Language of document :

Προσφυγή-αγωγή της 11ης Απριλίου 2006 - Chassagne κατά Επιτροπής

(Υπόθεση F-39/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων-ενάγων: Olivier Chassagne (Βρυξέλλες, Βέλγιο) [Εκπρόσωποι: S. Rodrigues και Y. Minatchy, δικηγόροι]

Καθής-εναγομένη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα του προσφεύγοντος-ενάγοντος

Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

να αναγνωρίσει την έλλειψη νομιμότητας και κατά συνέπεια τη μη δυνατότητα εφαρμογής στον προσφεύγοντα του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του νέου Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

να επιδικάσει στον προσφεύγοντα συμβολικώς 1 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη και 16 473 ευρώ ως αποζημίωση για τη χρηματική ζημία την οποία υπέστη.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Ο προσφεύγων, υπάλληλος της Επιτροπής, κατάγεται από την νήσο Réunion, ένα γαλλικό υπερπόντιο νομό. Άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) κατόπιν της απορρίψεως μιας διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε κατά του εκκαθαριστικού σημειώματος αποδοχών του του Ιουλίου 2005, το οποίο περιείχε την επιστροφή των ετήσιων εξόδων ταξιδιού.

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 8, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ως ισχύει από την 1η Μαΐου 2004. Ισχυρίζεται ότι η διάταξη αυτή είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον συνεπάγεται πολλές περιπτώσεις άνισης μεταχείρισης συνδεόμενης με τον τόπο καταγωγής των υπαλλήλων, καθώς και δυσμενείς διακρίσεις αντίθετες ιδίως προς τα άρθρα 12 ΕΚ και 299 ΕΚ, εις βάρος των υπαλλήλων που κατάγονται από τους γαλλικούς υπερπόντιους νομούς, γενικότερα δε λόγω της ιθαγενείας, λόγω του ότι κάποιος ανήκει σε γλωσσική μειονότητα, λόγω της εθνικής ή φυλετικής καταγωγής.

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται επίσης ότι η εν λόγω διάταξη συνιστά παραβίαση άλλων γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, όπως είναι η υποχρέωση αιτιολογήσεως και οι αρχές της αναλογικότητας, της διαφάνειας και της χρηστής διοικήσεως, καθώς και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου.

____________