Language of document : ECLI:EU:T:2021:44

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 27ης Ιανουαρίου 2021 (*)

«Περιβάλλον – Οδηγία 2010/75/ΕΕ – Βιομηχανικές εκπομπές – Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2017/1442 – Μεγάλες μονάδες καύσεως – Συμπεράσματα για τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ) – Άρθρο 16, παράγραφοι 4 και 5, ΣΕΕ – Άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις – Διαχρονική εφαρμογή του νόμου – Επιτροπολογία»

Στην υπόθεση T‑699/17,

Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna και D. Krawczyk,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από τη

Δημοκρατία της Βουλγαρίας, εκπροσωπούμενη από τις E. Petranova και T. Mitova,

και από την

Ουγγαρία, εκπροσωπούμενη από τον M. Fehér,

παρεμβαίνουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Ł. Habiak, την K. Herrmann και τον R. Tricot,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από την M. Jacobs,

από τη

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον J. Traband και την A.‑L. Desjonquères,

και από το

Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις C. Meyer-Seitz, H. Shev, L. Zettergren και A. Alriksson,

παρεμβαίνοντα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2017/1442 της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2017, για τον καθορισμό των συμπερασμάτων για τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ) βάσει της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά μεγάλες μονάδες καύσης (ΕΕ 2017, L 212, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, V. Kreuschitz (εισηγητή), Z. Csehi, G. De Baere και G. Steinfatt, δικαστές,

γραμματέας: R. Ūkelytė, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Σεπτεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 Επί της διαδικασίας υιοθετήσεως των συμπερασμάτων για τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ)

1        Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ 2010, L 334, σ. 17), τα συμπεράσματα σχετικά με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ) αποτελούν τη βάση για τον καθορισμό των όρων χορηγήσεως άδειας εκμεταλλεύσεως των εγκαταστάσεων καύσεως.

2        Τα συμπεράσματα σχετικά με τις ΒΔΤ υιοθετούνται σε δύο στάδια, σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2010/75 και το παράρτημα της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/119/ΕΕ της Επιτροπής, της 10ης Φεβρουαρίου 2012, σχετικά με τη θέσπιση κανόνων που αφορούν τις κατευθυντήριες γραμμές για τη συλλογή δεδομένων, καθώς και για την κατάρτιση των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ και τη διασφάλιση της ποιότητάς τους, οι οποίες αναφέρονται στην οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί βιομηχανικών εκπομπών (ΕΕ 2012, L 63, σ. 1).

3        Το πρώτο στάδιο συνίσταται στην κατάρτιση τεχνικού εγγράφου αναφοράς ΒΔΤ (στο εξής: BREF) κατόπιν ανταλλαγής πληροφοριών με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των κρατών μελών, των οικείων κλάδων και των μη κυβερνητικών οργανώσεων που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, μια τεχνική ομάδα εργασίας καταρτίζει τα σχετικά με το BREF έγγραφα λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της ανταλλαγής πληροφοριών για τον συγκεκριμένο κλάδο. Το τελικό σχέδιο του BREF αποστέλλεται στο φόρουμ που καθιδρύεται βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 2010/75, το οποίο γνωμοδοτεί επί του προτεινόμενου περιεχομένου του BREF μετά το πέρας των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν σε τεχνικό επίπεδο.

4        Κατά το δεύτερο στάδιο, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 5, και το άρθρο 75, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/75, η Επιτροπή υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικής αποφάσεως σχετικά με τα συμπεράσματα για τις ΒΔΤ στην επιτροπή που συστήνεται βάσει του άρθρου 75 της οδηγίας 2010/75 (στο εξής: επιτροπή) και απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών. Η επιτροπή εκδίδει, κατ’ εφαρμογήν της διαδικασίας εξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ 2011, L 55, σ. 13), τη γνώμη της επί του σχεδίου εκτελεστικής αποφάσεως της Επιτροπής με την ειδική πλειοψηφία που ορίζεται στο άρθρο 16, παράγραφοι 4 και 5, ΣΕΕ. Εφόσον η γνώμη αυτή είναι θετική, η Επιτροπή εκδίδει την εκτελεστική απόφαση για τον καθορισμό των συμπερασμάτων σχετικά με τις ΒΔΤ.

 Επί των εφαρμοστέων διατάξεων σχετικά με την ειδική πλειοψηφία

5        Το άρθρο 16, παράγραφοι 4 και 5, ΣΕΕ προβλέπει τα εξής:

«4.      Αρχής γενομένης από 1ης Νοεμβρίου 2014, ως ειδική πλειοψηφία ορίζεται ποσοστό τουλάχιστον 55 % των μελών του Συμβουλίου, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον δέκα πέντε μέλη και αντιπροσωπεύει κράτη μέλη που συγκεντρώνουν ποσοστό τουλάχιστον 65 % του πληθυσμού της Ένωσης.

Η μειοψηφία αρνησικυρίας πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα μέλη του Συμβουλίου, ειδάλλως θεωρείται ότι επιτυγχάνεται ειδική πλειοψηφία.

Οι λοιποί λεπτομερείς κανόνες της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία καθορίζονται στο άρθρο 238, παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ].

5.      Οι μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τον ορισμό της ειδικής πλειοψηφίας που εφαρμόζονται έως την 31ή Οκτωβρίου 2014, καθώς και εκείνες που εφαρμόζονται μεταξύ της 1ης Νοεμβρίου 2014 και της 31ης Μαρτίου 2017, καθορίζονται στο Πρωτόκολλο σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.»

