Language of document : ECLI:EU:C:2008:37

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 24ης Ιανουαρίου 2008 (1)

Υπόθεση C‑350/06

Gerhard Schultz-Hoff

κατά

Deutsche Rentenversicherung Bund

[αίτηση του Landesarbeitsgerichts Düsseldorf (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]





«Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 7 – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας – Δικαίωμα αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια – Κοινωνικά θεμελιώδη δικαιώματα στο κοινοτικό δίκαιο – Απώλεια του δικαιώματος άδειας μετά την παρέλευση καθοριζόμενης από τον νόμο προθεσμίας»Πίνακας περιεχομένων

I –   Εισαγωγή

II – Νομικό πλαίσιο

Α –    Κοινοτικό δίκαιο

Β –    Εθνικό δίκαιο

1.     Οι νομοθετικές ρυθμίσεις

2.     Οι εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις εργασίας

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

V –   Κύριοι ισχυρισμοί των μετεχόντων στη διαδικασία

VI – Νομική εκτίμηση

Α –    Επί του πρώτου ερωτήματος

1.     Εισαγωγικές παρατηρήσεις

2.     Το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ως κοινωνικό θεμελιώδες δικαίωμα

3.     Το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας στο κοινοτικό δίκαιο

α)     Η αρμοδιότητα των κρατών μελών ως προς τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο

β)     Το εξασφαλιζόμενο από το κοινοτικό δίκαιο επίπεδο προστασίας

γ)     Σύνδεση του δικαιώματος άδειας με την ικανότητα προς εργασία

i)     Δυνατότητα κατ’ αναλογίαν εφαρμογής των αρχών που έχουν διαμορφωθεί νομολογιακώς

ii)   Προσβολή του πνεύματος και του σκοπού του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88

–       Ενδεχόμενο ερμηνείας ερχόμενης σε αντίθεση προς τον σκοπό της της διατάξεως

–       Ερμηνεία με γνώμονα τα συμφέροντα των μερών της σχέσεως εργασίας

iii) Σύγκριση με τις ρυθμίσεις της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ

Β –    Επί του δεύτερου ερωτήματος

Γ –   Επί του τρίτου ερωτήματος

VII – Πρόταση

I –    Εισαγωγή

1.        Με την αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το Landesarbeitsgericht Düsseldorf ζητεί από το Δικαστήριο, κατά το άρθρο 234 ΕΚ, να ερμηνεύσει το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (2).

2.        Τα προδικαστικά ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Gerhard Schultz-Hoff (ενάγοντος) και του πρώην εργοδότη του, Deutsche Rentenversicherung Bund [ομοσπονδιακού οργανισμού ασφαλίσεως συντάξεων] (εναγομένου), στην οποία το Landesarbeitsgericht καλείται να αποφανθεί αν ο ενάγων έχει κατά του εναγομένου αξίωση αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας.

3.        Το Landesarbeitsgericht Düsseldorf ερωτά κατ’ ουσίαν αν συνάδει με το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 ρύθμιση που προβλέπει την απώλεια του δικαιώματος των εργαζομένων για άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων με την πάροδο του έτους αναφοράς, το βραδύτερο δε κατά την εκπνοή του προβλεπόμενου για τη μεταφορά του σχετικού δικαιώματος χρόνου, και τη μη χορήγηση χρηματικής αποζημιώσεως κατά τη λήξη της σχέσεως εργασίας, στην περίπτωση κατά την οποία, λόγω επακόλουθης ασθενείας τους οι εργαζόμενοι καθίστανται ανίκανοι προς εργασία μέχρι την εκπνοή του προβλεπόμενου για τη μεταφορά του σχετικού δικαιώματος χρόνου.

II – Νομικό πλαίσιο

 Κοινοτικό δίκαιο

4.        Η οδηγία 2003/88 αντικατέστησε στις 2 Αυγούστου 2004 την οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (3). Όπως και η οδηγία 93/104, σκοπός της οδηγίας του 2004 είναι η θέσπιση κανόνων που να θέτουν ελάχιστα όρια ασφάλειας και προστασίας της υγείας κατά την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Το απαραλλάκτως περιληφθέν στη δεύτερη οδηγία άρθρο 7 της πρώτης οδηγίας έχει ως ακολούθως:

«Ετήσια άδεια

1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.

2.      Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνο σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.»

5.        Το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/88 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από ορισμένες διατάξεις. Το άρθρο 7 δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις από τις οποίες επιτρέπεται παρέκκλιση κατά την οδηγία 2003/88.

 Εθνικό δίκαιο

1.      Οι νομοθετικές ρυθμίσεις

6.        Ο Bundesurlaubsgesetz (ομοσπονδιακός νόμος περί ετησίων αδειών, στο εξής: BUrlG) της 8ης Ιανουαρίου 1963, όπως τροποποιήθηκε στις 7 Μαΐου 2002, ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«Άρθρο 1 – Δικαίωμα άδειας

Κάθε εργαζόμενος δικαιούται για κάθε ημερολογιακό έτος άδειας μετ’ αποδοχών.

[…]

Άρθρο 3 – Διάρκεια της άδειας

1) Η άδεια ανέρχεται σε τουλάχιστον 24 εργάσιμες ημέρες ετησίως.

[…]

Άρθρο 7 – Χρόνος λήψεως της αδείας, δυνατότητα μεταφοράς και αντισταθμιστική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια

1)       Κατά τον καθορισμό του χρόνου λήψεως της άδειας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προτιμήσεις του εργαζομένου, εκτός αν αυτό αντίκειται σε συμφέροντα επιτακτικής φύσεως της επιχειρήσεως ή στις σχετικές με τον χρόνο λήψεως της άδειας προτιμήσεις άλλων εργαζομένων, που, για κοινωνικούς λόγους, απολαύουν προτεραιότητας.

3)       Η άδεια πρέπει να χορηγείται και να λαμβάνεται κατά το αντίστοιχο ημερολογιακό έτος. Μεταφορά της άδειας στο επόμενο ημερολογιακό έτος επιτρέπεται μόνον αν αυτό δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους που αφορούν την επιχείρηση ή το πρόσωπο του εργαζομένου. Σε περίπτωση μεταφοράς, η άδεια πρέπει να χορηγείται και να λαμβάνεται κατά τους τρεις πρώτους μήνες του επομένου ημερολογιακού έτους.

4)       Αν η άδεια δεν μπορεί πλέον να χορηγηθεί εν όλω ή εν μέρει, λόγω λήξεως της σχέσεως εργασίας, τότε πρέπει να καταβληθεί αντίστοιχη αντισταθμιστική αποζημίωση.»

7.        Το άρθρο 13 του BUrlG ορίζει ότι είναι δυνατή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας η παρέκκλιση από τις ανωτέρω διατάξεις, μεταξύ των οποίων το άρθρο 7, παράγραφος 3, του BUrlG, εφόσον αυτό δεν αποβαίνει σε βάρος του εργαζομένου.

2.      Οι εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις εργασίας

8.        Η Manteltarifvertrag für die Angestellten der Bundesversicherungsanstalt für Angestellte (γενική συλλογική σύμβαση εργασίας για τους υπαλλήλους του ομοσπονδιακού ιδρύματος ασφαλίσεως ιδιωτικών υπαλλήλων, στο εξής: MTAng-BfA) προβλέπει τα ακόλουθα:

«Άρθρο 47 – Ετήσια άδεια

1)      Οι υπάλληλοι δικαιούνται ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Έτος αναφοράς αποτελεί το οικείο ημερολογιακό έτος.

[…]

7)      Η άδεια πρέπει να έχει εξαντληθεί μέχρι το τέλος του έτους αναφοράς. Αν αυτό δεν καταστεί δυνατόν, πρέπει να εξαντληθεί ως τις 30 Απριλίου του επόμενου έτους. Αν για λόγους αφορώντες την υπηρεσία ή λόγω ανικανότητας προς εργασία ή λόγω των κατά τον νόμο περιόδων προστασίας μετά από άδεια μητρότητας η άδεια δεν μπορεί να εξαντληθεί έως τις 30 Απριλίου, τούτο πρέπει να γίνει έως τις 30 Ιουνίου. Αν έχει καθορισθεί χρόνος λήψεως της άδειας εντός του έτους αναφοράς και ο χρόνος αυτός μετατέθηκε με πρωτοβουλία του ομοσπονδιακού ιδρύματος ασφαλίσεων για τη μετά την 31η Δεκεμβρίου περίοδο και, δεν κατέστη δυνατή η λήψη της άδειας αυτής λόγω ανικανότητας προς εργασία κατά τα οριζόμενα στην ως άνω δεύτερη φράση μέχρι τις 30 Ιουνίου, πρέπει να ληφθεί μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου.

[…]

Άδεια μη ληφθείσα εντός των ανωτέρω προθεσμιών χάνεται.

[…]

Άρθρο 51 – Αντισταθμιστική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια

1)      Αν κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας δεν έχει ακόμη ασκηθεί το δικαίωμα άδειας, η άδεια, καθόσον αυτό είναι δυνατό από εργασιακής ή επιχειρηματικής απόψεως, πρέπει να χορηγείται και να λαμβάνεται κατά τη διάρκεια της προθεσμίας καταγγελίας. Αν η άδεια δεν μπορεί να χορηγηθεί ή η προθεσμία καταγγελίας δεν επαρκεί, πρέπει να καταβάλλεται αντισταθμιστική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια. Ανάλογα ισχύουν όταν η σχέση εργασίας λήγει κατόπιν συμβάσεως περί λύσεως (άρθρο 58) ή λόγω μειωμένης αποδόσεως στην εργασία (άρθρο 59) ή όταν η σχέση εργασίας τελεί υπό αναστολή κατά το άρθρο 59, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πέμπτη φράση.

[…]»

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

9.        Οι διάδικοι της κύριας δίκης ερίζουν, κατόπιν της λύσεως της σχέσεως εργασίας στις 30 Σεπτεμβρίου 2005, ως προς το αν ο ενάγων δικαιούται αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια για τα έτη 2004 και 2005.

10.      Ο γεννηθείς στις 14 Ιανουαρίου 1949 ενάγων εργαζόταν από την 1η Απριλίου 1971 στον εναγόμενο οργανισμό ή, στον φορέα που αυτός διεδέχθη. Στη σχέση εργασίας εφαρμοζόταν η MTAng-BfA. Ο ενάγων αμειβόταν τελευταία σύμφωνα με τη μισθολογική κατηγορία 11. Από το 1985, ο ενάγων απασχολούνταν στο υποκατάστημα του Ντύσσελντορφ ως εξωτερικός υπάλληλος. Στα εργασιακά του καθήκοντα περιλαμβανόταν η πραγματοποίηση λειτουργικών ελέγχων και ελέγχων των επιφορτισμένων με τις εισπράξεις υπηρεσιών. Για την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων έπρεπε να χρησιμοποιεί αυτοκίνητο όχημα.

11.      Ο ενάγων, ο οποίος χαρακτηρίσθηκε κατά το γερμανικό δίκαιο ως βαρειά ανάπηρος (GdB 60 «G» (4)), υποβλήθηκε σε 16 εγχειρήσεις από το έτος 1995 λόγω σοβαρής δισκοπάθειας. Επακολούθησαν εναλλακτικώς χρονικά διαστήματα ικανότητας προς εργασία και χρονικά διαστήματα ανικανότητας προς εργασία λόγω ασθενείας. Κατά το έτος 2004, ήταν ικανός προς εργασία έως τις αρχές Σεπτεμβρίου. Από τις 8 Σεπτεμβρίου 2004 –και συνεχώς έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005– δηλώθηκε ασθενής με ιατρική βεβαίωση. Η διαρκής λήψη παυσίπονων που περιέχουν μορφίνη τον εμποδίζει από τότε έως σήμερα να οδηγεί αυτοκίνητο όχημα.

12.      Με έγγραφο της 13ης Μαΐου 2005, ο ενάγων ζήτησε να του χορηγηθεί από την 1η Ιουνίου 2005 η άδεια του 2004. Ο εναγόμενος οργανισμός απέρριψε το αίτημα αυτό στις 25 Μαΐου 2005 με την αιτιολογία ότι προηγουμένως πρέπει η αρμόδια για το προσωπικό ιατρική υπηρεσία να διαπιστώσει την ικανότητα για υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της MTAng-BfA. Με έγγραφο της 10ης Αυγούστου 2005, ο ενάγων ζήτησε να του προταθούν όροι για την εκτέλεση εργασίας κατ’ οίκον ως μέτρο επανεντάξεως. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2005, ο εναγόμενος οργανισμός απάντησε ότι κατόπιν της προσφάτως υποβληθείσας από τον ενάγοντα αιτήσεως συνταξιοδοτήσεως, επιθυμεί κατ’ αρχάς να αναμείνει την έκβαση της διαδικασίας συνταξιοδοτήσεως.

13.      Με απόφαση του Σεπτεμβρίου 2005, ο εναγόμενος, ως συνταξιοδοτικός φορέας, διαπίστωσε ότι είχε ελαττωθεί η ικανότητα βιοπορισμού του ενάγοντος και ενέκρινε αναδρομικώς, από την 1η Μαρτίου 2005, τη χορήγηση συντάξεως επί μη καθοριζόμενο χρόνο λόγω πλήρους ανικανότητας προς βιοπορισμό. Κατόπιν της διαπιστώσεως αυτής, η σχέση εργασίας των διαδίκων έληξε, σύμφωνα με το άρθρο 59 της MTAng-BfA, στις 30 Σεπτεμβρίου 2005.

14.      Τον Νοέμβριο του 2005, ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Arbeitsgericht Düsseldorf αγωγή με αίτημα τη χορήγηση αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια το 2004 και το 2005. Με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2006, το Arbeitsgericht απέρριψε την αγωγή. Ο ενάγων άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Landesarbeitsgericht Düsseldorf στις 27 Απριλίου 2006.

