Language of document : ECLI:EU:T:2016:248

Προσωρινό κείμενο

Υπόθεση T-556/11

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

European Dynamics Luxembourg SA κ.λπ.

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Διαγωνισμός — Ανάπτυξη λογισμικού και υπηρεσίες συντήρησης — Απόρριψη προσφοράς — Κατάταξη προσφέροντος βάσει του συστήματος της κατά προτεραιότητα κατατάξεως — Λόγοι αποκλεισμού — Σύγκρουση συμφερόντων — Ίση μεταχείριση — Καθήκον επιμέλειας — Κριτήρια αναθέσεως — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Εξωσυμβατική ευθύνη — Απώλεια ευκαιρίας»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 27ης Απριλίου 2016

1.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία διαγωνισμού — Ανάθεση συμβάσεων — Αποκλεισμός διαγωνιζομένων που τελούν σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων — Έννοια της συγκρούσεως συμφερόντων — Συμμετοχή εταιρίας η οποία είναι μέλος κοινοπραξίας μετέχουσας σε διαγωνισμό στις προπαρασκευαστικές εργασίες του διαγωνισμού αυτού — Εμπίπτει — Προϋπόθεση — Κίνδυνος για τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαγωνιζομένων

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 94, στοιχείο αʹ)

2.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία διαγωνισμού — Ανάθεση συμβάσεων — Αποκλεισμός διαγωνιζομένων που τελούν σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων — Υποχρεώσεις της αναθέτουσας αρχής

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 94, στοιχείο αʹ)

3.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία διαγωνισμού — Ανάθεση συμβάσεων — Αποκλεισμός διαγωνιζόμενων — Υποχρέωση του αναδόχου να προσκομίσει πριν από την ανάθεση της συμβάσεως πρόσφατο απόσπασμα ποινικού μητρώου — Έκταση — Δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να αρκεστεί σε υπεύθυνη δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 93 § 1, στοιχεία αʹ, βʹ, και εʹ· κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 134 § 3, εδ. 1)

4.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων — Λόγος που αντλείται από τον παράνομο χαρακτήρα των τεχνικών κριτηρίων αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως και στηρίζεται σε επιχειρηματολογία η οποία παραπέμπει στο παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής — Παραδεκτό — Προϋποθέσεις

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21 και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γʹ)

5.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία διαγωνισμού — Ανάθεση συμβάσεων — Κριτήρια αναθέσεως — Ανάγκη σαφήνειας και ακρίβειας — Αυτεπάγγελτος έλεγχος από τον δικαστή της Ένωσης — Αποκλείεται

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 89 § 1)

6.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία διαγωνισμού — Απόφαση περί απορρίψεως προσφοράς — Έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας — Αυτεπάγγελτος έλεγχος από τον δικαστή της Ένωσης

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

7.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία διαγωνισμού — Ανάθεση συμβάσεων — Κριτήρια αναθέσεως — Εκ των υστέρων απαρίθμηση υποκριτηρίων στην έκθεση αξιολογήσεως των προσφερόντων — Απαράδεκτο — Παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 89 § 1)

8.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών — Προσβολή της συγγραφής υποχρεώσεων — Προσφυγή προσφέροντoς με την οποία βάλλει, προβάλλοντας ένσταση παρανομίας, κατά του οικονομικού τύπου αξιολογήσεως που χρησιμοποιήθηκε από την αναθέτουσα αρχή — Παραδεκτό — Διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής ως προς τα κριτήρια αναθέσεως — Όρια

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου)

9.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση που λαμβάνεται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών με την οποία δεν γίνεται δεκτή μια προσφορά — Υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να ενημερώνει, κατόπιν γραπτού αιτήματος, για τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και για το όνομα του αναδόχου — Υποχρέωση να παρουσιαστεί επισταμένη συνοπτική έκθεση σχετικά με το ότι κατά την αξιολόγηση της προσφοράς που απορρίφθηκε συνεκτιμήθηκε κάθε λεπτομέρειά της ή ενδελεχής συγκριτική εξέταση της επιλεγείσας προσφοράς και της προσφοράς του μη επιλεγέντος διαγωνιζομένου — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 100 § 2)

