Language of document : ECLI:EU:T:2019:447

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 26ης Ιουνίου 2019 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αιτήσεις καταχωρίσεως λεκτικών σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης 200 PANORAMICZNYCH, 300 PANORAMICZNYCH, 400 PANORAMICZNYCH, 500 PANORAMICZNYCH και 1000 PANORAMICZNYCH – Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου – Περιγραφικός χαρακτήρας – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα κτηθέντος διά της χρήσεως – Άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001 – Απουσία καταχρήσεως εξουσίας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑117/18 έως T‑121/18,

Agencja Wydawnicza Technopol sp. z o. o., με έδρα την Częstochowa (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον C. Rogula, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την D. Walicka,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγές κατά πέντε αποφάσεων του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 15ης Δεκεμβρίου 2017 (υποθέσεις R 2194/2016-5, R 2195/2016-5, R 2200/2016-5, R 2201/2016-5 και R 2208/2016-5), σχετικά με αιτήσεις καταχωρίσεως των λεκτικών σημείων 200 PANORAMICZNYCH, 300 PANORAMICZNYCH, 400 PANORAMICZNYCH, 500 PANORAMICZNYCH και 1000 PANORAMICZNYCH ως σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, R. Barents και J. Passer (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Hendrix, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη τα δικόγραφα των προσφυγών που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Φεβρουαρίου 2018,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα αντικρούσεως που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιουλίου 2018,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2018 περί συνεκδικάσεως των υποθέσεων T‑117/18 έως T‑121/18 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Δεκεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Την 1η Απριλίου 2016 η προσφεύγουσα, Agencja Wydawnicza Technopol sp. z o. o., υπέβαλε πέντε αιτήσεις καταχωρίσεως σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της ΕΕ (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση είναι τα λεκτικά σημεία 200 PANORAMICZNYCH, 300 PANORAMICZNYCH, 400 PANORAMICZNYCH, 500 PANORAMICZNYCH και 1000 PANORAMICZNYCH.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκαν οι καταχωρίσεις εμπίπτουν στην κλάση 16 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Περιοδικές εκδόσεις».

4        Με έγγραφα της 2ας και της 3ης Μαΐου 2016, ο εξεταστής ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009 [νυν άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2017/1001] εμπόδιζαν την καταχώριση των αιτούμενων σημάτων. Συναφώς, διαπίστωσε ότι ο όρος «panoramicznych» (πανοραμικών) δήλωνε έναν τύπο σταυρολέξου για το πολωνόφωνο κοινό και ότι τα σημεία έδειχναν ότι τα περιοδικά περιείχαν, αντιστοίχως, 200, 300, 400, 500 και 1000 πανοραμικά σταυρόλεξα.

5        Με έγγραφα της 28ης και της 30ής Ιουνίου 2016, η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις και προσκόμισε στοιχεία προκειμένου να αποδείξει ότι ο όρος «panoramicznych» (πανοραμικών) δεν δήλωνε, στα πολωνικά, έναν τύπο σταυρολέξου και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα αιτούμενα σήματα είχαν αποκτήσει δευτερογενή διακριτικό χαρακτήρα.

6        Με πέντε αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, ο εξεταστής ενέμεινε στη θέση του και αρνήθηκε την καταχώριση των αιτούμενων σημάτων για τις «περιοδικές εκδόσεις» επί τη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009.

7        Στις 27 Νοεμβρίου 2016 η προσφεύγουσα προσέφυγε κατά καθεμίας από τις αποφάσεις του εξεταστή, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001). Στις 29 και 30 Ιανουαρίου 2017 η προσφεύγουσα υπέβαλε υπομνήματα με τα οποία εξέθετε τους λόγους των προσφυγών.

8        Στις 16 Μαΐου 2017 το τμήμα προσφυγών απέστειλε στην προσφεύγουσα, δυνάμει του άρθρου 63 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 70 του κανονισμού 2017/1001), έγγραφο με το οποίο της ζητούσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με λεπτομέρειες για τις αιτήσεις και τις διαδικασίες κήρυξης της ακυρότητας στην Πολωνία, στο μέτρο που αφορούσαν σήματα πανομοιότυπα προς τα αιτούμενα.

9        Με έγγραφα της 26ης Ιουνίου και της 18ης Αυγούστου 2017, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στο τμήμα προσφυγών.

10      Στις 17 Οκτωβρίου 2017 το τμήμα προσφυγών ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι τα έγγραφα τα οποία είχε προσκομίσει δεν αφορούσαν τη χρήση των λεκτικών σημείων ως σημάτων αλλά την περιγραφική λειτουργία τους και ότι δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί ότι τα σημεία αυτά είχαν αποκτήσει δευτερογενή διακριτικό χαρακτήρα.

11      Με έγγραφο της 17ης Νοεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα παρέσχε περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με τις εθνικές διαδικασίες για τα εθνικά σήματα που είναι πανομοιότυπα προς τα αιτούμενα σήματα και σχετικά με το ζήτημα του δευτερογενούς διακριτικού χαρακτήρα.

12      Με πέντε αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2017 (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις), το πέμπτο τμήμα προσφυγών απέρριψε τις προσφυγές με το σκεπτικό ότι τα αιτούμενα σήματα ήταν περιγραφικά, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα δεν αποδείκνυαν την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως των αιτούμενων σημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

13      Πρώτον, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 απόλυτου λόγου απαραδέκτου, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στα σημεία 21 και 22 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι, εφόσον τα αιτούμενα σήματα περιείχαν μια πολωνική λέξη, το ενδιαφερόμενο κοινό συνίστατο στο πολωνόφωνο κοινό και ότι επρόκειτο για τον μέσο καταναλωτή, με επίπεδο προσοχής ενός μέσου καταναλωτή ο οποίος είναι σχετικώς καλά πληροφορημένος, προσεκτικός και ενημερωμένος. Το τμήμα προσφυγών επισήμανε, στο σημείο 24 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι η πολωνική λέξη «panoramicznych», δηλαδή «πανοραμικών», που είναι η γενική πληθυντικού της λέξεως «panoramiczna» (πανοραμικός), δήλωνε, μεταξύ άλλων, έναν τύπο σταυρολέξου. Το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, στα σημεία 26 και 31 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι η σημασία των επίμαχων σημείων ήταν περιγραφική των «περιοδικών εκδόσεων», καθόσον οι αριθμοί 200, 300, 400, 500 ή 1000 μετέφεραν μια πληροφορία για τον αριθμό σταυρολέξων που περιείχαν τα περιοδικά, πράγμα που το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβανόταν αμέσως και χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, μολονότι η λέξη «σταυρόλεξα» απουσίαζε από τα αιτούμενα σήματα. Το τμήμα προσφυγών εκτίμησε, στα σημεία 28 και 32 έως 34 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, όπως οι γλωσσικές γνωμοδοτήσεις, δεν μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω τον περιγραφικό χαρακτήρα των αιτούμενων σημάτων και ότι από την καταχώριση τούτων ως τίτλων περιοδικών εντύπων δεν μπορούσε να συναχθεί ότι αυτά διέθεταν διακριτικό χαρακτήρα. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών προσέθεσε, στα σημεία 35 και 36 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρούνταν από την προγενέστερη πρακτική των αποφάσεων του EUIPO για την καταχώριση σημάτων που περιλαμβάνουν αριθμούς.

14      Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, στα σημεία 37 και 41 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι οι αποφάσεις των πολωνικών αρχών που αφορούσαν τα λεκτικά σημεία 100 PANORAMICZNYCH, 200 PANORAMICZNYCH και 300 PANORAMICZNYCH, καθώς και οι αποφάσεις των πολωνικών δικαστηρίων που αφορούσαν μεταξύ άλλων τα εικονιστικά σημεία που περιελάμβαναν τα στοιχεία «100 panoramicznych», «300 panoramicznych» και «500 panoramicznych» επιβεβαίωναν ότι τα σημεία της προσφεύγουσας που περιελάμβαναν αριθμούς στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα.

15      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα αιτούμενα σήματα δεν είχαν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001. Κατ’ ουσίαν, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε, στα σημεία 46 έως 55 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, όπως δημοσκοπήσεις, έγγραφα ενός πρακτορείου διανομής Τύπου σχετικά με τις πωλήσεις, καταστάσεις διαφημιστικών εξόδων καθώς και τιμολόγια από τα οποία προέκυπτε η εντατική προώθηση και διαφήμιση, δεν αποδείκνυαν ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβανόταν τα σημεία ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως και όχι ως πληροφορία περιγραφική του περιεχομένου των περιοδικών. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στα σημεία 56 έως 61 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι τα εξώφυλλα των περιοδικών τα οποία είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα κατεδείκνυαν ότι τα αιτούμενα σήματα προωθούνταν παγίως υπό ιδιαίτερη γραφιστική μορφή, ότι τα εν λόγω σήματα χρησιμοποιούνταν στα περιοδικά αυτά ως ένδειξη του περιεχομένου τους και όχι ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεώς τους και ότι η ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως συνίστατο αντιθέτως στην εταιρική επωνυμία TECHNOPOL, η οποία αποτελούσε τμήμα του εικονιστικού σημείου που έφεραν τα εν λόγω εξώφυλλα. Κατά συνέπεια, παρά τη δημοφιλία της σειράς περιοδικών της προσφεύγουσας που περιελάμβαναν αριθμούς, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, στο σημείο 65 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί ότι τα αιτούμενα σήματα είχαν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001.

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να μεταρρυθμίσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεχόμενο τις προσφυγές και καταχωρίζοντας τα αιτούμενα σήματα με το σκεπτικό ότι τα λεκτικά σημεία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2017/1001 και/ή ότι τα αιτούμενα σήματα απέκτησαν διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και να καλέσει το EUIPO να επανεξετάσει τις αιτήσεις καταχωρίσεως για τον λόγο ότι τα λεκτικά σημεία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2017/1001 και/ή ότι τα αιτούμενα σήματα απέκτησαν διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

17      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού ορισμένων εγγράφων που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

18      Το EUIPO προβάλλει ένσταση απαραδέκτου για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε τα έγγραφα που περιέχονται στα παραρτήματα A. 7 και A. 8 των δικογράφων των προσφυγών για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το EUIPO προέβαλε επίσης απαράδεκτο του παραρτήματος A. 23 των δικογράφων των προσφυγών για τον ίδιο λόγο.

19      Κατά πάγια νομολογία, η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σκοπεί στον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του EUIPO κατά την έννοια του άρθρου 72 του κανονισμού 2017/1001, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των εγγράφων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω έγγραφα πρέπει να μη ληφθούν υπόψη χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί η αποδεικτική τους δύναμη [βλ. αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2005, Sadas κατά ΓΕΕΑ – LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), T‑346/04, EU:T:2005:420, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 12ης Μαρτίου 2014, Tubes Radiatori κατά ΓΕΕΑ – Antrax It (Σώμα καλοριφέρ), T‑315/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:115, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

20      Εν προκειμένω, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, και στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, η προσφεύγουσα επικαλείται, αφενός, το παράρτημα A. 7, που αφορά στιγμιότυπο οθόνης του δικτυακού τόπου της εγκυκλοπαίδειας Wikipedia, καθώς και το παράρτημα A. 8 των δικογράφων των προσφυγών, που αφορά τη σελίδα «Panorama dnia» του δικτυακού τόπου «https://szarada.net», ο οποίος προσφέρει καθημερινά ένα σταυρόλεξο, και, αφετέρου, το παράρτημα A. 23, που αφορά DVD με μαγνητοσκόπηση μελέτης η οποία πραγματοποιήθηκε σε φοιτητές στη Βαρσοβία (Πολωνία) καθώς και μαγνητοσκόπηση αποσπάσματος της πολωνικής τηλεοπτικής εκπομπής Śmiechu Warte.