6        Το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις (ΕΕ 2016, C 202, σ. 321, στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 36) προβλέπει τα εξής:

«1.      Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 4, [ΣΕΕ], οι διατάξεις της παραγράφου αυτής και οι διατάξεις του άρθρου 238 παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ], σχετικά με τον καθορισμό της ειδικής πλειοψηφίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο, αρχίζουν να ισχύουν από την 1η Νοεμβρίου 2014.

2.      Από την 1η Νοεμβρίου 2014 έως την 31η Μαρτίου 2017, όταν πρόκειται να θεσπισθεί πράξη με ειδική πλειοψηφία, ένα μέλος του Συμβουλίου μπορεί να ζητά να θεσπισθεί με την ειδική πλειοψηφία που ορίζεται στην παράγραφο 3. Εν προκειμένω, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 και 4.

3.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 235, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο [ΣΛΕΕ], έως τις 31 Οκτωβρίου 2014, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

Για πράξεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που απαιτούν ειδική πλειοψηφία, οι ψήφοι των μελών τους σταθμίζονται ως εξής:

Βέλγιο

12

Βουλγαρία

10

Τσεχική Δημοκρατία

12

Δανία

7

Γερμανία

29

Εσθονία

4

Ιρλανδία

7

Ελλάδα

12

Ισπανία

27

Γαλλία

29

Κροατία

7

Ιταλία

29

Κύπρος

4

Λεττονία

4

Λιθουανία

7

Λουξεμβούργο

4

Ουγγαρία

12

Μάλτα

3

Κάτω Χώρες

13

Αυστρία

10

Πολωνία

27

Πορτογαλία

12

Ρουμανία

14

Σλοβενία

4

Σλοβακία

7

Φινλανδία

7

Σουηδία

10

Ηνωμένο Βασίλειο

29


Για τη θέσπιση των πράξεων, απαιτούνται τουλάχιστον 260 ψήφοι υπέρ, που περιλαμβάνουν τις ψήφους της πλειοψηφίας των μελών, όταν, κατά τις Συνθήκες, θεσπίζονται μετά από πρόταση της Επιτροπής. Στις άλλες περιπτώσεις, για τη θέσπιση πράξεων, απαιτούνται τουλάχιστον 260 ψήφοι υπέρ, που περιλαμβάνουν τις ψήφους των δύο τρίτων τουλάχιστον των μελών.

Όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή το Συμβούλιο θεσπίζουν πράξη με ειδική πλειοψηφία, κάθε μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου μπορεί να ζητήσει να εξακριβωθεί ότι τα κράτη μέλη τα οποία συνιστούν αυτή την ειδική πλειοψηφία αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 62 % του συνολικού πληθυσμού της Ένωσης. Εάν αποδειχθεί ότι ο όρος αυτός δεν πληρούται, δεν θεσπίζεται η πράξη.

4.      Έως τις 31 Οκτωβρίου 2014, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, κατ’ εφαρμογήν των Συνθηκών, δεν λαμβάνουν μέρος στη ψηφοφορία όλα τα μέλη του Συμβουλίου, δηλαδή στις περιπτώσεις παραπομπής στην ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζεται στο άρθρο 238, παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ], ως ειδική πλειοψηφία ορίζεται η ίδια αναλογία σταθμισμένων ψήφων και η ίδια αναλογία μελών του Συμβουλίου καθώς και, ενδεχομένως, το ίδιο ποσοστό του πληθυσμού των ενδιαφερομένων κρατών μελών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.»

7        Το άρθρο 5 του κανονισμού 182/2011 προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.      Οσάκις εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης, η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της με την πλειοψηφία που ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφοι 4 και 5 της [ΣΕΕ] και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 238 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, για πράξεις που εκδίδονται κατόπιν προτάσεως από την Επιτροπή. Οι ψήφοι των εκπροσώπων των κρατών μελών εντός της επιτροπής σταθμίζονται όπως ορίζουν τα άρθρα αυτά.

2.      Εφόσον η γνώμη της επιτροπής είναι θετική, η Επιτροπή εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

[…]»

 Ιστορικό της διαφοράς

8        Στις 9 Μαρτίου 2017, η Επιτροπή, ως ασκούσα την προεδρία της επιτροπής, υπέβαλε στην επιτροπή σχέδιο εκτελεστικής αποφάσεως περί καθορισμού των συμπερασμάτων σχετικά με τις ΒΤΔ, βάσει της οδηγίας 2010/75, για τις μεγάλες μονάδες καύσεως (στο εξής: ΜΜΚ).

9        Με επιστολή της 23ης Μαρτίου 2017, η Επιτροπή κάλεσε τα μέλη της επιτροπής σε συνεδρίαση η οποία επρόκειτο να λάβει χώρα στις 28 Απριλίου 2017. Αντικείμενο της συνεδριάσεως αυτής ήταν η διεξαγωγή ψηφοφορίας επί της γνωμοδοτήσεως σχετικά με το ανωτέρω σχέδιο εκτελεστικής αποφάσεως. Στην ανωτέρω επιστολή είχε επισυναφθεί σχέδιο ημερησίας διατάξεως.

10      Στις 30 Μαρτίου 2017, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησε η επιτροπή να ψηφίσει επί της γνωμοδοτήσεως σχετικά με το ανωτέρω σχέδιο εκτελεστικής αποφάσεως σύμφωνα με τους κανόνες ψηφοφορίας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36.

11      Στις 4 Απριλίου 2017, η νομική υπηρεσία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης απηύθυνε στην Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων των κρατών μελών γνωμοδότηση κατά την οποία, κατ’ ουσίαν, για να λάβει χώρα ψηφοφορία επί σχεδίου πράξεως σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το κράτος μέλος έπρεπε να υποβάλει σχετικό αίτημα το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2017 και η ζητηθείσα ψηφοφορία έπρεπε να διεξαχθεί επίσης πριν από την ημερομηνία αυτή.

