Language of document : ECLI:EU:T:2015:860

Υπόθεση T‑106/13

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

d.d. Synergy Hellas Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών Πληροφορικής

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ρήτρα διαιτησίας — Έκτο και έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης — Πρόωρη καταγγελία των συμβάσεων — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Αναλογικότητα — Καλή πίστη — Εξωσυμβατική ευθύνη — Νέος χαρακτηρισμός της αγωγής — Συνύπαρξη αγωγών αποζημιώσεως λόγω συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης — Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης (ΣΕΠ) — Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου παρέχοντος δικαιώματα στους ιδιώτες — Αιτιώδης συνάφεια»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 18ης Νοεμβρίου 2015

1.      Ένδικη διαδικασία — Άσκηση αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει ρήτρας διαιτησίας — Συμβάσεις συναφθείσες στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης — Πρόωρη καταγγελία των συμβάσεων λόγω οικονομικών παρατυπιών του αντισυμβαλλομένου — Αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης — Παραίτηση του προσφεύγοντος από την αγωγή του στο πλαίσιο άλλης συμβάσεως — Ενάγων που προβάλλει αιτιάσεις ίδιες προς εκείνες που είχε προβάλει με την άλλη του αγωγή — Επιτρέπεται

(Άρθρο 272 ΣΛΕΕ)

2.      Ένδικη διαδικασία — Άσκηση αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει ρήτρας διαιτησίας — Συμβάσεις συναφθείσες στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης — Πρόωρη καταγγελία των συμβάσεων λόγω οικονομικών παρατυπιών του αντισυμβαλλομένου — Αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης — Ύπαρξη γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος — Περίσταση κατά την οποία συνεχίζεται η εκτίμηση της επιλεξιμότητας των δηλωθέντων εξόδων — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 272 ΣΛΕΕ)

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Προϋποθέσεις — Συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοικήσεως

4.      Ένδικη διαδικασία — Άσκηση αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει ρήτρας διαιτησίας — Συμβάσεις συναφθείσες στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης — Πρόωρη καταγγελία των συμβάσεων λόγω οικονομικών παρατυπιών του αντισυμβαλλομένου — Αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης — Επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Δεν επιτρέπεται — Όρια — Τήρηση της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων

(Άρθρο 272 ΣΛΕΕ)

5.      Ένδικη διαδικασία — Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Προϋποθέσεις — Περαιτέρω ανάπτυξη προβληθέντος ισχυρισμού — Επιτρέπεται

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 48 § 2]

6.      Ένδικη διαδικασία — Άσκηση αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει ρήτρας διαιτησίας — Συμβάσεις συναφθείσες στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης — Πρόωρη καταγγελία των συμβάσεων λόγω οικονομικών παρατυπιών του αντισυμβαλλομένου — Αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης — Επίκληση της αρχής της αναλογικότητας — Επιτρέπεται — Υποχρέωση καλόπιστης εκτελέσεως της συμβάσεως

(Άρθρο 5 § 4 ΣΕΕ· άρθρο 272 ΣΛΕΕ)

7.      Αγωγή αποζημιώσεως — Εξωσυμβατική ευθύνη — Προσφυγή που αφορά, στην πραγματικότητα, διαφορά συμβατικής φύσεως — Εκ νέου χαρακτηρισμός της προσφυγής — Προϋποθέσεις — Συνύπαρξη αγωγών αποζημιώσεως λόγω συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης — Προϋποθέσεις

(Άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 272 ΣΛΕΕ)

1.      Προκειμένου περί αγωγής αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης ασκούμενης κατόπιν πρόωρης καταγγελίας εκ μέρους της Επιτροπής μιας συμβάσεως επιδοτήσεως συναφθείσας στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης λόγω προβαλλόμενων οικονομικών παρατυπιών του αντισυμβαλλομένου, η παραίτηση του τελευταίου σε άλλη υπόθεση, έχουσα ως αντικείμενο μια παρόμοια σύμβαση, δεν θίγει το δικαίωμά του, στο πλαίσιο των αιτημάτων που αφορούν τη συμβατική ευθύνη της Επιτροπής λόγω της καταγγελίας της συμβάσεως αυτής, να προβάλει παρατυπίες αφορώσες την εκτέλεση της συμβάσεως την οποία αφορούσε η άλλη υπόθεση.

Πράγματι, σε περίπτωση παραιτήσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφαίνεται ούτε επί του παραδεκτού ούτε επί της ουσίας, αλλά απλώς σημειώνει τη βούληση του ενάγοντος διαδίκου να μη συνεχίσει την ένδικη διαδικασία. Η διάταξη περί παραιτήσεως δεν παράγει δεδικασμένο. Όταν ο προσφεύγων ή ενάγων διάδικος παραιτείται από εκκρεμή προσφυγή ή αγωγή του, η σχετική διαφορά παύει να υφίσταται, οπότε αίρεται η κατάσταση εκκρεμοδικίας λόγω της ασκήσεως άλλης αγωγής ή προσφυγής. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το συμφέρον να αποφεύγεται το ενδεχόμενο οι πολίτες να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής με τρόπο αντίθετο προς την αρχή της οικονομίας της διαδικασίας δεν απαιτεί να συνεχίζεται μια κατάσταση εκκρεμοδικίας ακόμα και έναντι προσφυγής ή αγωγής από την οποία έχει παραιτηθεί ο προσφεύγων ή ο ενάγων, διότι το ως άνω συμφέρον προστατεύεται επαρκώς με την καταδίκη του ενδιαφερομένου στα δικαστικά έξοδα.