21      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι τα έγγραφα αυτά δεν είχαν προσκομιστεί κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον των οργάνων του EUIPO.

22      Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι επίσης για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η προσφεύγουσα επικαλέστηκε, στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου, το παράρτημα A. 22, που αφορά το έγγραφο «Ανάλυση και γνωμοδότηση [του καθηγητή F.] σχετικά με τον διακριτικό χαρακτήρα των αριθμών».

23      Δεδομένου όμως ότι η άρνηση καταχωρίσεως στηρίζεται στον κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 περιγραφικό χαρακτήρα των αιτούμενων σημάτων και στην κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001 έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα κτηθέντος διά της χρήσεως, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον των οργάνων του EUIPO (βλ. σκέψεις 5 και 9 έως 11 ανωτέρω). Συνεπώς, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα προσκομισθέντα κατά το στάδιο των δικογράφων των προσφυγών πρόσθετα παραρτήματα ήταν «απολύτως δικαιολογημένα διότι [ήταν] αναγκαία για να αποδείξουν ή να καταστήσουν εναργέστερο το περιεχόμενο της προσφυγής και να αντικρούσουν τα όσα αβασίμως εκθέτει το τμήμα προσφυγών, τα οποία δεν κατέστησαν γνωστά παρά μόνον με [τις προσβαλλόμενες αποφάσεις]».

24      Κατά συνέπεια, τα παραρτήματα A. 7, A. 8, A. 22 και A. 23 πρέπει να μη ληφθούν υπόψη ως απαράδεκτα.

 Επί της ουσίας

25      Προς στήριξη των προσφυγών, η προσφεύγουσα προβάλλει δώδεκα λόγους οι οποίοι δύνανται να ομαδοποιηθούν ως εξής. Πρώτον, στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου, προβάλλει παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001. Δεύτερον, στο πλαίσιο του τρίτου και του πέμπτου λόγου, προβάλλει παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001. Τρίτον, στο πλαίσιο του τέταρτου και του έβδομου λόγου, προβάλλει κατάχρηση εξουσίας συνιστάμενη, αντιστοίχως, στην εκ μέρους του EUIPO καταχώριση άλλων σημείων που περιλαμβάνουν αριθμούς και στο γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη την αρχή της αυτονομίας του συστήματος προστασίας των σημάτων. Τέταρτον, στο πλαίσιο του έκτου και του όγδοου, ένατου, δέκατου, ενδέκατου και δωδέκατου λόγου, προβάλλει, πρώτον, κατάχρηση εξουσίας, καθόσον το τμήμα προσφυγών περιόρισε την ελευθερία επιλογής της προσφεύγουσας όσον αφορά τον τρόπο προστασίας, δεύτερον, παράβαση του άρθρου 118 ΣΛΕΕ και κατάχρηση εξουσίας, καθόσον το τμήμα προσφυγών στέρησε την προσφεύγουσα από ένα αποτελεσματικό μέσο προστασίας, τρίτον, παράβαση του άρθρου 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001, καθόσον το τμήμα προσφυγών διέκρινε τα προϊόντα μιας επιχείρησης από εκείνα μιας άλλης επιχείρησης χωρίς να λάβει υπόψη την πραγματικότητα της αγοράς, τέταρτον, παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 2017/1001, καθόσον το τμήμα προσφυγών δεν ερμήνευσε κατά τρόπο ορθό τη σημασία της γραφιστικής απεικόνισης του λεκτικού σήματος, πέμπτον, κατάχρηση εξουσίας και παράβαση ουσιώδους τύπου, καθόσον το τμήμα προσφυγών έθεσε παράνομες προϋποθέσεις απαιτώντας την υποβολή νέων αποδεικτικών στοιχείων, και, έκτον, παράβαση του άρθρου 36 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 14 του κανονισμού 2017/1001, καθόσον το τμήμα προσφυγών δεν ερμήνευσε κατά τρόπο ορθό το αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο απονέμει η καταχώριση του σήματος.

 Επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου, που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001

26      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού στο μέτρο που, σε αντίθεση με τις κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό ήταν ο μέσος καταναλωτής των περιοδικών πνευματικών παιχνιδιών και όχι ο μέσος καταναλωτής των περιοδικών γενικώς, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται απαραιτήτως για τα περιοδικά πνευματικών παιχνιδιών. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι ο σχετικώς καλά πληροφορημένος και ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος μέσος καταναλωτής, ο οποίος είναι αναγνώστης περιοδικών γενικώς, δεν γνωρίζει απαραιτήτως τα περιοδικά που περιέχουν σταυρόλεξα.

27      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων βασίστηκε το τμήμα προσφυγών στο πλαίσιο της ερμηνείας της λέξεως «panoramiczna» (πανοραμικός), όπως ο δικτυακός τόπος της εγκυκλοπαίδειας Wikipedia και ένας δικτυακός τόπος σταυρολέξων, δεν συνιστούν αξιόπιστες πηγές και ότι η αποδεικτική δύναμη την οποία τούς προσέδωσε το τμήμα προσφυγών δεν συνάδει με τις κατευθυντήριες γραμμές εξετάσεως του EUIPO που αφορούν την εξέταση των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

28      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε τη σημασία των αιτούμενων σημάτων κατά τρόπο «εσφαλμένο, επιλεκτικό και μεροληπτικό». Ειδικότερα, κατά την προσφεύγουσα, προκειμένου να συναγάγει περιγραφικό χαρακτήρα των εν λόγω σημάτων, το τμήμα προσφυγών δεν όρισε τη λέξη «panoramiczny» (πανοραμικά) αλλά τον όρο «krzyżówka panoramiczna» (πανοραμικό σταυρόλεξο). Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ίδια εσκεμμένως παρέλειψε την πολωνική λέξη «krzyżówki» (σταυρόλεξα) ώστε να προσδώσει στα επίμαχα σημεία ευφάνταστο χαρακτήρα, ικανό να λάβει περισσότερες σημασίες. Η προσφεύγουσα διαβεβαιώνει ότι, εκτιμώντας ότι η λέξη «panoramiczny» (πανοραμικά) παρέπεμπε ευθέως στα σταυρόλεξα και όχι στα περιοδικά, το τμήμα προσφυγών προέβη σε επιλεκτική και στερούμενη αντικειμενικότητας εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που το οδήγησε σε εσφαλμένη ανάλυση και σε μια κρίση την οποία είχε σχηματίσει εκ των προτέρων, αγνοώντας κατά τον τρόπο αυτό τις γλωσσικές γνωμοδοτήσεις και τις γνωμοδοτήσεις για τον τομέα των παιχνιδιών τις οποίες είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα επίμαχα σημεία δεν περιέχουν προφανείς πληροφορίες για το περιεχόμενο των περιοδικών. Συναφώς, υποστηρίζει ότι ο όρος «panorama» είναι πολυσήμαντος και ότι δεν αφορά το σταυρόλεξο (krzyżówka), κατά συνέπεια δε τα επίμαχα σημεία περιέχουν επινοημένο όρο και παροτρύνουν σε σκέψη χωρίς να δηλώνουν κατά τρόπο άμεσο, συγκεκριμένο και προφανή το περιεχόμενο των περιοδικών. Εξάλλου, η προσφεύγουσα παρέχει τη διευκρίνιση ότι υφίστανται πολυάριθμα περιοδικά η ονομασία των οποίων συνδέεται με το περιεχόμενό τους χωρίς όμως ο εν λόγω σύνδεσμος να είναι πρόδηλος ή άμεσος, μεταξύ των οποίων και τα περιοδικά που περιέχουν τη λέξη «panorama».

29      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

30      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Απαγορεύοντας την καταχώριση ως σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τέτοιων σημείων ή ενδείξεων, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος ο οποίος επιτάσσει να μπορούν να χρησιμοποιούνται ελεύθερα από όλους τα σημεία ή οι ενδείξεις που περιγράφουν τα χαρακτηριστικά προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει να επιφυλάσσονται υπέρ μίας μόνον επιχειρήσεως τέτοια σημεία ή ενδείξεις λόγω της καταχωρίσεώς τους ως σημάτων [βλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2010, O2 (Germany) κατά ΓΕΕΑ (Homezone), T‑344/07, EU:T:2010:35, σκέψεις 18 και 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

31      Εξάλλου, από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001 προκύπτει ότι αρκεί οι λόγοι απαραδέκτου να υφίστανται μόνο σε τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, η καταχώριση ενός σημείου πρέπει να απορρίπτεται όταν αυτό έχει περιγραφικό χαρακτήρα στη γλώσσα ενός κράτους μέλους, έστω και αν είναι δυνατή η καταχώρισή του σε άλλο κράτος μέλος (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, DKV κατά ΓΕΕΑ, C‑104/00 P, EU:C:2002:506, σκέψη 40).

32      Για να εμπίπτει ένα σημείο στο πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 απαγόρευσης, πρέπει να παρουσιάζει αρκούντως άμεση και συγκεκριμένη σχέση με τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες, η οποία να παρέχει στο οικείο κοινό τη δυνατότητα να αντιληφθεί αμέσως και χωρίς περαιτέρω σκέψη μια περιγραφή των προϊόντων και των υπηρεσιών αυτών ή ενός από τα χαρακτηριστικά τους [βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2007, MacLean-Fogg κατά ΓΕΕΑ (LOKTHREAD), T‑339/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:172, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 27ης Απριλίου 2016, Niagara Bottling κατά EUIPO (NIAGARA), T‑89/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:244, σκέψη 14 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

33      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εκ μέρους του νομοθέτη επιλογή της λέξεως «χαρακτηριστικό» τονίζει το γεγονός ότι τα σημεία τα οποία αφορά η εν λόγω διάταξη είναι μόνον αυτά τα οποία χρησιμεύουν για να δηλώσουν μια ευκόλως αναγνωρίσιμη από τους ενδιαφερόμενους κύκλους ιδιότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση. Συνεπώς, η καταχώριση ενός σημείου μπορεί να απορριφθεί επί τη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 μόνον αν μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι αυτό θα αναγνωριστεί πράγματι από τους ενδιαφερόμενους κύκλους ως περιγραφή ενός εκ των εν λόγω χαρακτηριστικών [βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Leifheit κατά ΓΕΕΑ (EcoPerfect), T‑328/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:197, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34      Εξάλλου, σημεία ή ενδείξεις τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, για να δηλώσουν χαρακτηριστικά του προϊόντος ή της υπηρεσίας για τα οποία ζητείται η καταχώριση θεωρούνται, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, ανίκανα να επιτελέσουν την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, δηλαδή τον προσδιορισμό της εμπορικής προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας, ώστε να επιτραπεί κατά τον τρόπο αυτό στον καταναλωτή ο οποίος αποκτά το προϊόν ή είναι αποδέκτης της υπηρεσίας που προσδιορίζονται από το σήμα να προβεί στο μέλλον στην ίδια επιλογή, αν η εμπειρία αποδειχθεί θετική, ή σε άλλη επιλογή, αν η εμπειρία αποδειχθεί αρνητική [βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Olympus Medical Systems κατά ΓΕΕΑ (3D), T‑79/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:999, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