12      Στις 10 Απριλίου 2017, η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος της Επιτροπής απέρριψε το αίτημα που είχε υποβάλει η Δημοκρατία της Πολωνίας στις 30 Μαρτίου 2017, με την αιτιολογία ότι η ψηφοφορία επί της γνωμοδοτήσεως είχε οριστεί να διεξαχθεί στις 28 Απριλίου 2017, ήτοι μετά τις 31 Μαρτίου 2017, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36.

13      Στις 28 Απριλίου 2017 έλαβε χώρα συνεδρίαση της επιτροπής, κατά την οποία τα μέλη ψήφισαν για την έκδοση γνωμοδοτήσεως επί τροποποιημένου σχεδίου εκτελεστικής αποφάσεως. Η ψηφοφορία διεξήχθη σύμφωνα με τους κανόνες ψηφοφορίας του άρθρου 16, παράγραφος 4, ΣΕE, και όχι τους κανόνες του άρθρου 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Η ψηφοφορία κατέληξε σε θετική γνωμοδότηση της επιτροπής επί του σχεδίου, κατόπιν θετικής ψήφου 20 κρατών μελών τα οποία αντιπροσώπευαν το 65,14 % του πληθυσμού και το 71,43 % των μελών της εν λόγω επιτροπής. Οκτώ κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και η Δημοκρατία της Πολωνίας, έδωσαν αρνητική ψήφο.

14      Στις 31 Ιουλίου 2017, κατόπιν της προαναφερθείσας ψηφοφορίας, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2017/1442, για τον καθορισμό των συμπερασμάτων για τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ) βάσει της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά μεγάλες μονάδες καύσης (ΕΕ 2017, L 212, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

15      Η προσβαλλόμενη απόφαση καθορίζει, μεταξύ άλλων, τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις ΒΔΤ (στο εξής: ΒΑΤ-AEL) όσον αφορά τις εκπομπές οξειδίων του αζώτου (NOx), υδράργυρου (Hg) και χλωριούχου υδρογόνου (HCl) για τις ΜΜΚ, ήτοι για τις εγκαταστάσεις συνολικής ονομαστικής θερμικής ισχύος τουλάχιστον 50 μεγαβάτ (MW), ανεξαρτήτως του είδους του χρησιμοποιούμενου καυσίμου.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Οκτωβρίου 2017, η Δημοκρατία της Πολωνίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

17      Με δικόγραφα τα οποία κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 και στις 15 Ιανουαρίου 2018 αντιστοίχως, η Ουγγαρία και η Δημοκρατία της Βουλγαρίας ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Με απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2018, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου (παλαιά σύνθεση) έκανε δεκτές τις εν λόγω παρεμβάσεις.

18      Με δικόγραφα τα οποία κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 και στις 25 Ιανουαρίου 2018, αντιστοίχως, το Βασίλειο του Βελγίου, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής. Με αποφάσεις της 19ης και 21ης Φεβρουαρίου 2018, αντιστοίχως, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου (παλαιά σύνθεση) έκανε δεκτές τις εν λόγω παρεμβάσεις.

19      Τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη κατέθεσαν τα υπομνήματά τους και οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτών εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

20      Με απόφαση της 11ης Μαρτίου 2019, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέθεσε την υπόθεση σε νέο εισηγητή δικαστή, τοποθετημένο στο τρίτο τμήμα (παλαιά σύνθεση).

21      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα (νέα σύνθεση), στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

22      Κατόπιν προτάσεως του τρίτου τμήματος (νέα σύνθεση), το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση σε πενταμελές τμήμα.

23      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα το άρθρο 89, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε ερωτήσεις στους κύριους διαδίκους, καλώντας τους να απαντήσουν εγγράφως επί ορισμένων πτυχών της διαφοράς. Οι κύριοι διάδικοι απάντησαν στις εν λόγω ερωτήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Σεπτεμβρίου 2020.

25      Η Δημοκρατία της Πολωνίας, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας και την Ουγγαρία, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο του Βελγίου, τη Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

27      Η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει προς στήριξη της προσφυγής της πέντε λόγους ακυρώσεως.

28      Με τον πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση των εφαρμοστέων διατάξεων περί ειδικής πλειοψηφίας. Η Δημοκρατία της Πολωνίας εκτιμά ότι, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να είχε εκδοθεί σύμφωνα με τους κανόνες ειδικής πλειοψηφίας που προβλέπονται στη Συνθήκη της Νίκαιας και όχι σύμφωνα με εκείνους που προβλέπονται στη Συνθήκη της Λισσαβώνας.

29      Στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει ότι τα επιβληθέντα με την προσβαλλόμενη απόφαση BAT‑AEL για τις εκπομπές οξειδίων του αζώτου (NOx), υδραργύρου (Hg), χλωριούχου υδρογόνου (HCl) των ΜΜΚ, καθώς και ορισμένα από τα BAT‑AEL που εφαρμόζονται στις ΜΜΚ των οποίων η διάρκεια ετήσιας εκμεταλλεύσεως είναι μικρότερη των 1 500 ωρών, καθορίστηκαν βάσει εσφαλμένων και μη αντιπροσωπευτικών δεδομένων και παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας.

30      Με τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας βάλλει κατά της νομιμότητας της παρεκκλίσεως που χορηγήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση σε ορισμένες νησιωτικές περιοχές για την εφαρμογή των BAT-AEL στους λέβητες που τροφοδοτούνται με μαζούτ ή πετρέλαιο.

