Language of document : ECLI:EU:T:2015:497

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 15ης Ιουλίου 2015 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα σχετικά με την υπαγωγή ορισμένων μελών του Κοινοβουλίου στο συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα – Άρνηση προσβάσεως – Εξαίρεση σχετική με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου – Άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001– Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Προϋποθέσεις σχετικά με την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων και με τον κίνδυνο προσβολής των εννόμων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων»

Στην υπόθεση T‑115/13,

Gert-Jan Dennekamp, κάτοικος Giethoorn (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενος από τους O. Brouwer, T. Oeyen και E. Raedts, δικηγόρους,

προσφεύγων,

υποστηριζόμενος από

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

από

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz, S. Johannesson και U. Persson, στη συνέχεια, από τις Α. Falk, C. Meyer‑Seitz, U. Persson, E. Karlsson, L. Swedenborg, C. Hagerman και F. Sjövall,

και από

τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ), εκπροσωπούμενο από τις A. Buchta και U. Kallenberger,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους N. Lorenz και N. Görlitz,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα για την ακύρωση της αποφάσεως A (2012) 13180 του Κοινοβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2012, περί αρνήσεως παροχής στον προσφεύγοντα προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με την υπαγωγή ορισμένων μελών του Κοινοβουλίου στο συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, J. Schwarcz (εισηγητή) και V. Tomljenović, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Νοεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το ιστορικό της διαφοράς

1        Ο Gert-Jan Dennekamp, προσφεύγων, είναι δημοσιογράφος απασχολούμενος από την Nederlandse Omroep Stichting (ολλανδική ραδιοτηλεοπτική ένωση).

2        Στις 25 Νοεμβρίου 2005, ο προσφεύγων υπέβαλε στο Κοινοβούλιο, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), αίτηση προσβάσεως σε «όλα τα έγγραφα» σχετικά με το συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα των μελών του Κοινοβουλίου (στο εξής: σύστημα). Του επετράπη η πρόσβαση σε υπηρεσιακό σημείωμα του γενικού γραμματέα του προεδρείου του Κοινοβουλίου (στο εξής: προεδρείο), στους «ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις» αναφορικά με διάφορα έτη και σε πρακτικό συνεδριάσεως του προεδρείου. Μεταγενέστερα, τέθηκε στο αρχείο η καταγγελία που υπέβαλε ο προσφεύγων στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή λόγω της αρνήσεως να του επιτραπεί η πρόσβαση στον κατάλογο των υπαγόμενων στο σύστημα μελών του Κοινοβουλίου.

3        Με το από 20 Οκτωβρίου 2008 έγγραφο, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση προσβάσεως σε όλα τα έγγραφα από τα οποία προέκυπτε ποια μέλη του Κοινοβουλίου (στο εξής: μέλη) μετέχουν στο σύστημα, στον κατάλογο των μελών που μετείχαν στο σύστημα κατά την 1η Σεπτεμβρίου 2005 και στον κατάλογο των μετεχόντων κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως προσβάσεως, υπέρ των οποίων το Κοινοβούλιο κατέβαλλε μηνιαία εισφορά. Με την από 17 Δεκεμβρίου 2008 απόφαση, το Κοινοβούλιο απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στα προαναφερθέντα έγγραφα.

4        Το Γενικό Δικαστήριο, με απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2011, Dennekamp κατά Κοινοβουλίου (T‑82/09, EU:T:2011:688), απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2008. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι ο προσφεύγων, με την αίτησή του προσβάσεως στα έγγραφα, δεν έλαβε υπόψη την αρχή που έχει καθιερωθεί με την απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager (C‑28/08 P, Συλλογή, EU:C:2010:378, σκέψη 63), κατά την οποία, όταν η αίτηση προσβάσεως αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να εφαρμόζεται στο σύνολό τoυ ο κανονισμός (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8, σ. 1). Πιο συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως επέτασσαν οι διατάξεις του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 (προαναφερθείσα απόφαση Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, EU:T:2011:688, σκέψεις 31 έως 35).

5        Με την από 10 Σεπτεμβρίου 2012 επιστολή, ο προσφεύγων ζήτησε από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να του επιτρέψει την πρόσβαση σε τέσσερις κατηγορίες εγγράφων: όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει ποια από τα εν ενεργεία μέλη υπάγονται στο σύστημα· τον ονομαστικό κατάλογο των μελών που υπάγονταν στο σύστημα μετά τον Σεπτέμβριο του 2005· τον ονομαστικό κατάλογο των μελών που υπάγονται επί του παρόντος στο σύστημα και για τα οποία το Κοινοβούλιο καταβάλλει μηνιαία εισφορά· όλα τα έγγραφα που έχουν σχέση με την οικονομική κατάσταση του συστήματος από το έτος 2009 (στο εξής: αρχική αίτηση).

6        Στην αρχική αίτηση, ο προσφεύγων υποστήριζε, αφενός, ότι συνέτρεχε αντικειμενική αναγκαιότητα, κατά την έννοια του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, για τη διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, αφετέρου, ότι δεν υφίστατο κίνδυνος προσβολής των εννόμων συμφερόντων των υποκειμένων των δεδομένων συνεπεία της γνωστοποιήσεως των επίμαχων δεδομένων.

7        Ως προς την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο προσφεύγων, στηριζόμενος στο ισχυρό δημόσιο συμφέρον για διαφάνεια, το οποίο έχει αναγνωριστεί με τον κανονισμό 1049/2001, τόνιζε την ανάγκη του κοινού να κατανοήσει σαφέστερα πώς λαμβάνονταν οι αποφάσεις και ότι, για να καταστεί αυτό δυνατό, μπορούσε να αρχίσει συζήτηση μέσω δημοσιευμάτων στον τύπο. Εν προκειμένω, υπογράμμιζε ότι είχε πολύ μεγάλη σημασία για τους πολίτες της Ένωσης να γνωρίζουν ποια ήταν τα μέλη που είχαν προσωπικό συμφέρον σε σχέση με το σύστημα, λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι το Κοινοβούλιο κατέβαλλε τις εισφορές των υπαγόμενων στο σύστημα μελών κατά τα δύο τρίτα του ποσού, ότι είχε επανειλημμένως καλύψει τα ελλείμματα του συστήματος και ότι είχε δεσμευθεί για την αντιστάθμιση όλων των ζημιών που θα υφίστατο το σύστημα, διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στα υπαγόμενα στο σύστημα μέλη τη διατήρηση των κεκτημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, στοιχείο το οποίο, κατά τον προσφεύγοντα, συνεπαγόταν σημαντική χρήση δημοσίου χρήματος.

8        Ως προς την έλλειψη οποιασδήποτε προσβολής των εννόμων συμφερόντων των μελών, ο προσφεύγων υποστήριζε ότι ήταν δυσχερές να γίνει κατανοητό τί είδους προσβολή θα προέκυπτε από τη γνωστοποίηση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών, δεδομένου ότι τα μέλη θα εξακολουθούσαν να μετέχουν σε αυτό και να τυγχάνουν των παροχών του, και ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν επρόκειτο να γνωστοποιηθούν τα ποσά των ιδιωτικών τους επενδύσεων. Στην περίπτωση κατά την οποία θα κρινόταν ότι η γνωστοποίηση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών θίγει τα ιδιωτικά τους συμφέροντα, ο προσφεύγων υποστήριζε ότι δεν επρόκειτο για θεμιτά ιδιωτικά συμφέροντα στον βαθμό που, λόγω, αφενός, της δημιουργίας του συστήματος και της ασκήσεως επιρροής σε αυτό από εκλεγμένους αντιπροσώπους για λογαριασμό εκλεγμένων αντιπροσώπων και, αφετέρου, της χορηγήσεως παροχών χρηματοδοτούμενων από δημόσιους πόρους, τα εν λόγω ιδιωτικά συμφέροντα δεν θα έπρεπε να τύχουν της ίδιας μεταχειρίσεως με εκείνα που αφορούν τον ιδιωτικό χαρακτήρα των εισφορών σε γενικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Κατά τον προσφεύγοντα, τυχόν αρνητική αντίδραση του κοινού στη συμμετοχή ορισμένων μελών στο σύστημα δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως προσβολή της ιδιωτικής ζωής, στην αποτροπή της οποίας αποσκοπεί ο κανονισμός 1049/2001.

9        Τέλος, στην αρχική αίτηση, ο προσφεύγων, αφού έκανε μνεία του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), υποστήριξε ότι, με την αίτησή του, δεν είχε την πρόθεση να επέμβει στην κατοικία ή στην οικογενειακή ζωή των μελών, αλλά να δώσει έναυσμα για μια δημόσια συζήτηση όσον αφορά την άσκηση των δημοσίων λειτουργημάτων, συζήτηση στην οποία θα έπρεπε να μπορούν να μετάσχουν οι πολίτες της Ένωσης.

10      Με την από 17 Οκτωβρίου 2012 επιστολή, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου αρνήθηκε την πρόσβαση στις τρεις πρώτες κατηγορίες εγγράφων, με την αιτιολογία ότι επρόκειτο για έγγραφα που περιείχαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με τα οποία το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 απαιτεί από τον αιτούντα να αποδεικνύει την αναγκαιότητα της διαβιβάσεώς τους και την έλλειψη λόγων βάσει των οποίων θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή έθιγε τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων. Πάντως, ο γενικός γραμματέας εκτίμησε ότι ο προσφεύγων, αναφερόμενος αποκλειστικώς στο δημόσιο συμφέρον περί διαφάνειας, δεν απέδειξε την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των επίμαχων δεδομένων. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει αν υφίστατο κίνδυνος προσβολής των εννόμων συμφερόντων των μελών. Τέλος, αναφορικά με την τέταρτη κατηγορία εγγράφων την οποία αφορούσε η αίτηση του προσφεύγοντος, ο γενικός γραμματέας προσδιόρισε τα έγγραφα σχετικά με την οικονομική κατάσταση του συστήματος από το έτος 2009 και παρέσχε τους αριθμούς βάσει των οποίων τα έγγραφα αυτά μπορούσαν να ανευρεθούν στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου.

11      Με την από 8 Νοεμβρίου 2012 επιστολή, ο προσφεύγων υπέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στις τρεις πρώτες κατηγορίες εγγράφων που μνημονεύθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 5 (στο εξής: επιβεβαιωτική αίτηση). Ο προσφεύγων ενέμεινε στους λόγους για τους οποίους θεωρούσε αναγκαία τη διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στηριζόμενος στο δικαίωμα προσβάσεως στην πληροφορία και στο δικαίωμα στην ελευθερία της εκφράσεως. Υπογράμμισε την παράλειψη του Κοινοβουλίου να προβεί σε στάθμιση μεταξύ της αναγκαιότητας διαβιβάσεως των δεδομένων αυτών και του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής των εμπλεκόμενων μελών, καθώς και τη μη παροχή εξηγήσεων σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο η ζητηθείσα πρόσβαση θα μπορούσε να αποτελέσει ειδική και συγκεκριμένη προσβολή της ιδιωτικής ζωής των μελών αυτών. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων εξήγησε λεπτομερώς, αφενός, από ποια άποψη ήταν αναγκαία η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων, και συγκεκριμένα ότι η γνωστοποίηση αυτή θα καθιστούσε δυνατή την πραγματοποίηση δημοσιογραφικής έρευνας σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο δαπανούνταν το δημόσιο χρήμα, με τον πιθανό αντίκτυπο των ιδιωτικών συμφερόντων στη διαμόρφωση της ψήφου των μελών και με τη λειτουργία των μηχανισμών ελέγχου, και, αφετέρου, για ποιους λόγους τα τυχόν ιδιωτικά συμφέροντα των μελών με τα οποία σχετίζονταν τα ζητηθέντα έγγραφα δεν μπορούσαν να κατισχύσουν της ελευθερίας της εκφράσεως και του συμφέροντος του κοινού να ενημερωθεί ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο δαπανούνταν το δημόσιο χρήμα καθώς και ως προς τις λαμβανόμενες πολιτικές αποφάσεις.

12      Με την απόφαση A (2012) 13180, της 11ης Δεκεμβρίου 2012, το Κοινοβούλιο απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτηση (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

13      Το Κοινοβούλιο, στην προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε την άρνησή του να επιτρέψει την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα στην εξαίρεση που αφορά τον κίνδυνο προσβολής της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, με το σκεπτικό ότι τα έγγραφα αυτά περιείχαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 45/2001, των οποίων η γνωστοποίηση θα ήταν αντίθετη στον εν λόγω κανονισμό, ο οποίος πρέπει να εφαρμόζεται στο σύνολό του όταν τα ζητούμενα έγγραφα περιέχουν τέτοια δεδομένα.

14      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Κοινοβούλιο, όσον αφορά την προβλεπόμενη με το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 προϋπόθεση περί αναγκαιότητας, έκρινε, πρώτον, ότι αυτή έπρεπε να ερμηνεύεται συσταλτικώς όπως κάθε άλλη εξαίρεση από θεμελιώδες δικαίωμα. Δεύτερον, δέχθηκε ότι ο προσφεύγων υπήρξε πολύ ακριβής ως προς τις προθέσεις του σχετικά με τα επίμαχα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, πλην όμως τα επιχειρήματά του δεν αποδείκνυαν την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων αυτών. Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο υποστήριξε ότι αν η επίκληση του συμφέροντος του κοινού και των μέσων ενημερώσεως για άσκηση ελέγχου επί των δημοσίων δαπανών μπορούσε να θεωρηθεί ως αποδεκτό επιχείρημα στο πλαίσιο του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, θα καθίστατο δυνατή η γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πέραν κάθε εύλογου ορίου και θα παραβιάζονταν οι κανόνες προστασίας των δεδομένων αυτών. Πιο συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε κανένα σύνδεσμο μεταξύ των προθέσεών του και των συγκεκριμένων δεδομένων στα οποία ζητούσε να του επιτραπεί η πρόσβαση. Πάντως, δεν ήταν αναγκαίο ούτε σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας να ζητηθούν τα ονόματα όλων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών, δεδομένου ότι οι αποφάσεις σχετικά με το σύστημα αυτό λαμβάνονταν από το προεδρείο. Τρίτον, το Κοινοβούλιο επισήμανε ότι ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων ήταν σύμφυτος με τη λειτουργία συνελεύσεως αντιπροσώπων, η οποία αποφάσιζε σε παγία βάση για τις αποδοχές των μελών της, και ότι το γεγονός αυτό δεν μπορούσε αφ’ εαυτού να δικαιολογήσει τη γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τέταρτον, το Κοινοβούλιο εκτίμησε ότι το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 έπρεπε να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζει τον σκοπό θεσπίσεως και την πρακτική αποτελεσματικότητα του εν λόγω κανονισμού και ότι η εφαρμογή του άρθρου αυτού δεν μπορούσε να καταστήσει τον ως άνω κανονισμό άνευ περιεχομένου, πράγμα το οποίο θα συνέβαινε αν, όπως εν προκειμένω, η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είχε ως μοναδικό σκοπό την άμεση γνωστοποίησή τους στο κοινό. Πάντως, δεδομένου ότι η εφαρμογή του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 προϋποθέτει την απόδειξη από τον αιτούντα της αναγκαιότητας της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο επιδιωκόμενος από τον προσφεύγοντα σκοπός θα παρείχε σε πρόσωπα που δεν έχουν αποδείξει την αναγκαιότητα αυτή τη δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσβαση στα ως άνω δεδομένα, σε αντίθεση με τον κανόνα που έχει καθιερωθεί με την απόφαση Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω (EU:C:2010:378, σκέψη 63).