35      Για να αρνηθεί το EUIPO την καταχώριση επί τη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, δεν απαιτείται τα σημεία και οι ενδείξεις που συνθέτουν το κατά το άρθρο αυτό σήμα να χρησιμοποιούνται όντως, κατά το χρονικό σημείο της αιτήσεως καταχωρίσεως, για την περιγραφή προϊόντων ή υπηρεσιών όπως εκείνα για τα οποία υποβάλλεται η αίτηση ή χαρακτηριστικών των ως άνω προϊόντων ή υπηρεσιών. Αρκεί, όπως προκύπτει από αυτό καθαυτό το γράμμα της διατάξεως αυτής, να μπορούν τα ως άνω σημεία και ενδείξεις να χρησιμοποιηθούν για τέτοιους σκοπούς [βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2016, Vince κατά EUIPO (ELECTRIC HIGHWAY), T‑315/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:667, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

36      Ένα λεκτικό σημείο δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, σε μία τουλάχιστον από τις δυνητικές σημασίες του, είναι δηλωτικό ενός χαρακτηριστικού των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2015, Mechadyne International κατά ΓΕΕΑ (FlexValve), T‑588/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:676, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

37      Τέλος, η εκτίμηση του περιγραφικού χαρακτήρα ενός σημείου μπορεί να χωρήσει μόνον, αφενός, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο το αντιλαμβάνεται το οικείο κοινό και, αφετέρου, σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τα οποία προσδιορίζει [απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Eurocool Logistik κατά ΓΕΕΑ (EUROCOOL), T‑34/00, EU:T:2002:41, σκέψη 38].

38      Υπό το πρίσμα των προμνησθεισών αρχών πρέπει να εξεταστούν ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος.

39      Πρώτον, όσον αφορά την οριοθέτηση του ενδιαφερόμενου κοινού, επισημαίνεται ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 22 των προσβαλλομένων αποφάσεων και χωρίς άλλωστε να προβληθούν αντιρρήσεις εκ μέρους της προσφεύγουσας, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό συνίστατο στο πολωνόφωνο κοινό διότι τα επίμαχα σημεία συνίσταντο σε μια πολωνική λέξη, δηλαδή «panoramicznych» (πανοραμικών). Εξάλλου, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καθόσον εκτίμησε, στο σημείο 21 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι οι «περιοδικές εκδόσεις» προορίζονταν για μέσους καταναλωτές και ότι το επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού ήταν αυτό ενός μέσου καταναλωτή ο οποίος είναι σχετικώς καλά πληροφορημένος, προσεκτικός και ενημερωμένος.

40      Ειδικότερα, τα όσα προβάλλει η προσφεύγουσα περί αντίφασης μεταξύ του σκεπτικού των προσβαλλομένων αποφάσεων και της αποφάσεως της 29ης Απριλίου 2004, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (C‑473/01 P και C‑474/01 P, EU:C:2004:260, σκέψη 33), δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Συναφώς, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε μεν ότι ο μέσος καταναλωτής διέθετε σχετικώς καλή πληροφόρηση και όχι τη συνήθη πληροφόρηση, αλλά πάντως δεν συνήγαγε ότι το επίπεδο προσοχής του καταναλωτή έπρεπε να τύχει διαφορετικής ερμηνείας.

41      Εξάλλου, έστω και αν υποτεθεί ότι η διατύπωση την οποία προέκρινε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 21, δεύτερη περίοδος, των προσβαλλομένων αποφάσεων πρέπει να τύχει διαφορετικής ερμηνείας, υπενθυμίζεται ότι το επίπεδο προσοχής του μέσου καταναλωτή ο οποίος διαθέτει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος μπορεί να ποικίλλει αναλόγως της επίμαχης κατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, Fédération internationale des logis κατά ΓΕΕΑ (Απόχρωση καστανού χρώματος), T‑329/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:510, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

42      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν ένα σήμα στερείται ή όχι διακριτικού χαρακτήρα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνολική εντύπωση που αυτό προκαλεί (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Smart Technologies κατά ΓΕΕΑ, C‑311/11 P, EU:C:2012:460, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι καθένα από τα σημεία αποτελείται από έναν αριθμό, ήτοι 200, 300, 400, 500 ή 1000, ακολουθούμενο από το λεκτικό στοιχείο «panoramicznych» (πανοραμικών).

44      Όσον αφορά τον αριθμό που περιλαμβάνεται σε καθένα από τα σημεία, έχει κριθεί ότι στην περίπτωση που η αίτηση καταχωρίσεως αφορά, ειδικότερα, μια κατηγορία προϊόντων των οποίων το περιεχόμενο δηλώνεται εύκολα και τυπικά με την ποσότητα των μονάδων τους, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι ένα σημείο που αποτελείται από αριθμούς θα αναγνωριστεί πράγματι από τους ενδιαφερομένους κύκλους ως περιγραφή της εν λόγω ποσότητας και συνεπώς ενός χαρακτηριστικού των προϊόντων αυτών (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψη 56). Εν προκειμένω όμως προδήλως συντρέχει τέτοια περίπτωση, η δε προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί άλλωστε τη σημασία αυτή.

45      Όσον αφορά τη σημασία του λεκτικού στοιχείου «panoramicznych», το τμήμα προσφυγών επισήμανε, στα σημεία 24 και 26 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι η λέξη «panoramicznych» (πανοραμικών) ήταν η γενική πληθυντικού της λέξεως «panoramiczna» (πανοραμικός), που με τη σειρά της είναι παράγωγη της λέξεως «panorama» (πανόραμα), και ότι η λέξη «πανοραμικός» δήλωνε, μεταξύ άλλων, έναν τύπο σταυρολέξου, οπότε, όσον αφορά τα οικεία προϊόντα, τα αιτούμενα σήματα μετέφεραν προφανή πληροφορία για το περιεχόμενο ενός περιοδικού (200, 300, 400, 500 ή 1000 πανοραμικά σταυρόλεξα).

46      Κανένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορεί να κλονίσει την εκτίμηση αυτή.

47      Στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το EUIPO, καθόσον βασίστηκε σε αποδεικτικά στοιχεία έχοντα τη μορφή ηλεκτρονικών πηγών προκειμένου να καθορίσει τη σημασία του λεκτικού στοιχείου «panoramicznych» (πανοραμικών), δεν τήρησε τις κατευθυντήριες γραμμές του για τις πρακτικές εξετάσεως, υπενθυμίζεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως, μολονότι δεν έχουν δεσμευτική ισχύ, συνιστούν όχι μόνο πηγή αναφοράς σχετικά με την πρακτική του EUIPO στον τομέα των σημάτων αλλά και κωδικοποίηση ενός τρόπου συμπεριφοράς τον οποίο το EUIPO αυτοδεσμεύεται να υιοθετήσει, οπότε, υπό την επιφύλαξη της συμμορφώσεώς τους προς τους υπέρτερης ισχύος κανόνες, προκύπτει εξ αυτών αυτοπεριορισμός του EUIPO, καθόσον εναπόκειται στο ίδιο να συμμορφωθεί προς τους κανόνες με τους οποίους αυτοδεσμεύτηκε [βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación Nacional de Cafeteros de Colombia κατά ΓΕΕΑ – Hautrive (COLOMBIANO HOUSE), T‑387/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:647, σκέψεις 45 και 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

48      Πάντως, καταρχάς, από το κείμενο που μνημονεύει η προσφεύγουσα προκύπτει σαφώς ότι η εκδοχή των κατευθυντηρίων γραμμών του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2014 δεν περιόριζε τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί μια διαδικτυακή αναζήτηση για να αποδειχθεί περιγραφική σημασία αποκλειστικώς στις περιπτώσεις νέων όρων και όρων της αργκό. Ειδικότερα, τονίζοντας, στο μέρος B, τμήμα 4, κεφάλαιο 4, ότι «[μ]ια διαδικτυακή αναζήτηση συνιστά επίσης έγκυρο μέσο αποδείξεως μιας περιγραφικής σημασίας, ιδίως όταν πρόκειται για νέους όρους ή για όρους της αργκό», οι κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως δεν απέκλειαν τη διαδικτυακή αναζήτηση σε άλλες περιπτώσεις.

49      Έπειτα, εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, στην εκδοχή η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 2017, το ως άνω κείμενο τροποποιήθηκε ως εξής: «[μ]ια διαδικτυακή αναζήτηση συνιστά επίσης έγκυρο μέσο αποδείξεως μιας περιγραφικής σημασίας, ιδίως όταν πρόκειται για νέους όρους, για τεχνικούς όρους ή για όρους της αργκό». Μολονότι δε είναι αληθές ότι η λέξη «πανοραμικός» δεν είναι νέα, οι λοιπές πηγές στις οποίες παρέπεμψε το τμήμα προσφυγών με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις αποδεικνύουν ότι, στον τομέα που αφορά τους γρίφους, η λέξη αυτή όντως αποτελεί τεχνικό όρο. Επομένως, ουδεμία αντίφαση υφίσταται με τις κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως.

50      Τέλος, επισημαίνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να εκτιμήσει τη σημασία του λεκτικού στοιχείου «panoramicznych» (πανοραμικών), το τμήμα προσφυγών δεν στηρίχθηκε αποκλειστικώς στις δύο πηγές πληροφοριών τις οποίες αναφέρει η προσφεύγουσα, δηλαδή στον δικτυακό τόπο της εγκυκλοπαίδειας Wikipedia και στον δικτυακό τόπο «krzyzowki.net». Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών δέχτηκε τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στο σκεπτικό των από 29 Σεπτεμβρίου 2016 αποφάσεων του εξεταστή και παρέπεμψε ρητώς σε αυτά στο σημείο 24 των προσβαλλομένων αποφάσεων, αναφερόμενο επίσης σε διάφορες δημοσιεύσεις στον τομέα των γρίφων, όπως είναι το Dictionnaire des termes de charades et similaires (1994), το δημοσιευθέν στο Διαδίκτυο Dictionnaire des exercices de charades, το Vademecum du professionnel des charades (1988) και μια δημοσίευση με τίτλο Conseil d’un professionnel des charades. Comment résoudre et concevoir des exercices intellectuels (1968).