 Επί του πρώτου λόγου, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 16, παράγραφοι 4 και 5, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36

31      Η Δημοκρατία της Πολωνίας, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων περί ειδικής πλειοψηφίας που προβλέπονται στο άρθρο 16, παράγραφοι 4 και 5, ΣΕΕ και στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι για να εφαρμοστούν οι κανόνες περί ειδικής πλειοψηφίας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του ανωτέρω πρωτοκόλλου, αρκεί ένα κράτος μέλος να υποβάλει σχετικό αίτημα εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του ίδιου πρωτοκόλλου, ήτοι μεταξύ της 1ης Νοεμβρίου 2014 και της 31ης Μαρτίου 2017. Δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας υπέβαλε τέτοιο αίτημα στις 30 Μαρτίου 2017, θεωρεί ότι οι εν λόγω κανόνες περί ειδικής πλειοψηφίας θα έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί κατά την ψηφοφορία επί του σχεδίου της προσβαλλομένης αποφάσεως που έλαβε χώρα στην επιτροπή στις 28 Απριλίου 2017. Η Ουγγαρία προσθέτει ότι, κατ’ εφαρμογήν των προαναφερθέντων κανόνων, το κατώτατο όριο ψήφων που απαιτείται για την έγκριση του εν λόγω σχεδίου αποφάσεως δεν θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί και, επομένως, η ψηφοφορία θα είχε οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

32      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο του Βελγίου, τη Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας, αντιτείνει, κατ’ ουσίαν, ότι η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 περιλαμβάνει, συγχρόνως, την ημερομηνία κατά την οποία το μέλος του Συμβουλίου υποβάλλει το αίτημά του και εκείνη κατά την οποία λαμβάνει χώρα η ψηφοφορία. Κατά την Επιτροπή, η διάταξη αυτή εισάγει εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Όπως προβάλλει περαιτέρω η Επιτροπή, το άρθρο 16, παράγραφος 5, ΣΕΕ καθορίζει αποφασιστικά το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων που περιλαμβάνονται στο πρωτόκολλο αριθ. 36, και από το γράμμα του εν λόγω άρθρου, καθώς και από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, προκύπτει ότι η ειδική πλειοψηφία που ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 δεν εφαρμόζεται στις ψηφοφορίες που έλαβαν χώρα μεταξύ της 1ης Νοεμβρίου 2014 και της 31ης Μαρτίου 2017. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η επιχειρηματολογία της Δημοκρατίας της Πολωνίας ισοδυναμεί με παραδοχή ότι οι μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τον ορισμό της ειδικής πλειοψηφίας εξαρτώνται αποκλειστικώς από μονομερή απόφαση ενός και μόνου κράτους μέλους, και ότι αυτές θα μπορούσαν να εφαρμόζονται επ’ αόριστον, πράγμα που θα καθιστούσε το άρθρο 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ και τη διαδικασία της επιτροπής άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας και θα συνεπαγόταν παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η διάρκεια της μεταβατικής περιόδου πρέπει να είναι γνωστή a priori και ότι αυτή καθορίστηκε σαφώς από τους συντάκτες της Συνθήκης.

33      Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του νοήματος του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 και, ειδικότερα, επί του ζητήματος αν, για να εφαρμοστούν οι κανόνες της ειδικής πλειοψηφίας της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, οι οποίοι αντιστοιχούν στην ειδική πλειοψηφία της Συνθήκης της Νίκαιας, αρκεί ένα κράτος μέλος να υποβάλει σχετικό αίτημα μεταξύ της 1ης Νοεμβρίου 2014 και της 31ης Μαρτίου 2017 ή αν είναι αναγκαίο η απόφαση να ληφθεί επίσης κατά την περίοδο αυτή.

34      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και οι στόχοι και ο σκοπός που επιδιώκει η πράξη της οποίας αποτελεί μέρος. Το ιστορικό της θεσπίσεως μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να προσφέρει στοιχεία χρήσιμα για την ερμηνεία της [απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Α κ.λπ. (Ανεμογεννήτριες σε Aalter και Nevele), C‑24/19, EU:C:2020:503, σκέψη 37]. Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 χρήζει γραμματικής, συστηματικής, τελολογικής και ιστορικής ερμηνείας. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα κείμενα του δικαίου της Ένωσης διατυπώνονται σε πολλές γλώσσες και ότι οι αποδόσεις τους στις διάφορες γλώσσες είναι όλες εξίσου αυθεντικές, οπότε μπορεί να απαιτείται σύγκριση των γλωσσικών αποδόσεων (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Λεττονία κατά Επιτροπής, T‑661/14, EU:T:2016:412, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Πρώτον, όσον αφορά τη γραμματική ερμηνεία, οι διάδικοι συμφωνούν ότι το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου 36 δεν αίρει τις αμφιβολίες ως προς το ακριβές νόημα της διατάξεως αυτής. Πράγματι, δεν προκύπτει από το κείμενο κατά το οποίο «[α]πό την 1η Νοεμβρίου 2014 έως την 31η Μαρτίου 2017, όταν πρόκειται να θεσπισθεί πράξη με ειδική πλειοψηφία, ένα μέλος του Συμβουλίου μπορεί να ζητά να θεσπισθεί με την ειδική πλειοψηφία που ορίζεται στην παράγραφο 3», αν η εν λόγω απόφαση πρέπει επίσης να ληφθεί εντός της συγκεκριμένης περιόδου.

36      Ούτε οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου 36 καθιστούν δυνατή την άρση των αμφιβολιών ως προς το ακριβές νόημα της εν λόγω διατάξεως.

