπήσεως της αγοράς» και ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά τις τιμές» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι οι C., πατέρας και υιός, ήταν παρόντες εκπροσωπώντας τη CB και ότι δύο εκπρόσωποι της Tréfileurope και ο G. προσήλθαν στο τέλος της συσκέψεως.

200    Το περιεχόμενο της συναντήσεως αυτής περιγράφεται ως εξής από την Tréfileurope σε έγγραφο το οποίο καταρτίστηκε στις 2 Ιουλίου 1997, ως απολογισμός επισκέψεως στη CB (βλ. παράρτημα Β.6 του υπομνήματος αντικρούσεως):

«Έκθεση επί της επισκέψεως του [Th. (της Tréfileurope)] στη CB: “[…] ο [C. (της CB)] δεν είναι ικανοποιημένος με τη δραστηριότητα της αρχής του έτους, συνέπεια της οποίας ήταν η μείωση του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεώς του και η αύξηση του κύκλου εργασιών της [ITC], κατά της οποίας κήρυξε πόλεμο. Ζήτησε από τον αντιπρόσωπό του να επισκεφτεί όλους τους πελάτες και προσέφερε πολύ μεγάλες εκπτώσεις, με συνέπεια η προσδοκία μας να πέσει στις 1100 λίρες. Θεωρώ ότι μπορεί να βρεθεί σημείο εξισορροπήσεως της αγοράς στην Ιταλία με τις ITAS, SLM και AUSTRIA (διά του [G.]) και επιθυμεί να αποκλείσει την [ITC]. Ζητεί τη συνεργασία μας. Απάντησε ότι είμαστε ευνοϊκά διακείμενοι για τις ενέργειες αυτές, πλην όμως η απόφαση λαμβάνεται από τη γενική διεύθυνση. Ο [G.] (εμπορικός αντιπρόσωπος των [C.] + AUSTRIA) προσήλθε κατά το πέρας της συναντήσεως. Οι τιμές της [CB] κυμαίνονται μεταξύ 1000 και 1050 λιρών. Ο [C.] επιθυμεί αύξηση κατά 50 λίρες ως αντιστάθμισμα της αυξήσεως του FM. Θεωρεί ότι η σωστή τιμή σήμερα είναι 1050 λίρες. Στόχος του η γαλλική αγορά. Έχει λάβει έγκριση για τόνους μεγάλου διαμετρήματος εδώ και έξι μήνες, αλλά δεν έχει ακόμη πραγματοποιήσει πωλήσεις. Έχει κινήσει τη διαδικασία εγκρίσεως για οδοντωτό σύρμα και κλώνους μικρού διαμετρήματος T 5,2 — 2060 — Θεωρεί ότι το μερίδιό του στην αγορά πρέπει να είναι 2000 [τόνοι] […]».

201    Το έγγραφο αυτό, το οποίο έχει καταρτιστεί πριν την αποκάλυψη της συμπράξεως, καθιστά δυνατή τη διαπίστωση της φύσεως των σχέσεων μεταξύ του G. και της CB. Προκύπτει, δηλαδή, σαφώς από το έγγραφο αυτό ότι ο C. της CB κάνει ευθέως λόγο για τις σχέσεις αυτές κατά τις συζητήσεις με την Tréfileurope, προκειμένου να δείξει ότι η CB μπορούσε να συντονίσει τη συμπεριφορά πολλών επιχειρήσεων, μεταξύ αυτών και της Austria Draht, η οποία επίσης εκπροσωπούνταν από τον G. Μολονότι η σχετική με τις τιμές συζήτηση αφορούσε μόνον τις τιμές της CB και όχι τις τιμές της Austria Draht, έγινε εντούτοις αναφορά και στη δυνατότητα εξισορροπήσεως της αγοράς της Ιταλίας σε ορισμένο επίπεδο, με τη συμμετοχή της Austria Draht, διά του G., παρά τον πόλεμο τιμών που είχε κηρύξει η ITC.

202    Βάσει του εγγράφου αυτού, διαπιστώνεται ότι ο G. ήταν έτοιμος ή, τουλάχιστον, δεν είχε αντίρρηση, να συνεργαστεί με τον C. της CB στο πλαίσιο της Ομάδας Ιταλίας, υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου τόσο της CB όσο και της Austria Draht.

3.     Επί της συσκέψεως της 11ης Μαρτίου 1998

203    Η τρίτη σύσκεψη είναι αυτή της 11ης Μαρτίου 1998. Είχε ως αντικείμενο «συζητήσεις για την κατανομή ποσοστώσεων και τον καθορισμό τιμών», διευκρινιζομένου ότι «γίνεται αναφορά στην Austria Draht, αλλά χωρίς καταχώριση» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι εκπροσωπούνταν οι Redaelli, CB (διά του G.), Itas, ITC (τρία πρόσωπα) και Austria Draht (διά του G.).

204    Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραθέτει τα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της συσκέψεως της 11ης Μαρτίου 1998 ως εξής:

–        «οι μετέχοντες συζητούν εκ νέου για την τιμή του δευτέρου τριμήνου, η οποία πρέπει να ανέλθει έως τις 1150 λίρες ανά kg»·

–        «εκτίμηση των αναγκών ορισμένων πελατών»·

–        «ανταλλαγή πληροφοριών επί των ποσοτήτων που παραδόθηκαν μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου από τις ITC, Redaelli, AFT, Itas, CB, Austria Draht, SLM, Trame και Tycsa».

205    Οι πληροφορίες προέρχονται από έγγραφο κατασχεθέν στις εγκαταστάσεις της ITC, καθώς και από έγγραφο προσκομισθέν από την ITC. Πρόκειται για δύο διαφορετικά πρακτικά της συσκέψεως της 11ης Μαρτίου 1998 (βλ. παραρτήματα Α.19 και Α.20 της προσφυγής).

206    Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει, πρώτον, ότι, σε μία περίπτωση, ο όρος «Austria» αναφέρεται παράλληλα με την επωνυμία πελάτη τον οποίον φέρεται να προμήθευσε η SLM που δεν ήταν παρούσα στη σύσκεψη αυτή. Η αναφορά αυτή συνοδεύεται από ερωτηματικό. Για τον λόγο αυτό, η εν λόγω αναφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικής σημασίας αυτή καθαυτή, καθώς είναι βέβαιον ότι ο G. θα εξάλειφε κάθε αμφιβολία όσον αφορά το αν η Austria Draht είχε εφοδιάσει τον συγκεκριμένο πελάτη.

207    Ομοίως, όσον αφορά τη συζήτηση για «κατανομή ποσοστώσεων και καθορισμό τιμών», τα σχετικά με την πτυχή αυτή της συσκέψεως δεν είναι πολύ πειστικά όσον αφορά την Austria Draht. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, δεν έχει αναγραφεί κανένα στοιχείο στη γραμμή που αντιστοιχεί στην Austria Draht στο σχετικό πρακτικό της ITC. Το ίδιο ισχύει και για άλλες επιχειρήσεις, όπως η Tréfileurope, η Itas ή η CB, για τις οποίες υπάρχουν αντίστοιχες γραμμές, «αλλά χωρίς καταχώριση». Συνάγεται, έτσι, ότι κατά τη σύσκεψη της 11ης Μαρτίου 1998 έγινε αναφορά στην Austria Draht, χωρίς κάποιος από τους παρισταμένους στη σύσκεψη αυτή, περιλαμβανομένου συνεπώς, του G., να είναι σε θέση ή να επιθυμεί να παράσχει στοιχεία ως προς το ζήτημα αυτό.

208    Ωστόσο, εν γένει, από την εξέταση των πρακτικών ITC διαπιστώνεται ότι οι μετέχοντες στη σύσκεψη της 11ης Μαρτίου 1998 συζήτησαν για τις ποσότητες που παραδόθηκαν και τις τιμές που προτάθηκαν σε ορισμένους πελάτες, και ότι ανέφεραν την επιθυμητή τιμή για το δεύτερο τρίμηνο 1998. Λόγω της συμμετοχής του στη σύσκεψη αυτή, ο G., ο οποίος ήταν, μεταξύ άλλων, ο αντιπρόσωπος της Austria Draht στην Ιταλία, είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει τις εν λόγω πληροφορίες, πράγμα που, ελλείψει άλλων στοιχείων που να αναιρούν την εκτίμηση αυτή, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, εν συνεχεία, ο εν λόγω αντιπρόσωπος μπορούσε να ενεργεί, βάσει των πληροφοριών αυτών σχετικά με την πελατεία και τις τιμές, προς όφελος των επιχειρήσεων που εκπροσωπεί.

4.     Επί της συσκέψεως της 30ής Μαρτίου 1998

209    H τέταρτη σύσκεψη είναι αυτή της 30ής Μαρτίου 1998. Είχε ως αντικείμενο «συζητήσεις για την κατανομή ποσοστώσεων» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι εκπροσωπούνταν οι Redaelli, CB (διά των C. και G.), Itas, ITC, Tréfileurope και Tycsa. Στην εισαγωγή στο παράρτημα αυτό, η Επιτροπή διευκρίνισε, ωστόσο, ότι, όσον αφορά την Ομάδα Ιταλίας, η αναφορά στον G. έχει την έννοια ότι αυτός εκπροσωπούσε τόσο τη CB όσο και την Austria Draht.

210    Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραθέτει τα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της συσκέψεως της 30ής Μαρτίου 1998 ως εξής:

–        «οι μετέχοντες συζητούν εκ νέου για αύξηση της τιμής από 1100 σε 1150 λίρες ανά kg»·

–        «επόμενη συνάντηση με την SLM ([Ch.]) ορίζεται για τις 17 Απριλίου. Συζήτηση για κατανομή ποσοτήτων (σε τόνους) στις CB, ITC, Tréfileurope, Itas, Redaelli, Tycsa, SLM και A(ustria Draht). Καταγράφεται ότι η Tycsa αύξησε την τιμή της»·

–        «σύσκεψη σχετικά με την αγορά της Ιταλίας».

211    Από τις εν λόγω πληροφορίες, εκείνη που παρατίθεται στην πρώτη παύλα της σκέψεως 210 ανωτέρω προέρχεται από πρακτικό καταρτισθέν από την ITC κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, αυτές που παρατίθενται στη δεύτερη παύλα της ίδιας σκέψεως από πρακτικό καταρτισθέν από την Itas κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και εκείνη που παρατίθεται στην τρίτη παύλα της ίδιας σκέψεως από πίνακα καταγραφής των συσκέψεων, συνημμένο στην αίτηση επιείκειας της Tréfileurope, αλλά η πληροφορία αυτή αποτελεί απλώς έμμεση και αόριστη διαπίστωση σχετικά με τη σύσκεψη της 30ής Μαρτίου 1998 (βλ. παραρτήματα G.2 και G.3 της απαντήσεως της Επιτροπής στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, για την ITC, παράρτημα H.3 της απαντήσεως της Επιτροπής στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, για την Tréfileurope).

212    Από τα πρακτικά που είχαν καταρτιστεί από την ITC και την Itas, διαπιστώνεται ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, αντικείμενο των συζητήσεων ήταν πράγματι η προταθείσα σε ορισμένους πελάτες τιμή, μια συμφωνία όσον αφορά τις τιμές, καθώς και σχετικά με τις ποσότητες για διάφορους πελάτες. Η τιμή των 1150 λιρών ανά kg τέθηκε επίσης ως στόχος για τον Απρίλιο του 1998.

213    Εξάλλου, από το καταρτισθέν από την ITC πρακτικό προκύπτει ότι καταρτίστηκε κατάλογος πελατών στον οποίον καταχωρίζονταν για κάθε πελάτη μία ή πλείονες ποσότητες ανάλογα με τον αριθμό των προμηθευτών.

214    Στον κατάλογο αυτόν, υπάρχει η αναγραφή «+ Austria», η οποία κατά πάσα πιθανότητα αναφέρεται στην Austria Draht, μαζί με την επωνυμία του πελάτη «PAMA», για τον οποίον αναγράφονται οι ποσότητες «350/+350».

215    Η αναφορά αυτή, μολονότι είναι μόνη περί εμπλοκής της Austria Draht στις συζητήσεις αυτές, εντάσσεται, εντούτοις σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανταλλαγής πολλών πληροφοριών σχετικά με πελάτες και τιμές, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι G., ο οποίος ήταν, μεταξύ άλλων, αντιπρόσωπος της Austria Draht στην Ιταλία, μετείχε κατά τη σύσκεψη της 30ής Μαρτίου 1998 σε συζητήσεις με αντικείμενο αντίθετο στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και στο άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

5.     Επί της συσκέψεως της 18ης Μαΐου 1998

216    Η πέμπτη σύσκεψη είναι αυτή της 18ης Μαΐου 1998. Είχε ως αντικείμενο «συζητήσεις για την κατανομή ποσοστώσεων και τον καθορισμό τιμών» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι εκπροσωπούνταν οι Redaelli, CB (διά του G.), Itas, ITC, Tréfileurope, Tycsa και Austria Draht (διά του G.).

217    Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραθέτει τα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της συσκέψεως της 18ης Μαΐου 1998 ως εξής:

–        «ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με παραδόσεις στους κύριους πελάτες κάθε παραγωγού»·

–        «οι μετέχοντες συζητούν για τις τιμές που χρέωσαν ή πρόκειται να χρεώσουν (όχι κάτω από 1100 λίρες ανά kg) και για την τιμή που προσέφερε η DWK σε πελάτη»·

–        «συζήτηση για την κατανομή ποσοστώσεων μεταξύ Tréfileurope, Tycsa, ITC, Itas, CB, Redaelli και Austria Draht (συγκεκριμένες ποσότητες)»·

–        «καταρτίστηκε πίνακας 20 πελατών που έχουν κατανεμηθεί μεταξύ CB, Itas, Redaelli, ITC, Tycsa και Tréfileurope».

218    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από τρεις πηγές: πρακτικό της ITC καταρτισθέν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, πρακτικό της Itas καταρτισθέν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και πίνακας στον οποίον καταγράφονται οι συσκέψεις, συνημμένος στην αίτηση επιείκειας της Tréfileurope, και ο οποίος περιέχει έμμεση μόνον και αόριστη αναφορά στη σύσκεψη της 18ης Μαΐου 1998 (βλ. παραρτήματα G.4 και G.5 της απαντήσεως της Επιτροπής στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, για την ITC, παράρτημα H.3 της απαντήσεως της Επιτροπής στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, για την Tréfileurope).

219    Βάσει των πρακτικών της ITC και της Itas, τονίζεται ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, αντικείμενο των συζητήσεων ήταν πράγματι οι τιμές και οι παραδόσεις σε διάφορους πελάτες. Το καταρτισθέν από την ITC πρακτικό περιέχει αναλυτικό πίνακα σχετικά με τους πελάτες, με συγκεκριμένες ενδείξεις όσον αφορά τις CB, Itas, Redaelli, ITC, Tycsa και Tréfileurope. Δεν υπάρχει καμία σχετική με την Austria Draht ένδειξη, ιδίως όσον αφορά την περίπτωση του πελάτη «PAMA».

220    Το πρακτικό της Itas περιέχει, στο πλαίσιο της παρουσιάσεως των πωλήσεων του Απριλίου, ακριβή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις Tréfileurope, Tycsa, ITC, Itas, CB και Redaelli, τα οποία αθροίζονται, συνολικά, σε 5 456 τόνους. Δίπλα στην παρουσίαση αυτή, υπάρχει μεμονωμένη η ένδειξη «Austr 100» και, εν συνεχεία, άλλα στρογγυλοποιημένα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις έξι προαναφερθείσες επιχειρήσεις, τα οποία αθροίζονται σε 5 600 τόνους. Επομένως, η σχετική με την Austria Draht ένδειξη στο πρακτικό αυτό δεν είναι εξίσου σαφής με τις ενδείξεις που αφορούν, π.χ., τη CB.

221    Παρά το γεγονός ότι το σχετικό με την Austria Draht διαθέσιμο αριθμητικό στοιχείο είναι ασαφές και μεμονωμένο, εντούτοις είναι γεγονός ότι, με την παρουσία στη σύσκεψη της 18ης Μαΐου 1998, ο G. αποκόμισε πληροφορίες κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού όσον αφορά τις τιμές και τους πελάτες, πληροφορίες προερχόμενες από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ιταλία.

6.     Επί της συσκέψεως της 19ης Οκτωβρίου 1998

222    Η έκτη σύσκεψη είναι αυτή της 19ης Οκτωβρίου 1998. Είχε ως αντικείμενο την «κατανομή πελατών» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι εκπροσωπούνταν οι Redaelli, Itas, ITC, Tréfileurope και «[G.]». Όπως προαναφέρθηκε, στην εισαγωγή στο παράρτημα αυτό, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η αναφορά στον G. έχει την έννοια ότι αυτός εκπροσωπούσε τόσο τη CB όσο και την Austria Draht.

223    Σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή, κατά τη σύσκεψη της 19ης Οκτωβρίου 1998 έγινε «συζήτηση σχετικά με τους πελάτες και τους προμηθευτές τους (οι οποίοι παρατίθενται ανά πελάτη των Redaelli, SLM, CB, Itas, SLM, Trame, AFT, “TY” (Tycsa), “AD” (Austria Draht)». Οι σχετικές πληροφορίες προέρχονται από πρακτικό της ITC καταρτισθέν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (βλ. παραρτήματα Β.10 του υπομνήματος αντικρούσεως, σ. 201 επ.).

224    Από την πρώτη σελίδα του εν λόγω πρακτικού προκύπτει ότι, σε κατάλογο ο οποίος περιείχε διαφόρους πελάτες, τα αρχικά «AD», πιθανότατα για την Austria Draht, αναγράφονται δίπλα σε πελάτη με την επωνυμία «RDB centro» μαζί με την ένδειξη «1005 totale» ή «1095 totale», στη δε επόμενη σελίδα απαντά η ένδειξη «RDB centro Itas 1100 B».

225    Ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για παραδοθείσες ποσότητες ή, το πιθανότερο, για τιμές, η σχετική με την Austria Draht ένδειξη προέρχεται λογικά από τον G.

226    Εν πάση περιπτώσει, μετέχοντας στη σύσκεψη της 19ης Οκτωβρίου 1998, ο G. είχε πρόσβαση σε αναλυτικά στοιχεία σχετικά με ορισμένους πελάτες των ανταγωνιστών των εταιριών που εκπροσωπούσε, καθώς και τις τιμές που αυτοί χρέωναν, πράγμα που συνιστά παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

7.     Επί της συσκέψεως της 18ης Ιανουαρίου 1999

227    Η έβδομη σύσκεψη είναι αυτή της 18ης Ιανουαρίου 1999. Είχε ως αντικείμενο «συζήτηση για την κατανομή ποσοστώσεων και τον καθορισμός τιμών» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι εκπροσωπούνταν οι Redaelli, CB (διά του G.), Itas, ITC, Tréfileurope, Tycsa και Trame». Όπως προαναφέρθηκε, στην εισαγωγή στο παράρτημα αυτό, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η αναφορά στον G. έχει την έννοια ότι αυτός εκπροσωπούσε τόσο τη CB όσο και την Austria Draht.

228    Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραθέτει τα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της συσκέψεως της 18ης Ιανουαρίου 1999 ως εξής:

–        «συζητήσεις για τους πελάτες και τις τιμές (περιλαμβανομένων των έξτρα) για το πρώτο τρίμηνο. Οι μετέχοντες τονίζουν την ανάγκη να καθοριστεί η τιμή για το 1999 σε 1130 λίρες ανά κιλό, συν ορισμένο ποσό ανάλογα με τη διάμετρο»·

–        «συζήτηση για τις ποσοστώσεις (σε ποσοστά): κατατίθεται (από τη Redaelli Tecna) αναλυτικός πίνακας με ημερομηνία 18 Ιανουαρίου 1999, όπου αναφέρονται οι ποσοστώσεις για τις Redaelli, Itas, CB, ITC “N”, ITC “S”, TE (=Tréfileurope)»·

–        «γνωστοποιείται επίσης ποσότητα (σε τόνους) για τις A(ustria) D(raht), Tycsa, Trame, DWK, SLM».

229    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται, αφενός, από το πρακτικό της ITC, το οποίο είχε καταρτιστεί κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, από δύο έγγραφα που εντοπίστηκαν στις εγκαταστάσεις της Redaelli.

230    Όσον αφορά το καταρτισθέν από την ITC πρακτικό, από την εξέτασή του δεν διαπιστώνεται άμεση σχέση με την Austria Draht, καθώς δεν υπάρχει καμία αναφορά στην εταιρία αυτή. Ωστόσο, τα αριθμητικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο πρακτικό, όπως, π.χ., η ένδειξη τιμής «1130 + έξτρα» για το πρώτο τρίμηνο, αρκούν για να γίνει δεκτό ότι, με την παρουσία του στη σύσκεψη αυτή, ο G. είχε τη δυνατότητα να αποκομίσει πληροφορίες κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, προς όφελος της Austria Draht την οποία αντιπροσώπευε στην Ιταλία.

231    Από τα δύο έγγραφα που εντοπίστηκαν στις εγκαταστάσεις της Redaelli, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι οι σημαντικότερες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στην αγορά της Ιταλίας, ήτοι οι Redaelli, CB, Itas, ITC και Tréfileurope, κατένειμαν μεταξύ τους «ποσόστωση» 100 %, η οποία αντιστοιχούσε σε 64 713 τόνους. Ο όρος «ποσόστωση» αφορά, κατ’ ουσίαν, το σύνολο των πωλήσεων του 1998, όπως προκύπτει από το πρώτο από τα έγγραφα αυτά και επιβεβαιώνεται από την ακρίβεια των αριθμητικών στοιχείων που παρατίθενται στον πίνακα κατανομής του 100 %.

232    Διαπιστώνεται επίσης ότι, στα δύο αυτά έγγραφα, κάτω από την προαναφερθείσα κατανομή του 100 %, υπάρχουν έγγραφες σημειώσεις για την προσθήκη και άλλων επιχειρήσεων, τις οποίες αποκαλούν «outsiders», στο πρώτο από τα έγγραφα αυτά. Επρόκειτο, αρχικώς, για τις Austria Draht και Tycsa, κατόπιν, βάσει χειρόγραφων διορθώσεων, για τις Tycsa, Austria Draht, Trame, SLM και DKW. Με τις επιπλέον αναγραφόμενες ποσότητες, η συνολική ποσότητα αυξήθηκε από 64 713 τόνους σε 84 000 τόνους. Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι ποσότητες που αντιστοιχούν στην Austria Draht και στην Tycsa αναγράφονται επακριβώς και όχι στρογγυλοποιημένες, όπως συμβαίνει με τις Trame, SLM και DKW. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την Austria Draht, ο αναγραφόμενος αριθμός ήταν αρχικώς «607» και, κατόπιν, με χειρόγραφη διόρθωση, αυξήθηκε σε «1 812».

233    Λόγω της παρουσίας του G. στη σύσκεψη αυτή, μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι από αυτόν προήλθαν οι τροποποιήσεις των ποσοτήτων που παρέδωσε η Austria Draht το 1998.

8.     Επί της συσκέψεως της 14ης Δεκεμβρίου 1999

234    Η όγδοη σύσκεψη είναι αυτή της 14ης Δεκεμβρίου 1999. Είχε ως αντικείμενο «συζητήσεις για την κατανομή ποσοστώσεων» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ότι εκπροσωπούνταν οι Redaelli, CB (διά των M. F. και G.), Itas, ITC, Tréfileurope και SLM. Όπως προαναφέρθηκε, στην εισαγωγή στο παράρτημα αυτό, η Επιτροπή διευκρίνισε, ωστόσο, ότι η αναφορά στον G. έχει την έννοια ότι αυτός εκπροσωπούσε τόσο τη CB όσο και την Austria Draht.

235    Σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεί που επικαλείται η Επιτροπή, η σύσκεψη της 14ης Δεκεμβρίου 1999 είχε ως αντικείμενο «την κατανομή πελατών και ποσοστώσεων σε τόνους στις “Red(aelli)”, “Italc(ables)”, “CB”, “Itas”, “SLM” και “A(ustria) D(raht)”».

236    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται, αφενός, από πρακτικό της SLM καταρτισθέν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, από πρακτικό της ITC, το οποίο είχε καταρτιστεί το ίδιο διάστημα και δεν παρέχει επιπλέον πληροφορίες πέραν της ταυτοποιήσεως των επιχειρήσεων και των εκπροσώπων τους.

