Language of document : ECLI:EU:T:2013:530

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 15ης Οκτωβρίου 2013 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Διαδικασία διαγωνισμού του ΕΜΑ – Παροχή υπηρεσιών εφαρμογών λογισμικού – Απόρριψη της προσφοράς διαγωνιζομένου – Κριτήρια αναθέσεως –Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Τήρηση των κριτηρίων αναθέσεως που καθορίζει το τεύχος τεχνικών προδιαγραφών – Καθορισμός επιμέρους κριτηρίων αναθέσεως – Πρόσβαση στα έγγραφα»

Στην υπόθεση T‑638/11,

European Dynamics Belgium SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

European Dynamics Luxembourg SA, με έδρα το Ettelbrück (Λουξεμβούργο),

Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

European Dynamics UK Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

εκπροσωπούμενες από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενου αρχικώς από τον V. Salvatore, στη συνέχεια από τον T. Jabłoński και την C. Maignen, επικουρούμενους από τον H.-G. Kamann και την E. Aρσενίδου, δικηγόρους,

καθού,

με αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως EMA/787935/2011 του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, της 3ης Οκτωβρίου 2011, με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά των προσφευγουσών στο πλαίσιο του ανοιχτού διαγωνισμού EMA/2011/05/DV, και, αφετέρου, την ακύρωση της αποφάσεως EMA/882467/2011 του ασκούντος καθήκοντα εκτελεστικού διευθυντή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, της 9ης Νοεμβρίου 2011, με την οποία απορρίφθηκε το επιβεβαιωτικό αίτημα των προσφευγουσών να τους επιτραπεί η πρόσβαση στα σχετικά με τη σύνθεση της επιτροπής αξιολογήσεως έγγραφα του διαγωνισμού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse και J. Schwarcz (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Απριλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την ανακοίνωση της 21ης Ιανουαρίου 2011, που δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2011/S 22-034596), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) προκήρυξε τον διαγωνισμό EMA/2011/05/DV, με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών εφαρμογών λογισμικού.

2        Το αντικείμενο της προκηρύξεως του διαγωνισμού ήταν η σύναψη συμφωνίας-πλαισίου με έναν έως τρεις διαγωνιζομένους για την παροχή υπηρεσιών εφαρμογών λογισμικού, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών διαχειρίσεως εγγράφων και αρχείων, υπηρεσιών διαχειρίσεως περιεχομένου, ηλεκτρονικής αρχειοθετήσεως και δημοσιεύσεων στο διαδίκτυο, διάρκειας τεσσάρων ετών και προϋπολογισμού 15 000 000 ευρώ εκτός φόρου προστιθεμένης αξίας. Επιτρεπόταν η συμμετοχή στον διαγωνισμό ενώσεων επιχειρήσεων και η συνεργασία διαγωνιζομένων με υπεργολάβους. Κατά το άρθρο 97, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), στην προκήρυξη του διαγωνισμού και στο τεύχος των τεχνικών προδιαγραφών προβλεπόταν ότι η συμφωνία-πλαίσιο θα συναπτόταν με τον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά θα ήταν η πλέον συμφέρουσα.

3        Η διαδικασία αξιολογήσεως των υποβληθεισών προσφορών περιελάμβανε τρία στάδια: εφαρμογή κριτηρίων αποκλεισμού, με σκοπό να καθορισθεί αν δικαιούνται οι διαγωνιζόμενοι να μετάσχουν στη διαδικασία (σημείο 11 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών)· εφαρμογή κριτηρίων επιλογής, με σκοπό να καθορισθεί αν οι διαγωνιζόμενοι έχουν τη χρηματοοικονομική, τεχνική και επαγγελματική ικανότητα προς εκτέλεση της συμφωνίας (σημεία 12 και 13 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών)· εφαρμογή κριτηρίων αναθέσεως, με σκοπό να προσδιορισθεί η συμφερότερη από οικονομική άποψη προσφορά (σημείο 14 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών).

4        Τα κριτήρια αναθέσεως ήσαν τέσσερα. Τα τρία πρώτα ήσαν τεχνικής φύσεως και το τέταρτο αφορούσε την οικονομική προσφορά. Μεταξύ των τεχνικών κριτηρίων, το σημείο 14 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών προέβλεπε ότι, επί συνόλου 60 βαθμών, η προτεινόμενη τεχνογνωσία θα βαθμολογούνταν με ανώτατο όριο τους 20 βαθμούς, η διασφάλιση των ικανοτήτων του προσωπικού με ανώτατο όριο τους 10 βαθμούς και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών με ανώτατο όριο τους 30 βαθμούς. Το κριτήριο της οικονομικής προσφοράς θα βαθμολογούνταν με ανώτατο όριο τους 40 βαθμούς. Στο σύνολο των 100 βαθμών προστίθεντο 10, κατ’ ανώτατο όριο, βαθμοί στην περίπτωση κατά την οποία ο διαγωνιζόμενος καλούνταν να συμπληρώσει τη γραπτή προσφορά του και να την παρουσιάσει στην επιτροπή αξιολογήσεως του διαγωνισμού.

5        Στο σημείο 14 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών διευκρινιζόταν ότι η τεχνική αξιολόγηση των προσφορών θα πραγματοποιούνταν με γνώμονα τα τεχνικά κριτήρια και οι διαγωνιζόμενοι έπρεπε να συγκεντρώσουν το 60 % του συνόλου των βαθμών για κάθε ένα από τα κριτήρια αναθέσεως, ειδάλλως αποκλείονταν της διαδικασίας. Διευκρινιζόταν επίσης ότι η αξιολόγηση της οικονομικής προσφοράς θα πραγματοποιούνταν με βάση ένα μαθηματικό τύπο. Οι διαγωνιζόμενοι έπρεπε να καταταγούν σύμφωνα με τα κριτήρια αναθέσεως, στα οποία συμπεριλαμβανόταν το κριτήριο της οικονομικής προσφοράς.

6        Κατά το σημείο 14 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, τα τρία τεχνικά κριτήρια αναθέσεως έπρεπε να αξιολογηθούν βάσει των απαντήσεων των διαγωνιζομένων στα ερωτηματολόγια του παραρτήματος Β του εν λόγω τεύχους τεχνικών προδιαγραφών και, όσον αφορά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, βάσει και του σχεδίου συμφωνίας του προτεινομένου επιπέδου των παρεχομένων υπηρεσιών.

7        To παράρτημα B του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών περιελάμβανε πίνακες σχετικούς με τα κριτήρια αναθέσεως. Όσον αφορά το κριτήριο της προτεινόμενης τεχνογνωσίας, ο πίνακας είχε τίτλο «Δείγμα σχεδίου» και διαιρούνταν σε δύο μέρη, με τίτλους «Στόχος του σχεδίου» και «Πολυπλοκότητα του σχεδίου». Το μέρος «Στόχος του σχεδίου» υποδιαιρούνταν σε οκτώ σημεία και το μέρος «Πολυπλοκότητα του σχεδίου» σε δεκαέξι σημεία. Όσον αφορά το κριτήριο της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, ο πίνακας διαιρούνταν σε πέντε μέρη, στα οποία εζητείτο από τους διαγωνιζομένους να εξηγήσουν ή να περιγράψουν διάφορες πτυχές της παρακολουθήσεως του προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με την παροχή των προσφερόμενων υπηρεσιών. Τέλος, υπήρχε επίσης πίνακας ως προς το κριτήριο της διασφαλίσεως των ικανοτήτων του προσωπικού, διαιρούμενος σε τρία μέρη στα οποία εζητείτο από τους διαγωνιζομένους να προσκομίσουν δηλώσεις σχετικά με τις πολιτικές εκπαιδεύσεως και προσλήψεών τους καθώς και διευκρινίσεις περί των μέσων και της μεθοδολογίας προς διασφάλιση της ποιότητας των εκπαιδευτικών τους προγραμμάτων.