15.      Ο ενάγων εκτιμά τη χρηματική του απαίτηση, βάσει 35 ημερών αδείας ετησίως και ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών 4 362,67 ευρώ, σε ακαθάριστο ποσό συνολικώς 14 094,78 ευρώ. Προβάλλει ότι με την άδεια που είχε ζητήσει να λάβει από 1ης Ιουνίου 2005 ήθελε να ανακτήσει τις δυνάμεις του για τη μετέπειτα συμμετοχή σε ένα μέτρο επανεντάξεως. Περαιτέρω, προβάλλει ότι είναι σε θέση να εκτελεί ελαφρές εργασίες γραφείου με μειωμένο ωράριο.

16.      Ο εναγόμενος αντιτάσσει ότι το ενδεχόμενο στο οποίο αναφέρεται ο ενάγων για εκτέλεση εργασίας γραφείου με μειωμένο ωράριο δεν συνιστά εκπλήρωση της συμβατικής υποχρεώσεως παροχής εργασίας. Εφόσον, επομένως, η ανικανότητα προς εργασία του ενάγοντος εξακολουθεί να υφίσταται έως σήμερα, το δικαίωμα άδειας έως την εκάστοτε λήξη της περιόδου μεταφοράς δεν ήταν δυνατό να ασκηθεί και έχει, επομένως, απολεσθεί. Κατά συνέπεια, ο ενάγων δεν δικαιούται αντισταθμιστική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια.

17.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απόφαση επί της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία της οδηγίας 2003/88. Ως εκ τούτου, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

1)      Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ την έννοια ότι οι εργαζόμενοι πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνουν ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, [και ότι] ειδικότερα, πρέπει σε μεταγενέστερο χρόνο να χορηγείται στον εργαζόμενο άδεια την οποία δεν έλαβε λόγω ασθενείας κατά το έτος αναφοράς, ή μπορεί να προβλέπεται από εθνικές διατάξεις και/ή εθνικές πρακτικές ότι η αξίωση για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών αποσβέννυται αν οι εργαζόμενοι κατά το έτος της αναφοράς, πριν από τη χορήγηση της άδειας, ασθενούν και καθίστανται ανίκανοι προς εργασία, δεν επανακτούν δε την ικανότητά τους προς εργασία πριν από τη λήξη του έτους αναφοράς ή της καθοριζομένης από τον νόμο, από συλλογική σύμβαση ή από ατομική σύμβαση περιόδου μεταφοράς;

2)      Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ την έννοια ότι οι εργαζόμενοι, σε περίπτωση λήξεως της σχέσεως εργασίας, έχουν οπωσδήποτε αξίωση για χρηματική αποζημίωση ως αντιστάθμιση οφειλομένης αλλά μη ληφθείσας άδειας (αντισταθμιστική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια), ή μπορούν εθνικές νομοθετικές διατάξεις και/ή εθνικές πρακτικές να προβλέπουν ότι οι εργαζόμενοι δεν δικαιούνται αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια, αν αυτοί μέχρι τη λήξη του έτους αναφοράς και της συνακόλουθης περιόδου μεταφοράς έχουν ασθενήσει και καταστεί ανίκανοι προς εργασία και/ή αν αυτοί μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας λαμβάνουν σύνταξη λόγω μειωμένης ικανότητας βιοπορισμού ή αναπηρίας;

3)      Σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο απαντήσει καταφατικά στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα:

Έχει το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ την έννοια ότι η αξίωση για ετήσια άδεια ή για χρηματοοικονομικής φύσεως αντιστάθμισμα προϋποθέτει ότι ο εργαζόμενος πράγματι εργάστηκε κατά το έτος αναφοράς, ή γεννάται η αξίωση ακόμα και σε περίπτωση δικαιολογημένης απουσίας (λόγω ασθενείας) ή αδικαιολόγητης απουσίας καθ’ όλο το έτος της άδειας;

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

18.      Η διάταξη περί παραπομπής, με ημερομηνία 2 Αυγούστου 2006, περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Αυγούστου 2006.

19.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο εναγόμενος της κύριας δίκης, οι Κυβερνήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιταλικής Δημοκρατίας, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εντός της κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προθεσμίας.

20.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Νοεμβρίου 2007, παρέστησαν οι δικαστικοί πληρεξούσιοι των Κυβερνήσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, καθώς και της Επιτροπής, προκειμένου να αναπτύξουν προφορικώς τις απόψεις τους.

V –    Κύριοι ισχυρισμοί των μετεχόντων στη διαδικασία

21.      Ο εναγόμενος προβάλλει ότι η απεριόριστη μεταφορά δικαιωμάτων άδειας στην περίπτωση εργαζομένων που έχουν καταστεί ανίκανοι προς εργασία θα αντέβαινε ευθέως στον επιδιωκόμενο με την οδηγία 2003/88 προστατευτικό σκοπό (χορήγηση άδειας ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας προς προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων). Στην περίπτωση εργαζομένων που έχουν καταστεί ανίκανοι προς εργασία, η άνευ χρονικού περιορισμού μεταφορά θα μπορούσε μάλιστα να έχει ως αποτέλεσμα την εκ μέρους των εργοδοτών πρόωρη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας των μακροχρονίως ασθενούντων εργαζομένων. Άλλως, θα διέτρεχαν πράγματι τον κίνδυνο να πρέπει να καταβάλλουν αντισταθμιστικές αποζημιώσεις για τα ενδεχομένως επί αρκετά έτη συσσωρευθέντα, σε σημαντικό αριθμό, δικαιώματα άδειας, πράγμα που θα μπορούσε να έχει σοβαρές βλαπτικές συνέπειες για τα συμφέροντα της επιχειρήσεως.

22.      Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει την άποψη ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 ορίζει απλώς και μόνον ότι ο εργαζόμενος δικαιούται ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Αντικείμενο ρυθμίσεως αυτής της διατάξεως είναι μόνον η ελάχιστη διάρκεια της ετήσιας άδειας. Η οδηγία αφήνει στη ρυθμιστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και στην ερμηνεία του εθνικού δικαίου από τη νομολογία τον καθορισμό των λεπτομερειών χορηγήσεως της άδειας, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων περί απώλειας του σχετικού δικαιώματος.

23.      Όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι απόκειται στα κράτη μέλη και στα θεσμικά τους όργανα να αποφασίσουν αν και υπό ποιες προϋποθέσεις πρέπει να χορηγείται αντισταθμιστική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια κατά τη λήξη της σχέσεως εργασίας.

24.      Κατά την άποψη της Βρετανικής Κυβερνήσεως, ο ενάγων δεν εργάσθηκε, καθόσον βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια, οπότε ούτε είχε ανάγκη «πραγματικής αναπαύσεως» για να ξεκουραστεί από την εργασία. Σκοπός του άρθρου 7, κατά την υποστηριζόμενη από τη Βρετανική Κυβέρνηση άποψη, είναι η προστασία της ασφάλειας και της υγείας αυτών που πράγματι εργάζονται με τη χορήγηση σ’ αυτούς περιόδων αναπαύσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, πάντως, η χορήγηση άδειας δεν θα είχε θετικά αποτελέσματα για την ασφάλεια ή την υγεία του εργαζομένου. Η άδεια δεν μπορούσε να ληφθεί πριν από τη λήξη της σχέσεως εργασίας. Αν γίνει δεκτό ότι ο ενάγων είχε εν προκειμένω δικαίωμα για ετήσια άδεια, θα ανακύπτει το ερώτημα: άδεια απουσίας από τι; Η χορήγηση στον ενάγοντα «ετήσιας άδειας» κατά τη διάρκεια της «αναρρωτικής αδείας» του αντίκειται στη λογική.

25.      Η Βρετανική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Δεδομένου ότι ένας τέτοιος εργαζόμενος δεν δικαιούται ετήσιας άδειας κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεν μπορεί να δικαιούται ούτε αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2. Επιπλέον, είναι μεν δυνατή, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, η χορήγηση αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια κατά τη λήξη μιας σχέσεως εργασίας, αλλά δεν είναι υποχρεωτική. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υφίσταται υποχρέωση μιας τέτοιας πληρωμής, όταν κάποιος απέχει της εργασίας λόγω διαρκούσας επί σχετικώς μακρό χρόνο ανικανότητας προς εργασία που οφείλεται σε ασθένεια.

26.      Η Ιταλική Κυβέρνηση αναφέρεται τόσο στις Συμβάσεις 52 και 132 της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας (ΔΟΕ ή, κατά τη συντομογραφία στην αγγλική γλώσσα, ILO) όσο και στη σχετική με το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 νομολογία του Δικαστηρίου. Λαμβανομένων υπόψη των αρχών που διατύπωσε το Δικαστήριο, δεν είναι δυνατόν, κατά την άποψη αυτής της κυβερνήσεως, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο ενάγων απώλεσε το δικαίωμα αδείας, διότι, άλλως, θα καθίστατο δυσχερής η επίτευξη των διαφορετικών σκοπών που επιδιώκονται με την ετήσια άδεια και την αναρρωτική άδεια.

27.      Η Ιταλική Κυβέρνηση συνάγει από τις ανωτέρω εκτιμήσεις ότι ο εργαζόμενος δικαιούται σε κάθε περίπτωση χρηματικής αποζημιώσεως κατά τη λήξη της σχέσεως εργασίας ως αντισταθμίσεως της οφειλομένης και μη ληφθείσας άδειας. Ως εκ τούτου, εθνική διάταξη, κατά την οποία οι εργαζόμενοι δεν έχουν αξίωση καταβολής αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια, σε περίπτωση αδυναμίας εκτελέσεως των καθηκόντων τους λόγω ασθενείας έως τη λήξη του έτους αναφοράς ή της αντίστοιχης περιόδου μεταφοράς, θα ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές του κοινοτικού δικαίου.

28.      Κατά την Επιτροπή η προβαλλόμενη άποψη ότι ο εργαζόμενος, ο οποίος ήταν απών λόγω ασθενείας και δεν εργάσθηκε, δεν έχει ανάγκη αντίστοιχου χρόνου αναπαύσεως, δεν συνάδει με την προσέγγιση του Δικαστηρίου, όπως αυτή προκύπτει από τη νομολογία του. Στην περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος δηλώνεται ως ασθενής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του δικαιώματος ετήσιας άδειας, δεδομένου ότι η δήλωση αυτού ως ασθενούς αποτελεί συνέπεια της ανικανότητάς του προς εργασία και σκοπό έχει όχι την ανάπαυση, την αποστασιοποίηση και την ανάκτηση των δυνάμεων, αλλά την ίαση και την αποκατάσταση της υγείας και της ικανότητας προς εργασία. Κατά την άποψη της Επιτροπής, τα κράτη μέλη πρέπει να σέβονται τα όρια που θέτει η οδηγία. Ως εκ τούτου, κρατικά μέτρα δεν μπορούν να φθάνουν μέχρι του σημείου να υποχρεώνουν τον εργαζόμενο να λαμβάνει την ετήσια άδεια εντός περιορισμένης περιόδου μεταφοράς κατά το επόμενο έτος και να επιβάλλουν ως κύρωση για τη μη τήρηση αυτών των όρων την αυτόματη απόσβεση του δικαιώματος άδειας. Επομένως, η άνευ ανταλλάγματος απώλεια του δικαιώματος αντιφάσκει προς τον σκοπό της οδηγίας.

29.      Ως προς το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αποτελούσα το έρεισμα της νομολογίας του Δικαστηρίου συλλογιστική, κατά την οποία η αντί του δικαιώματος ετήσιας άδειας χορήγηση χρηματικής αποζημιώσεως δεν συνάδει κατ’ αρχήν με την οδηγία 2003/88, έχει a fortiori εφαρμογή και σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε η ετήσια άδεια έχει αυτομάτως ως συνέπεια την απώλειά της.

30.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση στις προφορικές παρατηρήσεις της έθεσε το ζήτημα της κατ’ αρχήν δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 2003/88 σε περιπτώσεις οφειλόμενης σε ασθένεια απουσίας εργαζομένων, καθόσον αυτές δεν αποτελούν αντικείμενο της ρυθμίσεώς της. Στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88 εμπίπτουν αποκλειστικώς οι εν ενεργεία εργαζόμενοι, με συνέπεια στην παρούσα υπόθεση να εφαρμόζεται μόνο το εθνικό δίκαιο. Η πολυμορφία των εθνικών ρυθμίσεων δεν επιτρέπει πάντως τη συναγωγή συμπερασμάτων γενικής ισχύος ως προς τα δικαιώματα ασθενούντων εργαζομένων.

VI – Νομική εκτίμηση

 Επί του πρώτου ερωτήματος

1.      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

31.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το Landesarbeitsgericht Düsseldorf θέτει ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, ιδίως δε της εκφράσεως «σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές για την απόκτηση [...] και τη χορήγηση». Από νομικής απόψεως, το ερμηνευτικό αυτό ζήτημα αφορά το αν και κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν αρμοδιότητα να καθορίζουν τις κατά νόμο προϋποθέσεις για την απώλεια του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας.