237    Όσον αφορά την Austria Draht, από την εξέταση του εγγράφου της SLM προκύπτει ότι αυτό περιέχει την ένδειξη «AD 400», μεταξύ τριών άλλων ενδείξεων «RE 4 000», «SLM 300» και «Itas 300». Από την ένδειξη αυτή διαπιστώνεται ότι συζητήθηκε η εν λόγω κατανομή για συγκεκριμένο πελάτη, πράγμα που επιβεβαιώνει τη διενέργεια συζητήσεων για την κατανομή ποσοστώσεων με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, της Austria Draht. Το έγγραφο της SLM περιλαμβάνει άλλες παρόμοιες ενδείξεις, χωρίς όμως αναφορά στην Austria Draht, πράγμα που μαρτυρεί επίσης ότι οι παριστάμενοι συζητούσαν για τους πελάτες τους.

9.     Επί της συσκέψεως της 12ης Ιανουαρίου 2000

238    Η ένατη σύσκεψη είναι αυτή της 12ης Ιανουαρίου 2000. Είχε ως αντικείμενο «συζητήσεις για την κατανομή ποσοστώσεων» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι εκπροσωπούνταν οι ITC, Itas, Tréfileurope και G. Όπως προαναφέρθηκε, στην εισαγωγή στο παράρτημα αυτό, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η αναφορά στον G. έχει την έννοια ότι αυτός εκπροσωπούσε τόσο τη CB όσο και την Austria Draht.

239    Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραθέτει τα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της συσκέψεως της 12ης Ιανουαρίου 2000 ως εξής:

–        «αναλυτικός πίνακας των πωλήσεων των “Red(aelli)”, “ITC”, “CB”, “Itas”, “TE” (Tréfileurope), “SLM”, “TM” (Trame), “TY” (Tycsa), “DWK” και “AD” (Austria Draht)»·

–        «συζήτηση μεταξύ των παρόντων παραγωγών για τους κανόνες της μεταξύ τους κατανομής πελατών και ποσοστώσεων. Οι κανόνες επρόκειτο να ισχύουν και για τις SLM, Trame, Tycsa, DWK και A(ustria) D(raht). Η επιχείρηση δεν δύναται να προσεγγίζει πελάτες άλλων επιχειρήσεων, χωρίς την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη αυτών. Επίσης, κατά τους εν λόγω κανόνες, εάν ένας παραγωγός υπερβεί την ποσόστωσή του σε συγκεκριμένο τρίμηνο, η ποσόστωση αυτή μειώνεται το επόμενο τρίμηνο. Συζητήθηκε επίσης το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως των ποσοστώσεων»·

–        «η CB επιβεβαιώνει ότι αντικείμενο της συσκέψεως ήταν η κατανομή και η εκ νέου εξισορρόπηση των ποσοστώσεων»·

–        «η Tréfileurope επιβεβαιώνει τη σύσκεψη με αντικείμενο την αγορά της Ιταλίας».

240    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται, ως επί το πλείστον, από χειρόγραφα σημειώματα της ITC καταρτισθέντα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, και από μεταγενέστερες των ελέγχων δηλώσεις των CB και Tréfileurope.

241    Από την εξέταση των σχετικών με τη σύσκεψη αυτή χειρόγραφων σημειωμάτων της ITC διαπιστώνεται, πράγματι, ότι στην πρώτη σελίδα υπάρχει πίνακας στον οποίον παρατίθενται, για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά της Ιταλίας αριθμητικά στοιχεία με τρεις κεφαλίδες («1», «2» και «3»), στη δε τελευταία γραμμή αναγράφεται το σύνολο. Συγκεκριμένα, για τη στήλη που αντιστοιχεί στην Austria Draht, αναγράφεται «300» για την κεφαλίδα «1», «=» για την κεφαλίδα «2» και «600» για την κεφαλίδα «3». Τα στοιχεία αυτά είναι λιγότερο ακριβή από εκείνα που αφορούν άλλες επιχειρήσεις, αλλά είναι τοποθετημένα στο ίδιο επίπεδο στον συγκεκριμένο πίνακα και όχι σε άλλο μέρος, οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για διάκριση ή για διαχωρισμό.

242    Ο πίνακας αυτός περιέχει τέσσερα ονόματα, μεταξύ αυτών και του G. Υπάρχει, επίσης, η ένδειξη «RDB 1080 Base!», η οποία ενδεχομένως αναφέρεται στην τιμή που θα προσφέρεται στην αγορά. Στη δεύτερη σελίδα του εγγράφου αυτού γίνεται λόγος για τους κανόνες που ανέφερε η Επιτροπή (δεύτερο σημείο της σκέψεως 239 ανωτέρω). Επομένως, υπάρχει ρητή αναφορά στην AD.

243    Συνεπώς, το έγγραφο αυτό τεκμηριώνει τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τη σύσκεψη της 12ης Ιανουαρίου 2000, ήτοι, όσον αφορά την Austria Draht και πέραν της διαπιστώσεως περί ανταλλαγής ευαίσθητων από εμπορικής απόψεως πληροφοριών, τη διαπίστωση περί πραγματικής συμμετοχής, διά του G., στον καθορισμό ορισμένων κανόνων για την κατανομή των πελατών και, ενδεχομένως, ακόμη και για τον καθορισμό τιμής για έναν πελάτη.

10.  Επί της συσκέψεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2000

244    Η δέκατη σύσκεψη είναι αυτή της 19ης Σεπτεμβρίου 2000. Είχε ως αντικείμενο «συζητήσεις για την κατανομή ποσοστώσεων» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι εκπροσωπούνταν οι Redaelli, CB (διά των C. και G.), ITC, Itas, Tréfileurope και SLM. Όπως προαναφέρθηκε, στην εισαγωγή στο παράρτημα αυτό, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η αναφορά στον G. έχει την έννοια ότι αυτός εκπροσωπούσε τόσο τη CB όσο και την Austria Draht.

245    Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραθέτει τα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της συσκέψεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2000 ως εξής:

–        «διενέργεια ελέγχου από τις 2 έως τις 7 Οκτωβρίου»·

–        «ανταλλαγή πληροφοριών για τις εξαγωγές. Η SLM επιθυμεί να μείνει εκτός της Ομάδας Ευρώπης. Έγκριση στη Γαλλία εντός του μηνός και στην Ευρώπη εντός έξι μηνών. Στη Γερμανία αμέσως»·

–        «κατάλογος προταθείς από τη Vercelli [Tréfileurope]: αναλυτική κατανομή ποσοστώσεων πωλήσεως (σε τόνους και ποσοστό) για τις Redaelli, ITC, Itas, CB, AFT, SLM, Trame, Tycsa, DK, A(ustria) D(raht) και TE (Tréfileurope)»·

–        «η CB επιβεβαιώνει τη σύσκεψη: κατανομή πελατών στην αγορά της Ιταλίας»·

–        «Η Tréfileurope επιβεβαιώνει επίσης».

246    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται, ως επί το πλείστον, από πρακτικό της ITC, καταρτισθέν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, και από δηλώσεις των CB και Tréfileurope μετά τους ελέγχους (βλ. παράρτημα B.10 σ. 218 του υπομνήματος αντικρούσεως, για την ITC και διοικητικό φάκελο, σ. 16113-16).

247    Από το πρακτικό αυτό πράγματι προκύπτει ότι, πέραν μιας συζητήσεως για την εμπορική ανάπτυξη της SLM, οι συζητήσεις κατά τη σύσκεψη αυτή αφορούσαν κυρίως πρόταση του V. για κατανομή 120 000 τόνων, από την οποία προκύπτει ότι το μερίδιο της Austria Draht ανερχόταν σε 2 400 τόνους, ήτοι το 2 % της ποσότητας αυτής. Επομένως, το έγγραφο αυτό επιβεβαιώνει τα διαλαμβανόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. τρίτη περίπτωση της σκέψεως 245 ανωτέρω).

11.  Επί της συσκέψεως της 10ης Ιουνίου 2001

248    H ενδέκατη σύσκεψη είναι αυτή της 10ης Ιουνίου 2001. Αφορούσε «κατανομή ποσοστώσεων» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι εκπροσωπούνταν οι Redaelli, ITC, Itas, Tréfileurope, SLM και G. Όπως προαναφέρθηκε, η αναφορά στον G. έχει την έννοια ότι αυτός εκπροσωπούσε τόσο τη CB όσο και την Austria Draht.

249    Σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή, κατά τη σύσκεψη της 10ης Ιουνίου 2001 συζητήθηκε «πίνακας με τα μερίδια αγοράς, σε τόνους και ποσοστά, των ITC, Redaelli, CB, SLM, Itas, [Tréfileurope], αφενός ([ήτοι] 89 % ή 106 800 τόνοι), και των Trame, [Tycsa], DWK και Austria [Draht], αφετέρου ([ήτοι] 13 200 τόνοι = 11 %)».

250    Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από έγγραφο εντοπισθέν στις εγκαταστάσεις της ITC, το οποίο περιέχει τα προαναφερθέντα στοιχεία. Η ένδειξη «Austria», πιθανόν για την «Austria Draht», εμφανίζεται στον πίνακα αυτόν με τις ενδείξεις «1 920» τόνοι (ή «2 000» σε άλλη περίπτωση), ποσότητα που αντιστοιχεί στο 1,6 % της προαναφερθείσας ποσότητας (120 000 τόνοι). Το έγγραφο αυτό επιβεβαιώνει τα διαλαμβανόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. παράρτημα B.10 σ. 220 του υπομνήματος αντικρούσεως).

12.  Επί της συσκέψεως της 23ης Οκτωβρίου 2001

251    Η δωδέκατη σύσκεψη είναι αυτή της 23ης Οκτωβρίου 2001. Κατά τη σύσκεψη αυτή, «η Austria Draht αναφέρεται, αλλά χωρίς καταχώριση» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι εκπροσωπούνται οι Redaelli, CB, ITC, Itas, Tréfileurope, SLM και G. Όπως προαναφέρθηκε, η αναφορά στον G. έχει την έννοια ότι αυτός εκπροσωπούσε τόσο τη CB όσο και την Austria Draht.

252    Σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή, η σύσκεψη της 23ης Οκτωβρίου 2001 έγινε συζήτηση για «ποσοστώσεις πωλήσεως καθορισθείσες για τους Ιταλούς παραγωγούς» και για «σύγκριση με τις πωλήσεις που είχαν πραγματοποιήσει έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001 (74 814 τόνοι)», η πληροφορία δε αυτή συνοδεύεται από «ερωτηματικό ως προς τις Trame, Spagnia, Austria και DWK». Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από έγγραφο εντοπισθέν στις εγκαταστάσεις της ITC (βλ. διοικητικό φάκελο, σ. 5106-07).

253    Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι, δίπλα στην ένδειξη «Austria», πιθανόν για την «Austria Draht», σε πίνακα στον οποίον καταγράφονταν οι πραγματοποιηθείσες έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001 πωλήσεις, συνολικού ύψους 74 814 τόνων, και ο οποίος περιείχε σύγκριση μεταξύ προβλεπομένων και πραγματοποιηθεισών πωλήσεων, υπάρχει ερωτηματικό, όπως και για τις Trame, DWK και Spagnia.

254    Επομένως, η σύσκεψη αυτή δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τη διαπίστωση ότι ο G., ο οποίος αντιπροσώπευε την Austria Draht στην Ιταλία, είχε πρόσβαση σε πληροφορίες κατά παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού, περιλαμβανομένων των πληροφοριών που προαναφέρθηκαν σχετικά με τις πωλήσεις των Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM, καθώς και σε άλλες πληροφορίες σχετικά με τις τιμές που πρότειναν ορισμένες επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνταν στην Ιταλία και επίσης περιλαμβάνονταν στο καταρτισθέν από την ITC πρακτικό, και ότι, λόγω της προσβάσεώς του αυτής, επηρεάστηκε ενδεχομένως η συμπεριφορά του στην αγορά.

13.  Επί της συσκέψεως της 11ης Ιανουαρίου 2002

255    Η δέκατη τρίτη σύσκεψη είναι αυτή της 11ης Ιανουαρίου 2002, κατά την οποία υπήρξε «ανταλλαγή πληροφοριών για το προηγούμενο έτος και έγινε προσπάθεια κατανομής ποσοστώσεων για το 2002» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

256    Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι εκπροσωπούνται οι CB, ITC, Itas, Tréfileurope, SLM και G. Όπως προαναφέρθηκε, η αναφορά στον G. έχει την έννοια ότι αυτός εκπροσωπούσε τόσο τη CB όσο και την Austria Draht.

257    Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραθέτει τα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της συσκέψεως της 11ης Ιανουαρίου 2002 ως εξής:

–        «συζητήσεις για πελάτες» ·

–        «ανταλλαγή πληροφοριών αναλυτικών πληροφοριών σχετικά με τι ποσότητες των πωλήσεων των παραγωγών (Ιταλών: Red, Itas, CB, ITC, SLM, [Tréfileurope (AFT)] και αλλοδαπών, Austria [Draht], DWK και Tycsa) στην Ιταλία το 2001»·

–        «συζήτηση για την Trame»·

–        «όσον αφορά τους παραγωγούς, προβλεπόμενες και πραγματικά πωληθείσες ποσότητες και διαφορές μεταξύ αυτών, για τις ITC, Redaelli, CB, SLM, Itas, AFT. Επόμενη σύσκεψη στις 22 Ιανουαρίου, συγκεκριμένη πρόταση: μείωση κατά το δυνατόν του αριθμού των κατανεμημένων πελατών».

258    Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από της ITC, καταρτισθέν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, και από πρακτικό της SLM, καταρτισθέν κατά τον ίδιο χρόνο (βλ. παραρτήματα G.8 και G.9 της απαντήσεως της Επιτροπής στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ως προς τις ITC και την SLM).

259    Από την εξέταση των εγγράφων αυτών προκύπτουν δύο δέσμες επισημάνσεων.

260    Πρώτον, από το καταρτισθέν από την ITC πρακτικό προκύπτει ότι η σύσκεψη αφορούσε τις πωληθείσες το 2001 ποσότητες, ήτοι 112 522 τόνους (βλ. δεύτερη περίπτωση της σκέψεως 257 ανωτέρω). Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι σχετικές με ορισμένους παραγωγούς ποσότητες, ήτοι τις Redealli, Itas, CB, ITC, Tréfileurope (AFT) και SLM, βρίσκονται σε στήλη στα αριστερά του πίνακα που περιλαμβάνεται στο εν λόγω πρακτικό και καταγράφονται με ακρίβεια, σε αντίθεση με τις ποσότητες που σχετίζονται με άλλους παραγωγούς, τις Trame, Austria (πιθανόν Austria Draht με 1 300 τόνους) και DWK, οι οποίες βρίσκονται σε στήλη στα δεξιά του ίδιου πίνακα και είναι στρογγυλοποιημένες, συνοδεύονται δε από ερωτηματικό. Όσον αφορά την Tycsa, η επωνυμία της, η οποία αρχικά βρισκόταν στη δεξιά πλευρά, διαγράφηκε και προστέθηκε στην αριστερή πλευρά του ίδιου πίνακα για την ίδια ποσότητα (4 200 τόνους). Η διαφορά αυτή μεταξύ των έξι πρώτων παραγωγών και των υπολοίπων επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στο καταρτισθέν από την ITC πρακτικό επίσης παρατίθεται πίνακας σχετικός με τις ποσότητες τριών ετών (1999, 2000 και 2001), στον οποίον έχουν καταχωριστεί μόνον οι Itas, CB, ITC, Tréfileurope (AFT), SLM (χωρίς στοιχεία για το 1999) και Redaelli (βλ. τέταρτο σημείο της σκέψεως 257 ανωτέρω). Οι προηγηθείσες παρατηρήσεις ισχύουν προκύπτουν και από το πρακτικό της SLM.

261    Βάσει των εγγράφων αυτών, μπορεί, συνεπώς, να διαπιστωθεί ότι οι επιχειρήσεις που αποτελούσαν αντικείμενο συζητήσεως εντός της Ομάδας Ιταλίας χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες. Αφενός, η κύρια κατηγορίες, αποτελούμενη από τις Redaelli, CB, Itas και ITC, καθώς και την Tréfileurope και, τουλάχιστον από το 2000, την SLM. Για τις επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής, οι μετέχοντες στη σύσκεψη της 11ης Ιανουαρίου 2002 διέθεταν ακριβή στοιχεία για τρία έτη. Αφετέρου, για τη δευτερεύουσας σημασίας κατηγορία, που απαρτιζόταν από τις Trame, Austria Draht και DWK, για τις οποίες τα διαθέσιμα στοιχεία έχουν προδήλως καταγραφεί κατά προσέγγιση και παρατίθενται αποκλειστικά και μόνον για τον υπολογισμό του συνόλου των ποσοτήτων που πωλήθηκαν το 2001 κατόπιν της υποβολής των σχετικών με τις σημαντικότερες επιχειρήσεις στοιχείων.

262    Δεύτερον, από το περιεχόμενο της σχετικής με τους πελάτες συζητήσεως που παρατίθεται στα πρακτικά της ITC και της SLM (βλ. πρώτο στοιχείο της σκέψεως 257 ανωτέρω), εντοπίζονται αναφορές στις επισημάνσεις της SLM και της Redaelli. Ομοίως, στα εν λόγω πρακτικά το όνομα του G. καταγράφεται σε σχέση με τη συζήτηση αυτή, ειδικότερα όσον αφορά τον πελάτη «FIORONI x Algerie» για τον οποίον αναφέρεται συγκεκριμένη τιμή («1 115» λίρες). Είναι εύλογη η υπόθεση ότι ο πελάτης αυτός είναι της CB και όχι της Austria Draht, πλην όμως δεν αμφισβητείται ότι, με την παρουσία του στη σύσκεψη της 11ης Ιανουαρίου 2002 και με τις παρεμβάσεις του, ο G. μετείχε σε συζητήσεις με περιεχόμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, από τις οποίες θα μπορούσαν να επωφεληθούν οι επιχειρήσεις τις οποίες εκπροσωπεί.

263    Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή, συνολικά εξεταζόμενα, στοιχειοθετούν μεν τα διαλαμβανόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, διευκρινιζομένου όμως ότι ο βαθμός της ακρίβειας των πληροφοριών που αντηλλάγησαν κατά τη συνάντηση αυτή δεν ήταν ο ίδιος για όλες τις επιχειρήσεις, καθώς οι πληροφορίες για τις Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM ήταν ακριβέστερες και περισσότερες τουλάχιστον από τις σχετικές με τις Trame, Austria Draht και DWK.

14.  Επί της συσκέψεως της 30ής Απριλίου 2002

264    Η δέκατη τέταρτη σύσκεψη είναι αυτή της 30ής Απριλίου 2002. Κατά τη σύσκεψη αυτή «αναφέρθηκε ρητώς ότι ο G. πρέπει να εγγυηθεί την ποσότητα, αλλιώς η [Austria Draht] θα “εξοβελιστεί” έως το καλοκαίρι» (υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι εκπροσωπούνται οι Redaelli, ITC, Itas, Tréfileurope, SLM και G. Όπως προαναφέρθηκε, η αναφορά στον G. έχει την έννοια ότι αυτός εκπροσωπούσε τόσο τη CB όσο και την Austria Draht.

265    Σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή, κατά τη σύσκεψη της 30ής Απριλίου 2000 συζητήθηκε «η κατάσταση των εισαγωγών στην Ιταλία (περιγραφή των “κινδύνων”) και η αποχώρηση της SLM από την ομάδα»· κατά τη σύσκεψη, έγινε λόγος για “απειλή αποβολής της Austria Draht από τη σύμπραξη εφόσον δεν εγγυηθεί ορισμένη ποσότητα “έως το καλοκαίρι (2002)”».

266    Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από πρακτικό της ITC, καταρτισθέν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Σε αυτό αναφέρονται, όσον αφορά την «Austria», ήτοι πιθανόν την Austria Draht, τα εξής: «[G.] deve garantire quantità altrimenti entro l’estate lo liquidano». Η ένδειξη αυτή παρατίθεται κατά την απαρίθμηση διαφόρων κινδύνων («pericolo») (βλ. παράρτημα A.16 του δικογράφου της προσφυγής).

267    Οι διάδικοι διαφωνούν ως προς τα προαναφερθείσες εκφράσεις.

268    Κατά τις προσφεύγουσες, οι οποίες προβάλλουν ότι δεν τους δόθηκε, πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους επί της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών από την Επιτροπή, δεν έχει ληφθεί υπόψη των πλαίσιο των εκφράσεων αυτών. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες θέτουν το ερώτημα γιατί ένας μετέχων στη σύμπραξη θα έπρεπε να αποκλειστεί εφόσον δεν εισάγει τη συμφωνηθείσα ποσότητα. Από τη σχετική με την Austria Draht ένδειξη δεν μπορεί να συναχθεί απειλή αποκλεισμού της, καθώς η λέξη «lo» αναφέρεται στην «[G.]», η δε απόδοση της λέξεως «liquidare» με τη λέξη «εξοβελισμός» είναι ανακριβής. Για τους μετέχοντες στη σύσκεψη αυτή, η «Austria» αποτελούσε «κίνδυνο» και δεν μπορούσε να θεωρηθεί μέλος της Ομάδας Ιταλίας.

269    Κατά την Επιτροπή, είναι πρόδηλο το συμφέρον των μετεχόντων στη σύσκεψη για σταθεροποίηση των ποσοστώσεων και των τιμών, διά της αποφυγής της υπερβολικής ζήτησης στην Ιταλία. Εν προκειμένω, είναι εύλογη η θέση ότι, όσον αφορά την εκπροσώπηση της Austria Draht από τον G., αυτός όφειλε να τηρήσει την χορηγηθείσα ποσόστωση.

270    Εν προκειμένω, πιθανολογείται ότι οι μετέχοντες στη σύσκεψη ζήτησαν από τον G., ως αντιπρόσωπο της Austria Draht στην Ιταλία, να τηρήσει τη χορηγηθείσα ποσόστωση. Εν γένει, χωρεί επίκληση της συσκέψεως αυτής επίσης προς στοιχειοθέτηση της διαπιστώσεως ότι ο G., διά της παρουσίας του, είχε τη δυνατότητα να πληροφορηθεί για τους κινδύνους που θεωρούν ότι αντιμετωπίζουν οι σημαντικότερες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ιταλία και να ενεργήσει αναλόγως.

271    Συνοψίζοντας, πρώτον, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, μετά την εξέταση των εγγράφων που σχετίζονται με τις δεκατέσσερις συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας οι οποίες παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση και στις οποίες έχει αποδειχθεί η παρουσία του G., είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η συμμετοχή του προσώπου αυτού σε συμφωνίες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού εξ ονόματος και για λογαριασμό της Austria Draht, περιλαμβανομένων των συζητήσεων σχετικά με τις ποσότητες και τις τιμές.

272    Δεύτερον, επισημαίνεται επίσης ότι, όπως προκύπτει από τα έγγραφα αυτά, η Austria Draht θεωρούνταν δευτερεύουσας σημασίας επιχείρηση της οποίας η συμπεριφορά έχρηζε αξιολογήσεως, με συνέπεια να υπάρχουν ενίοτε εκτιμήσεις ή και ερωτηματικά όσον αφορά τις ποσότητες που διέθετε στο εμπόριο, χωρίς ωστόσο η εταιρία αυτή να είναι ενταγμένη στον μηχανισμό συντονισμού που είχαν δημιουργήσει οι δραστηριοποιούμενες στην ιταλική αγορά επιχειρήσεις. Επομένως, ο ρόλος της Austria Draht εντός της Ομάδας Ιταλίας δεν μπορεί να εξομοιωθεί απολύτως με τον ρόλο των σημαντικότερων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη αγορά, όπως είναι οι Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και, κατόπιν, η SLM.

273    Τρίτον, παρά τον περιθωριακό ρόλο της Austria Draht ως επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται στην αγορά της Ιταλίας, όπου θεωρούνταν δευτερεύουσας σημασίας επιχείρηση, προκύπτει ότι, επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, οι κύριες επιχειρήσεις της αγοράς αυτής είχε θεωρήσει ότι η Austria Draht εκπροσωπούνταν από τον G., ο οποίος εκπροσωπούσε και τη CB εντός της Ομάδας Ιταλίας. Η διττή αυτή εκπροσώπηση αποτελούσε, επομένως, πλεονέκτημα τόσο για τις επιχειρήσεις που μπορούσαν να επηρεάσουν έναν παράγοντα ανταγωνισμού, όσο και για τον G., ο οποίος μπορούσε να ενεργεί έχοντας υπόψη του αναλυτικές πληροφορίες τις οποίες αποκόμιζε από τη συμμετοχή του στις συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας.