15      Όσον αφορά τη στάθμιση μεταξύ της αναγκαιότητας της διαβιβάσεως των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των εννόμων συμφερόντων των υποκειμένων των δεδομένων, το Κοινοβούλιο εκτίμησε, υπό το πρίσμα του κανονισμού 45/2001, ότι τα δεύτερα υπερτερούσαν των πρώτων, για τον λόγο ότι η έγκριση μιας τέτοιας διαβιβάσεως θα ήταν δυσανάλογη. Πρώτον, το Κοινοβούλιο δέχθηκε ότι η έκταση των εννόμων συμφερόντων ενός μέλους ήταν μικρότερη από την έκταση των συμφερόντων φυσικού προσώπου χωρίς παρουσία στη δημόσια ζωή και ότι, κατά συνέπεια, ο βαθμός προστασίας των δεδομένων του πρώτου ήταν περιορισμένος. Δεύτερον, το Κοινοβούλιο επισήμανε ωστόσο ότι η δημόσια χρηματοδότηση του συστήματος δεν συνεπαγόταν τη μη εφαρμογή της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των μελών ή την έλλειψη εννόμων συμφερόντων που θα μπορούσαν τα μέλη αυτά να προβάλουν κατά της γνωστοποιήσεως των εν λόγω δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό, το Κοινοβούλιο υποστήριξε ότι θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των δεδομένων που εμπίπτουν στη δημόσια σφαίρα και υπόκεινται σε ασθενέστερο βαθμό προστασίας και των δεδομένων που άπτονται της ιδιωτικής σφαίρας και εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο της έννοιας των εννόμων συμφερόντων. Πάντως, κατά το Κοινοβούλιο, τα επίμαχα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα άπτονταν της ιδιωτικής σφαίρας των μελών, καθόσον τα πληροφοριακά στοιχεία που αυτά περιλάμβαναν θεμελίωναν έννομο συμφέρον για την προστασία τους. Επρόκειτο για δεδομένα σχετικά με την οικονομική κατάσταση των ενδιαφερομένων μελών, και συγκεκριμένα με τις εισφορές σε συνταξιοδοτικό σύστημα και τα απορρέοντα από αυτές συνταξιοδοτικά δικαιώματα, δηλαδή ζητήματα ιδιωτικής φύσεως. Το Κοινοβούλιο σημείωσε ότι η βουλευτική ιδιότητα του μέλους αποτελούσε αδήριτη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο σύστημα, πλην όμως η σύνταξη καταβαλλόταν μετά τη λήξη της θητείας και ότι οι ατομικές εισφορές ήταν σημαντικές. Τρίτον, το Κοινοβούλιο υποστήριξε ότι, αν η χρηματοδότηση με δημόσιους πόρους αρκούσε για να γίνει δεκτό ότι τα δεδομένα δεν είναι προσωπικού χαρακτήρα, το συμπέρασμα αυτό θα ίσχυε για κάθε δημόσιο λειτουργό. Τέταρτον, το Κοινοβούλιο συνήγαγε από τη στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων ότι, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του γενικού χαρακτήρα του συμφέροντος των μέσων ενημερώσεως και του ευρέος κοινού σε σχέση με την προσωπική κατάσταση των μελών, η γνωστοποίηση των ζητηθέντων δεδομένων θα ήταν δυσανάλογη, εκτός αν γινόταν δεκτό ότι είναι δυνατή η πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των μελών ή ακόμη οποιουδήποτε δημόσιου λειτουργού, τα οποία έχουν σχέση με δημόσια δαπάνη. Κατά το Κοινοβούλιο, μια τέτοια ερμηνεία θα καθιστούσε άνευ περιεχομένου το άρθρο 16 ΣΛΕΕ, ενώ ο προσφεύγων, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του, θα μπορούσε να περιοριστεί σε αίτημα παροχής συγκεντρωτικών στοιχείων σχετικά με την οικονομική κατάσταση του συστήματος. Πέμπτον, το Κοινοβούλιο σημείωσε ότι υπήρχαν προσφορότερα μέτρα για την επίτευξη των σκοπών του προσφεύγοντος, διασφαλίζοντα επαρκώς τον έλεγχο επί των δημοσίων δαπανών και την ενημέρωση του κοινού.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Φεβρουαρίου 2013, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

17      Με δικόγραφα που κατέθεσαν αντιστοίχως στις 29, 30 Μαΐου και 11 Ιουνίου 2013, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ), το Βασίλειο της Σουηδίας και η Δημοκρατία της Φινλανδίας ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ του προσφεύγοντος.

18      Με διατάξεις του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, οι αιτήσεις παρεμβάσεως του ΕΕΠΔ, αφενός, και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας, αφετέρου, έγιναν δεκτές.

19      Κατόπιν τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πέμπτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση.

20      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων των παρεμβαινόντων.

21      Η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και ο ΕΕΠΔ ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να κάνει δεκτά τα αιτήματα του προσφεύγοντος και, ως εκ τούτου, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

22      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

23      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε ερώτηση στους διαδίκους πλην των παρεμβαινόντων. Οι διάδικοι απάντησαν καταθέτοντας διάφορα έγγραφα, το μεν Κοινοβούλιο στις 16 Οκτωβρίου 2014, ο δε προσφεύγων στις 17 Οκτωβρίου 2014.

24      Κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, υποβλήθηκαν διάφορες γραπτές ερωτήσεις στο Κοινοβούλιο, η απάντηση του οποίου περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Ιανουαρίου 2015. Ο προσφεύγων υπέβαλε παρατηρήσεις επί της απαντήσεως του Κοινοβουλίου. Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2015.

 Σκεπτικό

1.     Επί της εκτάσεως της διαφοράς

25      Με την απάντησή του επί του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, ο προσφεύγων επισήμανε ότι 64 μέλη που μετείχαν στο σύστημα αντιτάχθηκαν στις τροποποιήσεις που επέφερε σε αυτό το προεδρείο κατά τις συνεδριάσεις της 9ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 2009 και άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2010, Albertini κ.λπ. και Donnelly κατά Κοινοβουλίου (T‑219/09 και T‑326/09, Συλλογή, EU:T:2010:519).

26      Εξάλλου, ένα άλλο μέλος που μετέχει στο σύστημα άσκησε επίσης προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά της αποφάσεως του Κοινοβουλίου να αρνηθεί την καταβολή της προαιρετικής συμπληρωματικής συντάξεως υπό μορφή κεφαλαίου (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Purvis κατά Κοινοβουλίου, T‑439/09, Συλλογή, EU:T:2011:600).

27      Επομένως, διαπιστώνεται ότι τα ονόματα των 65 μελών που μετέχουν στο σύστημα δημοσιοποιήθηκαν στις ημερομηνίες κατά τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των τριών υποθέσεων που μνημονεύθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 25 και 26, ήτοι προ της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής.

28      Κατά το μέρος αυτό, η υπό κρίση προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 11ης Δεκεμβρίου 2006, Weber κατά Επιτροπής, T‑290/05, EU:T:2006:381, σκέψη 42).

29      Συνεπώς, δεν είναι αναγκαία η έκδοση αποφάσεως επ’ αυτής της πτυχής της διαφοράς.

2.     Επί του βασίμου της προσφυγής

30      Προς αμφισβήτηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο προσφεύγων προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά παράβαση των άρθρων 11 και 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001. Ο δεύτερος λόγος αφορά έλλειψη αιτιολογίας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση των άρθρων 11 και 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001

31      Με το πρώτο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, στην επιβεβαιωτική αίτηση, παράθεσε, συμφώνως προς το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, ρητούς και θεμιτούς δικαιολογητικούς λόγους ως προς την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονταν στα ζητηθέντα έγγραφα, στηριζόμενος στο δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης στην πληροφόρηση. Με το δεύτερο σκέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, κατά τη στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων, τα μέλη δεν έχουν έννομο συμφέρον στην προστασία της ιδιωτικής τους ζωής κατά την έννοια του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001.

32      Το πρώτο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως διαιρείται σε τέσσερις αιτιάσεις, με τις οποίες ο προσφεύγων φρονεί, πρώτον, ότι απέδειξε την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κριτήριο προβλεπόμενο από το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 και ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αποφάσεων Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω (EU:C:2010:378, σκέψη 63), και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω (EU:T:2011:688, σκέψεις 31 έως 35), δεύτερον, ότι το κριτήριο της αναγκαιότητας δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, τρίτον, ότι κατέδειξε με ρητό τρόπο τον σύνδεσμο μεταξύ του επιδιωκόμενου με την αίτηση σκοπού και της αναγκαιότητας για γνωστοποίηση όλων των ζητηθέντων ονομάτων, η οποία αποτελεί το προσφορότερο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, και, τέταρτον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τη δομή και τον σκοπό του κανονισμού 1049/2001.

33      Το δεύτερο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως διαιρείται σε τρεις αιτιάσεις. Πρώτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα μέλη δεν έχουν έννομο συμφέρον στην προστασία της ιδιωτικής τους ζωής κατά την έννοια του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, δεδομένου ότι οι ενέργειές τους υπόκεινται σε σημαντικού βαθμού έλεγχο του κοινού. Δεύτερον, φρονεί ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Κοινοβούλιο δεν αιτιολόγησε γιατί η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων έθιγε τα έννομα συμφέροντα των μελών. Με την τρίτη αιτίαση, διατείνεται ότι, ακόμη και αν το Κοινοβούλιο ορθώς εκτίμησε ότι το ζητηθέν πληροφοριακό στοιχείο ενέπιπτε στην ιδιωτική σφαίρα των μελών, η διαπίστωση αυτή δεν θα αρκούσε προκειμένου το στοιχείο αυτό να προστατεύεται ως έννομο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, που επιτάσσει τη στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων.

34      Καταρχάς πρέπει να εξετασθούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 επιτρέπει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μέσω απαντήσεως ιδίως στη δεύτερη και την τέταρτη αιτίαση του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, με τις οποίες αμφισβητείται ο τρόπος κατά τον οποίο το Κοινοβούλιο προέβη σε συνδυασμένη εφαρμογή των κανονισμών 1049/2001 και 45/2001. Στη συνέχεια, πρέπει να διευκρινιστεί αν το Κοινοβούλιο προέβη σε ορθή εκτίμηση των δικαιολογητικών λόγων που εξέθεσε ο προσφεύγων όσον αφορά την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μέσω απαντήσεως στην πρώτη και την τρίτη αιτίαση του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως. Τέλος, πρέπει να εξετασθεί αν το Κοινοβούλιο προέβη σε ορθή στάθμιση των εννόμων συμφερόντων των μελών στην προστασία της ιδιωτικής τους ζωής και του συμφέροντος για διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μέσω απαντήσεως στις τρεις αιτιάσεις του δεύτερου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, οι οποίες αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό.

 Επί της συνδυασμένης εφαρμογής των κανονισμών 1049/2001 και 45/2001 και επί της ερμηνείας των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001

35      Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε κράτος μέλος έχει δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, υπό την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που καθορίζονται σύμφωνα με την προβλεπόμενη με το άρθρο 294 ΣΛΕΕ διαδικασία (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C‑365/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:112, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά την πρώτη αιτιολογική του σκέψη, ο κανονισμός 1049/2001 συγκεκριμενοποιεί τη βούληση που εκφράζεται στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο προστέθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, να πραγματοποιηθεί ένα νέο βήμα στη διαδικασία της διαρκώς στενότερης ενώσεως των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες. Όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 2 του εν λόγω κανονισμού, το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης συνδέεται με τον δημοκρατικό χαρακτήρα των οργάνων αυτών (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C-39/05 P και C-52/05 P, Συλλογή, EU:C:2008:374, σκέψη 34, και της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, Συλλογή, EU:C:2011:496, σκέψη 72).

36      Προς τούτο, σκοπός του κανονισμού 1049/2001 είναι, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 και το άρθρο 1 αυτού, να παρασχεθεί στο κοινό το δικαίωμα της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (αποφάσεις Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2008:374, σκέψη 33, και Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2011:496, σκέψη 73).

37      Βεβαίως, το δικαίωμα αυτό υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς που στηρίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος. Ειδικότερα, ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει στο άρθρο 4, σύμφωνα και με την αιτιολογική σκέψη 11, ένα καθεστώς εξαιρέσεων, το οποίο παρέχει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο στην περίπτωση κατά την οποία η γνωστοποίησή του θα έθιγε την προστασία ενός από τα συμφέροντα που προστατεύει το εν λόγω άρθρο (απόφαση Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2011:496, σκέψη 74).

38      Εντούτοις, τέτοιου είδους εξαιρέσεις, δεδομένου ότι συνιστούν απόκλιση από την αρχή της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικώς (αποφάσεις Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2008:374, σκέψη 36, και Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2011:496, σκέψη 75).

39      Συνεπώς, όταν το οικείο θεσμικό όργανο αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η γνωστοποίηση, οφείλει καταρχήν να εξηγήσει πώς ακριβώς η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο είναι ικανή να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και ουσιαστικό το προβαλλόμενο από το όργανο αυτό συμφέρον το οποίο προστατεύεται από μία εκ των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2011:496, σκέψη 76). Εξάλλου, ο κίνδυνος προσβολής του συμφέροντος αυτού πρέπει να είναι ευλόγως πιθανός και όχι καθαρά υποθετικός (αποφάσεις Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2008:374, σκέψη 43, και Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2011:496, σκέψη 76).

40      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, κατά την εξέταση της σχέσεως μεταξύ των κανονισμών 1049/2001 και 45/2001 όσον αφορά την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, και συγκεκριμένα της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι οι κανονισμοί αυτοί επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Ο πρώτος κανονισμός έχει σκοπό να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια όσον αφορά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων των δημοσίων αρχών, καθώς και όσον αφορά τα στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι αποφάσεις τους. Επομένως, ο κανονισμός αυτός επιδιώκει να διευκολύνει κατά τον μέγιστο δυνατό βαθμό την άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα, καθώς και να προαγάγει την εφαρμογή ορθών διοικητικών πρακτικών. Ο δεύτερος κανονισμός έχει ως σκοπό να διασφαλίσει την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής τους κατά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 49, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 23).

41      Δεδομένου ότι οι κανονισμοί 45/2001 και 1049/2001 δεν περιλαμβάνουν διατάξεις που να προβλέπουν ρητώς ότι ο ένας κατισχύει του άλλου, θα πρέπει καταρχήν να διασφαλίζεται η πλήρης εφαρμογή αμφότερων (αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 56, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 24).

42      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, στο οποίο το Κοινοβούλιο στήριξε τη διατυπωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση άρνησή του να επιτρέψει την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα, ορίζει ότι «[τ]α θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία […] της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, ιδίως σύμφωνα με τη […] νομοθεσία [της Ένωσης] σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων». Όπως προκύπτει από τη νομολογία, πρόκειται για αδιαίρετη διάταξη η οποία επιτάσσει τυχόν προσβολή της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου να εξετάζεται και να εκτιμάται πάντοτε κατά τη σχετική με την προστασία των προσωπικών δεδομένων νομοθεσία της Ένωσης, και ιδίως κατά τον κανονισμό 45/2001. Επομένως, η διάταξη αυτή καθιερώνει ειδικό καθεστώς ενισχυμένης προστασίας των προσώπων, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των οποίων είναι δυνατόν, κατά περίπτωση, να γνωστοποιηθούν στο κοινό (αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψεις 59 και 60, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 25).

43      Όταν αίτηση που βασίζεται στον κανονισμό 1049/2001 αποσκοπεί στην πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι διατάξεις του κανονισμού 45/2001 εφαρμόζονται πλήρως, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 8 αυτού (αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 63, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 26).