(βλ. σκέψεις 46, 47)

2.      Όσον αφορά αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης ασκούμενη κατόπιν της πρόωρης καταγγελίας εκ μέρους της Επιτροπής συμβάσεως επιδοτήσεως συναφθείσας στο πλαίσιο προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης λόγω προβαλλόμενων οικονομικών παρατυπιών του αντισυμβαλλομένου, από το γεγονός ότι τελεί υπό εξέταση από την Επιτροπή το αν τα έξοδα που προβάλλει ο ενάγων είναι επιλέξιμα και, επομένως, το αν επιβάλλεται η καταβολή ορισμένου ποσού δυνάμει της εν λόγω συμβάσεως δεν συνάγεται έλλειψη γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει το ποσό σε εκτέλεση της συμβάσεως. Πράγματι, ήδη από της ασκήσεως της αγωγής είναι πρόδηλο ότι ο ενάγων θα έχει όφελος σε περίπτωση που η αγωγή του γίνει δεκτή.

Ακόμη, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται έλλειψη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του ενάγοντος με την αιτιολογία ότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, η μη καταβολή στον ενάγοντα του ποσού που οφείλετο σε εκτέλεση της συμβάσεως ήταν αβέβαιη ή υποθετική. Πράγματι, κατά την άσκηση της αγωγής, ήταν βέβαιο ότι η Επιτροπή δεν είχε καταβάλει το ποσό αυτό.

Τα ζητήματα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει το ποσό αυτό πριν από την άσκηση της αγωγής, αν μπορούσε να αναστείλει την καταβολή του λόγω του διεξαγόμενου οικονομικού ελέγχου και αν το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να αναστείλει τη δικαστική διαδικασία μέχρι το πέρας του οικονομικού ελέγχου της Επιτροπής ή, αντιθέτως, αν έπρεπε να αποφανθεί απευθείας επί της επιλεξιμότητας των εξόδων συνεπάγονται την εκτίμηση στοιχείων που αφορούν την ουσία της αγωγής και όχι το παραδεκτό της.

Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από τη νομολογία που αφορά αναγνώριση εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης της δυνατότητας διαδίκου να κρατήσει ποσά που έχει ήδη καταβάλει η Επιτροπή δυνάμει των σχετικών συμβάσεων. Πράγματι, ενώ με τις καταψηφιστικές αγωγές, με τις οποίες ζητείται η εκτέλεση συγκεκριμένης παροχής, το έννομο συμφέρον συνάγεται κατά κανόνα, δίχως άλλο, από το ίδιο το πλαίσιο του αγωγικού αιτήματος, για το προστατευόμενο συμφέρον του ενάγοντος στο πλαίσιο μιας αφηρημένης δικαστικής αναγνωρίσεως της υπάρξεως ή μη μιας έννομης σχέσεως ή της υπάρξεως ή μη συγκεκριμένης αξιώσεως απαιτείται κατά κανόνα ειδική αιτιολογία. Πράγματι, δεν εναπόκειται στα δικαστήρια της Ένωσης να εκδίδουν αφηρημένες νομικές γνωμοδοτήσεις.

(βλ. σκέψεις 51-55)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 66)

4.      Όσον αφορά αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης ασκούμενη κατόπιν της πρόωρης καταγγελίας εκ μέρους της Επιτροπής συμβάσεως επιδοτήσεως συναφθείσας στο πλαίσιο προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης λόγω προβαλλόμενων οικονομικών παρατυπιών του αντισυμβαλλομένου, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να κρίνει απαράδεκτη την αιτίαση που στηρίζεται σε παραβίαση από την Επιτροπή, κατά την εκτέλεση της προαναφερθείσας συμβάσεως, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που διέπει τη σχέση εξαρτήσεως των διοικούμενων με τη διοίκηση.

Πράγματι, η αρχή αυτή υπάγεται στον έλεγχο νομιμότητας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, τον οποίο μπορεί να ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

Εντούτοις, σε μια αγωγή αποζημιώσεως εκ συμβατικής ευθύνης, το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται της υποθέσεως ως δικαστήριο κρίνον με βάση τη σύμβαση. Συναφώς, το ότι η σύμβαση αυτή διέπεται μεταξύ άλλων από το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να μεταβάλει την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου όπως αυτή προσδιορίζεται από το ένδικο βοήθημα που επέλεξε ο ενάγων. Κατά συνέπεια, με την αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης ο ενάγων δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή παρά μόνον παραβάσεις του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου.