8        Δεκατρείς επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων υπέβαλαν προσφορές, μεταξύ των οποίων οι προσφεύγουσες, European Dynamics Belgium SA, European Dynamics Luxembourg SA, Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE και European Dynamics UK Ltd. Έξι από τις εν λόγω επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων οι προσφεύγουσες, συμμετείχαν στο στάδιο αξιολογήσεως των κριτηρίων αναθέσεως.

9        Με το από 3 Οκτωβρίου 2011 έγγραφο, ο EMA πληροφόρησε τις προσφεύγουσες ότι δεν περιλαμβάνονταν στους τρεις επιλεγέντες διαγωνιζομένους, λόγω κατατάξεώς τους στην τέταρτη θέση, τους ανακοίνωσε τη βαθμολογία που συγκέντρωσαν, δίνοντάς τους συναφώς διευκρινίσεις, και τους γνωστοποίησε ότι θα μπορούσαν να πληροφορηθούν, κατόπιν γραπτής αιτήσεως, τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα των προσφορών που έγιναν δεκτές (στο εξής: πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση). Από την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες συγκέντρωσαν 15,90 βαθμούς ως προς το κριτήριο της προτεινόμενης τεχνογνωσίας με ανώτατο όριο τους 20 βαθμούς, 7,96 βαθμούς ως προς το κριτήριο της διασφαλίσεως των ικανοτήτων του προσωπικού με ανώτατο όριο τους 10 βαθμούς, 22,88 βαθμούς ως προς το κριτήριο της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών με ανώτατο όριο τους 30 βαθμούς και 27,16 βαθμούς για την οικονομική προσφορά με ανώτατο όριο τους 40 βαθμούς, ήτοι συνολικώς 73,89 βαθμούς.

10      Με το από 6 Οκτωβρίου 2011 έγγραφο, οι προσφεύγουσες απηύθυναν στον EMA έγγραφο με το οποίο ζητούσαν να πληροφορηθούν τα ονόματα των τριών επιλεγέντων διαγωνιζομένων, τη βαθμολογία που είχαν λάβει οι προσφεύγουσες και οι επιλεγέντες διαγωνιζόμενοι ως προς κάθε κριτήριο ή επιμέρους κριτήριο αναθέσεως, εμπεριστατωμένη ανάλυση των δυνατών και αδύνατων σημείων της προσφοράς τους και των προσφορών των επιλεγέντων διαγωνιζομένων, ως προς κάθε κριτήριο και επιμέρους κριτήριο, αντίγραφο της εκθέσεως αξιολογήσεως, τις οικονομικές προσφορές των επιλεγέντων διαγωνιζομένων καθώς και τα ονόματα των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως.

11      Με το από 20 Οκτωβρίου 2011 έγγραφο, ο EMA διαβίβασε στις προσφεύγουσες αντίγραφο της εκθέσεως αξιολογήσεως, έχοντας αποκρύψει τα ονόματα των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως, και τα ονόματα των τριών επιλεγέντων διαγωνιζομένων. Ο EMA ισχυριζόταν ότι δεν μπορούσε να γνωστοποιήσει ούτε τα ονόματα των προτεινομένων υπεργολάβων και τις οικονομικές προσφορές των επιλεγέντων διαγωνιζομένων, που θεωρούνται ως ευαίσθητα εμπορικά δεδομένα, ούτε τα ονόματα των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως, καθόσον η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών δεν προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 149, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ L 357, σ. 1).

12      Με το από 25 Οκτωβρίου 2011 έγγραφο, οι προσφεύγουσες επανέλαβαν τα αιτήματά τους να τους γνωστοποιηθούν τα ονόματα των υπεργολάβων των επιλεγέντων διαγωνιζομένων και το ποσοστό του αντικειμένου της συμβάσεως που προβλεπόταν να ανατεθεί σε υπεργολαβία, να τους κοινοποιηθεί το πλήρες κείμενο της εκθέσεως αξιολογήσεως και να τους αποκαλυφθούν τα ονόματα των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως. Οι προσφεύγουσες επισήμαναν ότι η έκθεση αξιολογήσεως δεν περιείχε αρνητικά σχόλια για την προσφορά τους ούτε παρέθετε τα αδύνατα σημεία της, τονίζοντας ότι ο EMA δεν ανέφερε τους λόγους για τους οποίους η προσφορά τους δεν έλαβε τη δέουσα βαθμολογία. Οι προσφεύγουσες επισήμαναν επίσης την έλλειψη αιτιολογίας ή δικαιολογήσεως της βαθμολογίας των επιλεγέντων διαγωνιζομένων, επαναλαμβάνοντας το αίτημά τους να τους γνωστοποιηθούν τα σχετικά πλεονεκτήματα των προσφορών των επιλεγέντων διαγωνιζομένων σε σχέση με τη δική τους προσφορά, καθώς και τα δυνατά και αδύνατα σημεία της προσφοράς τους ως προς τα διάφορα κριτήρια και επιμέρους κριτήρια αναθέσεως. Τέλος, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από τον EMA να τους γνωστοποιήσει τις διευκρινίσεις τις οποίες παρέσχε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος, η κοινοπραξία S., όσον αφορά το επίπεδο της οικονομικής της προσφοράς.

13      Με το από 9 Νοεμβρίου 2011 έγγραφο, ο EMA απάντησε στα διάφορα αιτήματα τα οποία περιλαμβάνονταν στο από 25 Οκτωβρίου 2011 έγγραφο (στο εξής: δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση). Ο EMA γνωστοποίησε τα ονόματα των υπεργολάβων της κοινοπραξίας I., καταταγείσας στην τρίτη θέση μετά το πέρας της διαδικασίας του διαγωνισμού, και ανέφερε ότι δεν γνώριζε το μέγεθος της συμφωνίας που θα ανετίθετο υπεργολαβικώς από την εν λόγω κοινοπραξία. Ο EMA πληροφόρησε τις προσφεύγουσες ότι η ήδη κοινοποιηθείσα έκθεση αξιολογήσεως περιελάμβανε όλους τους λόγους βάσει των οποίων είχε ληφθεί η απόφαση για την ανάθεση της συμβάσεως. Ο EMA έκρινε ότι τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις διευκρινίσεις τις οποίες παρέσχε η κοινοπραξία S. ως προς την οικονομική προσφορά της δεν μπορούν να κοινοποιηθούν, διότι αποτελούν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες και η δημοσιοποίησή τους θα μπορούσε να βλάψει τα θεμιτά επιχειρηματικά συμφέροντα της κοινοπραξίας αυτής. Τέλος, ο EMA επανέλαβε την άρνησή του να γνωστοποιήσει τα ονόματα των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Δεκεμβρίου 2011, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

15      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο EMA απέρριψε την προσφορά τους·

–        να ακυρώσει τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον ο EMA απέρριψε το αίτημά τους να τους γνωστοποιηθεί η σύνθεση της επιτροπής αξιολογήσεως·

–        να καταδικάσει τον ΕΜΑ στα δικαστικά έξοδα.