44      Η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος, με την οποία συντάσσονται η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και ο ΕΕΠΔ, πρέπει να εξετασθεί ακριβώς υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων.

45      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τη δομή και τον σκοπό του κανονισμού 1049/2001, ο οποίος συνίσταται στην ενίσχυση της υπεύθυνης και νόμιμης λήψεως των δημοσίων αποφάσεων καθιστώντας τις σχετικές διαδικασίες εγγύτερες προς τον πολίτη, μέσω της διαφάνειας. Κατ’ εφαρμογή της αποφάσεως Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω (EU:C:2010:378), η πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού 1049/2001 δεν μπορεί να αίρεται μέσω ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεών του από την οποία θα προέκυπτε ότι μια νόμιμη γνωστοποίηση δεν δύναται σε καμία περίπτωση να έχει ως σκοπό την πλήρη γνωστοποίηση στο κοινό. Εξάλλου, ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν θα λάμβανε υπόψη τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εκτιμά ότι το συμφέρον του κοινού προς απόκτηση πληροφοριών κατισχύει του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ενός δημόσιου προσώπου, και συγκεκριμένα ότι η δημοσιογραφική έρευνα παραθέτει στοιχεία ικανά να συμβάλουν στον διάλογο εντός μιας δημοκρατικής κοινωνίας σχετικά με δημόσια πρόσωπα κατά την εκ μέρους τους άσκηση επισήμων καθηκόντων. Ο προσφεύγων φρονεί ότι το Κοινοβούλιο ενεργεί κατά παράβαση του άρθρου 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, καθόσον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εκτιμά ότι θα αντέβαινε στον σκοπό του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 η αποδοχή της απόψεως ότι η δημοσιοποίηση των δεδομένων αποτελεί θεμιτό σκοπό.

46      Στο υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το κριτήριο της αναγκαιότητας κατά το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, διότι αυτό θα συνεπαγόταν την ευρεία ερμηνεία εξαιρέσεως από το θεμελιώδες δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα, τον μη θεμιτό περιορισμό του εν λόγω δικαιώματος και την καταστρατήγηση της νομολογίας της Ένωσης.

47      Η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος στηρίζεται στην άποψη ότι η συνδυασμένη εφαρμογή των κανονισμών 1049/2001 και 45/2001, συμφώνως προς την απόφαση Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω (EU:C:2010:378), δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να καθίστανται πλήρως ανενεργείς οι διατάξεις του πρώτου κανονισμού και, κατ’ επέκταση, το θεμελιώδες δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης το οποίο ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης. Εξάλλου, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, στο υπόμνημα παρεμβάσεως που κατέθεσε, φρονεί ότι θα πρέπει να εφαρμόζονται το βασικό περιεχόμενο και οι θεμελιώδεις αρχές αμφότερων των κανονισμών, ώστε η εφαρμογή του ενός να είναι συμβατή και να τελεί σε συνοχή με την εφαρμογή του άλλου. Μεταξύ των αρχών αυτών, η Δημοκρατία της Φινλανδίας φρονεί ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ιδίως ο κανόνας που καθιερώνει ο κανονισμός 1049/2001 σχετικά με την έλλειψη δικαιολογητικής βάσεως των αιτήσεων προσβάσεως στα έγγραφα. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια «αναγκαιότητα της διαβιβάσεως» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, κατά τρόπο ώστε να περιορίζεται ή να εκμηδενίζεται οποιαδήποτε δυνατότητα προσβάσεως στα έγγραφα όταν η αίτηση στηρίζεται σε γενικό συμφέρον όπως είναι το δικαίωμα στην πληροφόρηση.

48      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στην επιχειρηματολογία αυτή, με την οποία επιχειρείται η εξισορρόπηση του απορρέοντος από τον κανονισμό 1049/2001 δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα που κατέχουν τα θεσμικά όργανα και των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον κανονισμό 45/2001 σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα εν λόγω θεσμικά όργανα, πρέπει να διευκρινισθεί ο τρόπος με τον οποίο συναρθρώνονται οι κανόνες που καθιερώνουν οι δύο κανονισμοί.

49      Κατά πρώτο λόγο, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο αιτήσεως προσβάσεως στα έγγραφα, ο κανονισμός 45/2001 εφαρμόζεται μόνον όταν το θεσμικό όργανο προς το οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση αρνείται την πρόσβαση στα έγγραφα αντιτάσσοντας στον αιτούντα την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001. Η διάταξη αυτή επιτάσσει η τυχόν προσβολή της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου να εξετάζεται και να εκτιμάται πάντοτε κατά τη σχετική με την προστασία των προσωπικών δεδομένων νομοθεσία της Ένωσης, και ιδίως κατά τον κανονισμό 45/2001 (βλ. υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 59).

50      Αν τα ζητηθέντα έγγραφα περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 45/2001, το θεσμικό όργανο υποχρεούται καταρχήν να διασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή αμφότερων των κανονισμών επί της αιτήσεως προσβάσεως (αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 56, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 24). Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κανονισμός 45/2001 καθιερώνει ειδικό καθεστώς ενισχυμένης προστασίας των προσώπων, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των οποίων είναι δυνατόν να γνωστοποιηθούν στο κοινό και ότι, κατά την εξέταση της αιτήσεως προσβάσεως, οι διατάξεις του κανονισμού αυτού εφαρμόζονται πλήρως, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 8 αυτού (αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψεις 60 και 63, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψεις 25 και 26). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 7 και 14 του κανονισμού 45/2001 προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτού είναι δεσμευτικές και εφαρμόζονται για κάθε είδους επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα την οποία διενεργούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ανεξαρτήτως του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω επεξεργασία.

51      Ειδικότερα, όταν η αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα μπορεί, σε περίπτωση αποδοχής της, να έχει ως συνέπεια τη γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το θεσμικό όργανο προς το οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση πρέπει να εφαρμόσει όλες τις διατάξεις του κανονισμού 45/2001, χωρίς οι διάφοροι κανόνες και αρχές που θεσπίζει ο κανονισμός 1049/2001 να μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πλήρους προστασίας της οποίας χαίρουν τα δεδομένα αυτά. Η διαπίστωση ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει καταρχήν να ενεργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο απορρέει, κατά την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 45/2001, από τη σημασία που έχει αναγνωριστεί στα δικαιώματα που παρέχονται στα υποκείμενα των δεδομένων με σκοπό την προστασία τους έναντι της επεξεργασίας των εν λόγω δεδομένων.

52      Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, ασφαλώς αληθεύει ότι, όπως υπογραμμίζουν ο προσφεύγων και η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα δεν υπόκειται, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, στην προϋπόθεση να εκθέτει ο αιτών τους λόγους που θεμελιώνουν συμφέρον στη γνωστοποίηση των εν λόγω εγγράφων. Πρόκειται δηλαδή για συγκεκριμενοποίηση των αρχών της ανοικτής λήψεως αποφάσεων και της διαφάνειας που πρέπει να διαπνέουν τη δράση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης καθώς και του δημοκρατικού χαρακτήρα των οργάνων αυτών.

53      Πάντως, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον επιβάλλει στα θεσμικά όργανα την υποχρέωση να εξετάζουν τον κίνδυνο προσβολής της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου υπό το πρίσμα του κανονισμού 45/2001 και των περιορισμών και συναφών μέτρων που προβλέπει αυτός σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως μέσω του άρθρου 8, στοιχείο β΄, αυτού, απαιτεί εμμέσως από τον αιτούντα να αποδεικνύει, παραθέτοντας ρητούς και θεμιτούς δικαιολογητικούς λόγους, την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στα έγγραφα στα οποία έχει ζητηθεί πρόσβαση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 78, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 30).

54      Ειδικότερα, το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 επιβάλλει στο θεσμικό όργανο προς το οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση την υποχρέωση να προβαίνει, σε πρώτο στάδιο, στην εκτίμηση του αναγκαίου και, επομένως, μη δυσανάλογου χαρακτήρα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από τον αιτούντα σκοπού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 34). Το προαναφερθέν άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 επιβάλλει στο θεσμικό όργανο προς το οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση να εξετάζει, σε ένα δεύτερο στάδιο, αν η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι δυνατό να θίγει τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων, και να κρίνει, κατά την εξέταση αυτή, αν ο επιδιωκόμενος από τον αιτούντα σκοπός είναι ικανός να έχει μια τέτοια συνέπεια (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 78, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 30). Κατά τον τρόπο αυτό, το θεσμικό όργανο καλείται να εκτιμήσει τους δικαιολογητικούς λόγους που επικαλείται ο αιτών ως προς τη διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, ακολούθως, ως προς την πρόσβαση στα έγγραφα.

55      Ως εκ τούτου, η εφαρμογή της κατ’ άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 προϋποθέσεως περί αναγκαιότητας προς διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει ως συνέπεια την αναγνώριση εξαιρέσεως από τον κανόνα που καθιερώνει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001. Η συνέπεια αυτή δικαιολογείται από την πρακτική αποτελεσματικότητα που πρέπει να διασφαλίζεται υπέρ των διατάξεων του κανονισμού 45/2001, καθόσον οποιαδήποτε άλλη ενέργεια πέραν της εξετάσεως της αναγκαιότητας προς διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει ο αιτών την πρόσβαση στα έγγραφα θα είχε εκ των πραγμάτων ως συνέπεια τη μη εφαρμογή του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού.

56      Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να ληφθούν ιδιαιτέρως υπόψη τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του συστήματος της προστασίας την οποία παρέχει ο κανονισμός 45/2001 στα φυσικά πρόσωπα έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα, καθόσον η εφαρμογή της προβλεπόμενης με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως συνεπάγεται την πλήρη και εξ ολοκλήρου εφαρμογή του κανονισμού 45/2001, το άρθρο 1 του οποίου ορίζει ότι αυτός αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής τους ζωής.

57      Στο κεφάλαιο II, τμήμα 2, του κανονισμού 45/2001, το άρθρο 5 του κανονισμού 45/2001 καθορίζει τους λόγους βάσει των οποίων χαρακτηρίζεται ως νόμιμη η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τα άρθρα 7, 8 και 9 του κανονισμού 45/2001 καθορίζουν αντιστοίχως τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πραγματοποιείται η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρώτον, μεταξύ θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης ή εντός των εν λόγω οργάνων ή οργανισμών, δεύτερον, προς αποδέκτες πλην των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης οι οποίοι εμπίπτουν στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281, σ. 31), και, τρίτον, προς αποδέκτες πλην των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην οδηγία 95/46.

58      Μολονότι τα άρθρα 7, 8 και 9 του κανονισμού 45/2001 δεν καθιερώνουν αρχή συνοδευόμενη από εξαιρέσεις, καθένα από αυτά περιορίζει επακριβώς τις δυνατότητες διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπο ώστε η διαβίβαση να υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις οι οποίες, αν δεν πληρούνται, δεν την καθιστούν επιτρεπτή. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών καταλέγεται σε πάγια βάση η αναγκαιότητα της διαβιβάσεως υπό το πρίσμα σκοπών διαφορετικής φύσεως.

59      Πάντως, ο κανονισμός 45/2001, κατά την αιτιολογική του σκέψη 5, έχει ως σκοπό να παράσχει στα πρόσωπα που ορίζει ως υποκείμενα των δεδομένων νομικώς προστατευόμενα δικαιώματα και να καθορίσει τις υποχρεώσεις των υπευθύνων επεξεργασίας δεδομένων εντός των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης. Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, οι προϋποθέσεις που έχουν καθοριστεί όσον αφορά τη δυνατότητα διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, ειδάλλως θα διακυβεύονταν τα δικαιώματα που έχει αναγνωρίσει ως θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων αυτών ο κανονισμός 45/2001, σύμφωνα με την αιτιολογική του σκέψη 12. Επομένως, για να πληρούται η προϋπόθεση περί αναγκαιότητας, θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αφενός, είναι το προσφορότερο από όλα τα πιθανά μέτρα προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός που επιδιώκει ο αιτών και, αφετέρου, τελεί σε αναλογία με τον σκοπό αυτό, πράγμα το οποίο υποχρεώνει τον αιτούντα να παραθέσει προς τούτο ρητούς και θεμιτούς δικαιολογητικούς λόγους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 78, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψεις 30 και 34).

60      Σε αντίθεση με την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος, η προβλεπόμενη κατ’ άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 προϋπόθεση περί αναγκαιότητας, ερμηνευόμενη υπό την ανωτέρω έννοια, δεν μπορεί να εκληφθεί ως επεκτατική ερμηνεία ορισμένης εξαιρέσεως από το θεμελιώδες δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα, η οποία θα συνεπαγόταν τον αθέμιτο και αντίθετο προς τη νομολογία της Ένωσης περιορισμό του εν λόγω δικαιώματος. Μια τέτοια ερμηνεία δεν συνεπάγεται την εισαγωγή μιας «κατηγορίας» εξαιρέσεων από την αρχή της προσβάσεως στα έγγραφα, κατηγορίας η οποία ισχύει υπέρ των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά την εναρμόνιση δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία συγκρούονται μεταξύ τους όταν η αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προστατευόμενα από τον κανονισμό 45/2001, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 56 έως 59 ανωτέρω. Κατά τη συνάρθρωση των διατάξεων που προστατεύουν τα ανωτέρω αντιτιθέμενα δικαιώματα, διαφυλάσσεται επίσης το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα, καθόσον η υποχρεωτική εφαρμογή, όπως εν προκειμένω, του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 έχει μόνο ως αποτέλεσμα, κατά πρώτο λόγο, να απαιτείται από τον αιτούντα να αποδείξει την αναγκαιότητα να του διαβιβαστούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, δηλαδή να αποδείξει ότι η διαβίβαση αυτή αποτελεί το προσφορότερο και μη δυσανάλογο μέσο για την επίτευξη που αυτός επιδιώκει (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 34), και, κατά δεύτερο λόγο, να επιβάλλεται στο θεσμικό όργανο η υποχρέωση να εξετάσει αν η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι ικανή να θίξει τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από τον αιτούντα σκοπού (βλ. υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 78, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 30). Επομένως, η συσταλτική ερμηνεία των προϋποθέσεων του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 ουδόλως συνεπάγεται την καθιέρωση εξαιρέσεως η οποία θα εμπόδιζε γενικώς οποιαδήποτε πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

61      Εντούτοις, η συσταλτική ερμηνεία της προβλεπόμενης κατά το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 προϋποθέσεως περί αναγκαιότητας δεν έχει την έννοια ότι αν ο δικαιολογητικός λόγος της διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει γενικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του προβαλλόμενου δικαιώματος του κοινού στην πληροφόρηση σχετικά με τις ενέργειες των μελών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ο λόγος αυτός δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη. Στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 54 ανωτέρω, ο γενικός χαρακτήρας του δικαιολογητικού λόγου της διαβιβάσεως δεν επηρεάζει άμεσα το ζήτημα κατά πόσον η διαβίβαση είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον αιτούντα σκοπού.