51      Αφετέρου, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε τις γλωσσικές γνωμοδοτήσεις και τις γνωμοδοτήσεις του τομέα των γρίφων, ενώ οι γνωμοδοτήσεις αυτές ελήφθησαν ρητώς υπόψη, στα σημεία 28 και 29 των προσβαλλομένων αποφάσεων, στο πλαίσιο της εξετάσεως της σημασίας του λεκτικού στοιχείου «panoramicznych» (πανοραμικών). Κατά την ανάλυση των προσκομισθεισών από την προσφεύγουσα γνωμοδοτήσεων του τομέα των γρίφων, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι από τις εν λόγω γνωμοδοτήσεις προέκυπτε ότι, στο πλαίσιο του όρου «πανοραμικά σταυρόλεξα», η λέξη «πανοραμικός» δήλωνε έναν τύπο σταυρολέξου. Όπως επισήμανε το EUIPO, η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από την προσφεύγουσα όταν δηλώνει ότι εκουσίως παρέλειψε τον όρο «σταυρόλεξα» προκειμένου να προσδώσει ευφάνταστο χαρακτήρα στα επίμαχα σημεία. Επομένως, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο εν λόγω όρος ουδόλως δηλώνει έναν τύπο σταυρολέξου και ότι το τμήμα προσφυγών αναφέρθηκε, στην πραγματικότητα, στη σημασία του όρου «krzyżówka panoramiczna».

52      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, κατά την παρατιθέμενη στη σκέψη 36 ανωτέρω νομολογία, το λεκτικό σημείο δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, σε μία τουλάχιστον από τις δυνητικές σημασίες του, είναι δηλωτικό ενός χαρακτηριστικού των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η λέξη «πανοραμικών» μπορεί να έχει και άλλες σημασίες δεν ασκεί, εν προκειμένω, επιρροή στην εκτίμηση του τμήματος προσφυγών.

53      Στο πλαίσιο αυτό, δεν ασκεί επιρροή ούτε το σφάλμα στο οποίο πιθανώς υπέπεσε το τμήμα προσφυγών όταν παρέθεσε, στο σημείο 29 των προσβαλλομένων αποφάσεων, τον ορισμό της λέξεως «panorama», όπως αυτός αναγράφεται στο από 11 Φεβρουαρίου 2002 έγγραφο του Rada Języka Polskiego Polskiej Akademii Nauk (Συμβουλίου Πολωνικής Γλώσσας της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών), με τον οποίο, σύμφωνα με το τμήμα προσφυγών, η λέξη «panorama» ορίζεται ως εξής: «1. Ευρεία θέα που αντικρίζεται συνήθως από ψηλά· επίσης: το σχέδιο ή η φωτογραφία που απεικονίζει τη θέα αυτή· 2. Εκτενής παρουσίαση ενός φαινομένου σε λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό έργο· 3. Μεγάλων διαστάσεων νωπογραφία, απεικονίζουσα συνήθως σκηνές μάχης, η οποία απλώνεται στους εσωτερικούς τοίχους ενός στρογγυλού κτιρίου· επίσης: το κτίριο που φιλοξενεί τη νωπογραφία αυτή», ενώ, κατά την προσφεύγουσα, ο ορισμός αυτός έχει ως εξής: «2. Εκτενής παρουσίαση ενός φαινομένου σε βιβλίο, ταινία, άρθρο, κ.λπ. […]». Είναι πρόδηλον ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο ορισμός αυτός αφορά τις άλλες σημασίες, όπως αναφέρεται στη σκέψη 52 ανωτέρω.

54      Εξάλλου, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών σχετικά με τη σημασία της λέξεως «panoramicznych» δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από μεμονωμένο αποδεικτικό στοιχείο, δηλαδή από τη γνωμοδότηση του προέδρου της Πολωνικής Ένωσης Παικτών κατά την οποία «οι τρέχοντες στον Τύπο όροι όπως: panorama, panoramiczne, panoramix προήλθαν από τη δημιουργική φαντασία των εκδοτών όσον αφορά τα ονόματα/τους τίτλους περιοδικών εντύπων και όχι από την ορολογία του παιχνιδιού». Επιπλέον, η γνωμοδότηση αυτή αντικρούεται από την ίδια την προσφεύγουσα, στο μέτρο που αυτή υποστηρίζει ότι, στον δικτυακό τόπο «https://szarada.net», η λέξη «panorama», παράγωγο της οποίας αποτελεί η λέξη «panoramicznych», χρησιμοποιείται για να κατονομαστεί ένας τύπος σταυρολέξου.

55      Συνεπώς ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στα σημεία 24 και 26 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι ο όρος «panoramicznych» αντιστοιχούσε, μεταξύ άλλων, σε έναν τύπο σταυρολέξου και ότι ο συσχετισμός του με αριθμό δήλωνε ορισμένο αριθμό πανοραμικών σταυρολέξων.

56      Διαπιστώνεται επομένως ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, στο πλαίσιο της συνολικής εντυπώσεως που δημιουργούν τα επίμαχα σημεία, το ενδιαφερόμενο κοινό, ιδίως δε οι αναγνώστες περιοδικών σταυρολέξων, εκλαμβάνει, αμέσως και χωρίς περαιτέρω σκέψη, τον συσχετισμό μεταξύ του στοιχείου «200», «300», «400», «500» ή «1000» και του λεκτικού στοιχείου «panoramicznych» ως αναφερόμενο, σε μια από τις δυνητικές σημασίες του, σε ορισμένο αριθμό πανοραμικών σταυρολέξων.

57      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι το σήμα δεν μπορεί να καταχωριστεί για μια ομάδα προϊόντων, εν προκειμένω για τις «περιοδικές εκδόσεις», αν είναι περιγραφικό σε σχέση με τμήμα των προϊόντων αυτών που αποτελεί μη διαχωρισμένη υποομάδα τους, δηλαδή σε σχέση με περιοδικά που περιέχουν ορισμένο αριθμό σταυρολέξων [πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2001, DKV κατά ΓΕΕΑ (EuroHealth), T‑359/99, EU:T:2001:151, σκέψη 33].

58      Πράγματι, το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται επίσης στην περίπτωση στην οποία, όπως εν προκειμένω, τα αιτούμενα σήματα μπορούν να θεωρούνται περιγραφικά μόνο για τους καταναλωτές μιας μη διαχωρισμένης υποομάδας.

59      Βάσει των ανωτέρω, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τρίτου και του πέμπτου λόγου, που αντλούνται, κατ’ ουσίαν, από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001

60      Στο πλαίσιο του τρίτου και του πέμπτου λόγου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα αιτούμενα σήματα απέκτησαν «δευτερογενή διακριτικό χαρακτήρα λόγω εντατικής και παρατεταμένης χρήσης».

61      Πρώτον, τούτο επιβεβαιώνεται από το έγγραφο «Ανάλυση και γνωμοδότηση [του καθηγητή F.] σχετικά με τον διακριτικό χαρακτήρα των αριθμών» καθώς και από μελέτη η οποία πραγματοποιήθηκε σε φοιτητές.

62      Δεύτερον, τα αιτούμενα σήματα χαίρουν φήμης διότι χρησιμοποιούνται από 20 και πλέον ετών, όπως πιστοποιεί η ημερομηνία καταχωρίσεως των τίτλων περιοδικών εντύπων. Κατά συνέπεια, το οικείο κοινό είναι συνηθισμένο να συνδέει τα διαφημιστικά αυτά συνθήματα με τα σταυρόλεξα τα οποία εκδίδει η προσφεύγουσα, πράγμα που διευκολύνει επίσης την ταυτοποίηση από το κοινό αυτό της εμπορικής προελεύσεως των προσδιοριζόμενων προϊόντων.

63      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που τα αιτούμενα σήματα είναι τίτλοι περιοδικών εντύπων που προστατεύονται έναντι της καταχωρίσεως άλλων περιοδικών που φέρουν τον ίδιο τίτλο, τούτο ισοδυναμεί με χρήση των σημείων αυτών από έναν μόνο επαγγελματία, εν προκειμένω την ίδια. Από τη δε απόφαση της 18ης Ιουνίου 2002, Philips (C‑299/99, EU:C:2002:377), προκύπτει ότι η χρήση ενός σημείου από έναν μόνο επαγγελματία αρκεί για να προσδώσει στο σημείο αυτό δευτερογενή διακριτικό χαρακτήρα.

64      Τρίτον, ο δευτερογενής διακριτικός χαρακτήρας των αιτούμενων σημάτων αποδεικνύεται επίσης από στοιχεία σχετικά με τη συνεργασία της προσφεύγουσας με την πολωνική τηλεοπτική εκπομπή Śmiechu Warte, δηλαδή έκφραση ευχαριστιών για τη συνεργασία αυτή, αριθμητικά στοιχεία που αποδεικνύουν τη δημοφιλία της εκπομπής αυτής στους Πολωνούς τηλεθεατές καθώς και τιμολόγια και μια σύμβαση σχετικά με τη χρηματοδότηση των βραβείων σε είδος που διανέμονταν στο πλαίσιο της εκπομπής αυτής και σχετικά με την προώθηση, στο πλαίσιο αυτό, των επίμαχων σημείων.

65      Τέταρτον, ο δευτερογενής διακριτικός χαρακτήρας των αιτούμενων σημάτων αποδεικνύεται επίσης από τιμολόγια διαφήμισης στον Τύπο, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και σε διαφημιστικές πινακίδες.

66      Εξάλλου, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτεροι όροι πωλήσεως των περιοδικών, περιλαμβανομένων των περιοδικών σταυρολέξων, δηλαδή το γεγονός ότι, κατά γενικό κανόνα, ο καταναλωτής δεν επικοινωνεί με τον πωλητή παρά μόνο μέσω μιας θυρίδας και κατά συνέπεια χρησιμοποιεί το λεκτικό σημείο, για τα προϊόντα που έχει επιλέξει, μόνον υπό φωνητική μορφή. Επομένως, όταν ο καταναλωτής επιλέγει μεταξύ των προϊόντων της προσφεύγουσας και των προϊόντων άλλων εκδοτών, χρησιμοποιεί κυρίως τα επίμαχα λεκτικά σημεία.

67      Εξάλλου, κακώς το τμήμα προσφυγών παρατήρησε, στο σημείο 56 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι η προσφεύγουσα είχε παγίως προβεί σε προώθηση των αιτούμενων σημάτων υπό ιδιαίτερη γραφιστική μορφή. Αφενός, τα στοιχεία τα οποία επικαλείται το ίδιο το τμήμα προσφυγών αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα χρησιμοποιεί τα επίμαχα λεκτικά σημεία επίσης στον δικτυακό τόπο της. Αφετέρου, από την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, Nestlé (C‑353/03, EU:C:2005:432), προκύπτει ότι η απεικόνιση των επίμαχων σημείων υπό ορισμένη γραφιστική μορφή δεν αποκλείει ούτε τη χρήση τους ούτε την εκ μέρους τους απόκτηση δευτερογενούς διακριτικού χαρακτήρα.

68      Επίσης κακώς έκρινε το τμήμα προσφυγών ότι μόνο το σημείο TECHNOPOL και το σήμα που περιέχει το λεκτικό στοιχείο «technopol» αποτελούσαν, εν προκειμένω, ένδειξη εμπορικής προελεύσεως. Ο λογότυπος Technopol συνιστά απλώς ένδειξη της ποιότητας των επίμαχων προϊόντων, τα οποία διαφοροποιούνται από εκείνα των λοιπών ανταγωνιστών όχι μόνο λόγω των ευφάνταστων ονομασιών τους αλλά και λόγω της φήμης τους.

69      Επιπλέον, επιβάλλοντας στην προσφεύγουσα διάφορες απαιτήσεις, μεταξύ άλλων και όσον αφορά την απόδειξη, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε εκτεταμένη κατάχρηση εξουσίας και υιοθέτησε παράνομη συμπεριφορά. Συναφώς, προκειμένου να εμμείνει στη θέση του περί μη χρήσεως των επίμαχων σημείων ως σημάτων, το τμήμα προσφυγών συσχετίζει τον εγγενή με τον δευτερογενή διακριτικό χαρακτήρα, πράγμα που παρανόμως οδηγεί σε συνέπειες δυσμενείς για την προσφεύγουσα.