16      Ο ΕΜΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

17      Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι ο νέος λόγος, προβληθείς με το υπόμνημα απαντήσεως, αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.

 Σκεπτικό

 Επί της αιτήσεως ακυρώσεως της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως

18      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς τους ακυρώσεως. Πρώτον, ο EMA δεν αιτιολόγησε ή αιτιολόγησε ανεπαρκώς την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την αξιολόγηση της τεχνικής προσφοράς τους. Δεύτερον, ο EMA δεν περιέλαβε καμία αιτιολογία ως προς τον μαθηματικό τύπο που χρησιμοποιήθηκε για τη βαθμολόγηση της τεχνικής προσφοράς τους. Τρίτον, ο EMA δεν περιέλαβε καμία αιτιολογία ως προς την υπερβολικά χαμηλή προσφορά ενός από τους επιλεγέντες διαγωνιζομένους.

19      Με το υπόμνημά τους απαντήσεως, οι προσφεύγουσες προέβαλαν, κατ’ επίκληση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, νέο λόγο αφορώντα την παραβίαση των κανονισμών 1605/2002 και 2342/2002 καθώς και του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, καθόσον ο EMA αξιολόγησε την τεχνική προσφορά τους εφαρμόζοντας διαδικασία αναθέσεως η οποία διαφέρει ουσιωδώς της αρχικώς προβλεφθείσας, προσθέτοντας, επομένως, νέα κριτήρια αναθέσεως.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

20      Επισημαίνεται ότι, οσάκις, όπως εν προκειμένω, τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών έχει θεμελιώδη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές καταλέγεται η υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του. Πράγματι, κατ’ αυτόν τον τρόπο μόνον μπορεί ο δικαστής της Ένωσης να ελέγξει αν συντρέχουν τα πραγματικά και τα νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 14· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑465/04, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 54, και της 20ής Μαΐου 2009, T‑89/07, VIP Car Solutions κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑1403, σκέψη 61).

21      Υπενθυμίζεται επίσης ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλόμενων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22      Εξάλλου, παρατηρείται ότι οι εφαρμοστέοι εν προκειμένω ειδικοί κανόνες που αφορούν την αιτιολογία των αποφάσεων περί απορρίψεως των προσφορών τις οποίες έχουν υποβάλει διαγωνιζόμενοι στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού η οποία καταλήγει στην ανάθεση της συμβάσεως σε άλλον διαγωνιζόμενο, περιλαμβάνονται στο άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002 και στο άρθρο 149, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/2002.

23      Κατά τις διατάξεις αυτές, όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης εκπληρώνουν την υποχρέωση αιτιολογήσεως εφόσον, καταρχάς, γνωστοποιούν αμέσως στους διαγωνιζομένους που αποκλείσθηκαν τους λόγους για την απόρριψη της προσφοράς τους και, εν συνεχεία, γνωστοποιούν στους διαγωνιζομένους που υπέβαλαν παραδεκτή προσφορά και το ζητούν ρητώς τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της προσφοράς που έγινε δεκτή, καθώς και το όνομα ή την επωνυμία του αναδόχου εντός δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή γραπτής αιτήσεως (βλ. απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 20 ανωτέρω, σκέψη 47).

24      Τούτο συνάδει προς τον σκοπό της επιβαλλόμενης από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, σύμφωνα με τον οποίο από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του εκδότη της πράξεως, ώστε, αφενός, οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, για να είναι σε θέση να προασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, ο δικαστής να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 20 ανωτέρω, σκέψη 48).

25      Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών πρέπει να εξετασθεί ειδικότερα ο πρώτος και ο τρίτος λόγος της προσφυγής.

 Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος αντλείται από έλλειψη ή ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά την αξιολόγηση της τεχνικής προσφοράς των προσφευγουσών

26      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αιτιολόγηση της βαθμολογίας που δόθηκε στην τεχνική τους προσφορά ως προς τα κριτήρια της διασφαλίσεως των ικανοτήτων του προσωπικού και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσουν ούτε τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς τους ούτε τα χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα των προσφορών των λοιπών διαγωνιζομένων.

27      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι η πρώτη προσβαλλομένη απόφαση περιλαμβάνει εκτιμήσεις απτόμενες της προσφοράς των προσφευγουσών. Όσον αφορά το κριτήριο της προτεινομένης τεχνογνωσίας, επισημαίνεται ότι το δείγμα σχεδίου είχε καλώς περιγραφεί με λεπτομέρειες και είχε χρησιμοποιηθεί η «μεθοδολογία RUP» (Rational Unified Process). Ως προς το κριτήριο της διασφαλίσεως των ικανοτήτων του προσωπικού, σημειώνεται ότι οι πολιτικές και διαδικασίες προσλήψεων και εκπαιδεύσεως ήσαν ικανοποιητικές. Όσον αφορά το κριτήριο της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, αναφέρεται ότι η οργάνωση και η διαχείριση των υπηρεσιών, καθώς και οι κύριοι δείκτες επιδόσεων, είχαν περιγραφεί με πληρότητα ως βάση για το συμφωνητικό διασφαλίσεως του επιπέδου ποιότητας υπηρεσιών και είχαν προσκομιστεί σαφή σχέδια και πολιτικές διατηρήσεως του προσωπικού, παρακολουθήσεως και συνεχίσεως της παροχής υπηρεσιών.

28      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το έγγραφο του EMA της 20ής Οκτωβρίου 2011 περιλαμβάνει τα ονόματα των τριών επιλεγέντων διαγωνιζομένων και παραπέμπει στη συνημμένη έκθεση αξιολογήσεως για τις λεπτομέρειες των βαθμολογιών που δόθηκαν στις προσφορές των διαφόρων επιλεγέντων διαγωνιζομένων και τις εκτιμήσεις των δυνατών και αδυνάτων σημείων των προσφορών.

29      Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες μόνον υπό το πρίσμα των πραγματικών και νομικών στοιχείων επί των οποίων στήριξε ο ΕΜΑ την εκτίμησή του ήσαν όντως σε θέση να αντιληφθούν τους λόγους για τους οποίους δόθηκε η βαθμολογία την οποία έλαβαν οι διάφοροι επιλεγέντες διαγωνιζόμενοι, καθόσον μόνον μια τέτοια αιτιολογία παρέχει τη δυνατότητα σ’ αυτούς να προασπίσουν τα δικαιώματά τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 2012, T‑447/10, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Δικαστηρίου, σκέψη 92).