10.    Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση που λαμβάνεται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών με την οποία δεν γίνεται δεκτή μια προσφορά — Χρήση, κατά τον υπολογισμό της βαθμολογίας των υποψηφίων, ενός τύπου ο οποίος επιτρέπει την αφαίρεση βαθμών για ορισμένα υποκριτήρια αναθέσεως και τον συνυπολογισμό τους υπέρ των προσφορών λοιπών διαγωνιζομένων — Έλλειψη εξηγήσεων εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής σε σχέση με τη σύνδεση μεταξύ των αρνητικών εκτιμήσεων για μια προσφορά και την πραγματοποιηθείσα αφαίρεση βαθμών — Απαράδεκτο

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 100 § 2)

11.    Προσφυγή ακυρώσεως — Προσφυγή κατά αποφάσεως που λαμβάνεται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών με την οποία δεν γίνεται δεκτή μια προσφορά — Στενή σύνδεση μεταξύ της αποφάσεως που αφορά τον διαγωνισμό και της αποφάσεως περί αναθέσεως της συμβάσεως — Απόρριψη του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως που αφορά τον διαγωνισμό η οποία συνεπάγεται την απόρριψη του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως της συμβάσεως

12.    Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Εφαρμoγή mutatis mutandis στην εξωσυμβατική ευθύνη της συνδρομής παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 118 § 3)

13.    Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Αιτιώδης συνάφεια — Ζημία σε βάρος διαγωνιζομένου λόγω μη αναθέσεως της συμβάσεως σε αυτόν στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού — Απόφαση αναθέσεως της συμβάσεως η οποία είναι πλημμελής λόγω παραβιάσεως των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας καθώς και λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως — Ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας

(Άρθρο 340 εδ. 2, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 93 § 1, στοιχείο εʹ)

14.    Εξωσυμβατική ευθύνη — Ζημία — Εκτίμηση — Έλλειψη στοιχείων που θα επέτρεπαν στον δικαστή της Ένωσης να αποφανθεί στο πλαίσιο αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται ότι έχουν διαπραχθεί παράνομες πράξεις εκ μέρους της Ένωσης — Παραπομπή του καθορισμού της αποζημιώσεως σε μεταγενέστερο στάδιο

(Άρθρο 340 ΣΛΕΕ)

1.      Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων η ύπαρξη διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ δύο εταιριών εκ των οποίων η μία έχει μετάσχει στην προετοιμασία της συγγραφής υποχρεώσεων και η άλλη μετέχει στον σχετικό διαγωνισμό μπορεί, καταρχήν, να δημιουργήσει σύγκρουση συμφερόντων, κατά την έννοια του άρθρου 94, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αντιθέτως, ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων δεν είναι τόσο σημαντικός, όταν η εταιρία ή οι εταιρίες που προετοιμάζουν τη συγγραφή υποχρεώσεων δεν μετέχουν στην ανάδοχη κοινοπραξία, αλλά είναι απλώς μέλη του ίδιου ομίλου επιχειρήσεων στον οποίο ανήκει και η εταιρία η οποία μετέχει στην κοινοπραξία αυτή.

Συναφώς, η διαπίστωση ότι υφίσταται σχέση ελέγχου μεταξύ μητρικής εταιρίας και των θυγατρικών της δεν αρκεί αφεαυτής ώστε η αναθέτουσα αρχή να αποκλείσει αυτομάτως μια από τις επιχειρήσεις αυτές από τον διαγωνισμό, χωρίς να ελέγξει αν η σχέση αυτή επηρέασε με συγκεκριμένο τρόπο τη συμπεριφορά της επιχειρήσεως στο πλαίσιο του διαγωνισμού. Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο για τη διαπίστωση ότι ορισμένες προπαρασκευαστικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν από εταιρία που ανήκει σε όμιλο επιχειρήσεων του οποίου άλλη επιχείρηση μετέχει ως μέλος κοινοπραξίας στον διαγωνισμό, στην επιχείρηση δε αυτή πρέπει να δίδεται η δυνατότητα να αποδείξει ότι η κατάσταση αυτή δεν γεννά κανέναν κίνδυνο για τον ανταγωνισμό μεταξύ των προσφερόντων.