32.      Ως προς την κατανομή των νομοθετικών αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών της όσον αφορά τις ρυθμίσεις περί δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι με την έκδοση της οδηγίας 2003/88 ο κοινοτικός νομοθέτης χρησιμοποίησε ένα είδος νομοθετήματος, το οποίο ναι μεν, κατά το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, παρέχει περιθώριο εκτιμήσεως στις εθνικές αρχές ως προς την επιλογή του τύπου και των μέσων, για την ενσωμάτωση των ρυθμίσεών του στην εσωτερική έννομη τάξη ταυτοχρόνως όμως τους θέτει όρια, καθόσον η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (5). Επομένως, στο πλαίσιο της μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη των ρυθμίσεων περί του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, παρέχεται στις εθνικές έννομες τάξεις ευρύ αλλά όχι απεριόριστο περιθώριο εκτιμήσεως (6). Επομένως, τα κράτη μέλη οφείλουν κατά την υλοποίηση της αφορώσας τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο κανονιστικής επιταγής του άρθρου 7 να λαμβάνουν πάντοτε υπόψη τους σκοπούς της οδηγίας 2003/88.

2.      Το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ως κοινωνικό θεμελιώδες δικαίωμα

33.      Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, είναι αναγκαία, κατά τη γνώμη μου, μια μακρά αναδρομή και η εξέταση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών τόσο υπό τη μορφή του ως δικαιώματος παρεχομένου από το παράγωγο δίκαιο εντός της κοινοτικής έννομης τάξεως όσο και στο ευρύτερο πλαίσιο των κοινωνικών θεμελιωδών δικαιωμάτων.

34.      Όσον αφορά τον σκοπό της οδηγίας 2003/88, τόσο από το άρθρο 137 ΕΚ, που συνιστά το νομικό έρεισμα αυτής της οδηγίας, όσο και από την πρώτη, την τέταρτη, την έβδομη και την όγδοη αιτιολογική σκέψη αυτής, καθώς και από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, προκύπτει ότι η οδηγία έχει ως στόχο τον καθορισμό των στοιχειωδών προδιαγραφών για την προώθηση της βελτιώσεως των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων με την προσέγγιση των εθνικών διατάξεων ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας (7). Η σχετική με την οργάνωση του χρόνου εργασίας εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο αποσκοπεί στην εξασφάλιση καλύτερης προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, παρέχοντας σε αυτούς, μεταξύ άλλων, ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας ημερήσια και εβδομαδιαία ανάπαυση, καθώς και επαρκή διαλείμματα, και ορίζοντας ανώτατο όριο διάρκειας εργασίας ανά εβδομάδα (8).

35.      Εντούτοις, κατά την ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας δεν θεσπίσθηκε για πρώτη φορά με την οδηγία περί του χρόνου εργασίας, αλλά συγκαταλέγεται πράγματι προ πολλού, ανεξαρτήτως της διάρκειας του εξασφαλιζόμενου χρόνου άδειας, στα αναγνωριζόμενα από το διεθνές δίκαιο κοινωνικά θεμελιώδη δικαιώματα (9). Σε διεθνές επίπεδο, το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα μνημονεύεται, παραδείγματος χάριν, στο άρθρο 24 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (10), το οποίο αναγνωρίζει σε κάθε πρόσωπο «το δικαίωμα στην ανάπαυση, σε ελεύθερο χρόνο και, ιδιαίτερα, σε λογικό περιορισμό του χρόνου εργασίας και σε περιοδικές άδειες με πλήρεις αποδοχές». Αναγνωρίζεται ομοίως στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης (11), καθώς και στο άρθρο 7, στοιχείο δ΄, του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα (12) ως έκφραση του δικαιώματος κάθε προσώπου για δίκαιες και ευνοϊκές συνθήκες εργασίας.

36.      Στο πλαίσιο της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας (ΔΟΕ), ως ειδικής οργανώσεως των Ηνωμένων Εθνών, το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας έχει μέχρι τούδε αποτελέσει το αντικείμενο δύο πολυμερών συμβάσεων, από τις οποίες η υπ’ αριθ. 132 (13), που τέθηκε σε ισχύ στις 30 Ιουνίου 1973, τροποποίησε τη μέχρι τότε ισχύουσα υπ’ αριθ. 52 (14). Οι συμβάσεις αυτές περιέχουν δεσμευτικούς κανόνες για τα συμβαλλόμενα μέρη σε σχέση με την υλοποίηση αυτού του θεμελιώδους κοινωνικού δικαιώματος εντός των εθνικών τους εννόμων τάξεων.

37.      Αυτές οι ποικιλόμορφες διεθνείς πράξεις διαφέρουν πάντως τόσο ως προς το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο όσο και ως προς την κανονιστική τους έκταση, δεδομένου ότι σε ορισμένες περιπτώσεις πρόκειται για συμβάσεις διεθνούς δικαίου, σε άλλες δε για απλώς πανηγυρικές διακηρύξεις χωρίς δεσμευτικά νομικά αποτελέσματα (15). Επίσης, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής εμφανίζεται διαφοροποιημένο, οπότε ο κύκλος των ενδιαφερομένων ουδόλως είναι ο αυτός. Επιπροσθέτως, στα υπογράψαντα αυτές τις πράξεις κράτη έχει παραχωρηθεί κατά κανόνα ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως ως προς τη μεταφορά τους στο εθνικό δίκαιο, οπότε οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να επικαλεσθούν άμεσα αυτό το δικαίωμα. Εντούτοις, είναι χαρακτηριστικό ότι όλες αυτές οι διεθνείς πράξεις περιλαμβάνουν με σαφή διατύπωση την αξίωση για άδεια μετ’ αποδοχών στα θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων.

38.      Ακόμη σημαντικότερο είναι, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι το δικαίωμα αυτό περιελήφθη στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (16) επιβεβαιώνοντας κατά τον πλέον έγκυρο και οριστικό τρόπο του χαρακτήρα του ως θεμελιώδους δικαιώματος (17). Πράγματι, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη ορίζει ότι «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης, καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών». Από την άποψη του ιστορικού γενέσεώς της, η διάταξη αυτή έχει ως πρότυπο το άρθρο 2, παράγραφος 3, του Κοινωνικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και το σημείο 8 του Κοινοτικού Χάρτη των Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων (18), ενώ η οδηγία 93/104, ως πρόδρομος της νυν οδηγίας 2003/88 ελήφθη ευρέως υπόψη, όπως συνάγεται από τις διευκρινίσεις της Γραμματείας του Προεδρείου της Συνελεύσεως (19).

39.      Επομένως, στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων το δικαίωμα για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διατυπώνεται ως ανθρώπινο δικαίωμα που ανήκει σε κάθε άτομο (20). Βεβαίως, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως επίσης και σε ορισμένες από τις προπαρατεθείσες πράξεις διεθνούς δικαίου, δεν έχει προσδοθεί περιεχόμενο γνησίως κανονιστικού χαρακτήρα, οπότε πρέπει πρωτίστως να θεωρηθεί ότι αυτός συνιστά διακήρυξη πολιτικού περιεχομένου. Εντούτοις, έχω τη γνώμη ότι θα ήταν άστοχο να γίνει δεκτό ότι στερείται κάθε σημασίας κατά την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου (21). Ανεξαρτήτως του ζητήματος, που χρήζει ακόμη διευκρινίσεως στο μέλλον, της τελικώς οριστικής θέσεώς του εντός της έννομης τάξεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ο Χάρτης συνιστά συγκεκριμενοποίηση κοινών ευρωπαϊκών θεμελιωδών αξιών (22).

40.      Αντανακλά επίσης σε μεγάλο βαθμό κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Καθόσον μπορώ να εκτιμήσω, είναι κάλλιστα δυνατό να συναχθεί αυτό το συμπέρασμα σε σχέση με το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας, δεδομένου ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη έχει ως πρότυπό του ανάλογες διατάξεις περιλαμβανόμενες στα συντάγματα πολυάριθμων κρατών μελών (23). Επομένως, είναι απολύτως εύλογο σε μια διαφορά που αφορά τη φύση και το περιεχόμενο ενός θεμελιώδους δικαιώματος, όπως η υπό εν προκειμένω, να ληφθεί ως έρεισμα η βασική σκέψη του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη κατά την ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 (24).

3.      Το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας στο κοινοτικό δίκαιο

 α)     Η αρμοδιότητα των κρατών μελών ως προς τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο

41.      Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την έκταση εφαρμογής του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, κρίνοντας ότι «[τ]ο δικαίωμα κάθε εργαζομένου για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πρέπει να θεωρηθεί ως αρχή του κοινοτικού κοινωνικού δικαίου με ιδιαίτερη σημασία, από την οποία δεν μπορεί να γίνεται παρέκκλιση και της οποίας η εφαρμογή από τις αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να γίνεται εντός των ορίων που προβλέπει ρητά η ίδια η οδηγία» (25). Οι διατάξεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 έχουν διατυπωθεί ως κανόνας που επιτάσσει ότι ο εργαζόμενος πρέπει να μπορεί να απολαύει ουσιαστικής αναπαύσεως, χάριν αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του (26).

42.      Για να καταστεί δυνατή η επίτευξη των σκοπών της οδηγίας, πρέπει, σύμφωνα και με τη νομολογία, να ληφθεί ως βάση ότι η προστασία που παρέχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 εκτείνεται σε βάθος χρόνου, οπότε οι ακόλουθες παρατηρήσεις ισχύουν ομοίως για την άδεια που λαμβάνεται όχι κατά το αντίστοιχο έτος, αλλά μεταγενέστερα. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει πράγματι διαπιστώσει ότι το θετικό αποτέλεσμα της ετήσιας άδειας για την ασφάλεια και την υγεία του εργαζομένου επέρχεται μεν πλήρως όταν η άδεια χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του έτους για το οποίο προβλέπεται, δηλαδή κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς, πλην όμως αυτός ο χρόνος αναπαύσεως δεν χάνει την αξία του από την άποψη του παραπάνω αποτελέσματος, αν χρησιμοποιηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο. Δεδομένου ότι η άδεια μπορεί να συμβάλει στην ασφάλεια και την υγεία του εργαζομένου, ακόμα και αν ληφθεί σε μεταγενέστερο έτος, εμπίπτει και σ’ αυτήν την περίπτωση στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (27).

43.      Κατά τη νομολογία, η συμβολή των κρατών μελών στην πραγμάτωση αυτού του δικαιώματος μπορεί να είναι σημαντική, δεδομένου ότι, προκειμένου να εκπληρώσουν την υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο που τους επιβάλλει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, οφείλουν να καθορίσουν τις αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής στο εσωτερικό δίκαιο (28). Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να καθορίσουν τους όρους ασκήσεως και εφαρμογής του δικαιώματος για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, όπου τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να διευκρινίζουν τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες οι εργαζόμενοι μπορούν να κάνουν χρήση του εν λόγω δικαιώματος που απολαύουν βάσει του συνόλου του χρόνου εργασίας που έχουν συμπληρώσει (29).

44.      Η περιεχόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 παραπομπή στις εθνικές νομοθεσίες σκοπεί ιδίως στο να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να καθορίσουν το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τις οργανωτικές και διαδικαστικές πτυχές κτήσεως του δικαιώματος για άδεια, όπως π.χ. τον προγραμματισμό των περιόδων άδειας, την ενδεχόμενη υποχρέωση του εργαζομένου να γνωστοποιεί στον εργοδότη πότε θέλει να πάρει την άδειά του, την απαίτηση παροχής εργασίας για ένα τουλάχιστον χρονικό διάστημα πριν καταστεί δυνατή η λήψη της άδειας, τα κριτήρια για τον αναλογικό υπολογισμό του δικαιώματος για ετήσια άδεια όταν η διάρκεια της σχέσεως εργασίας είναι μικρότερη του έτους κ.λπ. (30) Πρόκειται όμως πάντοτε για μέτρα που προορίζονται να καθορίσουν τους όρους κτήσεως και χορηγήσεως του δικαιώματος για άδεια, τα οποία επιτρέπονται, ως τέτοια, από την οδηγία 2003/88.

45.      Από την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας με την Κοινότητα κατά το άρθρο 10 ΕΚ συνάγεται εξ αντιδιαστολής η κατά το κοινοτικό δίκαιο υποχρέωση των κρατών μελών να απέχουν, κατά τη μεταφορά του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 στο εθνικό δίκαιο, από κάθε τι που θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην επίτευξη αυτού του σκοπού (31). Αυτό αφορά ειδικότερα τη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας (32). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο, με την απόφαση BECTU (33), έκρινε μια ρύθμιση κράτους μέλους που προβλέπει έναν όρο προς κτήση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ο οποίος εμποδίζει την ίδια τη γένεσή του για ορισμένους εργαζομένους, ως μη συνάδουσα με το κοινοτικό δίκαιο, αιτιολογώντας την κρίση αυτή με τη σκέψη ότι η εν λόγω ρύθμιση όχι μόνον στερεί της ουσίας του ένα ατομικό δικαίωμα που απονέμει ρητώς η οδηγία 93/104, αλλά έρχεται, επίσης, σε αντίθεση προς τον σκοπό αυτής της οδηγίας.

46.      Φρονώ ότι με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο εφάρμοσε την αρχή της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου και ορθώς διέγνωσε ότι ένα κράτος μέλος, το οποίο μπορεί να αποφασίσει την παροχή δικαιώματος, μπορεί επίσης να το περιορίσει ή ακόμη και να το εξουδετερώσει, εξαρτώντας την κτήση του από προϋποθέσεις που δύσκολα μπορούν να πληρούνται. Έχω τη γνώμη ότι ένα τέτοιο δικαίωμα μπορεί επίσης να περιορίζεται και στην περίπτωση που αναγνωριστεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να καθορίζουν τις προϋποθέσεις απωλείας του δικαιώματος, δεδομένου ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις πρόκειται για την ίδια την υπόσταση αυτού του δικαιώματος.