37      Δεύτερον, ούτε η ιστορική ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως καθιστά δυνατή τη διασαφήνιση του γράμματός της. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας, η οποία τροποποίησε τους κανόνες υπολογισμού της ειδικής πλειοψηφίας, υιοθετήθηκε κατόπιν εντολής καθηκόντων που δόθηκε στη Διακυβερνητική Διάσκεψη, η οποία συγκλήθηκε με σκοπό να συντάξει ένα σχέδιο Συνθήκης που να τροποποιεί τη ΣΕΕ και τη ΣΕΚ. Σύμφωνα με την εντολή αυτή, «κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου μέχρι τις 31 Μαρτίου 2017, όταν πρέπει να ληφθεί απόφαση με ειδική πλειοψηφία, ένα μέλος του Συμβουλίου θα μπορεί να ζητά να ληφθεί η απόφαση με την ειδική πλειοψηφία που ορίζεται στο άρθρο 205, παράγραφος 2 της παρούσας ΣΕΚ» (σημείο 13 της εντολής, το οποίο περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 21ης/22ας Ιουνίου 2007, 11177/1/07 REV 1 παράρτημα I, σ. 18). Δεδομένου ότι η διατύπωση που περιλαμβάνεται στην εντολή αυτή είναι πολύ παρεμφερής με τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, δεν είναι δυνατή, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η υπέρβαση της αμφισημίας για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 35. Πάντως, δεν προκύπτει από το έγγραφο αυτό, όπως διατείνεται η Δημοκρατία της Πολωνίας, ότι η διεξαγωγή ψηφοφορίας σύμφωνα με τους κανόνες της Συνθήκης της Νίκαιας έπρεπε να λάβει χώρα πριν από την 1η Απριλίου 2017.

38      Τρίτον, όσον αφορά την τελολογική ερμηνεία, υπενθυμίζεται ότι σκοπός του πρωτοκόλλου αριθ. 36 είναι, κατά τη μοναδική αιτιολογική σκέψη του, «να οργανωθεί η μετάβαση από τις θεσμικές διατάξεις των Συνθηκών που εφαρμόζονται πριν από την έναρξη ισχύος τη Συνθήκης της Λισσαβώνας σε εκείνες που προβλέπονται στην εν λόγω Συνθήκη».

39      Προς τον σκοπό αυτόν, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 παρέχει σε κράτος μέλος το δικαίωμα να ζητήσει, κατά την περίοδο μεταξύ της 31ης Μαρτίου 2017 και της 1ης Νοεμβρίου 2014, την εφαρμογή της ειδικής πλειοψηφίας που ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, η οποία αντιστοιχεί σε εκείνη της Συνθήκης της Νίκαιας, πράγμα το οποίο, εξάλλου, δεν φαίνεται να αμφισβητείται από τους διαδίκους.

40      Αντιθέτως, οι απόψεις των διαδίκων διίστανται όσον αφορά το κατά πόσον πρέπει να λάβει χώρα και η ψηφοφορία κατά την ίδια αυτή περίοδο. Το δικαίωμα, όμως, που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, να ζητούν ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με τους κανόνες της Συνθήκης της Νίκαιας κατά την περίοδο που ορίζεται στο εν λόγω άρθρο συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι, κατόπιν της υποβολής σχετικού αιτήματος από κράτος μέλος, η ψηφοφορία πρέπει να διεξαχθεί σύμφωνα με τους ίδιους αυτούς κανόνες, τούτο δε ακόμη και όταν η ψηφοφορία λαμβάνει χώρα μετά τις 31 Μαρτίου 2017. Πράγματι, μόνο αυτή η ερμηνεία είναι ικανή να διασφαλίσει ότι ένα κράτος μέλος δύναται να ασκήσει λυσιτελώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, το προαναφερθέν δικαίωμα, και δη έως την τελευταία ημέρα της προβλεπόμενης προθεσμίας.

41      Κάθε αντίθετη ερμηνεία θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τον ρητό καθορισμό περιόδου, από την 31η Μαρτίου 2017 έως την 1η Νοεμβρίου 2014, για την άσκηση του εν λόγω προνομίου, και θα περιόριζε σημαντικά την προθεσμία εντός της οποίας ένα κράτος μέλος θα μπορούσε πράγματι να ζητήσει ψηφοφορία σύμφωνα με τους κανόνες της Συνθήκης της Νίκαιας. Συγκεκριμένα, τέτοια ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα μια αίτηση που υποβλήθηκε στο τέλος της επίμαχης περιόδου να καθίσταται, στην πράξη, εκπρόθεσμη και να μην μπορεί να οδηγήσει σε εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης της Νίκαιας. Μια τέτοια αντίθετη ερμηνεία θα υποχρέωνε τα κράτη μέλη να υποβάλουν, ενδεχομένως, την αίτησή τους πολύ νωρίτερα, αναλόγως της –μη δυναμένης να προβλεφθεί– ημερομηνίας της ψηφοφορίας. Το αποτέλεσμα αυτό θα ήταν ασύμβατο προς το δικαίωμα των κρατών μελών να ζητούν ψηφοφορία σύμφωνα με τους κανόνες της Συνθήκης της Νίκαιας έως και την τελευταία ημέρα της περιόδου που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36.

42      Ως εκ τούτου, από την τελολογική ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως προκύπτει ότι η οριζόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 ειδική πλειοψηφία δύναται να εφαρμοστεί σε ψηφοφορία που λαμβάνει χώρα ακόμη και μετά τις 31 Μαρτίου 2017, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή της έχει ζητηθεί από κράτος μέλος πριν από την ημερομηνία αυτή.