30      Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του μη αμελητέου περιθωρίου εκτιμήσεως που καταλείπουν στον ΕΜΑ τα κριτήρια περί διασφαλίσεως των ικανοτήτων του προσωπικού και της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, μόνον οι βαθμολογίες που δόθηκαν στους επιλεγέντες διαγωνιζομένους και στις προσφεύγουσες δεν μπορούν να αποτελέσουν επαρκή αιτιολογία, όπως, εξάλλου, αναγνωρίζει και ο ΕΜΑ. Επιπλέον, το επιχείρημα του ΕΜΑ ότι αρκεί να γνωστοποιηθούν σε ένα διαγωνιζόμενο τα αποτελέσματά του σε συνδυασμό με σχόλια «γενικού χαρακτήρα», ώστε ο διαγωνιζόμενος να μπορεί να τα συγκρίνει με τα αποτελέσματα των επιλεγέντων διαγωνιζομένων, δεν πρέπει να καταλήγει σε αδυναμία συναγωγής από τα εν λόγω σχόλια κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο της συλλογιστικής του θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού, που εξέδωσε το έγγραφο αυτό, ούτως ώστε να μπορούν οι προσφεύγουσες να γνωρίζουν τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς τους (βλ., συναφώς, απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Δικαστηρίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 94).

31      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, τα σχόλια που περιλαμβάνονται στην έκθεση αξιολογήσεως δεν εκπληρώνουν τον σκοπό αυτό.

32      Κατά πρώτον, όσον αφορά το κριτήριο διασφαλίσεως των ικανοτήτων του προσωπικού, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία της βαθμολογίας τους και της βαθμολογίας της κοινοπραξίας U. καθώς και της εταιρίας E. είναι σχεδόν ταυτόσημες, ώστε να μη δικαιολογείται η απόκλιση της βαθμολογίας και να μην είναι δυνατή η κατανόηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος της προσφοράς της κοινοπραξίας U., τονίζοντας ότι η αιτιολογία της βαθμολογίας τους δεν περιείχε κανένα αρνητικό σχόλιο και η επιτροπή αξιολογήσεως διατύπωσε αρνητικά σχόλια κατά της προσφοράς της κοινοπραξίας S., η οποία έλαβε κατά 0,33 βαθμούς χαμηλότερη βαθμολογία από τη δική τους.

33      Υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες έλαβαν 7,96 βαθμούς επί συνόλου 10 για το κριτήριο της διασφαλίσεως των ικανοτήτων του προσωπικού. Η κοινοπραξία U. και η εταιρία E. έλαβαν την ίδια βαθμολογία 8,29 βαθμών επί συνόλου 10, η δε κοινοπραξία I. έλαβε την υψηλότερη βαθμολογία, ήτοι 8,58 βαθμούς επί συνόλου 10.

34      Με την έκθεση αξιολογήσεως, η επιτροπή αξιολογήσεως διατύπωσε σχόλια επί των προσφορών κάθε επιλεγέντος διαγωνιζομένου. Όσον αφορά την προσφορά των προσφευγουσών, επισήμανε ότι οι πολιτικές και οι διαδικασίες εκπαιδεύσεως και προσλήψεων περιγράφονταν με σαφήνεια και ήσαν ικανοποιητικές. Η προσφορά της κοινοπραξίας U. αποτέλεσε το αντικείμενο του εξής σχολίου: «[Ο]ι πολιτικές στους τομείς παροχής κινήτρων στο προσωπικό και εκπαιδεύσεως ήσαν καλώς επεξεργασμένες και ικανοποιητικές». Όσον αφορά την προσφορά της εταιρίας E., η επιτροπή αξιολογήσεως σημείωσε ότι «η απάντηση περιελάμβανε λεπτομερείς πολιτικές για την εκπαίδευση και τις προσλήψεις, συμπεριλαμβανομένης της διατηρήσεως του προσωπικού και παρακολουθήσεως της επαγγελματικής εξελίξεώς του». Τέλος, κατά τα σχετικά με την προσφορά της κοινοπραξίας S. σχόλια, «ο διαγωνιζόμενος είχε παρουσιάσει τις πολιτικές του για την εκπαίδευση και τις προσλήψεις, αλλά οι σχετικές με τη διατήρηση του προσωπικού και την παροχή κινήτρων περιγραφές δεν κάλυπταν όλες τις πτυχές».

35      Διαπιστώνεται ότι το σχετικό με την προσφορά των προσφευγουσών σχόλιο είναι ιδιαίτερα αόριστο και γενικού χαρακτήρα, εφόσον η επιτροπή αξιολογήσεως απλώς διαπίστωσε ότι οι πολιτικές και οι διαδικασίες εκπαιδεύσεως και προσλήψεων περιγράφονταν με σαφήνεια και ήσαν ικανοποιητικές, χωρίς επομένως να περιλαμβάνει καμία αρνητική εκτίμηση.

36      Μολονότι το σχετικό με την προσφορά της εταιρίας E. σχόλιο είναι λεπτομερέστερο από το σχόλιο που επισυνάπτεται στη βαθμολογία των προσφευγουσών, είναι επίσης αόριστο και γενικό, εφόσον η επιτροπή αξιολογήσεως επισήμανε ότι η προσφορά αυτή περιελάμβανε λεπτομερείς πολιτικές εκπαιδεύσεως και προσλήψεων, συμπεριλαμβανομένης της διατηρήσεως του προσωπικού και παρακολουθήσεως της επαγγελματικής εξελίξεώς του. Ασφαλώς, από το σχόλιο αυτό δεν προκύπτει αρνητική αξιολόγηση, αλλά, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, ουδόλως αναφέρει τον ικανοποιητικό χαρακτήρα της προσφοράς και δεν δύναται να δικαιολογήσει την υψηλότερη βαθμολογία της εταιρίας αυτής. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, τέτοιου είδους σχόλιο δεν παρέχει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους ο ΕΜΑ προτίμησε την προσφορά της εταιρίας E. από τη δική τους στο πλαίσιο της αξιολογήσεως του κριτηρίου της διασφαλίσεως των ικανοτήτων του προσωπικού.

37      Όσον αφορά την προσφορά της κοινοπραξίας U., επισημαίνεται ότι το σχόλιο της επιτροπής αξιολογήσεως είναι μεν θετικό, αλλά εξίσου λακωνικό με τα σχετικά με την προσφορά των προσφευγουσών και της εταιρίας E. σχόλια. Συγκεκριμένα, η επιτροπή αξιολογήσεως έλαβε απλώς υπό σημείωση ότι οι πολιτικές στους τομείς παροχής κινήτρων στο προσωπικό και εκπαιδεύσεως ήσαν «καλά επεξεργασμένες και ικανοποιητικές», χωρίς να αναφέρει την αφορώσα την πολιτική προσλήψεων πτυχή του κριτηρίου. Τέτοιου είδους σχόλιο δεν παρέχει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να αντιληφθούν την απόκλιση μεταξύ της βαθμολογίας της προσφοράς της κοινοπραξίας U. και της βαθμολογίας της προσφοράς τους.