70      Τέλος, επικουρικώς, η προσφεύγουσα επικαλείται την πολωνική νομολογία και ιδίως τη νομολογία του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) που έκρινε, στην απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008 (n° III CSK 264/07), ότι τα σημεία τα οποία έφεραν τα περιοδικά είχαν αποκτήσει δευτερογενή διακριτικό χαρακτήρα.

71      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

72      Βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001, οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του εν λόγω κανονισμού δεν εμποδίζουν την καταχώριση σήματος εάν αυτό έχει αποκτήσει, για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία έχει ζητηθεί η καταχώριση, διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης που του έχει γίνει.

73      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος πρέπει να έχει αποκτηθεί με χρήση προγενέστερη της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως. Κατά συνέπεια, δεν έχει σημασία το ότι ένα σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα με χρήση μεταγενέστερη της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος και προγενέστερη του χρονικού σημείου κατά το οποίο το EUIPO, δηλαδή ο εξεταστής ή, ενδεχομένως, το τμήμα προσφυγών, αποφαίνεται επί του ζητήματος εάν η καταχώριση του σήματος αυτού εμποδίζεται από απόλυτους λόγους απαραδέκτου. Συνεπώς το EUIPO δεν μπορεί να λάβει υπόψη κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικό με χρήση μεταγενέστερη της ημερομηνίας καταθέσεως [βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2012, Getty Images κατά ΓΕΕΑ (PHOTOS.COM), T‑338/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:614, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Imagination Technologies κατά ΓΕΕΑ, C‑542/07 P, EU:C:2009:362, σκέψη 49]. Ειδικότερα, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δύναται να συνεκτιμήσει στοιχεία μεταγενέστερα της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως, η συνεκτίμηση αυτή προϋποθέτει ότι τα στοιχεία αυτά παρέχουν τη δυνατότητα να αντληθούν συμπεράσματα ως προς την κατάσταση η οποία ίσχυε κατά την ως άνω ημερομηνία [βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Murka κατά EUIPO (SCATTER SLOTS), T‑704/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:728, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

74      Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι για να θεωρηθεί ότι το σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεώς του απαιτείται τουλάχιστον ένα σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού να αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες ως προερχόμενα από συγκεκριμένη επιχείρηση [αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Eurocermex κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα μιας φιάλης μπύρας), T‑399/02, EU:T:2004:120, σκέψη 42· της 15ης Δεκεμβρίου 2005, BIC κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα αναπτήρα με πυρόλιθο), T‑262/04, EU:T:2005:463, σκέψη 61, και της 17ης Μαΐου 2011, Διαγνωστικό και Θεραπευτικό Κέντρο Αθηνών «Υγεία» κατά ΓΕΕΑ (υγεία), T‑7/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:221, σκέψη 42]. Ωστόσο, δεν αρκούν απλώς και μόνο γενικά και αφηρημένα στοιχεία για να διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή (αποφάσεις της 4ης Μαΐου 1999, Windsurfing Chiemsee, C‑108/97 και C‑109/97, EU:C:1999:230, σκέψη 52, και της 17ης Μαΐου 2011, υγεία, T‑7/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:221, σκέψη 45).

75      Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, προκειμένου να εξακριβώσει αν ένα σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης που του έχει γίνει, η αρμόδια αρχή οφείλει να εκτιμήσει σφαιρικώς τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι το σήμα κατέστη ικανό να προσδιορίζει το οικείο προϊόν ως προερχόμενο από συγκεκριμένη επιχείρηση και, συνεπώς, να το διακρίνει από εκείνα άλλων επιχειρήσεων (αποφάσεις της 4ης Μαΐου 1999, Windsurfing Chiemsee, C‑108/97 και C‑109/97, EU:C:1999:230, σκέψη 49· της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Σχήμα αναπτήρα με πυρόλιθο, T‑262/04, EU:T:2005:463, σκέψη 63, και της 17ης Μαΐου 2011, υγεία, T‑7/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:221, σκέψη 43).

76      Συναφώς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το μερίδιο της αγοράς που αναλογεί στο σήμα, η ένταση, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρήσης του σήματος αυτού, το μέγεθος των επενδύσεων στις οποίες έχει προβεί η επιχείρηση για την προώθησή του, το ποσοστό των ενδιαφερομένων κύκλων που αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, το προϊόν ως προερχόμενο από συγκεκριμένη επιχείρηση, οι δηλώσεις εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων ή άλλων επαγγελματικών ενώσεων καθώς και οι δημοσκοπήσεις (βλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Σχήμα αναπτήρα με πυρόλιθο, T‑262/04, EU:T:2005:463, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 17ης Μαΐου 2011, υγεία, T‑7/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:221, σκέψη 44).

77      Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών πρέπει να εξεταστεί αν το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι τα επίμαχα σημεία δεν είχαν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001, πριν από την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως, ήτοι την 1η Απριλίου 2016, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 73 ανωτέρω νομολογία.

78      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε δύο κατηγορίες αποδεικτικών στοιχείων, δηλαδή:

–        δημοσκοπήσεις και άλλα έγγραφα σχετικά με τα αριθμητικά στοιχεία πωλήσεων και τη δημοφιλία των μηνιαίων περιοδικών της 100 PANORAMICZNYCH, 200 PANORAMICZNYCH, 300 PANORAMICZNYCH, 400 PANORAMICZNYCH, 500 PANORAMICZNYCH και 1000 PANORAMICZNYCH καθώς και σχετικά με τη θέση της προσφεύγουσας στην πολωνική αγορά γρίφων·

–        τιμολόγια και άλλα έγγραφα σχετικά με τη διαφήμιση και την προώθηση των εν λόγω μηνιαίων περιοδικών, μεταξύ των οποίων και στο πλαίσιο της συνεργασίας της προσφεύγουσας με την πολωνική τηλεοπτική εκπομπή Śmiechu Warte.

79      Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι τα παραρτήματα A. 22 και A. 23 των δικογράφων των προσφυγών πρέπει εν προκειμένω να μη ληφθούν υπόψη ως απαράδεκτα για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 18 έως 24 ανωτέρω.

80      Όσον αφορά όμως την πρώτη κατηγορία αποδεικτικών στοιχείων (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω, πρώτη περίπτωση), των οποίων η εξέταση από το τμήμα προσφυγών δεν αμφισβητείται εξάλλου από την προσφεύγουσα, διαπιστώνεται ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στα σημεία 48 έως 54 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι, μολονότι τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν σαφώς ότι, από πολλών ετών, η προσφεύγουσα ήταν μία από τις σημαντικότερες εταιρίες της αγοράς και τα μηνιαία περιοδικά της ήταν δημοφιλέστατα στους καταναλωτές, τα εν λόγω στοιχεία δεν αποδεικνύουν πάντως ότι τα επίμαχα σημεία εκλαμβάνονταν ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως και όχι ως πληροφορία περιγραφική του περιεχομένου των εν λόγω μηνιαίων περιοδικών.

81      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τα αριθμητικά στοιχεία των πωλήσεων μπορούν να θεωρούνται μόνον ως έμμεσες αποδείξεις δυνάμενες να επιβεβαιώσουν, ενδεχομένως, τις άμεσες αποδείξεις περί του διακριτικού χαρακτήρα που αποκτήθηκε διά της χρήσεως, που παρέχονται με δηλώσεις επαγγελματικών ενώσεων ή με έρευνες αγοράς [βλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2017, Hanso Holding κατά EUIPO (REAL), T‑798/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:854, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

82      Ειδικότερα, αυτά καθεαυτά τα αριθμητικά στοιχεία των πωλήσεων δεν αποδεικνύουν ότι το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα επίμαχα προϊόντα εκλαμβάνει το επίδικο σήμα ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως. Συνεπώς, η απόδειξη του διακριτικού χαρακτήρα που αποκτήθηκε διά της χρήσεως δεν μπορεί καταρχήν να παρασχεθεί αποκλειστικώς διά της προσκομίσεως αριθμητικών στοιχείων για τις πωλήσεις (πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2017, REAL, T‑798/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:854, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω καθόσον η δεύτερη κατηγορία αποδεικτικών στοιχείων (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω, δεύτερη περίπτωση) δεν περιλαμβάνει άμεσες αποδείξεις περί του διακριτικού χαρακτήρα που αποκτήθηκε διά της χρήσεως.

84      Ειδικότερα, όσον αφορά, πρώτον, τα τιμολόγια και άλλα έγγραφα σχετικά με τη συνεργασία της προσφεύγουσας με την πολωνική εκπομπή Śmiechu Warte, που μεταδιδόταν μεταξύ 1994 και 2009 από το πρώτο κανάλι της πολωνικής τηλεόρασης (TVP1), επισημαίνεται, πρώτον, ότι τα έγγραφα που περιέχουν έκφραση ευχαριστιών για τη συνεργασία αυτή και τα αριθμητικά στοιχεία που αποδεικνύουν τη δημοφιλία της εν λόγω εκπομπής στους Πολωνούς τηλεθεατές εμπίπτουν, ως εκ της φύσεώς τους, στην ίδια κατηγορία με την πρώτη ομάδα αποδεικτικών στοιχείων.

85      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι κανένα από τα σημεία των οποίων ζητείται η καταχώριση δεν εμφανίζεται στα τιμολόγια που αφορούν την αγορά από την προσφεύγουσα των βιντεοκαμερών που διανέμονταν στο πλαίσιο της εν λόγω εκπομπής ως βραβεία σε είδος.

86      Τρίτον, το ίδιο ισχύει και για τα τιμολόγια που αφορούν τη διαφήμιση η οποία γινόταν στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο της εκπομπής αυτής. Επιπλέον, μολονότι τα τιμολόγια αυτά αναφέρονται, μεταξύ άλλων, σε μια «μετάδοση διαφημιστικών πινακίδων» και σε μια «μετάδοση διαφημιστικού φιλμ “Technopol” διάρκειας 15/30 δευτερολέπτων», δεν περιέχουν κανένα στοιχείο σχετικά με το περιεχόμενο των μεταδόσεων αυτών. Μολονότι είναι αληθές ότι η σύμβαση την οποία συνήψε η προσφεύγουσα με την πολωνική τηλεόραση το 2008 παρέχει ορισμένες διευκρινίσεις για το περιεχόμενο της διαφήμισης που γινόταν στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο της τηλεοπτικής εκπομπής Śmiechu Warte, καθόσον σε αυτήν αναγράφεται μεταξύ άλλων το κείμενο που εκφωνούνταν στο πλαίσιο της εκπομπής αυτής –οι βιντεοκάμερες χρηματοδοτήθηκαν από την Technopol της Częstochowa, εκδότη των σταυρολέξων 100, 200, 300, 500 και 1000 panoramicznych–, επισημαίνεται πάντως ότι, αφενός, το κείμενο αυτό δεν αναφέρεται σε ένα από τα σημεία των οποίων ζητείται η καταχώριση, δηλαδή στο σημείο 400 PANORAMICZNYCH, και, αφετέρου, από την παράγραφο 4, σημείο 6, της συμβάσεως αυτής προκύπτει ότι αυτή συνήφθη μόνο για το διάστημα από 3ης Μαρτίου έως 31 Οκτωβρίου 2008. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, βάσει της παραγράφου 2, σημείο 2, της συμβάσεως αυτής, το διαφημιστικό φιλμ στο οποίο περιέχεται το ανωτέρω παρατεθέν κείμενο θα μεταδιδόταν 52 φορές σε διάστημα επτά μηνών κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως και υποστηρίζει, επί της βάσεως αυτής, ότι «εφαρμοζόμενος σε περίοδο δέκα ετών, ο τύπος αυτός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το φιλμ μεταδόθηκε σχεδόν χίλιες φορές», διαπιστώνεται ότι, ελλείψει συμβάσεων που να καλύπτουν άλλες περιόδους, το τελευταίο αυτό επιχείρημα της προσφεύγουσας ουδόλως τεκμηριώνεται.