Εξάλλου, όσο η διαδικασία του διαγωνισμού είναι εκκρεμής και δεν έχει ακόμη ανατεθεί το αντικείμενο της συμβάσεως ούτε έχει υπογραφεί κάποια σύμβαση στο πλαίσιο του διαγωνισμού αυτού, δεν μπορεί να εφαρμοστεί η σύγκρουση συμφερόντων ως λόγος αποκλεισμού, καθώς η σύγκρουση αυτή είναι ακόμα αβέβαιη και υποθετική. Για να θεωρηθεί ότι προσφέρων τελεί σε σύγκρουση συμφερόντων πρέπει η σύγκρουση συμφερόντων της οποίας γίνεται επίκληση να έχει ασκήσει επιρροή στη διεξαγωγή ή στο αποτέλεσμα της διαδικασίας του διαγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 43, 45, 57)

2.      Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων η ύπαρξη συγκρούσεως συμφερόντων πρέπει να οδηγεί την αναθέτουσα αρχή στον αποκλεισμό του οικείου προσφέροντος μόνον όταν αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας που ισχύουν για κάθε διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως, δηλαδή όταν δεν μπορεί να ληφθεί λιγότερο περιοριστικό μέτρο για να εξασφαλισθεί η τήρηση των αρχών αυτών. Η σύγκρουση συμφερόντων αποτελεί αφεαυτής και κατ’ αντικειμενικό τρόπο σημαντική δυσλειτουργία ή σοβαρή παρατυπία, χωρίς να απαιτείται για να δοθεί ο χαρακτηρισμός αυτός να ληφθούν υπόψη οι προθέσεις των ενδιαφερόμενων και η καλή ή κακή τους πίστη.

(βλ. σκέψη 46)

3.      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά το πέρας της διαδικασίας του διαγωνισμού, και συγκεκριμένα πριν από την ανάθεση της συμβάσεως, ο ανάδοχος προσκομίζει πρόσφατο απόσπασμα ποινικού μητρώου ή, ελλείψει αυτού, ισοδύναμο έγγραφο εκδοθέν πρόσφατα από δικαστική ή διοικητική αρχή της χώρας καταγωγής ή προελεύσεως, για να αποδείξει ότι δεν ισχύει κανένας από τους λόγους αποκλεισμού του άρθρου 93, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ και εʹ, του κανονισμού 1605/2002. Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία δεν μπορούν να αντικατασταθούν από ένορκη βεβαίωση ή από υπεύθυνη δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου της χώρας καταγωγής ή προελεύσεως.

Υπό τις συνθήκες αυτές, όταν η αναθέτουσα αρχή αρκείται σε υπεύθυνη δήλωση ως απόδειξη ότι δεν συντρέχει λόγος αποκλεισμού κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1605/2002 και η συγγραφή υποχρεώσεων θεσπίζει ρητή υποχρέωση να προσκομισθούν ειδικά αποδεικτικά στοιχεία ως προς το ζήτημα αυτό, η μη τήρηση της οποίας συνεπάγεται οπωσδήποτε τον αποκλεισμό του αντίστοιχου προσφέροντος, η εν λόγω αναθέτουσα αρχή παραβαίνει προδήλως το καθήκον επιμέλειας κατά την εξέταση της συνδρομής, ιδίως, του λόγου αποκλεισμού ο οποίος προβλέπεται στη συγγραφή υποχρεώσεων και στο άρθρο 93, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού αυτού. Παραβαίνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τις ανωτέρω διατάξεις καθώς και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων βάσει της οποίας επιβαλλόταν, σύμφωνα με την υποχρέωση αποκλεισμού που προβλέπεται στη συγγραφή υποχρεώσεων, να αποκλειστεί από τη διαδικασία κανονισμού ο οικείος προσφέρων.