38      Από τις σκέψεις 34 έως 37 ανωτέρω προκύπτει ότι τα σχόλια που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της αξιολογήσεως του κριτηρίου της διασφαλίσεως των ικανοτήτων του προσωπικού δεν παρέχουν στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους η προσφορά τους συγκέντρωσε χαμηλότερη βαθμολογία από τη βαθμολογία που συγκέντρωσαν οι προσφορές της εταιρίας E. και της κοινοπραξίας U. Επομένως, τέτοιου είδους σχόλια δεν αποτελούν επαρκή αιτιολογία για τη βαθμολογία των διαφόρων αυτών προσφορών, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω να εξετασθεί το σχετικό με την προσφορά της κοινοπραξίας Ε. σχόλιο.

39      Τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε ο ΕΜΑ προς άμυνά του δεν δύνανται να κλονίσουν την κρίση αυτή.

40      Πρώτον, ο EMA δεν μπορεί να αρκεστεί μόνον στην επίκληση της αμελητέας αποκλίσεως μεταξύ των απονεμηθεισών βαθμολογιών, αφενός, στην κοινοπραξία U. και στην εταιρία E., ήτοι 8,29 βαθμοί, και, αφετέρου, στις προσφεύγουσες, ήτοι 7,96 βαθμοί, υποστηρίζοντας ότι ήταν αδύνατο να αποδοθεί με ακρίβεια η διαφορά αυτή στο πλαίσιο των λεκτικών αξιολογήσεων. Ωστόσο, για να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 100, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002, τα σχόλια της επιτροπής αξιολογήσεως έπρεπε να είναι αρκούντως σαφή ώστε να παρέχουν στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να αντιληφθούν τα νομικά και πραγματικά στοιχεία βάσει των οποίων η αναθέτουσα αρχή απέρριψε την προσφορά τους και επέλεξε την προσφορά άλλων διαγωνιζομένων (βλ., συναφώς, απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Δικαστηρίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 96). Βάσει των στοιχείων της εκθέσεως αξιολογήσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα σχόλια για τις βαθμολογίες που δόθηκαν στις προσφορές οι οποίες εξετάσθηκαν στο πλαίσιο αξιολογήσεως του κριτηρίου περί της διασφαλίσεως των ικανοτήτων του προσωπικού δεν είναι αρκούντως σαφή ώστε να εκπληρώνουν την κατά τη νομοθεσία και νομολογία λειτουργία τους.

41      Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα διατείνεται ο ΕΜΑ, από όσα κρίθηκαν στις σκέψεις 34 έως 37 ανωτέρω προκύπτει ότι, αφενός, τα σχόλια της επιτροπής αξιολογήσεως δεν εξηγούν τη σειρά κατατάξεως των προσφορών και, αφετέρου, οι διαφορές του περιεχομένου των εν λόγω σχολίων δεν εξηγούν την κατά 6,2 % απόκλιση βαθμολογίας μεταξύ, αφενός, των προσφορών της κοινοπραξίας U. και της εταιρίας E. και, αφετέρου, της προσφοράς των προσφευγουσών.

42      Τρίτον, μολονότι είναι αληθές ότι η ανεπαρκής αιτιολογία που αφορά το κριτήριο της διασφαλίσεως των ικανοτήτων του προσωπικού δεν δύναται, αυτή και μόνο, να επηρεάσει τη νομιμότητα της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως λόγω της διαφοράς της βαθμολογίας μεταξύ της προσφοράς των προσφευγουσών και της προσφοράς του τελευταίου επιλεγέντος διαγωνιζομένου, ήτοι 0,54 βαθμών υπέρ της κοινοπραξίας I., επισημαίνεται ότι τούτο δεν ισχύει σε περίπτωση ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορώσας τη βαθμολογία που δόθηκε σε σχέση με άλλο κριτήριο πλην του υπό εξέταση κριτηρίου.

43      Κατά δεύτερον, όσον αφορά το κριτήριο της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η σύγκριση της αιτιολογίας της βαθμολογίας τους με την αιτιολογία της βαθμολογίας της κοινοπραξίας I. δεν δικαιολογεί τη σημαντική διαφορά βαθμολογίας μεταξύ των δύο αυτών προσφορών, η οποία δεν στηρίζεται σε κανένα αρνητικό σχόλιο για την προσφορά τους, ενώ η αιτιολογία της βαθμολογίας τους ήταν λεπτομερέστερη και ανέφερε ότι τα κρίσιμα στοιχεία είχαν περιγραφεί με πληρότητα. Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι το σημείο 14 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών είναι ιδιαιτέρως λεπτομερές όσον αφορά το κριτήριο αυτό και παραπέμπει στο σημείο 15, κατά το οποίο οι διαγωνιζόμενοι πρέπει να συμπληρώσουν συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο και να προτείνουν κείμενο συμφωνητικού διασφαλίσεως επιπέδου ποιότητας υπηρεσιών. Τέλος, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι το προβληθέν από τον ΕΜΑ επιχείρημα προς δικαιολόγηση της διαφοράς αφορά τον τύπο και όχι το ουσιαστικό περιεχόμενο της προσφοράς.

44      Κατά τον EMA, η διαφορά μεταξύ των βαθμολογιών των κοινοπραξιών I. και U. και των βαθμολογιών των λοιπών διαγωνιζομένων εξηγείται από τα θετικά σχόλια που διατυπώθηκαν ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο των προσφορών των δύο αυτών πρώτων κοινοπραξιών.

45      Υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες, έχοντας λάβει βαθμολογία 22,88 επί συνόλου 30 βαθμών για το κριτήριο της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, κατετάγησαν τρίτες μετά την κοινοπραξία I., η οποία έλαβε βαθμολογία 24,23 επί συνόλου 30 βαθμών, και η κοινοπραξία U., η οποία έλαβε βαθμολογία 24,08 επί συνόλου 30 βαθμών.

46      Στην έκθεσή της, η επιτροπή αξιολογήσεως διατύπωσε σχόλια επί των προσφορών εκάστου επιλεγέντος διαγωνιζομένου. Όσον αφορά την προσφορά των προσφευγουσών, παρατήρησε ότι η οργάνωση και η διαχείριση των υπηρεσιών καθώς και των βασικών δεικτών επιδόσεως περιγράφονταν με πληρότητα ως βάση για το συμφωνητικό διασφαλίσεως επιπέδου ποιότητας και ότι υποβλήθηκαν σαφή σχέδια και πολιτικές για τη διατήρηση προσωπικού, την παρακολούθηση και τη συνέχιση της παροχής υπηρεσιών. Όσον αφορά την κοινοπραξία I., η επιτροπή αξιολογήσεως επισήμανε ότι η προσφορά ήταν καλώς δομημένη και καταδείκνυε μια σαφώς καθορισμένη μεθοδολογία των βασικών δεικτών επιδόσεως. Η επιτροπή αξιολογήσεως έκρινε ότι, με την προσφορά της, η κοινοπραξία U. είχε καθορίσει με σαφήνεια τους βασικούς δείκτες επιδόσεως και προέτεινε ένα καλό συμφωνητικό διασφαλίσεως επιπέδου ποιότητας υπηρεσιών. Ενέμεινε επίσης επί ορισμένων πτυχών της προσφοράς αυτής όπως, μεταξύ άλλων, επί του σαφούς καθορισμού των ρόλων και ευθυνών ή του ικανοποιητικού χαρακτήρα των πολιτικών διατηρήσεως του προσωπικού και παρακολουθήσεως της επαγγελματικής εξελίξεώς του.