47.      Πράγματι, θα ετίθετο ομοίως σε κίνδυνο η διασφάλιση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, αν σε κράτος μέλος παραχωρούνταν η εξουσία να ορίζει υπό ποιες περιστάσεις ο εργαζόμενος χάνει αυτό το δικαίωμα μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας. Συναφώς, πρόκειται πλέον όχι για την απόφαση ως προς τον τρόπο της εφαρμογής της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας (34), δηλαδή της διασφαλίσεως αυτού του δικαιώματος, αλλά για τον ορισμό του περιεχομένου μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, ήτοι του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88.

48.      Ερμηνεία αυτής της διατάξεως υπό την έννοια ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας χάνεται μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου, μολονότι ο εργαζόμενος δεν είχε τη δυνατότητα να ζητήσει τη χορήγηση αδείας λόγω οφειλόμενης σε ασθένεια ανικανότητας προς εργασία, βαίνει πράγματι πολύ πέραν του απλού αποκλεισμού ορισμένων εργαζομένων από αυτό το δικαίωμα μέσω περιορισμού του προσωπικού πεδίου εφαρμογής αυτής της διατάξεως (35).

49.      Πάντως, συνεπεία της εναρμονίσεως σ’ αυτόν τον τομέα του κοινωνικού δικαίου που αφορά την προστασία της εργασίας, η οποία εναρμόνιση επιδιώκεται κατά το άρθρο 137, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΚ που αποτελεί το έρεισμα της οδηγίας 2003/88, η αρμοδιότητα καθορισμού του περιεχομένου αυτού του δικαιώματος ανήκει πλέον στην Κοινότητα (36). Αν πράγματι ήταν στη διάθεση των κρατών μελών, θα ήταν ουσιαστικώς αδύνατη η σε κοινοτική διάσταση εξασφάλιση ενός συγκρίσιμου επιπέδου προστασίας και, επομένως, της επιτεύξεως του σκοπού της εναρμονίσεως. Γι’ αυτόν τον λόγο, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι η απώλεια του δικαιώματος άδειας είναι ζήτημα που αφορά τις λεπτομέρειες χορηγήσεως της άδειας και εμπίπτει στην κανονιστική αρμοδιότητα των κρατών μελών.

 β)     Το εξασφαλιζόμενο από το κοινοτικό δίκαιο επίπεδο προστασίας

50.      Περαιτέρω, θεωρώ ότι είναι σημαντικό να υπενθυμισθεί ότι η ελευθερία των κρατών μελών κατά την επιλογή των εθνικών μέτρων εφαρμογής περιορίζεται από το γεγονός ότι το άρθρο 137, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΚ επιδιώκει με τη θέσπιση ελαχίστων προδιαγραφών να εξασφαλισθεί ορισμένο, καθοριζόμενο από το κοινοτικό δίκαιο, επίπεδο προστασίας, κάτω του οποίου δεν επιτρέπονται ρυθμίσεις των κρατών μελών. Όπως τόνισε το Δικαστήριο στην απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (37) σε σχέση με τον όρο «ελάχιστες προδιαγραφές» κατά την έννοια του πρότερου νομικού ερείσματος στο άρθρο 118 Α της Συνθήκης ΕΚ, η διάταξη αυτή δεν περιορίζει την κοινοτική παρέμβαση στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο προστασίας που έχει επιτευχθεί στα διάφορα κράτη μέλη. Αντιθέτως, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να εξασφαλίσουν ακόμη μεγαλύτερη προστασία σε σχέση με το ενδεχομένως υψηλό επίπεδο προστασίας που απορρέει από το κοινοτικό δίκαιο.

51.      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γράμμα του άρθρου 136 ΕΚ, το οποίο θέτει ως στόχο της κοινωνικής πολιτικής «τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας». Ο στόχος αυτός, όπως ρητώς προβλέπεται, πρέπει να επιτευχθεί μέσω εναρμονίσεως «με παράλληλη διατήρηση της προόδου» (38). Για την επίτευξη αυτών των στόχων του πρωτογενούς δικαίου, το άρθρο 15 της οδηγίας 2003/88 εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ή να προωθούν ευνοϊκότερα μέτρα για την ασφάλεια και την προστασία της υγείας των εργαζομένων. Αντιστοίχως, το άρθρο 23 της οδηγίας 2003/88 ορίζει ως προς το επίπεδο της προστασίας των εργαζομένων ότι, μη θιγομένου του δικαιώματος των κρατών μελών να θεσπίσουν διαφορετικές διατάξεις, εφόσον τηρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις της οδηγίας, η θέση σε εφαρμογή της οδηγίας δεν συνιστά βάσιμη δικαιολογία για υποβάθμιση της γενικής προστασίας των εργαζομένων (39).

52.      Η οδηγία 2003/88 προβλέπει το κατώτατο όριο προστασίας που ο κοινοτικός νομοθέτης έχει τη βούληση να διασφαλίσει στον τομέα του διέποντος τις άδειες δικαίου. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 δεν προβλέπει κανένα περιορισμό του δικαιώματος άδειας. Ούτε ο όρος ότι ο εργαζόμενος πρέπει να ζητήσει εγκαίρως και να λάβει όντως την άδεια εντός ορισμένης χρονικής περιόδου, δηλαδή έως το τέλος του έτους αναφοράς ή της περιόδου μεταφοράς, ούτε η απώλεια του δικαιώματος προβλέπονται στην οδηγία. Επίσης, το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις, παρέκκλιση από τις οποίες επιτρέπει ρητώς το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/88 (40).

53.      Επομένως, ενσυνειδήτως ο κοινοτικός νομοθέτης διαμορφώνει κατώτατο επίπεδο προστασίας ευνοϊκότερο εκείνου που εγγυάται η Σύμβαση 132 της ΔΟΕ (41). Ενώ το άρθρο 9 της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ προβλέπει για τη χορήγηση και τη λήψη της ετήσιας άδειας χρονικό όριο ενός έτους ή δεκαοκτώ μηνών από της λήξεως του έτους ως προς το οποίο αποκτήθηκε το δικαίωμα άδειας (42), ελλείπει παντελώς αντίστοιχη ρύθμιση στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88. Μπορεί, συνεπώς, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προστασία που ο κοινοτικός νομοθέτης επιδιώκει να διασφαλίσει στους εργαζομένους είναι ευρύτερη από αυτή των εργατικού δικαίου κανόνων του διεθνούς συμβατικού δικαίου (43).

54.      Ερμηνεία, επομένως του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, κατά την οποία το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών χάνεται μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου, ούτε συνάδει με τον σκοπό του κοινοτικού νομοθέτη, που έγκειται στην εξασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας από αυτό της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ, ούτε ανευρίσκει έρεισμα στο γράμμα αυτής της διατάξεως.

 γ)     Σύνδεση του δικαιώματος άδειας με την ικανότητα προς εργασία

i)      Δυνατότητα κατ’ αναλογίαν εφαρμογής των αρχών που έχουν διαμορφωθεί νομολογιακώς

55.      Σε αντίθεση προς την άποψη της Βρετανικής και της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει το ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 συνδέει το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών με την ικανότητα προς εργασία του εργαζομένου κατά το έτος της άδειας ή την περίοδο μεταφοράς. Βεβαίως, θα μπορούσε κατ’ αρχήν να προβληθεί η αντίρρηση ότι ο εργαζόμενος που ήταν απών λόγω ασθενείας και δεν εργάσθηκε δεν χρειάζεται χρόνο αναπαύσεως. Όπως όμως ορθώς εκθέτει η Επιτροπή, η προσέγγιση αυτή δεν συνάδει προς αυτή του Δικαστηρίου στις αποφάσεις Merino Gómez (44) και Federatie Nederlandse Vakbeweging (45).

56.      Το Δικαστήριο κλήθηκε στην υπόθεση Merino Gómez να εξετάσει την κατά το κοινοτικό δίκαιο σχέση της ετήσιας άδειας με την άδεια μητρότητας. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για το ζήτημα αν, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες συλλογικές συμφωνίες, συναφθείσες μεταξύ μιας επιχειρήσεως και των εκπροσώπων των εργαζομένων, καθορίζουν τις ημερομηνίες αδειών όσον αφορά το σύνολο του προσωπικού, οι δε ημερομηνίες αυτές συμπίπτουν με την άδεια μητρότητας μιας εργαζομένης, η εργαζομένη δικαιούται, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, του άρθρου 11, σημείο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ (46) και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ (47), να λάβει την ετήσια άδειά της κατά τη διάρκεια περιόδου διαφορετικής της συμφωνηθείσας και μη συμπίπτουσας με αυτήν της άδειάς της μητρότητας. Το Δικαστήριο διαπίστωσε συναφώς ότι ο σκοπός του δικαιώματος για ετήσια άδεια είναι διαφορετικός αυτού του δικαιώματος για άδεια μητρότητας. Το τελευταίο αποβλέπει, αφενός, στην προστασία της βιολογικής καταστάσεως της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της και ύστερα απ’ αυτήν και, αφετέρου, στην προστασία των ιδιαίτερων σχέσεων μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της κατά τη διάρκεια της περιόδου που ακολουθεί την εγκυμοσύνη και τον τοκετό (48). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μια εργαζομένη πρέπει να μπορεί να λάβει την ετήσια άδειά της σε περίοδο διαφορετική αυτής της άδειάς της μητρότητας (49).

57.      Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε αυτή την αρχή με την απόφαση Federatie Nederlandse Vakbeweging και τη διευκρίνισε υπό την έννοια ότι η σώρευση στο τέλος του έτους ημερών από διάφορες άδειες που χορηγούνται βάσει του κοινοτικού δικαίου, ενδέχεται να καθιστά αναπόφευκτη τη μεταφορά της ετήσιας άδειας ή ενός μέρους της στο επόμενο έτος (50), διότι η άδεια που χορηγείται βάσει του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να θίξει το δικαίωμα λήψεως άλλης άδειας χορηγούμενης βάσει του δικαίου αυτού (51).

58.      Μολονότι, βεβαίως, η εγκυμοσύνη δεν εξομοιούται με κατάσταση ασθενείας, μπορούν να παρατεθούν αρκετοί λόγοι για μια κατ’ αναλογία εφαρμογή αυτής της νομολογίας στη σχέση μεταξύ ετήσιας άδειας και άδειας λόγω ασθενείας. Πράγματι, όπως και η άδεια μητρότητας, η άδεια λόγω ασθενείας σκοπεί στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του εργαζομένου, καθόσον με την απαλλαγή από την υποχρέωση εργασίας και τη χορήγηση περιόδου αναπαύσεως του παρέχεται η δυνατότητα ανακτήσεως των δυνάμεών του και επανεντάξεως αργότερα στη θέση εργασίας του. Επομένως, αντιθέτως προς την ετήσια άδεια, η οποία χρησιμεύει για ανάπαυση, αποστασιοποίηση και ανάκτηση δυνάμεων, η άδεια λόγω ασθενείας σκοπό έχει αποκλειστικά την ανάρρωση και την ίαση, δηλαδή την έξοδο από μια παθολογική κατάσταση, της οποίας τα αίτια, επιπλέον, βρίσκονται εκτός της σφαίρας επιρροής του οικείου εργαζομένου (52).

59.      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, σύμφωνα με την άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που διαμόρφωσε το Δικαστήριο, δεν είναι δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το δικαίωμα του ενάγοντος της κύριας δίκης να λάβει πράγματι την άδειά του χάνεται, διότι άλλως θα καθίστατο δυσχερής η επίτευξη των διαφορετικών σκοπών της ετήσιας άδειας και της αναρρωτικής άδειας. Η βασική σκέψη της προπαρατεθείσας νομολογίας είναι ότι θα έπρεπε να απαγορεύεται η σε βάρος της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών χορήγηση άδειας λόγω ασθενείας, διότι άλλως θα καθίστατο κενό περιεχομένου αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα.

ii)    Προσβολή του πνεύματος και του σκοπού του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88

–       Ενδεχόμενο ερμηνείας ερχόμενης σε αντίθεση προς τον σκοπό της της διατάξεως

60.      Πέραν των προαναφερθέντων ενδοιασμών για ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, υπό την έννοια ότι επιτρέπει διάταξη προβλέπουσα την απώλεια του δικαιώματος άδειας μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας, μπορεί να προβληθεί σχετικώς ως πρόσθετο επιχείρημα ότι μια τέτοια ερμηνεία δεν συνάδει με τον σκοπό της οδηγίας 2003/88, που έγκειται στη βελτίωση της υγείας και της προστασίας των εργαζομένων.

61.      Το πνεύμα και ο σκοπός, αρχικώς, της απορρέουσας από το εργατικό δίκαιο απαγορεύσεως να σωρεύονται ημέρες άδειας που δεν έχουν ληφθεί, όπως το προέβλεπαν μέχρι τώρα μερικές εθνικές έννομες τάξεις, μεταξύ των οποίων η γερμανική, συνίσταται προφανώς στο να εξασφαλίζεται ότι η άδεια λαμβάνεται όντως εντός του αντίστοιχου έτους, καθόσον ο εργαζόμενος φέρει ο ίδιος την ευθύνη για την άσκηση του δικαιώματός του άδειας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Με βάση αυτή την αντίληψη, είναι προφανώς λογικό να υφίσταται ο εργαζόμενος τις συνέπειες της παθητικότητάς του ή της καθυστερημένης προβολής αξιώσεως με την απώλεια αυτού του δικαιώματος (53).

62.      Εντούτοις, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο αρχικός σκοπός της κοινωνικής προστασίας του εργαζομένου, που αποτελεί το υπόβαθρο αυτής της ρυθμίσεως και υπ’ αυτή την έννοια ταυτίζεται με αυτό της οδηγίας 2003/88, καταλήγει πράγματι στο αντίθετο αποτέλεσμα, όταν ο εργαζόμενος, για λόγους για τους οποίους δεν είναι δυνατό να ευθύνεται, δεν μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του ετήσιας άδειας. Στις περιστάσεις για τις οποίες δεν φέρει ευθύνη ο εργαζόμενος περιλαμβάνεται, αφενός, η δυνατότητα της εκ προθέσεως μη εκπληρώσεως της παροχής εκ μέρους του εργοδότη, η οποία μάλιστα ανταμείβεται με μια τέτοια ρύθμιση, αλλά και φυσιολογικές, ευρισκόμενες εκτός της σφαίρας επιρροής του ενδιαφερομένου περιστάσεις ανώτερης βίας, όπως η ασθένεια.