(βλ. σκέψεις 71, 76, 77)

4.      Δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ο οποίος έχει εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου οργανισμού και δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του 1991, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Έτσι, για να είναι παραδεκτή προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου. Ως προς το ζήτημα αυτό, όταν πρόκειται για λόγο που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς διάφορα κριτήρια και υποκριτήρια αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως, δεδομένου του τεχνικού χαρακτήρα των εν λόγω κριτηρίων και υποκριτηρίων, το ζήτημα κατά πόσον προκύπτουν από το κείμενο του δικογράφου, έστω εν συντομία ή συνοπτικά, αλλά πάντως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι διάφορες αιτιάσεις, μπορεί να κριθεί μόνο στο πλαίσιο της εξετάσεως της βασιμότητας κάθε αιτιάσεως. Πράγματι, στην περίπτωση λόγου ακυρώσεως στηριζόμενου σε επιχειρηματολογία η οποία αναφέρεται σε παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής, μόνο στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξετάσεως μπορεί να κριθεί είτε αν οι σκέψεις που παρατίθενται στο παράρτημα της προσφυγής απλώς στηρίζουν και συμπληρώνουν το κύριο δικόγραφο επί ειδικότερων ζητημάτων, με παραπομπή σε συγκεκριμένα χωρία του παραρτήματος αυτού, είτε, όσον αφορά ορισμένες από τις αιτιάσεις, αν πρόκειται για συνολική παραπομπή σε όσα αναφέρονται στο παράρτημα, η οποία δεν μπορεί να θεραπεύσει την απουσία ουσιωδών στοιχείων της νομικής και πραγματικής επιχειρηματολογίας που πρέπει να παρατίθεται στο ίδιο το δικόγραφο. Υπό τις συνθήκες αυτές, αντί να κριθεί απαράδεκτος ένας τέτοιος λόγος, πρέπει πριν κριθεί το παραδεκτό όσων εκτίθενται σε παράρτημα του δικογράφου πρέπει να κριθεί το βάσιμο των αιτιάσεων που προβάλλονται στο πλαίσιο του λόγου αυτού, οι οποίες στηρίζονται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή τεχνικών κριτηρίων αναθέσεως, η δε εξέταση του βασίμου των αιτιάσεων αυτών προφανώς πρέπει να στηρίζεται, κυρίως, στα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα που παρατίθενται στο ίδιο το δικόγραφο.

(βλ. σκέψεις 83-88)

5.      Κάθε κριτήριο αναθέσεως στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως πρέπει να είναι διατυπωμένο κατά τρόπο σαφή, ακριβή και μη επιδεχόμενο αμφισβητήσεως, κατά τρόπο που όλοι οι προσφέροντες που είναι ευλόγως ενημερωμένοι και επιδεικνύουν τη συνήθη επιμέλεια να μπορούν να τα ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο και η αναθέτουσα αρχή να μπορεί να τα εφαρμόζει κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο, ελέγχοντας αν οι προσφορές ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του αντίστοιχου κριτηρίου.

Όταν, όμως, στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής περί απορρίψεως προσφοράς ο προσφέρων δεν αμφισβητεί ρητώς και ευθέως την έλλειψη ακρίβειας ή σαφήνειας του εν λόγω κριτηρίου αναθέσεως, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα του κριτηρίου αυτού και πρέπει να περιορίσει τον έλεγχό του βάσει των επιχειρημάτων που διατύπωσε ο εν λόγω προσφέρων.

(βλ. σκέψεις 101, 102)

6.      Όταν οι λόγοι που προβάλλονται προς στήριξη της αποφάσεως περί απορρίψεως προσφοράς δεν επιτρέπουν ούτε στον προσφέροντα ούτε στον δικαστή της Ένωσης να κρίνουν το βάσιμο της αξιολογήσεως της αναθέτουσας αρχής ως προς το ζήτημα αυτό, η αξιολόγηση αυτή πάσχει από πλημμελή αιτιολογία, κάτι που ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ως λόγο δημοσίας τάξεως η δε πλημμέλεια αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί από την αναθέτουσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης.

(βλ. σκέψη 145)

7.      Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων η εκ των υστέρων απαρίθμηση από την αναθέτουσα αρχή των υποκριτηρίων αναθέσεως στην έκθεση αξιολογήσεως που περιλαμβάνει την ποιοτική αξιολόγηση των προσφορών είναι προδήλως αντίθετη σε πάγια νομολογία κατά την οποία, για τη διασφάλιση της τηρήσεως των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας, όλα τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη η αναθέτουσα αρχή για να επιλέξει την προσφορά που είναι η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως και, στο μέτρο του δυνατού, η σχετική σημασία των στοιχείων αυτών, πρέπει να είναι γνωστά στους πιθανούς προσφέροντες κατά τον χρόνο προετοιμασίας των προσφορών τους και, επομένως, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να εφαρμόσει για κριτήρια αναθέσεως υποκριτήρια που δεν έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει στους προσφέροντες.