15.  Επί των λοιπών συσκέψεων και εγγράφων που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση

274    Τα ως άνω συμπεράσματα ενισχύονται από την εξέταση των εγγράφων των σχετικών με άλλες συσκέψεις που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι τις συσκέψεις κατά τις οποίες συζητούνταν η περίπτωση της Austria Draht χωρίς να αναφέρεται παρουσία του G. και εκείνες κατά τις οποίες αναφέρεται η παρουσία του G. και κατά τις οποίες διευκρινίζεται ότι εκπροσωπεί την Austria Draht, χωρίς όμως οι συζητήσεις να αφορούν ειδικά την Austria Draht.

275    Για παράδειγμα, επισημαίνεται ότι, κατά τη σύσκεψη της 22ας Δεκεμβρίου 1997, στην οποία παρίστατο τουλάχιστον η ITC, κατά τα εκτιθέμενα στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα του παραρτήματος 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κοινοποιήθηκαν ορισμένοι πίνακες σχετικά με τις ποσότητες «attrib» (μάλλον «attribuées», «αποδοθεί») σε διάφορους πελάτες από διαφόρους προμηθευτές, περιλαμβανομένης της «Austria» (μάλλον Austria Draht). Σε πίνακα που καταρτίστηκε κατά τη σύσκεψη αυτή καταγράφονται οι πελάτες τους οποίους προμηθεύουν οι Redaelli, ITC, Itas, Tréfileurope, SLM, Trame και Austria Draht.

276    Στον σχετικό με την Austria Draht πίνακα, απεικονίζονται οι ποσότητες με τις οποίες έχει προμηθεύσει η εν λόγω επιχείρηση, καθώς και οι λοιπές επιχειρήσεις σε εννέα κατονομαζόμενους πελάτες, οι δε επωνυμίες δύο ακόμη πελατών έχουν προστεθεί χειρόγραφα με την ένδειξη είτε για τον έναν είτε για τον άλλον («PAMA» και «RDB») της ποσότητας που τους προμήθευσε η Austria Draht («200» τόνοι). Οι πίνακες αυτοί εμφαίνουν ότι τα μέλη της Ομάδας Ιταλίας διέθεταν πολύ συγκεκριμένες ενδείξεις όσον αφορά τις ποσότητες και τους προμηθευτές των ποσοτήτων αυτών, από τον μεγαλύτερο έως τον μικρότερο, στους οποίους είχαν απευθυνθεί οι ιταλοί πελάτες (βλ. παράρτημα B.10 του υπομνήματος αντικρούσεως, σ. 179 και 180, και διοικητικό φάκελο, σ. 5333, 40-46)

277    Ομοίως, πολλά από τα έγγραφα της δικογραφίας εμφαίνουν ότι τα μέλη της Ομάδας Ιταλίας διέθεταν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις ποσότητες που είχαν πωληθεί από την Austria Draht και άλλους σε Ιταλούς πελάτες (βλ., π.χ., παράρτημα 3 της αποφάσεως και παράρτημα 10 του υπομνήματος αντικρούσεως, σ. 188 έως 197, τους πίνακες «Trefolo 2001», που παρατίθενται και στις σ. 221 έως 229). Βάσει των πληροφοριών αυτών τα μέλη της Ομάδας Ιταλίας μπορούσαν να γνωρίζουν ποιο μερίδιο θα δώσουν στην Austria Draht.

278    Από το σύνολο των εγγράφων αυτών διαπιστώνεται ότι εντός της Ομάδας Ιταλίας διακινούνταν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις ποσότητες που πωλούνταν από τους μεν και τους δε, της Αustria Draht περιλαμβανομένης, σε διάφορους Ιταλούς πελάτες.

279    Συνεπώς, από το σύνολο των προαναφερθέντων εγγράφων αποδεικνύεται επαρκώς ότι η Austria Draht μετείχε, διά του G. και στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που του είχαν ανατεθεί, σε διάφορες πρακτικές που αποφασίζονταν εντός της Ομάδας Ιταλίας.

 Γ – Επί των διαφόρων δηλώσεων τις οποίες επικαλούνται οι διάδικοι

280    Οι δηλώσεις τις οποίες επικαλούνται οι διάδικοι, είτε πρόκειται για δηλώσεις μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων είτε για δηλώσεις στο πλαίσιο αιτήσεων για απαλλαγή από το πρόστιμο ή για μείωση του προστίμου, δεν αρκούν για να αναιρεθεί το συμπέρασμα το οποίο διατυπώνεται στη σκέψη 279 ανωτέρω και στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην εξέταση σύγχρονων με την επίμαχη σύμπραξη στοιχείων, προερχόμενων από πρακτικά διαφόρων συσκέψεων στις οποίες μετείχαν οι μετέχοντες στη σύμπραξη αυτή.

281    Τα εν λόγω σύγχρονα με τη σύμπραξη στοιχεία αποδεικνύουν ότι τα λοιπά μέλη της Ομάδας Ιταλίας θεωρούσαν ότι ο G. είναι ο αντιπρόσωπος της Austria Draht στην Ιταλία. Οδηγούν επίσης στο συμπέρασμα ότι, ως αντιπρόσωπος της Austria Draht για την Ιταλία, ο G. γνωστοποίησε στα μέλη της Ομάδας Ιταλίας πληροφορίες σχετικές με τις δραστηριότητές της και, σε κάθε περίπτωση, αποσπούσε αναλυτικές πληροφορίες σχετικές με τη δραστηριότητα των ανταγωνιστών της Austria Draht στην αγορά της Ιταλίας.

282    Επιπλέον, όπως αναφέρει η Επιτροπή, τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από δηλώσεις των ITC και DWK στο πλαίσιο των αιτήσεών τους επιείκειας. Συγκεκριμένα, η ITC, η οποία προσκόμισε πολλά σχετικά με την Ομάδα Ιταλίας έγγραφα, δηλώνει σαφώς ότι ο G. μετείχε στις συσκέψεις αυτές για λογαριασμό της CB, αλλά και ως «αντιπρόσωπος της Austria Draht στην Ιταλία». Ομοίως, η DWK, όταν αναφέρεται στον G., διευκρινίζει ότι αυτός είναι «αντιπρόσωπος της [CB] και της Austria Draht στην Ιταλία» (βλ. παραρτήματα B.4 και B.5 του υπομνήματος αντικρούσεως).

283    Το περιεχόμενο της δηλώσεως του G., ο οποίος αναφέρει κατ’ ουσίαν ότι μετείχε για λογαριασμό της CB στις συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας και ότι ουδέποτε ενεπλάκη σε δραστηριότητες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού για λογαριασμό της Austria Draht ούτε γνωστοποίησε σε αυτήν πληροφορίες τις οποίες είχε αποκομίσει από τις συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας, και το περιεχόμενο της δηλώσεως που υποβλήθηκε εξ ονόματος του V. (Tréfileurope), από την οποία προκύπτει ότι ο G. ουδέποτε μετείχε σε συμφωνίες συμπράξεως εξ ονόματος της Austria Draht, δεν επαρκούν για να αμφισβητηθούν τα συμπεράσματα που εξάγονται από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είναι ως επί το πλείστον σύγχρονα των πραγματικών περιστατικών. Έναντι των στοιχείων αυτών, οι προαναφερθείσες δηλώσεις δεν αρκούν προς αντίκρουση των συμπερασμάτων που εξάγονται από άλλα στοιχεία της δικογραφίας. Ειδικότερα, υπενθυμίζονται, συναφώς, ότι από τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τη σύσκεψη της 24ης Ιουνίου 1997 (βλ. σκέψεις 199 έως 202 ανωτέρω) προκύπτει ότι η CB παρουσίασε τον G. στην Tréfileurope, επισημαίνοντάς της ότι αυτός εκπροσωπεί την Austria Draht και ότι, μέσω αυτού μεταξύ άλλων, μπορεί να εξασφαλιστεί η ισορροπίας της αγοράς της Ιταλίας (βλ. παραρτήματα A.2 και A.3 της προσφυγής και παράρτημα B.6 του υπομνήματος αντικρούσεως).

284    Το ίδιο ισχύει για το περιεχόμενο των τριών δηλώσεων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες στις 14 Οκτωβρίου 2011, και συγκεκριμένα από τη δήλωση στελέχους της ITC και στελέχους της Redaelli, της 27ης Ιουλίου 2011, και από τη δήλωση στελέχους της SLM, της 18ης Ιουλίου 2011, οι οποίοι δηλώνουν, κατ’ ουσίαν, ότι ο G. παρενέβαινε στις συσκέψεις μόνον εξ ονόματος και για λογαριασμό της CB και ότι, ακόμη και αν τα τρία αυτά πρόσωπα γνώριζαν ότι ο G. εκπροσωπούσε και την Austria Draht, αυτός ουδέποτε παρέσχε πληροφορίες για την εταιρία αυτή. Οι δηλώσεις αυτές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά την ένδικη διαδικασία δεν επαρκούν προς αντίκρουση των συμπερασμάτων που εξάγονται από άλλα στοιχεία της δικογραφίας. Μολονότι και από τις δηλώσεις αυτές προκύπτει ότι οι εκπρόσωποι των τριών αυτών επιχειρήσεων γνώριζαν ότι ο G ήταν ο αντιπρόσωπος της Austria Draht στην Ιταλία, εντούτοις, κατά το μέρος που υποστηρίζουν ότι G. ενεργούσε μόνο για λογαριασμό της CB, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το πρόσωπο αυτό, με την παρουσία του και μόνο στις συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας, είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει πληροφορίες κατά παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού για τους πελάτες και τις τιμές. Επιπλέον, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, από τη δικογραφία απορρέει επανειλημμένως το συμπέρασμα ότι το πρόσωπο που έχει γνωστοποιήσει πληροφορία σχετική με την Austria Draht είναι ο G.

285    Όσον αφορά τις δηλώσεις εξ ονόματος άλλων επιχειρήσεων που μετείχαν στην Ομάδα Ιταλίας, τις οποίες επικαλέστηκαν οι διάδικοι, προκύπτει ότι ακόμη και αν η CB δεν αναφέρει την Austria Draht ως μέλος της Ομάδας Ιταλίας, τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι ο G. εκπροσωπούσε ως επί το πλείστον τη CB και όχι την Austria Draht και ότι αυτός θεωρούνταν ενταγμένος στη CB (βλ., π.χ., την παρουσία του στην ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής στην αντιπροσωπεία της CB). Από τα πραγματικά περιστατικά και, ιδίως, από την έκθεση που κατάρτισε η Tréfileurope για τη σύσκεψη της 24ης Ιουνίου 1997 με τη CB, προκύπτει ότι ο G. είχε παρουσιαστεί από τη CB ως εκπρόσωπος τόσο της CB, αλλά και της Austria Draht, ιδιότητα από την οποία μπορούσε να αντλήσει πλεονέκτημα. Όσον αφορά τις SLM, Redaelli και Trame, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν αναφέρουν ρητώς την Austria Draht ως μέλος της Ομάδας Ιταλίας δεν αρκεί προς αντίκρουση των συναγομένων από άλλα στοιχεία της δικογραφίας συμπερασμάτων. Τούτο, ωστόσο, ενισχύει τη γενική εντύπωση που απορρέει από τα προεκτεθέντα αποδεικτικά στοιχεία ότι, σε κάθε περίπτωση, η Austria Draht θεωρούνταν δευτερεύουσας σημασίας επιχείρηση στην αγορά της Ιταλίας.

 Δ – Διάρκεια της προσαπτομένης στην Austria Draht παραβάσεως

286    Όσον αφορά την Ομάδα Ιταλίας, από τη δικογραφία αποδεικνύεται επαρκώς ότι η συμμετοχή της Austria Draht στη σύμπραξη άρχισε με τη σύσκεψη της 15ης Απριλίου 1997 και τερματίστηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2002, όταν η Επιτροπή προέβη στη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων στις εγκαταστάσεις, μεταξύ άλλων, την Redaelli, CB, Itas, ITC και Tréfileurope.

287    Συνεπώς, από τη δικογραφία αποδεικνύεται επαρκώς ότι η Austria Draht και, κατά συνέπεια, η voestalpine μετείχαν στην Ομάδα Ιταλίας, διά του G., στον οποίον η Austria Draht είχε αναθέσει την εμπορία του παραγομένου από αυτήν APC στην Ιταλία, από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002.

 Ε – Συμπέρασμα επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

288    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή στοιχειοθέτησε επαρκώς κατά νόμον τους λόγους για τους οποίους η συμπεριφορά του G. εντός της Ομάδας Ιταλίας μπορεί να καταλογιστεί στις Austria Draht και voestalpine όσον αφορά τις δραστηριότητες που του είχαν ανατεθεί στην Ιταλία.

289    Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

III –  Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως της Επιτροπής ότι οι προσφεύγουσες μετείχαν σε ενιαία παράβαση με κοινή συμμετοχή της Ομάδας Ιταλίας και της Ομάδας Ευρώπης

290    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι voestalpine και Austria Draht προβάλλουν ότι η Επιτροπή, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι μπορεί να καταλογίσει στην Austria Draht την παραβατική συμπεριφορά, εντός της Ομάδας Ιταλίας, του αντιπροσώπου της στην Ιταλία, εντούτοις δεν μπορεί να της καταλογίσει συμμετοχή σε ενιαία παράβαση με κοινή συμμετοχή της Ομάδας Ιταλίας και άλλων επιμέρους συμπράξεων αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, όπως έπραξε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Austria Draht δεν μετείχε σε συμφωνίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και δεν μπορούσε να έχει γνώση του συνολικού σχεδίου.

291    Είναι, καταρχάς απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η μη συμμετοχή της Austria Draht στην Ομάδα Ζυρίχης, στη συμφωνία του Νότου ή στην Ομάδα Ευρώπης αρκεί για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι δεν μετείχαν σε ενιαία παράβαση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη νομολογία, μπορεί να καταλογιστεί σε επιχείρηση ευθύνη για συμμετοχή σε τέτοια παράβαση στην περίπτωση που η εν λόγω επιχείρηση είχε ως σκοπό να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς που επιδιώκουν οι μετέχοντες στη σύμπραξη και γνώριζε τις παραβατικές συμπεριφορές που σχεδιάζονταν ή εφαρμόστηκαν από άλλες επιχειρήσεις προς εκπλήρωση του ίδιου σκοπού, ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ήταν έτοιμη να αναλάβει τον σχετικό κίνδυνο. Επομένως, η επιχείρηση μπορεί επίσης να έχει συμμετάσχει ευθέως σε μέρος μόνον των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που συνθέτουν την ενιαία και διαρκή παράβαση, αλλά να γνώριζε το σύνολο των λοιπών παραβατικών συμπεριφορών τις οποίες είχαν κατά νου ή ανέπτυσσαν οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή να μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και να αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, οπότε η Επιτροπή ορθώς καταλογίζει στην επιχείρηση αυτή την ευθύνη για το σύνολο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που συνθέτουν την εν λόγω παράβαση και, συνεπώς, για την παράβαση στο σύνολό της (βλ., συναφώς, σκέψεις 119 έως 124 ανωτέρω).

292    Πάντως, εν προκειμένω, αυτή είναι προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή, η οποία προσάπτει στην Austria Draht συμμετοχή στην ενιαία παράβαση λόγω, αφενός και ειδικότερα, της συμμετοχής της στην Ομάδα Ιταλίας διά του G., του αντιπροσώπου της στην Ιταλία, και, αφετέρου, πολλών ενδείξεων σποραδικής συμμετοχής της Austria Draht σε συζητήσεις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διά των οποίων μπορούσε να γνωρίζει εξαρχής το επίπεδο αυτό της συμπράξεως (βλ. σκέψη 64 ανωτέρω).

293    Συναφώς, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι οι στόχοι της Ομάδας Ιταλίας και της Ομάδας Ευρώπης δεν συνέπιπταν ή, ακόμη, και ότι ήταν ενδεχομένως αντιφατικοί, δεδομένου ότι οι σημαντικότερες επιχειρήσεις της Ομάδας Ευρώπης επιδίωκαν ιδίως να συντονίζουν τη δραστηριότητά τους κατά των εξαγωγών προς τη Βόρεια Ευρώπη των σημαντικότερων επιχειρήσεων της Ομάδας Ιταλίας, οι οποίες επιδίωκαν, από την πλευρά τους, να διευκολύνουν τις εξαγωγές αυτές προς εξασφάλιση της διαθέσεως της παραγωγής τους, παρόλ’ αυτά δεν αμφισβητείται ότι, όπως ορθώς επισημαίνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, το συνολικό σχέδιο που χαρακτηρίζει την ενιαία παράβαση όπως την έχει ορίσει η Επιτροπή έγκειται στην επιδίωξη κοινού σκοπού από όλες αυτές τις επιχειρήσεις, ήτοι στον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά του APC, είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο είτε σε εθνικό επίπεδο. Το συνολικό αυτό σχέδιο αποσκοπεί στην επίτευξη και διατήρηση μιας γενικής ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων επιμέρους συνεννοήσεων που συνιστούν την ενιαία παράβαση, στις οποίες συγκαταλέγονται και οι συνεννοήσεις στο πλαίσιο της Ομάδας Ευρώπης και της Ομάδας Ιταλίας (αιτιολογικές σκέψεις 610 έως 621 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

294    Κατόπιν της επισημάνσεως αυτής, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα των διαδίκων σχετικά με διάφορα στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση προς στοιχειοθέτηση της συμμετοχής των προσφευγουσών σε ενιαία παράβαση.

 Συμμετοχή σε πτυχή της ενιαίας παραβάσεως

295    Προς απόδειξη της συμμετοχής των προσφευγουσών σε ενιαία παράβαση, η Επιτροπή ανέφερε, πρώτον, ότι η Austria Draht «μετείχε ευθέως στην Ομάδα Ιταλίας διά του αντιπροσώπου της στην Ιταλία, [του G.,] από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002» (αιτιολογική σκέψη 769 της προσβαλλομένης αποφάσεως) (βλ. σκέψεις 76 έως 82 ανωτέρω).

296    Από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, μολονότι δεν διαθέτει, εν προκειμένω, στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η Austria Draht μπορούσε να έχει, διά του G., την παραμικρή πληροφορία σχετικά με την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά του αντιπροσώπου της στο πλαίσιο των διαφόρων συσκέψεων της Ομάδας Ιταλίας στις οποίες αυτός συμμετείχε, εντούτοις, για τους λόγους που εκτίθενται με την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι βάσιμη η διαπίστωσή της περί υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου όσον τις δραστηριότητες που είχαν ανατεθεί στον G. από την Austria Draht (βλ. σκέψεις 167 έως 178 ανωτέρω).

297    Ωστόσο, το γεγονός ότι η Austria Draht δεν γνώριζε για την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά του αντιπροσώπου της δεν ασκεί επιρροή ούτε για τη στοιχειοθέτηση της συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ιταλίας ούτε για τη διαπίστωση του αν πληρούται η προϋπόθεση περί συμμετοχής σε πτυχή της ενιαίας παραβάσεως, ενόψει της στοιχειοθετήσεως της συμμετοχής της εν λόγω επιχειρήσεως σε τέτοια παράβαση. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον ο G. και η Austria Draht συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα, ο αντιπροσωπευόμενος υπέχει ευθύνη κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού για τη συμπεριφορά του αντιπροσώπου στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που του ανατέθηκαν.

298    Οσάκις ο G. παρενέβαινε στο πλαίσιο της Ομάδας Ιταλίας για λογαριασμό της Austria Draht, ήτοι στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που του ανατέθηκαν, θεωρείται ότι ενεργούσε εξ ονόματος της Austria Draht, καθιστώντας έτσι υπαίτιο και τον αντιπροσωπευόμενο.

 Β – Γνώση του πανευρωπαϊκού επιπέδου της συμπράξεως

299    Σημειωτέον ότι η Επιτροπή αναφέρει ρητώς στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι «δεν καταλογίζει στην Austria Draht ευθύνη για απευθείας συμμετοχή στην Ομάδα Ζυρίχης ή στην Ομάδα Ευρώπης» (αιτιολογική σκέψη 652 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

300    Η εξέταση των πραγματικών περιστατικών επιβεβαιώνει, άλλωστε, το βάσιμο της εκτιμήσεως αυτής, διότι από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να καταλογίσει, για άλλες περιοχές όπου η Austria Draht πωλούσε APC, πέραν της Ιταλίας, συμπεριφορές της ίδιας φύσεως με αυτές που μπορεί να καταλογίσει στην Austria Draht, διά του G., όσον αφορά την Ομάδα Ιταλίας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατέθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η επωνυμία των ιταλών πελατών της Austria Draht και η επωνυμία της Austria Draht (ή, τουλάχιστον, των αρχικών «AD»), εμφανίζεται μεν στους πίνακες κατανομής των ποσοστώσεων για την Ιταλία, πλην όμως οι ενδείξεις αυτές αφορούν μόνον την Ιταλία.

301    Ωστόσο, η Επιτροπή, ενώ αναφέρει ότι η Austria Draht δεν υπέχει ευθύνη για άμεση συμμετοχή στην Ομάδα Ζυρίχης (η οποία τερματίστηκε πριν τις 15 Απριλίου 1997) ή στην Ομάδα Ευρώπης, κάνει εντούτοις λόγο για «πολυάριθμες ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι η Austria Draht μετείχε σποραδικά σε συζητήσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και ότι, ως εκ τούτου, γνώριζε σε αρχικό στάδιο την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως» (αιτιολογική σκέψη 652 της προσβαλλομένης αποφάσεως) (βλ. σκέψη 83 ανωτέρω).

1.     Παρατιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικτικά στοιχεία

302    Προς στοιχειοθέτηση της διαπιστώσεως για «επίγνωση της εν λόγω εταιρίας ότι μετέχει σε ένα ευρύτερο σύστημα», η Επιτροπή παρέθεσε πλείονα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την Austria Draht (βλ. σκέψη 83 ανωτέρω).

303    Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ήδη από το 1995-1996, δηλαδή πολύ πριν τις 15 Απριλίου 1997 που αποτελεί την ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής της Austria Draht στην παράβαση, η προσφεύγουσα παρέστη σε συσκέψεις της Ομάδας Ζυρίχης, σχετικά με ενδεχόμενη νέα συμφωνία για τις ποσοστώσεις. Η Επιτροπή επικαλείται, ως παράδειγμα, το πρακτικό των συσκέψεων της 28ης Μαΐου 1995 και της 9ης Ιανουαρίου 1996 (αιτιολογική σκέψη 653 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

304    Δεύτερον, κατά την Επιτροπή, η Austria Draht παραδέχθηκε τη συμμετοχή της σε ορισμένες συσκέψεις της Ομάδας Ευρώπης, υποστηρίζοντας ότι αυτές δεν είχαν αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Πρόκειται για τις συσκέψεις της 14ης Οκτωβρίου 1998, της 9ης Νοεμβρίου 1998, της 28ης Φεβρουαρίου 2000 και της 27ης Σεπτεμβρίου 2001. Συναφώς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι τουλάχιστον στη σύσκεψη της 28ης Φεβρουαρίου 2000 συζητήθηκε το ζήτημα των ποσοτήτων και των τιμών. Ομοίως, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι, κατά τη σύσκεψη της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, ένα στέλεχος της Austria Draht είχε κληθεί από εργαζόμενο DWK να μετάσχει στη διευρυμένη Ομάδα Ευρώπης (αιτιολογικές σκέψεις 652 και 653 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

305    Τρίτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά τη σύσκεψη της 16ης Δεκεμβρίου 1997 της Ομάδας Ιταλίας (όπου ο G. δεν ήταν παρών), αναφέρθηκε ότι η Austria Draht «δεν μετέχει στη συγκεκριμένη ομάδα (Europe), αλλά επιθυμεί να ενημερώνεται». Εν συνεχεία, η Επιτροπή επισήμανε ότι, σε άλλες, μεταγενέστερες συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας, στις οποίες παρέστη ο G. ως εκπρόσωπος της Austria Draht, οι μετέχοντες ενημερώθηκαν για συζητήσεις και συμφωνίες στο πλαίσιο της Ομάδας Ευρώπης. Τέλος, η Επιτροπή ανέφερε ότι πολλές ενδείξεις εμφαίνουν ότι, κατά το διάστημα επεκτάσεως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η Austria Draht μετείχε σε συζητήσεις σχετικά με την κατανομή ποσοτήτων και πελατών σε ορισμένες χώρες και παρέστη, διά του G., σε τουλάχιστον έξι συσκέψεις με αντικείμενο τη διεύρυνση της Ομάδας Ευρώπης [συσκέψεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, της 10ης και 11ης Οκτωβρίου 2001 της 6ης Νοεμβρίου 2001, κατά την οποία ο G. ορίστηκε εξάλλου εθνικός συντονιστής αρμόδιος για την Ιταλία, από κοινού με τους A. (Itas) και C. (CB), της 5ης και 6ης Ιουνίου 2002, της 1ης Ιουλίου 2002 και της 2ας Ιουλίου 2002] (αιτιολογική σκέψη 653 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

306    Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι «η Austria Draht, ως μετέχουσα στην Ομάδα Ιταλίας, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπαιγνία στο πλαίσιο της ομάδας αυτής αποτελούσε μέρος ευρύτερου σχεδίου με σκοπό τη σταθεροποίηση της αγοράς του APC και την αποτροπή της μειώσεως των τιμών, σχέδιο στο οποίο η Ομάδα Ιταλίας μετείχε με άλλες ομάδες επιχειρήσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο» (αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως 654).