43      Τέταρτον, επισημαίνεται ότι υπέρ του συμπεράσματος αυτού συνηγορεί και η συστηματική ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 εντάσσεται στο πλαίσιο των τριών μεταβατικών σταδίων σχετικά με την έναρξη ισχύος των κανόνων περί ειδικής πλειοψηφίας που προβλέπονται στη Συνθήκη της Λισσαβώνας.

44      Ειδικότερα, μολονότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, ο ορισμός της ειδικής πλειοψηφίας στο άρθρο 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ άρχισε να ισχύει μόλις την 1η Νοεμβρίου 2014. Βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 5, ΣΕΕ, οι μεταβατικές διατάξεις που εφαρμόζονται, αφενός, έως την 31η Οκτωβρίου 2014, και αφετέρου, εκείνες που εφαρμόζονται μεταξύ της 1ης Νοεμβρίου 2014 και της 31ης Μαρτίου 2017, καθορίζονται στο πρωτόκολλο σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, ήτοι στο πρωτόκολλο αριθ. 36.

45      Επομένως, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ τριών περιόδων, ήτοι, πρώτον, της περιόδου από 1ης Δεκεμβρίου 2009 έως 31 Οκτωβρίου 2014, δεύτερον, της περιόδου από 1ης Νοεμβρίου 2014 έως 31 Μαρτίου 2017, και, τρίτον, της περιόδου από 1ης Απριλίου 2017.

46      Κατά την πρώτη περίοδο, εφαρμόζονταν οι κανόνες της ειδικής πλειοψηφίας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, παρατείνοντας την ισχύ των κανόνων της Συνθήκης της Νίκαιας, στους οποίους αντιστοιχούσαν. Κατά τη δεύτερη περίοδο, ένα μέλος του Συμβουλίου μπορούσε, δυνάμει της επίδικης διατάξεως, ήτοι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, να ζητήσει να ληφθεί απόφαση σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες της Συνθήκης της Νίκαιας. Ελλείψει τέτοιου αιτήματος, εφαρμοζόταν ο νέος ορισμός της ειδικής πλειοψηφίας στο άρθρο 16, παράγραφος 4, ΣΕE, κάτι που τονίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Στην τρίτη περίοδο, η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ, χωρίς δυνατότητα υποβολής αιτήματος περί διαφορετικού τρόπου υπολογισμού των ψήφων.

47      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 δεν αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ, αλλά μεταβατική διάταξη η οποία διέπει ένα από τα τρία μεταβατικά στάδια που εφαρμόζονταν διαδοχικώς μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Ο μεταβατικός χαρακτήρας της διατάξεως επιβεβαιώνεται από τη μοναδική αιτιολογική σκέψη του πρωτοκόλλου αριθ. 36 (βλ. σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως), καθώς και από τον τίτλο του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με «τις μεταβατικές διατάξεις» και του γράμματος του άρθρου 16, παράγραφος 5, ΣΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι ένα πρωτόκολλο καθορίζει «[τις] μεταβατικές διατάξεις» για την περίοδο μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 2014 και 31ης Μαρτίου 2017.

48      Η ερμηνεία που προκρίθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως συνάδει με τις απαιτήσεις του άρθρου 16, παράγραφος 5, ΣΕΕ, κατ’ εφαρμογήν του οποίου θεσπίστηκε το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Συγκεκριμένα, κατά την ερμηνεία αυτή, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω πρωτοκόλλου, αφενός, ήταν εφαρμοστέο μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 2014 και 31ης Μαρτίου 2017, διότι η προθεσμία για την υποβολή αιτήματος για την εφαρμογή της ειδικής πλειοψηφίας που ορίζεται στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ήταν η 31η Μαρτίου 2017, και αφετέρου, ήταν μεταβατική διάταξη, διότι η ψηφοφορία με την ειδική αυτή πλειοψηφία μπορούσε να λάβει χώρα μόνο για τα σχέδια πράξεων για τα οποία είχε υποβληθεί σχετικό αίτημα κατά την εν λόγω περίοδο. Επομένως, είναι εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι το άρθρο 16, παράγραφος 5, ΣΕΕ επιτάσσει η ειδική πλειοψηφία που ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 να εφαρμόζεται μόνο στις ψηφοφορίες που πραγματοποιούνται μεταξύ 1ης Δεκεμβρίου 2009 και 31ης Οκτωβρίου 2014. Ομοίως, η Δημοκρατία της Πολωνίας αβασίμως προβάλλει ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 5, ΣΕΕ δεν αφορά τον ορισμό της ειδικής πλειοψηφίας.

49      Εν πάση περιπτώσει, όπως αποδεικνύουν οι διαφορετικές αυτές ερμηνείες των διαδίκων, το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφος 5, ΣΕΕ είναι τόσο ασαφές που δεν μπορεί να κλονίσει την ερμηνεία που παρατέθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως.

50      Αντιθέτως προς όσα προβάλλει η Επιτροπή, η ερμηνεία που προκρίθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως συνάδει επίσης προς την απορρέουσα από πάγια νομολογία απαίτηση οι μεταβατικές διατάξεις να ερμηνεύονται στενά (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑670/17 P, EU:C:2019:145, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2010, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑49/09, EU:C:2010:644, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, αφενός, στο πλαίσιο αυτής της ερμηνείας, η εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 εξακολουθεί να υπόκειται σε έναν χρονικό περιορισμό σαφώς καθορισμένο (βλ. σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως) και, κατά συνέπεια, διασφαλίζεται ο μεταβατικός χαρακτήρας της διατάξεως (βλ. σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως). Αφετέρου, η εν λόγω ερμηνεία είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου ένα κράτος μέλος να δύναται να ασκήσει λυσιτελώς και αποτελεσματικώς το δικαίωμά του έως και την τελευταία ημέρα της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 (βλ. σκέψεις 40 και 41 της παρούσας αποφάσεως) και, ως εκ τούτου, δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για τη διασφάλιση της ασκήσεως του δικαιώματος αυτού.