47      Πρώτον, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την αιτιολογία της σχετικής με το κριτήριο της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών βαθμολογίας μόνον καθόσον η αιτιολογία αυτή δεν καθιστά δυνατή την κατανόηση της σημαντικής διαφοράς μεταξύ της βαθμολογίας τους και της βαθμολογίας της κοινοπραξίας I.

48      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής διαφοράς της βαθμολογίας μεταξύ της προσφοράς των προσφευγουσών και της προσφοράς της κοινοπραξίας I. (1,35 βαθμοί), βάσει των στοιχείων που περιλαμβάνονται στα σχόλια της επιτροπής αξιολογήσεως για την εκτίμηση του κριτηρίου της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών δεν δύναται να δικαιολογηθεί το συγκριτικό πλεονέκτημα της προσφοράς της εν λόγω κοινοπραξίας ως προς την πτυχή αυτή της αξιολογήσεως.

49      Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, η επιτροπή αξιολογήσεως δεν διατύπωσε κανένα αρνητικό σχόλιο ως προς την προσφορά τους, ενώ από την αιτιολογία της βαθμολογίας της προσφοράς της κοινοπραξίας I., καταταγείσας στην πρώτη θέση για το κριτήριο της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, δεν προκύπτουν με σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους η προσφορά αυτή ήταν σε τέτοιο βαθμό καλύτερη της προσφοράς των προσφευγουσών.

50      Ασφαλώς, όπως έκρινε και ο EMA, δεν είναι παράλογο να θεωρηθεί ότι το σχόλιο που αιτιολογεί τη δοθείσα στην κοινοπραξία I. βαθμολογία περιέχει θετική αξιολόγηση της προσφοράς της, εφόσον στο σχόλιο αυτό σημειώνεται ότι η προσφορά αυτή ήταν καλώς δομημένη και καθόριζε καλώς τη μεθοδολογία των βασικών δεικτών αποδόσεως. Όσον αφορά την προσφορά των προσφευγουσών, η επιτροπή αξιολογήσεως επισήμανε ότι η οργάνωση και η διαχείριση των υπηρεσιών καθώς και οι βασικοί δείκτες επιδόσεως περιγράφονταν με πληρότητα ως βάση συμφωνητικού διασφαλίσεως επιπέδου ποιότητας υπηρεσιών και παρουσιάστηκαν σαφή σχέδια και πολιτικές ως προς τη διατήρηση του προσωπικού, την παρακολούθηση και τη συνέχιση των υπηρεσιών. Εξάλλου, ο ΕΜΑ διατείνεται ότι το σχόλιο της βαθμολογίας των προσφευγουσών αφορά μόνον τις τυπικές πτυχές της προσφοράς τους, ενώ το σχετικό με τη βαθμολογία της κοινοπραξίας Ι. σχόλιο αφορά το ουσιαστικό περιεχόμενο της προσφοράς της κοινοπραξίας αυτής.

51      Εντούτοις, επιβάλλονται τρεις παρατηρήσεις ως προς τη σύγκριση των σχολίων που αφορούν τις προσφορές των προσφευγουσών και της κοινοπραξίας I.

52      Καταρχάς, από τα σχόλια της επιτροπής αξιολογήσεως, δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί αν η επιτροπή αυτή προετίθετο να προβεί σε αξιολόγηση ως προς το περιεχόμενο της προσφοράς της κοινοπραξίας I. Όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, το σχόλιο για την προσφορά αυτή περιέχει εκτίμηση η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως αφορώσα τη μορφή της, εφόσον η επιτροπή αξιολογήσεως αναφέρει ότι η προσφορά ήταν καλώς δομημένη. Ασφαλώς, η παρατήρηση αυτή της επιτροπής αξιολογήσεως μπορεί να αφορούσε την ουσιαστική ποιότητα της προσφοράς της κοινοπραξίας, αλλά, λόγω του λακωνικού χαρακτήρα του σχολίου που περιλαμβάνεται στην έκθεση αξιολογήσεως, δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα συναφώς.

53      Στη συνέχεια, δεν είναι επίσης δυνατόν, λαμβανομένου υπόψη του συνοπτικού και γενικού χαρακτήρα των εκτιμήσεων, να καθορισθεί αν, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται ο ΕΜΑ, το σχόλιο για την προσφορά των προσφευγουσών δεν περιλαμβάνει κανένα θετικό στοιχείο ως προς το περιεχόμενό της. Ειδικότερα, αναφέρθηκε, αφενός, η πληρότητα της περιγραφής της οργανώσεως και της διαχειρίσεως των υπηρεσιών καθώς και των βασικών δεικτών επιδόσεως και, αφετέρου, η σαφήνεια των υποβληθέντων σχεδίων και πολιτικών σε θέματα διατηρήσεως του προσωπικού, παρακολουθήσεως και συνεχίσεως των παρεχομένων υπηρεσιών. Ωστόσο, τέτοιου είδους εκτιμήσεις μπορούν να αφορούν τόσο το περιεχόμενο της υποβληθείσας προσφοράς όσο και τη μορφή της.

54      Τέλος, επισημαίνεται ότι, όπως τονίζουν οι προσφεύγουσες, η εξέταση του κριτηρίου της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών απαιτεί τη συμπλήρωση εκ μέρους των διαγωνιζομένων συγκεκριμένου ερωτηματολογίου και το τεύχος των τεχνικών προδιαγραφών είναι ιδιαιτέρως λεπτομερές επ’ αυτού. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το σχόλιο για τη βαθμολογία της κοινοπραξίας I. ουδόλως παρέχει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να κατανοήσουν την εκτίμηση που έγινε ως προς πολλές πτυχές της προσφοράς αυτής. Συγκεκριμένα, μόνον η μεθοδολογία των βασικών δεικτών επιδόσεως αποτέλεσε το αντικείμενο θετικής εκτιμήσεως και, στο σχόλιο αυτό, δεν έγινε μνεία κανενός άλλου στοιχείου της προσφοράς. Εξάλλου, η εκτίμηση της προσφοράς της κοινοπραξίας I. δεν στηρίζεται σε κανένα πραγματικό στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να δικαιολογηθεί και, επομένως, δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 100, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002, ούτε επιτρέπει στις προσφεύγουσες να κατανοήσουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία βάσει των οποίων η αναθέτουσα αρχή απέρριψε την προσφορά τους και επέλεξε τις προσφορές άλλων διαγωνιζομένων.

55      Από τις σκέψεις 43 έως 54 ανωτέρω προκύπτει ότι τα σχόλια επί των προσφορών των προσφευγουσών και της κοινοπραξίας I. δεν παρέχουν στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους τους απονεμήθηκε χαμηλότερη βαθμολογία από αυτήν που δόθηκε στην κοινοπραξία Ι. στο πλαίσιο του κριτηρίου της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών. Συνεπώς, δεν αποτελούν επαρκή αιτιολογία της βαθμολογίας των δύο αυτών προσφορών.

56      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος ο οποίος αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά την εκτίμηση της τεχνικής προσφοράς των προσφευγουσών.