87      Όσον αφορά, δεύτερον, τα τιμολόγια για τη διαφήμιση και την προώθηση στον Τύπο, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και στις διαφημιστικές πινακίδες, επισημαίνεται ότι ναι μεν τα τιμολόγια αυτά αποδεικνύουν τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η προσφεύγουσα για υπηρεσίες, μεταξύ άλλων «διαφήμισης», «καταχώρισης διαφήμισης», «διαφημιστικής εκστρατείας στις πινακίδες της AMS» και «προώθησης των σταυρολέξων της [προσφεύγουσας]», πλην όμως τα περισσότερα από τα επίμαχα τιμολόγια επίσης δεν περιέχουν μνεία των σημείων των οποίων ζητείται η καταχώριση, ακόμη δε λιγότερο του περιεχομένου της διαφήμισης ή της προωθήσεως που ζητούνται.

88      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί ότι, μολονότι η δεύτερη κατηγορία στοιχείων αποδεικνύει ότι, επί σειρά ετών, η προσφεύγουσα δαπάνησε σημαντικά ποσά για την προώθηση των προϊόντων της, τα περισσότερα από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν παρέχουν πληροφορίες για τη μορφή και το περιεχόμενο της προωθήσεως αυτής. Επιπλέον και προπαντός, η ως άνω κατηγορία στοιχείων εν πάση περιπτώσει δεν αποδεικνύει ότι, συνεπεία της προωθήσεως αυτής, τα επίμαχα σημεία γίνονται αντιληπτά από το ενδιαφερόμενο κοινό ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως και όχι ως ένδειξη περιγραφική του περιεχομένου των περιοδικών.

89      Το συμπέρασμα αυτό δεν συνάγεται ούτε από το γεγονός και μόνον ότι, κατόπιν της καταχωρίσεως στην Πολωνία των επίμαχων σημείων ως τίτλων περιοδικών εντύπων, τα σημεία αυτά επιφυλάσσονται υπέρ ενός και μόνον επαγγελματία, εν προκειμένω της προσφεύγουσας. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, μολονότι είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η συχνή χρήση ενός σημείου συνιστάμενου στο σχήμα των προϊόντων μπορούσε να αρκέσει ώστε να προσδώσει στο σημείο διακριτικό χαρακτήρα, πάντως προσέθεσε ότι τούτο μπορούσε να αρκέσει στην περίπτωση που ένας επιχειρηματίας ήταν ο μοναδικός προμηθευτής συγκεκριμένων προϊόντων στην αγορά και υπό περιστάσεις στις οποίες, λόγω της χρήσεως αυτής, σημαντικό ποσοστό των ενδιαφερομένων συνέδεε το σχήμα αυτό με τον ως άνω επιχειρηματία, αποκλειομένης κάθε άλλης επιχειρήσεως, ή πίστευε ότι τα προϊόντα με το σχήμα αυτό προέρχονταν από τον εν λόγω επιχειρηματία (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2002, Philips, C‑299/99, EU:C:2002:377, σκέψη 65). Οι περιστάσεις αυτές όμως δεν αποδείχτηκαν από τα στοιχεία τα οποία προσκόμισε εν προκειμένω η προσφεύγουσα. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν είναι ο μοναδικός προμηθευτής, στην πολωνική αγορά, περιοδικών που περιέχουν σταυρόλεξα.

90      Εξάλλου, όσον αφορά το έγγραφο «Ανάλυση και γνωμοδότηση [του καθηγητή F.] σχετικά με τον διακριτικό χαρακτήρα των αριθμών», κατά το οποίο «[σ]την αντίληψη των καταναλωτών, τόσο εκείνων που είναι αναγνώστες περιοδικών σταυρολέξων όσο και εκείνων που δεν είναι αναγνώστες τέτοιων περιοδικών, η κατονομασία ενός περιοδικού που περιέχει σταυρόλεξα με έναν αριθμό παραπέμπει μόνο [στην προσφεύγουσα]» ενώ «[ο]ι καταναλωτές έχουν πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι ένα περιοδικό σταυρολέξων που φέρει στο εξώφυλλό του τον αριθμό 100, 200, 300, 400, 500 και 1000 προέρχεται από τον ως άνω εκδοτικό οίκο», έγγραφο το οποίο στις υπό κρίση υποθέσεις πρέπει άλλωστε να μη ληφθεί υπόψη ως απαράδεκτο (βλ. σκέψεις 18 έως 24 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι, πέραν του γεγονότος ότι το έγγραφο αυτό δεν αφορά τα σημεία των οποίων ζητείται εν προκειμένω η καταχώριση, το εν λόγω έγγραφο εν πάση περιπτώσει δεν αρκεί, ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων, να αποδείξει δευτερογενή διακριτικό χαρακτήρα των εν λόγω σημείων.

91      Συνεπώς, μολονότι η προσφεύγουσα ορθώς υποστηρίζει ότι η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα μπορεί να απορρεύσει τόσο από τη χρήση ενός επιμέρους στοιχείου κάποιου καταχωρισμένου σήματος, ως τμήματος του σήματος αυτού, όσο και από τη χρήση ενός χωριστού σήματος σε συνδυασμό με καταχωρισμένο σήμα (βλ. απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Colloseum Holding, C‑12/12, EU:C:2013:253, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και ότι επομένως η παρουσίαση των επίμαχων σημείων υπό τη μορφή που απεικονίζεται στο σημείο 40 των προσβαλλομένων αποφάσεων, δηλαδή ως λεκτικών στοιχείων των εικονιστικών σημάτων 100 PANORAMICZNYCH, 300 PANORAMICZNYCH ή 500 PANORAMICZNYCH, δεν αποκλείει στην πραγματικότητα τη χρήση των σημείων των οποίων ζητείται η καταχώριση, εντούτοις το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε, δεδομένων των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα, ότι δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί ότι τα σημεία αυτά είχαν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς τους.

92      Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι, σε αμφότερες τις διαλαμβανόμενες στη σκέψη 91 ανωτέρω περιπτώσεις, το σημαντικό ήταν το ενδιαφερόμενο κοινό να αντιλαμβάνεται πράγματι, συνεπεία της χρήσεως αυτής, ότι το προϊόν ή η υπηρεσία που προσδιορίζονται αποκλειστικώς από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση προέρχονται από συγκεκριμένη επιχείρηση (βλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Société des Produits Nestlé, C‑215/14, EU:C:2015:604, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως του αν η χρήση αφορά ένα σημείο ως τμήμα καταχωρισμένου σήματος ή σε συνδυασμό με καταχωρισμένο σήμα, αναγκαία προϋπόθεση είναι το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήματος να μπορεί, συνέπεια της χρήσεως αυτής, να λειτουργήσει, στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, ως ένδειξη της προελεύσεως από συγκεκριμένη επιχείρηση των προϊόντων τα οποία αφορά (βλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Société des Produits Nestlé, C‑215/14, EU:C:2015:604, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Η προσφεύγουσα όμως ακριβώς δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η αναγκαία αυτή προϋπόθεση επληρούτο εν προκειμένω.

95      Η εκτίμηση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από την πραγματοποιούμενη από την προσφεύγουσα αναφορά στην απόφαση του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 21ης Φεβρουαρίου 2008 (n° III CSK 264/07). Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το καθεστώς των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα αυτοτελές σύστημα, το οποίο αποτελείται από σύνολο κανόνων και έχει δικούς του σκοπούς, δεδομένου ότι η εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη από κάθε εθνικό σύστημα. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα καταχωρίσεως ενός σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να εκτιμάται μόνο βάσει της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, κατά συνέπεια δε το EUIPO και, ενδεχομένως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν δεσμεύονται από εκδοθείσα σε κράτος μέλος της Ένωσης απόφαση με την οποία έγινε δεκτό ότι το ίδιο σημείο μπορεί να καταχωριστεί ως εθνικό σήμα. Τούτο ισχύει ακόμη και αν μια τέτοια απόφαση ελήφθη κατ’ εφαρμογήν εθνικής νομοθεσίας εναρμονισθείσας προς την οδηγία 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 2008, L 299, σ. 25) [πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2012, ThyssenKrupp Steel Europe κατά ΓΕΕΑ (Highprotect), T‑565/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:107, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

96      Κατά συνέπεια, βάσει των ανωτέρω, ο τρίτος και ο πέμπτος λόγος πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τέταρτου και του έβδομου λόγου, που αντλούνται από κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του τμήματος προσφυγών συνιστάμενη, αντιστοίχως, στην καταχώριση από το EUIPO άλλων σημείων που περιλαμβάνουν αριθμούς και στη μη τήρηση από το τμήμα προσφυγών της αρχής της αυτονομίας του συστήματος προστασίας των σημάτων

97      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στην προγενέστερη πρακτική των αποφάσεων του, το EUIPO καταχώρισε σήματα που περιείχαν λέξεις σε συνδυασμό με αραβικούς αριθμούς, ιδίως στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, των φαρμάκων, των περιοδικών και της χρηματοοικονομίας, γεγονός που αποδεικνύει, κατά την προσφεύγουσα, ότι τα εν λόγω σήματα διέθεταν διακριτικό χαρακτήρα κατά τη στιγμή της καταχωρίσεώς τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούσε να καταχωρίσει τα αιτούμενα σήματα λόγω δυνητικού σφάλματος από το οποίο έπασχαν άλλες διαδικασίες καταχωρίσεως σημάτων, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε «πρόδηλη κατάχρηση εξουσίας».

98      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη την αρχή της αυτόνομης προστασίας των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης διότι θεμελίωσε την άρνηση καταχωρίσεως των αιτούμενων σημάτων σε αποφάσεις του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej (Πολωνικού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας) σχετικά με τα λεκτικά σημεία 100 PANORAMICZNYCH, 200 PANORAMICZNYCH και 300 PANORAMICZNYCH.

99      Κατά την προσφεύγουσα, βάσει του κανονισμού 2017/1001, το μόνο απτό αποδεικτικό στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση είναι η καταχώριση από το EUIPO, υπέρ της προσφεύγουσας, του λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης 100 PANORAMICZNYCH υπό τον αριθμό 3418639. Τα αιτούμενα σήματα ανήκουν στην ίδια οικογένεια, τόσο από λεκτικής όσο και από εικονιστικής απόψεως, και προωθούνται από κοινού με το προαναφερθέν σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που αποτελεί το σημαντικότερο απτό σημείο αναφοράς το οποίο δικαιολογεί πλήρως την καταχώριση των αιτούμενων σημάτων.