2.     Ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση

 Αποδείξεις σχετικά με την Ομάδα Ζυρίχης

307    Όσον αφορά τα στοιχεία που παρατίθενται σχετικά με δύο συσκέψεις της Ομάδας Ζυρίχης στις οποίες μετείχε η Austria Draht, πρέπει να υπομνηστεί το περιεχόμενο των στοιχείων αυτών.

 Επί της συσκέψεως της 28ης Μαΐου 1995

308    Το περιεχόμενο της συσκέψεως της Ομάδας Ζυρίχης της 28ης Μαΐου 1995 παρατίθεται στο παράρτημα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρόκειται για σύσκεψη που διεξήχθη στη Βαρκελώνη στο περιθώριο της συσκέψεως της Eurostress Information Service (ESIS), της κύριας επαγγελματικής ενώσεως παραγωγών APC στην Ευρώπη, μέλος της οποίας ήταν η Austria Draht.

309    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή αναφέρει εν γένει ότι οι συσκέψεις της ESIS, η οποία εδρεύει στο Düsseldorf (Γερμανία), δεν θεωρούνται αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή δέχθηκε, ωστόσο, ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη συναντιούνταν ενίοτε ανεπισήμως, στο περιθώριο των συσκέψεων της ESIS, με σκοπό τη συζήτηση και τη συμφωνία για τις ποσοστώσεις, τις τιμές και τις συνεννοήσεις με τους πελάτες. Προς τεκμηρίωση της εκτιμήσεως αυτής, η Επιτροπή επικαλείται έγγραφα που της διαβιβάστηκαν από την Bundeskartellamt, από τα οποία προκύπτουν τα εξής:

«Το πρωί της πρώτης ημέρας [των συσκέψεων αυτών της ESIS] οι μετέχοντες στις συσκέψεις αυτές μετείχαν σε ανεπίσημες συζητήσεις. Τούτο ήταν σύνηθες, καθώς οι συσκέψεις της ESIS διαρκούσαν συνήθως πολλές ημέρες. Σκοπός των ανεπίσημων συζητήσεων ήταν η επίτευξη συνεννοήσεων για την εσωτερική αγορά […]» (αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

310    Στο τμήμα του παραρτήματος 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη σύσκεψη της Ομάδας Ζυρίχης της 28ης Μαΐου 1995, η Επιτροπή αναφέρει ότι σε αυτήν εκπροσωπούνταν οι Tréfileurope, Nedri, WDI, DWK, Tycsa και Emesa, ήτοι τα μόνιμα μέλη, καθώς και η «Austria». Κατά την Επιτροπή, η ένδειξη αυτή αντιστοιχεί στην Austria Draht, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε τη συμμετοχή της στη σύσκεψη αυτή με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

311    Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραθέτει τα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της συσκέψεως της 28ης Μαΐου 1995 της Ομάδας Ζυρίχης ως εξής:

–        «δήλωση (μάλλον κοινοποιηθείσα [σε εκπρόσωπο της Redaelli]) σύμφωνα με την οποία η ομάδα δέχεται να μειώσει τις εξαγωγές [προς την Ιταλία] και να αυξήσει τις προερχόμενες από την Ιταλία εισαγωγές (στην Ευρώπη). Ανέφερε ότι η “Aldé θεωρείται εισαγωγή”»·

–        «διόρθωση των αριθμητικών στοιχείων για την Αυστρία και την Ισπανία»·

–        «συζήτηση για την Ιταλία. Τίθεται το ζήτημα του τρόπου τηρήσεως των ποσοστώσεων που ζητούν οι Ιταλοί παραγωγοί. [Ο εκπρόσωπο της Redaelli] απειλεί να θέσει περιορισμούς στις αγορές. Δεν επιθυμεί αύξηση των τιμών ούτε τον καθορισμό άλλων»·

–        «η Tycsa […] ερωτά τα λοιπά μέλη της ομάδας εάν είναι διατεθειμένοι να υποχωρήσουν. Απαντούν όλοι αρνητικά»·

–        «ακολουθεί νέα προσπάθεια καθορισμού των ποσοστώσεων βάσει των πωλήσεων, με έμφαση στις πωλήσεις των A[ustria]D[raht], WDI, Köln [DWK], Tréfil[europe], Nedri, Tycsa, Eme[sa]. Οι ιταλοί παραγωγοί αναφέρονται χωριστά: [Redaelli] + [ITC] + [M. C.] (CB) + Itas»·

–        «η σύσκεψη ολοκληρώνεται με 1) πρόταση των παραγωγών ([εκπρόσωπο της Redaelli] για 20 000 [τόνους] κατ’ ανώτατο όριο [και] ερώτηση όσον αφορά ο πότε οι CB και Itas πρόκειται να δεχθούν 2) απόφαση για διεξαγωγή νέας συσκέψεως στο Άμστερνταμ στις 8 Ιουνίου».

312    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται, αφενός, από την απάντηση της Emesa της 25ης Οκτωβρίου 2002 σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, με την οποία η Emesa έκανε λόγο για πλείονες «ανεπίσημες συσκέψεις με μέλη της ESIS», αντικείμενο των οποίων ήταν «συζητήσεις για τις τιμές, τις ποσοστώσεις και σχέδια συμβάσεων με μεγάλους πελάτες», και, αφετέρου, από σημειώματα της Emesa, προσκομισθέντα από την ArcelorMittal στις 28 Ιουνίου 2007, τα οποία περιλαμβάνουν πρακτικό της συσκέψεως αυτής καταρτισθέν από τον P., τον εκπρόσωπο της Emesa (βλ. παράρτημα A.41 της προσφυγής και διοικητικό φάκελο, σ. 11491 και 11500, και παράρτημα B.11 του υπομνήματος αντικρούσεως).

313    Η εξέταση των προαναφερθέντων εγγράφων οδηγεί πράγματι στη διαπίστωση ότι το καταρτισθέν από τον P. πρακτικό της συσκέψεως της Ομάδας Ζυρίχης της 28ης Μαΐου 1995 περιλαμβάνει κατ’ ουσίαν τις ενδείξεις που παραθέτει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, πλην όμως η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τα εξαχθέντα ως προς την Austria Draht συμπεράσματα.

314    Πρώτον, από την απάντηση της Emesa στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής προκύπτει ότι στη σύσκεψη της Ομάδας Ζυρίχης της 28ης Μαΐου 1995 μετείχαν οι Tréfileurope, Nedri, WDI, DWK, Tycsa και Emesa, στις οποίες αντιστοιχούν τα ονόματα των προσώπων που παρατίθενται στην εν λόγω απάντηση όσον αφορά τη συνάντηση αυτή. Από την ως άνω απάντηση προκύπτει επίσης ότι η επωνυμία της Austria Draht ή τα ονόματα των εκπροσώπων της δεν περιλαμβάνονται στους μετέχοντες σε καμία από τις 21 ανεπίσημες «συσκέψεις με μέλη της ESIS» που αναφέρει η Emesa για το διάστημα από τις 9 Ιουνίου 1994 έως τις 27 Σεπτεμβρίου 2001.

315    Δεύτερον, από την απάντηση των προσφευγουσών στην ανακοίνωση αιτιάσεων προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι προβάλλει η Επιτροπή, η Austria Draht επιβεβαίωσε μόνον την παρουσία της στη σύσκεψη της ESIS τον Μάιο του 1995, αλλά όχι στην «ανεπίσημη σύσκεψη με μέλη της ESIS» την οποία αναφέρει η Emesa. Οι προσφεύγουσες παρέθεσαν επίσης στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο εκπρόσωπος της Austria Draht στη σύσκεψη της ESIS έφτασε στη Βαρκελώνη στις 29 Μαΐου και όχι στις 28 Μαΐου, ημερομηνία διεξαγωγής της αναφερόμενης από την Emesa ανεπίσημης συσκέψεως (παράρτημα A.7 της προσφυγής, σ. 835 έως 837 της προσφυγής).

316    Η Επιτροπή προβάλλει, συναφώς, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο εκπρόσωπος της Austria Draht παρέστη στη «δεύτερη συνεδρίαση» για την οποία γίνεται λόγος στα σημειώματα της Emesa μετά την άφιξή του στη Βαρκελώνη. Η θέση αυτή, όμως, δεν στηρίζεται σε πειστικά αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένου, μεταξύ άλλων, ότι το καταρτισθέν από τον P. πρακτικό δεν περιέχει καμία αναφορά στο πρόσωπο αυτό. Επιπλέον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή συμφωνεί ότι οι ανεπίσημες συσκέψεις στο περιθώριο των συσκέψεων της ESIS πραγματοποιούνταν κατά κανόνα «το πρωί της πρώτης ημέρας» (βλ. σκέψη 299 ανωτέρω).

317    Τρίτον, όσον αφορά το περιεχόμενο των ενδείξεων που απορρέουν το καταρτισθέν από τον P. πρακτικό της συσκέψεως της 28ης Μαΐου 1995, οι οποίες έχουν κατ’ ουσίαν ενσωματωθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψη 311 ανωτέρω), τονίζεται ότι η μόνη αναφορά περί εμπλοκής της Austria Draht συνίσταται στο ότι, «κατά την πρώτη συνεδρίαση», έγινε απαρίθμηση των ποσοτήτων που πωλήθηκαν από ορισμένες επιχειρήσεις και ότι στην απαρίθμηση αυτή περιλαμβάνονται τα αρχικά «AD» μαζί με τον αριθμό «947», ακολουθούμενο από τον αριθμό «1 500» και από την ένδειξη «τελικό» 1 500» (η τελευταία αυτή ένδειξη παρατίθεται εσφαλμένως ως «500» στο μεταγραμμένο και μεταφρασμένο κείμενο που συνοδεύει τα αρχικά σημειώματα του P.). Το καταρτισθέν από τον P. πρακτικό περιέχει τέτοιες ενδείξεις και όσον αφορά τις WDI, DWK, Tréfileurope, Tycsa, Emesa και Nedri.

318    Ερωτηθείσες για τη σημασία των ενδείξεων αυτών, οι προσφεύγουσες προέβαλαν ότι, πέραν της απουσίας του εκπροσώπου της Austria Draht από την ανεπίσημη αυτή σύσκεψη, στο καταρτισθέν από τον P. πρακτικό, όταν γίνεται λόγος για ποσοστώσεις εξαγωγών προς την υπόλοιπη Ευρώπη, οι οποίες ζητούνται από τους εγκατεστημένους στην Ιταλία παραγωγούς, η αναφορά σε εκτιμώμενο μερίδιο 1,5 για την «Austria», αντιστοιχεί σε ποσότητα, πωληθείσα ή ζητηθείσα, «1 500», όχι της Austria Draht, αλλά των εγκατεστημένων στην Ιταλία παραγωγή. Η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αντικρούσει την ερμηνεία αυτή, η οποία φαίνεται εύλογη βάσει του πρακτικού.

319    Όσον αφορά την ένδειξη «M. T. [εκπρόσωπος της DWK] + Austria» στο καταρτισθέν από τον P. πρακτικό, δεν συντρέχει ιδιαίτερος λόγος να μη γίνει δεκτό ότι η ένδειξη αυτή αναφέρεται απλώς στην Αυστρία και ότι πρέπει να ερμηνευθεί ως σχετιζόμενη με την Austria Draht. Καταρχήν, μια τέτοια ερμηνεία θα έπρεπε να προκύπτει και από τον προσκομισθέντα από την Emesa κατάλογο των μετεχόντων στις ανεπίσημες συσκέψεις της ESIS. Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι συχνά ο εκπρόσωπος της DWK ενεργούσε ως συντονιστής των μετεχόντων στη σύμπραξη για την Αυστρία (βλ., π.χ., τις πληροφορίες σχετικά με τη σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης της 27ης Σεπτεμβρίου 2001).

320    Συμπερασματικώς, κανένα από τα στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι τη συμμετοχή εκπροσώπου της Austria Draht στη σύσκεψη της Ομάδας Ζυρίχης της 28ης Μαΐου 1995, το περιεχόμενο της οποίας δεν οδηγεί κατά τρόπο πειστικό στο συμπέρασμα ότι η Austria Draht μετείχε ή γνώριζε για τις συζητήσεις της Ομάδας Ζυρίχης σχετικά με την ποσόστωση που πρέπει να αποδοθεί στους ιταλούς παραγωγούς προς μείωση της ανταγωνιστικής πιέσεως που ασκούσαν εκτός Ιταλίας.

 Επί της συσκέψεως της 9ης Ιανουαρίου 1996

321    Το περιεχόμενο της συσκέψεως της Ομάδας Ζυρίχης της 9ης Ιανουαρίου 1996 παρατίθεται στο παράρτημα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρόκειται για σύσκεψη που διεξήχθη στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο της συσκέψεως της ESIS.

322    Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα του παραρτήματος 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι εκπροσωπούνταν οι Tréfileurope, Nedri, WDI, DWK, Tycsa και Emesa, καθώς και οι Redaelli και Austria Draht. Οι προσφεύγουσες παραδέχονται την παρουσία του Ro., διευθυντικού στελέχους της Austria Draht, στη σύσκεψη της ESIS (βλ. παράρτημα A.7 της προσφυγής, σ. 54).

323    Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή παραθέτει τα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της συσκέψεως της Ομάδας Ζυρίχης της 9ης Ιανουαρίου 1996 ως εξής:

–        «συζήτηση για την Ιταλία. Επισημάνθηκε ότι κατά τη σύσκεψη της 19ης Σεπτεμβρίου, οι Ιταλοί παραγωγοί κατέληξαν σε (εσωτερικό) συμβιβασμό. Υπόμνηση ότι απαιτείται πλέον κοινή λύση για σύστημα ποσοστώσεων, κατά τον [T.] [DWK] “ό,τι κι αν σημαίνει αυτό”»·

–        «συζήτηση μεταξύ των μελών της ομάδας για το μέλλον της — η Tréfileurope ([Pe]) δηλώνει ότι, χωρίς σύστημα ποσοστώσεων, όλα θα καταρρεύσουν. Κατ’ αυτήν, δεν πρόκειται για “τρελό πόλεμο”. Επισημαίνει ότι έχουν συναφθεί οι συμβάσεις για το 1996 και προτείνει να αναμένουν τις “προτάσεις”»·

–        «οι NDI, WDI, Austria Draht και Emesa εκφράζουν αμφιβολίες όσον αφορά τη δυνατότητα εκ νέου θεσπίσεως [συστήματος ποσοστώσεων], η δε Tycsa συστήνει να επιδείξουν επαγγελματισμό»·

–        «υπέρ, κατά τα φαινόμενα, ενός νέου συστήματος ποσοστώσεων: Tycsa, Emesa, Nedri (NDI), Austria Draht και WDI. Οι γάλλοι δεν το επιθυμούν. Η WDI δήλωσε επίσης ότι δεν βλέπει τους λόγους να είναι μέλος της ομάδας αυτής τη στιγμή»·

–        «ωστόσο, συζητήθηκε το ενδεχόμενο προσωρινής κατανομής ποσοστώσεων. Για λόγους ενημέρωσης και μόνον, συζητήθηκε πίνακας (με ποσοστά) ανά χώρα, για τις DWK + Trefd[Tréfilarbed], FU[Fontainunion], STCO [Sainte Colombe], WDI, NDI, I [Ιταλία], AU [Austria Draht], SP [Ισπανία, ήτοι οι όμιλοι Emesa και Tycsa] βάσει της εικόνας της αγοράς το 1994. Αφορά τις χώρες “D-F-I-NL-UBL-SP-AUS”».

324    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται, αφενός, από την απάντηση της Emesa της 25ης Οκτωβρίου 2002 σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, με την οποία η Emesa έκανε λόγο για πλείονες «ανεπίσημες συσκέψεις με μέλη της ESIS», αντικείμενο των οποίων ήταν «συζητήσεις για τις τιμές, τις ποσοστώσεις και σχέδια συμβάσεων με μεγάλους πελάτες» και, αφετέρου, από σημειώματα της Emesa, προσκομισθέντα από την ArcelorMittal στις 28 Ιουνίου 2007, τα οποία περιλαμβάνουν πρακτικό της συσκέψεως αυτής καταρτισθέν από τον P., τον εκπρόσωπο της Emesa (βλ. παράρτημα A.41 της προσφυγής, παραρτήματα B.9, B.11 και B.13 άμυνας, παράρτημα G.14 της απαντήσεως της Επιτροπής στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας).

325    Βάσει των στοιχείων αυτών, χωρούν τρεις επισημάνσεις όσον αφορά την Austria Draht.

326    Πρώτον, δεν αμφισβητείται η συμμετοχή της Austria Draht στη σύσκεψη αυτή. Τούτο έχει σημασία, διότι η επωνυμία της Austria Draht δεν περιλαμβάνεται στον προσκομισθέντα από την Emesa κατάλογο των συμμετεχόντων στις ανεπίσημες συσκέψεις της ESIS. Επιπλέον, σε αντίθεση με τον κατάλογο συμμετεχόντων που παραθέτει ο P. στο καταρτισθέν από τον ίδιο πρακτικό της συσκέψεως της 28ης Μαΐου 1995, το πρακτικό που κατάρτισε για τη σύσκεψη της 9ης Ιανουαρίου 1996 αναφέρει τόσο τα ονόματα των εκπροσώπων των μετεχουσών επιχειρήσεων, όσο και τις χώρες τις οποίες εκπροσωπούν. Αναφέρονται, συγκεκριμένα, η Αυστρία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Γαλλία, αλλά και η «AD», η «NDI», ή ο [P.] [της Tréfileurope]».

327    Η αναφορά στην Αυστρία δεν αποτελεί, συνεπώς, παράδοξο ή προσθήκη στο όνομα του T., που ήταν εκπρόσωπος της DWK (βλ. σκέψη 319 ανωτέρω) και, εν πάση περιπτώσει, η συμμετοχή της Austria Draht στη σύσκεψη δεν αμφισβητείται.

328    Δεύτερον, όπως προβάλλει η Επιτροπή, είναι εύλογη η εκτίμηση ότι, κατά τη σύσκεψη της 9ης Ιανουαρίου 1996, ο εκπρόσωπος της Austria Draht γνώριζε για τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η Ομάδα Ευρώπης στον συντονισμό με την Ομάδα Ιταλίας. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι μία από τις παριστάμενες στη συνάντηση αυτή επιχειρήσεις ήταν η Redaelli, η οποία, κατά τον χρόνο της συμπράξεως, εκπροσωπούσε τις σημαντικότερες επιχειρήσεις της Ομάδας Ιταλίας κατά τις συζητήσεις τους με την Ομάδα Ζυρίχης. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της συσκέψεως αυτής, το οποίο αποτυπώνεται σε χειρόγραφο πρακτικό καταρτισθέν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, συζητούνταν, ενόψει των προαναφερθεισών δυσκολιών, το ενδεχόμενο θεσπίσεως νέου συστήματος ποσοστώσεων για τους ιταλούς παραγωγούς, με σκοπό τη μείωση της ανταγωνιστικής που αυτοί ασκούσαν εκτός Ιταλίας.

329    Η εν λόγω ποσόστωση εξαγωγών αποτελεί ένα από τα κύρια στοιχεία του συνολικού σχεδίου που χαρακτηρίζει την ενιαία παράβαση, διότι αποσκοπεί στον συντονισμό των επιχειρήσεων της Ομάδας Ζυρίχης με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις της Ομάδας Ιταλίας.

330    Τρίτον, όπως προβάλλουν οι προσφεύγουσες, είναι εξίσου εύλογη η θέση ότι η Austria Draht, όπως και άλλες επιχειρήσεις, εξέφρασε αμφιβολίες όσον αφορά τη θέσπιση συστήματος ποσοστώσεων. Οι αμφιβολίες αυτές μετριάζονται, ωστόσο, από το γεγονός ότι η Austria Draht εμφανίζεται επίσης υπέρ ενός νέου τέτοιου συστήματος.

331    Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, αμέσως μετά τη σύσκεψη της Ομάδας Ζυρίχης της 9ης Ιανουαρίου 1996, στη σύσκεψη της Ομάδας Ιταλίας της 13ης Φεβρουαρίου 1996, στην οποία ήταν παρόντες εκπρόσωποι της Redaelli (το ίδιο πρόσωπο που παρίστατο και στη σύσκεψη της 9ης Ιανουαρίου 1996), της CB (ο C), της ITC και της Itas και κατά την οποία συζητήθηκε το ζήτημα των αλλοδαπών, αναφέρθηκε ότι η «η Austria Draht δεν επιθυμεί να μετάσχει» (βλ. το σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα του παραρτήματος 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παράρτημα A.42 της προσφυγής). Τούτο απορρέει από το χειρόγραφο πρακτικό που κατάρτισε ο εκπρόσωπος της ITC στη σύσκεψη αυτή.

332    Η ένδειξη αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, τουλάχιστον για τον εκπρόσωπο της Redaelli, ο οποίος είναι ο κύριος συντονιστής μεταξύ της Ομάδα Ζυρίχης και της Ομάδα Ιταλίας, οι «αμφιβολίες» τις οποίες, όπως αναφέρει ο εκπρόσωπος της Emesa κατά τη συνάντηση αυτή, εξέφρασε ο εκπρόσωπος της Austria Draht κατά τη σύσκεψη της Ομάδας Ζυρίχης της 9ης Ιανουαρίου 1996, μάλλον αποτελούν πραγματική αποστασιοποίηση όσον αφορά το περιεχόμενο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συζητήσεων που ενδεχομένως πραγματοποιήθηκαν κατά τη συνάντηση αυτή.

333    Ομοίως, όσον αφορά τον πίνακα για τον οποίον γίνεται λόγος στο καταρτισθέν από τον P. πρακτικό της συσκέψεως της 9ης Ιανουαρίου 1996 (βλ. παράρτημα B.13 του υπομνήματος αντικρούσεως), επισημαίνεται ότι ο πίνακας αυτός, για τον οποίον αναφέρεται ότι προσκομίστηκε «για ενημερωτικούς λόγους και μόνον», περιέχει, στη στήλη «Aus», στοιχεία απολύτως όμοια με αυτά που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως για το 1994, στοιχεία ως προς τα οποία η Επιτροπή επισήμανε, βάσει των ενδείξεων που προσκόμισε η αιτούσα επιείκεια DWK, ότι «η Austria Draht δεν μετείχε στην Ομάδα Ζυρίχης, αλλά περιλαμβάνεται στον πίνακα “για λόγους πληρότητας” και μόνον».

334    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, πέραν των προαναφερθέντων στοιχείων, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Austria Draht δεν μετείχε σε πολλές από τις επόμενες της συσκέψεως της 9ης Ιανουαρίου 1996 συσκέψεις της Ομάδας Ζυρίχης ή της Ομάδας Ευρώπης.