 Επί του τρίτου λόγου, ο οποίος αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας ως προς την υπερβολικά χαμηλή προσφορά ενός από τους επιλεγέντες διαγωνιζομένους

57      Kατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας S., η οποία κατετάγη πρώτη, έχει τα χαρακτηριστικά υπερβολικά χαμηλής προσφοράς, λόγω της αποκλίσεως μεταξύ της βαθμολογίας που της δόθηκε και των βαθμολογιών των οικονομικών προσφορών των λοιπών διαγωνιζομένων. Επισημαίνουν ότι ούτε η έκθεση αξιολογήσεως ούτε η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση παρέχουν οποιαδήποτε αιτιολογία ως προς τους λόγους για τους οποίους η οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας S. δεν θεωρήθηκε ως υπερβολικά χαμηλή.

58      Εκ προοιμίου, υπενθυμίζεται ότι τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης εκπληρώνουν την υποχρέωση αιτιολογήσεως εφόσον καταρχάς γνωστοποιούν αμέσως στους διαγωνιζομένους που αποκλείσθηκαν τους λόγους για την απόρριψη της προσφοράς τους και εν συνεχεία γνωστοποιούν στους διαγωνιζομένους που ζητούν ρητώς ορισμένα στοιχεία, αφού είχαν υποβάλει παραδεκτή προσφορά, τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της προσφοράς που έγινε δεκτή, καθώς και το όνομα ή την επωνυμία του αναδόχου εντός δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή γραπτής αιτήσεως (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω).

59      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, οσάκις το οικείο θεσμικό όργανο, κατόπιν υποβολής αιτήματος παροχής συμπληρωματικών διευκρινίσεων σχετικά με απόφαση, αποστέλλει έγγραφο πριν από την άσκηση προσφυγής, αλλά μετά την πάροδο της καθοριζομένης στο άρθρο 149, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/2002 ημερομηνίας, το έγγραφο αυτό μπορεί επίσης να λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του επαρκούς χαρακτήρα της αιτιολογίας, δεδομένου ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του ο προσφεύγων κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, εξυπακουομένου, πάντως, ότι το θεσμικό όργανο δεν επιτρέπεται να αντικαθιστά την αρχική με όλως νέα αιτιολογία (απόφαση VIP Car Solutions κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 20 ανωτέρω, σκέψη 73).

60      Πρώτον, από το 25 Οκτωβρίου 2011 έγγραφο προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες ζήτησαν από τον ΕΜΑ να τους γνωστοποιήσει το περιεχόμενο των διευκρινίσεων που έλαβε από την κοινοπραξία S., από τις οποίες προέκυπτε σαφώς κατ’ αυτόν ότι η οικονομική προσφορά δεν ήταν υπερβολικά χαμηλή. Με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία περιήλθε στις προσφεύγουσες πριν από την άσκηση της παρούσας προσφυγής, ο ΕΜΑ υπογράμμισε ότι δεν μπορούσε να κοινοποιήσει τις παρασχεθείσες εκ μέρους της κοινοπραξίας S. διευκρινίσεις ως προς την οικονομική προσφορά της, καθόσον η δημοσιοποίηση τέτοιων πληροφοριών αποτελεί ευαίσθητο εμπορικό ζήτημα και θα έθιγε τα θεμιτά επιχειρηματικά συμφέροντα της κοινοπραξίας αυτής.

61      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά την οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας S., η επιτροπή αξιολογήσεως σημείωσε στην έκθεσή της ότι, κατόπιν των διευκρινίσεων του διαγωνιζομένου, η οικονομική προσφορά του δεν κρίθηκε ως υπερβολικά χαμηλή.

62      Δεύτερον, ο ΕΜΑ υποστηρίζει ότι η προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας δεν έχει καμία επίπτωση επί της νομιμότητας της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον δεν επηρέασε καθόλου την έκβαση της διαδικασίας του διαγωνισμού. Εντούτοις, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή εν προκειμένω, εφόσον η εν λόγω αιτιολογία, την έλλειψη της οποίας προβάλλουν οι προσφεύγουσες, ακόμα και αν η έλλειψη αυτή αποδειχθεί, δεν θα τους παρείχε τη δυνατότητα να αντιληφθούν τους λόγους για τους οποίους η επιτροπή αξιολογήσεως έκρινε ότι η προσφορά της κοινοπραξίας S. δεν αποτελεί υπερβολικά χαμηλή προσφορά, ώστε να μπορούν να αμφισβητήσουν τη βασιμότητα της εκτιμήσεως αυτής.

63      Τρίτον, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες, ζητώντας να τους γνωστοποιηθούν οι λόγοι για τους οποίους η επιτροπή αξιολογήσεως έκρινε ότι η προσφορά του καταταγέντος στην πρώτη θέση διαγωνιζομένου δεν ήταν υπερβολικά χαμηλή, ζητούν από την αναθέτουσα αρχή να εκθέσει τα χαρακτηριστικά και σχετικά πλεονεκτήματα της προσφοράς αυτής. Συγκεκριμένα, από τον συνοπτικό πίνακα των βαθμολογιών των έξι διαγωνιζομένων που έφθασαν στο στάδιο της αξιολογήσεως των κριτηρίων αναθέσεως, ο οποίος περιλαμβάνεται στην έκθεση αξιολογήσεως, προκύπτει ότι το κριτήριο της οικονομικής προσφοράς ήταν καθοριστικής σημασίας για την κατάταξη της κοινοπραξίας S. στην πρώτη θέση των επιλεγέντων διαγωνιζομένων, δεδομένου ότι η κοινοπραξία αυτή είχε καταταγεί στην πέμπτη θέση μετά την εξέταση μόνον των τεχνικών κριτηρίων αναθέσεως.

64      Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το σχόλιο που περιλαμβάνεται στην έκθεση αξιολογήσεως δεν εκπληρώνει τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δηλαδή δεν καταδεικνύει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική της αρχής που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε, αφενός, να γνωρίζουν οι ενδιαφερόμενοι την αιτιολογία του ληφθέντος μέτρου για να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και, αφετέρου, να μπορεί ο δικαστής να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., συναφώς, απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 20 ανωτέρω, σκέψη 48). Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς την επιχειρηματολογία του ΕΜΑ, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αναθέτουσα αρχή δικαιολογεί μια υπερβολικά χαμηλή προσφορά επισημαίνοντας απλώς ότι, κατόπιν διευκρινίσεων που παρέσχε ο οικείος διαγωνιζόμενος, η εν λόγω προσφορά δεν θεωρήθηκε υπερβολικά χαμηλή.

65      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, να συνεκτιμήσει το περιεχόμενο της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, για να εξακριβώσει αν η αναθέτουσα αρχή τήρησε την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως (βλ. σκέψεις 59 και 60 ανωτέρω). Ωστόσο, με τη δεύτερη προσβαλλομένη απόφαση, ο ΕΜΑ κοινοποίησε απλώς στις προσφεύγουσες τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να τους γνωστοποιήσει τις διευκρινίσεις της κοινοπραξίας S. όσον αφορά τις τιμές της, επικαλούμενος ότι πρόκειται για ευαίσθητα εμπορικά δεδομένα των οποίων η δημοσιοποίηση μπορούσε να θίξει τα θεμιτά επιχειρηματικά συμφέροντα της κοινοπραξίας αυτής. Ούτε οι πληροφορίες αυτές εκπληρώνουν τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (βλ. σκέψη 64 ανωτέρω), ώστε να δικαιολογούν το ότι η προσφορά της κοινοπραξίας S. δεν ήταν υπερβολικά χαμηλή.