100    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η μη τήρηση του αυτόνομου συστήματος προστασίας του δικαίου των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης την εξανάγκασε να χρησιμοποιήσει άλλα μέσα προστασίας, τα οποία ήταν ανεπαρκή, εναλλάξιμα μεταξύ τους και δεν απέβλεπαν στην προστασία των σημάτων, όπως αυτά που ανάγονταν στις γενικές διατάξεις αστικού δικαίου, στον νόμο περί Τύπου, στα δικαιώματα του δημιουργού και στην απαγόρευση χρήσεως αθέμιτων εμπορικών πρακτικών έναντι των καταναλωτών ή στα αδικήματα αθέμιτου ανταγωνισμού.

101    Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

102    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 72, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την απόφαση ενός τμήματος προσφυγών του EUIPO παρά μόνον «για λόγους αναρμοδιότητας, παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης της ΣΛΕΕ, του παρόντος κανονισμού ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή τους, ή για κατάχρηση εξουσίας».

103    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, μια απόφαση πάσχει από κατάχρηση εξουσίας μόνον εφόσον προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, κρίσιμων και συγκλινόντων στοιχείων, ότι ελήφθη προς επίτευξη σκοπών διαφορετικών από τους προβαλλόμενους [βλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2017, Unilever κατά EUIPO – Technopharma (Fair & Lovely), T‑811/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:98, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

104    Έπειτα, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί μη τηρήσεως της αρχής της αυτόνομης προστασίας των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αληθές ότι, κατά την αρχή αυτή, το καθεστώς των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα αυτοτελές σύστημα, το οποίο αποτελείται από σύνολο κανόνων και έχει δικούς του σκοπούς, δεδομένου ότι η εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη από κάθε εθνικό σύστημα, και ότι κατά συνέπεια η δυνατότητα καταχωρίσεως ενός σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να εκτιμάται μόνο βάσει της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2012, Highprotect, T‑565/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:107, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Πάντως, από τη νομολογία προκύπτει ότι, με την ως άνω επιφύλαξη, οι καταχωρίσεις που έχουν γίνει σε κράτη μέλη συνιστούν στοιχείο το οποίο, χωρίς να είναι καθοριστικό και χωρίς να δεσμεύει το τμήμα προσφυγών στην περίπτωση στην οποία αυτό εκτιμά ότι το αιτούμενο σήμα προσκρούει στους διαλαμβανόμενους στον κανονισμό 2017/1001 απόλυτους λόγους απαραδέκτου, μπορεί να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς της καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2012, Highprotect, T‑565/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:107, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

106    Με την ίδια συλλογιστική και υπό την ίδια επιφύλαξη, η μη αποδοχή σημείων προς καταχώριση στα κράτη μέλη μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη.

107    Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 38 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι η εξέταση την οποία διενήργησαν οι εθνικές αρχές ήταν ένα από τα ουσιώδη στοιχεία εφόσον ο λόγος απαραδέκτου αφορούσε το πολωνικό έδαφος και ότι η ικανότητα καταχωρίσεως καθώς και ο διακριτικός χαρακτήρας των σημείων που είναι πανομοιότυπα ή αντίστοιχα προς τα αιτούμενα σήματα είχαν αποτελέσει αντικείμενο διαφόρων εθνικών διαδικασιών. Συναφώς, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, στα σημεία 39 έως 41 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι οι αποφάσεις των πολωνικών αρχών που αφορούσαν τα λεκτικά σημεία 100 PANORAMICZNYCH, 200 PANORAMICZNYCH και 300 PANORAMICZNYCH, καθώς και οι αποφάσεις των πολωνικών δικαστηρίων που αφορούσαν μεταξύ άλλων τα εικονιστικά σημεία 100 PANORAMICZNYCH, 300 PANORAMICZNYCH και 500 PANORAMICZNYCH, επιβεβαίωναν ότι τα σημεία της προσφεύγουσας που περιελάμβαναν αριθμούς, όπως τα αιτούμενα σήματα, στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα.

108    Πάντως, το τμήμα προσφυγών αρνήθηκε την καταχώριση των αιτούμενων σημάτων επί τη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001, για τον λόγο ότι τα σημεία ήταν περιγραφικά των «περιοδικών εκδόσεων», και επί τη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001, για τον λόγο ότι τα σήματα αυτά δεν είχαν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως.

109    Συνεπώς, μολονότι, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 105 ανωτέρω νομολογία, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη τις υπενθυμιζόμενες στη σκέψη 107 ανωτέρω εθνικές αποφάσεις, δεν παρέβη την αρχή της αυτονομίας την οποία διακηρύσσει η παρατιθέμενη στη σκέψη 104 ανωτέρω νομολογία.

110    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με την καταχώριση από το EUIPO άλλων σημείων που περιλαμβάνουν αριθμούς, υπενθυμίζεται ότι το EUIPO υποχρεούται να ασκήσει τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και η αρχή της χρηστής διοικήσεως, και ότι, βάσει των δύο προαναφερθεισών αρχών, το EUIPO οφείλει, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί επί παρόμοιων αιτήσεων και να εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή αν θα πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο (βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψεις 73 και 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111    Πάντως, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως πρέπει να συμβιβάζονται με την τήρηση της νομιμότητας (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψη 75).

112    Κατά συνέπεια, το πρόσωπο που ζητεί την καταχώριση ενός σημείου ως σήματος δεν μπορεί να επικαλείται προς όφελός του τυχόν παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος άλλου προκειμένου να επιτύχει την έκδοση πανομοιότυπης αποφάσεως (βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113    Πάντως, για λόγους ασφάλειας δικαίου και, ακριβώς, χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης ούτως ώστε να αποτρέπεται η αδικαιολόγητη καταχώριση σημάτων. Η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικότερα, η καταχώριση ενός σημείου ως σήματος εξαρτάται από ειδικά κριτήρια, τα οποία έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο των πραγματικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως και τα οποία χρησιμεύουν ώστε να εξακριβωθεί μήπως το επίμαχο σημείο εμπίπτει σε κάποιον από τους λόγους απαραδέκτου (βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

114    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η νομιμότητα των αποφάσεων του τμήματος προσφυγών, οι οποίες λαμβάνονται κατά δέσμια αρμοδιότητα και όχι κατά διακριτική ευχέρεια, πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά με βάση τον κανονισμό 2017/1001, όπως ερμηνεύεται από τον δικαστή της Ένωσης, και όχι με βάση την προγενέστερη πρακτική των αποφάσεων του EUIPO, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να δεσμεύσει τον δικαστή της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 2016, Revolution κατά EUIPO (REVOLUTION), T‑654/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:334, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

115    Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι, σε αντίθεση με τα όσα ενδεχομένως ίσχυαν στην περίπτωση ορισμένων προγενέστερων αιτήσεων καταχωρίσεως σημείων αποτελούμενων από αριθμούς ή περιλαμβανόντων αριθμούς, ως σημάτων, οι αιτήσεις καταχωρίσεως προσέκρουαν, λαμβανομένων υπόψη των προϊόντων για τα οποία εζητείτο η καταχώριση και της αντιλήψεως του ενδιαφερόμενου κοινού, σε έναν από τους λόγους απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001.

116    Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 35 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι, δεδομένου του συμπεράσματος στο οποίο είχε καταλήξει στα προηγούμενα σημεία των εν λόγω αποφάσεων και κατά το οποίο η καταχώριση των επίμαχων σημείων ως σημάτων για τα διαλαμβανόμενα στις αιτήσεις καταχωρίσεως της προσφεύγουσας προϊόντα ήταν ασυμβίβαστη με τον κανονισμό 2017/1001, η προγενέστερη καταχώριση από το EUIPO σημάτων που περιελάμβαναν αριθμούς δεν αποτελούσε επιχείρημα που να δικαιολογεί την καταχώριση των επίμαχων σημείων.

117    Ασφαλώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λαμβάνουν υπόψη την προγενέστερη καταχώριση από το EUIPO σημάτων που περιελάμβαναν αριθμούς, εντούτοις ούτε οι αποφάσεις του εξεταστή ούτε οι προσβαλλόμενες αποφάσεις περιέχουν αιτιολογία σχετική με το λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 100 PANORAMICZNYCH, που κατατέθηκε ενώπιον του EUIPO στις 20 Οκτωβρίου 2003 και καταχωρίστηκε στις 11 Μαρτίου 2005, με ημερομηνία λήξεως την 20ή Οκτωβρίου 2023 (στο εξής: προγενέστερο σήμα).

118    Επισημαίνεται συναφώς ότι το προγενέστερο σήμα και τα αιτούμενα σήματα είναι σχεδόν πανομοιότυπα, καθόσον περιλαμβάνουν όλα το λεκτικό στοιχείο «panoramicznych», του οποίου προηγείται ένας αριθμός, ήτοι 100 στην περίπτωση του προγενέστερου σήματος και 200, 300, 400, 500 ή 1000 στην περίπτωση των αιτούμενων σημάτων. Εξάλλου, το προγενέστερο σήμα καταχωρίστηκε από το EUIPO υπέρ της προσφεύγουσας, μεταξύ άλλων για «περιοδικά σταυρολέξων και γρίφων» της κλάσεως 16.

119    Δεδομένης όμως της έντονης ομοιότητας μεταξύ του προγενέστερου σήματος και των αιτούμενων σημάτων, της ταυτίσεως του δικαιούχου και της μερικής, πλην όμως κρίσιμης, ταυτίσεως (βλ. σκέψεις 57 και 58 ανωτέρω) των σχετικών προϊόντων, πρέπει να κριθεί ότι, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 110 ανωτέρω νομολογία, τα όργανα του EUIPO –που επικαλούνται άλλωστε τα ίδια τις αποφάσεις πολωνικών αρχών και δικαστηρίων, οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, το πανομοιότυπο προς το προγενέστερο σήμα πολωνικό λεκτικό σήμα και το πολωνικό εικονιστικό σήμα που περιλαμβάνει το στοιχείο «100 panoramicznych»– όφειλαν να λάβουν υπόψη το προγενέστερο σήμα και να εξετάσουν, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, με ιδιαίτερη προσοχή το ζήτημα αν έπρεπε ή όχι να εκδοθεί απόφαση με το ίδιο περιεχόμενο, ανεξαρτήτως μάλιστα του ζητήματος αν η προσφεύγουσα είχε αναφερθεί στο σήμα αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία.

120    Δεδομένου ότι το σκεπτικό των αποφάσεων του εξεταστή και των προσβαλλομένων αποφάσεων δεν αναφέρεται στο προγενέστερο σήμα, διαπιστώνεται ότι τα όργανα του EUIPO δεν τήρησαν εν προκειμένω την υποχρέωση αυτή και ότι κατά συνέπεια οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πάσχουν από διαδικαστική πλημμέλεια.