335    Στο πλαίσιο αυτό, είναι εύλογο το συμπέρασμα των προσφευγουσών ότι, ακόμη και αν ο εκπρόσωπος της Austria Draht στη σύσκεψη της ESIS ήταν παρών στη σύσκεψη της Ομάδας Ζυρίχης της 9ης Ιανουαρίου 1996, το περιεχόμενο του οποίου περιλαμβάνεται στο καταρτισθέν από τον P. πρακτικό, ο εν λόγω εκπρόσωπος δεν προσκόμισε καμία πληροφορία όσον αφορά την Austria Draht. Εξίσου εύλογο είναι και το συμπέρασμα ότι ο εκπρόσωπος της Austria Draht, ακόμη και αν είχε γνώση των συζητήσεων σχετικά με την ποσόστωση που πρέπει να δοθεί στους Ιταλούς παραγωγούς, προκειμένου να μειωθεί η ανταγωνιστική πίεση που αυτοί ασκούσαν εκτός Ιταλίας, πράγμα που δεν προκύπτει σαφώς από τα έγγραφα της δικογραφίας, εντούτοις ανέφερε ότι η Austria Draht δεν θα μετάσχει στη συμφωνία αυτή.

336    Συμπερασματικώς, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι είναι εύλογη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι ο εκπρόσωπος της Austria Draht ήταν παρών στη σύσκεψη της Ομάδας Ζυρίχης της 9ης Ιανουαρίου 1996 και ότι, κατά τη σύσκεψη αυτή, ενημερώθηκε για ένα από τα κύρια στοιχεία του συνολικού σχεδίου που χαρακτηρίζει την ενιαία παράβαση, ήτοι τις συζητήσεις μεταξύ των μονίμων μελών και των σημαντικότερων Ιταλών παραγωγών, οι οποίοι εκπροσωπούνταν από τη Redaelli, με σκοπό τη χορήγηση ποσοστώσεως στους δεύτερους, ούτως ώστε να μειωθεί η ανταγωνιστική πίεση που ασκούσαν εκτός Ιταλίας.

337    Η Επιτροπή δεν μπορεί μεν να επικαλεστεί τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία προς απόδειξη της συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ζυρίχης, πράγμα που άλλωστε δεν πράττει η Επιτροπή, πλην όμως μπορεί να επικαλεστεί τα στοιχεία, όπως πράττει στην αιτιολογική σκέψη 652 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως «ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι η Austria Draht μετείχε σποραδικά σε συζητήσεις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διά των οποίων μπορούσε να γνωρίζει εξαρχής το επίπεδο αυτό της συμπράξεως».

338    Συναφώς, είναι αδιάφορο το γεγονός ότι η γνώση αυτή προηγείται χρονικά της ενάρξεως της καθορισθείσας ως προς τις προσφεύγουσες διάρκειας της παραβάσεως από την Επιτροπή.

 Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την Ομάδα Ευρώπης

339    Όσον αφορά τα στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή σχετικά με τις συσκέψεις της Ομάδας Ευρώπης, στις οποίες η Austria Draht φέρεται να μετείχε απευθείας, διά των εργαζομένων της και όχι διά του G., του εμπορικού αντιπροσώπου της για την Ιταλία, πρέπει να υπομνηστεί το περιεχόμενο των στοιχείων αυτών.

340    Τονίζεται, καταρχάς, ότι η Επιτροπή, εκτός των τεσσάρων τουλάχιστον συσκέψεων της Ομάδας Ευρώπης που επικαλείται με την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι τις συσκέψεις της 14ης Οκτωβρίου 1998, της 9ης Νοεμβρίου 1998, της 28ης Φεβρουαρίου 2000 και της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, επικαλείται, με τα δικόγραφά της, και τη σύσκεψη της 25ης Σεπτεμβρίου 1997, στην οποία παρίστατο εκπρόσωπος της Austria Draht και κατά την οποία διεξήχθησαν συζητήσεις για συμφωνία ως προς τις τιμές, όπως δηλώνει η Nedri στο πλαίσιο της αιτήσεώς της επιείκειας. Ωστόσο, οι προσφεύγουσες απέδειξαν κατά τρόπο πειστικό ότι, αντιθέτως προς ό,τι δήλωσε η Nedri χωρίς η δήλωσή της αυτή να στηρίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία, ο εκπρόσωπος της Austria Draht δεν θα μπορούσε να παρίσταται στη σύσκεψη αυτή στο Düsseldorf, διότι την ίδια ημερομηνία βρισκόταν στο Salzbourg (παράρτημα A.7 της προσφυγής, σ. 46 και σ. 815 και 816). Προκύπτει, επίσης, ότι, στο σχετικό με τη σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης της 25ης Σεπτεμβρίου 1997 τμήμα του παραρτήματος 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν αναφέρει την παρουσία εκπροσώπου της Austria Draht μεταξύ των συμμετεχόντων.

341    Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποδεικνύεται κατά τρόπο πειστικό ότι η Austria Draht θα μπορούσε να λάβει μέρος ή να γνωρίζει τις συζητήσεις της Ομάδας Ευρώπης κατά τη σύσκεψη της 25ης Σεπτεμβρίου 1997 για συμφωνία ως προς τις τιμές. Διαπιστώνεται, επίσης, ευρύτερα, βάσει των σχετικών στοιχείων της Επιτροπής, ότι οι δηλώσεις της Nedri στην αίτησή της επιείκειας όσον αφορά την Austria Draht δεν έχουν αυτοενοχοποιητικό χαρακτήρα ούτε επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία προσκομισθέντα από την επιχείρηση αυτή.

 Επί της συσκέψεως της 14ης Οκτωβρίου 1998

342    Το περιεχόμενο της συσκέψεως αυτής, η οποία διεξήχθη στο Düsseldorf, παρατίθεται στο παράρτημα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου αναφέρεται, στο σχετικό τμήμα, ότι είχε ως αντικείμενο «τη γενική εξέλιξη της αγοράς της ΕΕ το 1999» και «το γεγονός ότι οι Nedri και Tréfileurope επιβεβαιώνουν την παρουσία της Austria Draht».

343    Οι επιχειρήσεις που εκπροσωπούνταν στη σύσκεψη αυτή ήταν τα μόνιμα μέλη και η Austria Draht.

344    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται, ως επί το πλείστον, από αυτές που προσκόμισε, στο πλαίσιο της αιτήσεώς της επιείκειας, η Nedri, η οποία ανέφερε τον εκπρόσωπο της Austria Draht ως παρόντα, και, επιπλέον, από αυτές που προσκόμισε στο ίδιο πλαίσιο η Tréfileurope, η οποία ανέφερε την παρουσία «αυστριακών» κατά τη σύσκεψη αυτή (παράρτημα B.7 του υπομνήματος αντικρούσεως, παραρτήματα H.8 έως H.10 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων).

345    Βάσει των σχετικών εγγράφων που προσκομίστηκαν στην Επιτροπή, διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι οι προαναφερθείσες πληροφορίες, οι οποίες προέρχονταν από επιχειρήσεις οι οποίες ζητούσαν μείωση της επιβληθείσας σε αυτούς κυρώσεως μετά τον έλεγχο της Επιτροπής, δεν στοιχειοθετούν τη σύναψη συμφωνιών, με την αυστηρή του όρου έννοια, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν ως αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

346    Κατά την Επιτροπή, η αναφορά σε «συζήτηση για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής αγοράς» αποτελεί «ευφημισμό» τον οποίον χρησιμοποίησε η Nedri στην αίτησή της επιείκειας. Ωστόσο, η αναφορά αυτή, η οποία ανάγεται στο 2002 και αφορά σύσκεψη του 1998 δεν έχει τον βαθμό ακριβείας που απαιτείται ώστε να διαπιστωθεί ότι η Austria Draht μπορούσε να γνωρίζει για το συνολικό σχέδιο που χαρακτηρίζει την ενιαία παράβαση παράβαση.

347    Ομοίως, προκύπτει ότι οι δηλώσεις της Tréfileurope είναι πολύ γενικόλογες. Η αναφορά σε παρουσία «Αυστριακών» στο Düsseldorf, όσον αφορά τη σύσκεψη της 14ης Οκτωβρίου 1998, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η Austria Draht μετείχε σε σύσκεψη με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, επειδή, κατά την Tréfileurope, η εν λόγω σύσκεψη εντάσσεται σε σύνολο συσκέψεων ή συζητήσεων αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

348    Η παρουσία της Austria Draht στη σύσκεψη της 14ης Οκτωβρίου 1998 δεν είναι, αυτή καθαυτή, αποφασιστικής σημασίας και δεν μπορεί η Επιτροπή να την επικαλεστεί ώστε να αποδείξει κατά τρόπο επαρκή ότι πρόκειται για ένδειξη που υποδηλώνει «ότι η Austria Draht μετείχε σποραδικά σε συζητήσεις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διά των οποίων μπορούσε να γνωρίζει εξαρχής το επίπεδο αυτό της συμπράξεως». Προς τούτο, η Επιτροπή έπρεπε επίσης να αποδείξει ότι οι επίμαχες συζητήσεις ήταν αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, παραθέτοντας στοιχεία ακριβέστερα από τους ασαφείς ή ανεπαρκούς ακρίβειας ισχυρισμούς των αιτούντων επιείκεια.

 Επί της συσκέψεως της 9ης Νοεμβρίου 1998

349    Το περιεχόμενο της συσκέψεως αυτής, η οποία διεξήχθη στο Düsseldorf, παρατίθεται στο παράρτημα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου αναφέρεται, στο αντίστοιχο τμήμα, ότι αυτή η κατά την Tréfileurope «τριμηνιαία σύσκεψη της ESIS» είχε ως αντικείμενο «συζητήσεις για την εξέλιξη της αγοράς της ΕΕ το 1999», κατά τη Nedri.

350    Όπως και οι προαναφερθείσες πληροφορίες, οι εν λόγω πληροφορίες προέρχονται ως επί το πλείστον από την αίτηση επιείκειας της Nedri, η οποία αναφέρει τα ίδια πρόσωπα με αυτά που ήταν παρόντα κατά τη σύσκεψη της 14ης Οκτωβρίου 1998 (παράρτημα B.7 του υπομνήματος αντικρούσεως, παράρτημα H.10 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων)

351    Στην αίτησή της επιείκειας, η Tréfileurope απλώς ανέφερε τη διεξαγωγή τριμηνιαίας συσκέψεως της ESIS στο Düsseldorf, χωρίς να αναφέρει ποιοι ήταν παρόντες στη σύσκεψη αυτή (παράρτημα H.9 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων).

352    Διαπιστώνεται ότι μόνη η παρουσία εκπροσώπου της Austria Draht σε σύσκεψη της ESIS δεν αποτελεί απόδειξη ότι πρόκειται για ένδειξη που υποδηλώνει «ότι η Austria Draht μετείχε σποραδικά σε συζητήσεις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διά των οποίων μπορούσε να γνωρίζει εξαρχής το επίπεδο αυτό της συμπράξεως». Επομένως, η σύσκεψη αυτή δεν έχει σημασία.

 Επί της συσκέψεως της 28ης Φεβρουαρίου 2000

353    Το περιεχόμενο της συσκέψεως αυτής, η οποία διεξήχθη στο Düsseldorf, παρατίθεται στο παράρτημα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου αναφέρεται, στο αντίστοιχο τμήμα, ότι αντικείμενο της συσκέψεως ήταν «η εφαρμογή της συμφωνίας του Μαΐου του 1997» και «συζήτηση για τις πραγματοποιηθείσες πωλήσεις».

354    Κατά τη σύσκεψη αυτή εκπροσωπούνταν οι Tréfileurope, Nedri, WDI, DWK και Tycsa, καθώς και οι Redaelli, Austria Draht, ITC και Socitrel.

355    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από την αίτηση επιείκειας της Nedri της 23ης Οκτωβρίου 2002 (βλ. διοικητικό φάκελο, σ. 7593).

356    Στο σχετικό με τη σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης της 28ης Φεβρουαρίου 2000 τμήμα του παραρτήματος 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται λόγος για πρακτικό της συσκέψεως της ESIS, καταρτισθέν από την εν λόγω ένωση, με ημερομηνία «29 Φεβρουαρίου 2000», το οποίο προσκομίστηκε στην Επιτροπή από την Austria Draht (βλ. παράρτημα A.44 της προσφυγής) και έχει το εξής περιεχόμενο:

«Ο [T.] [της DWK] επισήμανε ότι, παρά την αύξηση των ποσοτήτων στην ευρωπαϊκή αγορά, δεν μπορεί να επιτευχθεί αύξηση των τιμών. Λόγω του κινδύνου να διαρκέσει η τάση αυτή, είναι απολύτως αναγκαίο να ανακοπεί. Ωστόσο, φαίνεται αδύνατον να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός».

357    Και στην περίπτωση αυτή, τα έγγραφα που επικαλείται η Επιτροπή δεν είναι πολύ πειστικά όσον αφορά την Austria Draht.

358    Αφενός, όσον αφορά την «εφαρμογή της συμφωνίας του Μαΐου του 1997» και τη «συζήτηση για πραγματοποιηθείσες πωλήσεις», που αναφέρει η Nedri, από τον σχετικό με το ζήτημα αυτό πίνακα που παρατίθεται στο παράρτημα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι επρόκειτο για τις πωλήσεις που είχαν πραγματοποιήσει ανά τρίμηνο τα μόνιμα μέλη, ήτοι οι Tréfileurope, Nedri, WDI, DWK, Tycsa και Emesa. Η Austria Draht δεν αναφέρεται στον πίνακα αυτόν.

359    Όσον αφορά τη «συμφωνία του Μαΐου του 1997», από το παράρτημα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, στις 12 και 13 Μαΐου 1997 στη Lyon (Γαλλία), επιτεύχθηκε «συμφωνία για τις ποσοστώσεις» μεταξύ των μονίμων μελών, τα οποία παρίσταντο όλα στη σύσκεψη αυτή. Κατά τη συμφωνία αυτή, οι έξι παραγωγοί αναλάμβαναν την υποχρέωση να ανταλλάσσουν ανά τρίμηνο πληροφορίες για τις πωλήσεις τους. Δεν αναφέρεται παρουσία Austria Draht στη σύσκεψη αυτή, για την οποία η Επιτροπή διαθέτει πληροφορίες προερχόμενες από τις Nedri, Tréfileurope, Emesa και Arcelor España (για την τελευταία, μέσω των σημειωμάτων της Emesa που προσκομίστηκαν το 2007).

360    Εάν υποτεθεί ότι στη σύσκεψη για την οποία κάνει λόγο η Nedri όντως παρίστατο εκπρόσωπος της Austria Draht, αυτή θα μπορούσε να ενημερωθεί για την ύπαρξη της «συμφωνίας του Μαΐου του 1997» και για τις πωλήσεις που είχε πραγματοποιήσει το 1999 καθένα από τα μόνιμα μέλη της Ομάδας Ευρώπης. Σε μια τέτοια περίπτωση η σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης της 28ης Φεβρουαρίου 2000 θα αποτελούσε πράγματι ένδειξη που υποδηλώνει «ότι η Austria Draht μετείχε σποραδικά σε συζητήσεις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διά των οποίων μπορούσε να γνωρίζει εξαρχής το επίπεδο αυτό της συμπράξεως».

361    Ωστόσο, κατά το μέτρο που η παρουσία Austria Draht στη σύσκεψη αυτή αναφέρεται μόνον από έναν εκ των μετεχόντων σε αυτή, τη Nedri, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί παρουσία της Austria Draht σε συζήτηση μεταξύ των μονίμων μελών επί της συναφθείσας τον Μάιο του 1997 συμφωνίας τους. Ομοίως, τίθεται το ερώτημα γιατί οι πληροφορίες για τις οποίες κάνει λόγο η Nedri κατέστη δυνατόν να συζητηθούν ενώπιον προσώπου που εκπροσωπεί εταιρία η οποία δεν είναι συμβαλλόμενη στην επίμαχη συμφωνία. Το πιθανότερο είναι ότι η εν λόγω συζήτηση διεξήχθη εκτός του επισήμου πλαισίου της ESIS στο πλαίσιο ανεπίσημης συσκέψεως μεταξύ των έξι παραγωγών της Ομάδας Ευρώπης.

362    Αφετέρου, από το καταρτισθέν από την ESIS πρακτικό της συσκέψεως της ενώσεως αυτής, το οποίο προσκομίστηκε από τις προσφεύγουσες, προκύπτει ότι ο κατάλογος των παρισταμένων στη σύσκεψη της 28ης Φεβρουαρίου 2000 (σύσκεψη την οποία αναφέρει η Nedri) και στη σύσκεψη της 29ης Φεβρουαρίου 2000 (σύσκεψη την οποία αναφέρει ESIS) προσώπων δεν είναι ο ίδιος. Κατά τη Nedri, τη δήλωση της οποίας επικαλείται η Επιτροπή, κατά τη σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης της 28ης Φεβρουαρίου 2000 παρίσταντο εκπρόσωποι των Tréfileurope, Nedri, WDI, DWK και Tycsa, καθώς και των Redaelli, Austria Draht, ITC και Socitrel. Κατά τις προσφεύγουσες, οι οποίες επικαλούνται το καταρτισθέν από την ESIS πρακτικό της συσκέψεως της 29ης Φεβρουαρίου 2000, στη σύσκεψη αυτή ήταν παρόντα τα πρόσωπα που αναφέρει η Nedri, αλλά και πέντε άλλα πρόσωπα τα οποία η Nedri δεν αναφέρει. Προκύπτει, επίσης, ότι ο K., της Tréfileurope, ο οποίος, κατά Nedri, ήταν παρών στη σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης της 28ης Φεβρουαρίου 2000, δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των παρόντων, κατά την ESIS, στη σύσκεψη της 29ης Φεβρουαρίου 2000.

363    Από τις διαφορές αυτές μπορεί επίσης να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πραγματοποιήθηκαν δύο χωριστές συσκέψεις, μία ανεπίσημη της Ομάδας Ευρώπης και, εν συνεχεία, μια επίσημη της ESIS.

364    Συναφώς, εύλογη είναι, ενδεχομένως, και η επισήμανση των προσφευγουσών ότι, σε αντίθεση με άλλες συσκέψεις, το πρόσωπο που εκπροσώπησε την Austria Draht στη σύσκεψη αυτή της ESIS δεν ήταν ένας από τους συνήθεις εκπροσώπους της, ήτοι κάποιο από τα διευθυντικά στελέχη, αλλά εργαζόμενος της εν λόγω εταιρίας. Τούτο εξηγείται, κατά τις προσφεύγουσες, από το γεγονός ότι η επίμαχη σύσκεψη της ESIS επρόκειτο να επικεντρωθεί σε ένα τεχνικό πρότυπο (το EN 10138). Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται λιγότερο πιθανό οι εκπρόσωποι των μονίμων μελών να αποφάσισαν να μετάσχει στις συζητήσεις τους όχι ένα διευθυντικό στέλεχος της Austria Draht, αλλά ένας εκ των εργαζομένων της, τον οποίο δεν είχαν συναντήσει στο παρελθόν.

365    Συμπερασματικώς, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να τεκμηριώσει κατά τρόπο πειστικό τη διαπίστωση περί συμμετοχής εκπροσώπου της Austria Draht στη σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης της 28ης Φεβρουαρίου 2000.

 Επί της συσκέψεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2001

366    Το περιεχόμενο της συσκέψεως αυτής, η οποία διεξήχθη στο Düsseldorf, παρατίθεται στο παράρτημα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στο σχετικό με τη σύσκεψη αυτή τμήμα του παραρτήματος, η Επιτροπή παραθέτει τα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της συσκέψεως ως εξής:

–        «Nedri […]: ανεπίσημη σύσκεψη στο περιθώριο της επίσημης συσκέψεως της ESIS· συζήτηση για την κατάσταση της αγοράς, τις παραδόσεις (ποσοστώσεις) των Ιταλών παραγωγών στην Ευρώπη και για τις κατώτατες τιμές […]»·

–        «Emesa: […] ορισμός συσκέψεων με τους συντονιστές (“αρχηγούς”) στην Ιταλία στις 12, στη Γαλλία στις 18, στις Κάτω Χώρες στις 14, στη Γερμανία στις 10 και στην Ισπανία στις 2. [Παρατίθεται επίσης κατάλογος των συντονιστών]: “[εκπρόσωπος της WDI] — Γερμανία· [εκπρόσωπος της Tréfileurope] — Βέλγιο+Γαλλία· [εκπρόσωπος της Nédri] — Addtek· [εκπρόσωπος της DWK] — Αυστρία· Tycsa- ‘όχι!’”»·

–        «συζήτηση για τις πραγματικές πωλήσεις σε σχέση με τις προταθείσες (“estable v propuestas”) ανά χώρα (Κάτω Χώρες, Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία, Βέλγιο, Γαλλία)»·

–        «[ο εκπρόσωπος της Nedri] παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις συζητήσεις που διεξήχθησαν με την Ιταλία, μεταξύ άλλων στις 4 Οκτωβρίου, στην προσπάθεια να πειστούν οι Ιταλοί παραγωγοί να συνεργαστούν. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, η Nedri και άλλοι παραγωγοί θα εισέλθουν στην ιταλική αγορά»·

–        «ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση της αγοράς στην Ευρώπη, και ειδικότερα στη Γερμανία. [Ο εκπρόσωπος της Nedri] τονίζει ότι, πριν τη μείωση των τιμών, πρέπει να εξεταστούν και άλλες αγοράς και επισημαίνει ότι οι ιταλοί παραγωγοί έχουν ορίσει τιμή 11 000 λίρες (πράγμα που “επιδοτεί” τις εξαγωγές τους με χαμηλή τιμή) και ότι επιχειρούν να πωλήσουν 60 000 τόνους στην Ευρώπη (14 000 στις Κάτω Χώρες, 10 000 στη Γερμανία, 18 000 στη Γαλλία, 2 000 στην Ισπανία, κ.λπ.)»·

–        «σημειώσεις εντοπισθείσες στις εγκαταστάσεις των Emesa και Tycsa: Συνάντηση ανταγωνιστών στο πλαίσιο της προσπάθειας ελέγχου της αγοράς της κεντρικής Ευρώπης· (σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης): Συζήτηση για την κατάσταση της αγοράς στη Γερμανία και στην Ευρώπη. Συζητήθηκαν αναλυτικά οι τιμές για διαφόρους τύπους προϊόντων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και καθορίστηκαν κατώτατες τιμές (σε ευρώ) για το 2002 για τις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Αυστρία, την Ελβετία, τη Γερμανία, την Ισπανία και την Πορτογαλία ανά προϊόν (ανάλογα με τη διάμετρο), με προσαύξηση της τιμής για τη Γαλλία και το Βέλγιο για τους μικρότερους πελάτες. Ως [εξήγηση], προς τους πελάτες, για την αύξηση της τιμής θα δίνεται η αύξηση του κόστους του συρματόσχοινου και του ενεργειακού κόστους. Ωστόσο, οι Emesa και Tycsa επισήμαναν ότι η εφαρμογή στην πράξη των τιμών που συμφωνήθηκαν για το 2002 εξαρτάται πάντα από τις διαπραγματεύσεις που πρόκειται να διεξαγάγει η Nedri με τους Ιταλούς και τους Ούγγρους παραγωγούς επί του ζητήματος αυτού»·

–        «Tycsa: [ένας εκπρόσωπος της Nedri] είναι σε επαφή με τους Ιταλούς και τους Ούγγρους παραγωγούς όσον αφορά τις τιμές που πρέπει να τηρηθούν και ο [εκπρόσωπος της Nedri] θα ενημερώσει τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Επισημάνθηκε ότι οι τιμές για το (επόμενο) έτος θα εξαρτηθούν από τα αποτελέσματα των συζητήσεων αυτών. Όλοι οι μετέχοντες συμφωνούν ότι όλα βαίνουν καλώς στη νότια Ευρώπη (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία και Ελλάδα), ότι βαίνουν κακώς στην κεντρική Ευρώπη (Γερμανία, Κάτω Χώρες, Βέλγιο) και ότι το επίπεδο των τιμών διατηρείται στη Σκανδιναβία»·

–        «Tycsa: οι μετέχοντες συζήτησαν επίσης για τον συντονισμό τους έναντι του πελάτη Addtek: “η Addtek συνομίλησε με [άλλον ανταγωνιστή] προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για τις χαμηλές τιμές, επειδή [ένας άλλος ανταγωνιστής] πωλούσε σε τιμή χαμηλότερη από τη δική της, και ανέφερε ότι, εάν η πολιτική αυτή ως προς τις τιμές συνεχιζόταν και το επόμενο έτος, δεν θα λάμβαναν πλέον ούτε ένα κιλό από τον όμιλο Addtek”»·

–        «DWK (“Οκτώβριος 2001”): σύσκεψη με άλλους συντονιστές ανά χώρα προκειμένου να συζητήσουν αναλυτικά για τις τιμές».

