Language of document :

Προσφυγή της 8ης Ιουνίου 2011 - Italmobiliare SpA κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-305/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Italmobiliare SpA (Μιλάνο, Ιταλία) (εκπρόσωποι: M. Siragusa, F. Moretti, L. Nascimbene, G. Rizza και M. Piergiovanni, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει την Επιτροπή στις δικαστικές δαπάνες, έξοδα και δικηγορικές αμοιβές.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει 6 λόγους:

Ο πρώτος λόγος αντλείται από: εσφαλμένο προσδιορισμό του αποδέκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, καθόσον η εν λόγω απόφαση απευθύνεται στην Italmobiliare, αμιγώς οικονομικού χαρακτήρα εταιρία χαρτοφυλακίου, η οποία εξάλλου δεν είναι η μοναδική μέτοχος, αντί στην Italcementi, η οποία αποτελεί την επιχειρησιακή εταιρία χαρτοφυλακίου του ομίλου. Η Επιτροπή παραβίασε ως εκ τούτου τις αρχές της ακροάσεως και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στο μέτρο που θεώρησε την προσφεύγουσα αποδέκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρότι αυτή ουδόλως συμμετείχε στην έρευνα έως τον χρόνο εκείνο. Η προσφεύγουσα επικαλείται, τέλος, παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθόσον η Italmobiliare αποτελεί τη μόνη αμιγώς οικονομικού χαρακτήρα εταιρία χαρτοφυλακίου που ενεπλάκη στη διαδικασία.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 κατά το ότι η Επιτροπή κίνησε διαδικασία έρευνας και εξέδωσε δεσμευτική πράξη χωρίς να έχει τη σχετική εξουσία.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Πρώτον, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν δεν είναι κατάλληλα για την ικανοποίηση των επιδιωκόμενων σκοπών, καθώς η Επιτροπή επικαλέσθηκε το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003 στο πλαίσιο έρευνας η οποία δεν στηρίζεται σε ειδικές ενδείξεις και έχει αόριστο αντικείμενο, προκειμένου να συλλέξει στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να συλλέξει διεξάγοντας τομεακή έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού 1/2003. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στάθμισε επαρκώς τις ανάγκες της έρευνας με την προκαλούμενη βλάβη στους οικείους ενδιαφερόμενους, καθόσον η Επιτροπή επέβαλε αδικαιολογήτως στην προσφεύγουσα τη δυσανάλογη και ανορθολογική υποχρέωση για απόκτηση, καταγραφή και υποβολή πληροφοριών.

Ο τέταρτος λόγος αντλείται από αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή παρέλειψε να περιλάβει στην πράξη τους δικαιολογητικούς λόγους για την επιλογή της να προσφύγει στο ειδικό νομικό μέσο που προβλέπει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Ως εκ τούτου η πράξη πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ως προς το αντικείμενο και τον σκοπό της αιτήσεως για παροχή πληροφοριών, καθώς και ως προς την αναγκαιότητα των αιτηθεισών πληροφοριών για την τρέχουσα διαδικασία. Η παραβίαση της αρχής της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 263 TFUE και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας.

Ο πέμπτος λόγος αντλείται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω παραβιάσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Η ορισθείσα από την Επιτροπή ολιγοήμερη προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων επί του ερωτηματολογίου που είχε επισυναφθεί στην ανακοίνωση της 4ης Νοεμβρίου ήταν προδήλως ανεπαρκής για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος να διατυπώσει τη γνώμη της. Επίσης, το περιεχόμενο της ανακοινώσεως της 4ης Νοεμβρίου διαφέρει έως ένα βαθμό από την προσβαλλόμενη απόφαση: η Επιτροπή με τον τρόπο αυτό την εμπόδισε να διατυπώσει τις απόψεις της ως προς διάφορα ζητήματα τα οποία στη συνέχεια ενσωματώθηκαν στην τελική πράξη. Εξάλλου, οι παρατηρήσεις της ως προς πλήθος ζητημάτων αγνοήθηκαν από την Επιτροπή. Επομένως, η κινηθείσα διαδικασία στερείται αντικειμένου, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται τα δικαιώματα άμυνας και να τίθεται η προσφεύγουσα σε μειονεκτική διαδικαστική θέση.

Ο έκτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η οποία συνίσταται (i) σε έλλειψη συντονισμού μεταξύ των διαφόρων ερωτηματολογίων που απεστάλησαν διαδοχικώς, τα οποία επαναριθμήθηκαν, επαναδιατυπώθηκαν, προσαρμόσθηκαν μεθοδολογικώς και συμπληρώθηκαν, (ii) σε σημαντική παράταση της περιόδου έρευνας, πέραν των ευλόγων ορίων, καθώς και (iii) στον τρόπο διαχειρίσεως της διαδικασίας εκ μέρους της Επιτροπής.

____________