(βλ. σκέψη 193)

8.      Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ο προσφέρων μπορεί παραδεκτά να προσβάλει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα του οικονομικού τύπου αξιολογήσεως που διατυπώθηκε στη συγγραφή υποχρεώσεων και χρησιμοποιήθηκε από την αναθέτουσα αρχή για τη συγκριτική αξιολόγηση των προσφορών. Όσον αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επιλογής του επίμαχου οικονομικού τύπου αξιολογήσεως, η αναθέτουσα αρχή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή, το περιεχόμενο και την εφαρμογή των σχετικών κριτηρίων αναθέσεως που αφορούν τον επίμαχο διαγωνισμό, περιλαμβανομένων των κριτηρίων καθορισμού της προσφοράς που είναι η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως, όμως τα κριτήρια αυτά πρέπει να ανταποκρίνονται στη φύση, το αντικείμενο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του διαγωνισμού και να είναι αυτά που εξυπηρετούν καλύτερα τις ανάγκες που έχει διατυπώσει και τους σκοπούς που έχει θέσει η αναθέτουσα αρχή.

(βλ. σκέψη 215)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 240, 241, 244, 245, 257)

10.    Η αναθέτουσα αρχή διαθέτει, καταρχήν, ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή ιεραρχημένων κριτηρίων αναθέσεως και των βαθμών που πρέπει να αντιστοιχούν στα κριτήρια και υποκριτήρια και δεν υποχρεούται να παράσχει στον προσφέροντα η προσφορά του οποίου δεν επελέγη επισταμένη συνοπτική έκθεση του τρόπου κατά τον οποίο συνεκτιμήθηκε κάθε επιμέρους στοιχείο της προσφοράς του κατά την αξιολόγησή της, πλην όμως, σε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει, βάσει της συγγραφής υποχρεώσεων και της αιτιολογίας της αποφάσεως περί αναθέσεως, το σχετικό βάρος που τα διάφορα τεχνικά κριτήρια και υποκριτήρια αναθέσεως έχουν στην αξιολόγηση, δηλαδή στον υπολογισμό της συνολικής βαθμολογίας, καθώς και τον κατώτατο και τον ανώτατο αριθμό βαθμών για κάθε ένα από τα κριτήρια και υποκριτήρια. Εξάλλου, όταν η αναθέτουσα αρχή έχει προβεί σε ειδικές εκτιμήσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο η επίμαχη προσφορά ανταποκρίνεται ή όχι σε διάφορα κριτήρια και υποκριτήρια, οι οποίες είναι προδήλως κρίσιμες για τη συνολική βαθμολόγηση της προσφοράς, η υποχρέωση αιτιολογήσεως καταλαμβάνει κατ’ ανάγκη και τον τρόπο με τον οποίο οι αρνητικές ιδίως εκτιμήσεις οδήγησαν στην αφαίρεση βαθμών.

Συγκεκριμένα, η τήρηση της ανωτέρω απαιτήσεως είναι κατά μείζονα λόγο αναγκαία καθώς τυχόν αφαίρεση αρχικών βαθμών για ορισμένα κριτήρια ή υποκριτήρια έχει ως συνέπεια, βάσει του τύπου υπολογισμού που εφάρμοσε η αναθέτουσα αρχή, να αυξηθεί ο αριθμός των προσαρμοσμένων βαθμών που δίδονται στις προσφορές των αναδόχων για την τεχνική τους ποιότητα. Με άλλα λόγια, ο προσφέρων έχει συμφέρον να γνωρίζει τους βαθμούς που αφαιρέθηκαν για κάθε ένα από τα κριτήρια και τα υποκριτήρια για τα οποία η έκθεση αξιολογήσεως περιλαμβάνει αρνητική εκτίμηση, ώστε να μπορεί να προβάλει ότι, λόγω της πρόδηλης πλάνης της εκτιμήσεως αυτής, η εν λόγω αφαίρεση —που συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση των βαθμών των άλλων προσφερόντων— δεν είναι δικαιολογημένη.