Εντούτοις, στο δίκαιο των συμβάσεων, δεν μπορεί να αποκλείεται η επίκληση μιας μορφής δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όταν αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της τηρήσεως της υποχρεώσεως των συμβαλλομένων μερών προς καλόπιστη εκτέλεση της συμβάσεως. Τούτο απορρέει από το γεγονός ότι η εν λόγω αρχή καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων αποκλείει την εκτέλεση της συμβάσεως κατά τρόπο ο οποίος συνιστά κατάχρηση δικαιώματος.

(βλ. σκέψεις 66-68, 72)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 70)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 87-89)

7.      Δεδομένης της αυτοτέλειας των συμβατικών και εξωσυμβατικών μέσων παροχής ένδικης προστασίας και των ιδιαίτερων για καθένα από τα μέσα αυτά προϋποθέσεων θεμελιώσεως ευθύνης, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να προσδιορίζει αν η αγωγή της οποίας επιλαμβάνεται αφορά αίτημα αποζημιώσεως που στηρίζεται αντικειμενικώς σε δικαιώματα και υποχρεώσεις τα οποία απορρέουν από σύμβαση ή δεν συνδέονται με κάποια σύμβαση.

Η απλή επίκληση νομικών κανόνων ή αρχών που δεν απορρέουν από τη σύμβαση που έχουν συνάψει οι συμβαλλόμενοι, αλλά που δεσμεύουν τα συμβαλλόμενα μέρη, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή της συμβατικής φύσεως της διαφοράς.

Εντούτοις, δεδομένου ότι, κατά τη Συνθήκη ΛΕΕ, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης είναι, καταρχήν, αρμόδια να αποφαίνονται τόσο επί αγωγών που αφορούν εξωσυμβατική ευθύνη των οργάνων της Ένωσης όσο και επί αγωγών που αφορούν συμβατική ευθύνη των εν λόγω οργάνων όταν αυτά συνάπτουν σύμβαση περιλαμβάνουσα ρήτρα διαιτησίας, όταν το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, ενώ η διαφορά είναι, στην πραγματικότητα, συμβατικής φύσεως, το Γενικό Δικαστήριο προβαίνει σε εκ νέου χαρακτηρισμό της αγωγής αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έναν τέτοιο νέο χαρακτηρισμό.

Ειδικότερα, προκειμένου περί διαφοράς τέτοιας φύσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε εκ νέου χαρακτηρισμό μιας αγωγής είτε όταν η ρητή βούληση του ενάγοντος να μη στηρίξει το αίτημά του στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ εμποδίζει έναν τέτοιο νέο χαρακτηρισμό, είτε όταν η αγωγή δεν στηρίζεται σε κανένα λόγο αντλούμενο από παράβαση των κανόνων που διέπουν την οικεία συμβατική σχέση, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για συμβατική ρήτρα ή για διατάξεις της προσδιοριζόμενης στη σύμβαση εθνικής νομοθεσίας.

Επιπλέον, η εκ μέρους θεσμικού οργάνου παράβαση συμβατικής ρήτρας δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει, καθαυτή, εξωσυμβατική ευθύνη του εν λόγω οργάνου έναντι αντισυμβαλλομένου με τον οποίο αυτό έχει συνάψει τη σύμβαση που περιέχει την εν λόγω ρήτρα. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η καταλογιστέα στο εν λόγω θεσμικό όργανο παρανομία είναι καθαρά συμβατικής φύσεως και απορρέει από τη δέσμευση που αυτό έχει αναλάβει ως συμβαλλόμενο μέρος και όχι λόγω μιας οποιασδήποτε άλλης ιδιότητας, όπως είναι αυτή της διοικητικής αρχής. Κατά συνέπεια, όταν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις, κάθε επιχείρημα περί παραβάσεως συμβατικής ρήτρας προς στήριξη αιτήματος αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης πρέπει να κρίνεται αλυσιτελές.

Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί η παράλληλη ύπαρξη συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης θεσμικού οργάνου της Ένωσης έναντι ενός αντισυμβαλλομένου. Πράγματι, η φύση των καταλογιστέων σε θεσμικό όργανο ζημιογόνων ενεργειών που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης δεν είναι προκαθορισμένη. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι υφίσταται μια τέτοια συνύπαρξη ειδών ευθύνης των οργάνων, αυτή θα εξαρτάται ωστόσο από την προϋπόθεση ότι, αφενός, η καταλογιστέα στο οικείο θεσμικό όργανο παρανομία συνιστά παράβαση όχι μόνο συμβατικής υποχρεώσεως, αλλά και γενικώς επιβαλλόμενης σε αυτό υποχρεώσεως και, αφετέρου, ότι η εν λόγω παρανομία που συνδέεται με την ως άνω γενική υποχρέωση προκάλεσε ζημία διαφορετική από εκείνη που προκύπτει από τη μη ορθή εκτέλεση της συμβάσεως.

(βλ. σκέψεις 145-150)