51      Επιπροσθέτως, είναι αβάσιμο το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η εκτεθείσα στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως ερμηνεία καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το άρθρο 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ και τη διαδικασία της επιτροπής, οι οποίες, κατ’ αυτήν, σκοπό έχουν να ενισχύσουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση και την αντιπροσωπευτικότητα. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 εμπίπτει επίσης στο πρωτογενές δίκαιο και ότι η πρακτική του αποτελεσματικότητα πρέπει να διασφαλίζεται από την Επιτροπή κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τις Συνθήκες, οπότε δεν επιτρέπεται να αγνοηθεί χάριν μιας πρόωρης εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ.

52      Ως εκ τούτου, η συστηματική ανάλυση επιβεβαιώνει την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, η οποία εκτέθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως.

53      Πέμπτον, επισημαίνεται ότι η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία επιτάσσει, αφενός, οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς και, αφετέρου, η εφαρμογή τους να είναι προβλέψιμη για τους πολίτες. Ειδικότερα, η εν λόγω αρχή απαιτεί να παρέχει η νομοθεσία της Ένωσης τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει και να είναι οι τελευταίοι σε θέση να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν τα μέτρα τους (βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft, C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψεις 127 και 128 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Συναφώς, δεν ευσταθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το να εξαρτηθεί η εφαρμογή της μεταβατικής διατάξεως αποκλειστικώς και μόνον από το μονομερές αίτημα κράτους μέλους θα επέτρεπε την επ’ αόριστον εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, δεδομένου ότι, από τυπικής απόψεως, μια πράξη εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο των διαβουλεύσεων του Συμβουλίου εφόσον η Επιτροπή δεν την έχει ανακαλέσει. Το επιχείρημα αυτό παραβλέπει όχι μόνον το γεγονός ότι η εφαρμογή της μεταβατικής διατάξεως εξαρτάται μόνον από την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος θα υποβάλει σχετικό αίτημα, το οποίο είναι χρονικώς περιορισμένο, εφόσον πρέπει να υποβληθεί το αργότερο στις 31 Μαρτίου 2017, αλλά και το γεγονός ότι οι διαβουλεύσεις που καταλήγουν σε ψηφοφορία περατώνουν την εφαρμογή της μεταβατικής αυτής διατάξεως, με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα επ’ αόριστον εφαρμογής της.

55      Αντιθέτως, η ερμηνεία στην οποία προβαίνει η Επιτροπή, η οποία εξαρτά την εφαρμογή της μεταβατικής διατάξεως από τη σωρευτική συνδρομή δύο προϋποθέσεων, ήτοι της υποβολής αιτήματος από κράτος μέλος και της διεξαγωγής ψηφοφορίας το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2017, θα είχε ως συνέπεια, κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, τη δημιουργία αβεβαιότητας όσον αφορά τη διαχρονική εφαρμογή της ειδικής πλειοψηφίας που ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Ειδικότερα, δεδομένου ότι η διάρκεια των εργασιών επί σχεδίου πράξεως δεν είναι εκ των προτέρων γνωστή, ένα κράτος μέλος το οποίο κάνει χρήση του δικαιώματος που του παρέχει η επίμαχη διάταξη κατά τη μεταβατική περίοδο δεν θα είχε τη βεβαιότητα ότι η ψηφοφορία θα μπορούσε πράγματι να λάβει χώρα βάσει των ως άνω κανόνων, ιδίως εάν η ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος είναι πλησίον της 31ης Μαρτίου 2017. Στην περίπτωση που οι εργασίες επί του σχεδίου πράξεως παρατείνονταν πέραν της 31ης Μαρτίου 2017, η ερμηνεία που προτείνει η Επιτροπή θα είχε ως συνέπεια η ψηφοφορία να πρέπει να λάβει χώρα με την ειδική πλειοψηφία του άρθρου 16, παράγραφος 4, ΣΕΕ, ενώ η περάτωση των εν λόγω εργασιών πριν από την ημερομηνία αυτή, η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη διεξαγωγή ψηφοφορίας πριν από την 31η Μαρτίου 2017, θα είχε ως συνέπεια την εφαρμογή της ειδικής πλειοψηφίας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Πέραν τούτου, τέτοια ερμηνεία όχι μόνο θα δημιουργούσε έλλειμμα προβλεψιμότητας, αλλά θα μπορούσε και να οδηγήσει σε καταστρατήγηση της μεταβατικής διατάξεως, διά του ορισμού ημερομηνίας ψηφοφορίας σε ημερομηνία μεταγενέστερη της 31ης Μαρτίου 2017.

56      Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για να θεωρηθεί ότι ένα σχέδιο πράξεως εγκρίθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της ειδικής πλειοψηφίας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, οι οποίοι αντιστοιχούν στους κανόνες της Συνθήκης της Νίκαιας, αρκεί ένα κράτος μέλος να ζητήσει την εφαρμογή των κανόνων αυτών μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 2014 και 31ης Μαρτίου 2017, χωρίς να είναι αναγκαίο να λάβει χώρα και η ψηφοφορία επί του εν λόγω σχεδίου πράξεως μεταξύ των ημερομηνιών αυτών.