63.      Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, από την απώλεια του δικαιώματος άδειας όχι μόνον δεν επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος σκοπός, αλλά η απώλεια αυτή επενεργεί τελικώς ως αντικειμενικώς αδικαιολόγητη κύρωση σε βάρος του εργαζομένου. Μια τέτοια έννομη συνέπεια δεν συνάδει προφανώς με το πνεύμα και τον σκοπό της οδηγίας 2003/88. Κατά συνέπεια, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι η οφειλόμενη σε ασθένεια ανικανότητα προς εργασία του εργαζομένου έχει ως συνέπεια απώλεια του διασφαλιζομένου, ως θεμελιώδους δικαιώματός του για ετήσια άδεια ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας.

–       Ερμηνεία με γνώμονα τα συμφέροντα των μερών της σχέσεως εργασίας

64.      Σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς του εναγομένου της κύριας δίκης, είναι κάλλιστα δυνατή ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, η οποία λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα του εργοδότη και συγχρόνως περιορίζει το θεμελιώδες δικαίωμα ετήσιας άδειας ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας λιγότερο απ’ ό,τι η επίδικη γερμανική ρύθμιση. Όπως ορθώς εκθέτει η Επιτροπή, κρίνεται μάλλον εύλογο να καθορίζει ένα κράτος μέλος προϋποθέσεις, προκειμένου, προς το συμφέρον της υγείας και της ασφάλειας, δικαιώματα άδειας να μεταφέρονται μόνον, παραδείγματος χάριν, καθόσον αυτό είναι αναγκαίο. Ομοίως δυνατή θα ήταν η εφαρμογή μέτρων για τη δημιουργία κινήτρων, προκειμένου να ωθούνται οι εργαζόμενοι να λαμβάνουν την ετήσια άδειά τους εντός λογικού χρονικού διαστήματος κατά το επόμενο έτος.

65.      Η συγκεκριμένη υλοποίηση αυτών των μέτρων σε επίπεδο επιχειρήσεως εναπόκειται περαιτέρω στον εργοδότη, ο οποίος, ως αυτεξούσιος να οργανώνει και να συντονίζει (54), είναι σε θέση να εναρμονίζει όσο το δυνατόν καλύτερα το δικαίωμα των εργαζομένων για τη λήψη άδειας με τις εκάστοτε ανάγκες της επιχειρήσεως.

iii) Σύγκριση με τις ρυθμίσεις της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ

66.      Η σύνδεση του δικαιώματος άδειας με την ικανότητα προς εργασία του εργαζομένου προσκρούει επιπλέον στο ότι κατά το σαφές γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 4, της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ «απουσίες από την εργασία για λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεως του οικείου απασχολούμενου προσώπου, όπως για παράδειγμα ασθένεια, ατύχημα ή μητρότητα, συνυπολογίζονται στον χρόνο υπηρεσίας» (55). Επιπλέον, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ίδιας συμβάσεως ορίζει ρητώς ότι «χρονικά διαστήματα ανικανότητας προς εργασία συνεπεία ασθένειας ή ατυχήματος δεν πρέπει να συνυπολογίζονται στην προβλεπόμενη υποχρεωτικώς ετήσια άδεια ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας».

67.      Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις αυτές, σύμφωνα με τον σκοπό τους, έχουν την έννοια ότι ληφθείσα προηγουμένως άδεια λόγω ασθενείας δεν επιτρέπεται να θίγει το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας (56). Βεβαίως, τα συμβαλλόμενα κράτη, στα οποία περιλαμβάνονται τα πλείστα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (57), οφείλουν το δικαίωμα αυτό «να το εξασφαλίζουν υπό όρους που πρέπει να καθορισθούν σε κάθε χώρα από την αρμόδια αρχή ή με κατάλληλη διαδικασία», πλην όμως και εδώ περιορίζεται η αρμοδιότητα των κρατών μελών στη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων, οπότε θα πρέπει να τους απαγορεύεται να μην εκλαμβάνουν ως χρόνο υπηρεσίας αυτές τις απουσίες από την εργασία.

68.      Επομένως, οι κανόνες της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ συμπίπτουν κατ’ ουσίαν, ως προς τις βασικές νομικές τους εξαγγελίες, με αυτούς της οδηγίας 2003/88 (58). Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ερμηνεύουν αυτούς τους κανόνες και να διαμορφώνουν τις εθνικές έννομες τάξεις τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε απουσίες από την εργασία λόγω ασθενείας να αφήνουν άθικτο το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

69.      Αντικείμενο του δεύτερου ερωτήματος είναι το από κανονιστικής απόψεως περιεχόμενο του προβλεπόμενου στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 δικαιώματος αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια. Η αντισταθμιστική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια, δηλαδή η καταβολή χρηματικού ποσού για μη ληφθείσα ετήσια άδεια, υποκαθιστά την παροχή ελεύθερου χρόνου, όταν η άδεια, συνεπεία της λήξεως της σχέσεως εργασίας, δεν μπορεί πλέον να χορηγηθεί. Το δικαίωμα αυτό αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση από την κατ’ αρχήν απαγόρευση της προβλεπόμενης από την οδηγία αντισταθμιστικής αποζημιώσεως, η οποία κατά τα λοιπά απαγορεύει κατηγορηματικώς στα μέρη μιας σχέσεως εργασίας να αντικαθιστούν ετήσια άδεια –ανεξαρτήτως του αν αυτή θα ελαμβάνετο εντός του τρέχοντος έτους ή εντός της περιόδου μεταφοράς– με χρηματική αποζημίωση.

70.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, σκοπός αυτής της απαγορεύσεως είναι να διασφαλίζεται ότι ο εργαζόμενος μπορεί υπό κανονικές συνθήκες να απολαύει αποτελεσματικής αναπαύσεως, χάριν αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του (59). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα εμποδίζεται η καταχρηστική «εξαγορά» του δικαιώματος άδειας από τον εργοδότη ή η παραίτηση του εργαζομένου από αυτό με βάση καθαρά χρηματοοικονομικές εκτιμήσεις (60).

71.      Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η συνέχιση της καταβολής αμοιβής εργασίας κατά το χρονικό διάστημα της άδειας, η οποία συνίσταται στο να βρίσκεται ο εργαζόμενος κατά το χρονικό αυτό διάστημα σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη των περιόδων εργασίας, όσον αφορά τις αποδοχές του (61). Με άλλα λόγια, ο όρος της καταβολής αυτού του επιδόματος άδειας εξασφαλίζει ότι ο εργαζόμενος είναι πράγματι σε θέση από οικονομικής απόψεως να ζητήσει την ετήσια άδειά του (62). Τίποτε διαφορετικό δεν επιδιώκεται με την αντισταθμιστική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια. Η υπό μορφή υποκαταστάσεως χρηματική αποζημίωση σκοπεί πράγματι να παράσχει στον εργαζόμενο, κατ’ αρχήν και μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας, ένα χρονικό διάστημα αναπαύσεως στη διάρκεια του οποίου θα λαμβάνει τις αποδοχές του, πριν εισέλθει σε νέα σχέση εργασίας (63). Επομένως, η μη ύπαρξη δυνατότητας αποζημιώσεως θα είχε ως συνέπεια να μη μπορεί να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος με την οδηγία 2003/88 σκοπός της αναπαύσεως του εργαζομένου.

72.      Το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση Robinson-Steele (64) ότι κατά την οδηγία 2003/88 το δικαίωμα ετήσιας άδειας και αυτό της καταβολής του επιδόματος άδειας αποτελούν τις δύο όψεις ενός ενιαίου δικαιώματος. Κατά τη γνώμη μου, αυτή ακριβώς η λειτουργική ταύτιση δικαιώματος καταβολής μισθού και δικαιώματος αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια συνηγορεί υπέρ του ότι και το δεύτερο πρέπει να θεωρηθεί ως αδιάσπαστο μέρος του δικαιώματος ελάχιστης ετήσιας άδειας.

73.      Συναφώς, η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ήδη από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Πράγματι, αν η αυτόματη απώλεια του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας έρχεται σε αντίθεση, όπως διαπιστώθηκε, προς τον σκοπό της οδηγίας 2003/88, τότε το ίδιο πρέπει ομοίως να ισχύσει για το συνδεόμενο με το δικαίωμα άδειας δικαίωμα αντισταθμιστικής αποζημιώσεως ως παρεπόμενο δικαίωμα.

74.      Αντιθέτως, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του εναγομένου της κύριας δίκης, κατά τον οποίο η προοπτική αποζημιώσεως για ενδεχομένως επί πολλά έτη σωρευθέντα σε σημαντικό βαθμό δικαιώματα άδειας κατά τη λήξη της σχέσεως εργασίας, θα μπορούσε να ωθήσει τον εργοδότη να καταγγείλει προώρως τη σχέση που τον συνδέει με χρονίως ασθενούντες εργαζομένους. Στον ισχυρισμό αυτόν μπορεί πράγματι να αντιταχθεί ότι ακριβώς η έλλειψη υποχρεώσεως του εργοδότη προς αντισταθμιστική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα άδεια θα μπορούσε να τον ενθαρρύνει να απολύει εργαζομένους πριν από τη χορήγηση της ετήσιας άδειας, διότι άλλως θα υποχρεούνταν να σεβαστεί το δικαίωμα του εργαζομένου για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88. Αν η επιδίωξη είναι η αποτροπή της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος καταγγελίας με σκοπό την παράκαμψη αυτού του διασφαλιζόμενου από το κοινοτικό δίκαιο θεμελιώδους δικαιώματος, τότε πρέπει σε κάθε περίπτωση να αναγνωρίζεται στον εργαζόμενο δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως ως υποκατάστατο οφειλόμενης και μη ληφθείσας άδειας κατά τη λήξη της σχέσεως εργασίας.

75.      Ούτε από μια συγκριτικού δικαίου εξέταση των σχετικών διατάξεων της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ δικαιολογείται η συναγωγή διαφορετικού συμπεράσματος. Το άρθρο 11 της Συμβάσεως θεσπίζει το κατ’ αρχήν δικαίωμα αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια του εργαζομένου ανάλογης προς τον χρόνο υπηρεσίας για τον οποίο δεν έχει λάβει μια τέτοια άδεια. Δεδομένου ότι και εδώ το δικαίωμα αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια συνδέεται με το δικαίωμα ετήσιας άδειας ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας ως πρωτογενές δικαίωμα, πρέπει να ληφθεί ως βάση το άρθρο 5, παράγραφος 4, της Συμβάσεως, κατά το οποίο απουσίες από την εργασία για λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεως του απασχολούμενου προσώπου, όπως για παράδειγμα ασθένεια, ατύχημα ή μητρότητα, συνυπολογίζονται στον χρόνο υπηρεσίας (65). Κατά συνέπεια, ανικανότητα προς εργασία λόγω ασθενείας δεν μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο δικαίωμα αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για μη ληφθείσα άδεια.

76.      Με βάση αυτά τα δεδομένα, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο εργαζόμενος έχει σε κάθε περίπτωση δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως ως υποκατάστατο οφειλόμενης και μη ληφθείσας άδειας κατά τη λήξη της σχέσεως εργασίας.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

77.      Όπως διαπιστώθηκε, τόσο από την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 (66) όσο και από τους νομικούς λόγους που επέβαλαν τη θέσπιση του άρθρου 5, παράγραφος 4, της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ (67), συνάγεται ότι ο χρόνος ασθενείας πρέπει να εξομοιώνεται προς τον χρόνο υπηρεσίας, δεδομένου ότι πρόκειται για απουσία από την εργασία για λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεως του εργαζομένου, η οποία, επομένως, είναι δικαιολογημένη.

78.      Ως εκ τούτου, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα γεννώνται όλα τα δικαιώματα του εργαζομένου, περιλαμβανομένου του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, η οποία μπορεί να ληφθεί όταν αποκατασταθεί η ικανότητα προς εργασία ή η οποία –σε περίπτωση λήξεως της σχέσεως εργασίας– αντικαθίσταται από την καταβολή αντισταθμιστικής αποζημιώσεως, ακόμη κι αν έχει επέλθει πλήρης ανικανότητα βιοπορισμού.

79.      Η γένεση του δικαιώματος ετήσιας άδειας ή αντισταθμιστικής αποζημιώσεως δεν συνδέεται βασικά με την προϋπόθεση να έχει όντως παρασχεθεί εργασία προηγουμένως, οπότε ο εργαζόμενος έχει αυτά τα δικαιώματα ακόμη και αν απουσίαζε λόγω ασθενείας κατά τη διάρκεια όλου του έτους αναφοράς.

80.      Ως προς το μέρος του ερωτήματος που αφορά το ευρύτερο ζήτημα αν τα δικαιώματα αυτά γεννώνται σε περίπτωση επίσης αδικαιολόγητης απουσίας κατά τη διάρκεια όλου του έτους αναφοράς, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι, κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με το οποίο το Δικαστήριο τους παρέχει τα ερμηνευτικά στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (68).

81.      Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει (69).

82.      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επίσης δεχθεί ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πρέπει να ερευνά τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον είναι αρμόδιο να απαντήσει. Δεν είναι δυνατόν να προβληθεί άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (70).