367    Στη σύσκεψη αυτή εκπροσωπήθηκαν τα μόνιμα μέλη και η Austria Draht.

368    Οι ως άνω πληροφορίες προέρχονται από πλείονες πηγές: Nedri, DWK, Tycsa, Emesa και Arcelor España (η τελευταία διά των σημειωμάτων της Emesa που προσκομίστηκαν το 2007) (βλ. παράρτημα A.45 της προσφυγής, για πρακτικό καταρτισθέν από την Tycsa και εντοπισθέν κατά τον επιτόπιο έλεγχο, διοικητικό φάκελο, σ. 240 έως 242 για χειρόγραφα σημειώματα της DWK, παράρτημα B.15 του υπομνήματος αντικρούσεως και διοικητικό φάκελο, σ. 11660, 28554 και 28555, για πρακτικό καταρτισθέν από την Emesa και σημειώματα της Emesa).

369    Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης της 27ης Σεπτεμβρίου 2001 είχε αντικείμενο προδήλως αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Επίσης από τα πρακτικά της συσκέψεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, τα οποία είχαν καταρτιστεί κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών από τους εκπροσώπους της Emesa και της Tycsa προκύπτει ότι, κατά τη σύσκεψη αυτή, έγινε συζήτηση για τις ποσοστώσεις εξαγωγής των Ιταλών παραγωγών, για τις πωλήσεις, καθώς και για τις πωλήσεις του 2002.

370    Προκύπτει επίσης ότι, σε ένα από τα πρακτικά που είχε καταρτίσει η Emesa, καθώς και στο πρακτικό της Tycsa, αναφέρεται η παρουσία της Austria Draht στη σύσκεψη. Συναφώς, το καταρτισθέν από την Tycsa πρακτικό, το οποίο εντοπίστηκε κατά τον έλεγχο, είναι σημαντικό, διότι εκεί αναφέρεται όχι μόνον το όνομα και οι αρμοδιότητες του εκπροσώπου της Austria Draht, ο οποίος ήταν διευθυντικό στέλεχός της, αλλά και ότι, κατά τη σύσκεψη αυτή, ορισμένοι από τους μετέχοντες παρουσίασαν τους αντικαταστάτες τους ή δήλωσαν ότι αντικαθιστούν τους προκατόχους τους. Στο εν λόγω πρακτικό διευκρινίζεται ότι «η Austria Draht επίσης παρίσταται για πρώτη φορά» («Austria Draht tambien ha estado la primera vez alli»), πράγμα που επιβεβαιώνει την έλλειψη αξιοπιστίας των δηλώσεων της Nedri, για τις οποίες έγινε λόγος στις σκέψεις 340, 344 και 350 ανωτέρω και οι οποίες παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά την παρουσία του εν λόγω εκπροσώπου της Austria Draht στις συσκέψεις της Ομάδας Ευρώπης της 25ης Σεπτεμβρίου 1997, της 14 Οκτωβρίου 1998 και της 9ης Νοεμβρίου 1998.

371    Με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων και, εκ νέου, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες προέβαλαν, ωστόσο, ότι παραδέχονται την παρουσία του εκπροσώπου της Austria Draht, Ro., στη σύσκεψη αυτή, πλην όμως πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη ότι, όταν ο T., εκπρόσωπος της DWK, κάλεσε τον Ro. να μετάσχει σε συμφωνίες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, αυτός αρνήθηκε.

372    Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η άρνηση αυτή δεν προκύπτει από τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, σε αντίθεση, π.χ., με την άρνηση που προκύπτει από το καταρτισθέν από τον P. πρακτικό της Emesa, όπου αναφέρεται ότι η Tycsa απάντησε «NO!» κατά την απαρίθμηση των συντονιστών για τις διάφορες χώρες (παράρτημα B.15 του υπομνήματος αντικρούσεως, σ. 257).

373    Ομοίως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο Ro. μετέσχε σε μέρος μόνον της συσκέψεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, διότι, την ημέρα της συσκέψεως αυτής, επρόκειτο να μεταβεί αεροπορικώς στο Graz (Αυστρία) από το Düsseldorf (Γερμανία) και έπρεπε να αναχωρήσει από τις 13:45 (αναχώρηση της πτήσης επιστροφής στις 14:50). Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, συνεπώς, ότι, από τα ζητήματα που συζητήθηκαν παρουσία του Ro., αυτός θα μπορούσε να αποκομίσει πληροφορίες για τη σύμπραξη και για το σύνολο του μηχανισμού.

374    Ωστόσο, από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, προκύπτει ότι αυτές παραδέχονται ότι ο Ro. μπορούσε να είναι παρών στον χώρο διεξαγωγής της συσκέψεως (το Drahthaus, στο Düsseldorf), στις 27 Σεπτεμβρίου 2001, από τις 9:35 έως τις 13:45. Το διάστημα αυτό αρκεί για να μετάσχει στη σύσκεψη, η παρουσία του στην οποία είναι ρητώς καταγεγραμμένη στο καταρτισθέν από την Tycsa πρακτικό (βλ. παράρτημα 7 της προσφυγής, σ. 51, και διοικητικό φάκελο σ. 841 έως 845).

375    Κατά τα λοιπά, τονίζεται ότι αυτό που έχει εν προκειμένω σημασία είναι το αν είναι βάσιμη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, υπάρχουν «ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι η Austria Draht μετείχε σποραδικά σε συμμετοχής της Austria Draht σε συζητήσεις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διά των οποίων μπορούσε να γνωρίζει […] το επίπεδο αυτό της συμπράξεως».

376    Τούτο ισχύει όσον αφορά τη σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης της 27ης Σεπτεμβρίου 2001.

377    Το Γενικό Δικαστήριο, πάντως, κρίνει ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή, υπάρχουν επαρκή στοιχεία που αποδεικνύουν τη συμμετοχή της Austria Draht στην Ομάδα Ευρώπης.

378    Συγκεκριμένα, πέραν της προαναφερθείσας δηλώσεως της Tycsa, ενός εκ των μονίμων μελών, η οποία αφήνει να εννοηθεί ότι ήταν η πρώτη φορά που εκπρόσωπος της Austria Draht παρέστη σε σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης (βλ. σκέψη 371 ανωτέρω), από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει επίσης ότι η Austria Draht δεν θεωρείται συντονιστής για την Αυστρία και ότι, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, οι κατώτατες τιμές πωλήσεως που συμφωνήθηκαν για το 2002 στις χώρες για τις οποίες έγινε συζήτηση κατά τη σύσκεψη δεν αντιστοιχούν στις τιμές πωλήσεως της Austria Draht κατά τον χρόνο αυτό, οι οποίες ήταν πολύ χαμηλότερες.

379    Προκύπτει επίσης ότι, όπως προέβαλαν οι προσφεύγουσες, η παρουσία της Austria Draht δεν αναφέρεται σε καμία μεταγενέστερη σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης. Τούτο είναι αξιοσημείωτο, δεδομένου ότι, σε πολλές από τις συσκέψεις αυτές, αναφέρεται η παρουσία του C. της CB, καθώς και του G., ο οποίος, κατά τη διάρκεια της προσαπτόμενης στην Austria Draht παραβάσεως, εργαζόταν, μεταξύ άλλων και ως επί το πλείστον για τη CB.

380    Συγκεκριμένα, στις 10 ή στις 11 Οκτωβρίου 2001, στη Malpensa (Ιταλία), πραγματοποιήθηκε σύσκεψη τεσσάρων εκ των μονίμων μελών της Ομάδας Ευρώπης (Tréfileurope, Nedri, DWK και Tycsa) με μέλη της Ομάδας Ιταλίας (Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope Italia και SLM), ως προς την οποία η Επιτροπή αναφέρει ότι διαθέτει πολλές πηγές πληροφοριών και ότι είχε ως αντικείμενο «την ενσωμάτωση των Ιταλών παραγωγών».

381    Ομοίως, στις 6 Νοεμβρίου 2001, πραγματοποίησαν στο Düsseldorf σύσκεψη των μονίμων μελών της Ομάδας Ευρώπης με μέλη της Ομάδας Ιταλίας (Redaelli, CB, Itas, ITC, και Tréfileurope Italia), ως προς την οποία η Επιτροπή αναφέρει ότι διαθέτει πολλές πηγές πληροφοριών και ότι είχε ως αντικείμενο «διαπραγματεύσεις για τις ποσοστώσεις με τους Ιταλούς παραγωγούς» και «κατανομή πελατών». Κατά τη σύσκεψη αυτή, ως συντονιστής για την Αυστρία αναφέρεται το ίδιο πρόσωπο που αναφέρθηκε ως συντονιστής κατά τη σύσκεψη της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, ήτοι ο εκπρόσωπος της DWK.

382    Στις 5 και 6 Ιουνίου 2002, πραγματοποιήθηκε στο Düsseldorf νέα σύσκεψη τεσσάρων εκ των μονίμων μελών της Ομάδας Ευρώπης (Tréfileurope, Nedri, WDI και Tycsa) με μέλη της Ομάδας Ιταλίας (Redaelli, CB και Tréfileurope Italia), ως προς την οποία η Επιτροπή αναφέρει ότι διαθέτει πολλές πηγές πληροφοριών και ότι είχε ως αντικείμενο «διαπραγματεύσεις για τις ποσοστώσεις με τους ιταλούς παραγωγούς». Παρόμοιες συσκέψεις διεξήχθησαν την 1η Ιουλίου 2002 στο Düsseldorf και στις 2 Ιουλίου 2002 στο Μιλάνο (Ιταλία), παρουσία του C. της CB καθώς και του G.

383    Η Επιτροπή δεν παραθέτει, στα σχετικά με τις συσκέψεις αυτές τμήματα του παραρτήματος 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καμία επιβαρυντική για την Austria Draht πληροφορία. Ωστόσο, εάν η Austria Draht μετείχε στην Ομάδα Ευρώπης μετά την πρώτη συμμετοχή της στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Düsseldorf στις 27 Σεπτεμβρίου 2001, είναι βέβαιον ότι κάποιος από τους έξι παραγωγούς οι οποίοι ήταν μόνιμα μέλη της Ομάδας Ευρώπης και συνεργάστηκαν με την Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία, θα ήταν σε θέση να αποδείξει τη συμμετοχή αυτή, πράγμα που δεν συνέβη εν προκειμένω.

384    Επιπλέον, δεν ευσταθεί η θέση ότι, όταν ο G. παρίστατο σε σύσκεψη Ομάδας Ευρώπης μαζί με τον C. της CB, για τις συζητήσεις σχετικά με την ποσόστωση που πρέπει δοθεί στους σημαντικότερους ιταλούς παραγωγούς, προκειμένου να μειωθεί η ανταγωνιστική πίεση που ασκούσαν εκτός Ιταλίας, συνιστούσε και στην περίπτωση αυτή ενιαία οικονομική οντότητα με την Austria Draht. Συγκεκριμένα, το ζήτημα αυτό είναι πρόδηλο ότι δεν εμπίπτει στην εντολή εκπροσωπήσεως που είχε δώσει η Austria Draht στον αντιπρόσωπό της στην Ιταλία, πράγμα που επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, βάσει των απαντήσεων των διαδίκων σε σχετικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

385    Εξάλλου, κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύει ότι ο G. διαβίβασε στην Austria Draht οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το περιεχόμενο των συζητήσεων στις οποίες μετείχε για λογαριασμό της CB (βλ. σκέψεις 171 επ. ανωτέρω).

386    Είναι, συνεπώς, εσφαλμένη η εκτίμηση που διατυπώνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 653 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι «η Austria Draht παρέστη, διά του [G.], σε τουλάχιστον έξι συσκέψεις με αντικείμενο τη διεύρυνση της Ομάδας Ευρώπης», ήτοι στις συσκέψεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, για την οποία δεν αναφέρεται παρουσία του G. ούτε του C. της CB, ενώ βεβαιώνεται η παρουσία διευθυντικού στελέχους της Austria Draht (βλ. σκέψη 370 ανωτέρω), της 10ης και 11ης Οκτωβρίου 2001 της 6ης Νοεμβρίου 2001, κατά την οποία ο G. ορίστηκε εξάλλου εθνικός συντονιστής αρμόδιος για την Ιταλία, από κοινού με τους A. (Itas) και C. (CB), της 5ης και 6ης Ιουνίου 2002, της 1ης Ιουλίου 2002 και της 2ας Ιουλίου 2002] (βλ. σκέψη 305 ανωτέρω).

387    Συνεπώς, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να επικαλεστεί τα αποδεικτικά στοιχεία που διαθέτει όσον αφορά, αφενός, τη σύσκεψη της Ομάδας Ζυρίχης της 9ης Ιανουαρίου 1996 και, αφετέρου, τη σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, όχι προκειμένου να αποδείξει τη συμμετοχή της Austria Draht στην Ομάδα Ευρώπης —πράγμα που άλλωστε δεν δέχθηκε, πιθανώς λόγω του ότι τα στοιχεία αυτά ήταν πολύ αποσπασματικά και μεμονωμένα— αλλά ως «ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι η Austria Draht μετείχε σποραδικά σε συμμετοχής της Austria Draht σε συζητήσεις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διά των οποίων μπορούσε να γνωρίζει […] το επίπεδο αυτό της συμπράξεως».

388    Οι ενδείξεις αυτές τεκμηριώνουν μεν τη διαπίστωση ότι η Austria Draht γνώριζε το συνολικό σχέδιο και, συνεπώς, την πανευρωπαϊκή διάσταση της ενιαίας παραβάσεως, πλην όμως δεν είναι τόσο «πολυάριθμες» όσο διατείνεται η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

 Στοιχεία που αποδεικνύουν γνώση της συμπράξεως μέσω του αντιπροσώπου

389    Εν κατακλείδι, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι μπορεί να τους καταλογιστεί ευθύνη για τη συμπεριφορά του αντιπροσώπου της Austria Draht στην Ιταλία, η γνώση του συνολικού σχεδίου, διά του εν λόγω αντιπροσώπου, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει συμμετοχή της Austria Draht σε ενιαία παράβαση.

390    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι κρίθηκε εσφαλμένη η εκτίμηση που διατυπώνει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι μπορεί να καταλογιστεί στην Austria Draht ότι γνώριζε το συνολικό σχέδιο, λόγω της παρουσίας του G. μαζί με τον C. της CB σε πολλές
συσκέψεις της Ομάδας Ευρώπης, για τις οποίες ο G., ελλείψει συμβατικής εξουσιοδοτήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρενέβαινε για λογαριασμό της Austria Draht (βλ. σκέψεις 379 έως 386 ανωτέρω).

391    Όσον αφορά τις συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας κατά τις οποίες έγινε συζήτηση για την Ομάδα Ευρώπης, επισημαίνεται ότι, για τις περισσότερες από τις συσκέψεις αυτές και ιδίως για εκείνες κατά τις οποίες η Redaelli ή η Tréfileurope Ιταλίας παρουσίασαν στα μέλη της Ομάδας Ιταλίας την Ομάδα Ευρώπης (όπως είναι οι συσκέψεις της 16ης Δεκεμβρίου 1997, της 26ης και 27ης Σεπτεμβρίου 2000 ή της 12ης Ιουλίου 2001), δεν αναφέρεται παρουσία του G. Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι ο G. θεωρούνταν ότι παρεμβαίνει σε εμπορικής φύσεως ζητήματα και όχι στο ανώτερο επίπεδο λήψεως αποφάσεων.

392    Ωστόσο, όπως προβάλλει η Επιτροπή, προκύπτει επίσης ότι, σε πολλές συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας κατά τις οποίες ο G. παρενέβαινε ως αντιπρόσωπος της Austria Draht στην Ιταλία, συζητούνταν όχι μόνον οι εγχώριες πτυχές της Ομάδας Ιταλίας, αλλά και η εξωτερική πτυχή της, ήτοι η κατανομή μεταξύ των σημαντικότερων Ιταλών παραγωγών ποσοστώσεως εξαγωγής προς τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες.

393    Για παράδειγμα, από τα σχετικά με τη σύσκεψη της Ομάδας Ιταλίας της 19ης Σεπτεμβρίου 2000 αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία εξετάστηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, προκύπτει ότι, ενώ αντικείμενο της συσκέψεως αυτής ήταν η κατανομή πελατών στην αγορά της Ιταλίας, πράγμα που δυνητικώς ενδιέφερε την Austria Draht, δεδομένης της παρουσίας στην εν λόγω σύσκεψη του αντιπροσώπου της στην Ιταλία, συζητήθηκαν επίσης οι εξαγωγές και η επιθυμία της SLM να παραμείνει εκτός της Ομάδας Ευρώπης (βλ. σκέψη 245 ανωτέρω). Στο πλαίσιο αυτό, είναι επίσης δυνατόν να καταλογιστεί στην Austria Draht ευθύνη για τις πληροφορίες που συγκέντρωνε διά του αντιπροσώπου της στην Ιταλία, στο πλαίσιο της ενιαίας οικονομικής οντότητας την οποία συναποτελούν.

394    Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι ο αντιπροσωπευόμενος γνώριζε την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά του αντιπροσώπου. Βάσει της συμβάσεως και δεδομένης της παρουσίας θυγατρικής, υπό τον σχεδόν απόλυτο έλεγχο της μητρικής, ή εργαζομένου που ενεργούσε για λογαριασμό του εργοδότη του, ο αντιπρόσωπος θεωρείται εν προκειμένω ότι ενεργεί για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, συναποτελώντας με αυτόν ενιαία οικονομική οντότητα.

395    Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ:

–        αφενός, των συσκέψεων της Ομάδας Ιταλίας με παρουσία του G. κατά τις οποίες συζητούνταν όχι μόνον οι εγχώριες πτυχές της Ομάδας Ιταλίας, αλλά και οι ευρωπαϊκές πτυχές της Ομάδας Ιταλίας, ως προς τις οποίες ο G. ενεργούσε τόσο ως εκπρόσωπος της CB όσο και «για λογαριασμό» της Austria Draht στην Ιταλία,

–        αφετέρου, των συσκέψεων της Ομάδας Ευρώπης, αυτών καθαυτών, κατά τις οποίες ο G. δεν ενεργούσε ως εκπρόσωπος Austria Draht στην Ιταλία, αλλά ως εκπρόσωπος της CB, χωρίς τούτο να αποδεικνύει ότι G. συναποτελούσε με την Austria Draht ενιαία οικονομική οντότητα.

 Γ – Συμπέρασμα επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

396    Επομένως, είναι ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 116 έως 128 ανωτέρω, ιδίως στις σκέψεις 120 και 124, η Austria Draht μετείχε σε ενιαία παράβαση, εν προκειμένω σύνθετη, για τους εξής λόγους:

–        αφενός, η Austria Draht «μετείχε […] στην Ομάδα Ιταλίας διά του αντιπροσώπου της στην Ιταλία, […], G., από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002» (αιτιολογική σκέψη 769 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        αφετέρου, μολονότι δεν μπορεί να καταλογιστεί στην Austria Draht ευθύνη για άμεση συμμετοχή στην Ομάδα Ζυρίχης ή στην Ομάδα Ευρώπης, υπάρχουν ενδείξεις «που υποδηλώνουν ότι η Austria Draht μετείχε σποραδικά σε συζητήσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και ότι, ως εκ τούτου, γνώριζε σε αρχικό στάδιο την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως» (αιτιολογική σκέψη 652 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

397    Η εμπλοκή της Austria Draht στη σύμπραξη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο συνάγεται τόσο από την άμεση συμμετοχή ενός εκ των εκπροσώπων της στη σύσκεψη της Ομάδας Ζυρίχης της 9ης Ιανουαρίου 1996 και στη σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης της 27ης Σεπτεμβρίου 2001 όσο και από των πληροφοριών που αποκόμισε ο G. κατά τις συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας οι οποίες είχαν ως αντικείμενο τις εγχώριες πτυχές της αγοράς της Ιταλίας και, παράλληλα, ορισμένες πτυχές του κλάδου του APC σε πανευρωπαϊκό επίπεδο από την άποψη των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούταν στη συγκεκριμένη αγορά.

398    Οι ενδείξεις που παραθέτει η Επιτροπή προς απόδειξη της γνώσεως της πανευρωπαϊκής διαστάσεως της συμπράξεως δεν κρίνονται, μεμονωμένα, ως αρκούντως πειστικές, πλην όμως οι ενδείξεις αυτές, συνολικά, αρκούν για να στοιχειοθετηθεί ότι η Austria Draht γνώριζε για την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως, κατά την έννοια που δίδεται στον όρο αυτό από την προπαρατεθείσα νομολογία.

399    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

IV –  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της κυρώσεως

400    Επικουρικώς, εφόσον γίνει δεκτό ότι μπορεί να καταλογιστεί στις προσφεύγουσες ενιαία παράβαση, όπως την έχει προσδιορίσει η Επιτροπή, οι voestalpine και Austria Draht προβάλλουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σοβαρά σφάλματα κατά τον υπολογισμό του προστίμου που τους επιβλήθηκε, ιδίως επειδή δεν έλαβε υπόψη της ότι η συμμετοχή της Austria Draht στη σύμπραξη είχε δευτερεύουσα σημασία.

401    Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις δέσμες αιτιάσεων, σχετικά, πρώτον, με παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, δεύτερον, παραβίαση ορισμένων διατάξεων των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, ήτοι εσφαλμένο καθορισμό επιπρόσθετου ποσού και παράλειψη συνεκτιμήσεως ελαφρυντικών περιστάσεων λόγω αμέλειας ή σημαντικά περιορισμένης συμμετοχής στην παράβαση και, τρίτον, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

402    Η τρίτη δέσμη αιτιάσεων κρίνεται εξαρχής απορριπτέα. Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή τροποποίησε δις την αρχική απόφαση μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, προσβάλλοντας έτσι τα δικαιώματά τους άμυνας και το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή προέβαλε για πρώτη φορά αιτίαση σχετικά με τη σύσκεψη της 30ής Απριλίου 2002, επί της οποίας δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων.

403    Ωστόσο, διαπιστώνεται, αφενός, ότι, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δόθηκε στις προσφεύγουσες αντίγραφο των τροποποιητικών αποφάσεων καθώς και η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 44 έως 48 ανωτέρω. Συνεπώς, δεν ευσταθεί η αιτίαση των προσφευγουσών περί προσβολής των δικαιωμάτων τους άμυνας και του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη, λόγω των τροποποιήσεων της αρχικής αποφάσεως με την πρώτη τροποποιητική απόφαση και με τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση.

404    Αφετέρου, όσον αφορά τη συλλογιστική που ανέπτυξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το περιεχόμενο της συσκέψεως της 30ής Απριλίου 2002, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι ουσιαστικά δεν πρόκειται για νέα αιτίαση, αλλά για νέα ερμηνεία αποδεικτικού στοιχείου το οποίο είχε ήδη γνωστοποιηθεί στις προσφεύγουσες. Επιπλέον, η τροποποίηση της σχετικής αναλύσεως της Επιτροπής έρχεται επίσης σε συνέχεια των παρατηρήσεων των προσφευγουσών επί της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Επιπλέον, τονίζεται ότι οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της νέας αυτής αναλύσεως στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής τους και ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, εφόσον είναι απαραίτητο, να αποφανθεί επί της αποδεικτικής αξίας των σχετικών με τη σύσκεψη αυτή αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, ως προς το ζήτημα αυτό, γίνεται παραπομπή στις σκέψεις 264 έως 270 ανωτέρω, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των επιχειρημάτων των προσφευγουσών σχετικά με τη σύσκεψη της 30ής Απριλίου 2002.