62      Ομολογουμένως, όπως επισημαίνει το Κοινοβούλιο, οι διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 δεν προβλέπουν τη στάθμιση μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος που αφορά την ιδιωτική ζωή και την ακεραιότητα του ατόμου και τυχόν υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Εντούτοις, πλην του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, κατά το οποίο τα δεδομένα δεν πρέπει να υπόκεινται σε επεξεργασία ασύμβατη με τον σκοπό για τον οποίο συνελέγησαν, καμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού δεν περιορίζει το περιεχόμενο των δικαιολογητικών λόγων που δύναται να προβάλει ο αιτών σχετικά με τη ζητούμενη διαβίβαση. Κανένα στοιχείο δεν αποκλείει τη δυνατότητα προβολής ενός δικαιολογητικού λόγου γενικού χαρακτήρα, όπως του εν προκειμένω προβαλλόμενου λόγου, ήτοι κατ’ ουσίαν του δικαιώματος του κοινού στην πληροφόρηση.

63      Η προβλεπόμενη κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα, μολονότι επιβάλλει στα θεσμικά όργανα την υποχρέωση να εξετάζουν τον κίνδυνο προσβολής της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου υπό το πρίσμα του κανονισμού 45/2001 και ειδικότερα υπό το πρίσμα του άρθρου 8, στοιχείο β΄, αυτού, εντούτοις πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα των λοιπών διατάξεων του κανονισμού 1049/2001. Η διασφάλιση αυτή θα ήταν αδύνατη αν το θεσμικό όργανο προς το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είχε τη δυνατότητα να απαγορεύσει, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, στον αιτούντα να προβάλει ως δικαιολογητικό λόγο της διαβιβάσεως των ζητούμενων δεδομένων έναν σκοπό γενικού χαρακτήρα, όπως είναι εν προκειμένω το δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση.

64      Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο δικαιολογητικός λόγος γενικού χαρακτήρα που έχει προβάλει ο προσφεύγων σε σχέση με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προκειμένου να ικανοποιηθεί η απαίτηση περί αναγκαιότητας κατά το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 έχει ως αποτέλεσμα την εκ νέου καθιέρωση κριτηρίου περί υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια του κανονισμού 1049/2001.

65      Κατά τρίτο λόγο, παρά τις διαπιστώσεις που εκτίθενται ανωτέρω στη σκέψη 51, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου κατά την οποία η προβλεπόμενη κατά το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 προϋπόθεση περί αναγκαιότητας πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς για τον πρόσθετο λόγο ότι ρητός και αποκλειστικός σκοπός του προσφεύγοντος είναι να γνωστοποιήσει άμεσα στο κοινό τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που ενδεχομένως του διαβιβασθούν, ενέργεια που θα συνιστούσε σοβαρότατη επέμβαση στο δικαίωμα προστασίας των εν λόγω δεδομένων. Κατά το Κοινοβούλιο, σκοπός του κανονισμού 45/2001 δεν είναι να καταστήσει δυνατή την erga omnes γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

66      Ο προσφεύγων εξέφρασε, πράγματι, τη βούληση να γνωστοποιήσει στο κοινό τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των οποίων ζητεί τη διαβίβαση. Εντούτοις, θα πρέπει να γίνει υπόμνηση του νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η εφαρμογή του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001. Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 49 και 50, οι διατάξεις του κανονισμού 45/2001 κατέστησαν πλήρως εφαρμοστέες, ακριβώς επειδή η αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα που κατέχει το Κοινοβούλιο υποβλήθηκε δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 και στην αίτηση αυτή αντιτάχθηκε η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού.

67      Ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, η αίτηση προσβάσεως έχει ως αντικείμενο και, σε περίπτωση που γίνει δεκτή, ως αποτέλεσμα τη γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων, με συνέπεια το θεσμικό όργανο προς το οποίο αυτή υποβλήθηκε να πρέπει, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, να καταστήσει τα ως άνω έγγραφα προσβάσιμα στο κοινό. Πάντως, οι προϋποθέσεις διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 45/2001, ιδίως εκείνες του άρθρου 8, στοιχείο β΄, δεν μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο ώστε η εφαρμογή μίας εξ αυτών να συνεπάγεται κατά γενικό κανόνα την παροχή προσβάσεως σε έγγραφα που περιέχουν τέτοια δεδομένα μόνο στον αιτούντα και την απαγόρευση προσβάσεως στο κοινό, καθιστώντας κατά τον τρόπο αυτό αδύνατη την εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001. Εφόσον το πρόσωπο που ζητεί την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποδείξει την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων αυτών και εφόσον το θεσμικό όργανο προς το οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση εκτιμήσει ότι δεν υφίστανται λόγοι βάσει των οποίων μπορεί να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή δύναται να θίξει τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων, τα δεδομένα μπορούν να διαβιβασθούν και, υπό την επιφύλαξη ότι δεν εφαρμόζεται κάποια άλλη εξαίρεση του κανονισμού 1049/2001, πλην εκείνης που αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, το ή τα έγγραφα που περιέχουν προσωπικά δεδομένα γνωστοποιούνται και, ως εκ τούτου, καθίστανται προσβάσιμα στο κοινό.

68      Από τις σκέψεις 49 έως 67 ανωτέρω προκύπτει ότι το προβλεπόμενο κατά το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 κριτήριο περί αναγκαιότητας πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, ότι η προϋπόθεση περί αναγκαιότητας της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνεπάγεται την εξέταση, εκ μέρους του θεσμικού οργάνου ή οργανισμού προς το οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση, της αναγκαιότητας υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει ο αιτών την πρόσβαση στα έγγραφα, στοιχείο που περιορίζει την έκταση εφαρμογής του κανόνα περί μη παραθέσεως των δικαιολογητικών λόγων της αιτήσεως προσβάσεως, ότι ο δικαιολογητικός λόγος που προβάλλει ο αιτών σε σχέση με την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των εν λόγω δεδομένων μπορεί να έχει γενικό χαρακτήρα και ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού 1049/2001 δεν μπορεί να αίρεται μέσω ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεών του από την οποία θα προέκυπτε ότι μια νόμιμη γνωστοποίηση δεν δύναται σε καμία περίπτωση να έχει ως σκοπό την πλήρη γνωστοποίηση στο κοινό.

 Επί της εκτιμήσεως των δικαιολογητικών λόγων που προβάλλονται σε σχέση με την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

69      Ο προσφεύγων φρονεί κατ’ ουσίαν ότι απέδειξε την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κριτήριο προβλεπόμενο από το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 και ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αποφάσεων Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω (EU:C:2010:378, σκέψη 63), και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω (EU:T:2011:688, σκέψεις 31 έως 35), και ότι κατέδειξε με ρητό τρόπο τον σύνδεσμο μεταξύ του επιδιωκόμενου με την αίτηση σκοπού και της αναγκαιότητας για γνωστοποίηση όλων των ζητηθέντων ονομάτων.

70      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στις αιτιάσεις του προσφεύγοντος, πρέπει να εκτεθούν καταρχάς οι δικαιολογητικοί λόγοι που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας σε σχέση με την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η εκτίμηση που διατύπωσε συναφώς το Κοινοβούλιο με την προσβαλλόμενη απόφαση και, στη συνέχεια, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου επί των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιόν του.

–       Εκτίμηση του Κοινοβουλίου σε σχέση με την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως διατυπώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση

71      Διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η αρχική αίτηση τόνιζε την ανάγκη του κοινού να κατανοήσει σαφέστερα πώς λαμβάνονταν οι αποφάσεις και ότι, για να καταστεί αυτό δυνατό, μπορούσε να αρχίσει μια συζήτηση μέσω δημοσιευμάτων στον τύπο. Εν προκειμένω, είχε πολύ μεγάλη σημασία για τους πολίτες της Ένωσης να γνωρίζουν ποια ήταν τα μέλη που είχαν προσωπικό συμφέρον σε σχέση με το σύστημα, αφ’ ης στιγμής τα μέλη αυτά καλούνταν να λάβουν αποφάσεις για τη διαχείρισή του.

72      Με την επιβεβαιωτική αίτηση, ο προσφεύγων χαρακτήρισε αναγκαία τη διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στηριζόμενος στο δικαίωμα στην πληροφόρηση και στο δικαίωμα στην ελευθερία της εκφράσεως. Εξήγησε ότι η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων ήταν αναγκαία προκειμένου αυτός να μπορέσει να πραγματοποιήσει δημοσιογραφική έρευνα σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο δαπανούνταν το δημόσιο χρήμα, με τον πιθανό αντίκτυπο των ιδιωτικών συμφερόντων στη διαμόρφωση της ψήφου των μελών και με τη λειτουργία των μηχανισμών ελέγχου. Προς τούτο, επισήμανε ότι η γνώση των ονομάτων των ενδιαφερομένων μελών ήταν απολύτως αναγκαία για τη δημοσιογραφική έρευνά του, προκειμένου να ασκήσει την ελευθερία εκφράσεώς του και να μεταφέρει τα σχετικά πληροφοριακά στοιχεία στο κοινό το οποίο είχε συμφέρον να τα γνωρίζει με την ιδιότητα του πολίτη και του φορολογουμένου. Κατά τον προσφεύγοντα, η γνωστοποίηση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών θα μπορούσε να αποτρέψει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουν τα μέλη αυτά την ψήφο τους για να επηρεάσουν το σύστημα, προκειμένου να αποσπάσουν πλεονεκτήματα από αυτό κατά τρόπο αντίθετο προς τις επιθυμίες των ψηφοφόρων τους. Κατά τον προσφεύγοντα, δεν υφίσταται άλλο μέσο για να λάβει το κοινό γνώση του τρόπου κατά τον οποίο τα μέλη κάνουν χρήση των δημοσίων εξουσιών τους σε σχέση με το σύστημα.

73      Το Κοινοβούλιο, στην προσβαλλόμενη απόφαση, εκτίμησε κατά κύριο λόγο ότι ο προσφεύγων δεν είχε αποδείξει την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και στηρίχθηκε σε δύο διαφορετικούς λόγους για να απορρίψει την προβληθείσα δικαιολογητική βάση. Πρώτον, το Κοινοβούλιο θεώρησε ως δικαιολογητικό λόγο της αιτήσεως το συμφέρον του κοινού και των μέσων ενημερώσεως αναφορικά με τις δημόσιες δαπάνες, μέρος των οποίων αποτελούν τα οικονομικά πλεονεκτήματα των μελών, στο πλαίσιο της ελεύθερης πληροφορήσεως και της ελευθερίας της εκφράσεως. Ως προς την πτυχή αυτή, εκτίμησε ότι το προβαλλόμενο δημόσιο συμφέρον ήταν αόριστο και πολύ γενικό και ότι, αν αποτελούσε αποδεκτό επιχείρημα στο πλαίσιο του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, θα καθιστούσε δυνατή τη γνωστοποίηση προσωπικών δεδομένων πέραν κάθε εύλογου ορίου και θα είχε αποτέλεσμα το οποίο δεν θα ήταν σύμφωνο με τους κανόνες της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Δεύτερον, το Κοινοβούλιο επισήμανε ότι ο προσφεύγων παρέλειψε να καταδείξει τον σύνδεσμο μεταξύ των σκοπών που επιδίωκε και των συγκεκριμένων προσωπικών δεδομένων των οποίων ζητούσε τη διαβίβαση και ότι δεν ήταν σαφείς οι λόγοι για τους οποίους η διαβίβαση αυτή ήταν αναγκαία. Στη συνέχεια, σημείωσε ότι για την άσκηση δημοσίου ελέγχου, δεν ήταν αναγκαίο ούτε σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας να ζητηθούν τα ονόματα όλων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών, δεδομένου ότι οι αποφάσεις σχετικά με αυτό λαμβάνονταν από το προεδρείο και επισήμανε ότι ο προσφεύγων όφειλε να εκθέσει έναν ειδικό και συγκεκριμένο κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων προκειμένου να αποδειχθεί η αναγκαιότητα της διαβιβάσεως.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

74      Με την πρώτη αιτίαση, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ως δικαιολογητικό λόγο της αναγκαιότητας προς διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προέβαλε το γεγονός ότι επρόκειτο για πληροφοριακά στοιχεία δημοσίου συμφέροντος τα οποία θα μπορούσε ως δημοσιογράφος να παρουσιάσει στους πολίτες της Ένωσης ώστε να λάβουν αυτοί γνώση του τρόπου με τον οποίο δαπανάται το δημόσιο χρήμα, ποιες ήταν οι ενέργειες των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους και αν η ψήφος των αντιπροσώπων αυτών σε σχέση με το σύστημα επηρεαζόταν από ίδιο οικονομικό συμφέρον. Με τη δεύτερη αιτίαση, ο προσφεύγων φρονεί ότι κατέδειξε με ρητό τρόπο τον σύνδεσμο μεταξύ του επιδιωκόμενου με την αίτηση σκοπού και της αναγκαιότητας για γνωστοποίηση όλων των ζητηθέντων ονομάτων, η οποία αποτελούσε το μόνο μέσο λογοδοσίας των αντιπροσώπων προς το κοινό για τις πράξεις τις οποίες τέλεσαν σε σχέση με το σύστημα. Ο προσφεύγων φρονεί ότι στην αίτησή του δεν χρειαζόταν να είναι σαφέστερος όσον αφορά τα μέλη που μετείχαν στο προεδρείο.

75      Κατά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και τον ΕΕΠΔ, η γνωστοποίηση των ζητηθέντων πληροφοριακών στοιχείων δικαιολογείται, πρώτον, από το γενικό δημόσιο συμφέρον στη διαφάνεια, το οποίο επιτρέπει να παρέχεται στο κοινό μια ενδιαφέρουσα αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών σχετικά με το σύστημα, όπως του τρόπου με τον οποίο ψηφίζουν τα μέλη, και να προσφέρεται η δυνατότητα να ερωτηθούν ή να ακουσθούν τα μέλη αυτά, δεύτερον, από το γεγονός ότι το ελάχιστο απαιτούμενο όριο για την απόδειξη της αναγκαιότητας προς διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι χαμηλό όταν τίθεται ζήτημα ερμηνείας της εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 και, τέλος, από το γεγονός ότι η αναγκαιότητα κατά την έννοια του ως άνω άρθρου είναι δυνατόν να προκύπτει από λόγους αναγόμενους στο δημόσιο συμφέρον, όπως υποστήριξε με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο ο προσφεύγων στην αίτηση προσβάσεως.

76      Κατά κύριο λόγο, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων, προκειμένου να αποδείξει την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεν ενήργησε σύμφωνα με τις επιταγές περί αναλογικότητας οι οποίες απορρέουν από τη νομολογία της Ένωσης. Υπενθυμίζει ότι η ερμηνεία αυτή της έννοιας της αναγκαιότητας είναι σύμφωνη με το άρθρο 15 ΣΕΕ και με τον κανονισμό 1049/2001. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, όπως εν προκειμένω, ο σκοπός της αιτήσεως διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνίσταται στην ανακοίνωσή τους στο κοινό, η οποία αποτελεί σοβαρότατη επέμβαση στο δικαίωμα προστασίας των εν λόγω δεδομένων. Κατά το Κοινοβούλιο, σκοπός του κανονισμού 45/2001 δεν είναι να καταστήσει δυνατή την erga omnes γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικώς σε συγκεκριμένους αποδέκτες. Επιπροσθέτως, επισημαίνει ότι ο προσφεύγων, πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν προέβαλε επιχείρημα που να τεκμηριώνει αντικειμενικώς το φερόμενο ως δημόσιο συμφέρον, για παράδειγμα ότι πραγματοποιούνταν επί του παρόντος συζήτηση σχετικά με το σύστημα ή ότι υφίσταντο αμφιβολίες για τις ενέργειες ενός μέλους, όπως έχει κριθεί με την απόφαση Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω (EU:T:2011:688).