83.      Πράγματι, το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να πρυτανεύει κατά τη λειτουργία της διαδικασίας των προδικαστικών ερωτημάτων συνεπάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο σέβεται την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, η οποία συνίσταται στη συμβολή για την απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών σχετικών με γενικά ή υποθετικά ερωτήματα (71).

84.      Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι ο ενάγων της κύριας δίκης είχε δηλωθεί ασθενής με ιατρική βεβαίωση συνεχώς από τις 8 Σεπτεμβρίου 2004 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, ήτοι έως το χρονικό σημείο της λήξεως της σχέσεως εργασίας. Επομένως, η απουσία του ήταν σαφώς δικαιολογημένη, οπότε το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να απαντήσει στο μέρος του ερωτήματος που αφορά το ζήτημα αν το δικαίωμα ετήσιας άδειας ή χρηματικής αντισταθμίσεως γεννάται στην περίπτωση επίσης αδικαιολόγητης απουσίας, δεδομένου ότι αυτό υποβάλλεται αλυσιτελώς.

VII – Πρόταση

85.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που έθεσε το Landesarbeitsgericht Düsseldorf με την αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως ακολούθως:

1.      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ έχει την έννοια ότι οι εργαζόμενοι πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνουν ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Ειδικότερα, πρέπει σε μεταγενέστερο χρόνο να χορηγείται στον εργαζόμενο άδεια την οποία δεν έλαβε λόγω ασθενείας κατά το έτος αναφοράς.

2.      Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ έχει την έννοια ότι οι εργαζόμενοι, σε περίπτωση λήξεως της σχέσεως εργασίας, έχουν οπωσδήποτε αξίωση για χρηματική αποζημίωση ως αντιστάθμισμα οφειλόμενης αλλά μη ληφθείσας άδειας (αντισταθμιστική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια).

3.      Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ έχει την έννοια ότι η αξίωση για ετήσια άδεια ή για χρηματοοικονομικής φύσεως υποκατάστατο γεννάται επίσης σε περίπτωση δικαιολογημένης απουσίας (λόγω ασθενείας) καθ’ όλο το έτος της άδειας.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 299, σ. 9.


3 – ΕΕ L 307, σ. 18.


4 – Ο Grad der Behinderung [βαθμός αναπηρίας] (GdB) είναι έννοια του γερμανικού δικαίου που αφορά άτομα με σοβαρή αναπηρία. Πρόκειται για μονάδα μετρήσεως της ανικανότητας που συνεπάγεται η αναπηρία. Η έννοια αυτή χρησιμοποιείται στον κοινωνικό κώδικα IX – Επανορθωτική αγωγή και συμμετοχή ατόμων με ειδικές ανάγκες–. Ο GdB κυμαίνεται από 20 έως 100. Κλιμακώνεται κατά πολλαπλάσια του 10. Ως σοβαρά ανάπηρο θεωρείται κάθε άτομο με βαθμό αναπηρίας τουλάχιστον GdB 50, που διαπιστώνεται από την υπηρεσία πρόνοιας ή από την υπηρεσία κοινωνικών υποθέσεων. Ενδεικτικά σημεία καταχωρίζονται στο δελτίο ταυτότητας ατόμου με σοβαρή αναπηρία και πιστοποιούν ιδιαίτερες βλάβες. Το ενδεικτικό σημείο «G» σημαίνει ότι έχει θιγεί η ικανότητα κινήσεως στο πλαίσιο της οδικής κυκλοφορίας.


5 – Βλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, 48/75, Royer (Συλλογή τόμος 1976, σ. 203, σκέψεις 69 και 73), κατά την οποία «προκύπτει η υποχρέωση των κρατών μελών να επιλέγουν, στο πλαίσιο της ελευθερίας που τους αφήνει το άρθρο 249 ΕΚ, τον τύπο και τα μέσα τα πλέον πρόσφορα ώστε να εξασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα των οδηγιών, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τους».


6 – Βλ. Stärker, L., Kommentar zur EU-Arbeitszeit-Richtlinie, Βιέννη, 2006, σ. 81.


7 – Αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 2001, C‑173/99, BECTU (Συλλογή 2001, σ. I‑4881, σκέψη 37), της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑151/02, Jaeger (Συλλογή 2003, σ. I‑8389, σκέψεις 45 και 47), της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑397/01 έως C‑403/01, Pfeiffer κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I‑8835, σκέψη 91), και της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C‑14/04, Dellas κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I‑10253, σκέψη 40).


8 – Αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000, C‑303/98, Simap (Συλλογή 2000, σ. I‑7963, σκέψη 49), BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 38), Jaeger (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 46), της 12ης Οκτωβρίου 2004, C‑313/02, Wippel (Συλλογή 2004, σ. I‑9483, σκέψη 47), και Dellas κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 41).


9 – Όπως εκθέτει ο γενικός εισαγγελέας Tizzano με τις προτάσεις του της 8ης Φεβρουαρίου 2001 στην υπόθεση BECTU (απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σημείο 22 των προτάσεων), το δικαίωμα για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών περιλαμβάνεται προ πολλού στα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα.


10 – Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υιοθετήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1948 με το ψήφισμα 217 A (III) από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.


11 – Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, που τέθηκε προς υπογραφή από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Τορίνο, στις 18 Οκτωβρίου 1961, και άρχισε να ισχύει στις 26 Φεβρουαρίου 1965. Κατά το άρθρο του 2, παράγραφος 3, τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται, προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος δίκαιων συνθηκών εργασίας, να διασφαλίζουν τη χορήγηση ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον δύο εβδομάδων.


12 – Το Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα υιοθετήθηκε ομοφώνως από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 19 Δεκεμβρίου 1966. Κατά το άρθρο του 7, στοιχείο δ΄, «[τ]α συμβαλλόμενα κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε προσώπου να απολαμβάνει δίκαιους και ευνοϊκούς όρους εργασίας οι οποίοι εξασφαλίζουν ειδικότερα: [...] [τ]ην ανάπαυση, άνεση, λογικό περιορισμό της διάρκειας της εργασίας στις περιοδικές άδειες με αποδοχές καθώς και την καταβολή των ημερών αργίας».


13 – Σύμβαση 132 περί της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (αναθεωρηθείσα το 1970), που υιοθετήθηκε από τη Γενική Διάσκεψη της ΔΟΕ στις 24 Ιουνίου 1970 και τέθηκε σε ισχύ στις 30 Ιουνίου 1973.


14 – Σύμβαση 52 περί της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Διάσκεψη της ΔΟΕ στις 24 Ιουνίου 1936 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Σεπτεμβρίου 1939. Η σύμβαση αυτή αναθεωρήθηκε μαζί με τη Σύμβαση 132, εξακολουθεί όμως να παραμένει ανοικτή προς κύρωση.


15 – Ο Zuleeg, M., «Der Schutz sozialer Rechte in der Rechtsordnung der Europäischen Gemeinschaft», EuropäischeGrundrechte-Zeitschrift, 1992, τεύχος 15/16, σ. 331, επισημαίνει ότι πράξεις χωρίς νομική δεσμευτική ισχύ, όπως ο Κοινοτικός Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, χρησιμεύουν πρωτίστως ως κατευθυντήριες γραμμές προγραμματικού χαρακτήρα. Προσλαμβάνουν νομική σημασία μόνον καθόσον λαμβάνονται υπόψη από δικαστήρια κατά την ερμηνεία ή την περαιτέρω διάπλαση του δικαίου. Ο Balze, W., Überblick zum sozialen Arbeitsschutz in der EU, Europäisches Arbeits- und Sozialrecht, 38. Ergänzungslieferung, 1998, σημείο 4, ορθώς διαπιστώνει ότι, μολονότι ο Κοινοτικός Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων δεν παράγει ο ίδιος, ως πανηγυρική διακήρυξη, νομικώς δεσμευτικά αποτελέσματα, αποτέλεσε πάντως σημαντικό καταλύτη για το υιοθετηθέν στα τέλη του 1989 πρόγραμμα δράσεως της Επιτροπής για την εφαρμογή του Κοινοτικού Χάρτη της 28ης Νοεμβρίου 1989. Το πρόγραμμα δράσεως προέβλεπε συνολικώς 23 συγκεκριμένες προτάσεις οδηγιών, μεταξύ άλλων, στο τομέα της ασφάλειας και της προστασίας της υγείας των εργαζομένων, οι οποίες ως επί το πλείστον μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο έως το 1993. Κατά συνέπεια, πανηγυρικές επίσης διακηρύξεις μπορούν πράγματι τελικώς, ως πηγή εμπνεύσεως για νομοθετική δράση, να αποκτούν σημασία κατά την υλοποίηση των εξαγγελλομένων με αυτές κοινωνικών θεμελιωδών δικαιωμάτων.


16 – Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ C 364, σ. 1).


17 – Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει ο γενικός εισαγγελέας Tizzano με τις προτάσεις του στην υπόθεση BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σημείο 26).


18 – Ο Κοινοτικός Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων υιοθετήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1989 στο Στρασβούργο από τους αρχηγούς και πρωθυπουργούς των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Κατά το σημείο 8 του Κοινοτικού Χάρτη, «κάθε εργαζόμενος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έχει δικαίωμα εβδομαδιαίας αναπαύσεως και ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ως προς τη διάρκεια των οποίων θα πρέπει να επιτευχθεί προοδευτική προσέγγιση, σύμφωνα με τα ισχύοντα σε κάθε κράτος». Ο Eichenhofer, E., HandbuchdesEU-Wirtschaftsrechts (έκδ. Dauses, M. A.), Μόναχο, 2004, τόμος 1, D. III., σημεία 38, 39, κάνει ρητώς εν προκειμένω λόγο για το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ως περιεχόμενο στον Κοινοτικό Χάρτη «κοινωνικό θεμελιώδες δικαίωμα».


19 – Βλ., σχετικώς, Rengeling, H.-W., GrundrechteinderEuropäischenUnion, Κολωνία, 2004, σημείο 1016, σ. 812.


20 – Ο Riedel, E., Charta der Grundrechte der Europäischen Union (έκδ. Jürgen Meyer), 2η έκδοση, Μπάντεν-Μπάντεν, 2006, άρθρο 31, σημείο 20, έχει τη γνώμη ότι η σημασία του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έγκειται προ πάντων στο ότι έχει αναντιρρήτως διατυπώσει ως ένα ελάχιστο κοινωνικής προστασίας τις αρχές ενός ορίου μέγιστης διάρκειας εργασίας, ημερήσιων περιόδων αναπαύσεως και περιόδων αναπαύσεως που πρέπει να χορηγούνται εβδομαδιαίως, ακόμη και στην περίπτωση συνθηκών εργασίας κατά βάρδιες ή με μεταβλητό χρόνο εργασίας, καθώς και την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών ως δικαιώματα του ανθρώπου που ανήκουν σε κάθε άτομο.


21 – Την άποψη αυτή υποστήριξα εσχάτως με τις προτάσεις μου της 3ης Μαΐου 2007 στην υπόθεση C‑62/06, Zefeser (σημεία 54 και 43) σε σχέση με το διασφαλιζόμενο με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Ομοίως, προηγουμένως, ο γενικός εισαγγελέας Tizzano με τις προτάσεις του στην υπόθεση BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σημείο 28), καθώς και ο γενικός εισαγγελέας Léger με τις προτάσεις του της 10ης Ιουλίου 2001 στην υπόθεση C‑353/99 P, Συμβούλιο κατά Hautala (Συλλογή 2001, σ. I‑9565, σημεία 73 έως 86). Το Δικαστήριο επίσης στηρίζεται όλο και συχνότερα στις διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Βλ., εσχάτως, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, C‑540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I‑5769, σκέψη 38), με αναφορά στην περιεχόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις της επίμαχης οδηγίας μνεία του Χάρτη, καθώς και αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I-2271, σκέψη 37), και της 3ης Μαΐου 2007, C‑303/05, Advocaten voor de Wereld (Συλλογή 2007, σ. I‑3633, σκέψη 46).


22 – Βλ., σχετικώς, Poiares Maduro, M., «The double constitutional life of the Charter of Fundamental Rights», UniónEuropeayderechosfundamentalesenperspectivaconstitucional, Μαδρίτη, 2004, σ. 306, Schmitz, T., «Die Charta der Grundrechte der Europäischen Union als Konkretisierung der gemeinsamen europäischen Werte», DieEuropäischeUnionalsWertegemeinschaft, Βερολίνο, 2005, σ. 85, καθώς και Beyer, U./Oehme, C./Karmrodt, F., DerEinflussderEuropäischenGrundrechtechartaaufdieVerfahrensgarantienimUnionsrecht, BeiträgezumTransnationalenWirtschaftsrecht, τεύχος 34, Νοέμβριος 2004, σ. 14. Ο García Perrote Escartín, I., «Sobre el derecho de vacaciones», ScrittiinmemoriadiMassimoD’Antona, τόμος 4 (2004), σ. 3586, διατυπώνει την υπόθεση ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 40, παράγραφος 2, του ισπανικού Συντάγματος, αποτελεί απόρροια όλων των πράξεων διεθνούς δικαίου που αφορούν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Φρονεί ότι οι πράξεις αυτές συνέβαλαν συνολικώς στη δημιουργία μιας οικουμενικής ή ακόμη και ειδικώς ευρωπαϊκής συνειδήσεως για την ύπαρξη αυτού του κοινωνικού θεμελιώδους δικαιώματος.