 Α – Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

405    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το πρόστιμο των 22 εκατομμυρίων ευρώ είναι δυσανάλογο σε σχέση με αυτά που τους προσάπτονται. Το πρόστιμο επιβλήθηκε λόγω της συμπεριφοράς ενός μη αποκλειστικού αντιπροσώπου στο πλαίσιο της Ομάδας Ιταλίας, για την οποία η Austria Draht δεν γνώριζε τίποτα, χωρίς, μάλιστα, να της προσάπτεται συμμετοχή σε άλλες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνεννοήσεις. Επιπλέον, ο εν λόγω αντιπρόσωπος, όπως και οι λοιποί μετέχοντες στην Ομάδα Ιταλίας, αμφισβητούν ότι η Austria Draht εκπροσωπούνταν στην ομάδα αυτή και, εν πάση περιπτώσει, η Austria Draht δεν μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό μέλος της Ομάδας Ιταλίας. Τούτων δοθέντων, στις προσφεύγουσες έπρεπε να επιβληθεί συμβολικό μόνον πρόστιμο. Εφόσον κριθεί ότι δεν ενδείκνυται η επιβολή συμβολικού προστίμου, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη μόνον οι πωλήσεις APC της Austria Draht στην Ιταλία και όχι οι πωλήσεις APC εντός του ΕΟΧ. Εν προκειμένω, το μέρος του προστίμου που αντιστοιχεί στο γεγονός ότι η Austria Draht γνώριζε για τις συμφωνίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατά τρόπο αποσπασματικό και χωρίς να τις έχει εγκρίνει ανέρχεται σχεδόν σε 19 εκατομμύρια ευρώ. Βάσει των πωλήσεων στην Ιταλία και σύμφωνα με τη μέθοδο της Επιτροπής, το πρόστιμο θα έπρεπε να είναι μόνο 3,1 εκατομμύρια ευρώ. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορεί να δικαιολογήσει το εύλογο του προστίμου, με το επιχείρημα, αφενός, ότι η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως εξετάζεται σε σχέση με την παράβαση αυτή καθαυτή και, αφετέρου, ότι στην περίπτωση των προσφευγουσών δεν συντρέχει ελαφρυντική περίσταση κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της τη συμπεριφορά εκάστης εμπλεκομένης επιχειρήσεως και τον ρόλο της κατά τον καθορισμό των εναρμονισμένων πρακτικών. Εφόσον στις προσφεύγουσες προσάπτεται μόνο συμμετοχή στην Ομάδα Ιταλίας, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη μόνον η ιταλική αγορά (προσφυγή, σημεία 219 έως 233, υπόμνημα απαντήσεως, σημεία 79 έως 87, 99 και 100).

406    Κατά την Επιτροπή, είναι μεν αληθές ότι η μόνη αιτίαση σε βάρος της Austria Draht είναι ότι πρόκειται για «μέλος» της Ομάδας Ιταλίας και, συνεπώς, ότι μετείχε σε συμφωνίες συναφθείσες στο πλαίσιο της ομάδας αυτής, πλην όμως η Austria Draht παρέστη επίσης σε συσκέψεις της Ομάδας Ευρώπης. Δεδομένης της γεωγραφικής εκτάσεως των συμφωνιών της Ομάδας Ιταλίας και του στενού συσχετισμού τους με τις συμφωνίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η Austria Draht «μετείχε» στο σύνολο της συμπράξεως. Δεν είναι συνεπώς δυσανάλογο να καθοριστεί το πρόστιμο βάσει των πωλήσεων APC σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεδομένου ότι η συμμετοχή στην Ιταλία δεν ήταν περιορισμένη (υπόμνημα αντικρούσεως, σημεία 93 και 98, υπόμνημα ανταπαντήσεως, σημεία 51 έως 54).

407    Για την εξέταση των επιχειρημάτων αυτών, κρίνεται σκόπιμη η παράθεση των αρχών που διέπουν τον καθορισμό των προστίμων που επιβάλλονται για ατομική συμμετοχή επιχειρήσεως σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού.

1.     Αναλογικότητα της κυρώσεως βάσει του συνόλου των περιστάσεων

408    Όπως προκύπτει από το άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς την παράβαση.

409    Συναφώς, το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ χαρακτηρίζουν ρητώς ως ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά τις συμφωνίες και τις εναρμονισμένες πρακτικές που συνίστανται στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, ή στον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των αγορών. Οι παραβάσεις αυτού του είδους, ιδίως εφόσον πρόκειται για οριζόντιες συμπράξεις, χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ως ιδιαιτέρως σοβαρές, στον βαθμό που συνεπάγονται ευθεία παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά (απόφαση της 11ης Μαρτίου 1999, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, T‑141/94, Συλλογή, EU:T:1999:48, σκέψη 675).

410    Το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι η Επιτροπή δύναται να επιβάλει πρόστιμα σε επιχειρήσεις που παραβαίνουν τις διατάξεις του άρθρου 81 ΕΚ υπό τον όρο, για καθεμία από τις επιχειρήσεις που συμμετείχε στην παράβαση, το πρόστιμο να μην υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πέραν της σοβαρότητας, και η διάρκεια της παραβάσεως.

411    Συναφώς, αποτελεί πάγια νομολογία ότι, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων, όπως είναι, ιδίως, ο ρόλος που διαδραμάτισε καθένας από τους μετέχοντες στην παράβαση και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις της μορφής αυτής για τους στόχους της Ένωσης (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Συλλογή, EU:T:2000:77, σκέψη 4949 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Σε περίπτωση που η παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, πρέπει να εξεταστεί η σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής εκάστης εξ αυτών (βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, C‑51/92 P, Συλλογή, EU:C:1999:357, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

412    Ομοίως, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν μετέσχε σε όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τη σύμπραξη, ή ότι διαδραμάτισε ήσσονα ρόλο σ’ εκείνες τις εκφάνσεις της συμπράξεως στις οποίες μετέσχε, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, στο πλαίσιο της επιμετρήσεως του προστίμου (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:1999:356, σκέψη 90, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψη 86) (βλ. σκέψη 124 ανωτέρω).

413    Όταν υφίσταται ενιαία, σύνθετη παράβαση, η οποία περιλαμβάνει σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών σε χωριστές αγορές, στις οποίες δεν δραστηριοποιούνται όλοι οι μετέχοντες στην παράβαση ή δεν έχουν γνώση του συνολικού σχεδίου, οι κυρώσεις πρέπει να είναι εξατομικευμένες υπό την έννοια ότι πρέπει να αφορούν τις συμπεριφορές και τα χαρακτηριστικά εκάστης εμπλεκομένης επιχειρήσεως ατομικά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, C‑76/06 P, Συλλογή, EU:C:2007:326, σκέψη 44).

414    Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να καθορίζεται το πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της αντικειμενικής σοβαρότητα της παραβάσεως, αυτής καθαυτήν, για την εκτίμηση της σχετικής σοβαρότητας της συμμετοχής της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλονται οι κυρώσεις στην παράβαση (βλ., συναφώς και λαμβανομένης υπόψη της διακρίσεως μεταξύ αντικειμενικής σοβαρότητας της παραβάσεως, κατά την έννοια των σημείων 22 και 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, και της υποκειμενικής σοβαρότητας της συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση, εξεταζόμενης υπό το πρίσμα των ιδιαιτέρων για την επιχείρηση περιστάσεων, κατά την έννοια των σημείων 27 επ. των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, T‑43/02, Συλλογή, EU:T:2006:270, σκέψεις 226 έως 228 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

415    Επομένως, σε περίπτωση επιβολής κυρώσεων για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού όσον αφορά τις συμπράξεις, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά για την εξατομίκευση των ποινών σε σχέση με την παράβαση, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας εκάστης επιχειρήσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Lucite International και Lucite International UK κατά Επιτροπής, T‑216/06, EU:T:2011:475, σκέψεις 87 και 88, της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Hansa Metallwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑375/10, EU:T:2013:475, σκέψη 80 και της 14ης Μαΐου 2014, Donau Chemie κατά Επιτροπής, T‑406/09, Συλλογή, EU:T:2014:254, σκέψη 92). Επομένως, παραβάτης στον οποίο δεν αποδίδονται ευθύνες για ορισμένα μέρη της συμπράξεως αυτής δεν μπορεί να είχε μετάσχει στην εφαρμογή των εν λόγω μερών της συμπράξεως. Λόγω του περιορισμένου εύρους της καταλογιζομένης παράνομης συμπεριφοράς, η παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού είναι κατά λογική αναγκαιότητα λιγότερο σοβαρή από αυτή που καταλογίζεται στους παραβάτες οι οποίοι μετείχαν σε όλες τις πτυχές της παραβάσεως.

416    Στην πράξη, η εξατομίκευση της ποινής σε σχέση με την παράβαση πραγματοποιείται σε διάφορα στάδια του καθορισμού του προστίμου, όπως συμβαίνει με την προσβαλλόμενη απόφαση.

417    Πρώτον, η Επιτροπή μπορεί να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητα της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στην παράβαση κατά το στάδιο της εκτιμήσεως της αντικειμενικής σοβαρότητας της ενιαίας παραβάσεως. Εν προκειμένω, τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της εν προκειμένω συνίστανται, αφενός, στο περιορισμένο αντικείμενο (όπως στην περίπτωση της Fundia, η οποία μετείχε μόνο στον συντονισμό όσον αφορά την Addtek) ή στην περιορισμένη γεωγραφική έκταση (όπως στις περιπτώσεις των Socitrel, Fapricela και Proderac οι οποίες μετείχαν μόνο στην Ομάδα España, η οποία επηρέαζε μόνο την Ισπανία και την Πορτογαλία) της συμμετοχής στην ενιαία παράβαση και, αφετέρου, στη μεταγενέστερη γνωστοποίηση της πανευρωπαϊκής διαστάσεως της παραβάσεως (τον Μάιο του 2001 για τις προαναφερθείσες επιχειρήσεις).

418    Όσον αφορά την Austria Draht, από τις αιτιολογικές σκέψεις 947 έως 949 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, όταν η Επιτροπή εξέτασε το γεωγραφικό εύρος της ενιαίας παραβάσεως, απέρριψε το αίτημα των προσφευγουσών να μη ληφθούν υπόψη η αξία των πωλήσεων APC τις οποίες είχαν πραγματοποιήσει στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, λόγω μη συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ισπανίας, με το αιτιολογικό ότι αμφότερες αυτές οι χώρες ενέπιπταν στην καλυπτόμενη από την Ομάδα Ιταλίας γεωγραφική περιοχή.

419    Συναφώς, η σχετική με τις προσφεύγουσες συλλογιστική της Επιτροπής στηρίζεται, όπως η ίδια αναφέρει στα δικόγραφά της, στην εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως αυτής καθαυτήν, δηλαδή βάσει παραγόντων όπως παράγοντες, όπως το είδος της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι (βλ. σκέψη 22 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006) και όχι στην εκτίμηση της μεμονωμένης συμμετοχής εκάστης επιχειρήσεως στην παράβαση.

420    Δεύτερον, η Επιτροπή μπορεί να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητα της μιας επιχειρήσεως στην παράβαση κατά το στάδιο της εκτιμήσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων που παρατίθενται στο σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως των οικείων περιστάσεων (βλ. σκέψη 27 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006). Μολονότι καμία επιχείρηση, των προσφευγουσών συμπεριλαμβανομένων, δεν μπόρεσε να προσκομίσει, όπως ζήτησε η Επιτροπή, στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η παράβαση διαπράχθηκε εξ αμελείας, η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι Proderac και Trame (Emme) είχαν ουσιωδώς πιο περιορισμένο ρόλο από άλλους μετέχοντες στη σύμπραξη και ότι, ως εκ τούτου, το επιβληθέν σε αυτές πρόστιμο πρέπει να μειωθεί (κατά 5 % συγκεκριμένα).

421    Αντιθέτως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η συμμετοχή τους στην παράβαση είναι σημαντικά πιο περιορισμένη από αυτή των λοιπών μετεχόντων. Για την εκπλήρωση του κριτηρίου αυτού, η Επιτροπή απαιτεί στοιχεία υψηλής αποδεικτικής αξίας, διότι η επιχείρηση που ζητεί να επωφεληθεί από τη συγκεκριμένη περίπτωση οφείλει να αποδείξει ότι, «κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στην παράνομη συμφωνία, απείχε κατ’ ουσίαν από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά».

422    Συναφώς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι τα υποβληθέντα από την Austria Draht αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις για το διάστημα 1998-2001 (σχετική με τις ποσοστώσεις πτυχή της συμπράξεως) και για το διάστημα 2001-2002 (σχετική με τις τιμές πτυχή της συμπράξεως) δεν ήταν επαρκή, διότι είχαν πιστοποιηθεί μόνον από την Austria Draht και, σε κάθε περίπτωση, η κατά καιρούς εξαπάτηση σχετικά με τις καθορισμένες τιμές ή την κατανομή των πελατών δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι ένας μετέχων σε σύμπραξη δεν εφάρμοσε τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες (αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως 1016 και 1018).

423    Τρίτον, η Επιτροπή μπορεί να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητα της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στην παράβαση σε στάδιο μεταγενέστερο της εκτιμήσεως της αντικειμενικής σοβαρότητας της παραβάσεως ή των ελαφρυντικών περιστάσεων τις οποίες επικαλούνται οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, στο σημείο 36 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 αναφέρεται ότι η Επιτροπή δύναται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επιβάλλει συμβολικό πρόστιμο και, επίσης, δύναται, σύμφωνα με το σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών, να αποκλίνει από τη προβλεπόμενη από αυτές γενική μεθοδολογία για τον καθορισμό των προστίμων, λόγω των ιδιαιτεροτήτων ορισμένης υποθέσεως.

424    Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν δέχθηκε τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες περί ιδιαιτερότητας της καταστάσεώς τους, ενόψει του καθορισμού του προστίμου, ούτε κατά το αρχικό στάδιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως αυτής καθαυτής, ούτε κατά το μεταγενέστερο στάδιο της εξετάσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων ούτε σε κάποιο άλλο στάδιο.

425    Συνεπώς, δεδομένης της μη αναγνωρίσεως καμίας ελαφρυντικής ή ιδιαίτερης περιστάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε στην περίπτωση των προσφευγουσών τον ίδιο μαθηματικό τύπο που χρησιμοποίησε για την επιβολή κυρώσεων στις επιχειρήσεις που μετείχαν σε όλες τις πτυχές της παραβάσεως συνολικά και όχι σε μερικές μόνον από αυτές. Ο τύπος αυτός είναι ο εξής: το 19 % της αξίας των πωλήσεων APC της οικείας επιχειρήσεως εντός του ΕΟΧ (ως προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως αυτής καθαυτής), πολλαπλασιασμένο με τα έτη συμμετοχής στην παράβαση (διάρκεια της συμμετοχής της Austria Draht στην παράβαση), πλέον το 19 % της αξίας των πωλήσεων APC της οικείας επιχειρήσεως εντός του ΕΟΧ (ως επιπρόσθετο ποσό).

426    Στην περίπτωση των προσφευγουσών, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα του μαθηματικού αυτού τύπου, ήτοι πρόστιμο 22 εκατομμυρίων ευρώ, ήταν χαμηλότερο από το 10 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η επιχείρηση αυτή κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, η Επιτροπή επέβαλε την κύρωση αυτή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

2.     Επί της συνεκτιμήσεως της ιδιαιτερότητας των προσφευγουσών

427    Στην υπό κρίση υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει εάν η Επιτροπή, δεδομένου ότι επέβαλε στις προσφεύγουσες πρόστιμο 22 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο υπολόγισε, λαμβάνοντας υπόψη τις πωλήσεις της Austria Draht εντός του ΕΟΧ, την αντικειμενική σοβαρότητα της παραβάσεως αυτής καθαυτήν, τη διάρκεια της συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ιταλίας διά του G., και χωρίς να λάβει υπόψη καμία ελαφρυντική περίσταση (βλ. σκέψεις 103 έως 115 ανωτέρω), η Επιτροπή εκτίμησε προσηκόντως τις περιστάσεις της υπό κρίση περιπτώσεως και, συνεπώς, επέβαλε κύρωση η οποία είναι εύλογη σε σχέση με την προσαπτόμενη στην Austria Draht ενιαία παράβαση.

 Επιμέρους στοιχεία της συμμετοχής στην Ομάδα Ιταλίας

428    Όσον αφορά τη συμμετοχή στην Ομάδα Ιταλίας, παρατίθενται τρεις επισημάνσεις για την εκτίμηση της κυρώσεως που επιβλήθηκε στην Austria Draht βάσει των προεκτεθέντων στο πλαίσιο του πρώτου λόγου.

429    Πρώτον, όπως επισημαίνει και η Επιτροπή, οι συμφωνίες που συνάφθηκαν στο πλαίσιο της Ομάδας Ιταλίας καλύπτουν γεωγραφική περιοχή πολύ ευρύτερη από την Ιταλία. Πέραν της πτυχής της Ιταλίας στο πλαίσιο της ομάδας αυτής, χάρη στη συμμετοχή τους σε αυτήν, ορισμένες επιχειρήσεις, ήτοι ο σκληρός πυρήνας που αποτελείτο από τις Redaelli, CB, ITC και Itas (που δραστηριοποιούνται στην Ιταλία), καθώς και η Tréfileurope (που δραστηριοποιούνταν στην Ιταλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη), αλλά και σε άλλες μικρότερες ιταλικές επιχειρήσεις (όπως η SLM), να συντονίζουν τις εξαγωγικές προσπάθειες των Ιταλών παραγωγών και, παράλληλα, να καθορίζουν κοινή πολιτική έναντι των παραγωγών άλλων ευρωπαϊκών χωρών (όπως οι Tycsa, Nedri και DWK οι οποίες ενίοτε παρενέβαιναν στην Ομάδα Ιταλίας) οι οποίοι επιδίωκαν να περιορίσουν τις προσπάθειες αυτές, προτείνοντας στους Ιταλούς παραγωγούς ποσόστωση εξαγωγής προς την υπόλοιπη Ευρώπη.

430    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η Austria Draht, η οποία δεν ήταν Ιταλός παραγωγός που πραγματοποιούσε εξαγωγές προς την υπόλοιπη Ευρώπη, δεν είχε εμπλακεί ούτε μπορούσε να εμπλακεί στις δραστηριότητες των μελών της Ομάδας Ιταλίας που αποσκοπούσαν στον συντονισμό της εξαγωγικής τους προσπάθειας. Το στοιχείο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση του ποσού της επιβληθείσας στις προσφεύγουσες κυρώσεως.

431    Δεύτερον, τονίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση, ο εκπρόσωπος της Austria Draht στην Ομάδας Ιταλίας δεν μπορούσε να ενεργεί για λογαριασμό της Austria Draht εκτός των ορίων της ανατεθείσας σε αυτόν δραστηριότητας, η οποία συνίστατο «στην αποκλειστική αντιπροσωπεία για την Ιταλία» όσον αφορά τον APC. Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι η φύση της ανατεθείσας από την Austria Draht στον G. δραστηριότητας ήταν απολύτως σε γνώση των μελών της Ομάδας Ιταλίας (όπως, π.χ., των Tréfileurope, ITC ή CB).

432    Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο G. θεωρούνταν εξουσιοδοτημένος να δεσμεύσει την Austria Draht εκτός της Ιταλίας.

433    Ο περιορισμός αυτός πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση του ύψους της επιβληθείσας στις προσφεύγουσες κυρώσεως, διότι το στοιχείο αυτό περιορίζει το γεωγραφικό εύρος της συμπεριφοράς του G. εντός της Ομάδας Ιταλίας. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι η Επιτροπή, έχοντας επίγνωση του ορίου αυτού, καταλόγισε τη συμπεριφορά του G. εντός της Ομάδας Ευρώπης μόνο στη CB και όχι στην Austria Draht. Κατά συνέπεια, στο τμήμα του παραρτήματος 1.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά τις «συνεννοήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο: Ομάδα Ευρώπης (1997-2002)» τα «ονόματα των εργαζομένων που εμπλέκονταν» στις συνεννοήσεις αυτές είναι τα ονόματα των Ra. και Ro. για την Austria Draht και, διά παραπομπής, του G., μεταξύ άλλων, για τη CB. Το ίδιο ισχύει και για το παράρτημα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την Ομάδα Ευρώπης. Αντιθέτως, το όνομα του G. αναφέρεται στο σχετικό με την «Ομάδα Ιταλίας» τμήμα του παραρτήματος 1.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως τόσο για την Austria Draht (πρόκειται για τον «εμπορικό αντιπρόσωπό της για την Ιταλία») όσο και για τη CB (διά της Studio Crema).

434    Τρίτον, επισημαίνεται ακόμη ότι, ανεξαρτήτως του τι μπορούσε να πράξει ο G. εντός της Ομάδας Ιταλίας (για λογαριασμό ή όχι της Austria Draht), η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Austria Draht γνώριζε για τις πράξεις αυτές. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στη δικογραφία και, όπως παραδέχεται η Επιτροπή, κανένα έγγραφο από πού αντηλλάγησαν μεταξύ του G. και της Austria Draht και προσκομίστηκαν σε απάντηση αιτήσεως παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, που να αποδεικνύει ότι η Austria Draht γνώριζε.

435    Πάντως, ενώ είναι δυνατόν να καταλογιστεί απευθείας στην Austria Draht η συμπεριφορά του G. εντός της Ομάδας Ιταλίας, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του αντιπροσώπου για λογαριασμό της Austria Draht, ανεξαρτήτως του αν η Austria Draht γνώριζε ή όχι, ο εν λόγω αντιπρόσωπος μπορεί να θεωρηθεί μόνον επικουρικό όργανο της CB, οσάκις δεν παρεμβαίνει για λογαριασμό της Austria Draht.

436    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, βάσει των πραγματικών περιστατικών και στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους της κυρώσεως, η συμπεριφορά του G. εντός της Ομάδας Ιταλίας δεν εκτείνεται γεωγραφικά πέραν της Ιταλίας, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, του περιορισμού της συμβάσεως αντιπροσωπείας και, αφετέρου, της διαπιστώσεως ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο G., όταν δεν ενεργούσε για λογαριασμό της Austria Draht όσον αφορά τη διάθεση των προϊόντων της στην Ιταλία, της γνωστοποιούσε πληροφορίες τις οποίας αποκόμιζε στο πλαίσιο της Ομάδας Ιταλίας όσον αφορά τις εκτός Ιταλίας πτυχές της συγκεκριμένης ομάδας. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η οποία όμως δεν συντρέχει εν προκειμένω, η Austria Draht θα ήταν σε θέση να προσαρμόσει τη συμπεριφορά της στις αγορές στις οποίες άλλωστε δραστηριοποιούνταν (π.χ., στην αυστριακή αγορά ή στις αγορές του Βελγίου και της Ολλανδίας).

 Μη συμμετοχή στην Ομάδα Ευρώπης και σε άλλες συνεννοήσεις

437    Όσον αφορά τις συνέπειες της σποραδικής συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ευρώπης, από την εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι το γεγονός ότι η Austria Draht γνώριζε για την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως δεν αρκεί από μόνο του για να διαπιστωθεί ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η αξία των πωλήσεών της σε αυτές τις αγορές, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η Austria Draht ακολουθούσε σε αυτές συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

438    Συγκεκριμένα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν εκτίμησε ότι η Austria Draht μετείχε στην Ομάδα Ευρώπης ούτε σε άλλες πτυχές της όλης συμπράξεως (βλ. σκέψεις 460 έως 462 ανωτέρω). Η «σποραδική εμπλοκή», η οποία απορρέει από «ενδείξεις», και μάλιστα λιγότερες από αυτές που διατείνεται ότι διαθέτει η Επιτροπή, οι οποίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Austria Draht «ως εκ τούτου, γνώριζε σε αρχικό στάδιο την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως», δεν ισοδυναμεί με πραγματική και διαρκή συμμετοχή στην Ομάδα Ευρώπης. Εν προκειμένω, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει υπέρβαση της διαπιστώσεως που διατυπώνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την οποία η Austria Draht δεν μετείχε στην Ομάδα Ευρώπης, ούτε, κατά μείζονα λόγο, στην Ομάδα Ζυρίχης, στην Ομάδα Ισπανίας ή στη συμφωνία του Νότου.

439    Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται, άλλωστε, σε πολλά στοιχεία της δικογραφίας από τα οποία προκύπτει η βούληση της Austria Draht να αποστασιοποιηθεί από κάθε συντονισμό της συμπεριφοράς της όσον αφορά τις τιμές, τις ποσότητες ή τους πελάτες σε άλλες αγορές, πέραν της ιταλικής, στις οποίες δεν χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του G.