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

77      Όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω στη σκέψη 59, για να πληρούται η προβλεπόμενη κατά το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 προϋπόθεση περί αναγκαιότητας, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αφενός, είναι το προσφορότερο από όλα τα πιθανά μέτρα προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός που επιδιώκει ο αιτών και, αφετέρου, τελεί σε αναλογία με τον σκοπό αυτό. Εν προκειμένω, θα πρέπει να δοθεί κοινή απάντηση στις δύο αιτιάσεις κατά τις οποίες η διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων είναι το προσφορότερο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

78      Μεταξύ των σκοπών υπό το πρίσμα των οποίων ο προσφεύγων υποστήριξε, με την επιβεβαιωτική αίτησή του, ότι το Κοινοβούλιο ήταν αναγκαίο να προβεί στη διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του δημοσίου ελέγχου που ασκείται, μέσω της ασκήσεως του δικαιώματος στην πληροφόρηση, επί του τρόπου κατά τον οποίο δαπανάται το δημόσιο χρήμα και, αφετέρου, του πιθανού αντίκτυπου που έχουν τα συμφέροντα των μελών στη διαμόρφωση της ψήφου τους όσον αφορά το σύστημα, ήτοι του εντοπισμού δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων των μελών.

79      Κατά πρώτο λόγο, ο προσφεύγων στηρίζεται στη βούλησή του να παρουσιάσει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με το σύστημα μέσω δημοσιευμάτων στον τύπο και τηλεοπτικών ενημερωτικών εκπομπών, ώστε να παράσχει στο κοινό τη δυνατότητα να μετάσχει σε θεμιτή συζήτηση επί του συστήματος, υπογραμμίζοντας όλως ιδιαιτέρως τον ρόλο του ως δημοσιογράφου σε μια δημοκρατική κοινωνία.

80      Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο προσφεύγων υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έπρεπε να εκτιμηθεί βάσει του άρθρου 9 της οδηγίας 95/46, που προβλέπει ειδικούς κανόνες στην περίπτωση κατά την οποία η επεξεργασία τέτοιων δεδομένων πραγματοποιείται για δημοσιογραφικούς σκοπούς, δεδομένου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 παραπέμπει χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση στη νομοθεσία της Ένωσης περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών ή λόγων, ενώ απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών ή επιχειρημάτων κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Umbach κατά Επιτροπής, T‑474/08, EU:T:2010:443, σκέψη 60) ή αν αποτελούν ανάπτυξη ισχυρισμού ή λόγου που έχει προβληθεί προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης και εμφανίζει στενό σύνδεσμο με αυτόν (βλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2012, Thesing και Bloomberg Finance κατά ΕΤΕπ, T‑590/10, EU:T:2012:635, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και, επομένως, το ως άνω επιχείρημα, καθόσον προβλήθηκε εκπροθέσμως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

81      Στο μέτρο κατά το οποίο ο προσφεύγων, με την επιβεβαιωτική αίτησή του, στηρίχθηκε στο δικαίωμα στην πληροφόρηση και στο δικαίωμα στην ελευθερία της εκφράσεως για να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, διαπιστώνεται ότι η επίκληση αυτή δεν επαρκεί για να αποδειχθεί ότι η διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών είναι το προσφορότερο από τα πιθανά μέτρα προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός που επιδιώκει ο προσφεύγων και ότι τελεί σε αναλογία με τον σκοπό αυτό.

82      Με την επιχειρηματολογία του, ο προσφεύγων ασφαλώς διευκρίνισε με σαφήνεια τους σκοπούς τους οποίους επιδίωκε και τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε αναγκαία τη διαβίβαση των δεδομένων: κατ’ ουσίαν, να μπορέσει να πραγματοποιήσει δημοσιογραφική έρευνα σχετικά με το σύστημα προκειμένου να παρασχεθεί στο κοινό της Ένωσης η δυνατότητα να λάβει γνώση της λειτουργίας του και να ασκήσει έλεγχο επί των μελών που εκπροσωπούν το κοινό αυτό. Εντούτοις, κατά τον τρόπο αυτό, δεν εξέθεσε από ποια άποψη η διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών ήταν το προσφορότερο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού που αυτός επιδίωκε, παράλειψη αντίθετη προς την απαίτηση που απορρέει από το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί με την απόφαση Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω (EU:T:2011:688, σκέψεις 30 και 34).

83      Πράγματι, ο προσφεύγων, με την επιβεβαιωτική αίτηση, περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι τα μέτρα που έχουν ως σκοπό να παράσχουν στο κοινό τη δυνατότητα ελέγχου των δημοσίων δαπανών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του συστήματος, όπως η διαδικασία της χορηγήσεως απαλλαγής σε σχέση με την εκτέλεση του προϋπολογισμού, δεν προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία αυτός επικαλείται, και συγκεκριμένα το δικαίωμα στην πληροφόρηση και το δικαίωμα ανακοινώσεως στο κοινό των συλλεγόμενων πληροφοριακών στοιχείων, και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογητική βάση για την άρνηση γνωστοποιήσεως των επίμαχων δεδομένων. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοια στοιχεία δεν καθιστούν δυνατό να προσδιοριστεί από ποια άποψη η διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών συνιστά το προσφορότερο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον προσφεύγοντα σκοπού ούτε από ποια άποψη η διαβίβαση αυτή τελεί σε αναλογία προς τον προαναφερθέντα σκοπό. Το επιχείρημα και μόνο ότι η διαβίβαση θα ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για να διασφαλιστεί η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμπέρασμα μιας εξετάσεως, έστω και περιορισμένης, των αποτελεσμάτων και των συνεπειών των διαφόρων μέτρων που θα μπορούσαν τυχόν να ληφθούν ώστε να επιτευχθούν οι σκοποί του προσφεύγοντος.

84      Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι λαμβάνει ήδη χώρα συζήτηση σχετικά με το σύστημα, λαμβανομένης υπόψη της αμφιλεγόμενης δημιουργίας και χρηματοδοτήσεώς του, ή ότι, ακόμη και αν δεν υφίστατο τέτοια συζήτηση, θα ήταν αναγκαία η πρόσβαση στα ονόματα των μελών ώστε να ενθαρρυνθεί η πραγματοποίησή της, ο προσφεύγων απλώς προβάλλει επιχειρήματα που συνδέονται με τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει με την αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα. Τα επιχειρήματα αυτά δεν καθιστούν δυνατή την απόδειξη της αναγκαιότητας την οποία επικαλείται προκειμένου να επιτύχει τη διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων, καθόσον δεν εμφανίζουν καμία σχέση με τον πρόσφορο και μη δυσανάλογο χαρακτήρα του ζητούμενου μέτρου, όπως επιτάσσει η νομολογία της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 34). Εξάλλου, η ύπαρξη συζητήσεως σε σχέση με το σύστημα, και ειδικότερα με τον προνομιακό χαρακτήρα του για τα μέλη σε βάρος των δημοσίων οικονομικών, όπως επίσης τα διάφορα πραγματικά στοιχεία που προβάλλει ο προσφεύγων τείνουν να καταδείξουν ότι αυτός διαθέτει ήδη ακριβή πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τους κανόνες και τη λειτουργία του συστήματος που είναι ικανά να του παράσχουν τη δυνατότητα να αρχίσει ή να αναπτύξει τη δημόσια συζήτηση που προτίθεται να προκαλέσει όσον αφορά τη χρηστή διαχείριση του συστήματος και τους οικονομικούς κινδύνους που αυτό συνεπάγεται για τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Πέραν του ότι κατά τον τρόπο αυτό δεν αποδεικνύεται η αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, διαπιστώνεται ότι τα διάφορα αυτά στοιχεία, τα οποία παρουσίασε ο ίδιος ο προσφεύγων, δεν συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι η γνώση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών είναι αναγκαία προκειμένου να αποκαλυφθούν τα αρνητικά αποτελέσματα του συστήματος για το δημόσιο χρήμα.

85      Στη συνέχεια, η ίδια διαπίστωση πρέπει να ισχύσει σε σχέση με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά την οποία η άρνηση προσβάσεως σε πληροφοριακά στοιχεία που συνίστανται σε προσωπικά δεδομένα εκλεγμένου αντιπροσώπου δεν είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία στο πλαίσιο του δικαιώματος των δημοσιογράφων να λαμβάνουν και να ανακοινώνουν πληροφοριακά στοιχεία δημοσίου συμφέροντος. Πράγματι, βάσει μιας τέτοιας διαπιστώσεως δεν μπορεί να καθοριστεί αν το ζητούμενο από τον προσφεύγοντα μέτρο είναι το προσφορότερο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτόν σκοπού και αν τελεί σε αναλογία προς τον εν λόγω σκοπό.

86      Τέλος, άνευ συνεπειών για το συμπέρασμα που διατυπώθηκε ανωτέρω στη σκέψη 82 είναι τα επιχειρήματα κατά τα οποία ο προσφεύγων κατέδειξε με ρητό τρόπο τον σύνδεσμο μεταξύ του σκοπού που επιδιώκει με την αίτησή του και της αναγκαιότητας να γνωστοποιηθούν όλα τα ζητηθέντα ονόματα και ότι δεν χρειαζόταν να καταστεί σαφέστερος στην αίτησή του, ιδίως όσον αφορά τα μέλη που μετείχαν στο προεδρείο, λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας μερικής γνωστοποιήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001. Κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν καθιστά δυνατή την απόδειξη της αναγκαιότητας προς διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών, όπως επιτάσσει το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001.

87      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος όσον αφορά την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών υπό το πρίσμα του σκοπού που συνίσταται στην πληροφόρηση του κοινού και στη συμμετοχή του σε συζήτηση σχετική με τον θεμιτό χαρακτήρα του συστήματος, και, επομένως, πρέπει να κριθεί ότι δεν παραβιάζονται τα άρθρα 11 και 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τα οποία αφορούν αντιστοίχως την ελευθερία της εκφράσεως και το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης.

88      Κατά δεύτερο λόγο, ο προσφεύγων φρονεί ότι η διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί αν η ψήφος των μελών σε σχέση με το σύστημα επηρεάζεται από ίδιο οικονομικό συμφέρον, δεδομένου ότι η γνωστοποίηση όλων των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών είναι το μόνο μέσο λογοδοσίας των εκλεγμένων αντιπροσώπων προς το κοινό για τις πράξεις που έχουν τελέσει σε σχέση με το σύστημα.

89      Η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος, η οποία εκτίθεται τόσο στην επιβεβαιωτική αίτησή του όσο και στα δικόγραφά του, στηρίζεται στην αναγκαιότητα να αποκαλυφθεί τυχόν σύγκρουση συμφερόντων των μελών.

90      Πρώτον, επισημαίνεται ότι το Κοινοβούλιο, απαντώντας σε ερώτηση που του υποβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποστήριξε ότι η γνωστοποίηση τυχόν συγκρούσεως συμφερόντων δεν μπορούσε, από νομικής απόψεως, να εκληφθεί ως θεμιτός σκοπός επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, επαναλαμβάνοντας έτσι το επιχείρημα που προέβαλε μεν με το υπόμνημα αντικρούσεως χωρίς όμως να το συνδέσει με την ως άνω διάταξη. Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Κοινοβούλιο, στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υποστήριξε ότι η διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών συνιστά επεξεργασία δεδομένων ασύμβατη με τους θεμιτούς σκοπούς για τους οποίους τα δεδομένα αυτά συνελέγησαν. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως στηρίζεται σε τέτοιου είδους διαπίστωση.

91      Δεύτερον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κώδικα δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων ορίζει τα εξής:

«Σύγκρουση συμφερόντων υπάρχει στην περίπτωση που [μέλος] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει προσωπικό συμφέρον που θα μπορούσε να επηρεάσει αθέμιτα την εκτέλεση των καθηκόντων του ως βουλευτή. Σύγκρουση συμφερόντων δεν υπάρχει στην περίπτωση που ο βουλευτής αντλεί κάποιο όφελος μόνο ως μέλος του γενικότερου κοινού ή μίας ευρύτερης κατηγορίας ατόμων»

92      Επίσης, σημειωτέον ότι, κατά το Συμβούλιο της Ευρώπης, σύγκρουση συμφερόντων ανακύπτει στην περίπτωση κατά την οποία δημόσιος λειτουργός έχει προσωπικό συμφέρον που δύναται ή φαίνεται να επηρεάζει την αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των επίσημων καθηκόντων του, με τη διευκρίνιση ότι το προσωπικό συμφέρον καλύπτει κάθε πλεονέκτημα για τον ίδιο ή προς όφελος της οικογένειάς του, των συγγενών του, των φιλικών ή κοντινών του προσώπων, ή προσώπων ή οργανισμών με τους οποίους έχει ή είχε οικονομικές ή πολιτικές σχέσεις, καθώς και κάθε οικονομική ή αστικής φύσεως υποχρέωση στην οποία υπόκειται ο δημόσιος λειτουργός [βλ. άρθρο 13 της συστάσεως R (2000) 10 της επιτροπής υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη σχετικά με τους κώδικες δεοντολογίας δημοσίων λειτουργών, που εκδόθηκε στις 11 Μαΐου 2000].

93      Επομένως, στην περίπτωση των εκλεγμένων αντιπροσώπων, η σύγκρουση συμφερόντων προϋποθέτει, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, ότι, επ’ ευκαιρία της ψηφοφορίας για ορισμένο ζήτημα, η συμπεριφορά του αντιπροσώπου μπορεί να επηρεαστεί από το προσωπικό του συμφέρον. Εν προκειμένω, η δυνητική σύγκρουση συμφερόντων συνίσταται στο ότι τα μέλη μπορούν, με την ψήφο τους, να τροποποιήσουν το σύστημα ή να τοποθετηθούν επ’ αυτού κατά τρόπο ώστε να προωθήσουν τα συμφέροντά τους ως υπαγόμενα στο εν λόγω σύστημα.

94      Πάντως, για να καταστεί δυνατή η διαπίστωση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων των μελών όταν αυτά τοποθετούνται επί του συστήματος, είναι αναγκαία η γνώση των ονομάτων όσων εκ των μελών αυτών μετέχουν στο σύστημα, η άποψη δε του Κοινοβουλίου ότι η επίμαχη σύγκρουση συμφερόντων είναι σύμφυτη με την ιδιότητα του μέλους εκλεγμένης συνελεύσεως δεν επηρεάζει την εκτίμηση της αναγκαιότητας προς διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το ανωτέρω στοιχείο δεν καθιστά αυτό καθαυτό δυνατή την απόδειξη του μη αναγκαίου χαρακτήρα της ζητούμενης διαβιβάσεως. Επομένως, η διαβίβαση αυτή συνιστά το μόνο μέτρο που καθιστά δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον προσφεύγοντα σκοπού, δεδομένου ότι κανένα άλλο μέτρο δεν είναι ικανό να διασφαλίσει την ταυτοποίηση των μελών που τελούν δυνητικώς σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, η διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών αποτελεί το προσφορότερο και μη δυσανάλογο μέτρο προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα συμφέροντα που αντλούν τα μέλη από το σύστημα δύνανται να επηρεάσουν τη διαμόρφωση της ψήφου τους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψεις 30 και 34).

95      Εντούτοις, πρέπει στο στάδιο αυτό να σημειωθεί ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, στην οποία η δυνητική σύγκρουση συμφερόντων συνίσταται στον τρόπο διαμορφώσεως της ψήφου των μελών, η αποκάλυψη και μόνο της ταυτότητας όσων μετέχουν στο σύστημα δεν αρκεί αφ’ εαυτής για τη διαπίστωση τέτοιας συγκρούσεως. Επιπλέον, θα πρέπει να καταδειχθεί ποια από τα ενδιαφερόμενα μέλη κλήθηκαν να τοποθετηθούν επί του συστήματος στο πλαίσιο ψηφοφορίας, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, μόνο τα υπαγόμενα στο σύστημα μέλη που μετείχαν στο προεδρείο, όργανο το οποίο, κατά το Κοινοβούλιο, καθορίζει τις λεπτομέρειες διαχειρίσεως του συστήματος, θα μπορούσαν να τελούν σε κατάσταση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων.