121    Πάντως, από τη νομολογία προκύπτει ότι μια διαδικαστική πλημμέλεια συνεπάγεται την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση αποφάσεως μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο [βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Philip Morris Brands κατά EUIPO – Explosal (Superior Quality Cigarettes FILTER CIGARETTES Raquel), T‑105/16, EU:T:2018:51, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

122    Το τμήμα προσφυγών διεξήγαγε όμως πλήρη και συγκεκριμένη εξέταση των αιτούμενων σημάτων προκειμένου να καταλήξει στο ορθό συμπέρασμα ότι τα σήματα αυτά ήταν περιγραφικά των επίμαχων προϊόντων, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 30 έως 59 ανωτέρω, και ότι δεν είχαν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 72 έως 96 ανωτέρω. Επομένως, η παράβαση της υποχρεώσεως να ληφθεί υπόψη το προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 100 PANORAMICZNYCH δεν θίγει το βάσιμο των προσβαλλομένων αποφάσεων [πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, «Rauscher» Consumer Products κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση ενός απορροφητικού ταμπόν), T‑492/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:421, σκέψη 34].

123    Συνεπώς το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε κατάχρηση εξουσίας κατά την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 103 ανωτέρω νομολογίας και δεν παρέβη την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ούτε την αρχή της ασφάλειας δικαίου καθόσον αρνήθηκε την καταχώριση των αιτούμενων σημάτων επί τη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001.

124    Τέλος, αρκεί να διαπιστωθεί ότι ο υποτιθέμενος επιβληθείς στην προσφεύγουσα εξαναγκασμός να προστατεύσει τα σημεία τελεί εξ ολοκλήρου σε συνάρτηση με την εξέταση των αιτιάσεων που αναλύθηκαν προηγουμένως ή και με την εξέταση των υπό κρίση προσφυγών στο σύνολό τους. Ειδικότερα, η άρνηση καταχωρίσεως ενός σημείου κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 2017/1001 έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια ότι ο αιτών την καταχώριση καταφεύγει σε άλλα μέσα προστασίας του σημείου αυτού.

125    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος και ο έβδομος λόγος πρέπει επίσης να απορριφθούν.

 Επί του έκτου, του όγδοου, του ένατου, του δέκατου, του ενδέκατου και του δωδέκατου λόγου, που αντλούνται αντιστοίχως από κατάχρηση εξουσίας, από παράβαση του άρθρου 118 ΣΛΕΕ, από παράβαση του άρθρου 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001, από παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 2017/1001, από παράβαση ουσιώδους τύπου καθώς και από παράβαση του άρθρου 36 ΣΛΕΕ και του άρθρου 14 του κανονισμού 2017/1001

126    Πρώτον, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στο πλαίσιο του έκτου, του ένατου και του δέκατου λόγου, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε κατάχρηση εξουσίας καθόσον περιόρισε την ελευθερία επιλογής της προσφεύγουσας όσον αφορά τον τρόπο προστασίας και ότι παρέβη το άρθρο 4 του κανονισμού 2017/1001, κατά το οποίο σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να αποτελέσουν «σημεία» ικανά «να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων», αρκεί να επισημανθεί ότι η ελευθερία επιλογής που συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου 4 του κανονισμού 2017/1001 περιορίζεται μεταξύ άλλων στο άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού που προβλέπει τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως ενός σήματος.

127    Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, μολονότι από το γράμμα του άρθρου 4 του κανονισμού 2017/1001 προκύπτει σαφώς ότι όλα τα σημεία μπορούν να καταχωριστούν ως σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τούτο εξαρτάται από τις ρητές προϋποθέσεις του άρθρου 7 του ίδιου κανονισμού κατά τις οποίες το οικείο σημείο πρέπει να έχει διακριτικό χαρακτήρα σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τα οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως και να μην αποτελεί απλή περιγραφή των προϊόντων και των υπηρεσιών αυτών [πρβλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Colgate-Palmolive κατά EUIPO (360°), T‑332/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:876, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

128    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα σημεία των οποίων εζητείτο εν προκειμένω η καταχώριση προσέκρουαν στον απόλυτο λόγο απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001 και ότι τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείκνυαν ότι τα σημεία αυτά είχαν αποκτήσει, για τα οικεία προϊόντα, διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, τα υπό κρίση επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

129    Υπό τις συνθήκες αυτές, στο τμήμα προσφυγών δεν μπορεί να προσαφθεί ούτε ότι δεν έλαβε υπόψη την πραγματικότητα της αγοράς. Ακόμη και αν ήταν ορθά τα όσα προβάλλει η προσφεύγουσα σχετικά με το ότι, στην αγορά των περιοδικών εντύπων, οι τίτλοι των περιοδικών συνιστούν για τον καταναλωτή το μόνο μέσο διάκρισης ενός προϊόντος από ένα άλλο προϊόν, τούτο δεν θα εξαιρούσε τους τίτλους αυτούς, περιλαμβανομένων και των σημείων των οποίων ζητείται εν προκειμένω η καταχώριση, από τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 του κανονισμού 2017/1001.

130    Εξάλλου, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, τα σήματα (τίτλοι περιοδικών) περιέχουν περιγραφικό στοιχείο, υπενθυμίζεται η παρατεθείσα στη σκέψη 114 ανωτέρω νομολογία, κατά την οποία η νομιμότητα των αποφάσεων του τμήματος προσφυγών, οι οποίες λαμβάνονται κατά δέσμια αρμοδιότητα και όχι κατά διακριτική ευχέρεια, πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά με βάση τον κανονισμό 2017/1001, όπως ερμηνεύεται από τον δικαστή της Ένωσης, και όχι με βάση την προγενέστερη πρακτική των αποφάσεων του EUIPO, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να δεσμεύσει τον δικαστή της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 2016, REVOLUTION, T‑654/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:334, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

131    Δεύτερον, στο μέτρο που η προσφεύγουσα προβάλλει, στο πλαίσιο του όγδοου και του δωδέκατου λόγου, παράβαση του άρθρου 118 ΣΛΕΕ και κατάχρηση εξουσίας καθόσον το τμήμα προσφυγών τής στέρησε ένα αποτελεσματικό μέσο προστασίας καθώς και παράβαση του άρθρου 36 ΣΛΕΕ και του άρθρου 14 του κανονισμού 2017/1001 καθόσον το τμήμα προσφυγών δεν ερμήνευσε κατά τρόπο ορθό το αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο απονέμει η καταχώριση του σήματος, πρώτον, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 118, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης και της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, θεσπίζουν μέτρα για τη δημιουργία ευρωπαϊκών τίτλων, ώστε να εξασφαλισθεί ενιαία προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στο εσωτερικό της Ένωσης, και για τη δημιουργία κεντρικών καθεστώτων έγκρισης, συντονισμού και ελέγχου στο επίπεδο της Ένωσης.

132    Η προσφεύγουσα δεν μπορεί όμως να αντλήσει από την ως άνω διάταξη δικαίωμα καταχωρίσεως ενός σημείου ή δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση μιας αποφάσεως που απορρίπτει την καταχώριση αυτή επί τη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001. Συναφώς, ορθώς εξάλλου υποστηρίζει το EUIPO ότι το σύστημα το οποίο εγκαθιδρύει ο ως άνω κανονισμός αποσκοπεί στην κατοχύρωση της προστασίας των σημάτων τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως και ότι η εγγύηση ότι τα σήματα που δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις αυτές δεν θα τυγχάνουν προστασίας αποτελεί ακριβώς έκφανση της αποτελεσματικότητας του συστήματος αυτού.

133    Δεύτερον, όσον αφορά το άρθρο 36 ΣΛΕΕ και το άρθρο 14 του κανονισμού 2017/1001, αρκεί να επισημανθεί ότι οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν παρά ορισμένα αποτελέσματα της καταχωρίσεως ενός σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων που αφορούν τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται πριν από μια καταχώριση.

134    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η τηρηθείσα ως προς την ίδια διαδικασία δεν ήταν «διαφανής, αυστηρή, θεμιτή και δίκαιη», διαπιστώνεται, όπως εξέθεσε και το EUIPO, ότι η αιτίαση αυτή ουδόλως τεκμηριώνεται με πρόσθετες διευκρινίσεις στα δικόγραφα των προσφυγών.

135    Τέλος, στο μέτρο που η προσφεύγουσα προβάλλει, τρίτον, στο πλαίσιο του ενδέκατου λόγου, κατάχρηση εξουσίας και παράβαση ουσιώδους τύπου καθόσον το τμήμα προσφυγών έθεσε παράνομες προϋποθέσεις απαιτώντας την υποβολή νέων αποδεικτικών στοιχείων, διαπιστώνεται ότι στην προσφεύγουσα εναπέκειτο να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως σε σχέση με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι τα όργανα του EUIPO πρόσφεραν στην προσφεύγουσα –με δική τους πρωτοβουλία και τηρώντας την αρχή της χρηστής διοικήσεως– διάφορες ευκαιρίες να υποβάλει παρατηρήσεις ή να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία (βλ. σκέψεις 4, 5 και 8 έως 11 ανωτέρω) δεν στοιχειοθετεί κατάχρηση εξουσίας κατά την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 103 ανωτέρω νομολογίας ούτε παράβαση ουσιώδους τύπου.

136    Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε, στο σημείο 52 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι η προσκόμιση των δημοσκοπήσεων που κατεδείκνυαν ότι το ενδιαφερόμενο κοινό εκλάμβανε τους τίτλους της σειράς της προσφεύγουσας που περιελάμβαναν αριθμούς (και ιδίως τα επίμαχα σημεία) ως προερχόμενους από την προσφεύγουσα θα μπορούσε να είναι χρήσιμη προς απόδειξη του ότι τα σημεία αυτά διέθεταν δευτερογενή διακριτικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, μολονότι είναι αληθές ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε δημοσκοπήσεις ενώπιον του EUIPO, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 54 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι οι δημοσκοπήσεις αυτές επιβεβαίωναν μεν ότι τα περιοδικά σταυρολέξων της προσφεύγουσας κατείχαν σημαντικό μερίδιο της αγοράς, αλλά δεν αποδείκνυαν ότι τα επίμαχα σημεία εκλαμβάνονταν από το ενδιαφερόμενο κοινό ως σήματα. Άλλωστε, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε παρά για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μια δημοσκόπηση για την οποία έκανε λόγο το τμήμα προσφυγών στο σημείο 52 των προσβαλλομένων αποφάσεων, πράγμα που εν πάση περιπτώσει δικαιολογεί το να μη ληφθεί υπόψη ένα τέτοιο στοιχείο ως απαράδεκτο (βλ. σκέψεις 18 έως 24 ανωτέρω).

137    Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που εγκαίρως προσκόμισε η προσφεύγουσα, από τα όσα προεκτέθησαν (βλ. ιδίως σκέψεις 72 έως 96 ανωτέρω) προκύπτει ότι η ερμηνεία τους από το τμήμα προσφυγών δεν πάσχει από πλάνη εκτιμήσεως.

138    Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει επίσης να απορριφθούν ο έκτος, ο όγδοος, ο ένατος, ο δέκατος, ο ενδέκατος και ο δωδέκατος λόγος και, επομένως, οι προσφυγές στο σύνολό τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

139    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του EUIPO.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Καταδικάζει την Agencja Wydawnicza Technopol sp. z o. o. στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO).

Collins

Barents

Passer

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Ιουνίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.