57      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας υπέβαλε αίτημα δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, στις 30 Μαρτίου 2017, οι ανωτέρω κανόνες έπρεπε να εφαρμοστούν κατά την ψηφοφορία επί του σχεδίου της προσβαλλομένης αποφάσεως στις 28 Απριλίου 2017.

58      Από τη νομολογία προκύπτει ότι η μη τήρηση των διαδικαστικών κανόνων που διέπουν την έκδοση βλαπτικής πράξεως συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1988, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, 68/86, EU:C:1988:85, σκέψη 49, της 28ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑28/12, EU:C:2015:282, σκέψη 55, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Tilly-Sabco κατά Επιτροπής, C‑183/16 P, EU:C:2017:704, σκέψη 115), η οποία επιφέρει αναπόφευκτα την ακύρωση της πράξεως που πάσχει τέτοιο ελάττωμα, ανεξαρτήτως του εάν η παράβαση αυτή προκάλεσε ζημία σε εκείνον που την επικαλείται (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2000, Επιτροπή κατά ICI, C‑286/95 P, EU:C:2000:188, σκέψη 52, της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Feralpi κατά Επιτροπής, C‑85/15 P, EU:C:2017:709, σκέψεις 45 έως 47, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Goldfish κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑54/14, EU:T:2016:455, σκέψη 47).

59      Επομένως, δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο το κατά πόσον η Επιτροπή θα μπορούσε να είχε οργανώσει την επίμαχη ψηφοφορία πριν από την 1η Απριλίου 2017 και το εάν η Δημοκρατία της Πολωνίας θα μπορούσε να είχε ζητήσει τη διεξαγωγή της εν λόγω ψηφοφορίας πριν από την ημερομηνία αυτή. Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματος της ψηφοφορίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως, κατ’ εφαρμογήν των κανόνων της ειδικής πλειοψηφίας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36, δεν επιτεύχθηκε το απαιτούμενο κατώτατο όριο για την έγκριση του σχεδίου της προσβαλλομένης αποφάσεως.

60      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα.

 Ως προς τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

61      Το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι ο δικαστής της Ένωσης προσδιορίζει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξεως που θεωρούνται οριστικά. Κατά τη νομολογία, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι επιτρέπει, για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, τη διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων ακυρωθείσας αποφάσεως, τόσο για λόγους ασφάλειας δικαίου [πρβλ. αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Tilly-Sabco κατά Επιτροπής, C‑183/16 P, EU:C:2017:704, σκέψη 124, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συμφωνία με το Καζαχστάν), C‑244/17, EU:C:2018:662, σκέψη 52] όσο και για λόγους σχετικούς με την αποφυγή διακοπής ή καθυστερήσεων κατά την εφαρμογή πολιτικών που υλοποιούνται ή υποστηρίζονται από την Ένωση, όπως στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος ή της δημόσιας υγείας (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1999, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑164/97 και C‑165/97, EU:C:1999:99, σκέψεις 22 έως 24, και της 16ης Απριλίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑317/13 και C‑679/13, EU:C:2015:223, σκέψεις 72 έως 74).

62      Εν προκειμένω, ερωτηθείσες από το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με ενδεχόμενο καθορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων πιθανής ακυρώσεως, η μεν Δημοκρατία της Πολωνίας δήλωσε ότι αντιτάσσεται σε αυτόν, ενώ η Επιτροπή ζήτησε να γίνει τέτοιος καθορισμός σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

63      Λαμβανομένου υπόψη ότι τα ΒΑΤ‑AEL που καθορίζει η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 1 της παρούσας αποφάσεως, αποτελούν τη βάση για τον καθορισμό των όρων χορηγήσεως, από τις εθνικές αρχές, άδειας εκμεταλλεύσεως των ΜΜΚ, η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως με άμεση ισχύ θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ομοιομορφία των προϋποθέσεων αδειοδοτήσεως αυτού του τύπου εγκαταστάσεων εντός της Ένωσης και θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο προκλήσεως ανασφάλειας δικαίου για τους ενδιαφερομένους, ιδίως τους φορείς εκμεταλλεύσεως ΜΜΚ, έως την έναρξη ισχύος νέας αποφάσεως σχετικά με τα συμπεράσματα για τις ΒΔΤ.

64      Επιπροσθέτως, η άμεση ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα αντέβαινε στους σκοπούς της διασφαλίσεως υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος και της βελτιώσεως της ποιότητάς του, οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, στο άρθρο 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 44 της οδηγίας 2010/75, καθώς και στο άρθρο 1 αυτής, στην επίτευξη των οποίων συμβάλλει η προσβαλλόμενη απόφαση.

65      Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως, νέας πράξεως που θα εκδοθεί προς αντικατάστασή της, σύμφωνα με τους κανόνες της ειδικής πλειοψηφίας που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36.

 Επί των δικαστικών εξόδων

66      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

67      Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα. Κατά συνέπεια, το Βασίλειο του Βελγίου, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2017/1442 της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2017, για τον καθορισμό των συμπερασμάτων για τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ) βάσει της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά μεγάλες μονάδες καύσης.

2)      Τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας δυνάμει του σημείου 1 του παρόντος διατακτικού εκτελεστικής αποφάσεως διατηρούνται σε ισχύ έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως, νέας πράξεως που θα εκδοθεί προς αντικατάστασή της, σύμφωνα με τους κανόνες της ειδικής πλειοψηφίας που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

4)      Το Βασίλειο του Βελγίου, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Collins

Kreuschitz

Csehi

De Baere

 

      Steinfatt

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Ιανουαρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.