96      Πάντως, ο προσφεύγων, με την επιβεβαιωτική αίτησή του, δεν περιορίστηκε στη μνεία των ψηφοφοριών στο πλαίσιο των οποίων επήλθαν τροποποιήσεις στις λεπτομέρειες διαχειρίσεως του συστήματος, άλλα αναφέρθηκε σε κάθε ψηφοφορία κατά τη διάρκεια της οποίας το Κοινοβούλιο ή κάποιο από τα όργανά του τοποθετήθηκε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, επί του συστήματος. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων αναφέρθηκε στον πιθανό αντίκτυπο των ιδιωτικών συμφερόντων στη διαμόρφωση της ψήφου των μελών, στη θέση των μελών χάρη στην οποία αυτά μπορούν να επηρεάζουν τον τρόπο κατά τον οποίο χρησιμοποιείται προς όφελός τους το δημόσιο χρήμα και, τέλος, στην απουσία οποιουδήποτε άλλου μέσου, πλην της γνωστοποιήσεως των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών, προκειμένου να αποκαλυφθεί κατά ποιο τρόπο οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι κάνουν χρήση των δημοσίων εξουσιών τους σε σχέση με το σύστημα.

97      Ο προσφεύγων, απαντώντας στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω), προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο τις πράξεις που έχουν εκδοθεί από την 1η Οκτωβρίου 2005 και εντεύθεν, με τις οποίες, κατ’ αυτόν, η ολομέλεια του Κοινοβουλίου, η επιτροπή ελέγχου του προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου και το προεδρείο επέφεραν τροποποιήσεις στο σύστημα ή τοποθετήθηκαν επί της διαχειρίσεώς του. Όσον αφορά την ολομέλεια, πρόκειται για την απόφαση 2008/497/ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 24ης Απριλίου 2007, σχετικά με την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2005, Τμήμα Ι - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΕ L 187, σ. 1), την απόφαση 2009/185/ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 22ας Απριλίου 2008, σχετικά με την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2006, τμήμα Ι – Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΕ L 88, σ. 1), την απόφαση 2009/628/ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2007, τμήμα I – Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΕ L 255, σ. 1), και την απόφαση 2012/544/ΕΕ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 10ης Μαΐου 2012 , σχετικά με την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010, τμήμα I – Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΕ L 286, σ. 1). Όσον αφορά την επιτροπή ελέγχου του προϋπολογισμού, πρόκειται για το σχέδιο εκθέσεως της 8ης Μαρτίου 2007 επί των τροπολογιών 1 έως 21 σχετικά με την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2005, τμήμα I – Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για ενημερωτικό έγγραφο σχετικά με τη γνώμη της επιτροπής επί της απαλλαγής κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2006 και για πρακτικό εργασιών της επιτροπής σχετικά με την απαλλαγή κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2010. Όσον αφορά το προεδρείο, πρόκειται για την απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τη διαχείριση του συστήματος, την απόφαση της 19ης Μαΐου και 9ης Ιουλίου 2008 σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΕ C 159, σ. 1), την απόφαση της 9ης Μαρτίου 2009 σχετικά με το προαιρετικό συνταξιοδοτικό σύστημα και την απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 σχετικά με το προαιρετικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

98      Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι δεν χρειάζεται να ληφθεί υπόψη η απόφαση 2005/684/EK, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, για τη θέσπιση του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΕ L 262, σ. 1), δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν καλύπτεται από την αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα την οποία υπέβαλε ο προσφεύγων και με την οποία ζητείται, μεταξύ άλλων, ο ονομαστικός κατάλογος των υπαγόμενων στο σύστημα μελών μετά τον Σεπτέμβριο του 2005. Το ίδιο ισχύει και για το ενημερωτικό έγγραφο της επιτροπής ελέγχου του προϋπολογισμού σχετικά με την απαλλαγή κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2006 και για το πρακτικό εργασιών της επιτροπής σχετικά με την απαλλαγή κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2010, τα οποία συνιστούν απλώς έμμεση παραπομπή σε αποφάσεις ή ψηφοφορίες χωρίς να τις προσδιορίζουν επακριβώς.

99      Στη συνέχεια, διαπιστώνεται, με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν οι διάδικοι, πλην των παρεμβαινόντων, στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, ότι οι μνημονευόμενες ανωτέρω στη σκέψη 97 τέσσερις αποφάσεις της ολομέλειας, καθεμία εκ των οποίων περιλαμβάνει απόφαση περί απαλλαγής του Προέδρου του Κοινοβουλίου από την ευθύνη εκτελέσεως του προϋπολογισμού και παρατηρήσεις περιλαμβανόμενες σε ψήφισμα, τέθηκαν σε ψηφοφορία σχετική με αυτές καθαυτές τις αποφάσεις περί απαλλαγής και τα ψηφίσματα. Ερωτηθέν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει αν, για καθεμία από τις ανωτέρω αποφάσεις και ψηφίσματα, η ψηφοφορία πραγματοποιήθηκε επί του συνόλου ή κατά παράγραφο ή βάσει των σχεδίων τροπολογιών σε ορισμένες παραγράφους.

100    Επομένως, οι γραπτές ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στο Κοινοβούλιο μετά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, αφορούσαν ιδίως τον ακριβή τρόπο ψηφίσεως, από την ολομέλεια, των τεσσάρων προαναφερθεισών αποφάσεων περί απαλλαγής και των τεσσάρων συνοδευτικών ψηφισμάτων.

101    Πάντως, από την απάντηση του Κοινοβουλίου προκύπτει ότι, μολονότι καθεμία από τις τέσσερις αποφάσεις περί απαλλαγής που μνημονεύθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 97 και καθένα από τα συνοδευτικά ψηφίσματα υιοθετήθηκαν από την ολομέλεια κατόπιν ψηφοφορίας επί του συνόλου, η ψηφοφορία σχετικά με τα ψηφίσματα που αφορούσαν την απαλλαγή για το οικονομικό έτος 2005, η οποία έλαβε χώρα στις 24 Απριλίου 2007, η ψηφοφορία σχετικά με την απαλλαγή για το οικονομικό έτος 2006, η οποία έλαβε χώρα στις 22 Απριλίου 2008, και η ψηφοφορία σχετικά με την απαλλαγή για το οικονομικό έτος 2010, η οποία έλαβε χώρα στις 10 Μαΐου 2012, πραγματοποιήθηκαν αντιστοίχως μετά από χωριστή ψηφοφορία επί των τροπολογιών και των επιμέρους παραγράφων των σχεδίων ψηφισμάτων. Όσον αφορά το ψήφισμα σχετικά με την απαλλαγή για το οικονομικό έτος 2005, οι παράγραφοι 74 έως 84 του σχεδίου ψηφίσματος, οι οποίες αφορούν το σύστημα, τέθηκαν σε χωριστή ψηφοφορία, κατά την οποία εκφράσθηκαν τα μέλη. Όσον αφορά το ψήφισμα σχετικά με την απαλλαγή για το οικονομικό έτος 2006, οι παράγραφοι 70 έως 73, οι οποίες αφορούν το σύστημα, ψηφίστηκαν κατά τον ίδιο τρόπο. Το ίδιο συνέβη και με το ψήφισμα σχετικά με την απαλλαγή για το οικονομικό έτος 2010, και συγκεκριμένα με τις παραγράφους 98 και 99 του σχεδίου ψηφίσματος, οι οποίες αφορούσαν το σύστημα.

102    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι όλα τα μέλη που μετείχαν στην ολομέλεια είχαν το δικαίωμα να τοποθετηθούν επί του συστήματος, στις 24 Απριλίου 2007, στις 22 Απριλίου 2008 και στις 10 Μαΐου 2012.

103    Επομένως, προκειμένου να παρασχεθεί στον προσφεύγοντα η δυνατότητα να επιτύχει τον σκοπό που συνίσταται στη διαπίστωση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων των μελών, το Κοινοβούλιο όφειλε να προβεί στη διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών τα οποία μετείχαν επίσης στην ολομέλεια κατά τις μνημονευόμενες ανωτέρω στη σκέψη 102 ημερομηνίες και έλαβαν πράγματι μέρος στις ψηφοφορίες που διενεργήθηκαν κατά τις ημερομηνίες αυτές, και να μην περιοριστεί στα ονόματα όσων μελών μετείχαν σε διαδικασίες ονομαστικής ψηφοφορίας, διενεργούμενες βάσει του άρθρου 180 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, όπως θα μπορούσε να συναχθεί από τις παρατηρήσεις που κατέθεσε ο προσφεύγων στις 2 Φεβρουαρίου 2015. Πράγματι, ανεξαρτήτως του τρόπου ψηφίσεως που χρησιμοποιήθηκε κατά τις ψηφοφορίες που αφορούσαν το σύστημα, όλα τα μέλη που έλαβαν πράγματι μέρος στην ψηφοφορία και υπάγονταν στο σύστημα μπορούσαν να επηρεαστούν συναφώς από το δικό τους προσωπικό συμφέρον (βλ. σκέψη 102 ανωτέρω).

104    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν επιβάλλεται να εξετασθεί ο συγκεκριμένος τρόπος ψηφίσεως εντός της επιτροπής ελέγχου του προϋπολογισμού και του προεδρείου, δεδομένου ότι τα μέλη τους μετείχαν επίσης στην ολομέλεια.

105    Τρίτον, το Κοινοβούλιο φρονεί ότι είναι εκ φύσεως αδύνατον να καθοριστεί αν τα μέλη, όταν κλήθηκαν να τοποθετηθούν επί του συστήματος, επηρεάστηκαν όντως από τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα ή οποιοδήποτε άλλο κίνητρο, θεμιτό ή μη, καθόσον η ταυτοποίηση των υπαγόμενων στο σύστημα μελών δεν θα παρείχε κανένα πληροφοριακό στοιχείο ως προς τα υποκειμενικά κίνητρα των ψήφων τους σχετικά με το σύστημα.

106    Πάντως, η έννοια της συγκρούσεως συμφερόντων δεν αφορά μόνο την περίπτωση κατά την οποία δημόσιος λειτουργός έχει προσωπικό συμφέρον που έχει πράγματι επηρεάσει την αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των επίσημων καθηκόντων του, εν προκειμένω των καθηκόντων του εκλεγμένου αντιπροσώπου στο Κοινοβούλιο, αλλά επίσης την περίπτωση κατά την οποία το συμφέρον που έχει διαπιστωθεί μπορεί, στην αντίληψη του κοινού, να επηρεάζει κατά τα φαινόμενα την αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των επίσημων καθηκόντων. Εξάλλου, η γνωστοποίηση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων δεν αποσκοπεί αποκλειστικώς στην αποκάλυψη εκείνων των περιπτώσεων κατά τις οποίες ο δημόσιος λειτουργός άσκησε τα καθήκοντά του έχοντας ως σκοπό την εξυπηρέτηση των προσωπικών του συμφερόντων, αλλά επίσης στην ενημέρωση του κοινού σχετικά με τους κινδύνους συγκρούσεως συμφερόντων που διατρέχουν οι δημόσιοι λειτουργοί, προκειμένου αυτοί, κατά την άσκηση των επίσημων καθηκόντων τους, να δρουν με αμεροληψία, αφού προηγουμένως έχουν δηλώσει, αναλόγως των συνθηκών υπό τις οποίες τελούν, την κατάσταση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων στην οποία έχουν περιέλθει και έχουν επίσης λάβει ή προτείνει μέτρα για την άρση ή την αποτροπή της εν λόγω συγκρούσεως. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα του Κοινοβουλίου είναι αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί, και μάλιστα δεδομένου ότι η επαλήθευση των υποκειμενικών κινήτρων της ψήφου ενός εκλεγμένου αντιπροσώπου είναι εκ φύσεως αδύνατη.

107    Τέταρτον, για τους ίδιους λόγους με αυτούς που εκτέθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 106, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του Κοινοβουλίου σχετικά με τη μη απόδειξη εκ μέρους του προσφεύγοντος της υπάρξεως συζητήσεως σχετικά με τη δυνητική σύγκρουση συμφερόντων των μελών όσον αφορά το σύστημα ή με τις ενέργειες συγκεκριμένου μέλους.

108    Πέμπτον, από τις σκέψεις 91 έως 106 ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι δεν δύναται να έχει τις συνέπειες που θα απέρρεαν από την αποδοχή της επιχειρηματολογίας του Κοινοβουλίου ο κανόνας κατά τον οποίο από τον κανονισμό 45/2001, όπως έχει ερμηνευθεί με την απόφαση Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω (EU:T:2011:688, σκέψεις 34 και 35) προκύπτει ότι απόκειται στο πρόσωπο που ζητεί τη διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να εκθέσει με ακρίβεια τα στοιχεία από τα οποία συνάγεται η αναγκαιότητα της διαβιβάσεως αυτής.

109    Καταρχάς, σε αντίθεση με όσα διατείνεται το Κοινοβούλιο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να λάβει γνώση της υπαγωγής των μελών στο σύστημα, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα να διαπιστωθεί δυνητική σύγκρουση συμφερόντων που μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση των καθηκόντων τους.

110    Στη συνέχεια, μολονότι το Κοινοβούλιο υποστηρίζει κατά βάση ότι ο προσφεύγων είχε την υποχρέωση να εκθέσει με ακρίβεια όλα τα στοιχεία από τα οποία προέκυπτε η ύπαρξη συγκρούσεως συμφερόντων προκειμένου να αποδείξει την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως, διαπιστώνεται ότι, για να καταστεί δυνατή η διαπίστωση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων των μελών όταν αυτά εκφράζουν την ψήφο τους σε σχέση με το σύστημα, ο προσφεύγων μπορούσε νομίμως να περιοριστεί στην απόδειξη ότι τα μέλη τελούσαν σε τέτοια κατάσταση λόγω της διττής ιδιότητάς τους ως μελών και ως υπαγόμενων στο σύστημα. Πράγματι, η έννοια της συγκρούσεως συμφερόντων αφορά την περίπτωση κατά την οποία το συμφέρον που έχει διαπιστωθεί μπορεί, στην αντίληψη του κοινού, να επηρεάζει κατά τα φαινόμενα την αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των επίσημων καθηκόντων (βλ. σκέψη 106 ανωτέρω) και, επομένως, δεν προϋποθέτει απόδειξη της μη αμερόληπτης ασκήσεως των επίμαχων καθηκόντων. Πιο συγκεκριμένα, δεν θα μπορούσε να προσαφθεί στον προσφεύγοντα ότι δεν προσδιόρισε το όργανο εκείνο του Κοινοβουλίου που κλήθηκε να λάβει απόφαση σχετικά με το σύστημα και, κατ’ επέκταση, την ομάδα των ενδιαφερομένων μελών, πριν ζητήσει τη διαβίβαση των ονομάτων των μελών αυτών.