66      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο ΕΜΑ, η υποχρέωση μιας αναθέτουσας αρχής να δικαιολογεί το ότι η επιλεγείσα προσφορά δεν είναι υπερβολικά χαμηλή καθιστά δυνατή την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 100, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002 και του άρθρου 149, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/2002, εφόσον σχετική αιτιολογία πληροφορεί τον αποκλεισθέντα διαγωνιζόμενο για μια σημαντική πτυχή των χαρακτηριστικών και σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς, στοιχεία τα οποία, κατά τις διατάξεις αυτές, απαιτείται να γνωστοποιηθούν όταν το ζητεί ένας αποκλεισθείς διαγωνιζόμενος.

67      Όσον αφορά το ότι η δικαιολόγηση μιας μη υπερβολικά χαμηλής προσφοράς υπερβαίνει τις απαιτήσεις του άρθρου 147, παράγραφος 2, του κανονισμού 2342/2002 ως προς το περιεχόμενο των πρακτικών της αξιολογήσεως και κατατάξεως των υποβληθεισών προσφορών, αρκεί η διαπίστωση, πρώτον, ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ενδεικτικώς τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει το πρακτικό αυτό, εφόσον στη διάταξη αυτή αναγράφεται «περιλαμβάνει τουλάχιστον» πριν από τον κατάλογο των προβλεπομένων στοιχείων, και, δεύτερον, ότι η προταθείσα από τον ΕΜΑ συσταλτική ερμηνεία της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 100, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002 και του άρθρου 149, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/2002. Οι διατάξεις αυτές επιτάσσουν να γνωστοποιούνται τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς από την αναθέτουσα αρχή στον αποκλεισθέντα διαγωνιζόμενο που τα ζητεί.

68      Περαιτέρω, ο EMA υποστηρίζει ότι, παρέχοντας λεπτομερείς πληροφορίες ως προς τη συμμόρφωση με την ισχύουσα νομοθεσία περί προστασίας της απασχολήσεως και τις διατάξεις περί συνθηκών εργασίας ή ως προς τις συγκεκριμένες οικονομικές πτυχές των προσφερομένων από την κοινοπραξία S. υπηρεσιών, θα έθιγε τα θεμιτά επιχειρηματικά συμφέροντά της. Ωστόσο, η υποχρέωση μιας αναθέτουσας αρχής να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους μια προσφορά δεν θεωρήθηκε υπερβολικά χαμηλή δεν την υποχρεώνει να αποκαλύψει επακριβείς πληροφορίες περί των τεχνικών και οικονομικών πτυχών της εν λόγω προσφοράς, όπως τις προτεινόμενες τιμές ή τους πόρους τους οποίους προτείνει να χρησιμοποιήσει ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος για την παροχή των υπηρεσιών του. Για να προσκομιστεί επαρκής αιτιολογία της εν λόγω πτυχής της επιλεγείσας προσφοράς, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να εκθέτει τη συλλογιστική βάσει της οποίας, αφενός, έκρινε ότι, λαμβανομένων κυρίως υπόψη των οικονομικών χαρακτηριστικών της, η προσφορά αυτή τηρεί, μεταξύ άλλων, τη νομοθεσία της χώρας στην οποία πρέπει να παρασχεθούν οι υπηρεσίες, στον τομέα αμοιβών του προσωπικού, συνεισφοράς στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και τηρήσεως των κανόνων ασφάλειας και υγιεινής στον χώρο εργασίας και, αφετέρου, εξέτασε ότι στην οικονομική προσφορά ενσωματώνονται όλες οι δαπάνες που προκύπτουν από τις τεχνικές πτυχές της επιλεγείσας προσφοράς. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του ΕΜΑ.

69      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει επίσης δεκτός ο λόγος ο οποίος αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την υπερβολικά χαμηλή τιμή της προσφοράς ενός από τους επιλεγέντες διαγωνιζομένους.

70      Επομένως, πρέπει να ακυρωθεί η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος της προσφυγής και ο προβληθείς με το υπόμνημα απαντήσεως νέος λόγος.

 Επί της αιτήσεως ακυρώσεως της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως

71      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως κατά της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρώτον, ο ΕΜΑ εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 149, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/2002. Δεύτερον, η παρατεθείσα από τον ΕΜΑ νομολογία δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Τρίτον, η δεύτερη προσβαλλομένη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη της τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).

72      Από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι η ακύρωση της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως ζητείται μόνον καθόσον, με την απόφαση αυτή, ο ΕΜΑ αρνήθηκε να γνωστοποιήσει τα ονόματα των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως.

73      Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, προσφυγή περί ακυρώσεως αποφάσεως με την οποία δεν παρέχεται πρόσβαση σε έγγραφα δεν έχει πλέον αντικείμενο αν έχει παρασχεθεί πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα από τρίτον, δεδομένου ότι ο αιτών μπορεί να έχει πρόσβαση στα έγγραφα αυτά και να τα χρησιμοποιεί κατά τρόπο εξίσου νόμιμο ως εάν τα είχε αποκτήσει κατόπιν της αιτήσεως την οποία υπέβαλε βάσει του κανονισμού 1049/2001 (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 2012, T‑63/10, Jurašinovič κατά Συμβουλίου, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

74      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης κοινοποιούν το ζητηθέν έγγραφο κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας. Ωστόσο, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ο ΕΜΑ γνωστοποίησε τα ονόματα των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως. Επομένως, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του ΕΜΑ, η αίτηση ακυρώσεως της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως καθίσταται άνευ αντικειμένου, εφόσον οι προσφεύγουσες δεν έχουν πλέον έννομο συμφέρον δεδομένου ότι ικανοποιήθηκε το αίτημά τους.

75      Συνεπώς, παρέλκει η εξέταση των αιτημάτων περί ακυρώσεως της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

76      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του. Εν προκειμένω, εφόσον ο EMA ηττήθηκε ως προς την αίτηση ακυρώσεως της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως και γνωστοποίησε τις πληροφορίες τις οποίες είχε αρνηθεί με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση EMA/787935/2011 του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), της 3ης Οκτωβρίου 2011, με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά την οποία υπέβαλαν, στο πλαίσιο του ανοιχτού διαγωνισμού EMA/2011/05/DV, οι European Dynamics Belgium SA, European Dynamics Luxembourg SA, Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE και European Dynamics UK Ltd.

2)      Καταργείται η δίκη ως προς το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως EMA/882467/2011 του ασκούντος καθήκοντα εκτελεστικού διευθυντή του ΕΜΑ, της 9ης Νοεμβρίου 2011, με την οποία απορρίφθηκε το επιβεβαιωτικό αίτημα των προσφευγουσών να τους επιτραπεί η πρόσβαση στα σχετικά με τη σύνθεση της επιτροπής αξιολογήσεως έγγραφα του διαγωνισμού.

3)      Καταδικάζει τον EMA στα δικαστικά έξοδα.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Οκτωβρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.