Ως προς το ζήτημα αυτό, όταν προσφέρων λαμβάνει για την τεχνική του ποιότητα τον ανώτατο αριθμό των 100 αρχικών βαθμών, η εν λόγω προσφέρουσα εξακολουθεί, βάσει της αρχής της πραγματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την υποχρέωση αιτιολογήσεως, να έχει συμφέρον να πληροφορηθεί σε ποιο μέτρο οι αρνητικές εκτιμήσεις που διατύπωσε η αναθέτουσα αρχή οδήγησαν σε αφαίρεση αρχικών βαθμών, της οποίας η έκταση και η δικαιολόγηση ενδέχεται να είναι κρίσιμες στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας της αξιολογήσεως των προσφορών, τόσο μεμονωμένα όσο και συγκριτικά.

(βλ. σκέψεις 250, 251, 253)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 261)

12.    Η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, υπό την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, θεμελιώνεται εφόσον συντρέχει σύνολο προϋποθέσεων, ήτοι ο παράνομος χαρακτήρας της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας. Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται mutatis mutandis για την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, λόγω παράνομης ενέργειας και ζημίας που προξενείται από κάποιον οργανισμό της όπως το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία το εν λόγω Γραφείο οφείλει να αποκαταστήσει βάσει του άρθρου 118, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα.

(βλ. σκέψη 264)

13.    Όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παρανομίας και της ζημίας που υποστηρίζεται ότι προκλήθηκε, όταν η απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς του προσφέροντος βαρύνεται σε πολλά σημεία με πλημμελή αιτιολογία, η παρανομία αυτή δεν μπορεί αυτή καθεαυτήν να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης, ιδίως διότι δεν αποδεικνύει ότι χωρίς αυτή η σύμβαση θα μπορούσε, ή και θα έπρεπε, να ανατεθεί στον προσφεύγοντα.

Αντιθέτως, όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ παρανομιών όπως η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και απώλειας ευκαιρίας συνάψεως της συμβάσεως, το οικείο όργανο δεν μπορεί να περιοριστεί στο επιχείρημα ότι, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει ως αναθέτουσα αρχή, δεν ήταν υποχρεωμένο να υπογράψει τη σύμβαση-πλαίσιο με τον προσφεύγοντα. Πράγματι, όταν η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων σε συνδυασμό με την παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του 1605/2002 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της αναθέτουσας αρχής στο πλαίσιο της εξετάσεως της προσφοράς του προσφεύγοντος αναπόφευκτα επηρέασαν την ευκαιρία του τελευταίου να καταταγεί σε καλύτερη θέση στη διαδικασία βάσει του συστήματος της κατά προτεραιότητα κατατάξεως και να λάβει τη θέση του τρίτου, τουλάχιστον, αναδόχου, τούτο συνεπάγεται ότι, ακόμη και λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της αναθέτουσας αρχής για την ανάθεση της επίμαχης συμβάσεως, η απώλεια ευκαιρίας που υπέστη ο προσφεύγων αποτελεί πραγματική και βέβαιη ζημία.

Επιπλέον, σε περίπτωση στην οποία, κατά το πέρας της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, υφίσταται σημαντικός κίνδυνος να έχει εκτελεστεί πλήρως η επίμαχη σύμβαση, η μη αναγνώριση από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης της απώλειας της ως άνω ευκαιρίας και της αναγκαιότητας αποκαταστάσεώς της θα ήταν αντίθετη στην αρχή της πραγματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η ακύρωση με αναδρομική ενέργεια της αποφάσεως περί αναθέσεως δεν παρέχει πλέον κανένα πλεονέκτημα στον θιγέντα διαγωνιζόμενο, με αποτέλεσμα η απώλεια ευκαιρίας να παρίσταται ως μη επανορθώσιμη. Επιπλέον, λόγω των προϋποθέσεων που διέπουν τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, στην πράξη ο διαγωνιζόμενος του οποίου η προσφορά έχει αποτελέσει αντικείμενο παράνομης αξιολογήσεως και απορρίψεως σπανίως είναι σε θέση να επιτύχει την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 265, 266, 268-271)

14.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 273, 282)