111    Τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια να επιβληθεί στον προσφεύγοντα η υποχρέωση να ζητήσει αρχικώς πρόσβαση στα έγγραφα από τα οποία προκύπτει εντός ποιων οργάνων πραγματοποιήθηκε ψηφοφορία για το σύστημα και, αναλόγως του αποτελέσματος της αιτήσεως, να ζητήσει, στη συνέχεια, πρόσβαση στα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η ταυτότητα των μελών που έλαβαν πράγματι μέρος στη σχετική ψηφοφορία και, κατόπιν τούτου, πρόσβαση στα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η ταυτότητα των υπαγόμενων στο σύστημα μελών. Καμία διάταξη του κανονισμού 1049/2001 δεν επιβάλλει στον αιτούντα την πρόσβαση στα έγγραφα που κατέχει θεσμικό όργανο ή οργανισμός της Ένωσης να προβεί σε αυτή τη σειρά ενεργειών, οι οποίες εξάλλου δεν προκύπτουν ούτε από την εφαρμογή του κανονισμού 45/2001 όσον αφορά τα έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

112    Έκτον, το Κοινοβούλιο διατείνεται ότι το συμφέρον βάσει του οποίου ζητείται η διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών στηρίζεται αποκλειστικώς στην εκτίμηση του δημοσιογράφου ο οποίος ζητεί την πρόσβαση στα έγγραφα, εν προκειμένω του προσφεύγοντος, και όχι σε αντικειμενικούς λόγους. Πάντως, με το επιχείρημα αυτό, το Κοινοβούλιο προφανώς δεν λαμβάνει υπόψη ότι ο προσφεύγων στηρίχθηκε στην ύπαρξη δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών επ’ ευκαιρία ψηφοφοριών σχετικών με το σύστημα αυτό, πράγμα το οποίο δεν αποτελεί υποκειμενική εκτίμηση ως προς ορισμένη κατάσταση, αλλ’ αντιθέτως διαπίστωση κινδύνου ο οποίος υφίσταται σε σχέση με την αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των επίσημων καθηκόντων των ενδιαφερομένων μελών.

113    Κατά συνέπεια, από τις σκέψεις 88 έως 112 ανωτέρω προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών, τα οποία, ως μετέχοντα στην ολομέλεια, έλαβαν πράγματι μέρος στις ψηφοφορίες σχετικά με το σύστημα, που διενεργήθηκαν στις 24 Απριλίου 2007, στις 22 Απριλίου 2008 και στις 10 Μαΐου 2012, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού που συνίστατο στη διαπίστωση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων.

114    Εντούτοις, η εξέταση της προσφυγής πρέπει να συνεχιστεί με τον έλεγχο των επιχειρημάτων που αφορούν την εφαρμογή της δεύτερης σωρευτικής προϋποθέσεως στην οποία υπόκειται η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, και συγκεκριμένα της προϋποθέσεως να μην υφίσταται κανένας λόγος βάσει του οποίου να μπορεί να υποτεθεί ότι η διαβίβαση των ονομάτων των μελών της ολομέλειας που υπάγονταν στο σύστημα και έλαβαν μέρος στη σχετική με αυτό ψηφοφορία είναι ικανή να θίξει τα έννομα συμφέροντά τους.

 Επί της εφαρμογής της προϋποθέσεως του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 σχετικά με την έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την προστασία της ιδιωτικής ζωής των μελών

115    Το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως διαιρείται σε τρεις αλληλεπικαλυπτόμενες αιτιάσεις. Με την πρώτη αιτίαση, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα μέλη δεν έχουν έννομο συμφέρον στην προστασία της ιδιωτικής τους ζωής κατά την έννοια του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, δεδομένου ότι υποβάλλουν τις ενέργειές τους σε σημαντικού βαθμού έλεγχο του κοινού. Με τη δεύτερη αιτίαση, φρονεί ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Κοινοβούλιο δεν αιτιολόγησε γιατί η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων έθιγε τα έννομα συμφέροντα των μελών. Με την τρίτη αιτίαση, διατείνεται ότι, ακόμη και αν το Κοινοβούλιο ορθώς εκτίμησε ότι το ζητηθέν πληροφοριακό στοιχείο ενέπιπτε στην ιδιωτική σφαίρα των μελών, η διαπίστωση αυτή δεν θα αρκούσε προκειμένου το στοιχείο αυτό να προστατευθεί ως έννομο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, το οποίο επιτάσσει τη στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων.

116    Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, όπως επιτάσσει η νομολογία, εφόσον έχει αποδειχθεί η αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το θεσμικό όργανο ή οργανισμός της Ένωσης προς το οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα που περιέχουν τέτοια δεδομένα οφείλει να προβαίνει σε στάθμιση των συμφερόντων των ενδιαφερομένων και να ελέγχει αν υφίσταται κάποιος λόγος βάσει του οποίου να μπορεί να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή ενδέχεται να θίγει τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων, όπως επιβάλλει το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 78, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 30).

117    Κατ’ εφαρμογή της απαιτήσεως αυτής, το θεσμικό όργανο ή οργανισμός της Ένωσης προς το οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση πρέπει να αρνείται τη διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν διαπιστώνεται ότι υφίσταται έστω ελάχιστος λόγος να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή θα έθιγε τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων.

118    Κατά πρώτο λόγο, το σύνολο της επιχειρηματολογίας που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως στηρίζεται στην προκείμενη ότι, λόγω του δημόσιου χαρακτήρα των καθηκόντων των μελών και του καθεστώτος που τα διέπει, τα έννομα συμφέροντά τους δεν δύνανται μπορούν να χαίρουν του ίδιου βαθμού προστασίας με τα έννομα συμφέροντα ατόμων που δεν είναι δημόσια πρόσωπα. Όσον αφορά τα συμφέροντα των μελών, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των συμφερόντων που άπτονται της δημόσιας σφαίρας και που πρέπει να απολαύουν μικρότερης προστασίας κατά τη στάθμιση με το συμφέρον στη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, αφετέρου, των συμφερόντων που άπτονται της ιδιωτικής σφαίρας και πρέπει να προστατεύονται.

119    Όπως δέχεται το Κοινοβούλιο, η διάκριση στην οποία προβαίνει ο προσφεύγων σε σχέση με τα δημόσια πρόσωπα μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας είναι λυσιτελής προκειμένου να καθοριστεί ο βαθμός προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τον οποίο δικαιούνται δυνάμει του κανονισμού 45/2001, έστω και αν αυτός δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Πράγματι, θα ήταν εντελώς άτοπο να εκτιμάται κατά τον ίδιο τρόπο μια αίτηση διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ανεξαρτήτως της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων. Ένα δημόσιο πρόσωπο έχει επιλέξει να εκτίθεται σε τρίτους, ιδιαίτερα στα μέσα ενημερώσεως και, μέσω αυτών, σε ένα σχετικά ευρύ κοινό, αναλόγως του τομέα δραστηριοποιήσεώς του, έστω και αν από την επιλογή αυτή ουδόλως συνάγεται το συμπέρασμα ότι, όταν πρόκειται για λήψη αποφάσεως σχετικά με διαβίβαση των δεδομένων του προσώπου αυτού, ουδέποτε υφίσταται προσβολή των εννόμων συμφερόντων του. Επομένως, ένα δημόσιο πρόσωπο έχει αποδεχθεί ότι ορισμένα από τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν θα δημοσιοποιούνται στο κοινό, ή ακόμη έχει προτρέψει ή προβεί το ίδιο σε τέτοια δημοσιοποίηση. Επομένως, το ως άνω πλαίσιο πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί ο κίνδυνος προσβολής των εννόμων συμφερόντων των δημοσίων προσώπων στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 και να πραγματοποιηθεί στάθμιση μεταξύ των συμφερόντων αυτών και της αναγκαιότητας της ζητούμενης διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

120    Στο πλαίσιο αυτό, για να εκτιμηθεί εν προκειμένω ο κίνδυνος προσβολής των εννόμων συμφερόντων των μελών, μέρος των οποίων αποτελούν χωρίς αμφιβολία ορισμένες πτυχές των επαγγελματικών δραστηριοτήτων όπως τα στοιχεία των αποδοχών, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ειδικότερα ο σύνδεσμος που υφίσταται μεταξύ των επίμαχων προσωπικών δεδομένων, ήτοι των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών που έλαβαν μέρος στις σχετικές με αυτό ψηφοφορίες και της βουλευτικής ιδιότητάς τους. Πάντως, η δυνατότητα συμμετοχής στο σύστημα ισχύει μόνο για τα μέλη. Επομένως, η βουλευτική ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου αποτελεί την κύρια και αναγκαία προϋπόθεση για τη χορήγηση της συμπληρωματικής συντάξεως την οποία καθιερώνει το εν λόγω σύστημα. Για αυτόν τον κύριο λόγο, τα επίμαχα προσωπικά δεδομένα αποτελούν μέρος της δημόσιας σφαίρας των μελών.

121    Λαμβανομένου υπόψη του ανωτέρω χαρακτηριστικού, το οποίο περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του συστήματος αποκλειστικώς και μόνο στα μέλη, το γεγονός ότι η συμμετοχή στο σύστημα είναι προαιρετική και στηρίζεται σε οικειοθελή υπαγωγή, χωρίς να απορρέει αυτομάτως από τη βουλευτική ιδιότητα, ή ακόμη το γεγονός ότι η συμπληρωματική σύνταξη καταβάλλεται μετά τη λήξη της θητείας, στοιχείο σύμφυτο με την καταβολή οποιασδήποτε συντάξεως γήρατος, δεν ασκούν τόσο καθοριστική επιρροή ώστε τα επίμαχα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να θεωρούνται ότι εντάσσονται στην ιδιωτική σφαίρα των μελών. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη όχι μόνο ο σύνδεσμος με τη βουλευτική ιδιότητα του μέλους, αλλά επίσης όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που έχει προσκομίσει ο προσφεύγων, τα οποία δεν έχουν αμφισβητηθεί από το Κοινοβούλιο αλλ’ αντιθέτως επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία της δικογραφίας, όσον αφορά τη λειτουργία του συστήματος, και συγκεκριμένα τη χρηματοδότηση από το Κοινοβούλιο των καταβαλλόμενων εισφορών κατά τα δύο τρίτα του ποσού, την κάλυψη των ελλειμμάτων του συστήματος από το Κοινοβούλιο και τη δέσμευση του τελευταίου να αντισταθμίσει όλες τις ζημίες τις οποίες θα μπορούσε να υποστεί το σύστημα, με συνέπεια, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, να διασφαλίζεται υπέρ των μελών που μετέχουν στο σύστημα η διατήρηση των κεκτημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για στοιχεία που ενισχύουν την ένταξη των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στη δημόσια σφαίρα των μελών, καθόσον καταδεικνύουν τη σημαντική οικονομική και νομική ανάμειξη του Κοινοβουλίου στο σύστημα.

122    Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η νομολογία κατά την οποία, αφενός, το σύστημα αποτελεί τμήμα των νομικών διατάξεων που έχουν ως σκοπό, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, να διασφαλίσουν την οικονομική ανεξαρτησία των μελών, και, αφετέρου, οι αποφάσεις που λαμβάνουν συναφώς τα αρμόδια όργανα του Κοινοβουλίου πρέπει να εκλαμβάνονται ως μέτρα εσωτερικής οργανώσεως που προορίζονται να διασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου και εμπίπτουν στις προνομίες δημόσιας εξουσίας που έχουν παρασχεθεί στο Κοινοβούλιο προκειμένου να μπορεί αυτό να επιτελεί την αποστολή του, λαμβανομένου υπόψη ότι τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα διέπονται από το δημόσιο δίκαιο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:T:2011:600, σκέψεις 60 και 61, και της 13ης Μαρτίου 2013, Inglewood κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, T‑229/11 και T‑276/11, Συλλογή, EU:T:2013:127, σκέψη 61).

123    Το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι οι εισφορές προς το σύστημα αφορούν την ιδιωτική οικονομική κατάσταση των μελών πρέπει να απορριφθεί λαμβανομένης υπόψη της συσχετίσεως που μπορεί να γίνει μεταξύ των οικονομικών στοιχείων του συστήματος, στα οποία συγκαταλέγονται οι εισφορές, και της δημόσιας σφαίρας των μελών. Η συλλογιστική αυτή ισχύει επίσης και για το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του τρόπου διαμορφώσεως της ψήφου των μελών, που εμπίπτει πάντοτε στη δημόσια σφαίρα αυτών, και της συμμετοχής τους στο σύστημα, η οποία, κατά το Κοινοβούλιο, εμπίπτει στην ιδιωτική τους σφαίρα. Εξάλλου, η διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών καθιστά δυνατή μόνο τη διαπίστωση της υπαγωγής τους σε αυτό, χωρίς να συνεπάγεται τη γνωστοποίηση πληροφοριακών στοιχείων για την οικονομική τους κατάσταση, ιδίως για τα περιουσιακά τους στοιχεία, τις αποταμιεύσεις τους ή τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και μέσα στα οποία επενδύονται τα καταβαλλόμενα στο σύστημα ποσά.

124    Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά τη στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων, τα έννομα συμφέροντα των υπαγόμενων στο σύστημα μελών, τα οποία εμπίπτουν στη δημόσια σφαίρα των μελών αυτών, πρέπει να χαίρουν μικρότερου βαθμού προστασίας από εκείνον του οποίου απολαύουν, σύμφωνα με την εσωτερική λογική του κανονισμού 45/2001, τα συμφέροντα που εμπίπτουν στην ιδιωτική τους σφαίρα.

125    Κατά δεύτερο λόγο, υπενθυμίζεται ότι, ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται μόνον εφόσον δεν υφίσταται ορισμένος λόγος βάσει του οποίου μπορεί να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή είναι ικανή να θίξει τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων. Εντούτοις, ο μικρότερος βαθμός προστασίας των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών έχει ως συνέπεια να προσδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στα συμφέροντα που εξυπηρετεί ο επιδιωκόμενος με τη διαβίβαση σκοπός.

126    Όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, η διαπίστωση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων των μελών, η οποία αποτελεί τον σκοπό της ζητηθείσας διαβιβάσεως των δεδομένων, καθιστά δυνατή τη διασφάλιση καλύτερου ελέγχου της δράσεως των μελών και της λειτουργίας του οικείου θεσμικού οργάνου της Ένωσης, το οποίο εκπροσωπεί τους λαούς των κρατών μελών, καθώς και την ενίσχυση της διαφάνειας της δράσεώς του. Σε αντίθεση με όσα υποστήριξε το Κοινοβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα συμφέροντα αυτά μπορούν νομίμως να ληφθούν υπόψη κατά τη στάθμιση που πρέπει να διενεργείται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 (βλ. σκέψεις 61 έως 63 ανωτέρω). Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των προβαλλόμενων εν προκειμένω συμφερόντων, τα οποία αποσκοπούν στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της Ένωσης μέσω της ενισχύσεως της εμπιστοσύνης που μπορούν βασίμως να έχουν οι πολίτες στα θεσμικά όργανα, διαπιστώνεται ότι η διαβίβαση των επίμαχων προσωπικών δεδομένων δεν δύναται να θίξει τα έννομα συμφέροντα των υπαγόμενων στο σύστημα μελών, όπως αυτά οριοθετήθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 120 και 121.