440    Συναφώς, συναφώς, λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων στοιχείων, τα σχετικά με την εμπορική δραστηριότητα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τις προσφεύγουσες με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων προς στοιχειοθέτηση της σύμφωνης με τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς τους. Εν προκειμένω, η Επιτροπή απέρριψε εξαρχής τα στοιχεία αυτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, με το αιτιολογικό ότι έχουν πιστοποιηθεί μόνον από την Austria Draht (αιτιολογική σκέψη 1018 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, σε περίπτωση αμφιβολίας όσον αφορά το αληθές των στοιχείων που προσκόμισε κατηγορούμενη επιχείρηση προς υπεράσπισή της έναντι των αιτιάσεων που της απευθύνει μια διοικητική αρχή, η Επιτροπή θα μπορούσε να ελέγξει τα στοιχεία αυτά με τη συνδρομή άλλων ενδιαφερομένων, απευθύνοντάς τους αίτηση παροχής πληροφοριών. Εν γένει, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι «η κατά καιρούς εξαπάτηση σχετικά με τις καθορισμένες τιμές ή την κατανομή των πελατών δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι ένας μετέχων σε σύμπραξη δεν εφάρμοσε τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες» (αιτιολογικές σκέψεις 1016 και 1018 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, η επισήμανση αυτή δεν αρκεί για να θεωρηθούν παντελώς αλυσιτελή στοιχεία ακριβή και αναλυτικά, τα οποία αφορούν μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να ληφθούν υπόψη ως αποδείξεις, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ότι η περιγραφόμενη συμπεριφορά δεν είχε χαρακτήρα συμπαιγνίας.

441    Η διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι προσφεύγουσες δεν μετείχαν στο σύνολο της παραβάσεως όσον αφορά όχι αποκλειστικώς και ρητώς την Ομάδα Ευρώπης, αλλά και, σιωπηρώς, εμμέσως και κατά λογική αναγκαιότητα, τις λοιπές πτυχές της συμπράξεως αυτής (Ομάδα Ζυρίχης, Ομάδας Ισπανία, συμφωνία του Νότου) αποτελεί στοιχείο το οποίο η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της κατά τον καθορισμό της κυρώσεως που επρόκειτο να επιβάλει στις προσφεύγουσες.

 Β – Συμπέρασμα επί τις παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

442    Συνεπώς, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η κύρωση που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες είναι δυσανάλογη, διότι η Επιτροπή, χωρίς να λάβει υπόψη της την ιδιαιτερότητα της Austria Draht, της επέβαλε πρόστιμο 22 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο υπολόγισε, λαμβάνοντας υπόψη τις πωλήσεις της Austria Draht εντός του ΕΟΧ, την αντικειμενική σοβαρότητα της παραβάσεως αυτής καθαυτήν, τη διάρκεια της συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ιταλίας διά του G., και χωρίς να λάβει υπόψη καμία ελαφρυντική περίσταση.

443    Ειδικότερα, η Επιτροπή επέβαλε κύρωση στις προσφεύγουσες χωρίς να λάβει καθόλου υπόψη της το γεγονός ότι η Austria Draht μετείχε σε μία μόνον πτυχή της ενιαίας παραβάσεως (Ομάδα Ιταλίας διά του G.) και ότι, όσον αφορά τη συγκεκριμένη πτυχή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ελλείψει μάλιστα αποδεικτικών στοιχείων, ότι τόσο ο σκοπός όσο και οι συνέπειες της συμμετοχής αυτής δεν περιορίστηκαν στο ιταλικό έδαφος.

444    Όπως ρητώς προβάλλουν οι προσφεύγουσες, η παραδοχή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Austria Draht δεν μετέσχε σε όλες τις συμφωνίες για τις οποίες η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεως δεν είχε ως συνέπεια την επιβολή χαμηλότερου προστίμου. Αντιθέτως, ενώ παραδέχθηκε ότι η Austria Draht δεν μετείχε στην ευρωπαϊκή πτυχή της συμπράξεως και ελλείψει αποδείξεων για συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού εκ μέρους της Austria Draht εκτός Ιταλίας, η Επιτροπή τους επέβαλε πρόστιμο το οποίο υπολόγισε βάσει των πωλήσεών τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με συνέπεια να τους επιβληθεί πρόστιμο ίδιο με αυτό που τους επιβαλλόταν εάν τους είχε καταλογιστεί συμμετοχή της Austria Draht σε όλες τις πτυχές της ενιαίας παραβάσεως.

445    Εν προκειμένω, η αρχή της αναλογικότητας υποχρεώνει την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη κατά τον υπολογισμό του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου, ορισμένες ιδιαιτερότητες της Austria Draht, όπως, πρώτον, ο γεωγραφικός περιορισμός της συμβάσεως αντιπροσωπείας του G., με την οποία αυτός εξουσιοδοτείται να ενεργεί για λογαριασμό των προσφευγουσών μόνο για τις πωλήσεις στην Ιταλία και, δεύτερον, η παντελής έλλειψη στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι ο G., ακόμη και αν είχε πρόσβαση και σε άλλα στοιχεία, πέραν των σχετικών με τις πωλήσεις στην Ιταλία, γνωστοποίησε τα στοιχεία αυτά στην Austria Draht, η οποία μπορούσε, ως εκ τούτου, να προσαρμόσει αναλόγως τη συμπεριφορά της σε άλλες αγοράς APC, πέραν της ιταλικής.

446    Συγκεκριμένα, επιχείρηση ως προς την οποία διαπιστώνεται συμμετοχή σε πλείονες πτυχές ενιαίας παραβάσεως συμβάλλει περισσότερο στην αποτελεσματικότητα και στη σοβαρότητα της παραβάσεως απ’ ό,τι μια επιχείρηση η οποία μετείχε σε μία μόνον από τις πτυχές αυτές. Επομένως, η πρώτη επιχείρηση διαπράττει σοβαρότερη παράβαση από αυτή που διέπραξε η δεύτερη, πράγμα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό της κυρώσεως.

447    Το άρθρο 2, στοιχείο 5, της προσβαλλομένης αποφάσεως ακυρώνεται κατά το μέρος που επιβάλλεται δυσανάλογη κύρωση στις voestalpine AG και voestalpine Wire Rod Austria.

448    Οι συνέπειες των προεκτεθέντων εξετάζονται κατωτέρω, στο πλαίσιο της ζητούμενης εν προκειμένω ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας που διαθέτει το Γενικό Δικαστήριο.

449    Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση των επιχειρημάτων των διαδίκων σχετικά με την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ή των αιτιάσεων περί παραβάσεων ορισμένων διατάξεων των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, καθώς τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι, εν προκειμένω, ικανά να ανατρέψουν την προεκτεθείσα εκτίμηση.

V –  Επί της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου και επί του καθορισμού του ύψους του προστίμου

450    Η πλήρης δικαιοδοσία που παρέχει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 στο Γενικό Δικαστήριο, επιτρέπει στο δικαιοδοτικό αυτό όργανο, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαταστήσει την εκτίμησή του στην εκτίμηση της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, για παράδειγμα, να τροποποιήσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, όταν το ζήτημα του ποσού υποβληθεί στην κρίση του (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, Συλλογή, EU:C:2007:88, σκέψεις 61 και 62, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:C:2009:505, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

451    Συναφώς, τονίζεται ότι, εκ φύσεως, ο καθορισμός ενός προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση. Άλλωστε, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές όταν αποφαίνεται στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2011, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής T‑11/06, Συλλογή, EU:T:2011:560, σκέψη 266 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

452    Εν προκειμένω, για να καθοριστεί το πρόστιμο που πρόκειται να επιβληθεί για τη συμμετοχή της Austria Draht στην ενιαία παράβαση, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του τα εξής.

453    Πρώτον, έχει επαρκώς αποδειχθεί από τη δικογραφία ότι Austria Draht μετείχε, διά του G., του αντιπροσώπου της στην Ιταλία, σε πολλές συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας, με αντικείμενο την κατανομή ποσοστώσεων και τον καθορισμό των τιμών στην αγορά της Ιταλίας. Τέτοιες συνεννοήσεις συγκαταλέγονται εκ της φύσεώς τους και μόνο στους πλέον σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού. Η συμμετοχή αυτή άρχισε στις 15 Απριλίου 1997 και συνεχίστηκε χωρίς αξιοσημείωτη διακοπή έως την ημέρα κατά την οποία η επιτροπή διενήργησε έλεγχο στις εγκαταστάσεις της CB, που είναι η άλλη επιχείρηση για την οποία εργαζόταν ο G.

454    Η συμμετοχή της Austria Draht στην Ομάδα Ιταλίας, διά του G., στον οποίο η Austria Draht είχε αναθέσει να διαπραγματεύεται τις πωλήσεις του παραγομένου από αυτήν APC στην Ιταλία, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την εκτίμηση της κυρώσεως.

455    Δεύτερον, είναι ορθή η διαπίστωση ότι η Austria Draht «μετείχε σποραδικά» σε συζητήσεις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Τούτο προκύπτει τόσο από την άμεση συμμετοχή του εκπροσώπου της Austria Draht στη σύσκεψη της Ομάδας Ζυρίχης της 9ης Ιανουαρίου 1996 και στη σύσκεψη της Ομάδας Ευρώπης της 27ης Σεπτεμβρίου 2001 όσο και από το γεγονός ότι, με την παρουσία του σε ορισμένες συσκέψεις της Ομάδας Ιταλίας όπου ο G. ενεργούσε στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχε αναθέσει Austria Draht, το εν λόγω πρόσωπο αποκόμιζε πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούσαν μόνο την ιταλική αγορά, αλλά και άλλες αγορές προς τις οποίες πραγματοποιούσαν εξαγωγές οι εγκατεστημένοι στην Ιταλία παραγωγοί, ιδίως στις αγορές της Γερμανίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας.

456    Για την εκτίμηση της κυρώσεως, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη, παρεμπιπτόντως, η άμεση και έμμεση σποραδική συμμετοχή των εκπροσώπων της Austria Draht σε συζητήσεις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

457    Τρίτον, πρέπει ωστόσο να ληφθεί επίσης υπόψη ότι η προσαπτόμενη στην Austria Draht συμμετοχή στην ενιαία παράβαση παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες.

458    Πρώτον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε συμμετοχή της Austria Draht στην Ομάδα Ζυρίχης, στην Ομάδα Ευρώπης ή στην Ομάδα Ισπανίας, οι οποίες αποτελούν ουσιώδεις πτυχές της ενιαίας παραβάσεως. Η ιδιαιτερότητα αυτή είναι κατά μείζονα λόγο αξιοσημείωτη, λαμβανομένου υπόψη ότι, από εμπορικής απόψεως, η Austria Draht, σε αντίθεση με τον G., δεν είχε πραγματικό συμφέρον να συσχετιστεί με την Ομάδα Ιταλίας. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν η Austria Draht είχε μετάσχει στη διαπιστωθείσα από την Επιτροπή ενιαία παράβαση με ίδια μέσα και όχι διά του G., τα εμπορικά συμφέροντά της θα συνηγορούσαν μάλλον υπέρ της συμμετοχής της στην Ομάδα Ευρώπης, στην οποία είχαν ενταχθεί οι παραγωγοί που δεν πραγματοποιούσαν το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεών τους στην Ιταλία, προς αντιμετώπιση των εξαγωγών που πραγματοποιούσαν στην περιοχή της Ομάδας Ευρώπης οι παραγωγοί που ως επί το πλείστον δραστηριοποιούνταν στην Ιταλία.

459    Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, μετά τις συζητήσεις στις οποίες είχε παραστεί ο εκπρόσωπος της Austria Draht το 1996 και το 2001, ακολούθησαν άλλες συσκέψεις που να αποδεικνύουν όχι πλέον τη «σποραδική εμπλοκή», αλλά την πραγματική συμμετοχή της Austria Draht στην Ομάδα Ευρώπης. Ειδικότερα, παραδείγματος χάριν, επισημαίνεται ότι κανένα από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Γενικού Δικαστηρίου δεν αποδεικνύει ότι η Austria Draht ακολουθούσε αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά στην Αυστρία. Αντιθέτως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, χωρίς η Επιτροπή να τις αντικρούσει κατά τρόπο πειστικό, ότι τα μέλη της συμπράξεως θεωρούσαν την εταιρία αυτή ως απειλή και ως εμπόδιο για τις ενέργειές τους στο κράτος μέλος αυτό, όπως και στις υπόλοιπα κράτη μέλη του ΕΟΧ.

460    Συναφώς, διαπιστώνεται, πράγματι, ότι, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεδομένου ότι, βάσει της δικογραφίας, η Ομάδα Ευρώπης χαρακτηρίζεται από τη συνεργασία έξι παραγωγών (βλ. σκέψη 69 ανωτέρω), είναι βέβαιον ότι, εάν η Austria Draht όντως μετείχε στην Ομάδα Ευρώπης, κάποιος από τους παραγωγούς αυτούς θα ανέφερε τη συμμετοχή της.

461    Το συμπέρασμα ότι η Austria Draht και, κατά συνέπεια, η voestalpine δεν μετείχαν στην Ομάδα Ευρώπης ισχύει τόσο για τα περί άμεσης συμμετοχής της Austria Draht στην Ομάδα Ευρώπης διά των εργαζομένων της όσο για τα περί συμμετοχής της Austria Draht στην πτυχή αυτή της ενιαίας παραβάσεως διά του G.

462    Συγκεκριμένα, πέραν της ελλείψεως στοιχείων που να αποδεικνύουν κατά τρόπο πειστικό την εν λόγω συμμετοχή κατά τη διάρκεια της προσαπτομένης στην Austria Draht ενιαίας παραβάσεως, καθώς και της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, την οποία οι προσφεύγουσες μπορούν να επικαλεστούν, πρέπει ακόμη να επισημανθεί, αφενός, ότι η Επιτροπή ρητώς ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 652 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν καταλογίζει στην Austria Draht ευθύνη για άμεση συμμετοχή στην Ομάδα Ευρώπης, ούτε κατά μείζονα λόγο στην προηγηθείσα Ομάδα Ζυρίχης. Επισημαίνεται, αφετέρου, ότι η ίδια η Επιτροπή εκτίμησε επίσης, με τα παραρτήματα 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με την Ομάδα Ευρώπης, ότι η παράνομη συμπεριφορά που ενδεχομένως προσάπτεται στον G. σε σχέση με την ομάδα αυτή είναι καταλογιστέα στη CB και όχι στην Austria Draht, πράγμα που εξηγείται από τον γεωγραφικό περιορισμό των δραστηριοτήτων που είχε αναθέσει η Austria Draht στον G.

463    Δεύτερον, σε κάθε περίπτωση, προκύπτει ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, ο G. πραγματοποιούσε συναλλαγές για λογαριασμό της Austria Draht μόνο στην αγορά της Ιταλίας. Το χαρακτηριστικό αυτό της συμμετοχής της Austria Draht στην ενιαία παράβαση, το οποίο προκύπτει από τη σύμβαση με τον G., το επιβεβαίωσαν οι προσφεύγουσες απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς η Επιτροπή να τις αντικρούσει πειστικά με τις παρατηρήσεις της επί του ζητήματος αυτού.

464    Τρίτον, επισημαίνεται ότι κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύει ότι η Austria Draht γνώριζε για την παράνομη συμπεριφορά, πράγμα που ισχύει τόσο για την αγορά της Ιταλίας, στην οποία ο G. είχε εξουσιοδότηση να παρεμβαίνει, όσο και για τις άλλες αγορές, στις οποίες ο G. ουδέποτε πραγματοποίησε συναλλαγές για λογαριασμό της Austria Draht.

465    Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Austria Draht μετείχε στην ενιαία παράβαση κυρίως μέσω του G., του αντιπροσώπου της στην Ιταλία, στον οποίον η Austria Draht είχε αναθέσει την εμπορική δραστηριότητά της στη χώρα αυτή, δεν υπάρχει δε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι αυτός γνωστοποίησε στην Austria Draht κάποιο στοιχείο από αυτά που περιέρχονταν σε γνώση του λόγω της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς του. Η περίσταση αυτή πρέπει να συνεκτιμηθεί κατά την εκτίμηση της κυρώσεως.

466    Συνεπώς, αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου που θα επιβληθεί στην Austria Draht είναι κατά κύριο λόγο η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά του G., για λογαριασμό της Austria Draht. Το Γενικό Δικαστήριο, όπως και η Επιτροπή, κρίνει ότι πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η σποραδική εμπλοκή της Austria Draht σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συζητήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, χωρίς όμως να θεωρηθεί εύλογη η άποψη ότι, για τον ορθό υπολογισμό του προστίμου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πωλήσεων APC της Austria Draht εντός του ΕΟΧ.

467    Βάσει των περιστάσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ένα πρόστιμο της τάξεως των 7,5 εκατομμυρίων ευρώ παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής κυρώσεως της παράνομης συμπεριφοράς της προσφεύγουσας, κατά τρόπο που να μην είναι αμελητέος και να παραμένει επαρκώς αποτρεπτικός. Οποιοδήποτε πρόστιμο ανώτερο του ποσού αυτού θα ήταν δυσανάλογο σε σχέση με την παράβαση που προσάπτεται στις προσφεύγουσες, βάσει των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τη συμμετοχή της Austria Draht στην ενιαία παράβαση.

468    Για τους λόγους που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι οποίοι άλλωστε δεν αμφισβητήθηκαν από τις προσφεύγουσες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η voestalpine ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή του προστίμου αυτού.

469    Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει, πρώτον, να ακυρωθεί το άρθρο 2, στοιχείο 5, της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που επιβάλλεται στις προσφεύγουσες δυσανάλογο πρόστιμο για τη συμμετοχή της Austria Draht στην ενιαία παράβαση από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002, δεύτερον, να μειωθεί το πρόστιμο για την καταβολή του οποίου οι προσφεύγουσες ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον από 22 εκατομμύρια ευρώ σε 7,5 εκατομμύρια ευρώ και, τρίτον, να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

470    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

471    Εν προκειμένω, δεδομένης της σημαντικής μειώσεως του επιβληθέντος από την Επιτροπή στις προσφεύγουσες προστίμου, αποφασίζεται να φέρει η Επιτροπή τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δύο τρίτα των εξόδων των προσφευγουσών, οι οποίες φέρουν το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 2, σημείο 5, της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 — προεντεταμένος χάλυβας), η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, και με την απόφαση C(2011) 2269 τελικό της Επιτροπής της 4ης Απριλίου 2011.

2)      Το επιβληθέν στις voestalpine AG και voestalpine Wire Rod Austria GmbH πρόστιμο, για την καταβολή του οποίου ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, μειώνεται από 22 εκατομμύρια ευρώ σε 7,5 εκατομμύρια ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων των voestalpine και voestalpine Wire Rod Austria.

5)      Οι voestalpine και voestalpine Wire Rod Austria φέρουν το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων τους.

Frimodt Nielsen

Dehousse

Collins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιουλίου 2015.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Αντικείμενο της διαφοράς

Ιστορικό της διαφοράς

I –  Ο κλάδος που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής

Α — Προϊόν

Β — Διάρθρωση της προσφοράς

Γ — Διάρθρωση της ζήτησης

Δ — Εμπορικές συναλλαγές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΕΟΧ

II –  Η Voestalpine και η Austria Draht

III –  Διοικητική διαδικασία

Α — Πρώτη αίτηση επιείκειας και απαλλαγή της DWK από τα πρόστιμα

Β — Επιτόπιοι έλεγχοι και αιτήσεις παροχής πληροφοριών

Γ — Άλλες αιτήσεις επιείκειας και απαντήσεις της Επιτροπής

Δ — Κίνηση της διαδικασίας και ανακοίνωση αιτιάσεων

Ε — Πρόσβαση στον φάκελο, ακρόαση και δυνατότητα καταβολής του προστίμου

ΣΤ — Συμπληρωματικές αιτήσεις παροχής πληροφοριών

IV –  Προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

A — Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.  Περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως

α) Συνιστώσες της συμπράξεως και χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως ενιαίας

β) Στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη όσον αφορά τις Austria Draht και voestalpine

Σύμβαση με τον G.

Ομάδα Ιταλίας (από τις 15 Απριλίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002)

Ομάδα Ευρώπης και πανευρωπαϊκό σύστημα

γ) Αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως και χρονικό διάστημα συμμετοχής στην παράβαση, για το οποίο καταλογίζεται ευθύνη

Η Austria Draht

Η voestalpine

δ) Υπολογισμός του επιβλθέντος στις voestalpine και Austria Draht προστίμου

2.  Υπόμνηση των γενικών αρχών

α) Απόδειξη της υπάρξεως και της διάρκειας της παραβάσεως

β) H έννοια της ενιαίας παραβάσεως ως σύνθετης παραβάσεως

γ) Η έννοια της αποστασιοποιήσεως σε περίπτωση συμμετοχής σε σύσκεψη

Β — Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως της Επιτροπής ότι οι προσφεύγουσες μετείχαν σε πτυχή της ενιαίας παραβάσεως διά του αντιπροσώπου τους στην Ιταλία

1.  Καταλογισμός της συμπεριφοράς του αντιπροσώπου στον αντιπροσωπευόμενο

α) Προϋποθέσεις καταλογισμού της συμπεριφοράς του αντιπροσώπου στον αντιπροσωπευόμενο

β) Σύμβαση αντιπροσωπείας και ανάληψη του οικονομικού κινδύνου

γ) Συνέπεια της αναληφθείσας από τον αντιπρόσωπο διπλής εκπροσωπήσεως

δ) Απουσία γνώσεως, ελέγχου και εγκρίσεως

2.  Αποδεικτικά στοιχεία της παράνομης συμπεριφοράς του αντιπροσώπου

α) Επί της συσκέψεως της 15ης Απριλίου 1997

β) Επί της συσκέψεως της 24ης Ιουνίου 1997

γ) Επί της συσκέψεως της 11ης Μαρτίου 1998

δ) Επί της συσκέψεως της 30ής Μαρτίου 1998

ε) Επί της συσκέψεως της 18ης Μαΐου 1998

στ) Επί της συσκέψεως της 19ης Οκτωβρίου 1998

ζ) Επί της συσκέψεως της 18ης Ιανουαρίου 1999

η) Επί της συσκέψεως της 14ης Δεκεμβρίου 1999

θ) Επί της συσκέψεως της 12ης Ιανουαρίου 2000

ι) Επί της συσκέψεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2000

ια) Επί της συσκέψεως της 10ης Ιουνίου 2001

ιβ) Επί της συσκέψεως της 23ης Οκτωβρίου 2001

ιγ) Επί της συσκέψεως της 11ης Ιανουαρίου 2002

ιδ) Επί της συσκέψεως της 30ής Απριλίου 2002

ιε) Επί των λοιπών συσκέψεων και εγγράφων που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση

3.  Επί των διαφόρων δηλώσεων τις οποίες επικαλούνται οι διάδικοι

4.  Διάρκεια της προσαπτομένης στην Austria Draht παραβάσεως

5.  Συμπέρασμα επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

Γ ‑ Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως της Επιτροπής ότι οι προσφεύγουσες μετείχαν σε ενιαία παράβαση με κοινή συμμετοχή της Ομάδας Ιταλίας και της Ομάδας Ευρώπης

1.  Συμμετοχή σε πτυχή της ενιαίας παραβάσεως

2.  Γνώση του πανευρωπαϊκού επιπέδου της συμπράξεως

α) Παρατιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικτικά στοιχεία

β) Ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση

Αποδείξεις σχετικά με την Ομάδα Ζυρίχης

–  Επί της συσκέψεως της 28ης Μαΐου 1995

–  Επί της συσκέψεως της 9ης Ιανουαρίου 1996

Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την Ομάδα Ευρώπης

–  Επί της συσκέψεως της 14ης Οκτωβρίου 1998

–  Επί της συσκέψεως της 9ης Νοεμβρίου 1998

–  Επί της συσκέψεως της 28ης Φεβρουαρίου 2000

–  Επί της συσκέψεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2001

Στοιχεία που αποδεικνύουν γνώση της συμπράξεως μέσω του αντιπροσώπου

3.  Συμπέρασμα επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

Δ — Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της κυρώσεως

1.  Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

α) Αναλογικότητα της κυρώσεως βάσει του συνόλου των περιστάσεων

β) Επί της συνεκτιμήσεως της ιδιαιτερότητας των προσφευγουσών

Επιμέρους στοιχεία της συμμετοχής στην Ομάδα Ιταλίας

Μη συμμετοχή στην Ομάδα Ευρώπης και σε άλλες συνεννοήσεις

2.  Συμπέρασμα επί τις παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

Ε — Επί της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου και επί του καθορισμού του ύψους του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.