23 – Κατά το κοινοτικό δίκαιο, εναπόκειται πρωτίστως στα κράτη μέλη να ρυθμίζουν τον τομέα των συνθηκών εργασίας. Αρκετά συνταγματικά κείμενα περιέχουν εγγυήσεις για τις συνθήκες εργασίας που περιλαμβάνουν το δικαίωμα των εργαζομένων για ανάπαυση. Για παράδειγμα, το άρθρο 11, παράγραφος 5, του Συντάγματος του Λουξεμβούργου και το άρθρο 40, παράγραφος 2, του Συντάγματος της Ισπανίας επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξασφαλίζουν υγιεινές συνθήκες εργασίας καθώς και την ανάπαυση των εργαζομένων ή να λαμβάνουν μέριμνα γι αυτή (βλ. González Ortega, S., «El disfrute efectivo de las vacaciones anuales retribuidas: una cuestión de derecho y de libertad personal, de seguridad en el trabajo y de igualdad», Revista española de derecho europeo, τεύχος 11 [2004], σ. 423 επ.). Μια πολύ λεπτομερέστερη, εγγύτατη προς τη διατύπωση του άρθρου 31 του Χάρτη, ρύθμιση περιέχεται στο άρθρο 36 του Συντάγματος της Ιταλίας, η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, δικαίωμα μιας ημέρας αναπαύσεως εβδομαδιαίως και ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Το Σύνταγμα της Πορτογαλίας ήταν μάλλον ένα από τα πρότυπα των ρυθμίσεων του Χάρτη, δεδομένου ότι το άρθρο του 59, παράγραφος 1, στοιχείο d, θεσπίζει το δικαίωμα αναπαύσεως και ελεύθερου χρόνου, ενός ορίου μέγιστης διάρκειας ημερήσιας εργασίας, εβδομαδιαίου χρόνου αναπαύσεως, καθώς και τακτικής άδειας μετ’ αποδοχών (βλ. Vieira De Andrade, J. C., «La protection des droits sociaux fondamentaux dans l’ordre juridique du Portugal», Laprotectiondesdroitssociauxfondamentauxdansles Étatsmembresdel’Unioneuropéenne – Étudededroitcomparé, Αθήνα/Βρυξέλλες/Μπάντεν-Μπάντεν, 2000, σ. 677). Στα πλείστα των παλαιών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας θεμελιώνεται σε ρυθμίσεις απλώς νομοθετικού επιπέδου, οι οποίες αντανακλούν τους σχετικούς κανόνες παραγώγου δικαίου των οδηγιών, καθόσον πρόκειται για πεδία εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Αντιθέτως, στα νέα κράτη μέλη, πλην της Κύπρου, απαντά μια εξαιρετικώς λεπτομερής κωδικοποίηση αυτού του δικαιώματος. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, ως προς το άρθρο 36, στοιχείο f, του Σλοβακικού, το άρθρο 66, παράγραφος 2, του Πολωνικού, το άρθρο 70/B, παράγραφος 4, του Ουγγρικού, το άρθρο 107 του Λεττονικού, καθώς και το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Λιθουανικού Συντάγματος, τα οποία εγγυώνται ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας. Συνθήκες εργασίας γενικώς μνημονεύονται στο Σύνταγμα της Σλοβενίας (άρθρο 66), της Τσεχικής Δημοκρατίας (άρθρο 28), καθώς και της Εσθονίας (άρθρο 29, παράγραφος 4) (βλ. Riedel, E., όπ.π., υποσημείωση 20, άρθρο 31, σημεία 3, 4)


24 – Κατά την άποψη του Smismans, S., «The Open Method of Coordination and Fundamental Social Rights», SocialRightsinEurope (έκδ. Gráinne de Búrca και Bruno de Witte), Οξφόρδη, 2005, σ. 229, σε διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου θα τίθεται κατ’ ανάγκην το ζήτημα της σχέσεως μεταξύ του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως δε του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Κατά τον Laut Krebber, S., Kommentar zu EU-Vertrag und EG-Vertrag (έκδ. Christian Calliess/Matthias Ruffert), 1η έκδοση, Neuwied, 1999, άρθρο 136 ΕΚ, σημείο 35, σ. 1365, ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης και ο Κοινοτικός Χάρτης παρέχουν σημαντική ερμηνευτική αρωγή ως προς την έννοια διατάξεων εργατικού δικαίου σε κοινοτικό επίπεδο. Ο Stärker, L., KommentarzurEU-Arbeitszeit-Richtlinie, Βιέννη, 2006, σ. 81, αποδίδει προφανώς στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ακόμη και κανονιστικό χαρακτήρα, επισημαίνοντας ότι η διάταξη αυτή ορίζει ότι πρέπει να προβλέπεται ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Κατά την άποψη του Benedetti, G., «La rilevanza giuridica della Carta Europea innanzi alla Corte di Giustizia: il problema delle ferie annuali retribuite», CartaEuropeaedirittideiprivati, 2000, σ. 128, 129, σε διαφορά αφορώσα την έκταση εφαρμογής του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας δεν μπορεί να αγνοείται ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, παρά το ότι στερείται νομικής δεσμευτικής ισχύος, δεδομένου ότι περιέχει εξαγγελίες που αντανακλούν τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, λειτουργεί ως σημείο αναφοράς ή ως ερμηνευτικό βοήθημα κατά την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου.


25 – Αποφάσεις BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 43), της 18ης Μαρτίου 2004, C‑342/01, Merino Gómez (Συλλογή 2004, σ. I‑2605, σκέψη 29), Dellas κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 49), της 6ης Απριλίου 2006, C‑124/05, Federatie Nederlandse Vakbeweging (Συλλογή 2006, σ. I‑3423, σκέψη 28).


26 – Απόφαση (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 44).


27 – Απόφαση Federatie Nederlandse Vakbeweging (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψεις 30 και 31).


28 – Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, C‑131/04 και C‑257/04, Robinson-Steele (Συλλογή 2006, σ. I‑2531, σκέψη 57).


29 – Απόφαση BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 53).


30 – Κατά τις παρατηρήσεις της Επιτροπής στην υπόθεση BECTU, τις οποίες επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Tizzano στις προτάσεις του σ’ αυτή την υπόθεση (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 9, σημείο 34).


31 – Κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 10 ΕΚ έπεται ότι η μεταφορά μιας οδηγίας από τα κράτη μέλη πρέπει πρέπει όντως να διασφαλίζει την πλήρη εφαρμογή της (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, C‑62/00, Marks & Spencer, Συλλογή 2002, σ. I‑6325, σκέψεις 24 έως 26, της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑214/98, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 2000, σ. I‑9601, σκέψη 49, και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑217/97, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1999, σ. I‑5087, σκέψη 31). Επομένως, ο εθνικός νομοθέτης οφείλει να μεταβάλλει, καταργεί ή συμπληρώνει το εθνικό δίκαιο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου να μπορούν να αναπτύσσουν πλήρως την πρακτική τους αποτελεσματικότητα (βλ. απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 1973, 30/72, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 425, σκέψη 11, καθώς και Kahl, W., KommentarzuEU-VertragundEG-Vertrag, εκδ. Christian Calliess/Matthias Ruffert, 1η έκδοση, Neuwied 1999, άρθρο 10 ΕΚ, σκέψεις 19, σ. 374).


32 – Ομοίως, Bogg, A. L., «The right to paid annual leave in the Court of Justice: the eclipse of functionalism», EuropeanLawReview, τόμος 31 (2006), αρ. 6, σ. 897, κατά τον οποίο μια εθνική ρύθμιση δεν μπορεί να φθάνει μέχρι του σημείου να μην αναγνωρίζει δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας.


33 – Απόφαση BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 48).


34– Με την απόφαση BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 61), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η οδηγία 93/104 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη «να θεσπίσουν διαδικασία ασκήσεως του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ρυθμίζοντας, για παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι μπορούν να λαμβάνουν την άδεια που δικαιούνται κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της απασχολήσεώς τους».


35 – Ακριβώς αυτό, πάντως, δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη (βλ. απόφαση BECTU, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 52). Κατ’ αυτήν, απαγορεύεται στα κράτη μέλη να περιορίζουν μονομερώς το δικαίωμα για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους, με τη θέσπιση όρου για την κτήση του εν λόγω δικαιώματος έχοντος ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό ορισμένων εργαζομένων από αυτό.


36 – Το άρθρο 137 ΕΚ είναι το σημαντικότερο εξουσιοδοτικό έρεισμα για την έκδοση οδηγιών στο κεφάλαιο για την κοινωνική πολιτική. Απαιτεί η εναρμόνιση να έχει ορισμένο σκοπό, ο οποίος προκύπτει από τη σύνδεση της παραγράφου 2 με την παράγραφο 1. Κατά τις σχετικές διατάξεις, η εναρμόνιση πρέπει να πραγματοποιείται για να ενισχύεται η υποβοηθητική και συμπληρωματική λειτουργία της δράσεως της Κοινότητας στους αναφερόμενους στην παράγραφο 1, στοιχεία α΄ έως θ΄, τομείς. Σ’ αυτούς περιλαμβάνεται, κατά την παράγραφο 1, στοιχείο α΄, η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Έρεισμα μέχρι πρόσφατα ήταν το άρθρο 118 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ), το οποίο επίσης αφορούσε πρωτίστως σκοπούς κοινωνικής πολιτικής και ως εκ τούτου διακρινόταν με τους αναφερόμενους στην εσωτερική αγορά στόχους του από τον άλλο κανόνα περί αρμοδιότητας στο άρθρο 100Α της Συνθήκης ΕΚ (άρθρο 94 ΕΚ) (βλ. Krebber, S., όπ.π., υποσημείωση 24 και άρθρο 137 ΕΚ, σημείο 18, σ. 1373).


37 – Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1996, C‑84/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1996, σ. I‑5755, σκέψη 56).


38 – Balze, W., όπ.π., υποσημείωση 15, σ. 38. Συμπλήρωμα 1998, σημείο 3.


39 – Απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψη 42). Ο Balze, W., Arbeitszeit, Urlaub und Teilzeitarbeit, EuropäischesArbeits- undSozialrecht, συμπλήρωμα 79 (Οκτώβριος 2002), B 3100, σημείο 6, σ. 9, αντιλαμβάνεται τις ρυθμίσεις της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας ως ελάχιστες διατάξεις σύμφωνα με τη σκέψη στην οποία στηρίζεται το άρθρο 137 ΕΚ, οπότε τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν αυστηρότερες ρυθμίσεις περί του χρόνου εργασίας. Πάντως, κατά το άρθρο 14 της οδηγίας 2003/88, ειδικότερες κοινοτικές διατάξεις εκτοπίζουν τις διατάξεις της οδηγίας, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το επίπεδό τους προστασίας υπολείπεται αυτού της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας.


40 – Βλ. αποφάσεις Robinson-Steele (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψη 62), και BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 41). Ομοίως, επίσης, ο Balze, W., «Die Richtlinie über die Arbeitszeitgestaltung», EuropäischeZeitschriftfürWirtschaftsrecht, αρ. 7, 1994, σ. 207, ο οποίος δεν διαπιστώνει την ύπαρξη εξουσίας ουσιαστικής παρεκκλίσεως από αυτή τη ρύθμιση.


41 – Πρέπει σ’ αυτή την αλληλουχία να υπενθυμισθεί ότι, κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/88, πρέπει να συνεκτιμηθούν οι αρχές της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας ως προς την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Αυτό το επισημαίνει ομοίως η γενική εισαγγελέας Kokott στην υποσημείωση 8 των προτάσεών της της 12ης Ιανουαρίου 2006, Federatie Nederlandse Vakbeweging (απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25). Νομίζω ότι είναι απαραίτητο να ερμηνεύεται η οδηγία 2003/88 κατά συνεκτίμηση των ουσιωδών αρχών της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το δίκαιο της ΔΟΕ έχει θέσει καθοριστικής σημασίας διεθνείς βασικούς κανόνες στον τομέα του εργατικού δικαίου. Κατά γενική θεώρηση, υφίσταται σε μεγάλο βαθμό σύγκλιση μεταξύ αμφοτέρων των νομικών αυτών πράξεων, Πάντως, κατόπιν λεπτομερέστερης εξετάσεως, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη ότι ορισμένες ρυθμίσεις της οδηγία 2003/88 βαίνουν πέραν αυτού που επιβάλλει η Σύμβαση 132 της ΔΟΕ. Γι’ αυτόν τον λόγο, ορθώς μπορεί να λεχθεί για την οδηγία 2003/88 ότι συνιστά μια καθαρά κοινοτικού χαρακτήρα περαιτέρω ανάπτυξη αυτής της Συμβάσεως (βλ. Murray, J., Transnational Labour Regulation: The ILO and EC Compared, Χάγη, 2001, σ. 185).


42 – Το άρθρο 9 της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ αποτελεί μια ειδική διάταξη του διέποντος τις άδειες δικαίου, που αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 8 δυνατότητα τμηματικής λήψεως της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Αυτή η τμηματική λήψη της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να επιτρέπεται από την αρμόδια αρχή. Ο εργαζόμενος, πάντως, δικαιούται τουλάχιστον δύο συνεχών εβδομάδων, εκτός αν ο εργαζόμενος και ο εργοδότης έχουν συμφωνήσει άλλως. Το άρθρο 9 ορίζει ότι το συνεχές αυτό μέρος της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πρέπει να χορηγείται και να λαμβάνεται το αργότερο εντός ενός έτους, το δε υπόλοιπο μέρος εντός το αργότερο δεκαοκτώ μηνών από της λήξεως του έτους ως προς το οποίο αποκτήθηκε το δικαίωμα άδειας. Αναβολή λήψεως ενός μέρους που υπερβαίνει την προβλεπόμενη ελάχιστη διάρκεια επιτρέπεται, με συναίνεση του εργαζομένου, πέραν των χρονικών αυτών σημείων για ορισμένο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Το χρονικό αυτό διάστημα πρέπει να καθορίζεται, αφού ληφθεί η γνώμη των επαγγελματικών ομοσπονδιών σε εθνικό επίπεδο (βλ., σχετικώς, Böhmert, S., DasRechtderILOundseinEinflussaufdasdeutscheArbeitsrechtimZeichendereuropäischenIntegration, Μπάντεν-Μπάντεν, 2002, σ. 128).