127    Επομένως, η στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων θα έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα την αποδοχή της αιτήσεως διαβιβάσεως των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών που έλαβαν μέρος στις σχετικές με αυτό ψηφοφορίες, το δε Κοινοβούλιο δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι τα προς διαβίβαση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεμελιώνουν νομικώς δεσμευτικό τεκμήριο υπέρ των εννόμων συμφερόντων των υποκειμένων των δεδομένων. Κανένα στοιχείο του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 δεν συνηγορεί υπέρ της αναγνωρίσεως τέτοιου τεκμηρίου, δεδομένου ότι η εκτίμηση της αιτήσεως διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτάσσει τη στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων, μετά την απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, της υπάρξεως αναγκαιότητας προς διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 79, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 34), η προϋπόθεση δε αυτή ερμηνεύεται συσταλτικώς και επιβάλλει στον αιτούντα την υποχρέωση να παραθέτει ρητούς και θεμιτούς δικαιολογητικούς λόγους για την αναγκαιότητα την οποία επικαλείται. Εξάλλου, το Κοινοβούλιο κακώς στηρίζεται στον κανονισμό 1049/2001 για να δικαιολογήσει την ύπαρξη τέτοιου τεκμηρίου, παρατηρώντας ότι το τεκμήριο αυτό επιτρέπει παρεκκλίσεις από το δικαίωμα στη διαφάνεια. Μολονότι ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει πράγματι εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα στην περίπτωση κατά την οποία η γνωστοποίηση ενδέχεται να προκαλέσει κίνδυνο προσβολής της ιδιωτικής ζωής ή της ακεραιότητας του ατόμου, με συνέπεια να πρέπει να εφαρμοστεί ο κανονισμός 45/2001, το στοιχείο αυτό ουδόλως έχει ως συνέπεια τη δημιουργία τεκμηρίου υπέρ των εννόμων συμφερόντων των προσώπων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προστατεύονται από τον κανονισμό 45/2001.

128    Μεταξύ των λοιπών επιχειρημάτων που έχει προβάλει το Κοινοβούλιο, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η αμφισβήτηση του μη δυσανάλογου χαρακτήρα των μέτρων που ζητεί ο προσφεύγων. Με το επιχείρημα αυτό, το Κοινοβούλιο αμφισβητεί όχι τη στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων αλλά την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει ο προσφεύγων.

129    Άλλα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ειδικότερα, αβάσιμο είναι το επιχείρημα ότι, αν γίνονταν δεκτά όσα εκθέτει ο προσφεύγων, τα μέλη θα έπαυαν να έχουν δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και ότι η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα διακύβευε την ανεξαρτησία της βουλευτικής εντολής τους. Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να στηριχθούν σε κανένα σοβαρό στοιχείο, ενώ πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που θα αποκαλύπτονταν κατόπιν της διαβιβάσεως των επίμαχων δεδομένων έχουν περιορισμένη έκταση και ότι δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από ποια άποψη η γνωστοποίηση στο κοινό της υπαγωγής ορισμένου μέλους στο σύστημα θα διακύβευε την ανεξαρτησία της βουλευτικής εντολής του. Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα ότι τα μέλη θα μπορούσαν να υποστούν την κριτική του κοινού αναφορικά με ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων. Δεδομένου ότι μια τέτοια σύγκρουση είναι σύμφυτη με την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου, η ενδεχόμενη κριτική θα μπορούσε να ασκηθεί από οποιαδήποτε μερίδα του κοινού έχει γνώση των σχετικών με το σύστημα ζητημάτων, χωρίς να της έχει παρασχεθεί ακριβής πληροφόρηση σχετικά με τα ονόματα των μελών που τελούν σε κατάσταση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων είναι εκφραστής της κριτικής αυτής μέσω των διαφόρων δικογράφων που κατέθεσε.

130    Ως εκ τούτου, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το Κοινοβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών που έλαβαν μέρος στη σχετική με αυτό ψηφοφορία θίγει τα έννομα συμφέροντά τους.

131    Η εξέταση της προσφυγής πρέπει να συνεχιστεί, δεδομένου ότι η πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε το Κοινοβούλιο κατά την εφαρμογή των δύο σωρευτικών προϋποθέσεων του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 αφορά μόνο τα μέλη της ολομέλειας που έλαβαν μέρος στις σχετικές με το σύστημα ψηφοφορίες οι οποίες διενεργήθηκαν στις 24 Απριλίου 2007, στις 22 Απριλίου 2008 και στις 10 Μαΐου 2012, και όχι τα μέλη που απείχαν και τα μέλη που δεν είχαν ακόμη αναλάβει ή είχαν πάψει να ασκούν τα καθήκοντά τους, ιδίως για τον λόγο ότι η θητεία τους είχε προηγουμένως λήξει, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή των μελών που είχαν ασκήσει τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά έλλειψη αιτιολογίας

132    Ο προσφεύγων υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το συμπέρασμα της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το οποίο η υποχρέωση προστασίας της ιδιωτικής ζωής σε σχέση με τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατισχύει της επιταγής περί διαφάνειας δεν είναι αιτιολογημένο. Το Κοινοβούλιο δεν εξήγησε για ποιον λόγο η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα συνιστούσε συγκεκριμένη και ουσιαστική προσβολή της ιδιωτικής ζωής των μελών, τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονταν στα εν λόγω έγγραφα.

133    Υπενθυμίζεται ότι, όταν το οικείο θεσμικό όργανο αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η γνωστοποίηση, οφείλει καταρχήν να εξηγεί πώς ακριβώς η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο είναι ικανή να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και ουσιαστικό το προβαλλόμενο από το όργανο αυτό συμφέρον το οποίο προστατεύεται από μία εκ των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 (αποφάσεις Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2011:496, σκέψη 76, και της 28ης Μαρτίου 2012, Egan και Hackett κατά Κοινοβουλίου, T‑190/10, EU:T:2012:165, σκέψη 90). Η εξήγηση αυτή δεν μπορεί να συνίσταται στο απλό επιχείρημα ότι η πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα θα συνιστούσε προσβολή της ιδιωτικής ζωής κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση Egan και Hackett κατά Κοινοβουλίου, προαναφερθείσα, EU:T:2012:165, σκέψη 90).

134    Υπενθυμίζεται επίσης ότι όταν αίτηση που βασίζεται στον κανονισμό 1049/2001 αποσκοπεί στην πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι διατάξεις του κανονισμού 45/2001 εφαρμόζονται πλήρως, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 8 αυτού (αποφάσεις Επιτροπή κατά Bavarian Lager, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:C:2010:378, σκέψη 63, και Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 4 ανωτέρω, EU:T:2011:688, σκέψη 26).

135    Ως εκ τούτου, όταν το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 εφαρμόζεται επί αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα, όπως εν προκειμένω, η εξέταση του συγκεκριμένου και ουσιαστικού χαρακτήρα της προσβολής του συμφέροντος το οποίο προστατεύεται με την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 συμπίπτει με την εκτίμηση του κινδύνου προσβολής των εννόμων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων συνεπεία της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθόσον τα έννομα συμφέροντα κατά το άρθρο 8, στοιχείο β΄, καλύπτουν την ιδιωτική ζωή και την ακεραιότητα του ατόμου κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, τις οποίες είναι ικανή να θίξει η διαβίβαση τέτοιων δεδομένων μέσω της αποκαλύψεως ορισμένων πτυχών τους στο κοινό.

136    Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η απαιτούμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να μπορούν να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:75, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

137    Κατά τον προσφεύγοντα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα συνιστούσε συγκεκριμένη και ουσιαστική προσβολή της ιδιωτικής ζωής των υπαγόμενων στο σύστημα μελών.

138    Το Κοινοβούλιο, στην προσβαλλόμενη απόφαση, εκτίμησε ότι η διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα ήταν δυσανάλογη, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας των εννόμων συμφερόντων των υποκειμένων των δεδομένων. Διατύπωσε την άποψη ότι ασφαλώς η έκταση των εννόμων συμφερόντων των μελών ήταν λιγότερο ευρεία από την έκταση των συμφερόντων φυσικών προσώπων που δεν έχουν δημόσια παρουσία, υποστηρίζοντας συγχρόνως ότι οι προβλεπόμενοι με τον κανονισμό 45/2001 μηχανισμοί προστασίας είχαν εν προκειμένω εφαρμογή και ότι τα μέλη είχαν έννομο συμφέρον να μην γνωστοποιηθούν τα επίμαχα δεδομένα, καθόσον αυτά ενέπιπταν στην ιδιωτική τους σφαίρα και, επομένως, συνιστούσαν προστατευόμενο έννομο συμφέρον ως δεδομένα σχετικά με την προσωπική οικονομική κατάσταση των μελών. Κατά το Κοινοβούλιο, οι συνταξιοδοτικές εισφορές και τα απορρέοντα από αυτές συνταξιοδοτικά δικαιώματα αποτελούν πάντοτε ζητήματα ιδιωτικής φύσεως, επί των οποίων δεν ασκεί επιρροή η βουλευτική ιδιότητα του μέλους ή ο τρόπος χρηματοδοτήσεως του συστήματος. Στη συνέχεια, το Κοινοβούλιο επισήμανε ότι σε διαφορετική περίπτωση η άποψη του προσφεύγοντος θα ίσχυε συλλήβδην για όλο το προσωπικό της δημόσιας διοικήσεως. Το Κοινοβούλιο επανέλαβε την άποψή του ότι η διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων, με βάση το γενικό συμφέρον των μέσων ενημερώσεως και του κοινού όσον αφορά την προσωπική οικονομική κατάσταση των μελών, δεν θα ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, εκτός αν γινόταν δεκτό ότι τα μέσα ενημερώσεως και το κοινό μπορούν να έχουν πρόσβαση σε όλα τα ιδιωτικής φύσεως δεδομένα των μελών και, περαιτέρω, των δημοσίων λειτουργών, τα οποία έχουν σχέση με δημόσιες δαπάνες. Το Κοινοβούλιο αμφισβήτησε την άποψη του προσφεύγοντος ότι η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων ήταν προσφορότερη σε σχέση με τα μέτρα που αποσκοπούν στη διασφάλιση του δημοσίου ελέγχου των δημοσίων δαπανών. Από τα ανωτέρω στοιχεία συνήγαγε ότι τα έννομα συμφέροντα των μελών έπρεπε να κατισχύσουν της φερόμενης ως αναγκαίας διαβιβάσεως των επίμαχων δεδομένων.

139    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο κίνδυνος προσβολής των εννόμων συμφερόντων των μελών και, κατ’ επέκταση, της ιδιωτικής τους ζωής, συνίσταται στο γεγονός ότι τα επίμαχα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθόσον αποτελούν τμήμα της ιδιωτικής σφαίρας των μελών, συνιστούν έννομο συμφέρον που χρήζει προστασίας, για τον λόγο ότι έχουν σχέση με την προσωπική οικονομική κατάσταση των μελών, λαμβανομένου υπόψη ότι οι συνταξιοδοτικές εισφορές και τα απορρέοντα από αυτές συνταξιοδοτικά δικαιώματα είναι ζητήματα ιδιωτικής φύσεως. Οι λοιπές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Κοινοβούλιο κατά τη στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων, οι οποίες μνημονεύθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 138, δεν έχουν σχέση με την αξιολόγηση του κινδύνου προσβολής των εννόμων συμφερόντων ή της ιδιωτικής ζωής των μελών.

140    Πάντως, δεδομένου ότι η εξέταση του συγκεκριμένου και ουσιαστικού χαρακτήρα της προσβολής του συμφέροντος το οποίο προστατεύεται με την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 συμπίπτει με την εκτίμηση του κινδύνου προσβολής των εννόμων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων κατά το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, διαπιστώνεται ότι το Κοινοβούλιο προέβη στην τελευταία αυτή εκτίμηση, υπογραμμίζοντας ότι τα επίμαχα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποτελούσαν τμήμα της ιδιωτικής σφαίρας των μελών, άρα έχαιραν μεγαλύτερου βαθμού προστασίας κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, και, ως εκ τούτου, έπρεπε να προστατεύονται ως έννομα συμφέροντα. Το Κοινοβούλιο σημείωσε ότι οι εισφορές που καταβάλλονται σε συνταξιοδοτικό σύστημα και τα απορρέοντα από αυτές συνταξιοδοτικά δικαιώματα ήταν ζητήματα ιδιωτικής φύσεως, ανεξαρτήτως του είδους του επίμαχου συστήματος και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του, ότι η χορηγούμενη στο πλαίσιο του συστήματος σύνταξη καταβαλλόταν μετά τη λήξη της βουλευτικής θητείας και ότι τα μέλη υποχρεούνταν να καταβάλουν σημαντική προσωπική οικονομική εισφορά, η οποία δεν επιστρεφόταν από το Κοινοβούλιο.

141    Βεβαίως, η παρατιθέμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση συλλογιστική του Κοινοβουλίου είναι σχετικά σύντομη, αλλά παρέχει τόσο στον αποδέκτη της αποφάσεως όσο και στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθούν τους λόγους για τους οποίους το Κοινοβούλιο συνήγαγε το συμπέρασμα ότι υφίστατο κίνδυνος προσβολής των εννόμων συμφερόντων των μελών στην περίπτωση κατά την οποία γινόταν δεκτή η διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Δεδομένου ότι η εκτίμηση αυτή εμπεριέχει εκ των πραγμάτων εκτίμηση του κινδύνου συγκεκριμένης και ουσιαστικής προσβολής της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας των μελών, η εξαιρετικώς ελλιπής επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

142    Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε με την προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

143    Από το σύνολο των ανωτέρω έπεται ότι η προσφυγή είναι άνευ αντικειμένου κατά το μέρος που αφορά το αίτημα προσβάσεως στα ονόματα των 65 μελών που υπάγονταν στο σύστημα και υπήρξαν προσφεύγοντες στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η διάταξη Albertini κ.λπ. και Donnelly κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 25 ανωτέρω (EU:T:2010:519), και η απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 26 ανωτέρω (EU:T:2011:600), ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που το Κοινοβούλιο αρνήθηκε την πρόσβαση στα ονόματα των υπαγόμενων στο σύστημα μελών τα οποία, ως μετέχοντα στην ολομέλεια, έλαβαν πράγματι μέρος στις σχετικές με αυτό ψηφοφορίες που διενεργήθηκαν στις 24 Απριλίου 2007, στις 22 Απριλίου 2008 και στις 10 Μαΐου 2012, και ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

144    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εντούτοις, κατά τις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

145    Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο ηττήθηκε όσον αφορά τα περισσότερα κεφάλαια της προσφυγής, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά του καθώς και στα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων του.

146    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα έξοδά τους. Εν προκειμένω, ο ΕΕΠΔ, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως ως προς το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως A (2012) 13180 του Κοινοβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2012, περί αρνήσεως χορηγήσεως στον Gert-Jan Dennekamp προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με την υπαγωγή ορισμένων μελών του Κοινοβουλίου στο συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, κατά το μέρος που η άρνηση αυτή αφορά την πρόσβαση στα ονόματα των 65 μελών του Κοινοβουλίου τα οποία υπήρξαν προσφεύγοντες στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2010, Albertini κ.λπ. και Donnelly κατά Κοινοβουλίου (T‑219/09 και T‑326/09, Συλλογή, EU:T:2010:519), και η απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Purvis κατά Κοινοβουλίου (T‑439/09, Συλλογή, EU:T:2011:600).

2)      Ακυρώνει την απόφαση A (2012) 13180, κατά το μέρος που η περιλαμβανόμενη σε αυτήν άρνηση αφορά την πρόσβαση στα ονόματα των υπαγόμενων στο συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα του Κοινοβουλίου μελών τα οποία, ως μετέχοντα στην ολομέλεια του Κοινοβουλίου, έλαβαν πράγματι μέρος στις σχετικές με το εν λόγω συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα ψηφοφορίες που διενεργήθηκαν στις 24 Απριλίου 2007, στις 22 Απριλίου 2008 και στις 10 Μαΐου 2012.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)      Καταδικάζει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδά του και στα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων του G.-J. Dennekamp.

5)      Ο G.-J. Dennekamp φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων του.

6)      Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ), η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Dittrich

Schwarcz

Tomlejnović

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιουλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.