43 – Από τη ρύθμιση περί προθεσμιών του άρθρου 9 της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ δεν προκύπτει καμία ένδειξη για ενδεχόμενη απώλεια δικαιώματος εργαζομένου, δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή δεν προβλέπει καμία έννομη συνέπεια για την περίπτωση κατά την οποία η άδεια δεν λαμβάνεται ή δεν χορηγείται πριν από την παρέλευση της σχετικής προθεσμίας. Αντιθέτως, από το άρθρο 12 της ίδιας συμβάσεως προκύπτει σαφώς ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας υφίσταται ανεξαρτήτως της βουλήσεως του ενδιαφερομένου, οπότε κάθε συμφωνία περί καταργήσεως του δικαιώματος ή παραιτήσεως από αυτό πρέπει να λογίζεται άκυρη ή να απαγορεύεται, ανάλογα με τις υφιστάμενες στην οικεία χώρα συνθήκες. Ο García Perrote Escartín, I., όπ.π., υποσημείωση 22, σ. 3602, έχει ομοίως την άποψη ότι μια ρύθμιση, κατά την οποία το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών χάνεται μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας δεν έχει νομικό έρεισμα ούτε στη Σύμβαση 132 της ΔΟΕ ούτε στην οδηγία 2003/88. Αντιθέτως, από το άρθρο 12 της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται παραίτηση από αυτό το δικαίωμα.


44 – Απόφαση Merino Gómez (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25).


45 – Απόφαση Federatie Nederlandse Vakbeweging (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25).


46 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (ΕΕ L 348, σ. 1).


47 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70).


48 – Αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 184/83, Hofmann (Συλλογή 1984, σ. 3047, σκέψη 25), της 5ης Μαΐου 1994, C‑421/92, Habermann-Beltermann (Συλλογή 1994, σ. I‑1657, σκέψη 21), της 14ης Ιουλίου 1994, C‑32/93, Webb (Συλλογή 1994, σ I‑3567, σκέψη 20), της 30ής Απριλίου 1998, C‑136/95, Thibault (Συλλογή 1998, σ. I‑2011, σκέψη 25), της 27ης Οκτωβρίου 1998, C‑411/96, Boyle κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. Ι-601, σκέψη 41, και Merino Gómez (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 32).


49 – Απόφαση Merino Gómez (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 38).


50 – Αποφάσεις Federatie Nederlandse Vakbeweging (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 24), και της 14ης Απριλίου 2005, C‑519/03, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2005, σ. I‑3067, σκέψη 33).


51 – Αποφάσεις Federatie Nederlandse Vakbeweging (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 24), Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 50, σκέψη 33), και Merino Gómez (παρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 41).


52 – Ο González Ortega, S., όπ.π., υποσημείωση 23, σ. 432, διαπιστώνει ότι το πρώτο στάδιο της άδειας μητρότητας σκοπεί στη φυσική ανάκτηση των δυνάμεων και τη βιολογική προστασία της μητέρας μετά τον τοκετό. Επομένως, επιδιώκει διαφορετικό σκοπό απ’ ό,τι το δεύτερο στάδιο που προβλέπεται για τη φροντίδα του τέκνου, καθώς και για να γίνει όλο και πιο στενή η σχέση μεταξύ μητέρας και τέκνου. Ο συγγραφέας παραλληλίζει το πρώτο αυτό στάδιο της άδειας μητρότητας με την άδεια λόγω ασθενείας και, κατά συνέπεια, τάσσεται υπέρ μιας κατ’ αναλογία εφαρμογής της νομολογίας για τη σχέση μεταξύ άδειας μητρότητας και ετήσιας άδειας στη σχέση μεταξύ της άδειας λόγω ασθενείας και της ετήσιας άδειας.


53 – Οι Glaser, R./Lüders, H., «§ 7 BUrlG auf dem Prüfstand des EuGH – Anmerkungen zum Vorlagebeschluss des LAG Düsseldorf», Betriebs-Berater, 61ο έτος, 2006, τεύχος 49, σ. 2692, υποστηρίζουν την άποψη ότι ο επαπειλούμενος κίνδυνος απώλειας του δικαιώματος άδειας αποτελεί ακριβώς κίνητρο για να λαμβάνεται πράγματι και εγκαίρως η άδεια. Ο García Perrote Escartín, I., όπ.π., υποσημείωση 23, σ. 3593, 3600, επισημαίνει ότι αυτή η απαγόρευση σωρεύσεως σκοπεί στη διευκόλυνση του εργαζομένου να απολαύσει πράγματι του δικαιώματός του άδειας. Κατ’ αυτή την αντίληψη, ο εργαζόμενος φέρει το «βάρος» της συνεπούς προασπίσεως του δικαιώματός του άδειας. Ο συγγραφέας εφιστά πάντως την προσοχή στο ότι αυτή η απαγόρευση συνοδεύεται από όχι λίγα μειονεκτήματα. Θα μπορούσε να έχει το όχι άγνωστο στους εργατολόγους «αποτέλεσμα μπούμεραγκ», καθόσον θα ήταν κάλλιστα δυνατό ο εργαζόμενος να χάνει τελικώς πλήρως το δικαίωμά του άδειας και ως εκ τούτου να ενθαρρύνεται η ενδεχομένως παραβατική συμπεριφορά του εργοδότη. Ο συγγραφέας έχει τη γνώμη ότι μια τέτοια ρύθμιση δικαιολογεί παραβάσεις του νόμου και παρέχει δυνατότητες αδικαιολόγητου πλουτισμού εκ μέρους του εργοδότη. Πράγματι, ο εργοδότης μπορεί απλώς να βλέπει απαθώς πως ο εργαζόμενος χάνει την ετήσια άδειά του, χωρίς να υποχρεούται σε χρηματική αποζημίωση. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι τιμωρείται όχι αυτός που ευθύνεται για την παράβαση του νόμου (ο εργοδότης), αλλά αυτός που δεν είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά του (ο εργαζόμενος).


54 – Οι κοινοτικές διατάξεις της από τεχνικής και κοινωνικής απόψεως προστασίας της εργασίας λαμβάνουν υπόψη την πλήρη εξουσία οργανώσεως και συντονισμού του εργοδότη, καθόσον, για παράδειγμα, του επιβάλλουν, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ L 183, σ. 1), την υποχρέωση να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας. Βλ., εσχάτως, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2007, C‑127/05, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2007, σ. I-4619, σκέψεις 40 και 41), με την οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την υποχρέωση του εργοδότη να εξασφαλίζει στους εργαζομένους ασφαλές εργασιακό περιβάλλον.


55 – Η εξίσωση της ασθένειας προς τη μητρότητα από απόψεως έννομης συνέπειας στο άρθρο 5, παράγραφος 4, της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ επιβεβαιώνει εξάλλου την υποστηριζόμενη στο σημείο 60 άποψη ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις ο εργαζόμενος είναι άξιος της ίδιας προστασίας.


56 – Ομοίως, επίσης, ο García Perrote Escartín, I., όπ.π., υποσημείωση 23, σ. 3584, 3595.


57 – Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως είναι μέλη της ΔΟΕ. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είναι μεν μέλος, αμφότεροι όμως οι οργανισμοί έχουν δεσμευθεί από κοινού, σύμφωνα με τη μέχρι τούδε αλληλογραφία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του γενικού διευθυντή της ΔΟΕ της 14ης Μαΐου 2001, για την κοινωνική και οικονομική πρόοδο, για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας, καθώς και για την προώθηση της απασχολήσεως (ΕΕ 2001, C 165, σ. 23). Από την πρώτη συμφωνία μεταξύ της ΔΟΕ και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το 1958, οι δύο οργανισμοί ανέπτυξαν σταδιακά τη συνεργασία τους για την προώθηση αυτών των στόχων. Επί θεσμικού επιπέδου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καθεστώς παρατηρητή. Συμμετέχει στον συντονισμό της θέσεως των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εντός της ΔΟΕ, προκειμένου κατ’ αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίζεται αντιστοιχία μεταξύ των κανόνων της ΔΟΕ και των νομικών διατάξεων της Κοινότητας και να διευκολύνεται έτσι η κύρωση των κανόνων της ΔΟΕ. Τη Σύμβαση 132 της ΔΟΕ έχουν κυρώσει μέχρι σήμερα το Βέλγιο (2 Ιουνίου 2003), η Τσεχική Δημοκρατία (23 Αυγούστου 1996), η Φινλανδία (15 Ιανουαρίου 1990), η Γερμανία (1η Οκτωβρίου 1975), η Ουγγαρία (19 Αυγούστου 1998), η Ιρλανδία (20 Ιουνίου 1974), η Ιταλία (28η Ιουλίου 1981), η Λεττονία (10 Ιουνίου 1994), το Λουξεμβούργο (1η Οκτωβρίου 1979), η Μάλτα (9 Ιουνίου 1988), η Πορτογαλία (17 Μαρτίου 1981), η Σλοβενία (29 Μαΐου 1992), η Ισπανία (30 Ιουνίου 1972), και η Σουηδία (7 Ιουνίου 1978). Άλλα κράτη μέλη, όπως η Βουλγαρία (29 Δεκεμβρίου 1949), η Δανία (22 Ιουνίου 1939), η Γαλλία (23 Αυγούστου 1939), η Ελλάδα (13 Ιουνίου 1952) και η Σλοβακία (1η Ιανουαρίου 1993) εξακολουθούν επί του παρόντος να είναι υπογράψαντα κράτη της παλαιάς Συμβάσεως 52 της ΔΟΕ. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι, όχι σπάνια, οι συμβάσεις της ΔΟΕ παράγουν αποτελέσματα εν τοις πράγμασιν, δεδομένου ότι λόγω της λειτουργίας τους ως προτύπων επηρεάζουν και χωρίς τυπική κύρωση την εξέλιξη των εννόμων τάξεων πολλών κρατών (βλ., σχετικώς, Verdier, J.‑M., «L’apport des normes de l’OIT au droit français du travail», RevueinternationaleduTravail, τόμος 132, 1993, αρ. 5-6, σ. 474, 478, Kohl, H., «Pas de paix possible sans une politique sociale internationale», Regardssurl’avenirdelajusticesociale – Mélanges à l’occasiondu 75eanniversairedel’OIT, Γενεύη, 1994, σ. 177).


58 – Επομένως, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος κατά πόσον τα κράτη μέλη δεσμεύονται από απορρέουσες από τη Συμφωνία 132 της ΔΟΕ και από την οδηγία 2003/88 υποχρεώσεις που αποκλίνουν μεταξύ τους, από απόψεως περιεχομένου. Βλ., σχετικώς, παρατηρήσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro με τις προτάσεις του της 24ης Ιανουαρίου 1991, C‑345/89, Stöckel (Συλλογή 1991, σ. I‑4047, σημείο 11).


59 – Αποφάσεις BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 44), Merino Gómez (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 30), και Robinson-Steele (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψη 60).


60 – Με την απόφαση Federatie Nederlandse Vakbeweging (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 32), το Δικαστήριο έκρινε ότι η δυνατότητα καταβολής χρηματικής αποζημίωσης για την ελάχιστη ετήσια άδεια θα αποτελούσε ασυμβίβαστο με τους σκοπούς της οδηγίας κίνητρο για να μη χρησιμοποιεί ο εργαζόμενος την άδειά του για την ανάπαυσή του ή για να εξωθούνται οι εργαζόμενοι να μην τη χρησιμοποιούν. Ο Fenski, M., «Urlaubsrecht im Umbruch»?“, DerBetrieb, τεύχος 12, 2007, σ. 688, καθώς και ο Jacobsen, K., MünchenerAnwaltshandbuchArbeitsrecht (έκδ. Wilhelm Moll), 1η έκδοση 2005, § 25, σημείο 102, αναφέρονται στην απαράδεκτη πρακτική να «εξαγοράζεται» η άδεια κατά τη διάρκεια της υφιστάμενης σχέσεως εργασίας.


61 – Απόφαση Robinson-Steele (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψη 58).


62 – Bogg, A. L., όπ.π., υποσημείωση 32, σ. 899.


63 – Έτσι, επίσης, ο γενικός εισαγγελέας Tizzano με τις προτάσεις του στην υπόθεση BECTU (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σημείο 38).


64 – Απόφαση Robinson-Steele (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψη 58).


65 – Βλ. σημείο 66.


66 – Βλ. σημεία 55 έως 65.


67 – Βλ. σημεία 66 έως 68.


68 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1992, C-83/91, Meilicke (Συλλογή 1992, σ. Ι-4871, σκέψη 22), και της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C‑380/01, Schneider (Συλλογή 2004, σ. I‑1389, σκέψη 20).


69 – Απόφαση Schneider (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 68, σκέψη 21) και η παρατιθέμενη εκεί νομολογία.


70 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1981, 244/80, Foglia κατά Novello (Συλλογή 1981, σ. 3045, σκέψη 18), της 15ης Ιουνίου 1995, C‑422/93 έως C‑424/93, Zabala Erasun κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I‑1567, σκέψη 29), της 12ης Μαρτίου 1998, C‑314/96, Djabali (Συλλογή 1998, σ. I‑1149, σκέψη 19), και Schneider (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 68, σκέψη 22). Βλ., προσφάτως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tizzano της 18ης Ιανουαρίου 2005 στην υπόθεση Längst, C‑165/03 (Συλλογή 2005, σ. I‑5637, σημείο 45), και την απόφαση της 30ής Ιουνίου 2005 στην ίδια υπόθεση (Συλλογή 2005, σ. I‑5637, σκέψεις 30 έως 35).


71 – Απόφαση Schneider (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 68, σκέψη 23).